Κορυφώνονται οι αντιδράσεις κατά του νόμου για τα πνευματικά δικαιώματα

Πρωτοφανείς σε έκταση και …πάθος είναι οι αντιδράσεις που σημειώνονται σε όλη την Ευρώπη ενάντια στο νόμο για την προστασία των πνευματικών δικαιωμάτων που ετοιμάζεται να ψηφίσει το ευρωκοινοβούλιο.

ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΒΑΤΙΚΙΩΤΗΣ

Η ψηφοφορία είναι προγραμματισμένη να διεξαχθεί είτε στις 25 και 28 Μαρτίου και 4 Απριλίου ή στις 15 και 18 Απριλίου, ενώ το δεξιό Λαϊκό Κόμμα προσπαθεί να επισπεύσει την ψηφοφορία υπό το φόβο της νεανικής κυρίως κινητοποίησης. Μόνο την προηγούμενη εβδομάδα διαδηλώσεις οργανώθηκαν στις εξής χώρες: Γερμανία, Αυστρία, Βέλγιο, Ελβετία, Ισπανία, Δανία, Ολλανδία, Πολωνία, Ρουμανία, Σλοβενία, κ.α. Στο twitter το hashtag SaveYourInternet μεταξύ δεκάδων άλλων σχετικών (SaveTheInternet, StopActa2, κ.λπ.) σαρώνει, ενώ πλήθος πρωτοπόρων υπερασπιστών της ελευθερίας του διαδικτύου όπως ο Έντουαρντ Σνόουντεν, απορρίπτουν κατηγορηματικά τον προτεινόμενο νόμο, ακόμη κι όπως διαμορφώθηκε κατόπιν πολλών αλλαγών στο πλαίσιο (όπως συμβαίνει πάντα) ενός συμβιβασμού μεταξύ Γερμανίας και Γαλλίας.

Στο στόχαστρο των διαμαρτυριών (που φθάνουν στο σημείο να καλούν στην καταψήφιση στις προσεχείς ευρωεκλογές όσων ευρωβουλευτών ψηφίσουν υπέρ) έχουν τεθεί κυρίως δύο άρθρα του νομοσχεδίου: το άρθρο 11 και κυρίως το άρθρο 13.

Στο άρθρο 13 προβλέπεται ότι όλες οι εμπορικές ιστοσελίδες κι εφαρμογές όπου οι χρήστες αναρτούν υλικό οφείλουν να καταβάλλουν τις καλύτερες δυνατές προσπάθειες και προληπτικά να αγοράσουν άδειες για ο,τιδήποτε ενδέχεται οι χρήστες να αναρτήσουν. Επιπλέον, όλες οι ιστοσελίδες θα πρέπει να κάνουν ό,τι είναι απαραίτητο για να αποτρέψουν την ανάρτηση υλικού που παραβιάζει κατοχυρωμένα πνευματικά δικαιώματα.

Στο άρθρο 13, που ήδη χαρακτηρίζεται «φόρος συνδέσμου» προβλέπεται ότι η αναπαραγωγή οτιδήποτε άλλου πέραν ορισμένων λέξεων ή πολύ σύντομων αποσπασμάτων θα απαιτεί άδεια. Επί αυτού μάλιστα δεν υπάρχει καμιά εξαίρεση που να αναφέρεται σαφώς σε ιδιώτες, μικρές εταιρείες και μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς.

Ο νόμος για την προστασία των πνευματικών δικαιωμάτων ξεκινάει από ένα σκεπτικό στο οποίο υπάρχει πλέον ευρεία συμφωνία: να διαφυλαχθεί η δουλειά όσων παράγουν περιεχόμενο και να σταματήσει η αθέμιτη εκμετάλλευσή της για κερδοσκοπικούς λόγους. Στην πράξη επιβάλλει την λογοκρισία, το ίντερνετ μετά την ψήφιση του νόμου θα γίνει πιο φτωχό, λιγότερο ενημερωτικό και ποικίλο. Ένα μέσο που ξεκίνησε με τη φιλοδοξία να κάνει τον πλούτο της ανθρώπινης γνώσης άμεσα προσβάσιμο στον κάθε πολίτη θα κατακερματιστεί και θα γεμίσει εμπορικούς φράχτες. Ωφελημένοι αυτών των οριοθετήσεων θα είναι για μια ακόμη φορά οι μεγάλοι του διαδικτύου, που θα μπορούν να πληρώνουν για να αναμεταδίδουν, επιβάλλοντας ωστόσο και τη δέουσα λογοκρισία όπως συμβαίνει σταθερά τα τελευταία χρόνια. Χαρακτηριστικό και πολλαπλά διδακτικό είναι το παράδειγμα των μέτρων που έλαβαν πρόσφατα η Google και το facebook όταν για να σταματήσει η εκμετάλλευση δεδομένων χρηστών από εταιρείες όπως η Cambridge Analytica καταποντίστηκαν από την αναζήτηση οι σελίδες που έγραφε ο Τσόμσκι. Κι αυτό δεν το λες παράπλευρη απώλεια…

Επομένως, ανεξαρτήτων προθέσεων, μεγάλος χαμένος θα είναι οι εναλλακτικές απόψεις και η ελευθερία του λόγου.

Πηγή: Νέα Σελίδα

Η ΕΕ αλλάζει και αλλάζει προς το χειρότερο (Nexus, Μάρτιος 2014)

May Day protest in AthensΣτις προσεχείς ευρωεκλογές πάλι η ελληνική ιδιαιτερότητα θα κάνει την εμφάνισή της. Ενώ και στα 27 υπόλοιπα κράτη μέλη της ΕΕ, από την μια άκρη της Ευρώπης ως την άλλη, εκατομμύρια ευρωπαίων ψηφοφόρων θα αδιαφορήσουν παντελώς για τις εκλογές, η Ελλάδα θα ζει ρυθμούς ασυνήθιστης πολιτικής έντασης. Ήδη, στα μέσα Φεβρουαρίου, οπότε γράφονται αυτές οι γραμμές, το κλίμα που διαμορφώνεται προδικάζει ότι θα ζήσουμε μια από τις καυτές πολιτικές αναμετρήσεις. Η κυβέρνηση βέβαια κάνει κάθε δυνατή προσπάθεια για να το εκτονώσει. Τα αλλεπάλληλα σενάρια που δοκιμάζονταν στα μέσα Φεβρουαρίου σχετικά με την ημέρα διεξαγωγής των εκλογών (κατά πόσο δηλαδή θα συμπέσουν με τις δημοτικές εκλογές) ως μοναδικό ζητούμενο είχαν να απομακρύνουν τους ψηφοφόρους από τις κάλπες. Και αυτό δεν συνέβαινε καθόλου τυχαία: Η συγκυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου ξέρει ακόμη και τώρα πως μοναδικός τρόπος για να περιορίσει την αδιαμφισβήτητη συντριβή της, που θα είναι αποτέλεσμα της φτώχειας και της ανεργίας που έχει επιβάλει, προέρχεται από την μείωση της συμμετοχής. Έτσι, θα μπορεί να επικαλεστεί την αποχή για να υποβαθμίσει το μήνυμα που θα στείλουν οι κάλπες με την πρωτιά του ΣΥΡΙΖΑ, όπως διαβεβαιώνουν όλες πλέον οι δημοσκοπήσεις. Ωστόσο, η επίπτωση που θα έχει στην συμμετοχή των ψηφοφόρων το παιχνίδι με τις ημερομηνίες θα είναι μηδαμινή κι αυτό θα φανεί από τις ευρύτερες πολιτικές εξελίξεις που θα ενεργοποιηθούν αμέσως μόλις κλείσουν οι κάλπες…

Στην υπόλοιπη Ευρώπη, από την άλλη, θεωρείται σίγουρο πως θα κυριαρχεί η αδιαφορία. Η συμμετοχή στις όγδοες στη σειρά εκλογές που διοργανώνονται από το 1979 για την ανάδειξη των 751 ευρωβουλευτών (όπως διαμορφώθηκαν οι έδρες τελευταία φορά) θα πέσει ακόμη πιο χαμηλά από το 43% του 2009. Αυτοί δε που θα ψηφίσουν σε ένα πρωτοφανές ποσοστό θα δείξουν την προτίμησή τους για κάθε είδους κόμμα που στέκεται κριτικά απέναντι στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα και αμφισβητεί εν μέρει ή συνολικά την ΕΕ και το ευρώ: Από το κόμμα των Πέντε Αστέρων του Μπέπε Γκρίλιο στην Ιταλία, που ανακηρύχτηκε πρώτο σε ψήφους στις εθνικές εκλογές της γειτονικής χώρας τον Μάρτιο του 2013, μέχρι το βρετανικό Κόμμα της Ανεξαρτησίας του Νάιγκελ Φάραγκ και ακροδεξιά κόμματα από την Γαλλία, την Ολλανδία, κ.α. Τύπος μεγάλης κυκλοφορίας και κόμματα εξουσίας, που θεωρούν ύψιστη σχεδόν εθνική τους υποχρέωση να δικαιολογούν τη λιτότητα, επιχειρούν να απαξιώσουν και να στιγματίσουν την κριτική στάση απέναντι στην ΕΕ ταυτίζοντάς την με την άκρα Δεξιά και την αποκρουστική Μαρίν Λε Πεν. Τίποτε όμως δεν απέχει πιο πολύ από την αλήθεια.

Κατ’ εφαρμογή χιτλερικών σχεδίων   

Σε ό,τι αφορά δε τον φασισμό η ΕΕ δεν δικαιούται να μιλάει… Πριν δούμε τα σύγχρονα κοινωνικά χαρακτηριστικά της δυσφορίας απέναντι στις Βρυξέλλες, αξίζει να αναφέρουμε ότι η ΕΕ, από την ίδρυσή της ακόμη, δεν ήταν και τόσο εχθρική, ούτε καν ασύμβατη με τα ναζιστικά επεκτατικά σχέδια! Κι αυτό προς αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας. Μιας αλήθειας που για πρώτη φορά αμφισβητήθηκε με αφορμή τον ορισμό της 9ης Μαΐου ως ημέρας της ενωμένης Ευρώπης. Η 9η Μαΐου όμως ήταν ανέκαθεν η μέρα πάλης ενάντια στον φασισμό, λόγω του ότι μια μέρα πριν, στις 8 Μαΐου το ναζιστικό θηρίο είχε παραδοθεί άνευ όρων στους συμμάχους, πλήρως συντετριμμένο μετά την είσοδο του Κόκκινου Στρατού στο Βερολίνο στις 2 Μαΐου 1945. Παρόλα αυτά, πέντε χρόνια αργότερα στις 9 Μαΐου του 1950, η διακήρυξη «για μια ενωμένη Ευρώπη» του γάλου υπουργού Εξωτερικών Ρομπέρτ Σουμάν (που κατηγορήθηκε για σχέσεις με το Ναζισμό κι ο οποίος υπηρέτησε το καθεστώς του προδότη φιλο-Ναζί Πεταίν, γνωστό κι ως καθεστώς του Βισύ) επισκίασε την ημέρα της αντιφασιστικής πάλης. Κι έτσι την δεκαετία του ’90, μετά την επανένωση της Γερμανίας, η μέρα της αντιφασιστικής δράσης πέρασε σε δεύτερη μοίρα…

Οι ναζιστικές καταβολές της σημερινής ΕΕ, ως ένας ενιαίος οικονομικός χώρος υπό γερμανική εποπτεία, αποτυπώνεται ανάγλυφα στο πολύ σημαντικό βιβλίο Η ελληνική οικονομία κατά την κατοχή και η αλήθεια για τα κατοχικά δάνεια του Δημοσθένη Κούκουνα (εκδ. Ερωδιός, 2013). Αναφέρει ο συγγραφέας: «Η διεύθυνση Εξωτερικού Εμπορίου του γερμανικού υπουργείου Εξωτερικών… βρισκόταν στο επίκεντρο της χιτλερικής “νέας Ευρώπης”… Και, αντίθετα απ’ ότι μπορεί κανείς να φανταστεί, η έννοια της ευρωπαϊκής οικονομικής συνεργασίας δεν βασιζόταν κυνικά στην εκμετάλλευση όλων των άλλων ευρωπαϊκών λαών από την Γερμανία. Δεν θα έπαυε ασφαλώς να είναι η ιθύνουσα δύναμη, αλλά στον εαυτό της δεν επεφύλασσε τον μεταπολεμικό ρόλο ενός στυγνού κατακτητή που δια της βίας θα ασκούσε την εξουσία στα ευρωπαϊκά κράτη. Ενδιαφερόταν πρωτίστως για την αδιαμφισβήτητη οικονομική επιρροή της επ’ αυτών μετά το τέλος του πολέμου και επεφύλασσε στον εαυτό της ρόλο συντονιστή και επομένως προνομιούχου συναλλασσόμενου. Βεβαίως, ο Χίτλερ, ο Γκαίμπελς και οι λοιποί φανατικοί εθνικοσοσιαλιστές ηγέτες δεν επέζησαν του πολέμου για να δουν το αποτέλεσμα. Ωστόσο, ένας από τους βασικούς εντολοδόχους της χιτλερικής ηγεσίας, ο Βάλτερ Φουνκ, ο οποίος πειθαρχικά είχε θέσει το σχέδιο σε εφαρμογή, με τη βοήθεια καθηγητών και άλλων οικονομολόγων, κυρίως όμως με την συνδρομή του Κλόντιους, ήταν εκείνος που πριν πεθάνει, το 1960, είδε την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα να γίνεται πραγματικότητα. Και οπωσδήποτε σε μερικές περιπτώσεις θα διαπίστωσε ότι η γερμανική οικονομία ήταν πιο ωφελημένη με τα νέα μεταπολεμικά δεδομένα παρά στα χρόνια του πολέμου! Η γερμανική ηγεμονία είχε ένα προφίλ, λιγότερο προκλητικό και περισσότερο αποδοτικό»…

Επιστρέφοντας στο σήμερα, παρατηρούμε πως η κριτική απέναντι στην ΕΕ που θα εκφρασθεί στις ευρωεκλογές δεν είναι παρά η κορυφή του παγόβουνου της δυσφορίας που κλιμακώνεται σε όλη την γηραιά ήπειρο. Η αιτία είναι μία και μοναδική: η πολιτική λιτότητας και βίαιης φτωχοποίησης που επιβάλει η ΕΕ, αξιοποιώντας σε αυτή την κατεύθυνση όλους τους μηχανισμούς που διαθέτει. Από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το ευρωκοινοβούλιο μέχρι την Τρόικα και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Υπ’ αυτό το πρίσμα το παράδοξο που χρήζει ερμηνείας δεν είναι η δυσφορία των ευρωπαίων πολιτών, την οποία κάνουν ότι δεν βλέπουν τα ΜΜΕ και τα κόμματα εξουσίας κι όταν καταδεχθούν να ασχοληθούν μαζί της αρνούνται να την κατανοήσουν ή την στιγματίζουν, αλλά η αναντιστοιχία – μέχρι στιγμής – του πολιτικού συστήματος και της κομματικής διάταξης με αυτές τις διαθέσεις. Με άλλα λόγια, το εκπληκτικό είναι ότι η πολιτική συμπεριφορά των ευρωπαίων πολιτών δεν έχει ακόμη βρει το κομματικό σύστημα που της ταιριάζει, με αυτό που υπάρχει σήμερα να αρμόζει σε προηγούμενες δεκαετίες, και να αποδεικνύεται απρόθυμο να ενσωματώσει τις ανησυχίες τους.

Ευρωβαρόμετρο – χαστούκι για την ΕΕ

Η πολιτική στάση των ευρωπαίων πολιτών καταγράφηκε πιστά στο Ευρωβαρόμετρο, την έρευνα που πραγματοποιείται σε όλη την ΕΕ δύο φορές τον χρόνο. Η πιο πρόσφατη, του φθινοπώρου του 2013 που διεξήχθη το Νοέμβριο, περιείχε ευρήματα που θα έπρεπε να ανησυχήσουν πολλούς από τους αργυρώνητους γραφειοκράτες της ΕΕ, καθώς δείχνουν ότι οι λαοί της Ευρώπης απορρίπτουν την πολιτική της λιτότητας, πίσω από την οποία έχουν στοιχηθεί όχι μόνο τα όργανα της ΕΕ, αλλά και τα μεγαλύτερα κόμματα της Δεξιάς και της σοσιαλδημοκρατίας. Αρκούν ορισμένα στοιχεία. Στο ερώτημα για παράδειγμα «αν εμπιστεύεστε την ΕΕ» θετικά απαντάει μόνο το 31%, ενώ το 58% απαντάει πως δεν την εμπιστεύεται. Οι αρνητικές απαντήσεις ξεπερνούν σημαντικά τον μέσο όρο στις χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας, που βρίσκονται στο επίκεντρο της κρίσης. Έτσι, στην Ελλάδα απαντάει αρνητικά το 77%, στην Κύπρο το 75%, στην Ισπανία το 71%, στην Πορτογαλία το 68%, στην Ιταλία το 62%, κοκ. Ο λόγος της αποστροφής τους στην ΕΕ είναι προφανής: Αυτές οι χώρες βίωσαν το αποκρουστικό πρόσωπο των Βρυξελλών καθώς η πολιτική του ξεπουλήματος της δημόσιας περιουσίας και της οικονομικής κατοχής που επέβαλε το Τέταρτο Ράιχ εφαρμόστηκε με πολιορκητικό κριό την ΕΕ.

Στο ερώτημα αν η ΕΕ θα βγει πιο δίκαιη από την κρίση το 45% όσων ερωτήθηκαν και στις 28 χώρες απαντάει αρνητικά και μόνο το 37% απαντάει θετικά. Στην ευρω-περιφέρεια των Μνημονίων περιττό να ειπωθεί ότι οι αρνητικές απαντήσεις είναι στα ύψη. Στην Ελλάδα για παράδειγμα το 66% απορρίπτει την εκτίμηση ότι η ΕΕ θα βγει πιο δίκαιη από την κρίση, στην Ιταλία το 49%, στην Κύπρο το 57%, κοκ. Αυτή η απάντηση αποτελεί χαστούκι για την ΕΕ, δεδομένου πως σημαίνει ότι οι πολίτες θεωρούν ότι μεροληπτεί σε βάρος των μεγάλων συμφερόντων και με τις πολιτικές που επιβάλλει εντείνει τις κοινωνικές ανισότητες. Πιο ξεκάθαρα δεν μπορεί να ειπωθεί… Στην ίδια έρευνα περιγράφονται και τα συμφέροντα τα οποία εξυπηρετεί η ΕΕ. Στο ερώτημα για το αν η ΕΕ κάνει τον χρηματοπιστωτικό τομέα να πληρώσει το μερίδιο που του αναλογεί συμφωνεί μόνο το 34% και διαφωνεί το 50%. Το μεγαλύτερο μερίδιο δηλαδή, ή ο 1 στους 2, πιστεύει πως η ΕΕ διευκολύνει τις τράπεζες. Πρόκειται για βαρά κατηγορία δεδομένου ότι ο χρηματοπιστωτικός τομέας την τελευταία πενταετία απέδειξε ότι λειτουργεί σε βάρος της κοινωνίας και πολύ δικαιολογημένα έχει συγκεντρώσει την μήνι των πολιτών όλου του πολιτικού φάσματος. Οι ευρωπαίοι πολίτες ταυτίζουν την ΕΕ με τις τράπεζες και την αδικία κι επίσης με την λιτότητα και την ανεργία! Στο ερώτημα κατά πόσο η ΕΕ είναι υπεύθυνη για την λιτότητα στην Ευρώπη συμφωνεί το 63% και διαφωνεί το 27%, ενώ στο ερώτημα για το αν η ΕΕ δημιουργεί τους όρους για περισσότερες θέσεις εργασίας συμφωνεί το 40% και διαφωνεί το 52%. Κατόπιν όλων αυτών δεν ξαφνιάζει πως η πλειοψηφία των ευρωπαίων πολιτών (58%) δεν εμπιστεύεται την ΕΕ, έναντι ενός μικρού μόνο ποσοστού (31%) που δηλώνει πως την εμπιστεύεται. Επίσης, ένα πολύ μεγαλύτερο ποσοστό, της τάξης του 82% δηλώνει πως δεν εμπιστεύεται τα πολιτικά κόμματα, με το ποσοστό αυτών που εμπιστεύεται τα πολιτικά κόμματα να κινείται στο 14% και, τέλος, η πλειοψηφία των ερωτηθέντων (47%) να απαντάει πως τα πράγματα κινούνται στην λάθος κατεύθυνση. Μόνο το 26%, δηλαδή ο 1 στους 4 δηλώνει πως τα πράγματα εξελίσσονται σε μια θετική κατεύθυνση.

Όλα αυτά τα ευρήματα δηλώνουν ξεκάθαρα ότι στην ΕΕ είναι σε εξέλιξη μια βαθιά πολιτική κρίση με τους πολίτες να γυρίζουν την πλάτη τους σε κόμματα και θεσμούς, που πριν λίγα χρόνια εμφανίζονταν ως εγγυητές της δημοκρατίας και της ευημερίας. «Μας κάψατε το μέλλον, σας καίμε το παρόν» σαν να δηλώνουν εκατομμύρια Ευρωπαίων αποσύροντας οριστικά και δια παντός την εμπιστοσύνη και τον σεβασμό τους από κόμματα και θεσμούς που υπηρετούν την διάλυση του κοινωνικού κράτους και την μείωση των μισθών. Εδώ ακριβώς βρίσκεται η αιτία της χαμηλής συμμετοχής στις ευρωεκλογές και του λεγόμενου ευρωσκεπτικισμού, όπως χαρακτηρίζεται η κριτική στην ΕΕ.

Η ίδια η ΕΕ, πρέπει να αναγνωρίσουμε, πως κάνει ότι περνάει κι από το χέρι της προκειμένου να τροφοδοτεί την οργή των Ευρωπαίων. Σε αυτή την κατεύθυνση δύο είναι οι πιο πρόσφατες εξελίξεις που αλλάζουν σημαντικά τον χαρακτήρα της ΕΕ και το κάνουν μάλιστα προς το χειρότερο. Η πρώτη σχετίζεται με τις διαπραγματεύσεις που έχουν ξεκινήσει από το 2014 με τις ΗΠΑ για την ανάπτυξη του διατλαντικού εμπορίου κι η δεύτερη εξέλιξη σχετίζεται με την εφαρμογή από 1ης Ιανουαρίου 2014 ενός πολύ αυστηρού δημοσιονομικού πλαισίου.

Το διατλαντικό εμπόριο μοχλός ανατροπών

Οι αλλαγές που θα προκαλέσουν οι διαπραγματεύσεις με τις ΗΠΑ, αντίθετα με ό,τι μπορεί να πιστεύει κανείς, δεν θα αφορούν τον έξω κόσμο αλλά το εσωτερικό της ΕΕ. Οι Βρυξέλλες, δέκα χρόνια μετά την υπογραφή της μεγαλύτερου κύματος διεύρυνσης που έχει υπάρξει με την είσοδο δέκα νέων μελών, επιχειρούν τώρα μια εξ ίσου σοβαρή τομή. Το ζητούμενο μάλιστα, αν πριν δέκα χρόνια αφορούσε την άλωση των αγορών των νέων κρατών μελών από τα γερμανικά πάντσερ και την συμπίεση των δυτικο-ευρωπαϊκών μισθών στα πρότυπα των ανατολικο-ευρωπαϊκών, από τη στιγμή που η σύγκριση έγινε άμεση, τώρα, είναι το σάρωμα των προστατευτικών ρυθμίσεων που υπάρχουν στην ευρωπαϊκή νομοθεσία προς όφελος των καταναλωτών και των εργαζομένων. Μέτρα που όλο και συχνότερα χαρακτηρίζονται ως απαρχαιωμένα ή αντι-αναπτυξιακά, με την ίδια ευκολία που στην Ελλάδα οι μελέτες περιβαλλοντικών επιπτώσεων ή τα μέτρα προστασίας της αρχαιολογικής κληρονομιάς χαρακτηρίζονται ως γραφειοκρατία, ώστε εύκολα να παρακάμπτονται στο πλαίσιο των fasttrack διαδικασιών.

Σύμφωνα με μελέτη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η ευόδωση των συνομιλιών θα μπορούσε να αυξήσει τις εξαγωγές της ΕΕ προς τις ΗΠΑ κατά 28% και να προσθέσει στο ΑΕΠ 120 δισ. ευρώ ή το 0,5% του ετήσιου προϊόντος. Αντικείμενο των εντατικών διαπραγματεύσεων δεν αποτελούν μόνο οι δασμοί, που λόγω του ότι είναι καταγεγραμμένοι είναι και το πιο εύκολο μέρος της δουλειάς. Με βάση έρευνα της ΕΕ, τροχοπέδη στην περαιτέρω ανάπτυξη του διατλαντικού εμπορίου στέκονται περισσότερα από 600 μη δασμολογικοί εμπόδια που μεταξύ άλλων περιλαμβάνουν: καθεστώτα προστασίας στο πλαίσιο δημοσίων προμηθειών (πχ για τις αμυντικές βιομηχανίες), κρατικές επιδοτήσεις που μπορεί να ξεκινούν από την ανανεώσιμη ενέργεια να επεκτείνονται σε αγρότες και να φτάνουν στα κονδύλια έρευνας και ανάπτυξης προστατευμένων κλάδων, ακόμη και στις επιδοτήσεις στην αεροναυπηγική βιομηχανία. Η αλήθεια είναι ότι όσο περισσότερο μελετάει κανείς το θέμα, εξετάζει δηλαδή το αντικείμενο των συνομιλιών, τόσο καταλαβαίνει ότι πίσω από τα μεγάλα λόγια και τις υποσχέσεις κρύβεται η προώθηση μιας σκληρής νεοφιλελεύθερης ατζέντας που στην προμετωπίδα της γράφει «λιγότερο κράτος, εμπορευματοποίηση των πάντων». Καθόλου τυχαία δεν είναι η ανησυχία που εκφράζεται στην Αγγλία μήπως η Συνεργασία για το Διατλαντικό Εμπόριο και τις Επενδύσεις, όπως είναι η επίσημη ονομασία της (TTIP) λειτουργήσει σαν πολιορκητικός κριός για την άλωση του Εθνικού Συστήματος Υγείας, που μέχρι τώρα έχει καταφέρει να αντέξει από τις επιβολές της Θάτσερ, του διαδόχου της Μέιτζορ, του Μπλερ και τώρα του Κάμερον. Διακρίνεται έτσι ο κίνδυνος της ιδιωτικοποίησης ακόμη και των υπηρεσιών υγείας, κοινωνικής φροντίδας και ασφάλειας με την υλοποίηση αυτής της ατζέντας. Στην πραγματικότητα δηλαδή η προώθηση του διατλαντικού εμπορίου να γίνει σε βάρος του εναπομείναντος κράτους πρόνοιας.

Επιπλέον τίθεται κι ένα ακόμη ερώτημα: ποιος θα γευτεί αυτά τα επιπλέον έσοδα και κέρδη που θα δημιουργηθούν όταν αυξηθεί ο κύκλος εργασιών των εξαγωγικών επιχειρήσεων; Γιατί, δεν μιλάμε για οποιεσδήποτε επιχειρήσεις, οπότε θα συμπεριλαμβάνονταν και μικρομεσαίες ή τον μέσο όρο. Μιλάμε για την αφρόκρεμα, που τυχαίνει τις περισσότερες φορές να είναι και πολυεθνικές στο πλαίσιο των οποίων ανθούν φαινόμενα θεσμοθετημένης φοροαποφυγής, μέσω πχ υπεράκτιων εταιρειών. Η εμπειρία επίσης που υπάρχει σε έναν άλλον τομέα, των πολλαπλασιαστικών αποτελεσμάτων στο σύνολο της οικονομίας, εξαιρουμένων ακόμη και των δημοσίων εσόδων, είναι σοβαρή και εξόχως αρνητική. Ποιός ξεχνάει για παράδειγμα τον σημερινό υπουργό Οικονομικών από την θέση του επικεφαλής του ΙΟΒΕ να υπόσχεται προ τριετίας ούτε λίγο ούτε πολύ την εκτίναξη του ΑΕΠ όταν απελευθερωθεί το επάγγελμα του φορτηγατζή; Ισχυρισμοί που αποδείχθηκαν αστείοι κι επίσης παραπλανητικοί. Γιατί, τα οφέλη που δημιουργήθηκαν αξιοποιήθηκαν εξ ολοκλήρου από τις μεγάλες επιχειρήσεις που είδαν το κόστος οδικών μεταφορών να μειώνεται. Δεν είδαμε όμως ως καταναλωτές να μειώνεται ανάλογα και η τιμή πχ των προϊόντων διατροφής. Επομένως εκ του ασφαλούς μπορούμε να συνάγουμε ότι το μειωμένο κόστος μεταφορών έγινε αυξημένο κέρδος των μεγάλων επιχειρήσεων που χρησιμοποιούν οδικές μεταφορές για την διακίνηση των προϊόντων τους. Γιατί, επομένως, και σε ό,τι αφορά το διατλαντικό εμπόριο τα οφέλη από την αύξησή του να μην τα καρπωθούν οι ευρωπαϊκές πολυεθνικές κι από την άλλη οι ευρωπαίοι πολίτες τελικά να επωμιστούν μόνο το κόστος από την διάλυση των υπηρεσιών υγείας, που στο όνομα της ανάπτυξης του εμπορίου θα ιδιωτικοποιηθούν; Το ενδεχόμενο δεν είναι καθόλου θεωρητικό…

Συνένοχος το ευρω-κοινοβούλιο

Τα πράγματα είναι πολύ χειρότερα για τις ευρωπαϊκές κατακτήσεις (από το εργατικό δίκαιο που αφορά την προστασία από εργοδοτικές καταχρήσεις μέχρι την προστασία του καταναλωτή που αφορά εμπόδια στην εισαγωγή γενετικά τροποποιημένων τροφίμων) αν λάβουμε υπ’ όψη μας το καθεστώς αδιαφάνειας που θα δημιουργηθεί όσο θα προχωρούν οι συζητήσεις μεταξύ των επιτροπών εργασίας. Η διάσημη γραφειοκρατία των Βρυξελλών είναι πολύ πιθανό να επιχειρήσει να εκτονώσει τις αντιδράσεις που θα προκαλέσουν οι αποφάσεις στο πλαίσιο της διατλαντικής συμφωνίας παραπέμποντας κρίσιμες αλλαγές στους γραφειοκρατικούς λαβύρινθους. Έτσι να μην μαθαίνουμε ποτέ έγκαιρα τι αποφασίζεται και ποιοι νόμοι καταργούνται. Το επιχείρημα των ιθυνόντων της ΕΕ είναι πως όλες οι αποφάσεις θα τεθούν σε ψηφοφορία στο Ευρωκοινοβούλιο, το οποίο σύμφωνα με πολλούς είναι το δημοκρατικό αντίβαρο στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία δεν υπόκειται σε καμιά δημοκρατική λογοδοσία.

Η αλήθεια είναι πως όσο αδιαμφισβήτητη είναι η αυθαιρεσία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, άλλο τόσο αμφισβητούμενος είναι ο υποτιθέμενος δημοκρατικός χαρακτήρας του Ευρωκοινοβουλίου. Πολλώ δε μάλλον η δυνατότητά του να αποτελέσει όργανο των λαών της Ευρώπης, αποκρούοντας τα σχέδια μετατροπής της ΕΕ σε γερμανική αποικία, όπως συμβαίνει με ολοένα και ταχύτερο ρυθμό. Μάρτυρας, μεταξύ άλλων, είναι η θετική ψήφος που έδωσε το Ευρωκοινοβούλιο στο πακέτο των έξι και των δύο μεταρρυθμίσεων (sixpack και twopack) χάρη στις οποίες μεταρρυθμίσεις εγκρίθηκε το δρακόντειο πλαίσιο δημοσιονομικής πειθαρχίας, που ισχύει από φέτος. Εν ολίγοις περιλαμβάνει: Απαγόρευση της δημιουργίας ελλειμμάτων στον κρατικό προϋπολογισμό όχι απλά δια νόμου (ο οποίος μάλιστα έχει και συνταγματική ισχύ) αλλά και δια της απειλής προστίμου, το οποίο θα επιβάλλεται αυτόματα. Αντίθετα δε με ό,τι συνέβαινε στο παρελθόν όταν απαιτούταν αυξημένη πλειοψηφία στο πλαίσιο της Συνόδου Κορυφής για να επιβληθεί τέτοια ποινή, πλέον, θα απαιτείται αυξημένη για να αναιρεθεί μια τέτοια απόφαση, δηλαδή η ποινή, που είναι απαραίτητο να τονισθεί ότι ισοδυναμεί με την κατάργηση και των τελευταίων βαθμών αυτονομίας από την μεριά των κρατών και των εθνικών κοινοβουλίων. Σε αυτό το πλαίσιο η ψήφος των πολιτών ακυρώνεται! Καμία σημασία δεν θα έχει αν στις προσεχείς εκλογές στην Ελλάδα ή σε οποιαδήποτε άλλη χώρα το εκλογικό σώμα δώσει την εξουσία, με καθόλα δημοκρατικές διαδικασίες, σε κόμματα ή συνασπισμούς που προκρίνουν την επεκτατική δημοσιονομική πολιτική! Αυτή η εξέλιξη, που επισημάνθηκε με την δέουσα σοβαρότητα και από το γραφείο προϋπολογισμού της Βουλής στην ενδιάμεση έκθεση του Ιανουαρίου, είναι η δεύτερη σε σημασία εξέλιξη που οδηγεί τους λαούς της Ευρώπης σε μια εχθρική στάση απέναντι στην ΕΕ και τους θεσμούς της, ανεξάρτητα από το αν είναι εκλεγμένοι ή όχι. Το αποτέλεσμα μετράει. Κι εδώ το αποτέλεσμα είναι πως το Ευρωκοινοβούλιο, όπως η Επιτροπή και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα συνιστούν βαθιά αντιδημοκρατικά μορφώματα, με κύριο έργο την θωράκιση της λιτότητας και της φτώχειας.

Νέο, τρίτο δάνειο στην Ελλάδα;

Στην Ελλάδα όμως υπάρχει κι ένα επιπλέον γεγονός που επιβαρύνει την ΕΕ στη συνείδηση της κοινωνίας. Μαζί με όσα πρόκειται να γίνουν με αφορμή το διατλαντικό εμπόριο και την δημοσιονομική πειθαρχία, προστίθεται κι η προοπτική του νέου, τρίτου δανείου, ύψους γύρω στα 20 δισ. ευρώ, που σχεδιάζει η Γερμανία να δοθεί στην Ελλάδα τον Μάιο, πριν δηλαδή τις ευρωεκλογές, με βάση όσα γράφονταν στα μέσα Φερβουαρίου. Το σκεπτικό του Τέταρτου Ράιχ είναι απλό: Ξέροντας ότι οι ευρωεκλογές θα επιταχύνουν τις πολιτικές εξελίξεις συντομεύοντας την ζωή της κυβέρνησης, αυτό που επιδιώκουν είναι να δεσμεύσουν τον ελληνικό λαό και την επόμενη κυβέρνηση με μια συμφωνία εξόχως καταστρεπτική καθώς: Πρώτο, θα συνοδεύεται από νέο Μνημόνιο, που σημαίνει νέα μέτρα λιτότητας. Δεύτερο, θα αυξάνει το δημόσιο χρέος καθώς όσο κι αν μειωθούν τα επιτόκια στα δάνεια που έχουν ήδη δοθεί (κατά 0,5% με βάση τις τελευταίες πληροφορίες) κι όσο κι αν επιμηκυνθεί η αποπληρωμή (μεταξύ 30 και 50 ετών) το ύψος του δημόσιου χρέους δεν θα μειωθεί. Τα βάρη στον ελληνικό λαό θα αυξηθούν! Τέλος, θα συρρικνωθούν σε βαθμό εξαφάνισης και τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας από την στιγμή που η κρίση χρέους την μετατρέπει σε αποικία χρέους, με την Τασκ Φορς στο εξής (από την στιγμή που η Τρόικα θα πάψει να υφίσταται λόγω τη μη συμμετοχής του ΔΝΤ στο νέο δάνειο) να μετατρέπεται σε κατοχική διοίκηση!

Επομένως αυτοί που απεργάζονται τέτοια σενάρια ας μην απορούν όταν οι ψηφοφόροι γυρίσουν τις πλάτες τους στις κάλπες των ευρωεκλογών ή ολοένα και περισσότεροι ψηφίσουν κόμματα κριτικά ή και απορριπτικά απέναντι στην ΕΕ.

Ευρωεκλογές εν μέσω κρίσης (Διπλωματία, 5ος/2009)

ΑΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΑΠΟΧΗΣ ΑΝΑΜΕΝΕΤΑΙ ΣΤΙΣ 7 ΙΟΥΝΗ

ΚΑΤΩΤΕΡΗ ΤΩΝ ΠΡΟΣΔΟΚΙΩΝ ΑΠΟΔΕΙΧΤΗΚΕ Η ΕΕ

Με την αποχή, που αναμένεται να φθάσει σε ύψη ρεκόρ στις προσεχείς ευρωεκλογές, θα εκφράσουν οι πολίτες των 27 χωρών μελών της ΕΕ τη δυσφορία τους για τον τρόπο που χειρίζεται η Ευρωπαϊκή Ένωση την οικονομική κρίση. Απόλυτα σεβαστή θα γίνει κι αυτή τη φορά η παράδοση που θέλει κάθε εκλογική αναμέτρηση για το ευρωκοινοβούλιο να καταρρίπτει το ρεκόρ αποχής των προηγούμενων ευρωεκλογών. Αρκεί μια ματιά να ρίξει κανείς στα ποσοστά συμμετοχής για να πεισθεί ότι πρόκειται για μια τάση που επαναλαμβάνεται σταθερά. Έτσι, το 1979 το ποσοστό συμμετοχής ήταν 62%, το 1984 59%, το 1989 58%, το 1994 57%, το 1999 50% και το 2004 μόλις 45%. Ίδια ακριβώς είναι η τάση που καταγράφεται και στην Ελλάδα, παρότι τα ποσοστά συμμετοχής είναι σημαντικά υψηλότερα λόγω του υποχρεωτικού χαρακτήρα της συμμετοχής στις ευρωεκλογές – κάτι που δεν ισχύει στις περισσότερες ευρωπαϊκές – και της πολιτικής φόρτισης που τις συνοδεύει. Το 1984 η συμμετοχή έφθασε το 81%, το 1989 στο 80%, το 1994 στο 73%, το 1999 στο 70% και το 2004 η συμμετοχή των Ελλήνων πολιτών στις ευρωεκλογές έφθασε το 63%. Στις επικείμενες ευρωεκλογές που σε κάθε μία από τις 27 χώρες της ΕΕ θα διεξαχθούν από τις 4 έως τις 7 Ιουνίου η αποχή αναμένεται να είναι ακόμη μεγαλύτερη. Πρόσφατη έρευνα του ευρωβαρόμετρου έδειξε ότι μόνο το 34% από τα 375 εκ. ψηφοφόρων πρόκειται να προσέλθουν στις κάλπες – αριθμός που όσο κι αν αυξηθεί ως αποτέλεσμα της διαφημιστικής εκστρατείας και της ανόδου του ενδιαφέροντος όσο πληθαίνουν οι αναφορές και οι πολιτικές αντιπαραθέσεις, δεν πρόκειται να οδηγήσει σε αναστροφή της τάσης αύξησης της αποχής. Η επιλογή των Ευρωπαίων να αδιαφορήσουν για τις ευρωεκλογές και τη σύνθεση του ευρωκοινοβουλίου δε προδίδει άγνοια του καθοριστικού ρόλου που διαδραματίζουν οι αποφάσεις που λαμβάνονται στα όργανα της ΕΕ και του γεγονότος ότι οι 3 στους 4 νόμους συνιστούν προσαρμογή του κοινοτικού δικαίου στο εθνικό. Το γεγονός αντίθετα ότι οι Ευρωπαίοι γυρίζουν την πλάτη τους στους θεσμούς της ΕΕ (γεγονός αναμφισβήτητα αρνητικό καθώς εκλείπει η λαϊκή πίεση στους ευρωβουλευτές και η επακόλουθη λογοδοσία) με την ίδια ταχύτητα που αυξάνει η σημασία της στα εσωτερικά πολιτικά πράγματα σε δύο ερμηνείες οδηγεί. Η πρώτη είναι μια αυξανόμενη συνειδητοποίηση του υποβαθμισμένου ρόλου που έχει το Ευρωκοινοβούλιο στο όλο σύστημα αποφάσεων της ΕΕ. Πρόκειται για το λεγόμενο δημοκρατικό έλλειμμα το οποίο έθιξε και ο πρόεδρος της Δημοκρατίας, Κάρολος Παπούλιας από τη Φινλανδία που επισκέφθηκε στις αρχές Μαΐου και κορυφώθηκε με τη δημιουργία του ευρώ και την εκχώρηση της νομισματικής πολιτικής στους τεχνοκράτες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Η θωράκισή τους από την επιρροή εκλεγμένων κυβερνήσεων και ηγετών, στο όνομα της «ανεξαρτησίας», οδήγησε πολλές φορές ακόμη και συντηρητικούς πολιτικούς αρχηγούς, όπως ο πρόεδρος της Γαλλίας Νικολά Σαρκοζύ, να ζητήσουν την αναθεώρηση των προνομίων τους και τον δημοκρατικό έλεγχο στην ΕΚΤ. Πλευρά του δημοκρατικού ελλείμματος είναι και η απροθυμία των ευρωπαίων ηγετών και πολύ περισσότερων των κυβερνήσεων να θέσουν σε δημοψήφισμα το Ευρωσύνταγμα αρχικά και την Συνθήκη της Λισσαβόνας που το αντικατέστησε στη συνέχεια. Ο φόβος απόρριψης τους από τους πολίτες που θα ανάγκαζε την ΕΕ να αναθεωρήσει τα κείμενα, όπως συνέβη στη Γαλλία και την Ιρλανδία με το Ευρωσύνταγμα, οδήγησε τις κυβερνήσεις να τα εγκρίνουν εν κρυπτώ από τα εθνικά κοινοβούλια χωρίς να γίνουν θέμα δημόσιας συζήτησης και αντιπαράθεσης. Η δεύτερη αιτία που ερμηνεύει την χαμηλή συμμετοχή στις εωρωεκλογές αφορά την μη ικανοποίηση ή ακόμη και την απογοήτευση των ευρωπαίων πολιτών για την στάση της ΕΕ σε μια σειρά από κρίσιμα θέματα. Κι όσο για την περίοδο δε που συζητάμε – τι άλλο; – από τον τρόπο που χειρίστηκε την πρωτοφανή για τα μεταπολεμικά δεδομένα οικονομική κρίση. Αξίζει αρχικά να δούμε το περίγραμμα του οικονομικού περιβάλλοντος εντός του οποίου πραγματοποιούνται οι ευρωεκλογές. Σύμφωνα με εκτιμήσεις του ΔΝΤ, που δημοσιεύτηκαν στις 12 Μαΐου, το ΑΕΠ των 16 χωρών της ευρωζώνης το 2009 θα συρρικνωθεί κατά 4,2% και το 2010 κατά 0,4%. Το ΑΕΠ των Ηνωμένων Πολιτειών αντίθετα γι αυτή τη χρονιά θα μειωθεί κατά 2,8% ενώ για τον επόμενο χρόνο προβλέπεται στασιμότητα. Φαίνεται έτσι ότι η κρίση πλήττει πολύ πιο βαριά τη γηραιά ήπειρο απ’ ότι τις ΗΠΑ. Οπότε διαψεύδονται με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο οι επανειλημμένες διαβεβαιώσεις των ηγετών της ΕΕ ότι πρώτον, το επίκεντρο της αναστάτωσης συνεχίζεται να βρίσκεται στις ΗΠΑ κι εκεί είναι που πρέπει να ληφθούν μέτρα και δεύτερο ότι τα μέτρα που έχουν λάβει οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις είναι επαρκή. Αυτό που δείχνουν οι προβλέψεις του ΔΝΤ αντίθετα είναι ότι η κρίση (που με τα δικά του λόγια προβλέπεται «βαθιά και διαρκείας» αμφισβητώντας έτσι αισιόδοξες προβλέψεις για τον γρήγορο τερματισμό της) έχει κάνει εδώ και καιρό μετάσταση στην Ευρώπη κι ότι τα μέτρα που λαμβάνονται είναι ανεπαρκή. Ως αποτέλεσμα αναμένεται έκρηξη της ανεργίας. Η ίδια η Επιτροπή εκτιμά ότι στα 20 εκ. άνεργους αναμένεται να προστεθούν 8,5 εκ. ακόμη! Απέναντι λοιπόν σ’ αυτή την εκρηκτική κατάσταση αξίζει να δούμε τη στάση που κράτησε η Ευρωπαϊκή Ένωση. Αρχικά, υπήρξε η απροθυμία των κυβερνήσεων της ΕΕ να εγκρίνουν χρηματοδοτικά πακέτα στήριξης της οικονομίας που δεν παύουν να αποτελούν τη μοναδική ενδεδειγμένη λύση άμεσα κι όχι μακροχρόνια «όταν όλοι θα είμαστε νεκροί», για να θυμηθούμε τη ρήση του Κέυνς που είχε διατυπωθεί μάλιστα σε μια ακριβώς όμοια οικονομική συγκυρία όταν και τότε οι αναγκαίες παρεμβάσεις του κράτους θεωρούνταν περιττές λόγω της πίστης στην ικανότητα της αγοράς να ισορροπεί – μακροχρόνια πάντα. Οι χρηματοδοτικές ενισχύσεις αποτελούν μονόδρομο ανεξάρτητα μάλιστα από το γεγονός ότι η χορήγησή τους συνοδεύεται από μια σειρά αβεβαιότητες: πώς, πότε και με τι κόστος π.χ. θα αποπληρωθεί το αστρονομικό ποσό των 2 τρισ. δολ. (διπλάσιο από πέρυσι) που σκοπεύει να δανειστεί το αμερικανικό δημόσιο φέτος. Έτσι μέχρι στιγμής ενώ οι χρηματοδοτήσεις που έχουν εγκριθεί στις ΗΠΑ ισοδυναμούν με το 4,8% του ΑΕΠ τους και στην Κίνα με το 4,4%, στην Ευρώπη οι χρηματοδοτήσεις ισοδυναμούν με το 3,4% του ΑΕΠ της Γερμανίας και μόλις το 1,3% της Γαλλίας. Ακόμη χεορότερα ενώ σε όλο τον κόσμο η καταφυγή στα δημοσιονομικά ελλείμματα αναγνωρίζεται ως η μοναδική έξοδος κινδύνου, στην ΕΕ δοξάζεται η βασιλική οδός της δημοσιονομικής πειθαρχίας και των ισοσκελισμένων προϋπολογισμών. Ο δογματισμός της ΕΕ μάλιστα γίνεται παροιμιώδης αν δούμε ότι συνεχίζει να μένει προσκολλημένη σε μια αρχή ακόμη κι όταν παραβιάζεται – για λόγους ανάγκης προφανώς – από τη συντριπτική πλειοψηφία των κρατών μελών της. Για την ακρίβεια 13 από τις 16 χώρες που χρησιμοποιούν το ευρώ αναμένεται το 2010 να έχουν ελλείμματα άνω του 3%. Οι ισχυρότερες δε οικονομίες της ευρωζώνης όπως η Γερμανία, η Γαλλία, η Ιταλία και η Ισπανία θα έχουν έλλειμμα της τάξης του 6%, 7,1%, 6,1% και 11,2%! Κι αντί η ΕΕ να προσαρμόσει την οικονομική της πολιτική στα νέα αυτά δεδομένα, με κριτήριο τη διαφύλαξη των θέσεων απασχόλησης και της κοινωνικής σταθερότητας που διασφαλίζει το κράτος πρόνοιας και το σταθερό εργασιακό περιβάλλον καλεί σε λιτότητα και δια στόματος του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Μανουέλ Μπαρόζο, σε μείωση των ωρών εργασίας και των μισθών. Οι πρώτοι που βίωσαν τις αρνητικές συνέπειες αυτής της πολιτικής ήταν οι μετανάστες (αμορτισέρ που τις τελευταίες δεκαετίες περιλαμβάνεται στο μόνιμο εξοπλισμό κάθε ευρωπαϊκής αγοράς εργασίας) που λειτούργησαν με διπλό τρόπο. Από τη μια οι σχετικά πιο καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας των ίδιων των ευρωπαίων δεν επηρεάστηκαν τόσο γρήγορα από την κρίση, από την άλλη η απόγνωση και η βία, που είναι το αναγκαίο συνοδευτικό της ανεργίας και της φτώχειας, εξαπλώθηκε σε κοινωνικά στρώματα και γεωγραφικές περιοχές που δεν είναι ορατά δια γυμνού οφθαλμού στην πλειοψηφία. Το ερώτημα ωστόσο είναι μέχρι πότε, αν σκεφτούμε ότι στη Γερμανία οι μετανάστες ανέρχονται σε 3,5 εκ., στην Ισπανία και την Αγγλία από 1,8 εκ., στην Ιταλία 1,5 εκ. και στη Γαλλία ζουν 1,4 εκ. μετανάστες. Ωστόσο οι μαζικές κινητοποιήσεις στο Παρίσι, τη Ρίγα, το Βίλνιους, τη Βουδαπέστη, το Ρέυκιαβικ και πιο πρόσφατα τα βίαια επεισόδια που έγιναν από εργάτες της βιομηχανίας χάλυβα στο Λουξεμβούργο στις 12 Μαΐου, έδειξαν ότι οι συνέπειες της κρίσης δεν είναι αισθητές πλέον μόνο στο περιθώριο της κοινωνίας ή τα πιο ευάλωτα τμήματα της εργασίας. Απογοήτευση επίσης και το μεγαλύτερο δυνατό διασυρμό της «ενιαίας» κατά τ’ άλλα Ευρώπης προκάλεσε η απάντηση της ΕΕ στα μέλη της που εκτέθηκαν περισσότερο στην κρίση. Μια σειρά κατ’ αρχήν από χώρες παραπέμφθηκαν στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (Ουγγαρία, Λετονία και Λετονία) για να λύσουν τα χρηματοδοτικά τους προβλήματα. Από τη στιγμή που τόσο η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα όσο κι άλλα κεντρικά πιστωτικά ιδρύματα σ’ όλο τον κόσμο δε δίστασαν να προβούν σε αντισυμβατικές δραστηριότητες (η FED για παράδειγμα έφθασε να δανείσει απ’ ευθείας επιχειρήσεις ασκώντας λειτουργίες εμπορικής τράπεζας) γιατί θα έπρεπε χώρες που ήδη δοκιμάζονται από την κρίση να υποστούν τους επαχθείς όρους υπό τους οποίους δανείζει το ΔΝΤ και να μην τύχουν της δανειοδότησης της ΕΚΤ με το προνομιακό της επιτόκιο; Γιατί, με άλλα λόγια, το επιτόκιο του 1% (από 4,25% που ήταν τον Οκτώβρη του 2008), όπως διαμορφώθηκε στις 7 Μαΐου, να το απολαμβάνουν μόνο οι εμπορικές τράπεζες και τις πιο πολλές φορές μάλιστα προς δική τους και μόνο ωφέλεια, και όχι τα κράτη – μέλη; Πολύ περισσότερο εκείνα που έχουν εκχωρήσει στη Φρανκφούρτη το προνόμιο άσκησης νομισματικής πολιτικής… Αναντίστοιχη των προσδοκιών ήταν η ανταπόκριση της ΕΕ και στα διορθωτικά μέτρα ρύθμισης των αγορών που συμφωνήθηκαν μετά τη συνεδρίαση του G20 στις 2 Απρίλη. Τα μέτρα που έδωσε στη δημοσιότητα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή με στόχο να επιβάλλει διαφάνεια στην αγορά των αντισταθμιστικών κεφαλαίων (hedge funds) που σε παγκόσμιο επίπεδο το μέγεθός της ανέρχεται σε 1,4 τρισ. δολ. κρίθηκαν όχι απλώς λίγα αλλά και επικίνδυνα. Η γαλλίδα υπουργός Οικονομίας, Κριστίν Λαγκάρ, από την εφημερίδα Figaro επεσήμανε τον κίνδυνο, χάρη αυτών ακριβώς των ρυθμίσεων, η Ευρώπη να αλωθεί από κερδοσκοπικά κεφάλαια με έδρα τα νησιά Κεϊμάν που θα λειτουργήσουν σαν Δούρειοι Ίπποι. Για την ίδια πρόταση ο Πολ Ρασμούσεν, δανός ευρωβουλευτής και πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος (που στις 9 Μαΐου παραβρέθηκε Στο Εθνικό Συμβούλιο του ΠΑΣΟΚ) δήλωσε πως «έχει περισσότερες τρύπες από ελβετικό τυρί». Το γεγονός ότι η ΕΕ δεν μπόρεσε να πρωταγωνιστήσει στον αγώνα δρόμου που γίνεται για να αναδιοργανωθεί η αρχιτεκτονική του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος έχει ξεχωριστή σημασία καθώς η ΕΕ – και δη ο γαλλογερμανικός άξονας – προβάλλει ως ο φανατικότερος πολέμιος του σημερινού καθεστώτος απορύθμισης. Στο παραπάνω πλαίσιο οι κάλπες της 7ης Ιουνίου δεν θα βγάλουν θεαματικά αποτελέσματα που να ανατρέπουν την σημερινή εικόνα βάση της οποίας από τους 785 βουλευτές 288 ανήκουν στην ομάδα του Λαϊκού Κόμματος, 217 στη Σοσιαλιστική, 100 στη Συμμαχία Φιλελεύθερων Δημοκρατών, 44 στην Ένωση για την Ευρώπη των Εθνών, 43 στους Πράσινους, 41 στην Ομάδα της Αριστεράς, κλπ. Οι σοσιαλιστές θα συνεχίσουν να είναι στη δεύτερη θέση αδυνατώντας να εκμεταλλευθούν τη δυσφορία που γεννά η οικονομική κρίση. Δεν αποκλείεται μάλιστα το ΠΑΣΟΚ να καταγράψει την μεγαλύτερη άνοδο σε σχέση με άλλα συγγενή του κόμματα λόγω της υποχώρησης της ΝΔ και του χαμηλού σημείου από το οποίο ξεκινάει κάθε σύγκριση μια και το 2004 είχε πάρει μόλις 34%. Ξεχωριστή σημασία ως τάση – κι όχι αριθμητικά – ίσως να έχει η καταγραφή στα εκλογικά αποτελέσματα των φυγόκεντρων τάσεων που ήδη παρατηρούνται σε όλη την έκταση της ΕΕ. Όπως για παράδειγμα η πιθανολογούμενη εκλογή ενός ευρωβουλευτή από το ακροδεξιό αντι-μεταναστευτικό Βρετανικό Εθνικό Κόμμα κι άλλων δύο από αντι-ισλαμικά αντι-μεταναστευτικά κόμματα της Δανίας. Έσπειραν ανέμους και θερίζουν θύελλες…