Το ΔΝΤ εναντίον του κατώτατου μισθού

Όσοι πιστεύουν ότι το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο άλλαξε, ότι έχει λάβει υπ’ όψη του τα καταστρεπτικά αποτελέσματα των βάρβαρων νεοφιλελεύθερων πολιτικών του κι έχει ενσωματώσει στα κριτήρια πολιτικής του ευρύτερους κοινωνικούς προβληματισμούς όπως είναι για παράδειγμα η αντιμετώπιση των κοινωνικών ανισοτήτων, καλά θα κάνουν να ρίξουν έστω μια ματιά σε άρθρο που δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα τον Μάρτιο του 2019 σχετικά με τον κατώτατο μισθό (δες εδώ). Για την ακρίβεια, εναντίον του κατώτατου μισθού! Ο διεθνής οργανισμός, δικαιώνοντας τη φήμη του ως προμαχώνας και στρατηγικό οχυρό των αντιλαϊκών πολιτικών που εξυπηρετούν την μεγάλη εργοδοσία και υπενθυμίζοντάς μας γιατί η Ευρωπαϊκή Ένωση έκρινε τη συμμετοχή του στα πρόσφατα «προγράμματα διάσωσης» ως όρο εκ των ων ουκ άνευ για τη χρηματοδότησή τους, ανοίγει εκ νέου τη συζήτηση για τον κατώτατο μισθό για να καταλήξει ότι η αύξησή του βλάπτει σοβαρά την απασχόληση. Και το ΔΝΤ, ως εκείνος ο θεσμός που …νοιάζεται για την απασχόληση κι έχει θέσει ως …σκοπό της ύπαρξής του την ευημερία των πολιτών – γνωστά αυτά κι ας μην ξανανοίγουμε τη συζήτηση, χτυπάει το καμπανάκι του κινδύνου για τις αρνητικές επιπτώσεις τέτοιων «ξεπερασμένων» και «αρτηριοσκληρωτικών» πολιτικών.  

ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΒΑΤΙΚΙΩΤΗΣ

Αξίζει όμως να δούμε τη σαθρή επιχειρηματολογία του, που είναι δηλωτική των στενών ταξικών συμφερόντων που εκπροσωπεί.

Σχεδόν κάθε χώρα διαθέτει ελάχιστον μισθό, μας ενημερώνουν τα στελέχη του ΔΝΤ. Σε ορισμένες χώρες όπως στη Γαλλία, ο βασικός μισθός αναφέρεται σε όλη την οικονομία, ενώ σε άλλες όπως στη Νότια Αφρική και τη Νέα Ζηλανδία διαφοροποιείται μεταξύ κλάδων και κατηγοριών εργαζομένων. Παρότι οι ελάχιστοι μισθοί έχουν αιτιολογηθεί στη βάση ηθικών, κοινωνικών και οικονομικών επιχειρημάτων, όπως είναι η βελτίωση της ευημερίας των εργατών, η μείωση των ανισοτήτων και η προώθηση της κοινωνικής συνοχής, εγείρονται κριτικές, συνεχίζουν οι δύο συγγραφείς της «έρευνας», ότι οι βασικοί μισθοί είναι αντιπαραγωγικοί επειδή διασπούν την αγορά εργασίας. Θέτουν έτσι το ακόλουθο ερώτημα οι δύο ερευνητές, που ειδικά για την Ελλάδα δεν έχει καθόλου θεωρητικό περιεχόμενο: «Μια αύξηση στον κατώτατο μισθό πράγματι ωφελεί τους εργάτες με χαμηλά εισοδήματα;» Για να καταλήξουν ότι δεν είναι βέβαιο κάτι τέτοιο! Ας μην ζητάτε επομένως αυξήσεις για να βελτιωθεί το εισόδημά σας, καθώς το τι τελικά θα γίνει θα εξαρτηθεί από τις περιστάσεις. Συγκεκριμένα, πρώτο, από το κατά πόσο οι εργοδότες θα συμμορφωθούν με το νόμο. Και δεύτερο, η πραγματική βελτίωση του εισοδήματος θα εξαρτηθεί από το κατά πόσο η αύξηση θα φτάσει ατόφια στον φυσικό παραλήπτη της και δεν πρόκειται να καταλήξει σε επιπλέον φορολογία ή ασφαλιστικές εισφορές – ό,τι δηλαδή θα συμβεί στην Ελλάδα με την μείωση του αφορολόγητου ορίου.

Αλλού είναι το επίκεντρο της αντιπαράθεσης ωστόσο για το ΔΝΤ. «Οι δυνητικές επιπτώσεις στην απασχόληση βρίσκονται στην καρδιά της διαμάχης για την πολιτική του βασικού μισθού και παραμένουν ένα αμφιλεγόμενο θέμα», διατείνονται τα γκρίζα κουστούμια του ΔΝΤ, που σύμφωνα με τον νομπελίστα οικονομολόγο Τζόζεφ Στίγκλιτς είναι κατά τεκμήριο οι χειρότεροι φοιτητές των οικονομικών σχολών. Ευάλωτοι επομένως σε πολιτικές πιέσεις να εμφανίζουν το άσπρο …μαύρο και τη μέρα …νύχτα. Παρότι λοιπόν αμφιλεγόμενο το θέμα, τα «αστέρια» του ΔΝΤ καταλήγουν ότι «φαίνεται να υπάρχει μια αυξανόμενη συναίνεση πώς όταν ο βασικός μισθός ορίζεται σε ένα συντηρητικό επίπεδο, η επίδραση στην απασχόληση είναι σχετικά αρνητική. Πρόσφατη έρευνα καταλήγει ότι η αλλαγή στην απασχόληση που προκαλείται από μια αύξηση στον κατώτατο μισθό είναι κοντά στο μηδέν, αν και οι πιο ευάλωτες ομάδες όπως οι εργάτες χαμηλής ειδίκευσης και οι νέοι εργάτες μπορεί να πληγούν». Και καταλήγουν οι …ορκισμένοι φίλοι των πιο κακοαμειβόμενων τμημάτων της εργατικής τάξης ότι «στην πράξη οι πολιτικές του βασικού μισθού θα πρέπει να υπολογισθούν ώστε να διατηρούν τη συνολική μισθολογική αύξηση σε συνάρτηση με τα κέρδη παραγωγικότητας. Αυτό καταλήγει η διαδικασία καθορισμού κατώτατου μισθού να μείνει έξω από τη δικαιοδοσία των πολιτικών και να ανατεθεί σε ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες»!

Εδώ εμφανίζεται ατόφια η σκληρή νεοφιλελεύθερη, πινοτσετικής κοπής αντίληψη του ΔΝΤ που θεωρεί τους πολιτικούς αναξιόπιστους και άσχετους στην καλύτερη περίπτωση, συλλήβδην λαμόγια και διεφθαρμένους στη χειρότερη (με φυσικούς αυτουργούς της διαφθοράς τους τα ρακούν κι όχι τον ιδιωτικό τομέα – γνωστά κι αυτά), τους δε άμεσα ενδιαφερόμενους, δηλαδή τους εργοδότες και εργαζόμενους, τους «κοινωνικούς εταίρους» επί το ευρωπαϊκότερο, ως άσχετους, και, μοναδικούς αρμόδιους τους τεχνοκράτες. Δε  θα εκπλαγούμε μάλιστα αν τους εξειδικεύει σε καμιά εταιρεία συμβούλων επιχειρήσεων όπως η McKinsey ή σε άλλα ευαγή ιδρύματα, «ναούς της ανεξαρτησίας» και μαύρες τρύπες της δημόσιας λογοδοσίας και του δημοκρατικού ελέγχου όπως οι κεντρικές τράπεζες…

Τα στελέχη του ΔΝΤ κάνουν πολιτική και προπαγάνδα. Δεν κάνουν έρευνα. Δεν μεταφέρουν καν τις αντικρουόμενες απόψεις και εμπειρίες για ένα θέμα που βρίσκεται στη αιχμή της κοινωνικής αντιπαράθεσης. Στις λεκτικές ακροβασίες των δύο στελεχών του μισητού οργανισμού που φέρει την ευθύνη για τις μεγαλύτερες κοινωνικές γενοκτονίες των τελευταίων δεκαετιών στον αναπτυσσόμενο και ανεπτυγμένο καπιταλιστικό κόσμο δε χώρεσαν καν τα συμπεράσματα αξιόπιστων εμπειρικών ερευνών, με πιο χαρακτηριστικό εκείνο του Νιου Τζέρσεϋ. Αναφέρονται ενδεικτικά τα εξής σε ένα ευρέως χρησιμοποιούμενο εγχειρίδιο με τίτλο Τα οικονομικά της εργασίας, του George Borjas (εκδ. Κριτική, 2003), το οποίο δεν συμπεριλαμβάνεται στην ετερόδοξη βιβλιογραφία (στην ίδια όχθη με τα στελέχη του ΔΝΤ βρίσκεται ο συγγραφέας του, με άλλα λόγια): «Η πεποίθηση που ίσχυε για αρκετό καιρό, ότι ο κατώτατος μισθός έχει αρνητικές επιπτώσεις στην απασχόληση των πιο ευάλωτων εργατών, τα τελευταία χρόνια έχει δεχθεί έντονη κριτική… Μια σειρά πρόσφατων μελετών έχουν εισάγει διαφορετικές μεθοδολογίες για την εκτίμηση των επιπτώσεων του κατώτατου μισθού στην απασχόληση, επιστρατεύοντας μελέτες περιπτώσεων που εξετάζουν τις επιπτώσεις στην απασχόληση από συγκεκριμένες αυξήσεις του κατώτατου μισθού. Αυτές οι μελέτες συχνά καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι πολλές από τις πρόσφατες αυξήσεις των κατώτατων μισθών δεν είχαν καμία (η υπογράμμιση του συγγραφέα) αρνητική επίπτωση στην απασχόληση… Η πιο γνωστή μελέτη συγκεκριμένης περίπτωσης αναλύει την επίπτωση του κατώτατου μισθού στο Νιου Τζέρσεϋ και την Πενσυλβάνια. Την 1η Απριλίου του 1992 , το Νιου Τζέρσεϋ αύξησε τον κατώτατο μισθό στα 5,05 δολάρια την ώρα, τον μεγαλύτερο κατώτατο μισθό στις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά η γειτονική πολιτεία της Πενσυλβάνιας δεν ακολούθησε την ίδια τακτική και κράτησε τον κατώτατο μισθό στα 4,25 δολάρια, το ομοσπονδιακό υποχρεωτικό επίπεδο. Η σύγκριση Νιου Τζέρσεϋ και Πενσυλβάνιας παρέχει ένα “φυσικό πείραμα”, το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη εκτίμηση των επιπτώσεων της νομοθεσίας στους κατώτατους μισθούς», συμπεραίνει ο συγγραφέας. Και ποιο είναι το συμπέρασμά του; «Αποδεικνύεται ότι τα εστιατόρια ταχείας εστίασης στην πλευρά του Νιου Τζέρσεϋ δεν αντιμετώπισαν μείωση του εργατικού δυναμικού σε σχέση με τα εστιατόρια στην πλευρά της Πενσυλβάνιας. Στην πράξη φαίνεται ότι η απασχόληση στο Νιου Τζέρσεϋ αυξήθηκε σε σχέση με την Πενσυλβάνια» (σελ. 191-193)!

Αν κάτι αναιρεί το πείραμα του Νιου Τζέρσεϋ είναι μια αφελής οικονομικά αντίληψη που καταλήγει ότι αν είναι δεδομένη μια διαθέσιμη χρηματική ποσότητα για μισθούς, υψηλότεροι μισθοί επιμερίζονται σε λιγότερους εργαζόμενους, χαμηλότεροι μισθοί επιμερίζονται σε περισσότερους εργαζόμενους και συμβολικοί μισθοί που αντιστοιχούν σε ένα πασχαλινό αβγό για κάθε εργαζόμενο μας οδηγούν να εισάγουμε εργαζόμενους από το διάστημα – γνωστό κι αυτό. Η συγκεκριμένη νεοφιλελεύθερη «αριθμητική της εργασίας», που καλύτερα διδάσκεται με ξύλινο αριθμητήριο, παραγνωρίζει ότι δεδομένης της υψηλής ροπής για κατανάλωση του φτωχότερου τμήματος του πληθυσμού, όσων δηλαδή αμείβονται με το βασικό μισθό, οι μισθοί, αν φυσικά δεν τους «περιποιηθούν» πρώτα οι αυξημένοι φόροι και οι κρατήσεις, αυξάνουν τη ενεργό ζήτηση της οικονομίας και τροφοδοτούν τάχιστα την κατανάλωση. Η ποσότητα χρήματος που αντιστοιχεί σε μισθούς επομένως δεν μένει ίδια αλλά αυξάνεται, αν και σε μια χρονική περίοδο μεγαλύτερη.

Οι τεχνοκράτες του ΔΝΤ ωστόσο απορρίπτουν τις αυξήσεις στο βασικό μισθό σείοντας το φόβητρο της ανεργίας, όχι εξ αιτίας άγνοιας, αλλά λόγω μιας στενής ταξικής οπτικής την οποία υπηρετεί ο οργανισμός. Συγκεκριμένα, πρόκειται για το συμφέρον του πολυεθνικού κεφαλαίου και δη τη χρηματιστικής ολιγαρχίας που ως κριτήριο αξιολόγησης μιας πολιτικής έχει ασφαλή και αυξανόμενα επιτόκια και αποδόσεις σε καταθέσεις, εταιρικά και κρατικά ομόλογα και βραχυχρόνιες επενδύσεις κεφαλαίου. Προβληματισμοί σχετικά με την αντιμετώπιση των κοινωνικών ανισοτήτων ή την άνοδο της ευημερίας μιας κοινωνίας δεν χωρούν καν στη συλλογιστική του και απορρίπτονται, επειδή κρίνονται ως εμπόδιο για τα κέρδη της υπερεθνικής ελίτ. Σε αυτό το βωμό θυσιάζεται και ο βασικός μισθός!

Πηγή: Περιοδικό Επίκαιρα

Αυξήστε τους κατώτατους μισθούς!

ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΒΑΤΙΚΙΩΤΗΣ

Σε εμφανή αντίθεση βρίσκεται η Ευρωπαϊκή Ένωση κι ειδικότερα οι αρχές που έχουν αναλάβει την μεταμνημονιακή εποπτεία της Ελλάδας με τη γενικότερη τάση που παρατηρείται σε όλο τον κόσμο υποδεικνύοντας την ανάγκη αύξησης των κατώτατων μισθών.

Η σχετική αναφορά – παρατήρηση ή καλύτερα μομφή προς την ελληνική κυβέρνηση όπως περιλαμβάνεται στην έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που εκδόθηκε το Φεβρουάριο (Enhanced Surveillance Report, institutional Paper 099, ISSN 2443-8014) αποτελούσε μνημείο παρέμβασης στα εσωτερικά μιας χώρας. Ήταν δε αποτέλεσμα ιδεολογικής εμμονής και προσκόλλησης στα νεοφιλελεύθερα δόγματα. Έγραφε συγκεκριμένα με αφορμή την αύξηση του βασικού μισθού κατά 10,9% την 1η Φεβρουαρίου που είχε ως αποτέλεσμα ο βασικός μισθός να αυξηθεί από τα 586,08 ευρώ στα 650 (και το ημερομίσθιο από 26,18 σε 29,04 ευρώ) κι ήταν μάλιστα η πρώτη αύξηση μετά την μείωση κατά 22% που επιβλήθηκε το 2012 από την κυβέρνηση τεχνοκρατών την οποία στήριξαν ΠΑΣΟΚ – ΝΔ και το ακροδεξιό ΛΑΟΣ: «Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η αύξηση που αποφασίστηκε από την κυβέρνηση είναι υψηλότερη από αυτή που προτάθηκε από την επιτροπή των ειδικών (μια αύξηση μεταξύ 5% και 10%)» (σελ. 57). Αποφαίνονται στη συνέχεια τα …αστέρια της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που το 2010 εκτιμούσαν ότι η Ελλάδα θα έβγαινε στις αγορές το 2012 αλλά στο τέλος με τις συνταγές τους προκάλεσαν ύφεση της τάξης του 26%: «Καθώς δεν είναι δυνατό να κάνουμε καθαρές προβλέψεις για το αποτέλεσμα που θα έχει μια τέτοια αύξηση του ελάχιστου μισθού στην οικονομία και την αγορά εργασίας, μια διψήφια αύξηση αντιπροσωπεύει ένα αξιοσημείωτο σοκ σε μια υποτονική και εύθραυστη αγορά εργασίας ενώ εγείρει σημαντικούς προβληματισμούς για τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στη μεγέθυνση και την ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας». (σελ. 58). Στη συνέχεια μάλιστα προβλέπουν ακόμη και αύξηση της ανεργίας λόγω της αύξησης των κατώτατων μισθών: «Το μέγεθος της αύξησης, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ένα σχετικά μεγάλο κομμάτι των εργατών αμείβονται με τον κατώτατο μισθό στην Ελλάδα αυξάνει τον κίνδυνο αρνητικών συνεπειών στην απασχόληση»…

Δε χρειάζεται να θυμηθούμε τις επιπτώσεις που είχαν στη μεγέθυνση, την ανταγωνιστικότητα και την απασχόληση της Ελλάδας τα Μνημόνια και οι μειώσεις σε μισθούς και συντάξεις για να αντιληφθούμε πόσο άσχετες με την πραγματικότητα είναι οι διαπιστώσεις των Ευρωπαίων τεχνοκρατών. Αρκεί να στραφούμε στις συζητήσεις που διεξάγονται σε όλο τον κόσμο και τις προτροπές που διατυπώνονται ιδίως προς κυβερνήσεις με μία και μοναδική επωδό: Αυξήστε τους βασικούς μισθούς! Έχει γραφτεί μάλιστα κατ’ επανάληψη ότι ένα από τα βασικά θέματα που θα προωθήσει η γερμανική προεδρία στην Ευρωπαϊκή Ένωση το δεύτερο εξάμηνο του 2020  θα είναι η πανευρωπαϊκή συμφωνία για ένα κοινό πλαίσιο κατώτατου μισθού. Η ομοσπονδιακή υπουργός Δικαιοσύνης και υποψήφια των σοσιαλδημοκρατών στις ευρωεκλογές Καταρίνα Μπάρλεϋ προχώρησε μάλιστα παραπέρα από τον κοινό τόπο που έχει διαμορφωθεί για τον καθορισμό του κατώτατου στο 60% του διάμεσου του εθνικού μισθού υποστηρίζοντας ότι «ο ευρωπαϊκός κατώτατος μισθός θα πρέπει να γίνει κεντρικό θέμα στις εκλογές καθώς ο καθένας θα πρέπει να ζει από τη δουλειά του».

Δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε το σκεπτικό πίσω από την αναβάθμιση του θέματος του κατώτατου μισθού στην πολιτική ατζέντα: Σε μια εποχή που όλα τα επίπεδα μισθών (υψηλοί, μέσοι και χαμηλοί) πέφτουν, αλλού λίγο, αλλού πολύ, χρειάζεται περισσότερο από ποτέ να τεθεί με αυστηρότητα ένα κάτω όριο για να αποτραπεί η έκρηξη των εισοδηματικών και κοινωνικών αντιθέσεων, να διαφυλαχθεί η ενεργός ζήτηση και περισσότερο ίσως η κοινωνική σταθερότητα. Η πτωτική πορεία των μισθών αποτυπώθηκε στην τακτική έκδοση του Διεθνούς Οργανισμού Εργασίας, Global Wage Report 2016/2017, όπου αναφέρεται ότι το μερίδιο των μισθών έχει μειωθεί σε 91 από τις 133 χώρες, περιλαμβανομένων των περισσότερων ανεπτυγμένων και πολλών αναπτυσσόμενων χωρών. Η ίδια ακριβώς τάση συρρίκνωσης των μισθών καταγράφεται από τον ΟΟΣΑ και το ΔΝΤ, χωρίς φυσικά αυτοί οι δύο οργανισμοί να θλίβονται κι ιδιαίτερα για την απαξίωση των μισθών.

Σε πλήρη συγχρονισμό με το αυξημένο ακαδημαϊκό και πολιτικό ενδιαφέρον για την διαφύλαξη ακόμη και την αύξηση του κατώτατου μισθού βρίσκεται η ετήσια έκδοση του γερμανικού Ινστιτούτου Οικονομική και Κοινωνικής Έρευνας WSI (που υπάγεται στο ινστιτούτο Hans-Bockler, εδώ το πλήρες κείμενο). Το σημαντικότερο συμπέρασμά του στην πιο πρόσφατη έκδοσή του είναι ότι στις αρχές του 2019 παρατηρήθηκε μια αύξηση της τάξης του 4,9%, σε σχέση με τον προηγούμενο χρόνο, στους κατώτατους μισθούς της ΕΕ.

Οι γερμανοί ερευνητές διακρίνουν τρεις ομάδες χωρών στην ΕΕ με βάση το επίπεδο του βασικού μισθού, όπως αποτιμάται σε ευρώ. Στην πρώτη ομάδα το ωρομίσθιο υπερβαίνει τα 9 ευρώ (με εξαίρεση όπως …πάντα την Αγγλία): Λουξεμβούργο (11,97 ευρώ), Γαλλία (10,03), Ολλανδία (9,91), Ιρλανδία (9,8), Βέλγιο (9,66), Γερμανία (9,19) και Αγγλία (8,85). Στη δεύτερη ομάδα χωρών (που είναι και η πιο ολιγάριθμη) τα ωρομίσθια κυμαίνονται από 4 ως 8 ευρώ. Εδώ συμπεριλαμβάνονται: Ισπανία (5,45 ευρώ), Σλοβενία (5,1) και Μάλτα (4,4). Η τρίτη ομάδα χωρών, η πολυπληθέστερη, συμπεριλαμβάνει τα κράτη με ωρομίσθιο από 2 έως 4 ευρώ: Λετονία (2,54 ευρώ), Ρουμανία (2,68), Ουγγαρία (2,69), Κροατία (2,92), Σλοβακία (2,99), Πολωνία (3,05), Τσεχία (3,11), Εσθονία (3,21), Λιθουανία (3,39), Ελλάδα  (3,39 ευρώ επίσης) και Πορτογαλία (3,61 ευρώ). Μετά μάλιστα την αύξηση της 1ης Φεβρουαρίου που προκάλεσε την αντίδραση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής το ωρομίσθιο στην Ελλάδα από 3,39 ευρώ διαμορφώθηκε σε 3,76 ευρώ. Και πάλι δηλαδή παραμένει στην τελευταία κατηγορία των ευρωπαϊκών χωρών…

Δίκοπο μαχαίρι το βασικό εισόδημα

Τα φώτα της δημοσιότητας συγκέντρωσε η απόφαση της 50ης, και πιο πρόσφατα αποκτημένης Πολιτείας των ΗΠΑ, της Χαβάης να δρομολογήσει τις διαδικασίες για την καθιέρωση βασικού εισοδήματος, σε όλους του πολίτες της. Η απόφαση, που ψηφίστηκε ομόφωνα και στα δύο νομοθετικά σώματα, αιτιολογήθηκε στη βάση του υπερβολικά ακριβού κόστους διαβίωσης, που είναι το υψηλότερο σε όλες τις ΗΠΑ, από τη μια και από την άλλη της σαρωτικής έκτασης που έχουν προσλάβει οι χαμηλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας του τομέα υπηρεσιών.

ΤΟΥ ΛΕΩΝΙΔΑ ΒΑΤΙΚΙΩΤΗ

Δεν ήταν ωστόσο η πρώτη φορά που το βασικό εισόδημα ήλθε στη δημόσια συζήτηση.

Μόλις πρόσφατα, στις 25 Μαΐου 2017, μιλώντας ο ιδρυτής και διευθύνων σύμβουλος του Facebook στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ απ’ όπου αποφοίτησε πρότεινε κι αυτός την καθιέρωση ενός βασικού εισοδήματος. Το σκεπτικό μάλιστα του ιδρυτή του δημοφιλέστερου μέσου κοινωνικής δικτύωσης δε σχετιζόταν με την αντιμετώπιση των συνεπειών της τριτογενοποίησης της οικονομίας, που συνδέεται πάντα με την πτώση των αμοιβών, αλλά με την ενθάρρυνση των επιχειρηματικών καινοτομιών. Συγκεκριμένα είπε πως «η μεγαλύτερη επιτυχία έρχεται όταν έχεις την ελευθερία να αποτύχεις», ενώ με ένα πρωτότυπο και αναπάντεχο τρόπο χαρακτήρισε το βασικό εισόδημα ως το κοινωνικό συμβόλαιο της γενιάς του.

Στην από δω μεριά του Ατλαντικού, στο πλαίσιο των προκριματικών εκλογών εντός των γάλλων σοσιαλιστών, ο Μπενουά Αμόν που είχε διατελέσει υπουργός Παιδείας το 2014 έθεσε το αίτημα του βασικού εισοδήματος, στο ύψος μάλιστα των 750 ευρώ, στην κορυφή της προεκλογικής του ατζέντας. Η υποχρέωση του κράτους για παροχή ενός βασικού καθολικού εισοδήματος, που θα ξεκινούσε το 2022, σύμφωνα με το πρόγραμμα του σοσιαλιστή υποψηφίου θα λειτουργούσε αντισταθμιστικά απέναντι στην έκρηξη της ανεργίας που είναι βέβαιο πως θα προκαλέσει η είσοδος των νέων τεχνολογιών στην παραγωγή. Ο αριστερός, ριζοσπαστικός χαρακτήρας του αιτήματος για καθιέρωση βασικού εισοδήματος υπογραμμιζόταν επίσης από μια δύο ακόμη εξαγγελίες: Η μία αφορούσε την περαιτέρω μείωση των ωρών εργασίας από τις 35 στις 32 ανά εβδομάδα και η άλλη τη φορολόγηση των ρομπότ που εισέρχονται στην παραγωγή. Μια πρόταση ρηξικέλευθη που ως στόχο είχε να βάλει ένα φρένο στην υποκατάσταση ζωντανής εργασίας από νεκρή. Τίποτε απ’ όλα αυτά ωστόσο δεν μπόρεσε να αντιρροπήσει την  βαριά αρνητική κληρονομιά της θητείας του Ολάντ…

Όχι ψήφισαν οι Ελβετοί

Μένοντας μόνο στα γεγονότα του τελευταίου έτους, και για να μη μείνει η εντύπωση ότι η κοινωνική γενναιοδωρία ευδοκιμεί αποκλειστικά και μόνο στο θερμό κλίμα της Γαλλίας, για το βασικό εισόδημα κλήθηκαν να ψηφίσουν και οι κάτοικοι της Ελβετίας σε δημοψήφισμα που διοργανώθηκε σε όλη τη χώρα στις 5 Ιουνίου 2016. Ωστόσο, η συντριπτική πλειοψηφία των Ελβετών, σχεδόν το 77%, απέρριψε την ιδέα του επιχειρηματία που εισήγαγε την πρόταση, χωρίς μάλιστα να βρεθεί ούτε 1 από τα 26 καντόνια να αποδεχθεί με πλειοψηφία την ιδέα να αμείβεται κάθε ενήλικας πολίτης με 2.500 ελβετικά φράγκα κάθε μήνα. Τα επιχειρήματα που πρόβαλλε η αντίθετη πλευρά ήταν το κόστος του μέτρου, το οποίο ανερχόταν στα 25 δισ. ετησίως, που θα οδηγούσε σε αύξηση των φόρων ή δημοσιονομικό έλλειμμα.

Και μόνο τα προαναφερθέντα γεγονότα δείχνουν ότι το αίτημα του βασικού μισθού, υπό την πιο ευρέως διαδεδομένη έννοια του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, δεν ορίζεται αποκλειστικά και μόνο στο πλαίσιο της διεύρυνσης της κοινωνικής πολιτικής. Με λίγα λόγια, από αριστερή πλευρά.

Εξ ίσου πειστικά τίθεται κι από την άλλη πλευρά. Αρκεί μια ματιά σε ένα από τα θεμελιώδη έργα του νεοφιλελευθερισμού, στο βιβλίο Καπιταλισμός και Ελευθερία του Μίλτον Φρίντμαν, όπου προτείνεται η υιοθέτηση του βασικού μισθού, υπό τη μορφή ενός αρνητικού φόρου εισοδήματος. Στην περίπτωση δηλαδή που το εισόδημα ενός φορολογούμενου υπολείπεται του αφορολόγητου ορίου τότε θα λαβαίνει από το κράτος ένα επίδομα, όταν όλη η υπόλοιπη κοινωνία θα πληρώνει φόρους. «Τα πλεονεκτήματα αυτής της ρύθμισης είναι προφανή», αναφέρει ο νομπελίστας οικονομολόγος. «Αντιμετωπίζει συγκεκριμένα το πρόβλημα της φτώχειας. Παρέχει βοήθεια υπό τη χρησιμότερη μορφή για το άτομο – ρευστό. Είναι γενική και μπορεί να αντικαταστήσει όλη τη γκάμα των ειδικών μέτρων που ισχύουν σήμερα. Καθιστά σαφές το κόστος που αναλαμβάνει η κοινωνία». Στη συνέχεια ο υμνητής της χούντας του χιλιανού δικτάτορα Πινοτσέτ, παραθέτει το κόστος της κοινωνικής πολιτικής όπως διαμορφώνεται  από «επιδοτήσεις στην τρίτη ηλικία, πληρωμές επιδομάτων κοινωνικής ασφάλισης, αρωγή σε ανήλικα τέκνα, γενικά επιδόματα, προγράμματα στήριξης τιμών παραγωγού, δημόσια στέγη, κοκ», για να καταλήξει στο ακόλουθο συμπέρασμα: «Προφανώς, όλα αυτά τα προγράμματα παραείναι ακραία για να μπορούν να δικαιολογηθούν από την “ανακούφιση της φτώχειας” όσο γενναιόδωρα κι αν ερμηνεύσουμε αυτόν το όρο. Ένα πρόγραμμα που θα συμπλήρωνε τα εισοδήματα του 20% των καταναλωτικών μονάδων με τα χαμηλότερα εισοδήματα ώστε να τα ανεβάσει στο ύψος του κατώτατου εισοδήματος των υπολοίπων θα κόστιζε λιγότερο από τα μισά που ξοδεύαμε τώρα», έγραφε το 1962 ο ιδρυτής της μονεταριστικής σχολής του Πανεπιστημίου του Σικάγου.

Νεοφιλελεύθερη έγκριση

Πρόκειται για ένα σκεπτικό που με μια πιο προσεκτική ανάγνωση ιεραρχεί την μείωση του κόστους της κοινωνικής πολιτικής, έναντι της ανακούφισης της φτώχειας. Αν ζητούμενο εκ μέρους του ιδρυτή του facebook είναι η ώθηση στο επιχειρείν, αφετηριακό σημείο μιας δημοφιλούς και αφελούς ιδέας που αναζητά τη δημιουργία του πλούτου στην καινοτομία και όχι στην εργασία, το ζητούμενο εκ μέρους του θεμελιωτή του νεοσυντηρητισμού είναι η μείωση του κόστους που προκαλεί στον κρατικό προϋπολογισμό η αντιμετώπιση της φτώχειας. Ας αναλογισθούμε την κοινωνική δυστυχία σε έναν κόσμο όπου οι ευθύνες του κράτους απέναντι στους πολίτες θα τελείωναν με έναν μισθό στους αναξιοπαθούντες κι όλα τα υπόλοιπα θα παρέχονταν αποκλειστικά σε ανταποδοτική βάση: από τα νηπιαγωγεία και τα σχολεία μέχρι τη διέλευση των δρόμων. Τότε, το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα θα ήταν η βασιλική οδός για τον κοινωνικό Καιάδα.

Ωστόσο, αναφερόμενοι στην ίδια ταραγμένη και ξεχειλίζουσα από αισιοδοξία περίοδο, τη δεκαετία του ’60, υπέρ του βασικού μισθού τάχθηκαν κι οι σπουδαιότεροι προοδευτικοί οικονομολόγοι των ΗΠΑ. Συγκεκριμένα το καλοκαίρι του 1968, οι Τζον Κένεθ Γκαλμπρέηθ, Χάρολντ Γουότς, Τζέιμς Τόμπιν, Πολ Σάμουελσον και Ρόμπερτ Λάμπμαν, έγραψαν σε επιστολή που δημοσίευσαν οι New York Times στην πρώτη τους σελίδα, την οποία υπέγραψαν 1.200 επιπλέον οικονομολόγοι, ότι «η χώρα δε θα έχει ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της μέχρι να εξασφαλισθεί στον καθένα στο έθνος ένα εισόδημα που δε θα είναι μικρότερο από τον επίσημα αναγνωρισμένο ορισμό της φτώχειας».

Στη βάση της παραπάνω διελκυστίνδας, που το βασικό εισόδημα είχε τη συναίνεση όλων των ιδεολογικών σχολών με διαφορετικό τελικό ζητούμενο ωστόσο για την κάθε μία, εξηγείται η νομοθετική πρωτοβουλία του προέδρου Ρίτσαρντ Νίξον το 1969 να δοθούν σε κάθε τετραμελή οικογένεια 1.600 δολάρια ετησίως. Ένα ποσό που σε σημερινούς όρους αντιστοιχεί σε 10.000 δολάρια. Πρωτοβουλία που ποτέ ωστόσο δε συγκέντρωσε την έγκριση και των δύο νομοθετικών σωμάτων με τα ιδεολογικά πυρά να προέρχονται αποκλειστικά και μόνο από τη Δεξιά. Το πρόγραμμα FAP (Family Action Plan – Σχέδιο Δράσης για την Οικογένεια) απορρίφθηκε λόγω του κόστους του και των κινδύνων που δημιουργούσε για τη δημοσιονομική ισορροπία. Εξέλιξη που δείχνει την αρνητική στάση της κοινωνικής και πολιτικής συντήρησης ακόμη και στην προοπτική (που ακολουθεί το τέλος της βεβαιότητας για μια κοινωνία πλήρους απασχόλησης) να δημιουργηθεί ένα κοινωνικό δίχτυ για όλους που θα αποτρέπει την ακραία φτώχεια.

Κοινή συνισταμένη των παραπάνω είναι πως η καθιέρωση του βασικού εισοδήματος όσο αναγκαία κι αν είναι δεν αποτελεί κατ’ ανάγκην βήμα προς τα μπρος. Το κοινωνικό και πολιτικό πρόσημο του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος κρίνεται κάθε φορά από το ύψος των δαπανών. Η ποσότητα καθορίζει την ποιότητα. Ο προοδευτικός του προσανατολισμός εξαρτάται επομένως από τον αν διαψεύδει τη «συνθήκη του Φρίντμαν»: αν υπολείπεται ή υπερβαίνει το κόστος της κοινωνικής πολιτικής που έρχεται να αντικαταστήσει…

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Επίκαιρα

Κλειστά λόγω απεργίας τα αμερικάνικα φαστ-φουντ (Επίκαιρα, 29/5-4/6/2014)

heleyni-on-megaphone-outside-of-bunny-stΜια πρωτότυπη εικόνα αντίκριζαν όσοι πέρναγαν έξω από τις μεγάλες αλυσίδες γρήγορου φαγητού στη Νέα Υόρκη την Πέμπτη 15 Μαΐου: Εκατοντάδες υπάλληλοι των McDonald’s, των KFC και των Burger King ήταν συγκεντρωμένοι στα πεζοδρόμια, χτυπώντας ντραμς και με σφυρίχτρες στο στόμα, διεκδικώντας αυξήσεις στους μισθούς τους. Η πρωτοβουλία δεν περιορίστηκε μόνο στο «Μεγάλο Μήλο» όπως συχνά αποκαλείται η αμερικάνικη μεγαλούπολη της ανατολικής ακτής, κέντρο της προοδευτικής διανόησης και της κίνησης ιδεών. Επεκτείνεται σε όλες τις ΗΠΑ με το Σικάγο να αποτελεί επίσης κέντρο αγώνα των εργαζομένων στις αλυσίδες έτοιμου φαγητού (όπου στις 21 Μαΐου η αστυνομία προχώρησε και σε 100 συλλήψεις διαδηλωτών) όπως και σε ολόκληρο τον κόσμο. Περισσότερες 150 πόλεις του κόσμου σε 30 χώρες αγκάλιασε το απεργιακό κύμα, από το Δουβλίνο της Ιρλανδίας μέχρι το Σάο Πάολο της Βραζιλίας, που ως αίτημα είχε την αύξηση του ωρομισθίου, συγκεκριμένα για τις ΗΠΑ, από 7,25 δολάρια στα 15 δολάρια την ώρα.

ΤΟΥ ΛΕΩΝΙΔΑ ΒΑΤΙΚΙΩΤΗ

Το κίνημα των εργαζομένων στα φαστ φουντ ξεκίνησε από τα τέλη του 2012 στη Νέα Υόρκη με την υποστήριξη της Διεθνούς Ένωσης Εργαζομένων στις Υπηρεσίες. Έκτοτε συνεχίζεται αμείωτο, παρά την καταστολή, λόγω της έκτασης που έχει προσλάβει η φτώχεια, συχνά ακραία, μεταξύ αυτής της κατηγορίας των εργαζομένων! Στο στόχαστρο των απεργών είναι πριν απ’ όλα η αλυσίδα McDonald’s. Με βάση αξιόπιστους υπολογισμούς το 60% των εργαζομένων στα 1.400 εστιατόρια που διατηρεί στις ΗΠΑ (εκ των οποίων τα 1.200 είναι υπό ιδιοκτησιακό καθεστώς δικαιοχρησίας) είναι κάτω των 24 ετών και το 70% του συνόλου των εργαζομένων απασχολείται με συμβάσεις μερικής απασχόλησης. Η παρτ τάιμ δουλειά όμως δεν είναι δική τους επιλογή! Με βάση δηλώσεις των εργαζομένων σε Μέσα Ενημέρωσης παρότι θέλουν να εργάζονται περισσότερες ώρες, η McDonald’sαρνείται πεισματικά να το δεχτεί προκειμένου να μην έχουν τα οφέλη της πλήρους εργασίας. Το αποτέλεσμα είναι, με βάση δημοσίευμα των Financial Times στις 22 Μαΐου, 700.000 εργαζόμενοι των McDonald’sνα επιδοτούνται από διάφορα προγράμματα της αμερικάνικης κυβέρνησης. Παρότι δηλαδή εργάζονται, και μάλιστα σε μια «βιομηχανία» που δεν γνωρίζει κρίση, υπό τους χειρότερους επίσης όρους, αδυνατούν να τα βγάλουν πέρα και περιμένουν την κοινωνική πρόνοια για να συμπληρώσουν το εισόδημά τους!

Εργαζόμενοι-φτωχοί

Οι εργαζόμενοι στα McDonald’sδεν είναι κι οι μοναδικοί εργαζόμενοι-φτωχοί ή ακόμη και εργαζόμενοι-επαίτες. Στα 45 εκ. Αμερικανών που ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας ένα ποσοστό που αυξάνεται διαρκώς τα τελευταία χρόνια εργάζεται νόμιμα. Κι αυτός είναι ο λόγος που ο ίδιος ο Ομπάμα έχει ανάγει το ζήτημα της αντιμετώπισης των εισοδηματικών ανισοτήτων, μέσω της αύξησης του κατώτατου ωρομισθίου, στο σημαντικότερο ζήτημα. Το ανέδειξε μάλιστα και στην ετήσια ομιλία του προς το έθνος, όπου εκ παραδόσεως τίθεται η ατζέντα της χρονιάς στη οικονομία, την εξωτερική πολιτική, κοκ. Η υπόσχεση του αμερικανού προέδρου ήταν να αυξήσει το ωρομίσθιο από 7,25 δολάρια, όπως είναι από το 2009, στα 10,10 δολάρια, μια αύξηση της τάξης του 40%. Η πρότασή του για αύξηση του κατώτατου ωρομίσθιου, παρότι υποστηρίζεται από το 76% των Αμερικανών όπως έδειξε έρευνα κοινής γνώμης του Ινστιτούτου δημοσκοπήσεων Γκάλοπ τον περασμένο Νοέμβριο, μπλοκαρίστηκε από τους Ρεπουμπλικάνους στη Γερουσία, με αποτέλεσμα ακόμη και τώρα να είναι άγνωστη η τύχη της. Το επιχείρημα των Ρεπουμπλικάνων ανασύρθηκε από σχετική Έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού του αμερικάνικου Κογκρέσου όπου δίπλα στα θετικά, όπως για παράδειγμα ότι μια τέτοια αύξηση θα σήμαινε την έξοδο από την φτώχεια 900.000 εργαζομένων, την ουσιαστική βελτίωση της θέσης 16,5 εκ. εργαζομένων και μια «ένεση» ρευστότητας ύψους 2 δις. δολ. στην οικονομία των πιο φτωχών η οποία θα μετατρεπόταν σε αυξημένη καταναλωτική δαπάνη, υποστήριζε ότι η άνοδος του ελάχιστου μισθού θα σήμαινε την απώλεια 500.000 θέσεων εργασίας. Το σκεπτικό ήταν πως το ίδιο κονδύλι μισθοδοσίας θα έπρεπε να κατανεμηθεί πλέον σε λιγότερους εργαζόμενους.

Το επιχείρημα της εργοδοσίας, πως μια αύξηση στους μισθούς θα σημάνει είτε απολύσεις ή άνοδο των τιμών, διαψεύστηκε πολύ πρόσφατα στην ίδια την Αγγλία. Συγκεκριμένα το 1997, όταν εισήχθηκε για πρώτη φορά η κατώτατη αμοιβή, μέσω σκληρών κριτικών ότι θα αυξήσει την ανεργία και θα οδηγήσει σε πληθωρισμό. Τίποτε απ’ αυτά δεν συνέβη, με αποτέλεσμα σήμερα οι ίδιοι οι Συντηρητικοί που είναι στην εξουσία να προγραμματίζουν για τον Οκτώβριο την αύξηση του κατώτατου ωρομισθίου, που είναι στις 6,31 λίρες, κατά 19 πένες. Θα είναι η πρώτη πραγματική αύξηση τα 5 τελευταία χρόνια. Ο ηγέτης των Εργατικών, Εντ Μίλιμπαντ, έχει υποσχεθεί πολύ μεγαλύτερη αύξηση αν κερδίσει τις εκλογές το 2015.

Παρότι ούτε η εξαγγελία του αμερικανού προέδρου είναι απαλλαγμένη από προεκλογικές σκοπιμότητες, καθώς το φθινόπωρο θα διεξαχθούν οι ενδιάμεσες εκλογές, η σχετική αντιπαράθεση ξεπερνάει τα όρια του αγγλοσαξονικού κόσμου, όπως έδειξε η υιοθέτησή της ακόμη και στην Γερμανία. Εκεί ωστόσο που έμεινε στα χαρτιά ήταν στην Ελβετία, το μεγαλύτερο πλυντήριο του κόσμου και κοιτίδα του κοινωνικού συντηρητισμού, όπου σχετική πρόταση για θέσπιση ελάχιστου ωρομισθίου στα 22 ελβετικά φράγκα, που αντιστοιχεί σε 4.000 ελβετικά φράγκα τον μήνα ή 3.300 ευρώ τον μήνα, απορρίφθηκε από το 76% των Ελβετών. Η πλειοψηφία των κατοίκων προτίμησε να εισακούσει την κυβέρνησή του που δήλωσε πως σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα έμπαινε σε κίνδυνο το επίτευγμα της ελβετικής οικονομίας που κρατάει την ανεργία στο πολύ χαμηλό επίπεδο του 3,2%. Την ίδια ώρα βέβαια ένα ποσοστό της τάξης του 10% των εργαζομένων, οι οποίοι προφανώς θα δουλεύουν στα χειρωνακτικά επαγγέλματα κι όχι στις κοινωνικά …επωφελείς εργασίες της τραπεζικής βιομηχανίας αμείβεται κάτω από το όριο των 4.000 φράγκων, που επιχειρήθηκε να οριστεί ο κατώτατος μισθός. Και θα συνεχίσουν για πολύ καιρό ακόμη να δουλεύουν με αυτούς τους μισθούς…

Εισοδηματική πόλωση

Η αλήθεια είναι πως το ίδιο φαινόμενο, δηλαδή η εισοδηματική πόλωση με την απουσία κατώτατου μισθού ή τον ορισμό του σε απαράδεκτα χαμηλά επίπεδα σε αρμονική συνύπαρξη με εξωφρενικά υψηλές αμοιβές, δεν παρατηρείται μόνο στην κατάλευκη Ελβετία. Ισχύει και στις ΗΠΑ. Δύο πρόσφατες έρευνες (της επενδυτικής εταιρείας Sadoffστις 31 Μαρτίου και του συντηρητικού ιδρύματος Brookingsστις 20 Φεβρουαρίου) υποδεικνύουν ακριβώς αυτές τις δύο πόλεις όπου επικεντρώνονται οι αγώνες των εργαζομένων στις αλυσίδες γρήγορου φαγητού, τη Νέα Υόρκη και το Σικάγο, ως τις πόλεις με τις πιο εκρηκτικές εισοδηματικές ανισότητες. Η αντίθεση μάλιστα εμφανίζεται και μέσα στον ίδιο τον κλάδο. Στο γρήγορο φαγητό για παράδειγμα, που έχει ταυτιστεί με την επισφάλεια της εργασίας, ο μέσος μισθός ενός εργαζόμενου στη Νέα Υόρκη ανέρχεται σε 11.000, όταν οι ημερήσιες αποδοχές ενός διευθυντή στον ίδιο κλάδο είναι υπερδιπλάσιες: ανέρχονται σε 25.000 δολάρια την ημέρα!

Η ένταση με την οποία τίθεται τα τελευταία χρόνια το ζήτημα της αύξησης ωρομισθίων, ημερομισθίων και μισθών σε πολλές χώρες σχετίζεται με το τεράστιο κόστος που κατέβαλαν οι χαμηλόμισθοι τα προηγούμενα χρόνια για να εξέλθουν οι οικονομίες από την κρίση που ξέσπασε το 2008. Η αναιμική έστω ανάκαμψη που παρατηρείται στηρίχθηκε σε μια πρωτοφανή για τα μεταπολεμικά χρονικά διεύρυνση της κατηγορίας των χαμηλόμισθων και επισφαλών εργαζομένων, που πλέον συμπεριλαμβάνει και εργαζόμενους που μέχρι πρότινος ανήκαν στα μεσαία στρώματα. Η συνειδητοποίηση πως η ένταξη στις εργασίες της επισφάλειας δεν είναι πρόσκαιρη, αλλά αποκτά χαρακτηριστικά μονιμότητας, αντίθετα με ό,τι συνέβαινε στο παρελθόν, ανέδειξε αυτό το τμήμα των εργαζομένων στην πρωτοπορία του αμερικάνικου εργατικού κινήματος, πιέζοντας και τις πολιτικές ηγεσίες να υιοθετήσουν τα αιτήματά τους.