Το ΔΝΤ εναντίον του κατώτατου μισθού

Όσοι πιστεύουν ότι το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο άλλαξε, ότι έχει λάβει υπ’ όψη του τα καταστρεπτικά αποτελέσματα των βάρβαρων νεοφιλελεύθερων πολιτικών του κι έχει ενσωματώσει στα κριτήρια πολιτικής του ευρύτερους κοινωνικούς προβληματισμούς όπως είναι για παράδειγμα η αντιμετώπιση των κοινωνικών ανισοτήτων, καλά θα κάνουν να ρίξουν έστω μια ματιά σε άρθρο που δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα τον Μάρτιο του 2019 σχετικά με τον κατώτατο μισθό (δες εδώ). Για την ακρίβεια, εναντίον του κατώτατου μισθού! Ο διεθνής οργανισμός, δικαιώνοντας τη φήμη του ως προμαχώνας και στρατηγικό οχυρό των αντιλαϊκών πολιτικών που εξυπηρετούν την μεγάλη εργοδοσία και υπενθυμίζοντάς μας γιατί η Ευρωπαϊκή Ένωση έκρινε τη συμμετοχή του στα πρόσφατα «προγράμματα διάσωσης» ως όρο εκ των ων ουκ άνευ για τη χρηματοδότησή τους, ανοίγει εκ νέου τη συζήτηση για τον κατώτατο μισθό για να καταλήξει ότι η αύξησή του βλάπτει σοβαρά την απασχόληση. Και το ΔΝΤ, ως εκείνος ο θεσμός που …νοιάζεται για την απασχόληση κι έχει θέσει ως …σκοπό της ύπαρξής του την ευημερία των πολιτών – γνωστά αυτά κι ας μην ξανανοίγουμε τη συζήτηση, χτυπάει το καμπανάκι του κινδύνου για τις αρνητικές επιπτώσεις τέτοιων «ξεπερασμένων» και «αρτηριοσκληρωτικών» πολιτικών.  

ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΒΑΤΙΚΙΩΤΗΣ

Αξίζει όμως να δούμε τη σαθρή επιχειρηματολογία του, που είναι δηλωτική των στενών ταξικών συμφερόντων που εκπροσωπεί.

Σχεδόν κάθε χώρα διαθέτει ελάχιστον μισθό, μας ενημερώνουν τα στελέχη του ΔΝΤ. Σε ορισμένες χώρες όπως στη Γαλλία, ο βασικός μισθός αναφέρεται σε όλη την οικονομία, ενώ σε άλλες όπως στη Νότια Αφρική και τη Νέα Ζηλανδία διαφοροποιείται μεταξύ κλάδων και κατηγοριών εργαζομένων. Παρότι οι ελάχιστοι μισθοί έχουν αιτιολογηθεί στη βάση ηθικών, κοινωνικών και οικονομικών επιχειρημάτων, όπως είναι η βελτίωση της ευημερίας των εργατών, η μείωση των ανισοτήτων και η προώθηση της κοινωνικής συνοχής, εγείρονται κριτικές, συνεχίζουν οι δύο συγγραφείς της «έρευνας», ότι οι βασικοί μισθοί είναι αντιπαραγωγικοί επειδή διασπούν την αγορά εργασίας. Θέτουν έτσι το ακόλουθο ερώτημα οι δύο ερευνητές, που ειδικά για την Ελλάδα δεν έχει καθόλου θεωρητικό περιεχόμενο: «Μια αύξηση στον κατώτατο μισθό πράγματι ωφελεί τους εργάτες με χαμηλά εισοδήματα;» Για να καταλήξουν ότι δεν είναι βέβαιο κάτι τέτοιο! Ας μην ζητάτε επομένως αυξήσεις για να βελτιωθεί το εισόδημά σας, καθώς το τι τελικά θα γίνει θα εξαρτηθεί από τις περιστάσεις. Συγκεκριμένα, πρώτο, από το κατά πόσο οι εργοδότες θα συμμορφωθούν με το νόμο. Και δεύτερο, η πραγματική βελτίωση του εισοδήματος θα εξαρτηθεί από το κατά πόσο η αύξηση θα φτάσει ατόφια στον φυσικό παραλήπτη της και δεν πρόκειται να καταλήξει σε επιπλέον φορολογία ή ασφαλιστικές εισφορές – ό,τι δηλαδή θα συμβεί στην Ελλάδα με την μείωση του αφορολόγητου ορίου.

Αλλού είναι το επίκεντρο της αντιπαράθεσης ωστόσο για το ΔΝΤ. «Οι δυνητικές επιπτώσεις στην απασχόληση βρίσκονται στην καρδιά της διαμάχης για την πολιτική του βασικού μισθού και παραμένουν ένα αμφιλεγόμενο θέμα», διατείνονται τα γκρίζα κουστούμια του ΔΝΤ, που σύμφωνα με τον νομπελίστα οικονομολόγο Τζόζεφ Στίγκλιτς είναι κατά τεκμήριο οι χειρότεροι φοιτητές των οικονομικών σχολών. Ευάλωτοι επομένως σε πολιτικές πιέσεις να εμφανίζουν το άσπρο …μαύρο και τη μέρα …νύχτα. Παρότι λοιπόν αμφιλεγόμενο το θέμα, τα «αστέρια» του ΔΝΤ καταλήγουν ότι «φαίνεται να υπάρχει μια αυξανόμενη συναίνεση πώς όταν ο βασικός μισθός ορίζεται σε ένα συντηρητικό επίπεδο, η επίδραση στην απασχόληση είναι σχετικά αρνητική. Πρόσφατη έρευνα καταλήγει ότι η αλλαγή στην απασχόληση που προκαλείται από μια αύξηση στον κατώτατο μισθό είναι κοντά στο μηδέν, αν και οι πιο ευάλωτες ομάδες όπως οι εργάτες χαμηλής ειδίκευσης και οι νέοι εργάτες μπορεί να πληγούν». Και καταλήγουν οι …ορκισμένοι φίλοι των πιο κακοαμειβόμενων τμημάτων της εργατικής τάξης ότι «στην πράξη οι πολιτικές του βασικού μισθού θα πρέπει να υπολογισθούν ώστε να διατηρούν τη συνολική μισθολογική αύξηση σε συνάρτηση με τα κέρδη παραγωγικότητας. Αυτό καταλήγει η διαδικασία καθορισμού κατώτατου μισθού να μείνει έξω από τη δικαιοδοσία των πολιτικών και να ανατεθεί σε ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες»!

Εδώ εμφανίζεται ατόφια η σκληρή νεοφιλελεύθερη, πινοτσετικής κοπής αντίληψη του ΔΝΤ που θεωρεί τους πολιτικούς αναξιόπιστους και άσχετους στην καλύτερη περίπτωση, συλλήβδην λαμόγια και διεφθαρμένους στη χειρότερη (με φυσικούς αυτουργούς της διαφθοράς τους τα ρακούν κι όχι τον ιδιωτικό τομέα – γνωστά κι αυτά), τους δε άμεσα ενδιαφερόμενους, δηλαδή τους εργοδότες και εργαζόμενους, τους «κοινωνικούς εταίρους» επί το ευρωπαϊκότερο, ως άσχετους, και, μοναδικούς αρμόδιους τους τεχνοκράτες. Δε  θα εκπλαγούμε μάλιστα αν τους εξειδικεύει σε καμιά εταιρεία συμβούλων επιχειρήσεων όπως η McKinsey ή σε άλλα ευαγή ιδρύματα, «ναούς της ανεξαρτησίας» και μαύρες τρύπες της δημόσιας λογοδοσίας και του δημοκρατικού ελέγχου όπως οι κεντρικές τράπεζες…

Τα στελέχη του ΔΝΤ κάνουν πολιτική και προπαγάνδα. Δεν κάνουν έρευνα. Δεν μεταφέρουν καν τις αντικρουόμενες απόψεις και εμπειρίες για ένα θέμα που βρίσκεται στη αιχμή της κοινωνικής αντιπαράθεσης. Στις λεκτικές ακροβασίες των δύο στελεχών του μισητού οργανισμού που φέρει την ευθύνη για τις μεγαλύτερες κοινωνικές γενοκτονίες των τελευταίων δεκαετιών στον αναπτυσσόμενο και ανεπτυγμένο καπιταλιστικό κόσμο δε χώρεσαν καν τα συμπεράσματα αξιόπιστων εμπειρικών ερευνών, με πιο χαρακτηριστικό εκείνο του Νιου Τζέρσεϋ. Αναφέρονται ενδεικτικά τα εξής σε ένα ευρέως χρησιμοποιούμενο εγχειρίδιο με τίτλο Τα οικονομικά της εργασίας, του George Borjas (εκδ. Κριτική, 2003), το οποίο δεν συμπεριλαμβάνεται στην ετερόδοξη βιβλιογραφία (στην ίδια όχθη με τα στελέχη του ΔΝΤ βρίσκεται ο συγγραφέας του, με άλλα λόγια): «Η πεποίθηση που ίσχυε για αρκετό καιρό, ότι ο κατώτατος μισθός έχει αρνητικές επιπτώσεις στην απασχόληση των πιο ευάλωτων εργατών, τα τελευταία χρόνια έχει δεχθεί έντονη κριτική… Μια σειρά πρόσφατων μελετών έχουν εισάγει διαφορετικές μεθοδολογίες για την εκτίμηση των επιπτώσεων του κατώτατου μισθού στην απασχόληση, επιστρατεύοντας μελέτες περιπτώσεων που εξετάζουν τις επιπτώσεις στην απασχόληση από συγκεκριμένες αυξήσεις του κατώτατου μισθού. Αυτές οι μελέτες συχνά καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι πολλές από τις πρόσφατες αυξήσεις των κατώτατων μισθών δεν είχαν καμία (η υπογράμμιση του συγγραφέα) αρνητική επίπτωση στην απασχόληση… Η πιο γνωστή μελέτη συγκεκριμένης περίπτωσης αναλύει την επίπτωση του κατώτατου μισθού στο Νιου Τζέρσεϋ και την Πενσυλβάνια. Την 1η Απριλίου του 1992 , το Νιου Τζέρσεϋ αύξησε τον κατώτατο μισθό στα 5,05 δολάρια την ώρα, τον μεγαλύτερο κατώτατο μισθό στις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά η γειτονική πολιτεία της Πενσυλβάνιας δεν ακολούθησε την ίδια τακτική και κράτησε τον κατώτατο μισθό στα 4,25 δολάρια, το ομοσπονδιακό υποχρεωτικό επίπεδο. Η σύγκριση Νιου Τζέρσεϋ και Πενσυλβάνιας παρέχει ένα “φυσικό πείραμα”, το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη εκτίμηση των επιπτώσεων της νομοθεσίας στους κατώτατους μισθούς», συμπεραίνει ο συγγραφέας. Και ποιο είναι το συμπέρασμά του; «Αποδεικνύεται ότι τα εστιατόρια ταχείας εστίασης στην πλευρά του Νιου Τζέρσεϋ δεν αντιμετώπισαν μείωση του εργατικού δυναμικού σε σχέση με τα εστιατόρια στην πλευρά της Πενσυλβάνιας. Στην πράξη φαίνεται ότι η απασχόληση στο Νιου Τζέρσεϋ αυξήθηκε σε σχέση με την Πενσυλβάνια» (σελ. 191-193)!

Αν κάτι αναιρεί το πείραμα του Νιου Τζέρσεϋ είναι μια αφελής οικονομικά αντίληψη που καταλήγει ότι αν είναι δεδομένη μια διαθέσιμη χρηματική ποσότητα για μισθούς, υψηλότεροι μισθοί επιμερίζονται σε λιγότερους εργαζόμενους, χαμηλότεροι μισθοί επιμερίζονται σε περισσότερους εργαζόμενους και συμβολικοί μισθοί που αντιστοιχούν σε ένα πασχαλινό αβγό για κάθε εργαζόμενο μας οδηγούν να εισάγουμε εργαζόμενους από το διάστημα – γνωστό κι αυτό. Η συγκεκριμένη νεοφιλελεύθερη «αριθμητική της εργασίας», που καλύτερα διδάσκεται με ξύλινο αριθμητήριο, παραγνωρίζει ότι δεδομένης της υψηλής ροπής για κατανάλωση του φτωχότερου τμήματος του πληθυσμού, όσων δηλαδή αμείβονται με το βασικό μισθό, οι μισθοί, αν φυσικά δεν τους «περιποιηθούν» πρώτα οι αυξημένοι φόροι και οι κρατήσεις, αυξάνουν τη ενεργό ζήτηση της οικονομίας και τροφοδοτούν τάχιστα την κατανάλωση. Η ποσότητα χρήματος που αντιστοιχεί σε μισθούς επομένως δεν μένει ίδια αλλά αυξάνεται, αν και σε μια χρονική περίοδο μεγαλύτερη.

Οι τεχνοκράτες του ΔΝΤ ωστόσο απορρίπτουν τις αυξήσεις στο βασικό μισθό σείοντας το φόβητρο της ανεργίας, όχι εξ αιτίας άγνοιας, αλλά λόγω μιας στενής ταξικής οπτικής την οποία υπηρετεί ο οργανισμός. Συγκεκριμένα, πρόκειται για το συμφέρον του πολυεθνικού κεφαλαίου και δη τη χρηματιστικής ολιγαρχίας που ως κριτήριο αξιολόγησης μιας πολιτικής έχει ασφαλή και αυξανόμενα επιτόκια και αποδόσεις σε καταθέσεις, εταιρικά και κρατικά ομόλογα και βραχυχρόνιες επενδύσεις κεφαλαίου. Προβληματισμοί σχετικά με την αντιμετώπιση των κοινωνικών ανισοτήτων ή την άνοδο της ευημερίας μιας κοινωνίας δεν χωρούν καν στη συλλογιστική του και απορρίπτονται, επειδή κρίνονται ως εμπόδιο για τα κέρδη της υπερεθνικής ελίτ. Σε αυτό το βωμό θυσιάζεται και ο βασικός μισθός!

Πηγή: Περιοδικό Επίκαιρα