“Λίγα και καλά” δημοσιονομικά πειθαρχημένα κράτη θέλει η Μέρκελ (Πριν, 4.12.2011)

Με σταθερά βήματα Βερολίνο και Παρίσι οδεύουν προς τη σύνοδο κορυφής της Παρασκευής 9 Δεκεμβρίου χωρίς να λογαριάζουν, ούτε στο ελάχιστο τη γνώμη των υπόλοιπων «εταίρων». «Δεν μιλάμε απλώς και μόνο για μια δημοσιονομική ένωση, αντίθετα έχουμε αρχίσει να την δημιουργούμε», δήλωσε η γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ προχθές Παρασκευή μιλώντας στη Βουλή, όπου έδωσε και το περίγραμμα των συζητούμενων αλλαγών. Εν ολίγοις, στη θέση των σημερινών συμφωνιών, να εισαχθούν νομικά δεσμευτικές ρυθμίσεις, εισαγωγή σε όλα τα κράτη μέλη ή όσα θέλουν να ακολουθήσουν «φρένου χρέους» με συνταγματική ισχύ, που σημαίνει την πλήρη νομοθετική απαγόρευση της δημιουργίας ελλειμμάτων, αυτόματες κυρώσεις για όποιες χώρες παραβιάζουν τους κανόνες και καταφεύγουν σε ελλειμματικούς προϋπολογισμούς, κ.α. Στο ίδιο ακριβώς μήκος κύματος κινήθηκε και η ομιλία του Νικολά Σαρκοζύ μια μέρα πριν, την Πέμπτη, στην γαλλική πόλη Τουλόν, όπου κι αυτός επεσήμανε την ανάγκη αλλαγών στην λειτουργία της ΕΕ. Μια ακόμη πιο ξεκάθαρη εικόνα της νέας ΕΕ που σχεδιάζουν Βερολίνο και Παρίσι (με την σύμφωνη γνώμη της Ρώμης όπως έδειξε η συνάντηση Μέρκελ – Σαρκοζύ – Μόντι την προηγούμενη Κυριακή) θα δοθεί τη Δευτέρα, στη συνέντευξη Τύπου που θα ακολουθήσει τη συνάντηση των ηγετών του γαλλο-γερμανικού άξονα. Σε αδρές γραμμές πρόκειται για μια εκ βάθρων και βαθιά συντηρητική, επί το δεξιότερο δηλαδή, ανατροπή των καταστατικών κειμένων που διέπουν την λειτουργία της ΕΕ και της ευρωζώνης, με την δημοσιονομική πειθαρχία, δηλαδή τη φτώχεια για τους ευρωπαϊκού λαούς να γίνεται εξ αρχής κριτήριο για την ένταξη στη νέα ΕΕ των πολλών ταχυτήτων.

Οι αλλαγές που προωθούνται είναι βαθιά αντιδημοκρατικές. Βερολίνο και Παρίσι ανατρέποντας όσα ισχύουν μέχρι σήμερα δεν πρόκειται να συζητήσουν με τα άλλα κράτη μέλη τους νέους όρους. Δεν θα υπάρχει κανένα περιθώριο διαπραγμάτευσης. Αντίθετα τα υπόλοιπα 25 ή 24 μέλη της ΕΕ θα κληθούν να συμφωνήσουν ή όχι. Έτσι αυτόματα μεταξύ των 27 της ΕΕ και των 17 της ευρωζώνης θα δημιουργηθεί μια νέα κατηγορία που θα συμπεριλαμβάνει κράτη μέλη τα οποία ανήκουν στην ΕΕ αλλά δεν ανήκουν στην ευρωζώνη, ενώ δεν θα συμπεριλαμβάνει υπάρχοντα μέλη της ευρωζώνης, τα οποία απλώς αδυνατούν να ακολουθήσουν τον Γολγοθά. Κι αυτό δεν εξαρτάται από την ενδοτικότητά τους ή την τυφλή προσήλωση στην Γερμανία του κάθε Παπαδήμου, που θα τοποθετηθεί στην πρωθυπουργία των κλυδωνιζόμενων κρατών μελών.

Γιατί, αυτό που υποτιμάται συνεχώς είναι η αιτία των δημοσιονομικών αποκλίσεων. Τόσο οι  Γερμανοί και οι συνεργάτες τους στην Αθήνα όσο και η ευρωλάγνα Αριστερά παραγνωρίζουν το γεγονός ότι η συμμετοχή στην ευρωζώνη είναι που γεννά ελλείμματα. Ακόμη δηλαδή κι αν ως δια μαγείας εξαφανίζονταν οι σημερινές δημοσιονομικές αποκλίσεις, μέσα από ένα βάρβαρο πρόγραμμα λιτότητας, η συνέχιση της παραμονής στην ευρωζώνη θα δημιουργούσε εκ νέου ελλείμματα και θα αύξανε το χρέος. Το αποτέλεσμα είναι πως κανένα «φρένο χρέους», σαν κι αυτό που επέβαλε στην Ισπανία την προεκλογική ακόμη περίοδο η κυβέρνηση του Θαπατέρο διευκολύνοντας την δεξιά κυβέρνηση του Μαριάνο Ραχόι που εξελέγη την προηγούμενη Κυριακή, δεν πρόκειται να επιλύσει το πρόβλημα των ελλειμμάτων, δεδομένου ότι δεν γεννάται από τις πλουσιοπάροχες κοινωνικές παροχές. Ως συμπέρασμα ο ακρωτηριασμός των κοινωνικών δαπανών και η επαναφορά των ισοσκελισμένων προϋπολογισμών δεν αποτελεί μονόπρακτο. Αντίθετα η απόφαση παραμονής στην ζώνη του ευρώ από ‘δω και πέρα θα σημαίνει μια συνεχή προσπάθεια περιορισμού των κοινωνικών δαπανών που θα θυσιάζονται στον βωμό της κάλυψης των ελλειμμάτων τα οποία δημιουργεί η γερμανική οικονομική επέκταση. Σε αυτό το πλαίσιο είναι περιττό να ειπωθεί πως κανένα ευρωομόλογο (ή καλύτερα «ομόλογο σταθερότητας», όπως αποκαλείται στις Βρυξέλλες) δεν πρόκειται να αποτελέσει λύση της υπό εξέλιξη κρίσης. Γι’ αυτό τον λόγο και η Γερμανία αρνείται πεισματικά την παραχώρησή του, ξέροντας ότι δεν θα επιβαρυνθεί μόνο με 42 δισ. ευρώ ετησίως όπως έχει υπολογίσει το Βερολίνο τους τόκους που θα κληθεί να καταβάλει λόγω του αυξημένου επιτοκίου, αλλά και με μια συνεχή μετάγγιση αίματος που θα εξαφανίζει τα κέρδη του από την ενσωμάτωση στη νομισματική ενοποίηση των περιφερειακών χωρών. Γιατί να θυσιάσει τα κέρδη του;

Το δικό του άμεσο όφελος άλλωστε, από κοινού με αυτό της Γαλλίας και της Ιταλίας, είναι που ωθεί το Βερολίνο στην εξεύρεση λύσης εδώ και τώρα στην κρίση χρέους. Ειδικότερα, το πρόβλημα που έχει να αντιμετωπίσει η «αγία τριάδα» της νέας ΕΕ σχετίζεται με τα τεράστια ποσά που πρέπει να καταβάλει το 2012 για την αναχρηματοδότηση των κρατικών χρεών και την πληρωμή τόκων. Χωρίς να υπολογίζεται η ανάγκη κάλυψης των πρωτογενών ελλειμμάτων ή τα χρήματα που θα απαιτηθούν για την αναπλήρωση του κεφαλαίου των τραπεζών, το ποσό αυτό φθάνει το 1,2 τρις. ευρώ. Στην πράξη όλοι αντιλαμβάνονται ότι τα αναγκαία κεφάλαια θα αυξηθούν σημαντικά, ενώ η μέχρι τώρα πορεία των επιτοκίων αν κάτι εγγυάται είναι πως ο δανεισμός θα γίνει με τους χειρότερους όρους. Όταν για παράδειγμα στις 25 Νοέμβρη η Ιταλία δανείστηκε με δεκαετή ομόλογα με επιτόκιο της τάξης του 7,1%, η Ισπανία με 6,6%, το Βέλγιο με 5,7%, η Γαλλία με 3,7%, καταγράφοντας όλες αυτές οι χώρες ρεκόρ, ενώ ακόμη και η Γερμανία αδυνατεί να δανειστεί με τους όρους που θέτει οδηγώντας η ίδια σε ναυάγιο πρόσφατη δημοπρασία ομολόγων της, είναι εμφανές ότι έχουν δημιουργηθεί οι όροι ώστε η κρίση να πλήξει και την ίδια την Γερμανία, όπως και τις υπόλοιπες χώρες του κέντρου, που ήδη δανείζονται ακριβότερα.

Εν είδει παρενθέσεως, δεν μπορεί να διαφύγει της προσοχής όποιου παρατηρεί τους πίνακες με τα επιτόκια δανεισμού τα χαμηλά ρεκόρ που καταγράφουν οι ευρωπαϊκές χώρες εκτός της ευρωζώνης. Όπως για παράδειγμα η Σουηδία που 8 χρόνια μετά το «όχι» που είπαν οι πολίτες στης σε δημοψήφισμα για την συμμετοχή της χώρας τους στην ευρωζώνη δεν έγιναν Αλβανία του Χότζα, κατά Πάγκαλο και άλλους, ούτε χαμένη Ατλαντίδα, αλλά δανείζονται με επιτόκιο 1,7% (χαμηλότερα δηλαδή κι από τη Γερμανία), ενώ πέρυσι κατέγραψαν ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ 5,7% και φέτος αναμένεται να φθάσει το 4,4%! Η οικονομία της δε, με το 50% περίπου της παραγωγής να φεύγει εκτός των συνόρων της (ποσοστό υπερδιπλάσιο του ελληνικού) ουδόλως έχει στερηθεί την πρόσβαση στις διεθνείς αγορές.

Επιστρέφοντας στα δικά μας, ο δεύτερος λόγος για τον οποίο η Γερμανία επιλέγει μια βίαιη ανατροπή των υπαρχουσών συνθηκών ίδρυσης και λειτουργίας της ΕΕ και της ευρωζώνης σχετίζεται με τα όρια στα οποία ήδη προσκρούουν οι ήπιες, συμβατές με τη μέχρι σήμερα δομή, μορφές διαχείρισης της κρίσης. Όπως συμβαίνει για παράδειγμα, πρώτο, με την αγορά ομολόγων από την ΕΚΤ, δεύτερο, με τα σχέδια επέκτασης της δύναμης πυρός του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και, τρίτο, με την πρόσφατη συντονισμένη παρέμβαση των μεγαλύτερων κεντρικών τραπεζών του κόσμου.

Σε ένα απέραντο στρατόπεδο φτώχειας και ανεργίας

θα μετατραπεί η Ευρώπη με τις αποφάσεις της 9ης Δεκεμβρίου

Η ΕΚΤ παρεμβαίνοντας στη δευτερογενή αγορά ομολόγων, παρά την αρχική αντίδραση της Γερμανίας που οδήγησε και σε αποχώρηση στις αρχές Σεπτεμβρίου από τη διοίκηση της ΕΚΤ του εκπροσώπου της, είχε μέχρι τα τέλη Οκτωβρίου συγκεντρώσει ομόλογα αξίας περίπου 175 δις. ευρώ. Για να γίνει εμφανής ο φρενήρης και κατά συνέπεια μη βιώσιμος ρυθμός με τον οποίο η Φρανκφούρτη μαζεύει ομόλογα από την αγορά εκτονώνοντας έτσι τις κερδοσκοπικές πιέσεις αρκεί να αναφέρουμε ότι το ποσό που είχε συγκεντρώσει μέχρι τον Μάιο ανερχόταν «μόνο» σε 75 δις. ευρώ. Και παρόλα αυτά, παρά το γεγονός δηλαδή ότι η ΕΚΤ τείνει να μετατραπεί σε μια προβληματική τράπεζα, με αποτέλεσμα να πληθαίνουν οι ανησυχίες ότι σύντομα θα χρειαστεί κι αυτή αναπλήρωση κεφαλαίου, δεν έχει καταφέρει να ρίξει τα επιτόκια κάτω από την γραμμή του κινδύνου.

Σε παταγώδη αποτυχία εκτυλίσσεται και η προσπάθεια αύξησης της δύναμης πυρός του ΕΤΧΣ, έτσι ώστε από τα 440 δις. ευρώ που διαθέτει σήμερα θεωρητικά (ενώ πρακτικά μόνο 250) να φτάσει ακόμη και τα 2 τρισ. όπως είχε αρχικά σχεδιασθεί. Ζητούμενο ήταν να μπορεί να ανταποκριθεί στο καθήκον διάσωσης ακόμη και της Ιταλίας που έχει δημόσιο χρέος ύψους 1,9 δισ. ευρώ. Η απροθυμία ωστόσο της Κίνας να σώσει το καράβι που βυθίζεται οδηγεί στην εγκατάλειψη αυτού του σχεδίου, που χώρια των άλλων αδυναμιών του ήταν και έντονα κερδοσκοπικό καθώς ενσωμάτωνε όλα τα εργαλεία χρηματοοικονομικής που αξιοποιήθηκαν στο έπακρο στην αμερικανική αγορά στεγαστικών δανείων, δημιουργώντας την μεγαλύτερη φούσκα όλων των εποχών.

Περιορισμένη χρονική διάρκεια έχει και η συντονισμένη παρέμβαση των μεγαλύτερων κεντρικών (ΕΚΤ, ΗΠΑ, Αγγλία, Ιαπωνία, Καναδάς και Ελβετία) όπως σημειώθηκε την Τετάρτη με σκοπό να διευκολύνει την ρευστότητα στη διατραπεζική αγορά. Να σημειωθεί πως ανάλογη κίνηση είχε γίνει στο παρελθόν μετά την κατάρρευση της Λίμαν Μπράδερς τον Σεπτέμβριο του 2008. Παρόλα αυτά η παρέμβαση αφορούσε τα συμπτώματα κι όχι την άμεση αιτία που σχετίζεται με τον ασύλληπτο όγκο «κακού» δημόσιου χρέους που έχουν μαζέψει οι τράπεζες με αποτέλεσμα να θεωρούνται αφερέγγυες.

Συμπερασματικά, στην μάχη της διάσωσης του ευρώ (όπως και στην πολιτική) έχουν πέσει μέχρι στιγμής όλες οι εφεδρείες, με τεράστιο κόστος, χωρίς τα επιθυμητά αποτελέσματα, υπογραμμίζοντας με αυτό τον τρόπο τα όρια που έχει στην αντιμετώπιση της κρίσης η νομισματική διαχείριση. Κατόπιν τούτων των αποτυχιών η Γερμανία ξαναφτιάχνει την  ευρωζώνη, πετώντας έξω τα κλυδωνιζόμενα κράτη μέλη. Απέναντι σε αυτή την προοπτική η έξοδος από το ευρώ και η ΕΕ αποτελούν αναγκαία αν και μη ικανή συνθήκη για την αντιμετώπιση της φτώχειας και της ανεργίας, του γενικού ξεπουλήματος και της οικονομικής κατοχής.