Γερμανία: στο τέλος της συναίνεσης κερδίζει πάντα ο φασισμός!

Πολλαπλά μηνύματα έστειλαν οι γερμανοί ψηφοφόροι και προς διαφορετικές κατευθύνσεις με την ψήφο τους στις 24 Σεπτεμβρίου, έστω κι αν αυτό δεν φαίνεται με την πρώτη ματιά.

Του Λεωνίδα Βατικιώτη

Εκ πρώτης όψης η Άνγκελα Μέρκελ ξεκινά μια τέταρτη θητεία στη γερμανική καγκελαρία, κατακτώντας μια θέση δίπλα στον Αντενάουερ που έχτισε την μεταπολεμική Γερμανία και τον Κολ, που έφερε σε πέρας την προσάρτηση της Ανατολικής Γερμανίας. Το επίτευγμα της Μέρκελ αφορά την ενορχήστρωση της επίθεσης του γερμανικού κεφαλαίου στην ίδια της τη χώρα και όλη την Ευρώπη. Δεν είναι και λίγο…

Το τίμημα ωστόσο που πλήρωσε το γερμανικό κατεστημένο δεν είναι κι αμελητέο, καθώς ο πάλαι ποτέ κραταιός ως …θάνατος γερμανικός δικομματισμός ανήκει οριστικά και αμετάκλητα στο παρελθόν. Αιώνες φαίνεται να έχουν περάσει από τη δεκαετία του ’70, όταν η Δεξιά (CDU/CSU) και οι Σοσιαλδημοκράτες (SPD) κέρδιζαν ακόμη και το 90% των ψήφων. Την Κυριακή η Δεξιά συγκέντρωσε 33% (από 41%) χάνοντας 1 εκ. ψήφους και επιτυγχάνοντας το χειρότερο εκλογικό της ποσοστό από το 1949. Οι Σοσιαλδημοκράτες, που κουβάλησαν τον Ιανουάριο μέχρι και τον Σουλτς από το Ευρωκοινοβούλιο (όπου εξελέγη με το χρίσμα της Μέρκελ, για να μην ξεχνιόμαστε) διεκδικώντας έναν αέρα ανανέωσης, συγκέντρωσαν 20,5% των ψήφων, χάνοντας 5 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με τις προηγούμενες εκλογές και πετυχαίνοντας κι αυτοί το χειρότερο αποτέλεσμα τους από το 1933!

Το πρώτο μήνυμα επομένως αφορά το πλήγμα που δέχτηκε ο δικομματισμός. Οι ψηφοφόροι τους γύρισαν την πλάτη λόγω της τυφλής υποταγής τους στα κελεύσματα της αστικής πολιτικής που προκρίνει τη διάλυση του κράτους πρόνοιας και την ελαστικοποίηση της εργασίας. Έτσι, όσο περισσότερο ομοιάζουν Δεξιά και Σοσιαλδημοκράτες, τόσο περισσότερο οι ψηφοφόροι τους μαυρίζουν.

Το δεύτερο μήνυμα είναι η στροφή στην άκρα και άγρια Δεξιά. Αντίθετα όμως με τις δεσπόζουσες ερμηνείες, η άνοδος της φιλοναζιστικής Εναλλακτικής για τη Γερμανία (AfD) από το 5% στο 12,6% και των θατσερικών Φιλελεύθερων (FDP) από 5% στο 10,7% προετοιμάστηκε από την Μέρκελ. Προφανώς και οι δύο αυτοί σχηματισμοί αμφισβητούν σε βαθμό αναιρέσεως ουσιώδεις πλευρές της εξωτερικής και οικονομικής πολιτικής της, η Μέρκελ ωστόσο τους άνοιξε το δρόμο για να ξεπεραστεί τελικά από τους γνήσιους φιλελεύθερους και τους αμόλυντους ρατσιστές. Η Μέρκελ που θέλει να μείνει στην ιστορία ως «μητέρα του έθνους» ξεκίνησε τις ρατσιστικές επιθέσεις στους λαούς της Νότιας Ευρώπης, όταν ξέσπασε η κρίση για να συγκαλύψει την εξυπηρέτηση που έκανε στην Ντόιτσε Μπανκ με τα λεγόμενα δάνεια διάσωσης κι η ίδια η Μέρκελ επίσης έχει οδηγήσει την τιμή του μισθού στα χαμηλότερα επίπεδα από ιδρύσεως γερμανικού κράτους… Γνήσια τέκνα της επομένως είναι τα ναζίδια της Εναλλακτικής νοσταλγοί του Χίτλερ και του Ολοκαυτώματος, που αναδείχτηκαν σε τρίτο κόμμα, και οι οπαδοί της ελεύθερης αγοράς των Φιλελεύθερων.

Η δεξιά στροφή που συντελείται στη Γερμανία όμως θα έχει και συνέχεια. Η προσπάθεια της Μέρκελ να ανακτήσει μέρος έστω των ψηφοφόρων της που στράφηκαν στην ναζιστική Εναλλακτική για τη Γερμανία (ο ηγέτης της οποίας Αλεξάντερ Γκάουλαντ δήλωσε πρόσφατα ότι «οι Γερμανοί έχουν το δικαίωμα να είναι υπερήφανοι για τα κατορθώματα των Γερμανών στρατιωτών σε δύο παγκοσμίους πολέμους»!) θα σημάνει ότι η ξενοφοβία και ο ρατσισμός στο εξής θα εκπορεύονται κι επισήμως από την καγκελαρία. Σημαίνει επίσης ότι στη νέα Μπούντεστανγκ όπου θα κάθονται 80 ναζί βουλευτές η ίδια η Μέρκελ θα επιχειρήσει να γίνει ο εκφραστής του συνθήματος «πρώτα η Γερμανία», κατ’ αντιστοιχία του συνθήματος που όρισε ως προμετωπίδα του ο Τραμπ στις ΗΠΑ. Οι εκλογές που θα γίνουν το 2018 στη Βαυαρία όπου το αδελφό κόμμα του CDU, το CSU συγκέντρωσε κι αυτό το χαμηλότερο ποσοστό από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο (38,5% από 49,3% το 2013) θα επισημοποιήσουν την στροφή στα άκρα δεξιά του πολιτικού mainstream.

Προφανώς, η στροφή στην άκρα Δεξιά που προετοιμάστηκε από την Μέρκελ δεν είναι παρά η αντανάκλαση στο πολιτικό πεδίο πολύ βαθύτερων κοινωνικών διεργασιών που ως κοινό παρανομαστή έχουν την σκλήρυνση της αστικής πολιτικής, όπως συντελείται παγκόσμια εξ αιτίας της οικονομικής κρίσης. Το 1 εκ. των μεταναστών και προσφύγων που εγκαταστάθηκαν στη Γερμανία ήταν μόνο η αφορμή. Κι αν δεν υπήρχαν αυτοί, θα βρισκόταν κάτι άλλο. Τα κόμματα σε αυτό το άνυδρο τοπίο προσαρμόζονται στις επιταγές του κεφαλαίου προκρίνοντας την όξυνση της ταξικής πάλης και νέους γύρους ανηλεών επιθέσεων στο εισόδημα και τα κοινωνικά δικαιώματα. Προσδεθείτε…

Πολλαπλά συμπεράσματα επιδέχεται και η ήττα των Σοσιαλδημοκρατών, που μάλλον πρέπει να ζητήσουν κατάργηση των εκλογών καθώς κάθε φορά που στήνονται κάλπες χάνουν λίγα εκατομμύρια ψηφοφόρους, αρχής γενομένης από τις εκλογές του 2005, όταν ο Σρέντερ ηττήθηκε από την Μέρκελ για να συνεχίσουν μέχρι τώρα ακάθεκτοι την πορεία προς τον πάτο. Αιτία της συντριβής του SPD που δεν φαίνεται να έχει ημερομηνία λήξης είναι η χιονοστιβάδα αντεργατικών μέτρων που ψήφισε η κυβέρνησή του (υπό την επωνυμία Χαρτζ 4) με τη συναίνεση της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας. Επίσης, η συμμετοχή του στον αποκαλούμενο «μεγάλο συνασπισμό» που έφερε την Μέρκελ στη καγκελαρία και το SPD στο πολιτικό περιθώριο. Για τούτο το λόγο και από νωρίς το απόγευμα της Κυριακής οι σοσιαλδημοκράτες έσπευσαν να ανακοινώσουν ότι δεν θα ενταχθούν στον μεγάλο συνασπισμό εγκαινιάζοντας έτσι μια πορεία απογαλακτισμού της από την Δεξιά. Κι αυτό είναι το τρίτο συμπέρασμα από τις γερμανικές εκλογές, που δεν αφορά μόνο την Γερμανία ούτε καν μόνο το Λίνκε που ετοιμάζεται κι αυτό να προβάρει κυβερνητικά κουστούμια στοχεύοντας να συμμετέχει στην κυβέρνηση στις επόμενες εκλογές: Στο τέλος του δρόμου της συναίνεσης καραδοκεί ο φασισμός, που προβάλλει ως το διαφορετικό κι η δύναμη της ανανέωσης και της συνέπειας, ενώ για τους πρωταγωνιστές της συναίνεσης πάντα η απαξίωση!

Η πολιτική συντριβή των γερμανών σοσιαλδημοκρατών έχει μια ξεχωριστή επικαιρότητα για τα ελληνικά πράγματα, επειδή ο μεταλλαγμένος ΣΥΡΙΖΑ που αποτελεί το τελευταίο αποκούμπι του ΣΕΒ και των πιστωτών, φλέρταρε με το παράδειγμα του SPD. Θυμάμαι σαν και τώρα να ρωτάω πρωτοκλασσάτο στέλεχος του το Σεπτέμβριο του 2015 για το πώς θα μπορούν να κρατήσουν το κόμμα τους ενωμένο μετά την στροφή 180 μοιρών που έκαναν υπογράφοντας το άθλιο μνημόνιο Τσίπρα τον Αύγουστο εκείνης της χρονιάς. Η φαιδρή απάντηση που έλαβα, σε πλήρη δυσαρμονία με το βαθυστόχαστο ύφος του συνομιλητή ΣΥΡΙΖΑίου, περιέγραφε και επικαλούταν την στροφή 180 μοιρών που έκανε ο Σρέντερ με την ψήφιση της Ατζέντας 2010, για να με πείσει ότι οι ψηφοφόροι είναι ένα πολιτικό σφουγγάρι που απορροφά ό,τι του δώσεις χωρίς αντιρρήσεις και ακολουθεί αδιαμαρτύρητα τις πολιτικές στροφές. Κι αν αυτό συνέβη στη Γερμανία, κατά τον ΣΥΡΙΖΑ,  γιατί να μη γίνει κι εδώ;

Μερικές φορές όμως αυτό το σφουγγάρι σε σβήνει κι από τον πολιτικό χάρτη…

Πηγή: Kommon

Με νέα …χρώματα συνεχίζει η Μέρκελ (Μετροπόλιταν, 4/10/2009)

Πέτυχε τον στόχο της η Δεξιά στη Γερμανία στις ομοσπονδιακές εκλογές της προηγούμενης Κυριακής, καταφέρνοντας να απομακρύνει τους Σοσιαλδημοκράτες από την κυβέρνηση συνασπισμού και να τους αντικαταστήσει με το φιλο-επιχειρηματικό κόμμα των Ελεύθερων Δημοκρατών.

Σ’ αυτό τον στόχο όμως, που θα έχει σημαντικότατες επιπτώσεις για την μελλοντική πορεία της χώρας που θεωρείται οικονομική ατμομηχανή της Ευρώπης, σταματούν και τα καλά νέα για το κόμμα των Χριστιανοδημοκρατών. Γιατί, το ποσοστό του 34% που συγκέντρωσε συνολικά η Δεξιά στη Γερμανία (η CDU μαζί με τη CSU από τη Βαυαρία) είναι το χαμηλότερο ποσοστό που έχει πάρει από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Μάλιστα, και στις προηγούμενες ομοσπονδιακές εκλογές, το 2004, παρότι η Δεξιά είχε βγει πρώτο κόμμα κερδίζοντας το δικαίωμα να ορίσει καγκελάριο, και τότε το ποσοστό της, που ήταν 35%, συνιστούσε συντριβή μια και ήταν και κείνο το χαμηλότερο ποσοστό της μεταπολεμικής περιόδου.

Τη μεγαλύτερη συντριβή ωστόσο δέχτηκαν οι Σοσιαλδημοκράτες οι οποίοι κατέγραψαν τα ίδια αρνητικά ρεκόρ με τους Χριστιανοδημοκράτες κερδίζοντας το 23% των ψήφων από 34% που είχαν πάρει το 2004. Έχασαν δηλαδή 11 ολόκληρες ποσοστιαίες μονάδες ή τον 1 από τους 3 ψήφους τους! Αυτό είναι το τίμημα που πλήρωσε το SPD για την βαθιά αντιλαϊκή «Ατζέντα 2010» την οποία εφάρμοσε ο Γκέρχαρντ Σρέντερ το 2005 και περιλάμβανε την κατάργηση κοινωνικών παροχών και ασφαλιστικών δικαιωμάτων. Ήταν επίσης το τίμημα που πλήρωσαν για τη μετέπειτα δεξιά στροφή τους, όπως συμπυκνώθηκε στην κυβέρνηση του μεγάλου συνασπισμού, το 2005. Η απογοήτευση που προκάλεσαν ήταν μεγάλη επειδή κάλλιστα μπορούσαν τότε οι Σοσιαλδημοκράτες να σχηματίσουν κυβέρνηση με την Αριστερά και τους Πράσινους. Διαθέτοντας τα τρία κόμματα 222 βουλευτές, 54 και 51 αντίστοιχα, 327 δηλαδή αθροιστικά, ξεπερνούσαν κατά πολύ το όριο των 308 εδρών που απαιτείται για την απόλυτη πλειοψηφία. Ενώ λοιπόν όλοι ανέμεναν το Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα να στραφεί προς τα αριστερά του, στους φυσικούς του συμμάχους όπως είναι οι Πράσινοι με τους οποίους κυβέρνησε επί δύο τετραετίες ο Σρέντερ, και την Αριστερά που κατά μεγάλο μέρος αποτελείται από δυσαρεστημένους του SPD, αυτό επέλεξε να συγκυβερνήσει με τη Δεξιά. Στο εσωτερικό του κόμματος δε, στα ανώτερα κλιμάκια μάλιστα, προκλήθηκαν διαδοχικοί τριγμοί λόγω της συντηρητικής του στροφής που ακόμη συνεχίζονται. Ειδικότερα, το Νοέμβριο του 2005 ο ηγέτης του κόμματος Φρανζ Μίντεφερινγκ από την εποχή του Σρέντερ ακόμη κι αρχιτέκτονας του μεγάλου συνασπισμού στη συνέχεια παραιτήθηκε από την ηγεσία του κόμματος όταν η πρόταση του για την πλήρωση της θέσης του νούμερο 2 στην κομματική ιεραρχία απορρίφθηκε πανηγυρικά. Το αποτέλεσμα αυτό είχε χαρακτηριστεί χαστούκι στο πρόσωπό του κι οδήγησε στην παραίτησή του. Στη θέση του και για 5 μόνο μήνες εκλέχτηκε ο Ματίας Πλάτζεκ, ο οποίος τον Μάιο του 2006 αντικαταστάθηκε από τον Κουρτ Μπεκ. Στο πρόγραμμα του νέου ηγέτη του SPD δέσποζε η ουσιαστική κριτική στα πεπραγμένα του Σρέντερ και μια αριστερή στροφή στο πρόγραμμα και του στόχους του αρχαιότερου σοσιαλδημοκρατικού κόμματος της Ευρώπης, έτσι ώστε να επανασυνδεθεί με τους εργαζόμενους και να σταματήσει η αιμορραγία από τα αριστερά του. Το μόνο που κατάφερε ήταν να συντομεύσει τον χρόνο παραμονής του στην ηλεκτρική καρέκλα του προέδρου του SPD. Έτσι, άρον – άρον και νύχτα μάλιστα τον Σεπτέμβριο του 2008 επανήλθε ο Μίντεφερνγκ στη θέση του για να εγγυηθεί ο ίδιος την συνέχιση της νεοφιλελεύθερης στροφής του κόμματος. Στο προαναγγελθέν συνέδριο του κόμματος, τον ερχόμενο Νοέμβριο, η κριτική προς την ηγεσία του, που φέρει ακέραια την ευθύνη για την εκλογική συντριβή του κόμματος θα κορυφωθεί. Μένει να δούμε αν θα είναι τόσο πλατιά ώστε να ανατρέψει αυτή την ηγεσία και να ακυρώσει τη δεξιά μετάλλαξη του κόμματος…

Μια επιπλέον επιβεβαίωση για τα αίτια της συρρίκνωσης του SPD δίνει κι η σοβαρή άνοδος του κόμματος Αριστερά, που επιβεβαιώνοντας τις προβλέψεις, κέρδισε το 12% των ψήφων, αυξάνοντας τις δυνάμεις του από τις προηγούμενες εκλογές περισσότερο από ένα τρίτο. Οι ψηφοφόροι του κόμματος που ίδρυσε ο Όσκαρ Λαφοντέν, όταν αποχώρησε από το SPD το 1998, με τον ηγέτη του ανατολικογερμανικού Κόμματος για το Δημοκρατικό Σοσιαλισμό, Γκίζι, είναι δυσαρεστημένα μέλη και οπαδοί του SPD καθώς κι αριστεροί της πάλαι ποτέ Ανατολικής Γερμανίας. Στην προμετωπίδα τους δε κατά τη διάρκεια όλης της προεκλογικής περιόδου βρισκόταν το αίτημα τη επιστροφής των 4.200 γερμανών στρατιωτών από το Αφγανιστάν κι η ακύρωση των αντεργατικών μέτρων του Σρέντερ!

Το καλύτερο ποσοστό στην ιστορία τους έπιασαν κι οι Πράσινοι αγγίζοντας το 11%, από 8% που είχαν πετύχει στις προηγούμενες εκλογές. Στόχος των ίδιων ήταν να περάσουν στην τρίτη θέση ώστε να συμμετάσχουν στην επόμενη κυβέρνηση συνεργασίας.

Η εικόνα της κρίσης στο γερμανικό πολιτικό σύστημα που δημιουργείται από την συρρίκνωση της εκλογικής απήχησης των δύο μεγάλων κομμάτων συμπληρώνεται από ένα ακόμη ρεκόρ, της αποχής. Η συμμετοχή, φθάνοντας μόλις στο 71% από 77% που ήταν πριν 4 χρόνια, άγγιξε το χαμηλότερο σημείο όλης της μεταπολεμικής περιόδου. Πίσω από τους αριθμούς αυτό που διακρίνεται είναι η (παθητική έστω) αντίδραση των 62 εκ. Γερμανών ψηφοφόρων απέναντι σε ένα πολιτικό σκηνικό οι διαχωριστικές γραμμές του οποίου έχουν καταργηθεί προ πολλού κι οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές του κάνουν ότι μπορούν για να πείσουν τους ψηφοφόρους πως «όλοι ίδιοι είναι». Γιατί επομένως να τους ψηφίσουν;

Το τρίτο κόμμα που είδε τα ποσοστά του να αυξάνονται, όπως συνέβη με την Αριστερά και τους Πράσινους, είναι το νεοφιλελεύθερο κόμμα των Ελεύθερων Δημοκρατών που συγκέντρωσε το 15% όταν στις προηγούμενες εκλογές είχε κερδίσει το 10%. Το κόμμα των Ελεύθερων Δημοκρατών είναι ο αδιαμφισβήτητος νικητής των εκλογών καθώς με αυτή του την άνοδο εξασφάλισε τον τερματισμό της 11χρονης απομάκρυνσής του από την εξουσία και την είσοδό του στην κυβέρνηση συνεργασίας της Μέρκελ. Υπάρχει ωστόσο μια σημαντική διαφορά από τα χρόνια του Κολ όταν οι Ελεύθεροι Δημοκράτες συμμετείχαν στις δεξιές κυβερνήσεις καθώς τότε οι βουλευτές τους αντιπροσώπευαν περίπου το 20% των βουλευτών του CDU και του CSU. Σήμερα αντίθετα είναι σχεδόν το 40% (93 έναντι 239). Κατά συνέπεια και το φιλο-επιχειρηματικό πρόγραμμά τους θα βάλει πολύ πιο βαθιά τη σφραγίδα του στις προγραμματικές εξαγγελίες της νέας μαυροκίτρινης κυβέρνησης (από τα χρώματα των δύο κομμάτων) που θα αναλάβει μόλις ολοκληρωθεί το παζάρι για τα υπουργεία. Το μόνο σίγουρο μέχρι στιγμής θεωρείται πως το υπουργείο Εξωτερικών της Γερμανίας, θα αναλάβει ο ηγέτης του FD, Γκουίντο Βεστερβέλε, που δηλώνει δημόσια ότι είναι ομοφυλόφιλος. Εξ ίσου σίγουρο θεωρείται πως θα αναλάβουν κι άλλα σημαντικά υπουργεία. Όταν συμμετείχαν ξανά στην κυβέρνηση, την περίοδο 1982-1998, είχαν υπό τον έλεγχό τους τα εξαιρετικά κρίσιμα υπουργεία Εξωτερικών, Οικονομίας και Δικαιοσύνης.

Με την υποκίνησή τους τώρα η Μέρκελ θεωρείται σχεδόν βέβαιο ότι θα μειώσει σημαντικά τους φόρους των επιχειρήσεων, οξύνοντας τη δημοσιονομική ανισορροπία, θα προχωρήσει στην απορύθμιση, δηλαδή την ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων, θα ακυρώσει προγενέστερη απόφαση για κλείσιμο 17 πυρηνικών εργοστασίων μέχρι το 2021, ενώ για το μείζον θέμα του Αφγανιστάν θα παρατείνει επ’ άπειρο την παραμονή των γερμανών στρατιωτών.

Μέτρα, αμφιβόλου οικονομικής αποτελεσματικότητας, που θα διαβρώσουν ακόμη περισσότερο την κοινωνική συνοχή και τα θεμέλια του πολιτικού συστήματος…

Εκλογές πλήξης στη Γερμανία (Μετροπόλιταν, 20/9/2009)

Στις πιο βαρετές εκλογές οδηγείται η Γερμανία την επόμενη Κυριακή, 27 Αυγούστου, με τους εκλογείς να έχουν γυρίσει την πλάτη τους σε όλα σχεδόν τα πολιτικά κόμματα. Τα αποτελέσματα πρόσφατης δημοσκόπησης που δημοσίευσε η International Herald Tribune ήταν αποκαλυπτικά και με μια δεύτερη ματιά βαθιά ανησυχητικά, καθώς το συντριπτικά υψηλό ποσοστό του 84% των γερμανών εκλογέων χαρακτήρισε την εκλογική διαδικασία ως βαρετή κι απ’ αυτούς το 38% παντελώς αδιάφορη!

Η αποστροφή των Γερμανών προς την κορυφαία κατά τ’ άλλα πολιτική διαδικασία εκφράζεται επίσης και με τα χαμηλά ποσοστά που συγκεντρώνουν τα ισχυρότερα και παραδοσιακότερα πολιτικά κόμματα. Για παράδειγμα το δεξιό κόμμα της καγκελάριου Άγκελα Μέρκελ, η Χριστιανοδημοκρατική Ένωση (CDU), παρότι όλοι προεξοφλούν ότι θα κερδίσει με άνεση τις εκλογές της επόμενης Κυριακής, κάτι που διαφαίνεται κι από τα αποτελέσματα των μέχρι σήμερα δημοσκοπήσεων με βάση τα οποία αναμένεται να κερδίσει το 35% των ψήφων, ήταν ο μεγάλος χαμένος των εκλογών που διενεργήθηκαν στις 30 Αυγούστου σε τρία κρατίδια. Δέκα ολόκληρες μονάδες έχασε σε δύο απ’ αυτά, τη Θουριγγία και τη Σάαρλαντ, βεβαιώνοντας έτσι πόσο εύθραυστη θα είναι η νίκη της την επόμενη Κυριακή, όταν οι Γερμανοί θα το επιλέξουν προφανώς ως το μικρότερο κακό. Εξ ίσου άσχημα τα πήγε και το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD). Το χειρότερο μάλιστα για τους σοσιαλδημοκράτες είναι ότι στις εκλογές της επόμενης Κυριακής αναμένεται να καταγράψουν ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά της ιστορίας τους. Ειδικότερα οι προβλέψεις, και δη αυτή που διενήργησε το περιοδικό Stern κι ο τηλεοπτικός σταθμός RTL, δίνουν στο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα 21%. Η βαθιά κρίση την οποία διέρχεται το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα γίνεται εμφανής κι από την υποχώρηση που καταγράφει στα κρατίδια. Το 1998 για παράδειγμα, όταν εκλέχτηκε πρώτη φορά ο Γκέρχαρντ Σρέντερ κι οι ελπίδες για μια οριστική υπέρβαση του σκληρού νεοσυντηρητικού χειμώνα της εποχής Κολ μεσουρανούσαν, το SPD ήλεγχε τα 11 από τα 16 κρατίδια. Σήμερα έχει κυβερνήσεις μόνο σε 5, στα 2 εκ των οποίων συγκυβερνά με τη Δεξιά, όπως ακριβώς κάνει και σε ομοσπονδιακό επίπεδο.

Αυτή ακριβώς η συγκυβέρνηση, που βεβαιώνει με τον πιο ανάγλυφο τρόπο τη δεξιά στροφή του SPD, αποτελεί την βαθύτερη αιτία της αποστροφής των Γερμανών και κατ’ επέκταση των τριγμών που δέχεται το πολιτικό σύστημα της Γερμανίας. Άμεσο αποτέλεσμα της ανοιχτής συναίνεσης των δύο μεγαλύτερων κομμάτων, είναι τα πιο ουσιώδη πολιτικά ζητήματα να βρίσκονται εκτός ημερήσιας διάταξης. Χριστιανοδημοκράτες και σοσιαλδημοκράτες, μόνο και μόνο για να μην υπονομεύσουν τα θεμέλια της πολιτικής τους συμφωνίας δε λένε λέξη για το Αφγανιστάν, για την οικονομική κρίση και τις εντεινόμενες κοινωνικές αντιθέσεις. Αυτά ακριβώς όμως είναι τα σημαντικότερα διακυβεύματα της τρέχουσας συγκυρίας στην οικονομική ατμομηχανή της Ευρώπης και τέταρτη μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη.

Το θέμα του Αφγανιστάν, υπό τη μορφή της τύχης που θα έχει η αποστολή των 4.200 γερμανών στρατιωτών τέθηκε με πρωτοφανή έμφαση την Παρασκευή 4 Σεπτέμβρη, όταν γερμανός αξιωματικός διέταξε σφαγή αμάχων! Τουλάχιστον 125 άμαχοι σκοτώθηκαν με εντολή γερμανού διοικητή, σύμφωνα με την αμερικανική Washington Post που μετά χαράς θα είδε να μοιράζονται επιτέλους κι άλλες χώρες του ΝΑΤΟ την πολιτική ευθύνη και την διεθνή κατακραυγή για τις σφαγές των αμάχων. Ο πρωταγωνιστικός πλέον ρόλος της Γερμανίας στο λουτρό αίματος που ποτίζει καθημερινά την άνυδρη γη του Αφγανιστάν οδήγησε σε νέα ύψη τις αντιδράσεις των Γερμανών που, όπως κι οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι,  κατά δύο τρίτα διαφωνούν με την αποστολή στο Αφγανιστάν. Παρότι όμως οι Γερμανοί δεν θέλουν το στρατό τους σε αποστολές στο εξωτερικό Χριστιανοδημοκράτες και Σοσιαλδημοκράτες αρνούνται να συζητήσουν οποιοδήποτε ενδεχόμενο αποχώρησης. Σε ομιλία της στη γερμανική Βουλή η καγκελάριος, Άγκελα Μέρκελ, που συνέχισε να περιγράφει ως «επιχείρηση σταθεροποίησης» την εισβολή και κατοχή του Αφγανιστάν αποφεύγοντας ακόμη και να πει τη λέξη πόλεμος, παρέπεμψε σε εξεταστική επιτροπή όσους χαρακτήρισαν εγκληματική την απόφαση βομβαρδισμού. Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε κι ο ηγέτης των σοσιαλδημοκρατών, Φρανκ Βάλτερ Στάινμαγιερ, υπουργός Εξωτερικών της κυβέρνησης συνεργασίας κι αναπληρωτής καγκελάριος, ο οποίος χαρακτήρισε ως «ανευθυνότητα» οποιαδήποτε πρόταση αποχώρησης του γερμανικού στρατού. Το αστείο ωστόσο είναι ότι αυτό το ενδεχόμενο έχει αρχίσει πλέον να ακούγεται όλο και πιο έντονα ακόμη κι από επίσημα αμερικανικά χείλη που βλέπουν ότι εννιά σχεδόν χρόνια μετά την εισβολή δεν έχουν να επιδείξουν την παραμικρή επιτυχία… Κανείς βέβαια δεν ξεχνάει πως επί της συμμαχικής κυβέρνησης Σοσιαλδημοκρατών και Πράσινων, επί καγκελαρίας Σρέντερ και με προορισμό τα Βαλκάνια, πέρασε ο γερμανικός στρατός για πρώτη φορά τα σύνορα της χώρας του μετά το θάνατο του Χίτλερ. Οι σοσιαλδημοκράτες επομένως παρότι θα έπρεπε να είναι οι πιο διαπρύσιοι φιλειρηνιστές, εμφανίζονται ως  τα γεράκια της Μπούντεσβερ.

Η αρνητική κληρονομιά του Σρέντερ ακολουθεί το SPD και σ’ ότι αφορά το κοινωνικό ζήτημα. Η εφαρμογή δε της Ατζέντας 2010 όπως είχε ονομάσει ο Σρέντερ ένα σαρωτικό πρόγραμμα αντεργατικών μεταρρυθμίσεων με το οποίο πέρασε στην ιστορία το αξιοζήλευτο κράτος πρόνοιας της Γερμανίας, συνέπεσε χρονικά με τον εκλογικό καταποντισμό του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, από τον οποίο ακόμη δεν έχει συνέλθει.

Κατ’ επέκταση, οι προεκλογικές εξαγγελίες του ηγέτη των σοσιαλδημοκρατών για δημιουργία 4 εκατ. θέσεων εργασίας και την επίτευξη πλήρους απασχόλησης μέχρι το 2020, ήταν εντελώς αναμενόμενο να μη συγκινήσουν κανέναν. Πολύ περισσότερο όταν τα πιο κρίσιμα και στρατηγικής σημασίας ζητήματα που ανέδειξε η κρίση μένουν εκτός συζήτησης, όπως είναι για παράδειγμα το μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης. Η Γερμανία βίωσε με το πιο δραματικό τρόπο την διεθνή οικονομική κρίση, βλέποντας το ΑΕΠ της να μειώνεται κατά 7 ποσοστιαίες μονάδες στη διάρκεια τεσσάρων τριμήνων, λόγω του ότι οι εξαγωγές της (που λόγω της συρρίκνωσης της διεθνούς ζήτησης μειώθηκαν κατά 17%) συνεισφέρουν στο 47% του ΑΕΠ. Στην πράξη αυτό που κατέρρευσε στη Γερμανία ήταν ένα μοντέλο ανάπτυξης που από τη μια πλευρά έχει τις εξαγωγές κι από την άλλη τη λιτότητα. Αντί λοιπόν οι σοσιαλδημοκράτες να δώσουν το εναρκτήριο λάκτισμα για τον αναπροσανατολισμό της οικονομικής πολιτικής με στόχο στη στήριξη του εισοδήματος, αφήνουν στο απυρόβλητο το νοσηρό αυτό μοντέλο, εξαντλώντας την ευαισθησία τους σε επιμέρους διορθωτικές παρεμβάσεις και την άμβλυνση των πιο ακραίων αρνητικών συνεπειών του. Αποτέλεσμα αυτής της οικονομικής πολιτικής είναι κι η όξυνση των κάθε λογής αντιθέσεων: κοινωνικών, οικονομικών και περιφερειακών. Στο απώτερο άκρο τους βρίσκεται το αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ των κατοίκων της πάλαι ποτέ Ανατολικής και Δυτικής Γερμανίας (των Ossis και Wessis) με αποτέλεσμα το 10% των πρώτων να δηλώνει ότι πέρναγε καλύτερα στη Γερμανία του Χόνεκερ δίνοντας νέα ώθηση στην λεγόμενη …Οσταλγία! Κι αυτό μάλιστα ακριβώς στην επέτειο της εικοσαετίας από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου.

Ως αποτέλεσμα όλων των παραπάνω μοναδικό διακύβευμα των εκλογών της επόμενης Κυριακής στη Γερμανία είναι η σύνθεση του συνασπισμού που θα κυβερνήσει, με το δίλημμα που κυριαρχεί να συνοψίζεται στο …Τζαμάικα ή φανάρι. Συγκεκριμένα, στόχος της Μέρκελ είναι να ξεφορτωθεί τους Σοσιαλδημοκράτες, που δεν έχουν φυσικά καμιά αναστολή να συγκυβερνήσουν με τη Δεξιά για μια ακόμη τετραετία, και στη θέση τους να συμμαχήσει με το φιλοεπιχειρηματικό, νεοφιλελεύθερο κόμμα των Ελεύθερων Δημοκρατών (FDP) που φαίνεται να κερδίζει το 14%. Το πρόβλημα για τη γερμανική Δεξιά είναι πως μάλλον αποκλείεται να μπορέσουν αυτά τα δύο κόμματα να συγκεντρώσουν την απόλυτη πλειοψηφία. Υπό το πρίσμα αυτής της αδυναμίας μπαίνουν στο τραπέζι δύο άλλες επιλογές. Η πρώτη είναι να εμπλουτιστεί αυτή η συμμαχία και με τους Πράσινους. Ένας συνδυασμός που με βάση τα χαρακτηριστικά χρώματα των τριών αυτών κομμάτων (μαύρο, κίτρινο και πράσινο) παραπέμπει στη σημαίας της Τζαμάικας. Για τους ηγέτες των Πρασίνων ωστόσο, «η Τζαμάικα παραμένει στην Καραϊβική» κι όχι στα πολιτικά τους σχέδια. Το δεύτερο σενάριο περιλαμβάνει τους νεοφιλελεύθερους του FDP και τους Πράσινους αλλά στη θέση των Χριστιανοδημοκρατών μπαίνουν οι Σοσιαλδημοκράτες. Συνδυασμός που παραπέμπει στα χρώματα του φωτεινού σηματοδότη και για τους ηγέτες των FDP κινείται στη σφαίρα της φαντασίας καθώς απορρίπτουν οποιαδήποτε συμμαχία με τους Σοσιαλδημοκράτες. Οι ίδιοι οι Σοσιαλδημοκράτες δεν έχουν κανένα πρόβλημα να κυβερνήσουν με τους λάτρεις του πιο ακραίου νεοφιλελευθερισμού, ενώ αντίθετα απορρίπτουν κατηγορηματικά οποιοδήποτε ενδεχόμενο συγκυβέρνησης με το Αριστερό Κόμμα του Λαφονταίν το οποίο στις δημοσκοπήσεις φαίνεται να κερδίζει ακόμη και το 14% των ψήφων συγκεντρώνοντας όλη την αριστερή διαμαρτυρία.

Οποιοδήποτε σενάριο ωστόσο κι αν επιλεγεί λύνοντας άμεσα το πρόβλημα σχηματισμού κυβέρνησης, αυτό που θα αιωρείται θα είναι ένα τεράστιο κενό στην πολιτική αντιπροσώπευση αποτέλεσμα της απουσίας πολιτικών αντιπαραθέσεων και της ευκαιριακής σύγκλισης των κορυφών των μεγαλύτερων κομμάτων.

Αρέσει σε %d bloggers: