Εκλογές πλήξης στη Γερμανία (Μετροπόλιταν, 20/9/2009)

Στις πιο βαρετές εκλογές οδηγείται η Γερμανία την επόμενη Κυριακή, 27 Αυγούστου, με τους εκλογείς να έχουν γυρίσει την πλάτη τους σε όλα σχεδόν τα πολιτικά κόμματα. Τα αποτελέσματα πρόσφατης δημοσκόπησης που δημοσίευσε η International Herald Tribune ήταν αποκαλυπτικά και με μια δεύτερη ματιά βαθιά ανησυχητικά, καθώς το συντριπτικά υψηλό ποσοστό του 84% των γερμανών εκλογέων χαρακτήρισε την εκλογική διαδικασία ως βαρετή κι απ’ αυτούς το 38% παντελώς αδιάφορη!

Η αποστροφή των Γερμανών προς την κορυφαία κατά τ’ άλλα πολιτική διαδικασία εκφράζεται επίσης και με τα χαμηλά ποσοστά που συγκεντρώνουν τα ισχυρότερα και παραδοσιακότερα πολιτικά κόμματα. Για παράδειγμα το δεξιό κόμμα της καγκελάριου Άγκελα Μέρκελ, η Χριστιανοδημοκρατική Ένωση (CDU), παρότι όλοι προεξοφλούν ότι θα κερδίσει με άνεση τις εκλογές της επόμενης Κυριακής, κάτι που διαφαίνεται κι από τα αποτελέσματα των μέχρι σήμερα δημοσκοπήσεων με βάση τα οποία αναμένεται να κερδίσει το 35% των ψήφων, ήταν ο μεγάλος χαμένος των εκλογών που διενεργήθηκαν στις 30 Αυγούστου σε τρία κρατίδια. Δέκα ολόκληρες μονάδες έχασε σε δύο απ’ αυτά, τη Θουριγγία και τη Σάαρλαντ, βεβαιώνοντας έτσι πόσο εύθραυστη θα είναι η νίκη της την επόμενη Κυριακή, όταν οι Γερμανοί θα το επιλέξουν προφανώς ως το μικρότερο κακό. Εξ ίσου άσχημα τα πήγε και το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD). Το χειρότερο μάλιστα για τους σοσιαλδημοκράτες είναι ότι στις εκλογές της επόμενης Κυριακής αναμένεται να καταγράψουν ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά της ιστορίας τους. Ειδικότερα οι προβλέψεις, και δη αυτή που διενήργησε το περιοδικό Stern κι ο τηλεοπτικός σταθμός RTL, δίνουν στο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα 21%. Η βαθιά κρίση την οποία διέρχεται το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα γίνεται εμφανής κι από την υποχώρηση που καταγράφει στα κρατίδια. Το 1998 για παράδειγμα, όταν εκλέχτηκε πρώτη φορά ο Γκέρχαρντ Σρέντερ κι οι ελπίδες για μια οριστική υπέρβαση του σκληρού νεοσυντηρητικού χειμώνα της εποχής Κολ μεσουρανούσαν, το SPD ήλεγχε τα 11 από τα 16 κρατίδια. Σήμερα έχει κυβερνήσεις μόνο σε 5, στα 2 εκ των οποίων συγκυβερνά με τη Δεξιά, όπως ακριβώς κάνει και σε ομοσπονδιακό επίπεδο.

Αυτή ακριβώς η συγκυβέρνηση, που βεβαιώνει με τον πιο ανάγλυφο τρόπο τη δεξιά στροφή του SPD, αποτελεί την βαθύτερη αιτία της αποστροφής των Γερμανών και κατ’ επέκταση των τριγμών που δέχεται το πολιτικό σύστημα της Γερμανίας. Άμεσο αποτέλεσμα της ανοιχτής συναίνεσης των δύο μεγαλύτερων κομμάτων, είναι τα πιο ουσιώδη πολιτικά ζητήματα να βρίσκονται εκτός ημερήσιας διάταξης. Χριστιανοδημοκράτες και σοσιαλδημοκράτες, μόνο και μόνο για να μην υπονομεύσουν τα θεμέλια της πολιτικής τους συμφωνίας δε λένε λέξη για το Αφγανιστάν, για την οικονομική κρίση και τις εντεινόμενες κοινωνικές αντιθέσεις. Αυτά ακριβώς όμως είναι τα σημαντικότερα διακυβεύματα της τρέχουσας συγκυρίας στην οικονομική ατμομηχανή της Ευρώπης και τέταρτη μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη.

Το θέμα του Αφγανιστάν, υπό τη μορφή της τύχης που θα έχει η αποστολή των 4.200 γερμανών στρατιωτών τέθηκε με πρωτοφανή έμφαση την Παρασκευή 4 Σεπτέμβρη, όταν γερμανός αξιωματικός διέταξε σφαγή αμάχων! Τουλάχιστον 125 άμαχοι σκοτώθηκαν με εντολή γερμανού διοικητή, σύμφωνα με την αμερικανική Washington Post που μετά χαράς θα είδε να μοιράζονται επιτέλους κι άλλες χώρες του ΝΑΤΟ την πολιτική ευθύνη και την διεθνή κατακραυγή για τις σφαγές των αμάχων. Ο πρωταγωνιστικός πλέον ρόλος της Γερμανίας στο λουτρό αίματος που ποτίζει καθημερινά την άνυδρη γη του Αφγανιστάν οδήγησε σε νέα ύψη τις αντιδράσεις των Γερμανών που, όπως κι οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι,  κατά δύο τρίτα διαφωνούν με την αποστολή στο Αφγανιστάν. Παρότι όμως οι Γερμανοί δεν θέλουν το στρατό τους σε αποστολές στο εξωτερικό Χριστιανοδημοκράτες και Σοσιαλδημοκράτες αρνούνται να συζητήσουν οποιοδήποτε ενδεχόμενο αποχώρησης. Σε ομιλία της στη γερμανική Βουλή η καγκελάριος, Άγκελα Μέρκελ, που συνέχισε να περιγράφει ως «επιχείρηση σταθεροποίησης» την εισβολή και κατοχή του Αφγανιστάν αποφεύγοντας ακόμη και να πει τη λέξη πόλεμος, παρέπεμψε σε εξεταστική επιτροπή όσους χαρακτήρισαν εγκληματική την απόφαση βομβαρδισμού. Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε κι ο ηγέτης των σοσιαλδημοκρατών, Φρανκ Βάλτερ Στάινμαγιερ, υπουργός Εξωτερικών της κυβέρνησης συνεργασίας κι αναπληρωτής καγκελάριος, ο οποίος χαρακτήρισε ως «ανευθυνότητα» οποιαδήποτε πρόταση αποχώρησης του γερμανικού στρατού. Το αστείο ωστόσο είναι ότι αυτό το ενδεχόμενο έχει αρχίσει πλέον να ακούγεται όλο και πιο έντονα ακόμη κι από επίσημα αμερικανικά χείλη που βλέπουν ότι εννιά σχεδόν χρόνια μετά την εισβολή δεν έχουν να επιδείξουν την παραμικρή επιτυχία… Κανείς βέβαια δεν ξεχνάει πως επί της συμμαχικής κυβέρνησης Σοσιαλδημοκρατών και Πράσινων, επί καγκελαρίας Σρέντερ και με προορισμό τα Βαλκάνια, πέρασε ο γερμανικός στρατός για πρώτη φορά τα σύνορα της χώρας του μετά το θάνατο του Χίτλερ. Οι σοσιαλδημοκράτες επομένως παρότι θα έπρεπε να είναι οι πιο διαπρύσιοι φιλειρηνιστές, εμφανίζονται ως  τα γεράκια της Μπούντεσβερ.

Η αρνητική κληρονομιά του Σρέντερ ακολουθεί το SPD και σ’ ότι αφορά το κοινωνικό ζήτημα. Η εφαρμογή δε της Ατζέντας 2010 όπως είχε ονομάσει ο Σρέντερ ένα σαρωτικό πρόγραμμα αντεργατικών μεταρρυθμίσεων με το οποίο πέρασε στην ιστορία το αξιοζήλευτο κράτος πρόνοιας της Γερμανίας, συνέπεσε χρονικά με τον εκλογικό καταποντισμό του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, από τον οποίο ακόμη δεν έχει συνέλθει.

Κατ’ επέκταση, οι προεκλογικές εξαγγελίες του ηγέτη των σοσιαλδημοκρατών για δημιουργία 4 εκατ. θέσεων εργασίας και την επίτευξη πλήρους απασχόλησης μέχρι το 2020, ήταν εντελώς αναμενόμενο να μη συγκινήσουν κανέναν. Πολύ περισσότερο όταν τα πιο κρίσιμα και στρατηγικής σημασίας ζητήματα που ανέδειξε η κρίση μένουν εκτός συζήτησης, όπως είναι για παράδειγμα το μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης. Η Γερμανία βίωσε με το πιο δραματικό τρόπο την διεθνή οικονομική κρίση, βλέποντας το ΑΕΠ της να μειώνεται κατά 7 ποσοστιαίες μονάδες στη διάρκεια τεσσάρων τριμήνων, λόγω του ότι οι εξαγωγές της (που λόγω της συρρίκνωσης της διεθνούς ζήτησης μειώθηκαν κατά 17%) συνεισφέρουν στο 47% του ΑΕΠ. Στην πράξη αυτό που κατέρρευσε στη Γερμανία ήταν ένα μοντέλο ανάπτυξης που από τη μια πλευρά έχει τις εξαγωγές κι από την άλλη τη λιτότητα. Αντί λοιπόν οι σοσιαλδημοκράτες να δώσουν το εναρκτήριο λάκτισμα για τον αναπροσανατολισμό της οικονομικής πολιτικής με στόχο στη στήριξη του εισοδήματος, αφήνουν στο απυρόβλητο το νοσηρό αυτό μοντέλο, εξαντλώντας την ευαισθησία τους σε επιμέρους διορθωτικές παρεμβάσεις και την άμβλυνση των πιο ακραίων αρνητικών συνεπειών του. Αποτέλεσμα αυτής της οικονομικής πολιτικής είναι κι η όξυνση των κάθε λογής αντιθέσεων: κοινωνικών, οικονομικών και περιφερειακών. Στο απώτερο άκρο τους βρίσκεται το αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ των κατοίκων της πάλαι ποτέ Ανατολικής και Δυτικής Γερμανίας (των Ossis και Wessis) με αποτέλεσμα το 10% των πρώτων να δηλώνει ότι πέρναγε καλύτερα στη Γερμανία του Χόνεκερ δίνοντας νέα ώθηση στην λεγόμενη …Οσταλγία! Κι αυτό μάλιστα ακριβώς στην επέτειο της εικοσαετίας από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου.

Ως αποτέλεσμα όλων των παραπάνω μοναδικό διακύβευμα των εκλογών της επόμενης Κυριακής στη Γερμανία είναι η σύνθεση του συνασπισμού που θα κυβερνήσει, με το δίλημμα που κυριαρχεί να συνοψίζεται στο …Τζαμάικα ή φανάρι. Συγκεκριμένα, στόχος της Μέρκελ είναι να ξεφορτωθεί τους Σοσιαλδημοκράτες, που δεν έχουν φυσικά καμιά αναστολή να συγκυβερνήσουν με τη Δεξιά για μια ακόμη τετραετία, και στη θέση τους να συμμαχήσει με το φιλοεπιχειρηματικό, νεοφιλελεύθερο κόμμα των Ελεύθερων Δημοκρατών (FDP) που φαίνεται να κερδίζει το 14%. Το πρόβλημα για τη γερμανική Δεξιά είναι πως μάλλον αποκλείεται να μπορέσουν αυτά τα δύο κόμματα να συγκεντρώσουν την απόλυτη πλειοψηφία. Υπό το πρίσμα αυτής της αδυναμίας μπαίνουν στο τραπέζι δύο άλλες επιλογές. Η πρώτη είναι να εμπλουτιστεί αυτή η συμμαχία και με τους Πράσινους. Ένας συνδυασμός που με βάση τα χαρακτηριστικά χρώματα των τριών αυτών κομμάτων (μαύρο, κίτρινο και πράσινο) παραπέμπει στη σημαίας της Τζαμάικας. Για τους ηγέτες των Πρασίνων ωστόσο, «η Τζαμάικα παραμένει στην Καραϊβική» κι όχι στα πολιτικά τους σχέδια. Το δεύτερο σενάριο περιλαμβάνει τους νεοφιλελεύθερους του FDP και τους Πράσινους αλλά στη θέση των Χριστιανοδημοκρατών μπαίνουν οι Σοσιαλδημοκράτες. Συνδυασμός που παραπέμπει στα χρώματα του φωτεινού σηματοδότη και για τους ηγέτες των FDP κινείται στη σφαίρα της φαντασίας καθώς απορρίπτουν οποιαδήποτε συμμαχία με τους Σοσιαλδημοκράτες. Οι ίδιοι οι Σοσιαλδημοκράτες δεν έχουν κανένα πρόβλημα να κυβερνήσουν με τους λάτρεις του πιο ακραίου νεοφιλελευθερισμού, ενώ αντίθετα απορρίπτουν κατηγορηματικά οποιοδήποτε ενδεχόμενο συγκυβέρνησης με το Αριστερό Κόμμα του Λαφονταίν το οποίο στις δημοσκοπήσεις φαίνεται να κερδίζει ακόμη και το 14% των ψήφων συγκεντρώνοντας όλη την αριστερή διαμαρτυρία.

Οποιοδήποτε σενάριο ωστόσο κι αν επιλεγεί λύνοντας άμεσα το πρόβλημα σχηματισμού κυβέρνησης, αυτό που θα αιωρείται θα είναι ένα τεράστιο κενό στην πολιτική αντιπροσώπευση αποτέλεσμα της απουσίας πολιτικών αντιπαραθέσεων και της ευκαιριακής σύγκλισης των κορυφών των μεγαλύτερων κομμάτων.

Αρέσει σε %d bloggers: