Εθνικιστικό «ντόμινο» (Επίκαιρα, 29/7 – 4/8/2010)

Ανοίγει τον ασκό του Αιόλου η απόφαση για το Κόσοβο 

Λάδι στη φωτιά των εθνικιστικών διενέξεων και της αμφισβήτησης της εδαφικής ακεραιότητας πλήθους κρατών θα ρίξει η απαράδεκτη απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, με βάση την οποία νομιμοποιήθηκε η απόσχιση του Κοσόβου από τη Σερβία. Για να ακριβολογούμε, η απόφαση του Δικαστηρίου της Χάγης, που ελήφθη κατά πλειοψηφία (με 10 ψήφους υπέρ έναντι 4 κατά), αναφέρει πως «δεν υφίσταται απαγόρευση κηρύξεων ανεξαρτησίας», επομένως το Κόσοβο «δεν παραβίασε τον γενικό διεθνή νόμο». Αυτές οι λεπτές αποχρώσεις αφορούν τους νομικούς κι όσους δεν θέλουν να δουν την ουσία. Γιατί, η ουσία βρίσκεται στο γεγονός ότι ένα διεθνές δικαστήριο που υποτίθεται πως είναι ταγμένο στη διαφύλαξη της διεθνούς νομιμότητας και στο οποίο η Σερβία προσέφυγε μέσω της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ έδωσε την έγκρισή του για την βίαιη απόσπαση εδαφών από μια κυρίαρχη χώρα. Καμία επίσης σημασία δεν έχει το γεγονός ότι η απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου «δεν είναι δεσμευτική», δεν μειώνεται το ειδικό βάρος και η σημασία της απόφασης δηλαδή με αυτό τον όρο, από τη στιγμή που μιλάμε για γεγονότα που έχουν κατοχυρωθεί στην πράξη με την δύναμη των όπλων, παρά κι ενάντια στη θέληση του κατ’ εξοχήν ενδιαφερόμενου που είναι η Σερβία. Το Διεθνές Δικαστήριο προσδίνει τώρα και νομική θωράκιση στη δύναμη των όπλων.

Το άμεσο αποτέλεσμα της γνωμοδότησης, που έγινε δεκτή με ενθουσιασμό από την Πρίστινα όπου εκατοντάδες Κοσοβάροι ξεχύθηκαν στους δρόμους με σημαίες των ΗΠΑ, της Αγγλίας και του κρατιδίου τους ζητωκραυγάζοντας ρυθμικά «ΗΠΑ, ΗΠΑ, ΗΠΑ», θα είναι να ενταθεί η επιθετικότητα της πολιτικής του ηγεσίας. Θεωρείται  έτσι βέβαιο ότι θα ξεκινήσει ένας νέος γύρος πιέσεων ώστε κι άλλα κράτη να το αναγνωρίσουν πέραν των 69 που το έχουν ήδη κάνει, 22 εκ των οποίων προέρχονται από την ΕΕ. Ήδη σε αυτή την κατεύθυνση κάλεσε ευθέως η αμερικανίδα υπουργός Εξωτερικών, δείχνοντας έτσι και ποιός ήταν ο «ηθικός αυτουργός» της ιστορικής γνωμοδότησης. Στόχος της πολιτικής ηγεσίας της Πρίστινας θα είναι ο αριθμός των κρατών που αναγνωρίζουν το Κόσοβο να φτάσει τα 100 έτσι ώστε μετά να ζητηθεί κι η αναγνώρισή του από τον ΟΗΕ. Τι κι αν, χώρια όλων των άλλων, είναι ένα κράτος βουτηγμένο στην παρανομία, το ξέπλυμα βρόμικου χρήματος, το λαθρεμπόριο και την παράνομη διακίνηση όπλων, ναρκωτικών και ανθρώπων; Πρόκειται για ουσιώδη γνωρίσματα που μένουν ωστόσο εκτός εξέτασης, παρότι στο όνομα της υπεράσπισης ανάλογων αξιών, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, νομιμοποιήθηκε η επέμβαση του ΝΑΤΟ στη Γιουγκοσλαβία. Δύο μέτρα και δύο σταθμά…

Οι μετασεισμοί από την απόφαση της Χάγης έφθασαν πριν απ’ οπουδήποτε αλλού στη γειτονική Βοσνία – Ερζεγοβίνη, όπου οι Σέρβοι εδώ και χρόνια ζητούν την ανεξαρτητοποίησή τους από το κράτος – οπερέτα όπου ζουν και την ενσωμάτωσή τους στη Σερβία. Ο πρωθυπουργός τους, Μίλοραντ Ντόντικ, με δήλωσή του προανήγγειλε ότι «δεν αποκλείεται να παλέψει για ένα καθεστώς που δεν θα παραβιάζει το διεθνή νόμο», ζητώντας με έμμεσο τρόπο να εφαρμοστεί και στο κράτος του Ντέιτον η απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου! Η αντίδραση του αμερικάνου πρέσβη ήταν ακαριαία: «Οποιαδήποτε διαίρεση της χώρας είναι ντε φάκτο και ντε γιούρε απαράδεκτη. Η μόνη αποδεικτή οδός είναι η δημιουργία ενός πιο λειτουργικού κράτους ικανού να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της ΕΕ και του ΝΑΤΟ»! Με αυτή τους τη στάση οι Αμερικάνοι κι οι Ευρωπαίοι φυσικά, δείχνουν πόσο επιλεκτική χρήση κάνουν στο διεθνές δίκαιο, εισάγοντας ξανά δύο μέτρα και δύο σταθμά. Με τη δύναμη των όπλων διάσπαση κρατών που δεν συμμορφώνονται στη νέα τάξη πραγμάτων και δημιουργία νέων κρατών πλήρως προσαρμόσιμων από τη μια, κι από την άλλη συγκόλληση με το ζόρι σε κράτη σφραγίδες με ημερομηνία λήξης των πιο διαφορετικών μειονοτήτων, παρά κι ενάντια στη θέλησή τους, τις ιστορικές, γλωσσικές και πολιτιστικές παραδόσεις τους. Η βιασύνη των Αμερικανών να τερματίσουν κάθε σχετική συζήτηση δεν πρόκειται φυσικά να εκτονώσει την αυξανόμενη επιθυμία των Σέρβων της Βοσνίας να κηρύξουν την ανεξαρτησία τους. Βούληση που θα γνωρίσει νέα δυναμική μετά την απόφαση του Δικαστηρίου κι εν όψει των εκλογών που θα γίνουν στη Βοσνία στις 3 Οκτώβρη.

Φυσικά ανατροπές δεν αναμένονται, από τη στιγμή που το Βελιγράδι δεν είναι διατεθειμένο να ενθαρρύνει μια ανάλογη πρωτοβουλία ανεξαρτητοποίησης των Σερβοβόσνιων, την οποία μόνη της η Μπάνια Λούκα αδυνατεί να υποστηρίξει από κάθε άποψη: πολιτική, οικονομική, κ.ο.κ. Ο σέρβος υπουργός Εξωτερικών, Βουκ Γιέρεμιτς, εμφανίστηκε να αποδοκιμάζει την απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου, δηλώνοντας ότι «ποτέ δεν θα αναγνωρίσουμε την μονομερή κήρυξη ανεξαρτησίας του Κοσόβου». Στην πράξη ωστόσο η απόφαση της Χάγης λύνει τα χέρια στη Σερβία καθώς εμφανίζεται να έχει αξιοποιήσει όλα τα διαθέσιμα μέσα για να ανατρέψει την απόσχιση του Κοσόβου. Μπορεί έτσι από δω και πέρα να συνεχίσει να συναγελάζεται με αυτούς που βομβάρδισαν τη χώρα και επέβαλαν τον ταπεινωτικό και παραδειγματικό διαμελισμό της, εμφανίζοντας ισχυρό αντίλογο σε όσους χαρακτηρίζουν προδοσία την προσπάθεια ένταξης στους περίφημους «ευρω-ατλαντικούς» θεσμούς που αποδεικνύονται συνώνυμο της αποσταθεροποίησης.

Η νομιμοποίηση της απόσχισης του Κοσόβου θα έχει δραματικές επιπτώσεις και εκτός των πολυτάραχων Βαλκανίων. Στην ίδια την Ευρώπη μια σειρά από χώρες ήδη κλυδωνίζονται από εθνικιστικές αντιπαραθέσεις, που αμφισβητούν τη αναγκαιότητα και τη δυνατότητα ύπαρξης των εθνικών κρατών με την μορφή και τη σύνθεση που τα γνωρίζουμε. Η Ισπανία, το Βέλγιο, η Ιταλία και η Αγγλία είναι οι πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις.

Πολύ πιο απειλητικά προβάλουν ωστόσο τα εθνικιστικά, αποσχιστικά κινήματα εκτός Ευρώπης. Ειδικότερα στη Ρωσία και την Κίνα, εξηγώντας έτσι και την αρνητική στάση που κράτησε η Μόσχα και το Πεκίνο απέναντι στην απόφαση νομιμοποίησης του Κοσόβου. Συγκεκριμένα η Κίνα έχει να αντιμετωπίσει τόσο τους Θιβετιανούς που μέσω του Δαλάι Λάμα ζητούν την απόσχιση τους από την αχανή Κίνα, όσο και τους Ουιγούρους που ζητούν την ανεξαρτητοποίηση της επαρχίας Ξινγιάνγκ στα βορειοδυτικά της χώρας. Η Ρωσία από την άλλη, παρότι η ίδια ώθησε την Αμπχαζία και τη Ν. Οσετία να κηρύξουν την ανεξαρτησία τους τιμωρώντας τη Γεωργία, νιώθει διαρκώς στα πλευρά της τον πόνο από το αγκάθι του Καυκάσου (Ινγκουσετία, Νταγκεστάν και Τσετσενία) όπου ισλαμιστές μαχητές επιδιώκουν την ανεξαρτητοποίησή των δημοκρατιών τους.

Δραματικά ωστόσο ενδέχεται να αποδειχθούν τα επακόλουθα της απόφασης της Χάγης στην ίδια τη γειτονιά μας κι ειδικότερα στην Κύπρο. Τι θα εμποδίσει για παράδειγμα την Άγκυρα και την πολιτική ηγεσία των κατεχομένων σε λίγους μήνες – μετά από μια πιθανή άδοξη λήξη των υπό εξέλιξη διμερών διαπραγματεύσεων – να ζητήσει την εφαρμογή του πρόσφατου δεδικασμένου και στα κατεχόμενα κυπριακά εδάφη; Και με αυτή την απόφαση για σημαία της να ξεκινήσει ένα νέο γύρο διεθνών επαφών και πιέσεων με στόχο τη διεθνή αναγνώριση του ψευδοκράτους, που θα σημάνει την οριστική του διχοτόμηση και τη νομιμοποίηση στην πράξη της τουρκικής εισβολής και κατοχής;

Η γνωμοδότηση του Διεθνούς Δικαστηρίου επιβεβαιώνει τον πέρα για πέρα μεροληπτικό κι εν τέλει πολιτικό χαρακτήρα των αποφάσεών του. Το γεγονός δηλαδή ότι δεν αποτελεί έναν «αδέκαστο κριτή» όπως το φαντάζονται και το περιγράφουν όσοι επιδιώκουν να λυθεί στο πλαίσιό του το σύνολο των ελληνοτουρκικών διαφορών, οι τούρκικες δηλαδή επεκτατικές βλέψεις και αμφισβητήσεις των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας. Αντίθετα, αυτό που έδειξε η απόφαση για το Κόσοβο είναι ότι υποτάσσεται πλήρως στις επιθυμίες και τις πολιτικές προτεραιότητες της Ουάσινγκτον. Γιατί στην περίπτωση της Ελλάδας να πράξει διαφορετικά;

Σε καμπή το Αφγανιστάν (Διπλωματία, Απρίλιος 2009)

ΝΕΑ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΤΑΛΙΜΠΑΝ

ΑΝΑΠΡΟΣΑΡΜΟΓΕΣ ΦΕΡΝΕΙ Η ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΑ ΗΤΤΑ 

Έτος σταθμός θα είναι το 2009 για τις κατοχικές δυνάμεις στο Αφγανιστάν καθώς αυτή τη στιγμή, οκτώ χρόνια μετά την εισβολή, τα αποτελέσματα κρίνονται απογοητευτικά. Η επέκταση δε του πολέμου στο Πακιστάν το μόνο που έχει καταφέρει είναι να εξάγει την αστάθεια οδηγώντας και τη γειτονική χώρα στο χείλος της αβύσσου.

Απότομη προσγείωση στην πραγματικότητα ή αποδοχή ήττας, αποτέλεσε η μονολεκτική αρνητική απάντηση που έδωσε ο νέος αμερικανός πρόεδρος, Μπαράκ Ομπάμα, στους συντάκτες των New York Times, όταν τον ρώτησαν κατά πόσο οι ΗΠΑ κερδίζουν αυτή τη στιγμή τον πόλεμο στο Αφγανιστάν. Το νέο ωστόσο που κόμιζε η απάντησή του δεν ήταν μια πραγματικότητα που έχει γίνει αντιληπτή εδώ και καιρό ακόμη και στους μη ειδήμονες. Αλλά η απόφαση των ΗΠΑ να έρθουν αντιμέτωπες με αυτή την πραγματικότητα και να προσπαθήσουν φυσικά να την ανατρέψουν – καθήκον που έχει τεράστια πολιτική σημασία ακόμη και για το πολιτικό μέλλον του νέου αμερικανού προέδρου, από τη στιγμή που αναγόρευσε τον πόλεμο στο Αφγανιστάν σε «δικό του πόλεμο» και στο κατ’ εξοχήν μέτωπο κατά της τρομοκρατίας. Υπό αυτό το πρίσμα το 2009 ενδέχεται να αποβεί έτος σταθμός για το Αφγανιστάν και τα σχέδια των κατοχικών δυνάμεων.

Αξίζει αρχικά να δούμε πως βεβαιώνεται μέχρι στιγμής η ήττα των ΗΠΑ. «Οι Ταλιμπάν ήδη ελέγχουν το νότο, τα ανατολικά και τα δυτικά της χώρας, αλλά τώρα έχουν αποκτήσει βάση για μια ακόμη φορά στο κεντρικό Αφγανιστάν και τις επαρχίες Βαρντάκ, Λογκάρ και Πακτία, νότια και δυτικά της Καμπούλ, όχι μακριά από την Καμπούλ», περιέγραφε ο ανταποκριτής του γερμανικού περιοδικού Spiegel στα μέσα του Μαρτίου από το Αφγανιστάν. Με βάση στοιχεία της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες από τις 34 επαρχίες του Αφγανιστάν, οι 26 κρίνονται επισήμως μη ασφαλείς. Χαρακτηριστικά επίσης είναι και τα στοιχεία από την αύξηση των βομβιστικών επιθέσεων. Από 1.931 επεισόδια που καταγράφηκαν το 2006, το 2007 έφθασαν τα 2.615 και το 2008 τα 3.295.

Σε αυτό το πλαίσιο η αναθεώρηση της αμερικανικής τακτικής κρίθηκε επιβεβλημένη. Συνίσταται δε στα ακόλουθα έξι μέτρα:

Πρώτον, αναθεώρηση των φιλόδοξων και θολών (μη μετρήσιμων) στόχων που είχαν τεθεί από τον Τζορτζ Μπους οι οποίοι επέτρεπαν μεν να παρατείνεται στο διηνεκές η παραμονή του αμερικανικού στρατού στο Αφγανιστάν, καθιστούσαν όμως κι ανέφικτη τη δυνατότητα εξόδου καθώς την έκαναν να ισοδυναμεί με ταπείνωση. Στη θέση λοιπόν των στόχων του Μπους για ένα «ελεύθερο και ειρηνικό Αφγανιστάν» όπου «οι μεταρρυθμίσεις κι η δημοκρατία» θα λειτουργούν ως «εναλλακτικές δυνατότητες στον φανατισμό, την μνησικακία και τον τρόμο» (όπως μας τους θύμισε η Wall Street Journal στις 31 Μαρτίου 2009), ο Ομπάμα έθεσε «έναν σαφή και επικεντρωμένο στόχο: να εξαλείψει, να καταστρέψει και να νικήσει την Αλ Κάιντα στο Πακιστάν και το Αφγανιστάν και να τις αποτρέψει από το να επιστρέψουν σε οποιαδήποτε από τις δύο χώρες στο μέλλον».

Ο δεύτερος στόχος περιλαμβάνει την σημαντική αύξηση του αριθμού των αμερικανών στρατιωτών. Επιχειρώντας να επαναλάβουν το παράδειγμα του Ιράκ όπου στην ήττα της αντίστασης συνέβαλε καθοριστικά η αύξηση του αριθμού των αμερικανών στρατιωτών, μέσα στους επόμενους μήνες αναμένεται να προστεθούν στους 35.000 Αμερικανούς (από τους 52.000 στρατιώτες που υπηρετούν στο πλαίσιο της ΝΑΤΟϊκής αποστολής) 17.000 επιπλέον. Στέλνοντάς τους μάλιστα στα νότια και ανατολικά όπου κυριαρχούν οι Ταλιμπάν, αναμένεται απότομη αύξηση των απωλειών που το 2008 έφθασαν τους 155 και τους πρώτους δύο μήνες του τρέχοντος έτους τους 30 στρατιώτες.

Τρίτον, χωρίς να αμφισβητείται η προτεραιότητα και η πρωτοκαθεδρία της στρατιωτικής επιτυχίας, η αμερικανική πολιτική στο Αφγανιστάν εμπλουτίζεται με επιπλέον μέσα αστυνομικής και οικονομικής φύσης. Στο πλαίσιο μιας «συνολικής στρατηγικής» (comprehensive strategy) η οποία επίσημα υιοθετήθηκε στη διεθνή διάσκεψη που έγινε για το Αφγανιστάν στη Χάγη την τελευταία μέρα του Μαρτίου με τη συμμετοχή 73 χωρών, ανεπίσημα όμως είχε εξαγγελθεί εβδομάδες πριν, αναμένεται η αποστολή στο Αφγανιστάν 4.000 Αμερικανών που θα αναλάβουν την εκπαίδευση των αφγανών αστυνομικών. Στο ίδιο πλαίσιο κι όπως είχε αποκαλύψει η Washington Post ο Λευκός Οίκος θα αυξήσει τις χρηματοδοτήσεις προς την κεντροασιατική χώρα κατά 60%. 

Η ένταξη στο αμερικανικό οπλοστάσιο κι άλλων μέσων, πέραν των αμιγώς στρατιωτικών, που διασκεδάζουν τις εντυπώσεις για το βάρβαρο καθεστώς κατοχής, αποτέλεσε κίνηση ανάγκης για την Ουάσινγκτον από τη στιγμή που τα υπόλοιπα 25 μέλη του ΝΑΤΟ αρνήθηκαν – πλην εξαιρέσεων – να στείλουν επιπλέον στρατό, όπως μετ’ επιτάσεως ζητούσαν οι Αμερικάνοι. Καθόλου τυχαία έτσι δεν ήταν η θετική ανταπόκριση που βρήκε στην από δω μεριά του Ατλαντικού η νέα αμερικανική στρατηγική, όπως φάνηκε από τη δήλωση του γερμανού υπουργού Εξωτερικών, Φρανκ Βάλτερ Στάιμαγιερ, ο οποίος τόνισε ότι βρίσκεται «πολύ εγγύτερα προς την ευρωπαϊκή αντίληψη για την παρουσία μας στο Αφγανιστάν».

Το τέταρτο στοιχείο της νέας αμερικανικής στρατηγικής περιλαμβάνει την ανάμειξη κι άλλων χωρών της περιοχής στον πόλεμο εναντίον των Ταλιμπάν, όπως είναι η Ρωσία και πολύ περισσότερο το Ιράν. Το Αφγανιστάν έτσι ενδέχεται να αποτελέσει πειραματικό σωλήνα για την βελτίωση της σχέσης των ΗΠΑ με αυτές τις χώρες. Ο στόχος παρόλα αυτά της συνεργασίας για να αντιμετωπιστούν οι Ταλιμπάν δεν αποτελεί διπλωματική επινόηση. Αντίθετα με τις χονδροειδείς αναλύσεις που κυκλοφορούσαν την προηγούμενη οκταετία όταν Ταλιμπάν και Ιράν εμφανίζονταν να αποτελούν σχεδόν αρραγές μέτωπο έχοντας κοινό σημείο αναφοράς τον αντιαμερικανισμό, η πραγματικότητα είναι πως το καθεστώς του Ιράν και η κυβέρνηση του Μαχμούντ Αχμαντινετζάντ εχθρεύονται το ίδιο βαθιά με τις ΗΠΑ τους Ταλιμπάν. Προς επίρρωση η περιορισμένης έκτασης συνεργασία που αναπτύχθηκε μεταξύ Ουάσινγκτον και Τεχεράνης τους πρώτους μήνες της επέμβασης στο Αφγανιστάν. Η συμπερίληψη στη συνέχεια του Ιράν στον αλήστου μνήμης Άξονα του Κακού κατέστρεψε μονομιάς κάθε επίπεδο συνεργασίας μεταξύ των δύο χωρών, ακόμη και για την αντιμετώπιση των Ταλιμπάν. Η έχθρα του Ιράν απέναντι τους έχει στη βάση της τόσο δογματικούς λόγους, όσο και πιο …πεζές αιτίες όπως είναι τα τελευταία χρόνια η πλημμυρίδα ναρκωτικών που διοχετεύουν στο Ιράν φύλαρχοι και Ταλιμπάν από το Αφγανιστάν, εκμεταλλευόμενοι την αχανή συνοριακή γραμμή μήκους 600 μιλίων αλλά κυρίως την ανομία που κυριαρχεί, με αποτέλεσμα ο εθισμός της ιρανικής νεολαίας να έχει εξελιχθεί σε πέμπτη φάλαγγα, σε μια ανεξέλεγκτη μάστιγα που υπονομεύει τη συνοχή της ιρανικής κοινωνίας. Οι Αμερικανοί από την άλλη προσβλέπουν στην ιρανική συνεργασία ώστε να πάψουν να είναι εγκλωβισμένοι στους πύρινους δρόμους των κακοτράχαλων βουνών του Πακιστάν για την τροφοδοσία του στρατού τους στο Αφγανιστάν. Άμεσα δηλαδή επιδιώκουν να χρησιμοποιήσουν το Ιράν για την τροφοδοσία της αποστολής στο Αφγανιστάν εγκαταλείποντας το πέρασμα του Κάιμπερ Πας στο Πακιστάν το οποίο ούτως ή άλλως μόνο μερικές ώρες την ημέρα καταφέρνουν να κρατούν ανοιχτό!

Οι Αμερικάνοι έκαναν γνωστή την πρόθεση τους να συνεργαστούν με το Ιράν για το Αφγανιστάν και στις 27 Μαρτίου όταν έστειλαν διπλωματικό τους εκπρόσωπο στη Μόσχα να παρακολουθήσει τη συνεδρίαση του Οργανισμού Συνεργασίας της Σαγκάης που στους κόλπους του περιλαμβάνει τη Ρωσία, την Κίνα και άλλα κράτη της Κεντρικής Ασίας και ιδρύθηκε το 2001, την επομένη της επέμβασης στο Αφγανιστάν, από τη Μόσχα και το Πεκίνο για να αντιμετωπιστεί η αμερικανική επέκταση στην Ασία. Τώρα λοιπόν όλοι μαζί συζήτησαν για την αντιμετώπιση του κινδύνου που εκπροσωπούν οι Ταλιμπάν, ενώ στην πρώτη σειρά της ατζέντας βρισκόταν η ανάγκη συνεργασίας Ιράν – ΗΠΑ. «Το Ιράν δέχεται έντονη πίεση από τους εξτρεμιστές και τη μαφία των ναρκωτικών του Αφγανιστάν. Το Ιράν χάνει εκατοντάδες άτομα σε μάχες στα σύνορα με αφγανούς λαθρέμπορους ηρωίνης», τόνιζε στη Wall Street Journal του σαββατοκύριακου 20-22 Μαρτίου ο πρέσβης της Μόσχας στο ΝΑΤΟ, Ντμίτρι Ρογκοζίν.

Διευρύνοντας οι ΗΠΑ τον αριθμό των κρατών με τα οποία συνεργάζονται για να αντιμετωπίσουν τους Ταλιμπάν και την Αλ Κάιντα ευελπιστούν πως θα σφίξει η τανάλια γύρω από το Αφγανιστάν καθιστώντας πιο δύσκολη την οικονομική στήριξη των Ταλιμπάν. Παρά την ευρέως διαδεδομένη αντίληψη πως η καλλιέργεια και το εμπόριο ναρκωτικών είναι η αστείρευτη πηγή που γεμίζει τα ταμεία των Ταλιμπάν, επιτρέποντάς τους να στρατολογούν και να εξοπλίζονται αφειδώς, η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Συγκεκριμένα, μεμονωμένοι άραβες κροίσοι προσφέρουν στους Ταλιμπάν, υπό τη μορφή οικονομικής βοήθειας, πολύ περισσότερα χρήματα απ’ όσα τους αφήνουν οι ακμάζουσες καλλιέργειες οπίου στο Αφγανιστάν που έφθασαν να αποτελούν το 92% της παγκόσμιας παραγωγής! Μάλιστα ο ειδικός απεσταλμένος του Μπαράκ Ομπάμα στην περιοχή, Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ, που προέβη σε αυτήν την αποκάλυψη προς τους πρεσβευτές του ΝΑΤΟ, σύμφωνα με δημοσίευμα των Financial Times στις 26 Μαρτίου, επεσήμανε ότι δεν πρόκειται για κράτη, αλλά επιφανείς οικονομικούς παράγοντες από τον Περσικό Κόλπο.

Η πέμπτη πλευρά της νέας αμερικανικής στρατηγικής περιλαμβάνει την αμφισβήτηση της κεντρικής διοίκησης της Καμπούλ και την παροχή οικονομικών πόρων κατ’ ευθείαν στους διοικητές των επαρχιών. Αμερικάνοι αλλά και Ευρωπαίοι αποφάσισαν να παρακάμψουν τον πρόεδρο, Χαμίντ Καρζαΐ, από τη στιγμή που οι επανειλημμένες καταγγελίες του για σφαγές αθώων αφγανών από τα αμερικανικά βομβαρδιστικά εξόργισαν την Ουάσινγκτον και οδήγησαν τις σχέσεις τους σε κρίση. Το ένα τεταμένο επεισόδιο διαδεχόταν το άλλο με τελευταίο την σύγκρουση για την ημερομηνία των εκλογών καθώς ο Καρζαΐ επικαλούμενος το σύνταγμα ζητούσε τη διεξαγωγή τους πριν το καλοκαίρι – δεδομένου ότι η θητεία του λήγει στις 21 Μαΐου, ενώ οι Αμερικανοί τον Αύγουστο, όταν θα έχουν εγκατασταθεί στην πολύπαθη χώρα οι νέες ενισχύσεις και πολύ πιθανό όταν θα έχουν ολοκληρωθεί οι υπόγειες διεργασίες για την εύρεση του διαδόχου του Καρζαΐ, που τώρα θυμήθηκαν ότι κολυμπάει στη διαφθορά. Ανεξαρτήτως όμως από τις μάχες για την εξουσία, πρέπει να τονίσουμε ότι Αμερικάνοι κι Ευρωπαίοι επιλέγοντας να αποδυναμώσουν την κεντρική εξουσία υπονομεύουν την ενότητα του ίδιου του Αφγανιστάν, που σήμερα είναι περισσότερο από εύθραυστη!

Τέλος, το έκτο στοιχείο της νέας αμερικανικής θεώρησης εξετάζει μαζί με το Αφγανιστάν από κοινού και το Πακιστάν εφαρμόζοντας μια ενιαία στρατηγική. Στο πλαίσιό της μάλιστα πολλές φορές το Πακιστάν αποκτά προτεραιότητα οπότε η γραμμή… PakAfg δεσπόζει επί της AfgPak. Η αλήθεια είναι ότι η ένταση των αμερικανικών επιθέσεων κατήργησε πολύ γρήγορα τα σύνορα μεταξύ των δύο αυτών χωρών που στην πράξη ποτέ δεν υπήρχαν για τους Ταλιμπάν. Από κει και πέρα οι επιδρομές αμερικανικών βομβαρδιστικών στο εσωτερικό του Πακιστάν και η βία με την οποία αντιμετωπίστηκαν οι Ισλαμιστές από τον στρατό του δικτάτορα Περβέζ Μουσάραφ, όπως συνέβη τον Ιούλιο του 2007 με τη σφαγή στο Κόκκινο Τζαμί, οδήγησαν την εισβολή στο γειτονικό Αφγανιστάν να κάνει μετάσταση σε εμφύλιο στο Πακιστάν.

Τα πράγματα ωστόσο για τις Ηνωμένες Πολιτείες δυσκολεύουν για δύο λόγους: Αρχικά γιατί δεν υφίσταται μια αξιόπιστη πολιτική ηγεσία στο Πακιστάν. Αντίθετα ο σύζυγος της δολοφονημένης Μπεναζίρ Μπούτο, πρόεδρος Ασίφ Αλί Ζαρνταρί που ουδέποτε έχαιρε ιδιαίτερου πολιτικού κύρους (όπως μαρτυρεί και το γεγονός ότι είναι γνωστός ως 10% λόγω των προμηθειών που έπαιρνε από τις κρατικές δουλειές) βλέπει ακόμη κι αυτό το κύρος του να εξανεμίζεται. Κερδισμένος είναι ο αιώνιος πολιτικός του αντίπαλος, Ναουάζ Σαρίφ, που έχει διατελέσει δύο φορές κατά το παρελθόν πρωθυπουργός κι ο οποίος μετά την μάχη που έδωσε για να αποκατασταθεί στη θέση του κορυφαίος δικαστικός που είχε διωχθεί από τον Μουσάραφ, βλέπει τις πολιτικές μετοχές του να απογειώνονται. Ο δεύτερος λόγος για τον οποίο το Πακιστάν δεν είναι και τόσο πρόθυμος σύμμαχος των ΗΠΑ στη μάχη εναντίον των φονταμενταλιστών έγκειται στο γεγονός ότι οι Ταλιμπάν αποτελούν το πιο αποτελεσματικό ανάχωμα στην επέκταση της επιρροής της Ινδίας στο Αφγανιστάν. Γι αυτό το λόγο οι προσβάσεις των Ταλιμπάν στην Ισλαμαμπάντ και τις μυστικές της υπηρεσίες αποδεικνύονται τόσο ανθεκτικές ξεπερνώντας κατά πολύ τον κύκλο των Ισλαμιστών…

Αρέσει σε %d bloggers: