Διορισμός Στουρνάρα: Γάγγραινα η ανεξαρτησία των κεντρικών τραπεζών (Πριν, 15 Ιουνίου 2014)

draghiΗ απόφαση της συγκυβέρνησης ΝΔ-ΠΑΣΟΚ να διορίσει στην ηγεσία της κεντρικής τράπεζας τον Στουρνάρα, προφανώς κατ’ εντολή του Βερολίνου, ανέδειξε για μια ακόμη φορά το πρόβλημα της λεγόμενης ανεξαρτησίας ορισμένων θεσμών, τυπικά τεχνοκρατικών, που η σημασία τους όμως έχει αποδειχθεί νευραλγική κι εξόχως πολιτική. Η λεγόμενη ανεξαρτησία από την κυβέρνηση και την πολιτική εξουσία στην πραγματικότητα έχει μετατραπεί σε δούρειο ίππο για την απόσπαση από τον δημόσιο έλεγχο και στη συνέχεια την απ’ ευθείας υπαγωγή τους σε διεθνή κέντρα, κυρίως ευρωπαϊκά, κρίσιμων κέντρων λήψης αποφάσεων.

ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΒΑΤΙΚΙΩΤΗΣ

Όπως έγινε με την ηγεσία της Στατιστικής Αρχής και πιο πρόσφατα με την Γενική Γραμματεία Εσόδων. Η επιλογή του Γεωργίου και του Θεοχάρη αντίστοιχα συνέπεσε με την μετατροπή και των δύο αυτών υπηρεσιών σε τυφλά όργανα της Τρόικας. Η αλλοίωση των στοιχείων για το δημόσιο χρέος και το δημοσιονομικό έλλειμμα του 2009 (με την πολύτιμη βοήθεια της Τράπεζας Ελλάδας) υπό την διοίκηση του Γεωργίου, που μέχρι πριν λίγο εργαζόταν στο ΔΝΤ, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην άφιξη της Τρόικας και την υπαγωγή στο Μνημόνιο. Για την Τρόικα δηλαδή δούλευε η Στατιστική Αρχή, διευκολύνοντας το σχέδιο που είχε προαποφασιστεί για να γίνει η Ελλάδα πειραματόζωο της χρεοκρατίας. Για την Τρόικα δούλευε κι ο Θεοχάρης, όπως φάνηκε από την ανακοίνωση που εξέδωσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκμεταλλευόμενος την θωράκιση που είχε εξασφαλιστεί για την συγκεκριμένη θέση στο πλαίσιο της Οικονομικής διακυβέρνησης. Το αστείο μάλιστα με τον επικεφαλής της Γενικής Γραμματείας Εσόδων ήταν πως μετά από ένα σημείο αποσπάστηκε ακόμη κι από την κυβέρνηση του Σαμαρά που τον διόρισε, υπηρετώντας την δική του ατζέντα.

Καπέλο στην κυβέρνηση ήταν κι η Μαρία Δαμανάκη από την θέση του επιτρόπου, όπου διορίστηκε το 2009 από τον Γιώργο Παπανδρέου. Η παρουσία της στις Βρυξέλλες ωστόσο δεν προκάλεσε συγκρούσεις λόγω του ότι οι ελληνικές κυβερνήσεις όλα αυτά τα χρόνια υποτάσσονταν χωρίς αντιρρήσεις στις υποδείξεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Πιθανός όμως διορισμός της Ντόρας Μπακογιάννη στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή προς αντικατάσταση της Δαμανάκη θα λειτουργήσει σαν βαρίδι σε μια πιθανή κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, επιτυγχάνοντας το ψαλίδισμα των πιο ριζοσπαστικών του θέσεων και την ταχεία προσαρμογή του στις επιταγές της ΕΕ.

Όπως ακριβώς θα συμβεί και με τον Στουρνάρα στην Τράπεζα Ελλάδας που από την εποχή του Σημίτη και της «ισχυρής Ελλάδας» αποτελεί σταθερά στην οικονομική πολιτική, προφανώς με αρνητικό πρόσημο. Ο διορισμός του επομένως στο κεντρικό πιστωτικό ίδρυμα από την κυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου αποτέλεσε πρόκληση όχι μόνο γιατί δεν λάβαινε υπ’ όψη της τους πολιτικούς συσχετισμούς όπως αποτυπώθηκαν στις πρόσφατες εκλογές, που τυπικά έδιναν έναν παραπάνω λόγο στον ΣΥΡΙΖΑ να έχει άποψη για τον διάδοχο του Προβόπουλου, αλλά και για έναν επιπλέον λόγο: Επειδή έγινε εμφανές ότι ο Στουρνάρας, σε περίπτωση εκλογικής νίκης του ΣΥΡΙΖΑ, θα αποτελέσει αντίβαρο στην κυβέρνηση και μηχανισμό βίαιης προσαρμογής του. Υπ’ αυτό το πρίσμα η διαμαρτυρία του Α. Τσίπρα στον πρόεδρο της κεντρικής τράπεζας, Μάριο Ντράγκι, ήταν άνευ ουσίας καθώς ο διορισμός του Στουρνάρα δεν έγινε μόνο με την σύμφωνη γνώμη της Φρανκφούρτης, αλλά και κατ’ εφαρμογήν των προβλέψεων της για την «ανεξαρτησία» των κεντρικών τραπεζών. Επομένως: ή αμφισβητείς τον θεσμό της «ανεξαρτησίας» και κατ’ επέκταση τον διορισμό Στουρνάρα ή …προσαρμόζεσαι. Σε καμιά περίπτωση όμως δεν μπορείς να δηλώνεις πίστη και σεβασμό στον θεσμό της «ανεξαρτησίας», όπως έδειξε η επίσκεψη στον πρώην υπάλληλο της Γκόλντμαν Σακς, και ταυτόχρονα να αμφισβητείς τον διορισμό του Στουρνάρα. Άλλωστε, ο θεσμός της «ανεξαρτησίας», που σημαίνει στεγανοποίηση των θέσεων οικονομικής διαχείρισης από τον πολιτικό έλεγχο και την λαϊκή παρέμβαση, ψαλίδισμα επομένως της δημοκρατίας, έρχεται να διασφαλίσει την θωράκιση και την αδιατάρακτη συνέχεια της συντηρητικής πολιτικής ακριβώς σε τέτοιες περιόδους μετάβασης, που περιέχουν ένα ρίσκο ή απαιτούν μια περίοδο προσαρμογής.

Θωρακισμένο από τη Συνθήκη της Λισαβόνας για όλα μέλη της ΕΕ κι όχι μόνο της ευρωζώνης το δημοκρατικό άβατο στις κεντρικές τράπεζες

          Δεν είναι η πρώτη φορά που η θέση του κεντρικού τραπεζίτη έχει συνοδευτεί από ομηρικές διαμάχες με την εκτελεστική εξουσία. Σε δύο περιπτώσεις, στην Ουγγαρία και την Κύπρο, η κεντρική τράπεζα λειτούργησε σαν ξένο έδαφος αμφισβητώντας τις αποφάσεις της κυβέρνησης με την ανοιχτή ενθάρρυνση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Το κοινό μάλιστα χαρακτηριστικό και των δύο αυτών περιπτώσεων είναι ότι συνέβησαν στα απόνερα σφοδρότατων οικονομικών κρίσεων.

Στο νησί της Αφροδίτης οι σχέσεις πάθους της κυβέρνησης με την κεντρική τράπεζα δεν είναι κάτι συγκυριακό. Από την εποχή ακόμη της προεδρίας του Δημήτρη Χριστόφια, ο κεντρικός τραπεζίτης Θ. Ορφανίδης ήταν κόκκινο πανί για το προεδρικό μέγαρο. Οι σχέσεις τους ξεπέρασαν κάθε όριο τυπικότητας και εξελίχθηκαν σε δημόσιες προσβολές όταν ξέσπασε η κρίση το 2012 με τον κεντρικό τραπεζίτη να καταλογίζει στο ΑΚΕΛ ότι ευθύνεται γιατί την κατάρρευση των τραπεζών επειδή συναίνεσε στο PSIχωρίς να ζητήσει ανταλλάγματα για τις κυπριακές τράπεζες, ενώ από την μεριά του ο Χριστόφιας του καταλόγιζε χαλαρή εποπτεία των τραπεζών, ανεπάρκεια στην εκτέλεση των καθηκόντων του δηλαδή, με αποτέλεσμα να εμφανιστούν τα γνωστά φαινόμενα πιστωτικής υπερεπέκτασης. Εκεί που και οι δύο συμφωνούσαν ήταν όταν η μια πλευρά χρέωνε στην άλλη ευνοϊκή μεταχείριση της Λαϊκής Τράπεζας του Α. Βγενόπουλου… Οι επίμονες προσπάθειες του ΑΚΕΛ να τον ανατρέψει έπεφταν στο κενό γιατί ο Ορφανίδης είχε το συγκριτικό πλεονέκτημα έναντι της κυβέρνησης: ασκώντας της συνέχεια κριτική επειδή δεν έπαιρνε μέτρα λιτότητας η Φρανκφούρτη ποτέ δεν δίστασε να αποφασίσει με ποιανού το μέρος θα ταχθεί. Έτσι οι προσπάθειες του Χριστόφια δεν ευοδόθηκαν. Ο διάδοχός του όμως, Πανίκος Δημητριάδης, πέρασε πολύ χειρότερα καθώς στο τέλος αναγκάστηκε να παραιτηθεί κι έτσι τον Απρίλιο του 2014 ανέλαβε τα ηνία της κεντρικής τράπεζας η πρώην γενική ελέγκτρια της Κυπριακής Δημοκρατίας, Χρυστάλλα Γιωρκάτζη. Για να αναγκάσει όμως ο Ν. Αναστασιάδη τον Π. Δημητριάδη να παραιτηθεί τον παρέπεμψε ακόμη και στον γενικό εισαγγελέα, επικαλούμενος την αλλοίωση επίσημων στοιχείων που ως στόχο είχαν να εμφανίσουν μεγαλύτερες των πραγματικών τις ανάγκες των κυπριακών τραπεζών. Εκτίμηση που σήμαινε μεγαλύτερο δάνειο, βαθύτερη εξάρτηση από τους δανειστές. Ο Π. Δημητριάδης ήταν όργανο της ΕΕ και τις κρίσιμες μέρες της άνοιξης του 2013 ξεπέρασε πολλές φορές σε αντιδραστικότητα ακόμη και τον Ν. Αναστασιάδη. Η εκπαραθύρωση του τελικά ήταν προϊόν συμβιβασμού για να αποτραπεί η καταδίκη του από το ανώτατο δικαστήριο. Έτσι αναγκάστηκε να συναινέσει κι ο Ντράγκι που είχε στείλει επιστολή στον πρόεδρο Ν. Αναστασιάδη και τον πρόεδρο της Βουλής Γ. Ομήρου απειλώντας την Κύπρο με παραπομπή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο σε περίπτωση που θα απόλυαν τον εκλεκτό τους!

Στην Ουγγαρία, το τελευταίο εμπόδιο που είχε να ξεπεράσει ο δεξιός πρωθυπουργός Βίκτορ Όρμπαν, ο οποίος εξελέγη το 2010, για να απαλλαγεί από τον θανάσιμο εναγκαλισμό των πιστωτών που πριν δύο χρόνια την είχαν «διασώσει» προσφέροντας 20 δισ. ευρώ, ήταν η κεντρική τράπεζα της χώρας του. Ο κεντρικός τραπεζίτης Αντράς Σίμορ, λειτουργώντας όλα τα προηγούμενα χρόνια επί πρωθυπουργίας Γκιουρτσάνι και Μπατζνάι σαν το μακρύ χέρι των πιστωτών ήταν τόσο μισητός, συμβολίζοντας την υποτέλεια στους δανειστές, ώστε η απόλυσή του από την κεντρική τράπεζα ήταν προεκλογική εξαγγελία του Όρμπαν. Για να τον ξεφορτωθεί έκανε ό,τι ήταν ανθρωπίνως δυνατό: Του μείωσε τον μισθό κατά 75%, του αφαίρεσε αρμοδιότητες, τοποθέτησε δίπλα του έμπιστούς του, προχώρησε ακόμη και σε συνταγματική αναθεώρηση με απώτερο στόχο να υπαγάγει την κεντρική τράπεζα στον έλεγχο και την πλήρη δικαιοδοσία του ουγγρικού κράτους. Όλα αποδείχθηκαν μάταια κι ο Σίμορ ξεκατσικώθηκε από την καρέκλα του κεντρικού διοικητή μόνον τον Μάριο του 2013, όταν έληξε κι επίσημα η θητεία του. Μέχρι τότε, η κεντρική τράπεζα της Ουγγαρίας έφτασε στο σημείο ακόμη και να εκδώσει ανακοίνωση τον Δεκέμβριο του 2011, με την οποία καταδίκαζε την συνταγματική αναθεώρηση που ψηφίστηκε στη Βουλή με 293 ψήφους υπέρ και 4 κατά. Όλο αυτό διάστημα η στάση της ΕΕ ήταν εμπρηστική. Για να επιβάλει την ακύρωση των συνταγματικών μεταρρυθμίσεων τίναξε στον αέρα ακόμη και συνομιλίες με την κυβέρνηση του Όρμπαν τον Δεκέμβριο του 2011 που συζητούσαν την παροχή μιας χρηματοδοτικής διευκόλυνσης στην Ουγγαρία. (Ο Όρμπαν είχε αποκλείσει να πάρει νέο δάνειο, εγγυήσεις ζητούσε, σε μια προσπάθεια να απεμπλακεί από την επιτήρηση ΕΕ και ΔΝΤ). Η ΕΕ, προκειμένου να διαφυλάξει την λεγόμενη ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας, τη δυνατότητά της δηλαδή να παρεμβαίνει στην οικονομική πολιτική μιας ανεξάρτητης χώρας με τον δικό της άνθρωπο, έφτασε στο σημείο να απειλήσει την Ουγγαρία ακόμη και με αναστολή του δικαιώματος ψήφου σε όλα τα θεσμικά όργανα. Σε ανακοίνωσή της μάλιστα η ΕΚΤ επικαλούταν την παραβίαση από την Βουδαπέστη του άρθρου 130 της Συνθήκης της Λισαβόνας. Χρειάζεται  να τονίσουμε εδώ ότι η Ουγγαρία δεν ανήκει στην ευρωζώνη. Παρόλα αυτά οι δεσμεύσεις της απέναντι στην ΕΚΤ για το «άβατο» της κεντρικής τράπεζας είναι ασφυκτικές και στην συνταγματική συνθήκη της ΕΕ περιγράφονται επακριβώς: «Κατά την εκτέλεση των εξουσιών τους και την πραγματοποίηση των εργασιών και των καθηκόντων που τους έχουν ανατεθεί από τις Συνθήκες και τον ιδρυτικό νόμο του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της ΕΚΤ, ούτε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ούτε κάποια εθνική κεντρική τράπεζα, ούτε οποιοδήποτε μέλος των οργάνων που αποφασίζουν θα αναζητήσουν ή θα λάβουν οδηγίες από θεσμούς της Ένωσης, όργανα, γραφεία ή υπηρεσίες, από οποιαδήποτε κυβέρνηση κράτους μέλους ή απ’ οποιοδήποτε άλλο σώμα. Οι θεσμοί της Ένωσης, όργανα, γραφεία ή υπηρεσίες και οι κυβερνήσεις των κρατών μελών αναλαμβάνουν να σεβαστούν αυτή την αρχή και να μην επιδιώξουν να επηρεάσουν τα μέλη των οργάνων που αποφασίζουν στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ή τις εθνικές κεντρικές τράπεζες κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους».

Όποιος επομένως πιστεύει ότι το πρόβλημα είναι ο Στουρνάρας ή ότι ο Ντράγκι μπορεί να βοηθήσει στον εκδημοκρατισμό των κεντρικών τραπεζών εθελοτυφλεί!

Ανεξέλεγκτη λιτότητα φέρνει η χρεοκοπία (Πριν 7/11/2010)

Αναθεωρούν τη Συνθήκη της Λισσαβόνας

ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΑΠΟΙΚΙΑ Η ΕΕ

Ακόμη και οι Φαϊνάνσιαλ Τάιμς τρόμαξαν αξιολογώντας τα συμπεράσματα της συνόδου κορυφής της ΕΕ το διήμερο 28-29 Οκτωβρίου, όπως φάνηκε από σημείωμα της σύνταξής τους την επομένη, που ξεκίναγε με τα ακόλουθα: «Το αποτέλεσμα της συνόδου της Ευρωπαϊκής Ένωσης αυτή την εβδομάδα ήταν διδακτικό ως μια απόδειξη για το που βρίσκεται η δύναμη στην Ευρώπη. Οι ίδιοι ηγέτες της ΕΕ που είχαν αρνηθεί επί μήνες την αναθεώρηση της συνθήκης της Λισσαβόνας, την Παρασκευή άλλαξαν τακτική και αποδέχτηκαν μια πρόταση για περιορισμένες μεταβολές. Δεν ήταν δύσκολο να ανακαλυφθεί ο λόγος: Ήταν πρόταση της Γερμανίας. Αυτό ήταν το τελευταίο μάθημα για το πώς τα προβλήματα χρέους της ευρωζώνης έχουν οδηγήσει τη Γερμανία να αποκτήσει έναν ηγετικό ρόλο, ακόμη πιο διακεκριμένο σε σχέση με τις μέρες που προηγήθηκαν της κρίσης». Και συμπλήρωνε λίγες αράδες παρακάτω η βρετανική εφημερίδα: «Όπως δείχνει αυτό το παράδειγμα, το μέλλον της Ευρώπης εναπόκειται να διαμορφωθεί σε αυξανόμενο βαθμό από θεσμούς, ανθρώπους και γεγονότα στη Γερμανία»! Η απόλυτη επιτυχία που σημείωσε το Βερολίνο στην προώθηση των πολιτικών του στόχων φάνηκε κι από τα λόγια της γερμανίδας καγκελαρίου στη συνέντευξη Τύπου με το πέρας της συνόδου: «Συνολικά, είμαι απόλυτα ικανοποιημένη», δήλωσε!

Οι αποφάσεις της συνόδου αφορούσαν ένα και μοναδικό θέμα: την αναθεώρηση της Συνθήκης της Λισαβώνας επί το συντηρητικότερο, με απώτερο ζητούμενο την θεσμοθέτηση της «ελεγχόμενης» ή «συντεταγμένης χρεοκοπίας» των υπερχρεωμένων κρατών μελών της ΕΕ. Οι λεπτομέρειες του σχεδίου θα ανακοινωθούν στη σύνοδο κορυφής του Δεκεμβρίου από τον πρόεδρο της ΕΕ, βέλγο Χέρμαν βαν Ρομπέι.

Και μόνο αυτή η απόφαση συνιστά πισωγύρισμα, μια νέα αντιδραστική τομή, δίπλα στις πολλές που έχουν σημειωθεί το 2010 αλλάζοντας ριζικά το ρόλο και το χαρακτήρα της ΕΕ. Συνιστά βήμα προς τα πίσω γιατί όλο το ενδιαφέρον των ευρωπαίων ηγετών επικεντρώθηκε στο πώς θα αναθεωρηθεί μεν η συνθήκη της Λισσαβόνας, χωρίς όμως η αναθεώρηση να εμφανιστεί ως τέτοια. Κι αυτό γιατί η προηγούμενη αναθεώρηση του συνταγματικού χάρτη της ΕΕ διήρκεσε δέκα σχεδόν χρόνια, λόγω της απόρριψης της, σε όσες χώρες ο λαός τους κλήθηκε να πει τη γνώμη του με δημοψήφισμα. Έτσι το ευρωσύνταγμα πήρε τη μορφή της Συνθήκης της Λισσαβόνας. Για να αποφύγουν επομένως μια διαδικασία δημόσιας συζήτησης για το έκτρωμα που ετοιμάζουν θα υποστηρίξουν πως οι αλλαγές γίνονται στο πλαίσιο της δυνατότητας που προσφέρει το άρθρο 48.6 της συνθήκης, υπό τον όρο να εγκριθούν με ομοφωνία από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. Προϊόν πραξικοπήματος θα είναι δηλαδή οι αλλαγές που κυοφορούνται, όπως ακριβώς αρμόζει στο αντιδραστικό τους περιεχόμενο.

 Τον Δεκέμβρη θα γίνουν γνωστοί οι ακριβείς όροι της «ελεγχόμενης χρεοκοπίας» που πρότεινε η Γερμανία και αποδέχθηκαν χωρίς αντιρρήσεις οι υπόλοιποι 26 ηγέτες της ΕΕ στην τελευταία σύνοδο κορυφής. Σε κάθε περίπτωση θα περιλαμβάνουν σκληρή λιτότητα επ’ άπειρον καθώς ο λογαριασμός θα μεταβιβάζεται πριν απ’ οπουδήποτε αλλού στον λαό της υπερχρεωμένης χώρας.

Συνταγματικό πραξικόπημα η απόφαση των 27 να μη θέσουν στην κρίση των ευρωπαίων πολιτών την αναθεώρηση της Λισσαβόνας

Για γέλια ήταν ο πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου στη συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε με το πέρας των εργασιών της συνόδου όταν δήλωνε περιχαρής ότι… νίκησε, επικαλούμενος την αντίρρηση που εξέφρασε στο θέμα της αναστολής του δικαιώματος ψήφου για τις δημοσιονομικά απείθαρχα χώρες. Η απάντηση που ερχόταν στο στόμα όσων παρακολουθούσαν τα επίμαχα ζητήματα της συνόδου ήταν «συγγνώμη κύριε πρόεδρε, αλλά άλλο ήταν το θέμα της αντιπαράθεσης». Γιατί το διακύβευμα της συνόδου κορυφής δεν ήταν οι ποινές που θα αντιμετωπίσουν όσες χώρες μέλη του ευρώ διατηρούν χρέος και έλλειμμα άνω των ορίων που θέτει η Συνθήκη του Μάαστριχ, δηλαδή 60% και 3% του ΑΕΠ. Ένα θέμα το οποίο η Γερμανία άνοιξε μεν αλλά δεν επέμεινε μέχρι τέλους, χωρίς να το αποσύρει κιόλας από το τραπέζι. Το τι ακριβώς θα συμβεί με αυτό το θέμα στο οποίο αντιτάχθηκαν 22 από τους 27 ηγέτες και ο ίδιος ο πρόεδρος της Επιτροπής, Εμ. Μπαρόζο, που το χαρακτήρισε απαράδεκτο, θα γίνει γνωστό τον Δεκέμβρη.

Το ζητούμενο αντίθετα για την Γερμανία ήταν να αποφασιστεί τι θα γίνει το 2013, όταν θα λήξει η διάρκεια ζωής του ευρωπαϊκού μηχανισμού χρηματοπιστωτικής σταθερότητας (EFSF), με προίκα ύψους 440 δισ. ευρώ ο οποίος δημιουργήθηκε τον Μάιο. Με άλλα λόγια το ερώτημα προς απάντηση είναι ποιος μόνιμος μηχανισμός θα διαδεχθεί την παροχή ρευστού που προσωρινά απέτρεψε την επέκταση της κρίσης την περασμένη άνοιξη. Κι η απάντηση που κατοχύρωσε η Γερμανία, χωρίς να διατυπωθεί καμιά αντίρρηση, ήταν η ελεγχόμενη χρεοκοπία. Προκαλώντας μάλιστα την ασυνήθιστα έντονη αντίδραση του προέδρου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Ζαν Κλοντ Τρισέ, η Μέρκελ πρότεινε μέρος του κόστους να αναλάβουν οι τράπεζες.

Για να γίνει κατανοητή η πρότασή της αξίζει να σταθούμε στη σκοτεινή όψη της εκτίναξης των επιτοκίων των κρατικών ομολόγων, όπου η άνοδος των επιτοκίων δεν συνοδεύεται από έλλειψη αγοραστών, όπως θα ήθελε μια συμβατική ανάλυση προσφοράς και ζήτησης ενός νεοκλασικού εγχειριδίου. Αυτό που συμβαίνει τις περισσότερες φορές στην πράξη είναι ότι η (τεχνητή στην ουσία της) άνοδος των επιτοκίων συμβαδίζει με μια υπερκάλυψη των εκδόσεων, καθώς όλες οι τράπεζες τρέχουν να αγοράσουν ομόλογα από υπερχρεωμένα κράτη λόγω των ελκυστικότατων αποδόσεών τους. Ο κίνδυνος δε που αναλαμβάνουν είναι στην πράξη ανύπαρκτος καθώς οι κεντρικές τράπεζες με τους πακτωλούς ρευστού που απελευθερώνουν λειτουργούν σαν ασφαλιστική εταιρεία αναλαμβάνοντας να καλύψουν ακόμη και τις τοποθετήσεις του πιο υψηλού ρίσκου, καθώς εγγυώνται την αποπληρωμή τους. Αυτό συνέβη όχι μόνο στην περίπτωση της Ελλάδας, αλλά όλης της ΕΕ, ακόμη και στις ΗΠΑ, με διαφορετικό φυσικά τρόπο σε κάθε περίπτωση. Το αίτημα επομένως της Μέρκελ (να πληρώνουν και οι κάτοχοι των ομολόγων για τις υπερχρεωμένες χώρες) δεν είναι αυθαίρετο. Μπορεί επίσης να συναντήσει λαϊκή απήχηση.

Προκάλεσε ωστόσο ισχυρές αντιδράσεις (και δεν αναφερόμαστε στους τοποτηρητές των συμφερόντων των τραπεζών, όπως ο Ζ. Κλ. Τρισέ) επειδή θα επιφέρει μια ώρα αρχύτερα την χρεοκοπία πολλών κρατών καθώς βάζει τον ιδιωτικό τομέα να γίνει προληπτικός τιμωρός όσων κρατών διατηρούν χρέη και ελλείμματα. Το αποτέλεσμα θα είναι να εξαφανιστεί ακόμη και αυτό το «μαξιλάρι» που προσέφερε έναντι γενναίων ανταλλαγμάτων ο ιδιωτικός τομέας σε όσα κράτη εμφάνιζαν ελλείμματα, από τη στιγμή που απαγορεύτηκε στον δημόσιο τομέα να τυπώνει χρήματα για να καλύψει τις χρηματοδοτικές ανάγκες του. Κλείνει έτσι και η μοναδική οδό διαφυγής που είχαν τα κράτη για να ανταποκρίνονται στις ποικιλώνυμες χρηματοδοτικές τους ανάγκες. Το πρώτο αποτέλεσμα επομένως της επιβολής και επίσημα πλέον ενός εκ των προτέρων γνωστού προστίμου σε όσους (τράπεζες, ασφαλιστικά ταμεία, αμοιβαία κεφάλαια, κ.α.) χρηματοδοτούν ελλειμματικά κράτη θα είναι να αυξηθούν κατακόρυφα οι πιέσεις για κατάργηση των ελλειμμάτων. Ο κίνδυνος της χρηματοδοτικής ασφυξίας θα είναι τότε άμεσος και ορατός δια γυμνού οφθαλμού.

Η «ελεγχόμενη χρεοκοπία» θα σημάνει τον οριστικό ενταφιασμό των κοινωνικών κατακτήσεων όλης της μεταπολεμικής περιόδου γιατί, δημιουργώντας τους όρους μιας ΕΕ και ευρωζώνης δύο ή και περισσότερων ταχυτήτων με κράτη μέλη που θα εξέρχονται προσωρινά μέχρι να φρονηματιστούν, θα έχει ως προϋπόθεση την επιβολή ακόμη αυστηρότερων προγραμμάτων λιτότητας, από αυτό που επέβαλλε το μνημόνιο στην Ελλάδα.

Τα ιστορικά παραδείγματα βεβαιώνουν του λόγου το αληθές.

 ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΧΡΕΟΥΣ: Μηχανισμός διαιώνισης της φτώχειας 

ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΟΔΥΝΗΡΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΤΟ ΔΙΛΗΜΜΑ: ΣΕ ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ Ή ΣΕ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΟ

Ιδιωτικοποιήσεις ήταν ο όρος για την παραγραφή μέρους του χρέους των φτωχών χωρών του Τρίτου Κόσμου

Η ταχύτητα με την οποία έσπευσε ο Θόδωρος Πάγκαλος, με συνέντευξή του την προηγούμενη Κυριακή στο Βήμα, να δηλώσει έτοιμος να φέρει σε πέρας την αναδιάρθρωση του ελληνικού δημόσιου χρέους, στον αντίποδα των πρωθυπουργικών διαβεβαιώσεων ότι δεν υφίσταται θέμα, υπογραμμίζει ότι η Ελλάδα (πιθανά μαζί με την Ιρλανδία) θα είναι η πρώτη χώρα όπου θα δοκιμασθεί το γερμανικό σχέδιο «ελεγχόμενης χρεοκοπίας» ή αναδιάρθρωσης του δημόσιου χρέους της, έτσι ώστε τα προβλήματα της ελληνικού καπιταλισμού να μην υποστούν μετάσταση, απειλώντας το ευρώ. Επίσης, αθώοι δήθεν υπαινιγμοί του πρωθυπουργού («γιατί όχι αν μας προταθεί και είναι συμφέρον;») και ανταποκρίσεις ελλήνων δημοσιογράφων από την Ουάσινγκτον, όπως του Μιχ. Ιγνατίου, που κάνουν λόγο για συμφωνία παράτασης κατά πέντε έτη της περιόδου αποπληρωμής του δανείου του ΔΝΤ με μια ταυτόχρονη αύξηση του επιτοκίου από 0,4% σε 0,7% καθιστούν σαφές ότι ήδη καταστρώνονται σχέδια και εξετάζονται εναλλακτικά σενάρια. Στο πλαίσιό τους εντάσσεται και η σκέψη παραγραφής των απαιτήσεων των ασφαλιστικών ταμείων από το δημόσιο στη βάση των ομολόγων που έχουν αγοράσει κάτι που θα οδηγήσει στη χρεοκοπία του ασφαλιστικού συστήματος. Η αναγκαιότητα των σχεδίων αναδιάρθρωσης του χρέους υπαγορεύεται από την αδυναμία του ελληνικού δημοσίου να εξυπηρετήσει τις ανάγκες αποπληρωμής του δημόσιου χρέους που ανέλαβε με την υπογραφή του μνημονίου.

Το σχέδιο αναδιάρθρωσης ωστόσο, που θα επιβληθεί με πρωτοβουλία των τραπεζιτών και της Γερμανίας (αυτών δηλαδή που όχι μόνο ευθύνονται για την εκτίναξη του χρέους αλλά έχουν και κάθε συμφέρον από την αποπληρωμή του) δεν θα εξυπηρετεί την ανακούφιση των εργαζομένων ή την ελάφρυνση των δημόσιων οικονομικών από ένα βάρος που ξεπερνάει τις δυνάμεις τους. Το σχέδιο αναδιάρθρωσης θα έχει ως αναγκαίο συστατικό νέα μέτρα λιτότητας έτσι ώστε να εξευρεθούν επιπλέον πόροι που θα επιτρέψουν την αποπληρωμή του και κυρίως θα αποτρέπει προσωρινά το ενδεχόμενο κήρυξης παύσης πληρωμών, δίνοντας μια συγκυριακή ανάσα.

Άφθονα παραδείγματα από το παρελθόν, όπου το δημόσιο χρέος αναδιαρθρώθηκε με πρωτοβουλία του ιμπεριαλισμού και ως απάντηση (και διαστρέβλωση ταυτόχρονα) στο ογκούμενο κίνημα διαμαρτυρίας με αίτημα την κατάργηση του δημόσιου χρέους του Τρίτου Κόσμου, καθιστούν εξαιρετικά αμφίβολα τα αποτελέσματα της αναδιάρθρωσης ή παραγραφής μέρους του χρέους. Ο λόγος έγκειται στους όρους που συνόδευσαν την αναδιάρθρωση, από τη στιγμή που έγινε με πρωτοβουλία των πιστωτών.

Κορυφαίο παράδειγμα αποτελεί η πρωτοβουλία των «Βαριά Υπερχρεωμένων Φτωχών Χωρών» (HIPC) που ανακοινώθηκε τον Οκτώβρη του 1996. Η ανακούφιση που συνόδευσε την είδηση ότι η παραγραφή μέρους των χρεών των φτωχών χωρών έπαυε να είναι υπόθεση της Λέσχης του Παρισιού που είχε την ευθύνη για την επανεξέταση των διακρατικών διμερών δανειακών συμβάσεων όλη την μεταπολεμική περίοδο, εκφράζοντας με τον πιο άκαμπτο τρόπο τα ιμπεριαλιστικά και αποικιοκρατικά συμφέροντα, δεν κράτησε πολύ. Καθώς, η ευθύνη ανατέθηκε στο ΔΝΤ και την Παγκόσμια Τράπεζα, που ήταν οι ηθικοί αυτουργοί της υπερχρέωσης των περισσότερων χωρών του Τρίτου Κόσμου! Στόχος του προγράμματος δεν ήταν καν η διασφάλιση αναφαίρετων δικαιωμάτων των ντόπιων πληθυσμών όπως περιγράφονται σε ντοκουμέντα του ΟΗΕ και ζητούσαν φιλανθρωπικές οεργανώσεις που πρωτοστάτησαν στο αίτημα διαγραφής. Το πρόγραμμα στόχευε «στη μείωση του εξωτερικού χρέους, ως μέρος της στρατηγικής για τη βιωσιμότητα του χρέους»! Το περιεχόμενο του όρου (βιωσιμότητα του χρέους) το όρισε με τον πιο κυνικό τρόπο ο πρώην γενικός διευθυντής του ΔΝΤ, Μισέλ Καμντεσύ, μιλώντας στις 14 Ιούνη 2006, επ’ αφορμή την επέτειο των 50 χρόνων της Λέσχης του Παρισιού: «Για μία λέσχη πιστωτών η βιωσιμότητα του χρέους αποτελεί ουσιώδη στόχο καθώς μεγιστοποιεί την μακροπρόθεσμη πιθανότητα να αποπληρωθεί πλήρως το χρέος… Δεν αποτελεί επομένως θέμα γενναιοδωρίας»!

Το δηλητηριασμένο φρούτο της παραγραφής μέρους των χρεών έχασε και τα τελευταία του ελκυστικά στοιχεία όταν έγινε γνωστό πως για να ευνοηθεί μια χώρα από τις προβλέψεις της χώρια πολλών άλλων υποχρεώσεων (όπως να ξεχρεώσει ότι χρωστούσε μέχρι εκείνη τη στιγμή – όρος που προκάλεσε νέο δανεισμό!) έπρεπε να υπογράψει μια τυποποιημένη συμφωνία με την επωνυμία Έγγραφο Στρατηγικής για τη Μείωση της Φτώχειας (PRSP) στις διατάξεις του οποίου περιλαμβάνονται όλοι οι όροι της λεγόμενης Συναίνεσης της Ουάσινγκτον (νεοφιλελευθερισμός αλά αμερικανικά). Μερικά παραδείγματα για το τι σημαίνει μείωση της φτώχειας κατά την Παγκόσμια Τράπεζα και το ΔΝΤ είναι ενδεικτικά: Η κυβέρνηση της Ζάμπιας κινδύνευσε να ξαναφεσωθεί με 1 δισ. δολ. που είχαν παραγραφεί όταν το 2003 δεν δέχθηκε την ιδιωτικοποίηση της εθνικής της τράπεζας. Στη Νικαράγουα παρότι η εθνοσυνέλευσή της ψήφισε πως κοινωφελείς επιχειρήσεις, όπως της ύδρευσης και του υδροηλεκτρισμού έπρεπε να παραμείνουν στα χέρια του κράτους, τέθηκε ως όρος η ιδιωτικοποίησή τους για να ενταχθεί η φτωχή κεντροαμερικανική χώρα στο πρόγραμμα μείωσης του χρέους. Στη Σενεγάλη η απειλή έγινε πράξη και μέρος του χρέους ουδέποτε παραγράφηκε για παραδειγματισμό, τιμωρώντας έτσι τη χώρα που δεν ιδιωτικοποίησε τη βιομηχανία φιστικιού – και η αποτυχία της ιδιωτικοποίησης μάλιστα έγινε παρά τη θέλησή της.

Το συμπέρασμα από την εμπειρία των «Βαριά Υπερχρεωμένων Φτωχών Χωρών» είναι ότι η αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους για το κεφάλαιο αποτελεί μια προσγείωση στην πραγματικότητα, μια άσκηση ρεαλισμού. Η σημασία επομένως επικεντρώνεται στους όρους, που στο σύνολό τους (πολιτικά και οικονομικά, δηλαδή) προσδένουν ακόμη πιο ασφυκτικά την «ευεργετούμενη» χώρα στο άρμα του ιμπεριαλισμού, του κεφαλαίου και των πιστωτών, καταφέρνοντας μάλιστα να εκσυγχρονίσουν αυτά τα δεσμά. Το ίδιο ισχύει για την παύση πληρωμών και την επαναδιαπραγμάτευση του δημόσιου χρέους, ένα αίτημα που στρέφεται κατά του κεφαλαίου και πολύ φυσιολογικά συγκινεί και κινητοποιεί πλήθος εργαζομένων και μεσαίων στρωμάτων, καθώς φαίνεται πως δεν αρκεί για την ελάφρυνση των εργαζομένων και την απαλλαγή τους από το κοινωνικά ολέθριο βάρος της εξυπηρέτησής τους. Αντίθετα, όσο αυτό είναι υπόθεση της αστικής εξουσίας και ιμπεριαλιστικών οργανισμών, όπως το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα, εύκολα μπορεί να γίνει μοχλός επιβολής αντιλαϊκών πολιτικών και εν τέλει να εξυπηρετεί τα συμφέροντα των πιστωτών. Οπότε το αίτημα παύσης πληρωμών και διαγραφής του χρέους καταλήγει σε “φιλική” επαναδιαπραγμάτευση και αυτή μετατρέπεται σε αναδιάρθρωση, δηλαδή στο αντίθετό της.

Το βεβαιώνει ακόμη και το παράδειγμα της Αργεντινής.

 ΑΡΓΕΝΤΙΝΗ

Επαναδιαπραγμάτευση αλλά και συνεργασία

Η ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ ΤΟΥ ΚΙΡΧΝΕΡ

Η εξαιρετικά αντιφατική διαδικασία της επαναδιαπραγμάτευσης του δημόσιου χρέους δεν θα μπορούσε να εκφραστεί πουθενά αλλού τόσο έντονα όσο στην Αργεντινή, μια χώρα που αγαπά τις αντιφάσεις, τις υπερβολές και κάθε λογής ανατροπές και μεταπτώσεις. Μάρτυρας ο πρώην πρόεδρος Νέστορ Κίρχνερ που απεβίωσε προ δεκαημέρου. Είναι ο “μεταβατικός” άνθρωπος που ξεκίνησε την τελευταία κούρσα της πολιτικής του σταδιοδρομίας με την εκλογή του στην προεδρία της Αργεντινής τον Μάιο του 2003 ως – επί το ελληνικότερο – Ανδρέας Παπανδρέου (φλερτάροντας με τον ριζοσπαστισμό του Αργεντινάζο) για να καταλήξει Κωνσταντίνος Καραμανλής (έχοντας χρεωθεί την έξαρση της φτώχειας, φαινόμενα καταστολής, κ.α.). Σημείο καμπής αυτής της πορείας του, συμβατικά έστω, μπορεί να θεωρηθεί ο Σεπτέμβρης του 2006, όταν μαζί με τη σύζυγό του και σημερινή πρόεδρο της Αργεντινής βρισκόταν στην τιμητική θέση του εξώστη του χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης χτυπώντας το καμπανάκι με το οποίο ξεκινά η συνεδρίαση.

Οι ΗΠΑ είχαν πολλούς λόγους για να τιμήσουν τον Νέστορ Κίρχνερ. Και όσο κι αν φαίνεται παράδοξο, η στάση του απέναντι στο χρέος είναι ένας από αυτούς. Παρότι λοιπόν ο Νέστορ Κίρχνερ πιεσμένος από την λαϊκή οργή επέβαλε κατόπιν διαπραγματεύσεων τον Φεβρουάριο του 2005 στο 75% των ξένων πιστωτών ένα «κούρεμα» των ομολόγων που κρατούσαν ύψους 60% της αξίας τους (δείχνοντας με αυτό τον τρόπο τη δυνατότητα της μείωσης του δημόσιου χρέους, το γεγονός ότι η χώρα δεν καταστράφηκε και άλλα πολλά) απέναντι στο ΔΝΤ δέχθηκε να αποπληρώσει όλες τις υποχρεώσεις της Αργεντινής! Έτσι, μέχρι το τέλος του 2005 τους κατέβαλε όλα όσα χρωστούσε, δηλαδή 9,8 δισ. δολ. Η στάση του αποτελούσε σκάνδαλο (πολιτικό κυρίως) γιατί παραιτήθηκε ακόμη κι από τη δυνατότητα αξιοποίησης προηγούμενου δεδικασμένου (της περίφημης υπόθεσης Όλμος) βάση του οποίου θα μπορούσε να πετύχει την παραγραφή των δανείων της χούντας του Βιντέλα, ως απεχθή δάνεια. Δεν το έκανε. Οι όροι αντίθετα με τους οποίους υπέγραψε νέα δάνεια αποδεικνύονται σήμερα ωρολογιακές βόμβες στα θεμέλια της αργεντίνικης οικονομίας οδηγώντας πολλούς να προβλέπουν ότι μια νέα κρίση δημόσιου χρέους, είναι πάλι θέμα χρόνου. Αυτό συμβαίνει επειδή οι αποδόσεις πολλών από τα νέα ομόλογα, με έντονο άρωμα δόμησης, που εκδόθηκαν επί Κίρχνερ συναρτώνται από παράγοντες όπως ο πληθωρισμός, η αύξηση του ΑΕΠ και η πορεία των συναλλαγματικών ισοτιμιών. Μεταβλητές που όλες κινούνται σε αρνητική τροχιά ανατρέποντας την ισορροπία που είχε επιτευχθεί.

«Η Αργεντινή έχει επιστρέψει ξανά σε μια ανησυχητική κατάσταση με το χρέος της. Η διεθνή της χρηματοδότηση δεν είναι καλή, αν και τη βοηθάει η Βενεζουέλα που αναχρηματοδοτεί το χρέος της», τονίζουν στο ιδιαίτερα επίκαιρο βιβλίο τους για το χρέος οι Ερίκ Τουσαίν και Νταμιέν Μιλιέτ (Debt, the IMF and the World Bank – Sixty questions, sixty answers, Monthly Review Press, Σεπτέμβρης 2010). Και συνεχίζουν: «Οι μελλοντικές αποπληρωμές πεντακάθαρα αυξάνονται. Αυτός είναι ο λόγος που η Κριστίνα Φερνάντες ντε Κίρχνερ, σύζυγος του Νέστορα Κίρχνερ, και εκλεγμένη πρόεδρος τον Οκτώβρη του 2007 αποφάσισε τον Μάρτη του 2008 να αυξήσει τους εξαγωγικούς δασμούς στη σόγια και άλλα δημητριακά. Αυτό προκάλεσε διαμαρτυρίες αγροτών και μια εκτεταμένη πολιτική κρίση. Τον Ιούλιο του 2008 η πρόεδρος απέσυρε την πρότασή της», τονίζουν οι δύο συγγραφείς που ηγούνται της Μη Κυβερνητικής Οργάνωσης CADTM (Επιτροπή για την κατάργηση του χρέους του Τρίτου Κόσμου).

Συμπερασματικά ακόμη και μια ηρωική και αιματηρή εξέγερση όπως το Αργεντινάζο δεν αρκεί ώστε η αστική εξουσία να πιεστεί να κόψει τα δεσμά της με τον ιμπεριαλισμό και το πιστωτικό κεφάλαιο. Αντίθετα, οι προϋποθέσεις για να αποκτήσει πραγματικό περιεχόμενο το αίτημα της παύσης πληρωμών είναι αμιγώς πολιτικές και συνδέονται με την υπέρβαση, την επαναστατική ανατροπή της σημερινής εξουσίας.

Θρίαμβος της Μέρκελ στη Σύνοδο Κορυφής (Επίκαιρα, 4-10/11/2010)

Μία Μέρκελ ταπεινωμένη και όλο θυμό να επιστρέφει στη Γερμανία άπραγη, έχοντας αποτύχει να μετασχηματίσει την οικονομική της ισχύ σε πολιτική επιρροή και έναν έλληνα πρωθυπουργό δαφνοστεφανωμένο να γυρίζει πίσω περιχαρής για τη νίκη του, έχοντας καταφέρει το αδύνατο: την μικρή Ελλάς παρά τις ταπεινώσεις και το καθεστώς κατοχής του ΔΝΤ να επιβάλλει τους όρους της απέναντι στη Γερμανία! Αυτή είναι η εικόνα που σχημάτιζαν όσοι έτυχε να ακούσουν τα λόγια του Γιώργου Παπανδρέου κατά τη συνέντευξη Τύπου την Παρασκευή από τις Βρυξέλλες αμέσως μετά τη λήξη των εργασιών της διήμερης συνόδου κορυφής των 27 ηγετών της ΕΕ. «Δεν δέχθηκα καν να τεθεί ως θέμα συζήτησης» τόνισε προς του δημοσιογράφους (και κυρίως προς τον ελληνικό λαό) αναφερόμενος στην πρόταση αναστολής του δικαιώματος ψήφου για όσες χώρες διατηρούν ελλείμματα και χρέη πέραν του ορίου του 3% και του 60% του ΑΕΠ. «Μια τέτοια πρόταση χτυπά το δημοκρατικό δικαίωμα των εθνών και των πολιτών μέσα στην ΕΕ», συνέχισε επιχειρώντας να εμφανιστεί ως ο μεγάλος νικητής της κρίσιμης αυτής Συνόδου Κορυφής.

Η πραγματικότητα ωστόσο είναι τελείως μα τελείως διαφορετική, από αυτήν που επιχείρησε να παρουσιάσει ο πρωθυπουργός προς άγρα εντυπώσεων στο εσωτερικό. Η πραγματικότητα είναι πως το Βερολίνο στη σύνοδο κορυφής της προηγούμενης εβδομάδας πέτυχε μια σαρωτική νίκη, η οποία συνίσταται στην άτυπη αναθεώρηση προς το συντηρητικότερο της Συνθήκης της Λισσαβόνας, που περιλαμβάνει την συνταγματική κατοχύρωση της δημοσιονομικής πειθαρχίας και των περικοπών δημοσίων δαπανών. Αυτός ακριβώς ήταν ο στόχος της συνόδου και επί αυτού του στόχου καμία διαφοροποίηση δεν εκφράστηκε.

Ειδικότερα, η γερμανίδα καγκελάριος από την άνοιξη κιόλας, όταν με τα πολλά συναίνεσε στην συμμετοχή της Γερμανίας στο πακέτο των 110 δισ. που διατέθηκε για τη διάσωση των γερμανικών τραπεζών (μέσω της διάσωσης της Ελλάδας), είχε καταστήσει σαφή την πρόθεσή της να επιβάλλει την αυστηροποίηση του πλαισίου άσκησης δημοσιονομικής πολιτικής. Σκοπός δηλαδή της Γερμανίας ήταν να καταστήσει σαφές πως όταν λέμε 3% και 60% του ΑΕΠ για το έλλειμμα και το χρέος το… εννοούμε και επίσης η θεσμοθέτηση της ελεγχόμενης χρεοκοπίας! Το μέσο σε αυτή την κατεύθυνση ήταν μια σειρά από «μέτρα πειθάρχησης» όπως η απειλή στέρησης του δικαιώματος ψήφου στις χώρες που επέμεναν στη δημοσιονομική χαλαρότητα, το οποίο μέχρι τώρα προβλεπόταν μόνο για χώρες που παραβίαζαν ανθρώπινα δικαιώματα. Το σημαντικότερο ωστόσο για την Γερμανία ήταν να θωρακισθεί η πολιτική της αέναης λιτότητας. Η γερμανική προτεραιότητα κατέστη γνωστή και από την σύνοδο της Ντόβιλ, όπως χαρακτηρίστηκε η ξαφνική συνάντηση του Νικολά Σαρκοζύ με την Άνγκελα Μέρκελ στη γαλλική παραθαλάσσια πόλη λίγο πριν ξεκινήσει η σύνοδος κορυφής, όπου συζητήθηκαν διαδικαστικά θέματα για την τιμωρία των «απείθαρχων». Εκεί η Γερμανία παραιτήθηκε από την πρόταση που είχε καταθέσει για την επιβολή αυτόματων ποινών, αποδεχόμενη την «πολιτική» εξέταση κάθε ξεχωριστής περίπτωσης και την συζήτηση πριν την ανακοίνωση της ποινής. Το μήνυμα και πάλι ήταν καθαρό: Σημασία δεν είχε η ποινή, αλλά η πειθάρχηση.

Ο γερμανικός μάλιστα Τύπος δεν δίστασε να περιγράψει ως «μπλόφα» τις γερμανικές προτάσεις για κατάργηση του δικαιώματος ψήφου, που πρέπει να σημειωθεί ότι τις απέρριψαν 22 από τους 27 ηγέτες και όχι μόνο ο έλληνας πρωθυπουργός. Έγραφε για παράδειγμα η αγγλόφωνη ηλεκτρονική έκδοση του γερμανικού περιοδικού Der Spiegel, την προηγούμενη Παρασκευή 29 Οκτώβρη, την ίδια μέρα που ο πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου, επηρεασμένος πιθανά και από κλίμα της εθνικής επετείου, καμάρωνε για το… συντριπτικό πλήγμα που κατάφερε στη γερμανική αλαζονεία: «Ήταν εμφανές σε ορισμένους αντιπροσώπους στη σύνοδο ότι η φασαρία για το δικαίωμα ψήφου ήταν μια γερμανική μπλόφα. “Όλοι πιστεύουν ότι επί της ουσίας ήταν ένα διαπραγματευτικό παιχνίδι για να αποσπάσουν αυτό που πραγματικά ήθελαν” δήλωσε μια ανώνυμη πηγή της ΕΕ»!!!

Το ποιος ήταν ο κερδισμένος των πολύωρων διαπραγματεύσεων έγινε γνωστό και από την ίδια την Μέρκελ, τη σιδηρά καγκελάριο κατά το γερμανικό περιοδικό Der Spiegel, που βγαίνοντας τα ξημερώματα της Παρασκευής από την αίθουσα των συζητήσεων δήλωσε: «Μπορώ να πω εξ ονόματος της Γερμανίας ότι προωθήσαμε πολύ μπροστά τους πραγματικούς μας στόχους»! Ο γερμανικός θρίαμβος υπογραμμίστηκε επίσης από τους γερμανικούς Financial Times, οι οποίοι τον Αύγουστο είχα αποκαλέσει τον Γιώργο Παπανδρέου, ως τον δικό τους άνθρωπο στην Αθήνα! Τώρα η εφημερίδα των γερμανών τραπεζιτών είχε τίτλο «Η Μέρκελ κερδίζει το ευρωπαϊκό πόκερ», υπογραμμίζοντας την επιτυχία της γερμανίδας καγκελάριου να εξασφαλίσει την αναθεώρηση της συνθήκης της Λισσαβόνας, κατά έναν μάλιστα υποδειγματικά αντιδημοκρατικό τρόπο. Γιατί, με την ίδια σαφήνεια που οι 27 αποφάσισαν να αναθέσουν στον πρόεδρο της ΕΕ, βέλγο Χέλμαν Βαν Ρομπέι, να φέρει στη σύνοδο κορυφής του Δεκεμβρίου ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο προτάσεων για την θωράκιση της δημοσιονομικής πολιτικής, δηλαδή της φτώχειας για την πλειοψηφία των ευρωπαίων πολιτών, με την ίδια κατηγορηματικότητα απέρριψαν το ενδεχόμενο να θέσουν τις αντιδραστικές αυτές μεταρρυθμίσεις στην κρίση των ευρωπαίων ψηφοφόρων που είναι και αυτοί που θα υποστούν τις βαρύτερες συνέπειες των αλλαγών. Οι ευρωπαίοι ηγέτες, σε αγαστή σύμπνοια μεταξύ τους, αποφάσισαν να υποβαθμίσουν την αναθεώρηση για να αποφύγουν τα δημοψηφίσματα, δεδομένου ότι υπάρχουν χώρες όπως για παράδειγμα η Ιρλανδία, που κάθε μεταφορά εξουσίας από το Δουβλίνο στις Βρυξέλλες πρέπει να εγκρίνεται με δημοψήφισμα. Έτσι, με πραξικοπηματικό τρόπο αποφάσισαν να παρακάμψουν ακόμη και τις τυπικές υποχρεώσεις τους, όπως προκύπτουν από τα εθνικά συντάγματα, προκειμένου να αποφύγουν νέες πανωλεθρίες όπως συνέβη κατά την έγκριση του Ευρωσυντάγματος, που το ένα «όχι» διαδεχόταν το άλλο, με αποτέλεσμα να πάρει δέκα χρόνια η υιοθέτηση και η εφαρμογή του. Το πάθημα έγινε μάθημα επομένως για τους ευρωπαίους ηγέτες που με μεθόδους «αποφασίζομεν και διατάζομεν» επιβάλλουν στο εξής την πιο σκληρή λιτότητα και την ίδια ώρα, χωρίς καμία αιδώ, προσποιούνται ότι διασφάλισαν τα συμφέροντα των λαών τους.

Η αναθεώρηση της Συνθήκη της Λισσαβόνας θα αποβεί εξαιρετικά επιζήμια για τους λαούς λόγω της θεσμοθέτησης, κατά γερμανική απαίτηση, της «ελεγχόμενης χρεοκοπίας», που ως αποτέλεσμα θα έχει την δημιουργία μιας ΕΕ πολλών ταχυτήτων. Ο εν λόγω μηχανισμός της «ελεγχόμενης χρεοκοπίας» θα τεθεί σε εφαρμογή το 2013, όταν θα λήξει επισήμως η χρονική διάρκεια του μηχανισμού συνολικής αξίας 440 δισ. ευρώ, που δημιουργήθηκε τον Μάη με αφορμή το ξέσπασμα της ελληνικής κρίσης. Με αυτόν τον τρόπο το Βερολίνο θα οδηγεί στον Καιάδα της χρεοκοπίας και θα παραδίδει στο έλεος των πιστωτών τους χώρες που χαρακτηρίζονται από δημοσιονομικές ανισορροπίες, όπως η Ελλάδα, δεδομένου ότι τα μέτρα πειθάρχησης και οι πολιτικές λιτότητας όσο σκληρές κι αν είναι αποκλείεται να διορθώσουν δομικές στρεβλώσεις που επιφέρει το γερμανικό πλεονέκτημα που ως ακρογωνιαίους λίθους του έχει την πολύ υψηλή παραγωγικότητα του κεφαλαίου και την συγκράτηση του εργατικού κόστους.

Καθόλου τυχαία επομένως δεν είναι η επαναφορά του θέματος της αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους (μέσω της επιμήκυνσης της περιόδου αποπληρωμής του δανείου των 110 δισ.) όπως τέθηκε πρώτα από τον πρωθυπουργό στη συνέντευξη Τύπου που προαναφέραμε, λέγοντας: «το θέμα της επιμήκυνσης είναι ένα θέμα που τέθηκε όχι από εμάς, αλλά από τον ίδιο τον Στρος Καν. Είναι ένα δείγμα της πρόθεσης να διευκολύνουν την Ελλάδα στο ξεπέρασμα της κρίσης». Προσπερνώντας την πρώτη απορία που δημιουργείται, για το ποιός αποφασίζει δηλαδή γι’ αυτή τη χώρα, αν είναι ο Στρος Καν ή ο ελληνικός λαός, η παραπάνω τοποθέτηση, που επιβεβαιώθηκε και από τη συνέντευξη του Θ. Πάγκαλου στο Βήμα της Κυριακής, προλειαίνει το έδαφος για την «ελεγχόμενη χρεοκοπία». Προετοιμάζει το έδαφος δηλαδή ώστε η Ελλάδα να είναι η πρώτη χώρα που θα υποστεί αυτή την δοκιμασία, μετατρεπόμενη για δεύτερη φορά σε πειραματόζωο. Κάτι που προεξοφλείται από την παταγώδη αποτυχία της «θεραπείας σοκ» που επιβλήθηκε με το Μνημόνιο της ντροπής. Μάρτυρας της αποτυχίας, η εκ νέου εκτίναξη των επιτοκίων δανεισμού των 10ετών ομολόγων στο 10,2%, παρά την πρόσκαιρη πτώση τους στο 9% τον προηγούμενο μήνα, από 11% που είχαν φτάσει.

Και πάλι όμως ο πρωθυπουργός, όταν έθετε το θέμα της αναδιάρθρωσης του χρέους, δεν έλεγε όλη την αλήθεια. Αυτή τη φορά μάλιστα έκρυψε τα σημαντικότερα: το τίμημα που θα πρέπει να πληρώσουν οι εργαζόμενοι για την «ελεγχόμενη χρεοκοπία», δηλαδή φτώχεια και λιτότητα επ’ άπειρον. Αυτό είναι το γερμανικό σχέδιο που έγινε ομόθυμα δεκτό!

Οργή για τους τραπεζίτες (Περ. Διπλωματία, Ιανουάριος 2010)

ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΦΟΡΟΥΜ ΤΟΥ ΝΤΑΒΟΣ

ΣΕ ΡΟΛΟ ΑΠΟΛΟΓΟΥΜΕΝΟΥ ΤΑ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΑ ΙΔΡΥΜΑΤΑ 

Επισήμως, το θέμα που επιλέχτηκε να συζητηθεί στις φετινές εργασίες του Νταβός ήταν «Βελτιώνοντας την κατάσταση του κόσμου: Επανεξέταση, επανασχεδιασμός, ανοικοδόμηση». Ανεπισήμως, το θέμα περιγράφτηκε εύστοχα από τη Wall Street Journal, αντανακλώντας το κλίμα των συζητήσεων, μια μέρα μετά την επίσημη λήξη των εργασιών: «Σκοτώστε όλους τους τραπεζίτες»!

Το κέντρο βάρους της φετινής συνόδου του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ απείχε σημαντικά από τον δυτικό κόσμο που αποτελούσε ανέκαθεν την ατμομηχανή της παγκόσμιας οικονομικής μεγέθυνσης. Η σύνοδος του 2010 που διήρκεσε από τις 27 έως τις 31 Ιανουαρίου, με τη συμμετοχή 2.500 ατόμων, σφραγίσθηκε από τον περιορισμό του ειδικού βάρους των γνωστών και μη εξαιρετέων υπερανεπτυγμένων κρατών στην παγκόσμια οικονομία και την ανάδυση των λεγόμενων αναπτυσσόμενων οικονομιών, που καταλαμβάνουν ολοένα και μεγαλύτερο μερίδιο. Ορισμένα μεγέθη επιβεβαιώνουν του λόγου το αληθές. Η ομάδα των επτά πλουσιοτέρων κρατών, το περίφημο G7, το 1976 (όταν το παγκόσμιο ΑΕΠ ισοδυναμούσε με 6,3 τρισ. δολ.) παρήγαγε το 61,9% του παγκόσμιου ΑΕΠ κι ο υπόλοιπος κόσμος το εναπομείναν 38,1%. Το 1990 (όταν το παγκόσμιο ΑΕΠ είχε αυξηθεί στα 21,8 τρισ. δολ.) το μερίδιο του G7 είχε αυξηθεί στο 66,2%. Το 2008 (όταν το ΑΕΠ του κόσμου ανερχόταν σε 60,6 τρισ. δολ.) η τάση ανόδου είχε αντιστραφεί πλήρως και στο G7 αντιστοιχούσε το 52,8%. Το μερίδιο δε των υπόλοιπων 13 χωρών που απαρτίζουν σήμερα το G20 από 24,3% που ήταν το 1990, το 2008 έφθασε το 34,6%. Για πόσο καιρό ακόμη θα μπορούσαν να αγνοούνται; Η νέα αυτή πραγματικότητα που έδωσε την ώθηση γα την δημιουργία του G20 και τον παροπλισμό του G7 εκφράστηκε, αν όχι με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, τουλάχιστον εμφανώς στη σύνοδο του φετινού φόρουμ του οποίου ηγείται ο Κλάους Σβαμπ. Για παράδειγμα τα μέλη των αντιπροσωπειών των τεσσάρων αναδυόμενων γιγάντων – Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία και Κίνα – (και συχνά περιγράφονται με το αρκτικόλεξο BRIC) υπερδιπλασιάστηκαν σε σχέση με το 2005, φθάνοντας τους 237 κι αποτελώντας το 10% των αντιπροσώπων.

Ενδεικτικό στοιχείο για το αυξανόμενο ενδιαφέρον με το οποίο γίνονται δεκτές οι διάφορες ομάδες αναπτυσσομένων χωρών είναι κι η θαυμαστή πορεία που καταγράφουν διάφορα αρκτικόλεξα όπως για παράδειγμα το BRITVIC, όπου μεταξύ της Βραζιλίας και της Ρωσίας από τη μια και της Ινδίας και της Κίνας από την άλλη παρεμβάλλονται οι χώρες Ταϊβάν, Βιετνάμ και Ινδονησία. Ή, το CIVETS που περιγράφει τις χώρες Κολομβία, Ινδονησία, Βιετνάμ, Αίγυπτο, Τουρκία και Νότα Αφρική.

Τα ομαδικά πυρά κατά των τραπεζιτών εξαπολύθηκαν πριν απ’ όλους από τον γάλλο πρόεδρο, που έκανε την εναρκτήρια ομιλία, η οποία από πολλούς εκπροσώπους χαρακτηρίστηκε προεκλογική κι ο ίδιος κατηγορήθηκε ότι δεν απευθυνόταν στους αντιπροσώπους του φόρουμ αλλά στους γάλλους ψηφοφόρους που σε έξι σχεδόν εβδομάδες θα όδευαν για τις κάλπες των δημοτικών εκλογών. Λαϊκιστής με άλλα λόγια, χαρακτηρίστηκε ο Νικολά Σαρκοζύ, όπως συνηθίζεται σε όσους πολιτικούς, όχι μόνο της Αριστεράς όπως ο Όσκαρ Λαφοντέν αλλά ακόμη και της πιο καθαρόαιμης Δεξιάς, αποκλίνουν από τον επίσημο λόγο, εκφράζοντας τις λαϊκές ανησυχίες. Ο γάλλος πρόεδρος άδραξε την ευκαιρία για να προαναγγείλει πως θα αξιοποιήσει την προεδρία του G20 που θα έχει το Παρίσι τον επόμενο χρόνο, το 2011, για να συγκροτήσει ένα νέο νομισματικό σύστημα. «Χρειαζόμαστε ένα νέο Μπρέτον Γουντς», ήταν τα λόγια του παραπέμποντας στην ιστορική διάσκεψη του Νιου Χαρμσάιρ το 1944 όταν τέθηκαν τα θεμέλια της σημερινής νομισματικής αρχιτεκτονικής. «Δεν μπορούμε να έχουμε από την μεριά μια πολυπολική τάξη κι από την άλλη ένα και μόνο αποθεματικό νόμισμα σε παγκόσμιο επίπεδο» τόνισε, αμφισβητώντας την πρωτοκαθεδρία του δολαρίου. Στην ομιλία του επίσης, αφού περιέγραψε την κρίση των τελευταίων ετών ως «κρίση της ίδιας της παγκοσμιοποίησης» ζήτησε τον διεθνή συντονισμό ώστε να εφαρμοστεί ένα ασφαλές κι αξιόπιστο πλαίσιο ρύθμισης του χρηματοπιστωτικού τομέα. «Πως μπορούμε σε έναν ανταγωνιστικό κόσμο να ζητούμε από τις ευρωπαϊκές τράπεζες τρεις φορές περισσότερα κεφάλαια για να καλύπτουν τους κινδύνους από τις δραστηριότητές τους και να μη ζητούμε το ίδιο από τις αμερικανικές και ασιατικές τράπεζες», αναρωτήθηκε.

Στο επίκεντρο της συζήτησης για τις τράπεζες βρέθηκε η δημόσια αντιπαράθεση που διχάζει τις ΗΠΑ κι όχι μόνο για την επαναφορά του νόμου Glass Steagall του 1932, με τον οποίο διαχωρίζονται οι εμπορικές από τις επενδυτικές τράπεζες, ώστε τα ρίσκα που αναλαμβάνουν οι τελευταίες να μην θέτουν σε κίνδυνο τις αποταμιεύσεις ανυποψίαστων ανθρώπων. Ο νόμος αυτός που επιχειρείται να επανέλθει σήμερα από την κυβέρνηση του Μπαράκ Ομπάμα καταργήθηκε το 1999 επί Μπιλ Κλίντον. Σφοδρότεροι δε επικριτές του είναι οι τραπεζίτες και τα ευρύτερα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που μέχρι πέρυσι παρακάλαγαν τις κυβερνήσεις να ανοίξουν τον κρατικό κορβανά και να οικειοποιηθούν τα λεφτά των φορολογουμένων για να αποφύγουν τη χρεοκοπία. Και φέτος, προκαλούν εκ νέου με τα μυθικά μπόνους που διανέμουν στα πρωτοκλασάτα στελέχη τους. Για παράδειγμα, η ασφαλιστική εταιρεία American International Group (AIG) που την άνοιξη του 2008 έλαβε από το αμερικανικό κράτος 180 εκ. δολάρια για να σωθεί από την κατάρρευση, μόλις πριν λίγες εβδομάδες διένειμε στα στελέχη του χρηματοπιστωτικού τομέα, που προκάλεσαν την ουσιαστική της χρεοκοπία με τις άστοχες επενδύσεις στα υψηλού ρίσκου παράγωγα, μπόνους ύψους 100 εκ. μπόνους. Έτερο παράδειγμα, το μπόνους ύψους 16 εκ. δολ. που πήρε υπό τη μορφή μετοχών ο διευθυντής της JPMorgan η οποία μόλις την άνοιξη του 2008 έλαβε από το κράτος 25 δισ. δολ. για να μη χρεοκοπήσει. Πως μετά να μη φτάνει όχι ο Φιντέλ Κάστρο ή ο Ούγκο Τσάβες αλλά η Wall Street Journal, που αποτελεί βίβλο των αμερικανών τραπεζιτών, να λέει «σκοτώστε όλους τους τραπεζίτες»; Το ολότελα διαφορετικά κλίμα που έχει διαμορφωθεί απέναντι στους τραπεζίτες μετά την κρίση αποτυπώθηκε, με τον πιο ανάγλυφο τρόπο, από τον πρόεδρο της Επιτροπής Χρηματοπιστωτικών Υπηρεσιών της αμερικανικής Βουλής των Αντιπροσώπων όταν ρωτήθηκε κατά την έξοδό του από μια συζήτηση στο Νταβός κατά πόσο προτίθενται να συνεργαστούν οι τραπεζίτες για να συμφωνηθούν με ένα συναινετικό τρόπο οι όροι του νέου ρυθμιστικού πλαισίου. «Ποιος νοιάζεται; Δεν επαφίεται σ’ αυτούς. Αν έχουν κάποιες προτάσεις θα τις ακούσουμε», ήταν η απίστευτα περιφρονητική απάντησή του όπως μεταφέρθηκε από τους απεσταλμένους της International Herald Tribune τη Δευτέρα 1 Φεβρουαρίου.

Παρόλα αυτά το «κόντυμα» των τραπεζιτών κι οι προσπάθειες που είναι σε εξέλιξη για να τεθεί ένα όριο στην αχαλίνωτη κερδοσκοπία τους δυστυχώς δεν συνάδει με κινήσεις στην ίδια την οικονομία που θα έδιναν ώθηση στον λεγόμενο παραγωγικό τομέα, σηματοδοτώντας μια αντιστροφή στον υδροκεφαλισμό του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Το διακύβευμα τέθηκε με πειστικότατο τρόπο από τον πρόεδρο της Ισλανδίας, ο οποίος πρόσφατα είπε ένα περήφανο όχι στην Αγγλία και την Ιρλανδία, αρνούμενος να πληρώσει το ισλανδικό δημόσιο τις αποζημιώσεις που έδωσαν σε όσους πολίτες τους έχασαν από τη χρεοκοπία της ισλανδικής τράπεζας, Icebank. «Για τη Βρετανία ή τις ΗΠΑ η Ισλανδία προσφέρει σημαντικά μαθήματα», ήταν τα λόγια του. «Αν ο χρηματοπιστωτικός τομέας γίνει υπερβολικά δυνατός θα απορροφήσει τα αναγκαία ταλέντα για να καταστεί ο παραγωγικός τομέας ανταγωνιστικός τομέας στην παγκόσμια αγορά. Ένας εκρηκτικά αναπτυσσόμενος χρηματοπιστωτικός τομέας μπορεί να αποφέρει βραχυχρόνια οφέλη. Η Ισλανδία όμως δείχνει ότι μακροχρόνια επισείει κινδύνους».

Η τεράστια αξία των επισημάνσεων του ισλανδού προέδρου επιβεβαιώνεται από τις μεταβολές που συντελέστηκαν στον χάρτη της αμερικανικής οικονομίας την τελευταία διετία και συνεχίζουν να συντελούνται στο έδαφος της κρίσης, που ως κοινή συνισταμένη έχουν την ακόμη εντονότερη συρρίκνωση της μεταποιητικής παραγωγής στο εσωτερικό της χώρας. Με βάση ρεπορτάζ της Wall Street Journal στις 4 Φεβρουαρίου η παραγωγική ικανότητα των ΗΠΑ στην κλωστοϋφαντουργία, τις εκτυπώσεις, τα έπιπλα, τους κινητήρες αυτοκινήτων και τα πλαστικά μόνο το 2009 συρρικνώθηκε σε ένα χρόνο από 7% μέχρι 2%. Η παραγωγική οικονομία των ΗΠΑ δηλαδή βγαίνει από την κρίση πολύ πιο αδυνατισμένη και ασθενής! Μία απ’ τα ίδια επομένως, καθώς φαίνεται πως οι αιτίες που συνέβαλαν, αν δεν οδήγησαν στη σημερινή κρίση, αναπαράγονται!

Κοινός τόπος μεταξύ όλων σχεδόν των ομιλητών στο φετινό Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ του Νταβός, όπως μεταφέρθηκαν οι τοποθετήσεις τους από τον διεθνή Τύπο, ήταν επίσης κι η απαισιοδοξία για τις προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας. Παρότι μάλιστα είναι δεδομένο πως τα χειρότερα είναι πίσω. Οι εκτιμήσεις για την παγκόσμια οικονομία που καταγράφει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο προβλέπουν άνοδο του ΑΕΠ της τάξης του 3,9% για φέτος και 4,3% για το 2011. Για τις ΗΠΑ ειδικότερα προβλέπουν άνοδο 2,7% φέτος και 2,4% του χρόνου, ενώ για την ευρωζώνη 1% φέτος και 1,6% το 2011. Ο κίνδυνος ωστόσο για τις 16 χώρες της Ευρώπης που χρησιμοποιούν το ενιαίο νόμισμα είναι να εισέλθουν στη νέα φάση χωρισμένες στα δύο: από την μια αυτές που θα βλέπουν το ΑΕΠ τους να αυξάνεται έστω και ράθυμα κι από την άλλη αυτές που θα βουλιάζουν στην κρίση για ένα με δύο χρόνια ακόμη (βλέπε Ελλάδα, Πορτογαλία, Ισπανία, Ιρλανδία, κ.α.) με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν δύο ταχύτητες και στην οικονομία. Ειρήσθω εν παρόδω, δεν περνάει απαρατήρητο ότι η Ευρώπη που μέσα από την κρίση έβλεπε την δυνατότητα βελτίωσης της θέσης της στον διεθνή καταμερισμό εξέρχεται πιο βαριά τραυματισμένη από τις συμπληγάδες της, με τον νέο πολυ-πολικό κόσμο να αποδεικνύεται πολύ πιο αφιλόξενος για τις διεθνείς της φιλοδοξίες. Η στροφή της Ουάσιγκτον προς την Ασία, επιβεβαιώνει την υποβάθμισή της η οποία μάλιστα συμπίπτει με τη επικύρωση και την ενεργοποίηση της Συνθήκης της Λισσαβόνας και τον διορισμό προέδρου και υπουργού Εξωτερικών, όπως προβλεπόταν από τις διατάξεις της. Επανερχόμενοι στο διεθνές πλαίσιο των ζοφερών προβλέψεων, οι σημαντικότεροι οικονομικοί και πολιτικοί παράγοντες του Νταβός συμφώνησαν πως τα δημοσιονομικά μέτρα, με τα οποία το κράτος στήριξε τον δοκιμαζόμενο ιδιωτικό τομέα, δεν πρέπει να διακοπούν υπό το φως των θετικών εξελίξεων γιατί τότε αυξάνονται οι πιθανότητες μιας διπλής ύφεσης ή βύθισης. Την άποψη αυτή υποστήριξε δημόσια κι ο γάλλος διευθυντής του ΔΝΤ, Ντομινίκ Στρος Καν, παροτρύνοντας τα κράτη μέλη του να συνεχίσουν να έχουν το χέρι στην τσέπη. Ο αναντικατάστατος ρόλος των κρατικών μέτρων στήριξης της ιδιωτικής οικονομίας (με βαρύτατες προφανώς συνέπειες για τα δημόσια οικονομικά) επιβεβαιώνεται επίσης από τη διαφαινόμενη συρρίκνωση του ιδιωτικού δανεισμού που όλες τις τελευταίες δεκαετίες στήριζε την χειμαζόμενη – λόγω παρατεταμένης λιτότητας – ιδιωτική κατανάλωση. Μέχρι το 2007 για παράδειγμα τα κτηματικά δάνεια ανέρχονταν στο 73% του ΑΕΠ στις ΗΠΑ και στο 81% του ΑΕΠ στην Αγγλία, ενώ ο τραπεζικός δανεισμός στις επιχειρήσεις ισοδυναμούσε με το 46% του ΑΕΠ στην Αγγλία και το 36% στις ΗΠΑ. Στη βάση των παραπάνω «θα πρέπει να περιμένουμε πολλά χρόνια μείωσης του χρέους σε συγκεκριμένους τομείς ορισμένων από τις μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου κι αυτή η διαδικασία θα ασκήσει ένα αξιοσημείωτο εμπόδιο στην αύξηση του ΑΕΠ», αναφερόταν σε έκθεση διεθνούς οικονομικού ινστιτούτου που μετέφερε η βρετανική Guardian Weekly στις 22 Ιανουαρίου. Ταυτόχρονα άπαντες επίσης συμφωνούν πως δεν είναι δυνατό να συνεχιστεί η σημερινή πολιτική μηδενικών επιτοκίων καθώς έχει αρχίσει να δημιουργεί νέου τύπου φούσκες στις αναπτυσσόμενες αγορές, όπου καταλήγει το «τσάμπα χρήμα». Ενδεικτικά αναφέρθηκε πως οι διεθνείς ροές κεφαλαίου από 435 δισ. δολ. το 2009 αναμένεται φέτος να φθάσουν τα 722 και το 2011 να ξεπεράσουν τα 800 δισ. – πραγματική πλημμυρίδα ρευστού που αναστατώνει τις εθνικές οικονομίες οδηγώντας χώρες όπως η Βραζιλία να επιβάλουν φόρο στις βραχυπρόθεσμες κεφαλαίου, διώχνοντας έτσι τις κερδοσκοπικές τοποθετήσεις. Μια άνοδο των επιτοκίων όμως από την ΕΚΤ ή τη FED θα αποτελέσει τη χαριστική βολή στον ιδιωτικό τομέα, καθώς τα δάνεια προς τον ιδιωτικό τομέα και τα νοικοκυριά θα περιοριστούν ακόμη περισσότερο.

Υπό το βάρος λοιπόν αυτών των απαισιόδοξων προβλέψεων, που γίνονται ακόμη ζοφερότερες από την εκτίναξη της ανεργίας στο 10% σε χώρες όπως η Αμερική για παράδειγμα, τίθεται υπό αίρεση ακόμη κι η διαπίστωση του Λόρενς Σάμερς, επικεφαλής του Εθνικού Οικονομικού Συμβουλίου του Λευκού Οίκου, ότι είμαστε στο μέσον μιας περιόδου «στατιστικής ανάκαμψης και ανθρώπινης ύφεσης»…

Αρέσει σε %d bloggers: