Τίποτε δεν διδάχτηκε η ευρωπαϊκή κεντροαριστερά από το μάθημα του γερμανικού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, SPD, που εξακολουθεί να βλέπει την εξουσία με το κιάλι, πληρώνοντας έτσι τα αντεργατικά μέτρα που επέβαλε ο καγκελάριος Γκέρχαρντ Σρέντερ. Ο διάδοχος του Χέλμουτ Κολ πέτυχε μέσα σε λίγα χρόνια όχι μόνο να διαψεύσει τις ελπίδες ακύρωσης των περικοπών που είχαν επιβάλει οι προηγούμενες χριστιανοδημοκρατικές κυβερνήσεις, αλλά να καταφέρει το πιο συντριπτικό πλήγμα που δέχτηκε ποτέ το αξιοζήλευτο κοινωνικό κράτος της Γερμανίας, από την ίδρυσή του. Στο πλαίσιο των αλλαγών που επιβλήθηκαν με το πακέτο μέτρων Χαρτζ ΙV και Ατζέντα 2010 (κι ήταν τόσο… αποτελεσματικές ώστε το 2010 βρήκε την Γερμανία βυθισμένη στην μεγαλύτερη κρίση των μεταπολεμικών χρόνων) σοβαρές παροχές, από τα επιδόματα ανεργίας μέχρι τη δωρεάν περίθαλψη, περικόπηκαν ενώ οι εργασιακές σχέσεις κονιορτοποιήθηκαν προς όφελος της ελαστικότητας. Το αποτέλεσμα είναι το SPD να παραδέρνει στην κρίση και την ανυποληψία μια και αποδεδειγμένα πλέον αποτελεί το πιο φιλικό προς τις επιχειρήσεις κόμμα.
Στον ίδιο ακριβώς αυτοκαταστροφικό δρόμο που άνοιξε ο γερμανός καγκελάριος Γκέρχαρντ Σρέντερ βαδίζει σύσσωμη πλέον κι η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία. Από την Ουγγαρία και την Πορτογαλία μέχρι την Ισπανία και την Ισλανδία, επιλέγοντας τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα να γίνουν εκφραστές της δημοσιονομικής πειθαρχίας και των – εκτός τόπου και χρόνου – οδηγιών της ΕΕ για μείωση του ελλείμματος κάτω από 3% και του χρέους κάτω από το 60% του ΑΕΠ ανταλλάσσουν έναντι πινακίου φακής την επιρροή που διαθέτουν στους εργαζόμενους και ναρκοθετούν τις προνομιακές σχέσεις τους με τα φτωχότερα λαϊκά στρώματα, για πολλά χρόνια.
Η Ουγγαρία είναι ίσως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα, μιας και ο κύκλος της σοσιαλδημοκρατίας έχει ήδη ουσιαστικά κλείσει. Επίσημα ωστόσο θα γίνει τον Απρίλιο, όταν στις πρόωρες εκλογές νικητής θα αναδειχθεί το δεξιό κόμμα Φιντέτς, που όλες οι δημοσκοπήσεις το δείχνουν να προηγείται. Μεγάλος χαμένος θα είναι ο σοσιαλδημοκράτης πρωθυπουργός Φέρεντς Γκιουρτσάνι ο οποίος πέρυσι τον Απρίλιο απώλεσε την πρωθυπουργία μετά από πρόταση μομφής που κατατέθηκε, πληρώνοντας μ’ αυτό τον τρόπο τα δρακόντεια, εξοντωτικά μέτρα που επέβαλε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο για να παραχωρήσει δάνειο 20 δισ. ευρώ στην Ουγγαρία. Περιελάμβαναν δε μεταξύ άλλων τα εξής: Άνοδο του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης από τα 62 στα 65 έτη, μείωση συντάξεων, συρρίκνωση του δημόσιου τομέα, διάλυση των δημόσιων συγκοινωνιών, κ.α. Παρότι την τυπική ευθύνη για την εφαρμογή τους ανέλαβε υπηρεσιακός πρωθυπουργός, πρώην επιχειρηματίας, που διορίστηκε με κοινή συναίνεση, το πολιτικό κόστος επωμίστηκαν οι σοσιαλιστές.
Αν στην κεντρική Ευρώπη τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα είναι οι πιο αξιόπιστοι συνεργάτες του ΔΝΤ, στην δυτική Ευρώπη είναι τα κόμματα που ταυτίζονται περισσότερο με την ΕΕ, όπως δείχνει το παράδειγμα της Ιβηρικής χερσονήσου.
Στην Πορτογαλία την προηγούμενη Πέμπτη 4 Μάρτη δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενοι κατέβηκαν στους δρόμους συμμετέχοντας στην απεργία που κήρυξαν τα συνδικάτα του δημόσιου τομέα για να διαμαρτυρηθούν για το πάγωμα των μισθών. Η κυβέρνηση του σοσιαλδημοκράτη Ζοζέ Σόκρατες, που έχει χάσει την πλειοψηφία στην Βουλή μετά την διάλυση της κυβερνητικής συμμαχίας, έχει προαναγγείλει επίσης περαιτέρω περικοπές δημοσίων δαπανών κι αυξήσεις στους έμμεσους φόρους. Τα ακριβή μέτρα θα ανακοινωθούν ταυτόχρονα με την δημοσιοποίηση του Προγράμματος Σταθερότητας, στόχος του οποίου θα είναι η μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος κάτω από 3% μέχρι το 2013. Το ρόλο του λαγού έπαιξε (…και στην περίπτωση της Πορτογαλίας) ο κεντρικός τραπεζίτης, Βίτορ Κοστάντζιο, που δήλωσε ότι χωρίς αυστηρότερα μέτρα δεν είναι δυνατό να μειωθεί το έλλειμμα, που από 2,7 το 2008 έφθασε στο 9,3% πέρυσι, και το δημόσιο χρέος που το 2009 ήταν 77% και φέτος αναμένεται να φτάσει το 90% του ΑΕΠ. Όσο για την ανεργία, που εκτοξεύτηκε στο 10%, δεν προβλέπονται μέτρα αντιμετώπισής της, όπως πουθενά αλλού άλλωστε στην Ευρώπη όπου η ραγδαία άνοδός της δεν απασχολεί καθόλου τις πολιτικές ηγεσίες! Η δημοσιοποίηση του Προγράμματος Σταθερότητας στην Πορτογαλία θα συρρικνώσει ακόμη περισσότερο τη βάση στήριξης του κυβερνώντος σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, που κέρδισε τις εκλογές μόλις τον Σεπτέμβρη του 2009, χάνοντας όμως 9 ποσοστιαίες μονάδες από το προηγούμενο εκλογικό ποσοστό του.
Δραματικές επιπτώσεις στην πολιτική επιρροή του κυβερνώντος σοσιαλδημοκρατικού κόμματος έχει η εφαρμογή πολιτικών λιτότητας και στη γειτονική Ισπανία. Τον Φεβρουάριο μάλιστα το Σοσιαλιστικό Κόμμα δεν είδε μόνο την ψαλίδα μεταξύ της δικής του επιρροής κι αυτής του δεξιού Λαϊκού Κόμματος να ανοίγει εις βάρος του στις 5,9 ποσοστιαίες μονάδες (από 3,5 που ήταν τον Φεβρουάριο), αλλά έχασε και το τελευταίο του οχυρό που ήταν η ευνοϊκή απάντηση στην ερώτηση για τον καταλληλότερο πρωθυπουργό. Πλέον ο ηγέτης της δεξιάς, Μαριάνο Ραχόι, υπερτερεί, κατά πολύ μάλιστα. Στη βάση τη δυσαρέσκειας των Ισπανών βρίσκονται δύο αλληλοτροφοδοτούμενες αιτίες: η εκτίναξη της ανεργίας στο διαλυτικό για τον κοινωνικό ιστό ποσοστό του 20% και μια σειρά μέτρα που λαμβάνει η κυβέρνηση τα οποία προκαλούν κοινωνική δυσαρέσκεια. Σημαντικότερο όλων το αντι-ασφαλιστικό νομοσχέδιο που συζητιέται και προβλέπει την αύξηση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης από τα 65 στα 67 χρόνια. Αυτή η πρόταση αποτέλεσε την αιτία για την κήρυξη της πρώτης πανεργατικής απεργίας απέναντι στην κυβέρνηση του Θαπατέρο στις 23 Φεβρουαρίου και την αφορμή για να επιλέξει η εφημερίδα El Pais τον τίτλο «το ειδύλλιο φθάνει στο τέλος του», αναφερόμενη στις σχέσεις των συνδικάτων με την κυβέρνηση. Αιτία πολέμου επίσης για τα συνδικάτα αποτελούν τα μέτρα ελαστικοποίησης των εργασιακών σχέσεων που συζητιούνται και στα οποία συμπεριλαμβάνεται η διευκόλυνση των απολύσεων με την μείωση της αποζημίωσης και την κατάργηση των ορίων που υπήρχαν για τις ομαδικές απολύσεις, η μείωση των εργοδοτικών εισφορών κ.λπ. Και τα δύο παραπάνω νομοσχέδια συμβάλλουν στην μείωση των δημοσίων δαπανών κατά 50 δισ. ευρώ που περιγράφεται στο Πρόγραμμα Σταθερότητας που υπέβαλε η Μαδρίτη στις Βρυξέλλες απώτερος στόχος του οποίου είναι η μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος από 11,4% το 2009 σε επίπεδα χαμηλότερα του 3% του ΑΕΠ μέχρι το 2013.
Τέλος, θυσίασμα στο βωμό της οικονομικής ορθοδοξίας επέλεξε να γίνει κι η κυβέρνηση συμμαχίας μεταξύ κεντροαριστεράς και πράσινων στην Ισλανδία, που εξελέγη τον Ιούνιο του 2009, από τη στιγμή που συγκρούστηκε με την συντριπτική πλειοψηφία των Ισλανδών – το 93% όπως έδειξε και το δημοψήφισμα της προηγούμενης εβδομάδας. Άμεσες συνέπειες στην κυβερνητική σταθερότητα της Ισλανδίας δεν πρόκειται να υπάρξουν από την άρνηση των Ισλανδών να «φεσωθεί» με 48.000 ευρώ το κάθε νοικοκυριό για να αποζημιωθούν οι κυβερνήσεις της Αγγλίας και της Ολλανδίας σχετικά με την κατάρρευση της τράπεζας Icesave τον Οκτώβρη του 2008. Φάνηκε ωστόσο ότι η κεντροαριστερή κυβέρνηση που εξελέγη μόλις πριν εννιά μήνες δεν ανταποκρίθηκε στο αίτημα της αλλαγής που συνόδευσε την ήττα της προηγούμενης δεξιάς κυβέρνησης.
Ως κοινή συνισταμένη των παραπάνω προκύπτει ότι η επιλογή των σοσιαλδημοκρατικών κυβερνήσεων σε όλη την Ευρώπη να φανούν αξιόπιστες πρωτίστως απέναντι τους αναξιόπιστους οίκους αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας ή τους διεθνείς κερδοσκόπους κι όχι ως προς την τήρηση των προεκλογικών τους δεσμεύσεων ή των προσδοκιών που συνόδευσαν την εκλογή τους θέτει σε κρίση τις σχέσεις τους με τους ψηφοφόρους.
Κι η Ελλάδα φυσικά δεν αποτελεί εξαίρεση…
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.