Πολιτική αστάθεια φέρνουν τα Προγράμματα Σταθερότητας (Επίκαιρα, 11-17/3/2010)

 Τίποτε δεν διδάχτηκε η ευρωπαϊκή κεντροαριστερά από το μάθημα του γερμανικού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, SPD, που εξακολουθεί να βλέπει την εξουσία με το κιάλι, πληρώνοντας έτσι τα αντεργατικά μέτρα που επέβαλε ο καγκελάριος Γκέρχαρντ Σρέντερ. Ο διάδοχος του Χέλμουτ Κολ πέτυχε μέσα σε λίγα χρόνια όχι μόνο να διαψεύσει τις ελπίδες ακύρωσης των περικοπών που είχαν επιβάλει οι προηγούμενες χριστιανοδημοκρατικές κυβερνήσεις, αλλά να καταφέρει το πιο συντριπτικό πλήγμα που δέχτηκε ποτέ το αξιοζήλευτο κοινωνικό κράτος της Γερμανίας, από την ίδρυσή του.  Στο πλαίσιο των αλλαγών που επιβλήθηκαν με το πακέτο μέτρων Χαρτζ  ΙV και Ατζέντα 2010 (κι ήταν τόσο… αποτελεσματικές ώστε το 2010 βρήκε την Γερμανία βυθισμένη στην μεγαλύτερη κρίση των μεταπολεμικών χρόνων) σοβαρές παροχές, από τα επιδόματα ανεργίας μέχρι τη δωρεάν περίθαλψη, περικόπηκαν ενώ οι εργασιακές σχέσεις κονιορτοποιήθηκαν προς όφελος της ελαστικότητας. Το αποτέλεσμα είναι το SPD να παραδέρνει στην κρίση και την ανυποληψία μια και αποδεδειγμένα πλέον αποτελεί το πιο φιλικό προς τις επιχειρήσεις κόμμα.

Στον ίδιο ακριβώς αυτοκαταστροφικό δρόμο που άνοιξε ο γερμανός καγκελάριος Γκέρχαρντ Σρέντερ βαδίζει σύσσωμη πλέον κι η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία. Από την Ουγγαρία και την Πορτογαλία μέχρι την Ισπανία και την Ισλανδία, επιλέγοντας τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα να γίνουν εκφραστές της δημοσιονομικής πειθαρχίας και των – εκτός τόπου και χρόνου – οδηγιών της ΕΕ για μείωση του ελλείμματος κάτω από 3% και του χρέους κάτω από το 60% του ΑΕΠ ανταλλάσσουν έναντι πινακίου φακής την επιρροή που διαθέτουν στους εργαζόμενους και ναρκοθετούν τις προνομιακές σχέσεις τους με τα φτωχότερα λαϊκά στρώματα, για πολλά χρόνια.

Η Ουγγαρία είναι ίσως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα, μιας και ο κύκλος της σοσιαλδημοκρατίας έχει ήδη ουσιαστικά κλείσει. Επίσημα ωστόσο θα γίνει τον Απρίλιο, όταν στις πρόωρες εκλογές νικητής θα αναδειχθεί το δεξιό κόμμα Φιντέτς, που όλες οι δημοσκοπήσεις το δείχνουν να προηγείται. Μεγάλος  χαμένος θα είναι ο σοσιαλδημοκράτης πρωθυπουργός Φέρεντς Γκιουρτσάνι ο οποίος πέρυσι τον Απρίλιο απώλεσε την πρωθυπουργία μετά από πρόταση μομφής που κατατέθηκε, πληρώνοντας μ’ αυτό τον τρόπο τα δρακόντεια, εξοντωτικά μέτρα που επέβαλε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο για να παραχωρήσει δάνειο 20 δισ. ευρώ στην Ουγγαρία. Περιελάμβαναν δε μεταξύ άλλων τα εξής: Άνοδο του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης από τα 62 στα 65 έτη, μείωση συντάξεων, συρρίκνωση του δημόσιου τομέα, διάλυση των δημόσιων συγκοινωνιών, κ.α. Παρότι την τυπική ευθύνη για την εφαρμογή τους ανέλαβε υπηρεσιακός πρωθυπουργός, πρώην επιχειρηματίας, που διορίστηκε με κοινή συναίνεση, το πολιτικό κόστος επωμίστηκαν οι σοσιαλιστές.

Αν στην κεντρική Ευρώπη τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα είναι οι πιο αξιόπιστοι συνεργάτες του ΔΝΤ, στην δυτική Ευρώπη είναι τα κόμματα που ταυτίζονται περισσότερο με την ΕΕ, όπως δείχνει το παράδειγμα της Ιβηρικής χερσονήσου.

Στην Πορτογαλία την προηγούμενη Πέμπτη 4 Μάρτη δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενοι κατέβηκαν στους δρόμους συμμετέχοντας στην απεργία που κήρυξαν τα συνδικάτα του δημόσιου τομέα για να διαμαρτυρηθούν για το πάγωμα των μισθών. Η κυβέρνηση του σοσιαλδημοκράτη Ζοζέ Σόκρατες, που έχει χάσει την πλειοψηφία στην Βουλή μετά την διάλυση της κυβερνητικής συμμαχίας, έχει προαναγγείλει επίσης περαιτέρω περικοπές δημοσίων δαπανών κι αυξήσεις στους έμμεσους φόρους. Τα ακριβή μέτρα θα ανακοινωθούν ταυτόχρονα με την δημοσιοποίηση του Προγράμματος Σταθερότητας, στόχος του οποίου θα είναι η μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος κάτω από 3% μέχρι το 2013. Το ρόλο του λαγού έπαιξε (…και στην περίπτωση της Πορτογαλίας) ο κεντρικός τραπεζίτης, Βίτορ Κοστάντζιο, που δήλωσε ότι χωρίς αυστηρότερα μέτρα δεν είναι δυνατό να μειωθεί το έλλειμμα, που από 2,7 το 2008 έφθασε στο 9,3% πέρυσι, και το δημόσιο χρέος που το 2009 ήταν 77% και φέτος αναμένεται να φτάσει το 90% του ΑΕΠ. Όσο για την ανεργία, που εκτοξεύτηκε στο 10%, δεν προβλέπονται μέτρα αντιμετώπισής της, όπως πουθενά αλλού άλλωστε στην Ευρώπη όπου η ραγδαία άνοδός της δεν απασχολεί καθόλου τις πολιτικές ηγεσίες! Η δημοσιοποίηση του Προγράμματος Σταθερότητας στην Πορτογαλία θα συρρικνώσει ακόμη περισσότερο τη βάση στήριξης του κυβερνώντος σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, που κέρδισε τις εκλογές μόλις τον Σεπτέμβρη του 2009, χάνοντας όμως 9 ποσοστιαίες μονάδες από το προηγούμενο εκλογικό ποσοστό του.

Δραματικές επιπτώσεις στην πολιτική επιρροή του κυβερνώντος σοσιαλδημοκρατικού κόμματος έχει η εφαρμογή πολιτικών λιτότητας και στη γειτονική Ισπανία. Τον Φεβρουάριο μάλιστα το Σοσιαλιστικό Κόμμα δεν είδε μόνο την ψαλίδα μεταξύ της δικής του επιρροής κι αυτής του δεξιού Λαϊκού Κόμματος να ανοίγει εις βάρος του στις 5,9 ποσοστιαίες μονάδες (από 3,5 που ήταν τον Φεβρουάριο), αλλά έχασε και το τελευταίο του οχυρό που ήταν η ευνοϊκή απάντηση στην ερώτηση για τον καταλληλότερο πρωθυπουργό. Πλέον ο ηγέτης της δεξιάς, Μαριάνο Ραχόι, υπερτερεί, κατά πολύ μάλιστα. Στη βάση τη δυσαρέσκειας των Ισπανών βρίσκονται δύο αλληλοτροφοδοτούμενες αιτίες: η εκτίναξη της ανεργίας στο διαλυτικό για τον κοινωνικό ιστό ποσοστό του 20% και μια σειρά μέτρα που λαμβάνει η κυβέρνηση τα οποία προκαλούν κοινωνική δυσαρέσκεια. Σημαντικότερο όλων το αντι-ασφαλιστικό νομοσχέδιο που συζητιέται και προβλέπει την αύξηση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης από τα 65 στα 67 χρόνια. Αυτή η πρόταση αποτέλεσε την αιτία για την κήρυξη της πρώτης πανεργατικής απεργίας απέναντι στην κυβέρνηση του Θαπατέρο στις 23 Φεβρουαρίου και την αφορμή για να επιλέξει η εφημερίδα El Pais τον τίτλο «το ειδύλλιο φθάνει στο τέλος του», αναφερόμενη στις σχέσεις των συνδικάτων με την κυβέρνηση. Αιτία πολέμου επίσης για τα συνδικάτα αποτελούν τα μέτρα ελαστικοποίησης των εργασιακών σχέσεων που συζητιούνται και στα οποία συμπεριλαμβάνεται η διευκόλυνση των απολύσεων με την μείωση της αποζημίωσης και την κατάργηση των ορίων που υπήρχαν για τις ομαδικές απολύσεις, η μείωση των εργοδοτικών εισφορών κ.λπ. Και τα δύο παραπάνω νομοσχέδια συμβάλλουν στην μείωση των δημοσίων δαπανών κατά 50 δισ. ευρώ που περιγράφεται στο Πρόγραμμα Σταθερότητας που υπέβαλε η Μαδρίτη στις Βρυξέλλες απώτερος στόχος του οποίου είναι η μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος από 11,4% το 2009 σε επίπεδα χαμηλότερα του 3% του ΑΕΠ μέχρι το 2013.

Τέλος, θυσίασμα στο βωμό της οικονομικής ορθοδοξίας επέλεξε να γίνει κι η κυβέρνηση συμμαχίας μεταξύ κεντροαριστεράς και πράσινων στην Ισλανδία, που εξελέγη τον Ιούνιο του 2009, από τη στιγμή που συγκρούστηκε με την συντριπτική πλειοψηφία των Ισλανδών – το 93% όπως έδειξε και το δημοψήφισμα της προηγούμενης εβδομάδας. Άμεσες συνέπειες στην κυβερνητική σταθερότητα της Ισλανδίας δεν πρόκειται να υπάρξουν από την άρνηση των Ισλανδών να «φεσωθεί» με 48.000 ευρώ το κάθε νοικοκυριό για να αποζημιωθούν οι κυβερνήσεις της Αγγλίας και της Ολλανδίας σχετικά με την κατάρρευση της τράπεζας Icesave τον Οκτώβρη του 2008. Φάνηκε ωστόσο ότι η κεντροαριστερή κυβέρνηση που εξελέγη μόλις πριν εννιά μήνες δεν ανταποκρίθηκε στο αίτημα της αλλαγής που συνόδευσε την ήττα της προηγούμενης δεξιάς κυβέρνησης.

Ως κοινή συνισταμένη των παραπάνω προκύπτει ότι η επιλογή των σοσιαλδημοκρατικών κυβερνήσεων σε όλη την Ευρώπη να φανούν αξιόπιστες πρωτίστως απέναντι τους αναξιόπιστους οίκους αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας ή τους διεθνείς κερδοσκόπους κι όχι ως προς την τήρηση των προεκλογικών τους δεσμεύσεων ή των προσδοκιών που συνόδευσαν την εκλογή τους θέτει σε κρίση τις σχέσεις τους με τους ψηφοφόρους.

Κι η Ελλάδα φυσικά δεν αποτελεί εξαίρεση…

Σε σταυροδρόμι η Αριστερά στη Γερμανία (Επίκαιρα, 4/2-10/2/2010)

Ενώπιον κρίσιμων επιλογών βρίσκεται το Αριστερό Κόμμα στη Γερμανία που με την ορμητική είσοδό του στην πολιτική ζωή της χώρας την τελευταία τριετία επανακαθόρισε τους όρους της αντιπαράθεσης. Αιτία είναι η δήλωση του 66χρονου Όσκαρ Λαφοντέν ότι αποχωρεί από την ηγεσία του κόμματος. Η πρόσφατη ανακοίνωσή του αναμενόταν από τις 18 Νοέμβρη του 2009, όταν έκανε για πρώτη φορά γνωστό ότι πάσχει από καρκίνο του προστάτη. Ο ίδιος ο Λαφοντέν από τότε είχε προαναγγείλει πως θα ανακοινώσει στις αρχές του νέου έτους αν θα συνεχίσει να ηγείται του Αριστερού Κόμματος, σε συνάρτηση φυσικά με την πορεία της υγείας του…

Η αποχώρησή του ωστόσο αναμένεται να έχει καταλυτικές συνέπειες. Όπως άλλωστε είχε μέχρι τώρα κι η προσωπική του συμμετοχή στις εξελίξεις στην γερμανική σοσιαλδημοκρατία. Ο Όσκαρ Λαφοντέν κέρδισε την αναγνώριση και το σεβασμό της διεθνούς σοσιαλδημοκρατίας, τουλάχιστον των πιο αριστερών της εκδοχών, το 1999, όταν στο απόγειο της πολιτικής του καριέρας, ως πρόεδρος του γερμανικού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος και υπουργός Οικονομίας της νεοσύστατης κυβέρνησης του Γκέρχαρντ Σρέντερ, παραιτείται κι από τα δύο κορυφαία αξιώματα διαφωνώντας από τα αριστερά με την πολιτική του σοσιαλδημοκράτη καγκελάριου. Να θυμίσουμε πως ήταν η εποχή που η απομάκρυνση του χριστιανοδημοκράτη Χέλμουτ Κολ από την κυβέρνηση (όπως είχε συμβεί άλλωστε και στην Αγγλία με την άνοδο του Τόνι Μπλερ) ενθάρρυνε τις πιο υψιπετείς φιλοδοξίες για μια αριστερή στροφή και επαναφορά των εργατικών κατακτήσεων και των κοινωνικών παροχών στα αξιοζήλευτα επίπεδα της δεκαετίας του ’70. Φιλοδοξίες που γρήγορα αποδείχθηκαν μάταιες. Ο Λαφοντέν αντιλαμβανόμενος έγκαιρα την αμετάκλητη δεξιά στροφή της σοσιαλδημοκρατίας αποχώρησε από το κόμμα που τον ανέδειξε. Η επιλογή του δικαιώθηκε πολύ γρήγορα όταν η δυσφορία των γερμανών εργαζομένων έφθασε στο αποκορύφωμά της με την περίφημη «Ατζέντα 2010», ένα πρόγραμμα αντεργατικών μεταρρυθμίσεων του Σρέντερ, με το οποίο κατεδαφίστηκαν παροχές που συνιστούσαν ακρογωνιαίους λίθους του γερμανικού κράτους πρόνοιας και δεν είχε τολμήσει να θίξει ούτε ο Κολ.

Ο Λαφοντέν, «κόκκινος Όσκαρ» εν τω μεταξύ ή «ο πιο επικίνδυνος άνθρωπος στην Ευρώπη» κατά τον βρετανικό Economist, επανέρχεται στην πολιτική με την ίδρυση της Αριστεράς. Η σοβαρή εκλογική άνοδος της Αριστεράς (από 8,7% το 2005 στο 11,9% το 2009) εξελίσσεται ταυτόχρονα, σαν διελκυστίνδα, με την παρακμή και την κρίση της σοσιαλδημοκρατίας όπως εκφράζεται με την εκλογική της καταβαράθρωση (από 34,2% το 2005 στο 23% το 2009) και τις συνεχείς αλλαγές στην ηγεσία της, ως αποτέλεσμα πραξικοπημάτων της πιο δεξιάς της πτέρυγας με στόχο την αποτροπή μιας αριστερής στροφής. Η Αριστερά ωστόσο πέτυχε χάρη στο αριστερό της πρόγραμμα. Μόλις τον Μάιο του 2009 ο Όσκαρ Λαφοντέν δεν δίστασε να δηλώσει στο δημοσιογράφο του Der Spiegel ότι «θέλουμε να ανατρέψουμε τον καπιταλισμό». Ταυτόχρονα κατέθεσε πέντε αιτήματα που αποτελούσαν προμετωπίδα του κόμματός του, τα οποία θεωρούσε κι αδιαπραγμάτευτο όρο για την συμμετοχή του σε οποιαδήποτε κυβέρνηση: Επαναφορά των 65 ετών ως ανώτατο ηλικιακό όριο συνταξιοδότησης (από τα 67 που το ανέβασε ο Σρέντερ), αποχώρηση του γερμανικού στρατού από το Αφγανιστάν, καθορισμός κατώτατου ωρομισθίου στο ύψος των 10 ευρώ, γενναίο πρόγραμμα δημόσιων επενδύσεων ύψους 100 δισ. ευρώ ετησίως και άνοδος του φορολογικού συντελεστή για τους πλουσίους στο 80%! Το πρόγραμμα αυτό επιδοκιμάστηκε στη Γερμανία κι η Αριστερά βγήκε τέταρτο κόμμα προσπερνώντας τους Πράσινους και συγκεντρώνοντας τους μισούς ψήφους από τους σοσιαλδημοκράτες (SPD).

Αυτή η δυναμική ωστόσο τίθεται υπό αίρεση με την αποχώρηση του Λαφοντέν, που μεταξύ πολλών άλλων αποκαλούσε τον Μπους δημόσια, τρομοκράτη. Το Αριστερό Κόμμα από την πρώτη στιγμή που ιδρύθηκε με την συγχώνευση του Κόμματος Δημοκρατικού Σοσιαλισμού από την ανατολική Γερμανία (μετεξέλιξη του κυβερνώντος μέχρι το 1989 Ενιαίου Σοσιαλιστικού Κόμματος Γερμανίας) και του WASG από τη δυτική, ποτέ στην πραγματικότητα δεν έγινε ένα κόμμα. Ποτέ δεν επήλθε πλήρη και ουσιαστική ενοποίηση ανάμεσα στις δύο πτέρυγες που το συγκρότησαν. Ο καταμερισμός μεταξύ των δυτικών και ανατολικών είναι άνισος μεν, σαφής δε. Οι ανατολικοί βάζουν τις ψήφους κι οι δυτικοί βάζουν την αριστερή γραμμή!

«Το Αριστερό Κόμμα είναι δύο – ή καλύτερα δυόμισι – κόμματα. Υπάρχει το πραγματιστικό, κυρίαρχο κόμμα που είναι στην εξουσία στην ανατολή. Αυτό είναι το κόμμα νούμερο ένα. Έπειτα υπάρχει το κόμμα νούμερο δύο, που αποσχίστηκε και βρίθει διαφωνούντων από άλλα κόμματα, που συναντιέται περισσότερο στη Δύση. Κι έπειτα υπάρχει το κόμμα του Λαφοντέν, στο κρατίδιο του Σάαρλαντ», έγραφε το γερμανικό περιοδικό Der Spiegel στις 25 Σεπτέμβρη 2009. Και συνέχιζε περιγράφοντας τις αντιθέσεις εντός της Αριστεράς: «Τα κόμματα ένα και δύο καυγαδίζουν για το ποιο απ’ αυτά είναι στην πραγματικότητα το Αριστερό Κόμμα. Οι δυτικοί αριστεροί πιστεύουν ότι οι ανατολικοί είναι πολύ προσεχτικοί, φοβισμένοι και κακομαθημένοι από την συμμετοχή τους στις κυβερνήσεις των ανατολικών κρατιδίων ή από την επιθυμία τους για συμμετοχή. Οι ανατολικοί αριστεροί, από την άλλη πλευρά, πιστεύουν ότι οι δυτικοί έχουν εμμονή με την ιδεολογία κι ακόμη ότι είναι εχθροί του συντάγματος σε ορισμένες ακραίες περιπτώσεις». Στην ανατολική Γερμανία ωστόσο βρισκόταν η μεγαλύτερη δεξαμενή ψήφων της Αριστεράς, όπως φάνηκε κι από ορισμένα περυσινά αποτελέσματα: 20% στη Σαξονία, 30% στη Θουριγγία, κ.λπ. όταν στη δυτικογερμανική Χέσση η Αριστερά κέρδισε την ίδια περίοδο 5,4%.

Στο εξής με την απουσία του Όσκαρ Λαφοντέν που αποδεδειγμένα διέθετε το πολιτικό εκτόπισμα και την εκλογική επιρροή, όπως φάνηκε από το 21% που κέρδισε η Αριστερά στο κρατίδιο του, τη Σάαρλαντ, για να επιβάλλει την πιο αριστερή γραμμή, θα τεθεί υπό αίρεση αυτό το πετυχημένο, προωθητικό μίγμα. Ήδη στο SPD ανοίγουν σαμπάνιες. Με το βλέμμα στις γενικές εκλογές του 2013 ευελπιστούν ότι το κενό που αφήνει η απομάκρυνση του Λαφοντέν από την ηγεσία της Αριστεράς θα καλυφθεί από περισσότερο μετριοπαθή στελέχη της, που μπροστά στο δέλεαρ της εξουσίας δεν θα διστάσουν να βάλουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων ακόμη και τις πιο αδιαπραγμάτευτες αρχές τους, όπως έκαναν κι οι Πράσινοι, πριν μια δεκαετία, ανοίγοντας οι ίδιοι το δρόμο για την εκλογική τους ήττα και τον πολιτικό τους παροπλισμό. Οι εξελίξεις στο ίδιο το κόμμα, που το 2010 θα αποφάσιζε το πρόγραμμά του, και οι εκλογές στα κρατίδια το επόμενο διάστημα θα δείξουν την πορεία που θα ακολουθήσει η γερμανική Αριστερά…

Με νέα …χρώματα συνεχίζει η Μέρκελ (Μετροπόλιταν, 4/10/2009)

Πέτυχε τον στόχο της η Δεξιά στη Γερμανία στις ομοσπονδιακές εκλογές της προηγούμενης Κυριακής, καταφέρνοντας να απομακρύνει τους Σοσιαλδημοκράτες από την κυβέρνηση συνασπισμού και να τους αντικαταστήσει με το φιλο-επιχειρηματικό κόμμα των Ελεύθερων Δημοκρατών.

Σ’ αυτό τον στόχο όμως, που θα έχει σημαντικότατες επιπτώσεις για την μελλοντική πορεία της χώρας που θεωρείται οικονομική ατμομηχανή της Ευρώπης, σταματούν και τα καλά νέα για το κόμμα των Χριστιανοδημοκρατών. Γιατί, το ποσοστό του 34% που συγκέντρωσε συνολικά η Δεξιά στη Γερμανία (η CDU μαζί με τη CSU από τη Βαυαρία) είναι το χαμηλότερο ποσοστό που έχει πάρει από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Μάλιστα, και στις προηγούμενες ομοσπονδιακές εκλογές, το 2004, παρότι η Δεξιά είχε βγει πρώτο κόμμα κερδίζοντας το δικαίωμα να ορίσει καγκελάριο, και τότε το ποσοστό της, που ήταν 35%, συνιστούσε συντριβή μια και ήταν και κείνο το χαμηλότερο ποσοστό της μεταπολεμικής περιόδου.

Τη μεγαλύτερη συντριβή ωστόσο δέχτηκαν οι Σοσιαλδημοκράτες οι οποίοι κατέγραψαν τα ίδια αρνητικά ρεκόρ με τους Χριστιανοδημοκράτες κερδίζοντας το 23% των ψήφων από 34% που είχαν πάρει το 2004. Έχασαν δηλαδή 11 ολόκληρες ποσοστιαίες μονάδες ή τον 1 από τους 3 ψήφους τους! Αυτό είναι το τίμημα που πλήρωσε το SPD για την βαθιά αντιλαϊκή «Ατζέντα 2010» την οποία εφάρμοσε ο Γκέρχαρντ Σρέντερ το 2005 και περιλάμβανε την κατάργηση κοινωνικών παροχών και ασφαλιστικών δικαιωμάτων. Ήταν επίσης το τίμημα που πλήρωσαν για τη μετέπειτα δεξιά στροφή τους, όπως συμπυκνώθηκε στην κυβέρνηση του μεγάλου συνασπισμού, το 2005. Η απογοήτευση που προκάλεσαν ήταν μεγάλη επειδή κάλλιστα μπορούσαν τότε οι Σοσιαλδημοκράτες να σχηματίσουν κυβέρνηση με την Αριστερά και τους Πράσινους. Διαθέτοντας τα τρία κόμματα 222 βουλευτές, 54 και 51 αντίστοιχα, 327 δηλαδή αθροιστικά, ξεπερνούσαν κατά πολύ το όριο των 308 εδρών που απαιτείται για την απόλυτη πλειοψηφία. Ενώ λοιπόν όλοι ανέμεναν το Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα να στραφεί προς τα αριστερά του, στους φυσικούς του συμμάχους όπως είναι οι Πράσινοι με τους οποίους κυβέρνησε επί δύο τετραετίες ο Σρέντερ, και την Αριστερά που κατά μεγάλο μέρος αποτελείται από δυσαρεστημένους του SPD, αυτό επέλεξε να συγκυβερνήσει με τη Δεξιά. Στο εσωτερικό του κόμματος δε, στα ανώτερα κλιμάκια μάλιστα, προκλήθηκαν διαδοχικοί τριγμοί λόγω της συντηρητικής του στροφής που ακόμη συνεχίζονται. Ειδικότερα, το Νοέμβριο του 2005 ο ηγέτης του κόμματος Φρανζ Μίντεφερινγκ από την εποχή του Σρέντερ ακόμη κι αρχιτέκτονας του μεγάλου συνασπισμού στη συνέχεια παραιτήθηκε από την ηγεσία του κόμματος όταν η πρόταση του για την πλήρωση της θέσης του νούμερο 2 στην κομματική ιεραρχία απορρίφθηκε πανηγυρικά. Το αποτέλεσμα αυτό είχε χαρακτηριστεί χαστούκι στο πρόσωπό του κι οδήγησε στην παραίτησή του. Στη θέση του και για 5 μόνο μήνες εκλέχτηκε ο Ματίας Πλάτζεκ, ο οποίος τον Μάιο του 2006 αντικαταστάθηκε από τον Κουρτ Μπεκ. Στο πρόγραμμα του νέου ηγέτη του SPD δέσποζε η ουσιαστική κριτική στα πεπραγμένα του Σρέντερ και μια αριστερή στροφή στο πρόγραμμα και του στόχους του αρχαιότερου σοσιαλδημοκρατικού κόμματος της Ευρώπης, έτσι ώστε να επανασυνδεθεί με τους εργαζόμενους και να σταματήσει η αιμορραγία από τα αριστερά του. Το μόνο που κατάφερε ήταν να συντομεύσει τον χρόνο παραμονής του στην ηλεκτρική καρέκλα του προέδρου του SPD. Έτσι, άρον – άρον και νύχτα μάλιστα τον Σεπτέμβριο του 2008 επανήλθε ο Μίντεφερνγκ στη θέση του για να εγγυηθεί ο ίδιος την συνέχιση της νεοφιλελεύθερης στροφής του κόμματος. Στο προαναγγελθέν συνέδριο του κόμματος, τον ερχόμενο Νοέμβριο, η κριτική προς την ηγεσία του, που φέρει ακέραια την ευθύνη για την εκλογική συντριβή του κόμματος θα κορυφωθεί. Μένει να δούμε αν θα είναι τόσο πλατιά ώστε να ανατρέψει αυτή την ηγεσία και να ακυρώσει τη δεξιά μετάλλαξη του κόμματος…

Μια επιπλέον επιβεβαίωση για τα αίτια της συρρίκνωσης του SPD δίνει κι η σοβαρή άνοδος του κόμματος Αριστερά, που επιβεβαιώνοντας τις προβλέψεις, κέρδισε το 12% των ψήφων, αυξάνοντας τις δυνάμεις του από τις προηγούμενες εκλογές περισσότερο από ένα τρίτο. Οι ψηφοφόροι του κόμματος που ίδρυσε ο Όσκαρ Λαφοντέν, όταν αποχώρησε από το SPD το 1998, με τον ηγέτη του ανατολικογερμανικού Κόμματος για το Δημοκρατικό Σοσιαλισμό, Γκίζι, είναι δυσαρεστημένα μέλη και οπαδοί του SPD καθώς κι αριστεροί της πάλαι ποτέ Ανατολικής Γερμανίας. Στην προμετωπίδα τους δε κατά τη διάρκεια όλης της προεκλογικής περιόδου βρισκόταν το αίτημα τη επιστροφής των 4.200 γερμανών στρατιωτών από το Αφγανιστάν κι η ακύρωση των αντεργατικών μέτρων του Σρέντερ!

Το καλύτερο ποσοστό στην ιστορία τους έπιασαν κι οι Πράσινοι αγγίζοντας το 11%, από 8% που είχαν πετύχει στις προηγούμενες εκλογές. Στόχος των ίδιων ήταν να περάσουν στην τρίτη θέση ώστε να συμμετάσχουν στην επόμενη κυβέρνηση συνεργασίας.

Η εικόνα της κρίσης στο γερμανικό πολιτικό σύστημα που δημιουργείται από την συρρίκνωση της εκλογικής απήχησης των δύο μεγάλων κομμάτων συμπληρώνεται από ένα ακόμη ρεκόρ, της αποχής. Η συμμετοχή, φθάνοντας μόλις στο 71% από 77% που ήταν πριν 4 χρόνια, άγγιξε το χαμηλότερο σημείο όλης της μεταπολεμικής περιόδου. Πίσω από τους αριθμούς αυτό που διακρίνεται είναι η (παθητική έστω) αντίδραση των 62 εκ. Γερμανών ψηφοφόρων απέναντι σε ένα πολιτικό σκηνικό οι διαχωριστικές γραμμές του οποίου έχουν καταργηθεί προ πολλού κι οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές του κάνουν ότι μπορούν για να πείσουν τους ψηφοφόρους πως «όλοι ίδιοι είναι». Γιατί επομένως να τους ψηφίσουν;

Το τρίτο κόμμα που είδε τα ποσοστά του να αυξάνονται, όπως συνέβη με την Αριστερά και τους Πράσινους, είναι το νεοφιλελεύθερο κόμμα των Ελεύθερων Δημοκρατών που συγκέντρωσε το 15% όταν στις προηγούμενες εκλογές είχε κερδίσει το 10%. Το κόμμα των Ελεύθερων Δημοκρατών είναι ο αδιαμφισβήτητος νικητής των εκλογών καθώς με αυτή του την άνοδο εξασφάλισε τον τερματισμό της 11χρονης απομάκρυνσής του από την εξουσία και την είσοδό του στην κυβέρνηση συνεργασίας της Μέρκελ. Υπάρχει ωστόσο μια σημαντική διαφορά από τα χρόνια του Κολ όταν οι Ελεύθεροι Δημοκράτες συμμετείχαν στις δεξιές κυβερνήσεις καθώς τότε οι βουλευτές τους αντιπροσώπευαν περίπου το 20% των βουλευτών του CDU και του CSU. Σήμερα αντίθετα είναι σχεδόν το 40% (93 έναντι 239). Κατά συνέπεια και το φιλο-επιχειρηματικό πρόγραμμά τους θα βάλει πολύ πιο βαθιά τη σφραγίδα του στις προγραμματικές εξαγγελίες της νέας μαυροκίτρινης κυβέρνησης (από τα χρώματα των δύο κομμάτων) που θα αναλάβει μόλις ολοκληρωθεί το παζάρι για τα υπουργεία. Το μόνο σίγουρο μέχρι στιγμής θεωρείται πως το υπουργείο Εξωτερικών της Γερμανίας, θα αναλάβει ο ηγέτης του FD, Γκουίντο Βεστερβέλε, που δηλώνει δημόσια ότι είναι ομοφυλόφιλος. Εξ ίσου σίγουρο θεωρείται πως θα αναλάβουν κι άλλα σημαντικά υπουργεία. Όταν συμμετείχαν ξανά στην κυβέρνηση, την περίοδο 1982-1998, είχαν υπό τον έλεγχό τους τα εξαιρετικά κρίσιμα υπουργεία Εξωτερικών, Οικονομίας και Δικαιοσύνης.

Με την υποκίνησή τους τώρα η Μέρκελ θεωρείται σχεδόν βέβαιο ότι θα μειώσει σημαντικά τους φόρους των επιχειρήσεων, οξύνοντας τη δημοσιονομική ανισορροπία, θα προχωρήσει στην απορύθμιση, δηλαδή την ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων, θα ακυρώσει προγενέστερη απόφαση για κλείσιμο 17 πυρηνικών εργοστασίων μέχρι το 2021, ενώ για το μείζον θέμα του Αφγανιστάν θα παρατείνει επ’ άπειρο την παραμονή των γερμανών στρατιωτών.

Μέτρα, αμφιβόλου οικονομικής αποτελεσματικότητας, που θα διαβρώσουν ακόμη περισσότερο την κοινωνική συνοχή και τα θεμέλια του πολιτικού συστήματος…

Εκλογές πλήξης στη Γερμανία (Μετροπόλιταν, 20/9/2009)

Στις πιο βαρετές εκλογές οδηγείται η Γερμανία την επόμενη Κυριακή, 27 Αυγούστου, με τους εκλογείς να έχουν γυρίσει την πλάτη τους σε όλα σχεδόν τα πολιτικά κόμματα. Τα αποτελέσματα πρόσφατης δημοσκόπησης που δημοσίευσε η International Herald Tribune ήταν αποκαλυπτικά και με μια δεύτερη ματιά βαθιά ανησυχητικά, καθώς το συντριπτικά υψηλό ποσοστό του 84% των γερμανών εκλογέων χαρακτήρισε την εκλογική διαδικασία ως βαρετή κι απ’ αυτούς το 38% παντελώς αδιάφορη!

Η αποστροφή των Γερμανών προς την κορυφαία κατά τ’ άλλα πολιτική διαδικασία εκφράζεται επίσης και με τα χαμηλά ποσοστά που συγκεντρώνουν τα ισχυρότερα και παραδοσιακότερα πολιτικά κόμματα. Για παράδειγμα το δεξιό κόμμα της καγκελάριου Άγκελα Μέρκελ, η Χριστιανοδημοκρατική Ένωση (CDU), παρότι όλοι προεξοφλούν ότι θα κερδίσει με άνεση τις εκλογές της επόμενης Κυριακής, κάτι που διαφαίνεται κι από τα αποτελέσματα των μέχρι σήμερα δημοσκοπήσεων με βάση τα οποία αναμένεται να κερδίσει το 35% των ψήφων, ήταν ο μεγάλος χαμένος των εκλογών που διενεργήθηκαν στις 30 Αυγούστου σε τρία κρατίδια. Δέκα ολόκληρες μονάδες έχασε σε δύο απ’ αυτά, τη Θουριγγία και τη Σάαρλαντ, βεβαιώνοντας έτσι πόσο εύθραυστη θα είναι η νίκη της την επόμενη Κυριακή, όταν οι Γερμανοί θα το επιλέξουν προφανώς ως το μικρότερο κακό. Εξ ίσου άσχημα τα πήγε και το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD). Το χειρότερο μάλιστα για τους σοσιαλδημοκράτες είναι ότι στις εκλογές της επόμενης Κυριακής αναμένεται να καταγράψουν ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά της ιστορίας τους. Ειδικότερα οι προβλέψεις, και δη αυτή που διενήργησε το περιοδικό Stern κι ο τηλεοπτικός σταθμός RTL, δίνουν στο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα 21%. Η βαθιά κρίση την οποία διέρχεται το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα γίνεται εμφανής κι από την υποχώρηση που καταγράφει στα κρατίδια. Το 1998 για παράδειγμα, όταν εκλέχτηκε πρώτη φορά ο Γκέρχαρντ Σρέντερ κι οι ελπίδες για μια οριστική υπέρβαση του σκληρού νεοσυντηρητικού χειμώνα της εποχής Κολ μεσουρανούσαν, το SPD ήλεγχε τα 11 από τα 16 κρατίδια. Σήμερα έχει κυβερνήσεις μόνο σε 5, στα 2 εκ των οποίων συγκυβερνά με τη Δεξιά, όπως ακριβώς κάνει και σε ομοσπονδιακό επίπεδο.

Αυτή ακριβώς η συγκυβέρνηση, που βεβαιώνει με τον πιο ανάγλυφο τρόπο τη δεξιά στροφή του SPD, αποτελεί την βαθύτερη αιτία της αποστροφής των Γερμανών και κατ’ επέκταση των τριγμών που δέχεται το πολιτικό σύστημα της Γερμανίας. Άμεσο αποτέλεσμα της ανοιχτής συναίνεσης των δύο μεγαλύτερων κομμάτων, είναι τα πιο ουσιώδη πολιτικά ζητήματα να βρίσκονται εκτός ημερήσιας διάταξης. Χριστιανοδημοκράτες και σοσιαλδημοκράτες, μόνο και μόνο για να μην υπονομεύσουν τα θεμέλια της πολιτικής τους συμφωνίας δε λένε λέξη για το Αφγανιστάν, για την οικονομική κρίση και τις εντεινόμενες κοινωνικές αντιθέσεις. Αυτά ακριβώς όμως είναι τα σημαντικότερα διακυβεύματα της τρέχουσας συγκυρίας στην οικονομική ατμομηχανή της Ευρώπης και τέταρτη μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη.

Το θέμα του Αφγανιστάν, υπό τη μορφή της τύχης που θα έχει η αποστολή των 4.200 γερμανών στρατιωτών τέθηκε με πρωτοφανή έμφαση την Παρασκευή 4 Σεπτέμβρη, όταν γερμανός αξιωματικός διέταξε σφαγή αμάχων! Τουλάχιστον 125 άμαχοι σκοτώθηκαν με εντολή γερμανού διοικητή, σύμφωνα με την αμερικανική Washington Post που μετά χαράς θα είδε να μοιράζονται επιτέλους κι άλλες χώρες του ΝΑΤΟ την πολιτική ευθύνη και την διεθνή κατακραυγή για τις σφαγές των αμάχων. Ο πρωταγωνιστικός πλέον ρόλος της Γερμανίας στο λουτρό αίματος που ποτίζει καθημερινά την άνυδρη γη του Αφγανιστάν οδήγησε σε νέα ύψη τις αντιδράσεις των Γερμανών που, όπως κι οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι,  κατά δύο τρίτα διαφωνούν με την αποστολή στο Αφγανιστάν. Παρότι όμως οι Γερμανοί δεν θέλουν το στρατό τους σε αποστολές στο εξωτερικό Χριστιανοδημοκράτες και Σοσιαλδημοκράτες αρνούνται να συζητήσουν οποιοδήποτε ενδεχόμενο αποχώρησης. Σε ομιλία της στη γερμανική Βουλή η καγκελάριος, Άγκελα Μέρκελ, που συνέχισε να περιγράφει ως «επιχείρηση σταθεροποίησης» την εισβολή και κατοχή του Αφγανιστάν αποφεύγοντας ακόμη και να πει τη λέξη πόλεμος, παρέπεμψε σε εξεταστική επιτροπή όσους χαρακτήρισαν εγκληματική την απόφαση βομβαρδισμού. Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε κι ο ηγέτης των σοσιαλδημοκρατών, Φρανκ Βάλτερ Στάινμαγιερ, υπουργός Εξωτερικών της κυβέρνησης συνεργασίας κι αναπληρωτής καγκελάριος, ο οποίος χαρακτήρισε ως «ανευθυνότητα» οποιαδήποτε πρόταση αποχώρησης του γερμανικού στρατού. Το αστείο ωστόσο είναι ότι αυτό το ενδεχόμενο έχει αρχίσει πλέον να ακούγεται όλο και πιο έντονα ακόμη κι από επίσημα αμερικανικά χείλη που βλέπουν ότι εννιά σχεδόν χρόνια μετά την εισβολή δεν έχουν να επιδείξουν την παραμικρή επιτυχία… Κανείς βέβαια δεν ξεχνάει πως επί της συμμαχικής κυβέρνησης Σοσιαλδημοκρατών και Πράσινων, επί καγκελαρίας Σρέντερ και με προορισμό τα Βαλκάνια, πέρασε ο γερμανικός στρατός για πρώτη φορά τα σύνορα της χώρας του μετά το θάνατο του Χίτλερ. Οι σοσιαλδημοκράτες επομένως παρότι θα έπρεπε να είναι οι πιο διαπρύσιοι φιλειρηνιστές, εμφανίζονται ως  τα γεράκια της Μπούντεσβερ.

Η αρνητική κληρονομιά του Σρέντερ ακολουθεί το SPD και σ’ ότι αφορά το κοινωνικό ζήτημα. Η εφαρμογή δε της Ατζέντας 2010 όπως είχε ονομάσει ο Σρέντερ ένα σαρωτικό πρόγραμμα αντεργατικών μεταρρυθμίσεων με το οποίο πέρασε στην ιστορία το αξιοζήλευτο κράτος πρόνοιας της Γερμανίας, συνέπεσε χρονικά με τον εκλογικό καταποντισμό του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, από τον οποίο ακόμη δεν έχει συνέλθει.

Κατ’ επέκταση, οι προεκλογικές εξαγγελίες του ηγέτη των σοσιαλδημοκρατών για δημιουργία 4 εκατ. θέσεων εργασίας και την επίτευξη πλήρους απασχόλησης μέχρι το 2020, ήταν εντελώς αναμενόμενο να μη συγκινήσουν κανέναν. Πολύ περισσότερο όταν τα πιο κρίσιμα και στρατηγικής σημασίας ζητήματα που ανέδειξε η κρίση μένουν εκτός συζήτησης, όπως είναι για παράδειγμα το μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης. Η Γερμανία βίωσε με το πιο δραματικό τρόπο την διεθνή οικονομική κρίση, βλέποντας το ΑΕΠ της να μειώνεται κατά 7 ποσοστιαίες μονάδες στη διάρκεια τεσσάρων τριμήνων, λόγω του ότι οι εξαγωγές της (που λόγω της συρρίκνωσης της διεθνούς ζήτησης μειώθηκαν κατά 17%) συνεισφέρουν στο 47% του ΑΕΠ. Στην πράξη αυτό που κατέρρευσε στη Γερμανία ήταν ένα μοντέλο ανάπτυξης που από τη μια πλευρά έχει τις εξαγωγές κι από την άλλη τη λιτότητα. Αντί λοιπόν οι σοσιαλδημοκράτες να δώσουν το εναρκτήριο λάκτισμα για τον αναπροσανατολισμό της οικονομικής πολιτικής με στόχο στη στήριξη του εισοδήματος, αφήνουν στο απυρόβλητο το νοσηρό αυτό μοντέλο, εξαντλώντας την ευαισθησία τους σε επιμέρους διορθωτικές παρεμβάσεις και την άμβλυνση των πιο ακραίων αρνητικών συνεπειών του. Αποτέλεσμα αυτής της οικονομικής πολιτικής είναι κι η όξυνση των κάθε λογής αντιθέσεων: κοινωνικών, οικονομικών και περιφερειακών. Στο απώτερο άκρο τους βρίσκεται το αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ των κατοίκων της πάλαι ποτέ Ανατολικής και Δυτικής Γερμανίας (των Ossis και Wessis) με αποτέλεσμα το 10% των πρώτων να δηλώνει ότι πέρναγε καλύτερα στη Γερμανία του Χόνεκερ δίνοντας νέα ώθηση στην λεγόμενη …Οσταλγία! Κι αυτό μάλιστα ακριβώς στην επέτειο της εικοσαετίας από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου.

Ως αποτέλεσμα όλων των παραπάνω μοναδικό διακύβευμα των εκλογών της επόμενης Κυριακής στη Γερμανία είναι η σύνθεση του συνασπισμού που θα κυβερνήσει, με το δίλημμα που κυριαρχεί να συνοψίζεται στο …Τζαμάικα ή φανάρι. Συγκεκριμένα, στόχος της Μέρκελ είναι να ξεφορτωθεί τους Σοσιαλδημοκράτες, που δεν έχουν φυσικά καμιά αναστολή να συγκυβερνήσουν με τη Δεξιά για μια ακόμη τετραετία, και στη θέση τους να συμμαχήσει με το φιλοεπιχειρηματικό, νεοφιλελεύθερο κόμμα των Ελεύθερων Δημοκρατών (FDP) που φαίνεται να κερδίζει το 14%. Το πρόβλημα για τη γερμανική Δεξιά είναι πως μάλλον αποκλείεται να μπορέσουν αυτά τα δύο κόμματα να συγκεντρώσουν την απόλυτη πλειοψηφία. Υπό το πρίσμα αυτής της αδυναμίας μπαίνουν στο τραπέζι δύο άλλες επιλογές. Η πρώτη είναι να εμπλουτιστεί αυτή η συμμαχία και με τους Πράσινους. Ένας συνδυασμός που με βάση τα χαρακτηριστικά χρώματα των τριών αυτών κομμάτων (μαύρο, κίτρινο και πράσινο) παραπέμπει στη σημαίας της Τζαμάικας. Για τους ηγέτες των Πρασίνων ωστόσο, «η Τζαμάικα παραμένει στην Καραϊβική» κι όχι στα πολιτικά τους σχέδια. Το δεύτερο σενάριο περιλαμβάνει τους νεοφιλελεύθερους του FDP και τους Πράσινους αλλά στη θέση των Χριστιανοδημοκρατών μπαίνουν οι Σοσιαλδημοκράτες. Συνδυασμός που παραπέμπει στα χρώματα του φωτεινού σηματοδότη και για τους ηγέτες των FDP κινείται στη σφαίρα της φαντασίας καθώς απορρίπτουν οποιαδήποτε συμμαχία με τους Σοσιαλδημοκράτες. Οι ίδιοι οι Σοσιαλδημοκράτες δεν έχουν κανένα πρόβλημα να κυβερνήσουν με τους λάτρεις του πιο ακραίου νεοφιλελευθερισμού, ενώ αντίθετα απορρίπτουν κατηγορηματικά οποιοδήποτε ενδεχόμενο συγκυβέρνησης με το Αριστερό Κόμμα του Λαφονταίν το οποίο στις δημοσκοπήσεις φαίνεται να κερδίζει ακόμη και το 14% των ψήφων συγκεντρώνοντας όλη την αριστερή διαμαρτυρία.

Οποιοδήποτε σενάριο ωστόσο κι αν επιλεγεί λύνοντας άμεσα το πρόβλημα σχηματισμού κυβέρνησης, αυτό που θα αιωρείται θα είναι ένα τεράστιο κενό στην πολιτική αντιπροσώπευση αποτέλεσμα της απουσίας πολιτικών αντιπαραθέσεων και της ευκαιριακής σύγκλισης των κορυφών των μεγαλύτερων κομμάτων.

Αρέσει σε %d bloggers: