Ελληνική διπλωματία: ο αυτόχειρας των Βαλκανίων (Επίκαιρα, 26/08-1/9/10)

Σε ιδανικό αυτόχειρα εξελίσσεται η ελληνική διπλωματία στα Βαλκάνια μετά την στρατηγικής σημασίας απόφασή της να διευκολύνει τα αμερικανικά σχέδια στην περιοχή, τροφοδοτώντας – ακόμη και παρά τη θέλησή της – τον αλβανικό εθνικισμό. Αυτό ήταν το μήνυμα που εξέπεμψε η επίσκεψη του αναπληρωτή υπουργού Εξωτερικών, Δ. Δρούτσα στο Κόσσοβο στο τέλος Ιουλίου.

Υπ’ αυτό το πρίσμα η αποτρόπαια δολοφονία του 37χρονου ομογενή Αλέξανδρου Γκούμα στις 12 Αυγούστου στη Χειμάρρα μόνο και μόνο επειδή μιλούσε ελληνικά αποκτά εντελώς διαφορετικό περιεχόμενο. Την ενέργεια την καταδίκασε άμεσα και χωρίς περιστροφές η αλβανική ηγεσία καθιστώντας σαφές ότι η ίδια δεν ενθαρρύνει σχετικά φαινόμενα. «Το γραφείο του εισαγγελέα και τα αρμόδια νομικά σώματα θα πρέπει να ρίξουν φως στο περιστατικό της Χειμάρρας, να οδηγήσουν τους δράστες ενώπιον της δικαιοσύνης και να τους επιβάλλουν το μέγιστο ποινής που προβλέπει ο νόμος», δήλωσε μιλώντας στους δημοσιογράφους ο υπουργός Εξωτερικών και αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, Ιλίρ Μέτα. Η βαρύτατη κατηγορία με την οποία δε, παρέπεμψε στη συνέχεια ο εισαγγελέας τον δράστη της στυγνής δολοφονίας που έσπευσε να παραδοθεί στις αρχές (ανθρωποκτονία από πρόθεση) δεν αφήνει την παραμικρή αμφιβολία ότι η ποινή που θα του επιβληθεί θα είναι αυστηρότατη.

Κι όμως, όλα τα παραπάνω (κατηγορηματική καταδίκη του γεγονότος από την πολιτική ηγεσία και εξάντληση της αυστηρότητας της δικαιοσύνης) δεν αρκούν έτσι ώστε το περιστατικό να θεωρηθεί λήξαν ή ένα ατυχές συμβάν που δεν θα επαναληφθεί. Κάτι τέτοιο άλλωστε αποκλείστηκε όταν μετά την πάροδο λίγων ημερών ομάδα Αλβανών που επέβαιναν σε δύο ΙΧ αυτοκίνητα πυροβόλησαν έξω από το σπίτι του άνανδρα δολοφονημένου Βορειοηπειρώτη. Μια ενέργεια που έδειξε το βάθος της αντιπαράθεσης μεταξύ Αλβανών και Ελλήνων και τη συνέχεια που πολύ πιθανά θα έχουν ανάλογα περιστατικά, η βαθύτερη αιτία των οποίων πρέπει να αναζητηθεί στην έξαρση του αλβανικού εθνικισμού.

Φυσικά ρόλο έχουν παίξει και μια σειρά άλλα γεγονότα όπως η κακομεταχείριση και ο ρατσισμός που υπέστησαν οι Αλβανοί στην Ελλάδα ειδικότερα τη δεκαετία του ’90, πριν ενσωματωθούν στην ελληνική κοινωνία. Επίσης η εσωτερική πολιτική αστάθεια, που τείνει να αποκτήσει ενδημικά χαρακτηριστικά. Να υπενθυμίσουμε ότι ακόμη και τώρα, μετά τον τερματισμό της απεργίας πείνας που έκαναν επί 19 ημέρες 20 βουλευτές του Σοσιαλιστικού Κόμματος του Έντι Ράμα μαζί με 200 οπαδούς τους (ζητώντας την επανακαταμέτρηση των ψήφων των περυσινών εκλογών) και την απόφασή τους να προσέλθουν στη Βουλή, τερματίζοντας το μποϋκοτάρισμά της, επιμένουν να μην ψηφίζουν. Ως αποτέλεσμα νομοσχέδια που απαιτούν αυξημένη πλειοψηφία των δύο τρίτων (όπως όσα αφορούν την μελλοντική ένταξη της Αλβανίας στην ΕΕ) δεν εγκρίνονται. Επίσης, σημαντικό ρόλο στην εμφάνιση τέτοιων περιστατικών εθνικιστικής βίας διαδραματίζουν κι οι οικονομικές βλέψεις εναντίον των ελληνικών περιουσιών που κλιμακώνονται λόγω του οικοδομικού οργασμού που παρατηρείται στις παραλίες της ραγδαία αναπτυσσόμενης τουριστικά περιοχής που βλέπουν την Αδριατική.

Ο σημαντικότερος ωστόσο λόγος πίσω από το περιστατικό εθνικιστικής βίας σχετίζεται με την αλαζονεία των Αλβανών που διαπιστώνουν ότι ένας – ένας, όλοι οι στόχοι τους στην κατεύθυνση της εθνικιστικής ολοκλήρωσης και της δημιουργίας της Μεγάλης Αλβανίας υλοποιούνται. Γιατί επομένως να σέβονται την αυτοτέλεια την οποία απολαμβάνουν οι Έλληνες; Σε αυτή την πορεία ενθάρρυνσης των αλυτρωτικών στόχων δυστυχώς συνέβαλε και η ελληνική εξωτερική πολιτική με συγκεκριμένους τρόπους και μάλιστα πολύ πρόσφατα. Αναφερόμαστε στην πέρα για πέρα ατυχή επίσκεψη του αναπληρωτή υπουργού Εξωτερικών Δ. Δρούτσα στο Κόσοβο την 1η Αυγούστου. Η επίσκεψη έγινε ενώ ήταν ακόμη νωπή η υπογραφή στην απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, που ανακοινώθηκε στις 22 Ιούλη, χαρακτηρίζοντας συμβατή με το διεθνές δίκαιο την ανεξαρτητοποίηση του Κοσόβου. Πρακτικά με αυτό τον τρόπο η Αθήνα επικύρωσε την ανεξαρτητοποίησή του, βάζοντας το τελευταίο καρφί στην ισχύ της απόφασης 1244 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ που χαρακτήριζε το Κόσοβο ως επαρχία της Σερβίας. Καθόλου τυχαία σήμερα η πολιτική ηγεσία της Πρίστινας ζητάει και την τυπική αναθεώρηση της σχετικής απόφασης. Επίσης, σε ένα ακραίο δείγμα προκλητικότητάς της, για τα μέχρι τώρα τουλάχιστον δεδομένα, ενημέρωσε τον Ειδικό Αντιπρόσωπο της ΕΕ ότι απαγορεύει στο εξής την είσοδο στο Κόσοβο αξιωματούχων και επισήμων από την Σερβία! Είναι περιστατικά που βεβαιώνουν την κλιμάκωση της αλβανικής επιθετικότητας.

Όλα αυτά μπορούσαν να προβλεφθούν. Η Ελλάδα επομένως δεν είχε κανένα συμφέρον να είναι η πρώτη που θα δηλώσει συμμόρφωση στην απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου αναγνωρίζοντας στην πράξη το μόρφωμα του Κοσόβου, ένα κράτος θνησιγενές, υπόδειγμα αποτυχημένου κράτους, κόμβος κάθε διεθνούς παρανομίας: από εμπόριο ναρκωτικών και όπλων μέχρι πορνεία… Αναγνωρίζοντας το Κόσοβο η ελληνική διπλωματία, που με αυτό τον τρόπο τραβάει τα χαλί κάτω από τα πόδια της, στέλνει τα πιο λάθος μηνύματα σε ό,τι αφορά την Κύπρο (γιατί δηλαδή να μην ξεκινήσει η Άγκυρα μια διεθνή εκστρατεία αναγνώρισης των κατεχομένων επικαλούμενη το προηγούμενο του Κοσόβου;) και πολύ πιο άμεσα σε ό,τι αφορά τον αλβανικό εθνικισμό. Ας μην γελιόμαστε: Η θνησιγένεια του Κοσόβου είναι ορατή σε όλους κι ήταν προφανές από την πρώτη στιγμή ότι ένα ανεξάρτητο Κόσοβο δεν είναι βιώσιμο. Η δημιουργία του όμως επιλέγηκε ως ένα ενδιάμεσο βήμα ή αναγκαίο κακό στην κατεύθυνση διάλυσης της εναπομείνασας Γιουγκοσλαβίας και, μακροπρόθεσμα, της δημιουργίας μιας μεγάλης Αλβανίας που θα αποτελεί προκεχωρημένο φυλάκιο της Νέας Τάξης και των ΗΠΑ στη νότια και ανατολική Ευρώπη.

Αναγνωρίζοντας η Ελλάδα το Κόσοβο, όπως έκανε με την επίσκεψη του Δ. Δρούτσα και τις επίσημες επαφές που είχε στην Πρίστινα με τον πρωθυπουργό και τον πρόεδρο της χώρας, στην πράξη εγκαινίασε τον τελευταίο γύρο νομιμοποίησης του Κοσόβου από μια σειρά χώρες που αρνήθηκαν να ακολουθήσουν τις ΗΠΑ, την Αγγλία και τη Γερμανία, αναλογιζόμενες τις συνέπειες που μπορεί να έχει στο εσωτερικό τους η αναγνώριση της αρχής «μία εθνότητα – ένα κράτος». Μεταξύ αυτών ήταν η Ισπανία, το Βέλγιο, η Κύπρος, η Σλοβακία, η Ρουμανία κ.α. Ποια χώρα άλλωστε από αυτές θα είναι η πρώτη που θα αναγνωρίσει το Κόσσοβο είναι και η ερώτηση που υπάρχει στο ηλεκτρονικό δημοψήφισμα της ενημερωτικής ιντερνετικής πύλης του ιδρύματος του Τζορτζ Σόρος που δραστηριοποιείται στη νοτιοανατολική Ευρώπη. Που να κρύψουν την βιασύνη τους για τη νομιμοποίηση και την αναβάθμιση του προτεκτοράτου;

Εν είδει παρενθέσεως πρέπει να πούμε ότι εξ ίσου αρνητικά για την περιφερειακή σταθερότητα, στα μέτρα ωστόσο της Νέας Τάξης, λειτούργησε και η επίσκεψη του ισραηλινού πρωθυπουργού στην Ελλάδα. Τα δύο γεγονότα έχουν πολλά κοινά καθώς τόσο η επίσκεψη Δ. Δρούτσα στο Κόσοβο όσο και η επίσκεψη Νετανιάχου στην Αθήνα τερμάτισαν μια πολιτική αποστάσεων που κρατούσε η Αθήνα επί χρόνια, αρνούμενη να νομιμοποιήσει τις πιο ακραίες και εμπρηστικές πολιτικές των ΗΠΑ στην περιοχή: Από τα Βαλκάνια μέχρι την Μέση Ανατολή. Η υποδοχή που επιφυλάχθηκε στον Μπ. Νετανιάχου από την κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου διακόπτοντας και αναιρώντας την φιλο-αραβική πολιτική του παρελθόντος (κι όχι κάνοντάς την πιο… πολυδιάστατη) , αυξάνει τις πιέσεις στα αραβικά καθεστώτα να αναγνωρίσουν το Ισραήλ και να τερματίσουν κι αυτά με τη σειρά τους την πολιτική αποκλεισμού που επισήμως ακολουθούν επί δεκαετίες, με μοναδική εξαίρεση την Αίγυπτο και την Ιορδανία. Αυτό άλλωστε είναι και το μοναδικό ζητούμενο των απ’ ευθείας συνομιλιών για το παλαιστινιακό που ξεκινούν σε μια εβδομάδα: Μια ισραηλινή υπόσχεση για την δημιουργία ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους (που ουδέποτε θα εκπληρωθεί) έναντι της δέσμευσης της Αραβικής Λίγκας να τερματίσει τον αποκλεισμό (που θα αρχίσει να υλοποιείται από την επομένη).

Επιστρέφοντας στα Βαλκάνια, την αναζωπύρωση του αλβανικού εθνικισμού σε όλη την περιοχή επιβεβαιώνει επίσης κι η επιθετικότητα των Αλβανών της ΠΓΔΜ, όπως εκφράστηκε πρόσφατα με δύο περιστατικά. Το πρώτο αφορά το τελεσίγραφο που έστειλαν οι Αλβανοί, με αφορμή την συμπλήρωση δέκα χρόνων από την υπογραφή της συμφωνίας της Οχρίδας που σήμανε το τέλος του εμφυλίου μεταξύ Αλβανών και Σλαβομακεδόνων. Το τελεσίγραφό τους αφορούσε επί της ουσίας το θέμα της ονομασίας, ζητώντας από τα Σκόπια να επιταχύνουν τις διαδικασίες. Συγκεκριμένα, ο Αλί Αχμέτι, επικεφαλής του αλβανικού κόμματος DUI, απείλησε ότι θα αποχωρήσει από την κυβέρνηση προκαλώντας πολιτική κρίση και πρόωρες εκλογές αν δεν λυθεί το θέμα της ονομασίας μέχρι τη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ τον Νοέμβρη. Στην πράξη η κυβέρνηση του Γκρούεφσκι πιέζεται να ακολουθήσει μια πιο επιθετική πολιτική απέναντι στην Ελλάδα από Σεπτέμβρη κιόλας με αφορμή την ετήσια γενική συνέλευση του ΟΗΕ. Το δεύτερο περιστατικό που υπογραμμίζει την επιθετικότητα των Αλβανών αφορά την διακριτή εμφάνιση στο εσωτερικό του μουσουλμανικού στοιχείου της ΠΓΔΜ, που αποτελεί το 30% του συνολικού πληθυσμού της, φονταμενταλιστών ουαχαβιτών.

Εν κατακλείδι, η ελληνική διπλωματία εισπράττει από τώρα κιόλας τους δηλητηριασμένους καρπούς της πολιτικής ενθάρρυνσης του αλβανικού εθνικισμού που ακολουθεί, συμμορφούμενη πλήρως με τις αμερικανικές προτεραιότητες στην Βαλκανική. Μια πολιτική που αν μέχρι πρόσφατα δεν είχε καταστροφικά αποτελέσματα λόγω της οικονομικής υπεροχής της Ελλάδας, τον τελευταίο χρόνο γίνεται αυτοχειριαστική στον βαθμό που η προσφυγή στον μηχανισμό ΔΝΤ – ΕΕ σηματοδοτεί την ραγδαία υποβάθμιση της θέσης της. Φαίνεται έτσι ότι η προσφυγή στο ΔΝΤ και η οικονομική υποδούλωση συμπληρώνεται από την κατάργηση και των τελευταίων βαθμών αυτοτέλειας στην εξωτερική πολιτική, που μόνο αρνητικές εξελίξεις προοιωνίζεται. Ως αποτέλεσμα στην μεν Αλβανία το ελληνικό στοιχείο δέχεται πρωτοφανείς επιθέσεις ενώ από την ΠΓΔΜ θα αυξηθούν οι πιέσεις για κλείσιμο του θέματος της ονομασίας, με όρους φυσικά που θα επιβάλουν οι ΗΠΑ και θα είναι εις βάρος των πάγιων ελληνικών θέσεων. Η κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου μέχρι στιγμής δεν έχει δείξει ότι επιθυμεί να ακυρώσει αυτά τα σχέδια που πέρα από τα Βαλκάνια αφορούν και το Αιγαίο. Μάλλον το αντίθετο…

Εθνικιστικό «ντόμινο» (Επίκαιρα, 29/7 – 4/8/2010)

Ανοίγει τον ασκό του Αιόλου η απόφαση για το Κόσοβο 

Λάδι στη φωτιά των εθνικιστικών διενέξεων και της αμφισβήτησης της εδαφικής ακεραιότητας πλήθους κρατών θα ρίξει η απαράδεκτη απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, με βάση την οποία νομιμοποιήθηκε η απόσχιση του Κοσόβου από τη Σερβία. Για να ακριβολογούμε, η απόφαση του Δικαστηρίου της Χάγης, που ελήφθη κατά πλειοψηφία (με 10 ψήφους υπέρ έναντι 4 κατά), αναφέρει πως «δεν υφίσταται απαγόρευση κηρύξεων ανεξαρτησίας», επομένως το Κόσοβο «δεν παραβίασε τον γενικό διεθνή νόμο». Αυτές οι λεπτές αποχρώσεις αφορούν τους νομικούς κι όσους δεν θέλουν να δουν την ουσία. Γιατί, η ουσία βρίσκεται στο γεγονός ότι ένα διεθνές δικαστήριο που υποτίθεται πως είναι ταγμένο στη διαφύλαξη της διεθνούς νομιμότητας και στο οποίο η Σερβία προσέφυγε μέσω της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ έδωσε την έγκρισή του για την βίαιη απόσπαση εδαφών από μια κυρίαρχη χώρα. Καμία επίσης σημασία δεν έχει το γεγονός ότι η απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου «δεν είναι δεσμευτική», δεν μειώνεται το ειδικό βάρος και η σημασία της απόφασης δηλαδή με αυτό τον όρο, από τη στιγμή που μιλάμε για γεγονότα που έχουν κατοχυρωθεί στην πράξη με την δύναμη των όπλων, παρά κι ενάντια στη θέληση του κατ’ εξοχήν ενδιαφερόμενου που είναι η Σερβία. Το Διεθνές Δικαστήριο προσδίνει τώρα και νομική θωράκιση στη δύναμη των όπλων.

Το άμεσο αποτέλεσμα της γνωμοδότησης, που έγινε δεκτή με ενθουσιασμό από την Πρίστινα όπου εκατοντάδες Κοσοβάροι ξεχύθηκαν στους δρόμους με σημαίες των ΗΠΑ, της Αγγλίας και του κρατιδίου τους ζητωκραυγάζοντας ρυθμικά «ΗΠΑ, ΗΠΑ, ΗΠΑ», θα είναι να ενταθεί η επιθετικότητα της πολιτικής του ηγεσίας. Θεωρείται  έτσι βέβαιο ότι θα ξεκινήσει ένας νέος γύρος πιέσεων ώστε κι άλλα κράτη να το αναγνωρίσουν πέραν των 69 που το έχουν ήδη κάνει, 22 εκ των οποίων προέρχονται από την ΕΕ. Ήδη σε αυτή την κατεύθυνση κάλεσε ευθέως η αμερικανίδα υπουργός Εξωτερικών, δείχνοντας έτσι και ποιός ήταν ο «ηθικός αυτουργός» της ιστορικής γνωμοδότησης. Στόχος της πολιτικής ηγεσίας της Πρίστινας θα είναι ο αριθμός των κρατών που αναγνωρίζουν το Κόσοβο να φτάσει τα 100 έτσι ώστε μετά να ζητηθεί κι η αναγνώρισή του από τον ΟΗΕ. Τι κι αν, χώρια όλων των άλλων, είναι ένα κράτος βουτηγμένο στην παρανομία, το ξέπλυμα βρόμικου χρήματος, το λαθρεμπόριο και την παράνομη διακίνηση όπλων, ναρκωτικών και ανθρώπων; Πρόκειται για ουσιώδη γνωρίσματα που μένουν ωστόσο εκτός εξέτασης, παρότι στο όνομα της υπεράσπισης ανάλογων αξιών, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, νομιμοποιήθηκε η επέμβαση του ΝΑΤΟ στη Γιουγκοσλαβία. Δύο μέτρα και δύο σταθμά…

Οι μετασεισμοί από την απόφαση της Χάγης έφθασαν πριν απ’ οπουδήποτε αλλού στη γειτονική Βοσνία – Ερζεγοβίνη, όπου οι Σέρβοι εδώ και χρόνια ζητούν την ανεξαρτητοποίησή τους από το κράτος – οπερέτα όπου ζουν και την ενσωμάτωσή τους στη Σερβία. Ο πρωθυπουργός τους, Μίλοραντ Ντόντικ, με δήλωσή του προανήγγειλε ότι «δεν αποκλείεται να παλέψει για ένα καθεστώς που δεν θα παραβιάζει το διεθνή νόμο», ζητώντας με έμμεσο τρόπο να εφαρμοστεί και στο κράτος του Ντέιτον η απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου! Η αντίδραση του αμερικάνου πρέσβη ήταν ακαριαία: «Οποιαδήποτε διαίρεση της χώρας είναι ντε φάκτο και ντε γιούρε απαράδεκτη. Η μόνη αποδεικτή οδός είναι η δημιουργία ενός πιο λειτουργικού κράτους ικανού να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της ΕΕ και του ΝΑΤΟ»! Με αυτή τους τη στάση οι Αμερικάνοι κι οι Ευρωπαίοι φυσικά, δείχνουν πόσο επιλεκτική χρήση κάνουν στο διεθνές δίκαιο, εισάγοντας ξανά δύο μέτρα και δύο σταθμά. Με τη δύναμη των όπλων διάσπαση κρατών που δεν συμμορφώνονται στη νέα τάξη πραγμάτων και δημιουργία νέων κρατών πλήρως προσαρμόσιμων από τη μια, κι από την άλλη συγκόλληση με το ζόρι σε κράτη σφραγίδες με ημερομηνία λήξης των πιο διαφορετικών μειονοτήτων, παρά κι ενάντια στη θέλησή τους, τις ιστορικές, γλωσσικές και πολιτιστικές παραδόσεις τους. Η βιασύνη των Αμερικανών να τερματίσουν κάθε σχετική συζήτηση δεν πρόκειται φυσικά να εκτονώσει την αυξανόμενη επιθυμία των Σέρβων της Βοσνίας να κηρύξουν την ανεξαρτησία τους. Βούληση που θα γνωρίσει νέα δυναμική μετά την απόφαση του Δικαστηρίου κι εν όψει των εκλογών που θα γίνουν στη Βοσνία στις 3 Οκτώβρη.

Φυσικά ανατροπές δεν αναμένονται, από τη στιγμή που το Βελιγράδι δεν είναι διατεθειμένο να ενθαρρύνει μια ανάλογη πρωτοβουλία ανεξαρτητοποίησης των Σερβοβόσνιων, την οποία μόνη της η Μπάνια Λούκα αδυνατεί να υποστηρίξει από κάθε άποψη: πολιτική, οικονομική, κ.ο.κ. Ο σέρβος υπουργός Εξωτερικών, Βουκ Γιέρεμιτς, εμφανίστηκε να αποδοκιμάζει την απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου, δηλώνοντας ότι «ποτέ δεν θα αναγνωρίσουμε την μονομερή κήρυξη ανεξαρτησίας του Κοσόβου». Στην πράξη ωστόσο η απόφαση της Χάγης λύνει τα χέρια στη Σερβία καθώς εμφανίζεται να έχει αξιοποιήσει όλα τα διαθέσιμα μέσα για να ανατρέψει την απόσχιση του Κοσόβου. Μπορεί έτσι από δω και πέρα να συνεχίσει να συναγελάζεται με αυτούς που βομβάρδισαν τη χώρα και επέβαλαν τον ταπεινωτικό και παραδειγματικό διαμελισμό της, εμφανίζοντας ισχυρό αντίλογο σε όσους χαρακτηρίζουν προδοσία την προσπάθεια ένταξης στους περίφημους «ευρω-ατλαντικούς» θεσμούς που αποδεικνύονται συνώνυμο της αποσταθεροποίησης.

Η νομιμοποίηση της απόσχισης του Κοσόβου θα έχει δραματικές επιπτώσεις και εκτός των πολυτάραχων Βαλκανίων. Στην ίδια την Ευρώπη μια σειρά από χώρες ήδη κλυδωνίζονται από εθνικιστικές αντιπαραθέσεις, που αμφισβητούν τη αναγκαιότητα και τη δυνατότητα ύπαρξης των εθνικών κρατών με την μορφή και τη σύνθεση που τα γνωρίζουμε. Η Ισπανία, το Βέλγιο, η Ιταλία και η Αγγλία είναι οι πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις.

Πολύ πιο απειλητικά προβάλουν ωστόσο τα εθνικιστικά, αποσχιστικά κινήματα εκτός Ευρώπης. Ειδικότερα στη Ρωσία και την Κίνα, εξηγώντας έτσι και την αρνητική στάση που κράτησε η Μόσχα και το Πεκίνο απέναντι στην απόφαση νομιμοποίησης του Κοσόβου. Συγκεκριμένα η Κίνα έχει να αντιμετωπίσει τόσο τους Θιβετιανούς που μέσω του Δαλάι Λάμα ζητούν την απόσχιση τους από την αχανή Κίνα, όσο και τους Ουιγούρους που ζητούν την ανεξαρτητοποίηση της επαρχίας Ξινγιάνγκ στα βορειοδυτικά της χώρας. Η Ρωσία από την άλλη, παρότι η ίδια ώθησε την Αμπχαζία και τη Ν. Οσετία να κηρύξουν την ανεξαρτησία τους τιμωρώντας τη Γεωργία, νιώθει διαρκώς στα πλευρά της τον πόνο από το αγκάθι του Καυκάσου (Ινγκουσετία, Νταγκεστάν και Τσετσενία) όπου ισλαμιστές μαχητές επιδιώκουν την ανεξαρτητοποίησή των δημοκρατιών τους.

Δραματικά ωστόσο ενδέχεται να αποδειχθούν τα επακόλουθα της απόφασης της Χάγης στην ίδια τη γειτονιά μας κι ειδικότερα στην Κύπρο. Τι θα εμποδίσει για παράδειγμα την Άγκυρα και την πολιτική ηγεσία των κατεχομένων σε λίγους μήνες – μετά από μια πιθανή άδοξη λήξη των υπό εξέλιξη διμερών διαπραγματεύσεων – να ζητήσει την εφαρμογή του πρόσφατου δεδικασμένου και στα κατεχόμενα κυπριακά εδάφη; Και με αυτή την απόφαση για σημαία της να ξεκινήσει ένα νέο γύρο διεθνών επαφών και πιέσεων με στόχο τη διεθνή αναγνώριση του ψευδοκράτους, που θα σημάνει την οριστική του διχοτόμηση και τη νομιμοποίηση στην πράξη της τουρκικής εισβολής και κατοχής;

Η γνωμοδότηση του Διεθνούς Δικαστηρίου επιβεβαιώνει τον πέρα για πέρα μεροληπτικό κι εν τέλει πολιτικό χαρακτήρα των αποφάσεών του. Το γεγονός δηλαδή ότι δεν αποτελεί έναν «αδέκαστο κριτή» όπως το φαντάζονται και το περιγράφουν όσοι επιδιώκουν να λυθεί στο πλαίσιό του το σύνολο των ελληνοτουρκικών διαφορών, οι τούρκικες δηλαδή επεκτατικές βλέψεις και αμφισβητήσεις των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας. Αντίθετα, αυτό που έδειξε η απόφαση για το Κόσοβο είναι ότι υποτάσσεται πλήρως στις επιθυμίες και τις πολιτικές προτεραιότητες της Ουάσινγκτον. Γιατί στην περίπτωση της Ελλάδας να πράξει διαφορετικά;

Σκοτσέζικο ντους του Μπάιντεν στα Βαλκάνια (Μετροπόλιταν, 25/5/2009)

Ο αμερικανός αντιπρόεδρος μπορεί να έφυγε από τα Βαλκάνια, τα «φαντάσματα» όμως έμειναν. Οι δηλώσεις για την ανεξαρτησία του Κοσόβου κι οι φραστικές επιθέσεις του στους Σέρβους της Βοσνίας δεν προμηνύουν σταθερότητα και ασφάλεια, αλλά όξυνση των εθνικών αντιπαραθέσεων.

Ακριβώς δέκα χρόνια μετά τους τελευταίους αμερικανικούς βομβαρδισμούς, η περιοδεία του αμερικανού αντιπροέδρου, Τζο Μπάιντεν, σε τρεις βαλκανικές πρωτεύουσες-απομεινάρια της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας ήρθε να υπογραμμίσει το ανανεωμένο ενδιαφέρον της Ουάσινγκτον για την περιοχή.

 

Ανατρέχοντας στα πεπραγμένα της προηγούμενης κυβέρνησης, πρέπει να τονιστεί ότι αν και κατά την οκταετία του Τζορτζ Μπους του νεότερου το ενδιαφέρον της αμερικανικής διπλωματίας και του Πενταγώνου εστιάστηκε πρωτευόντως στη Μέση Ανατολή και την Κεντρική Ασία, τα Βαλκάνια δεν αφέθηκαν στην τύχη τους. Η μονομερής ανακήρυξη της ανεξαρτησίας του Κοσόβου στις 17 Φεβρουαρίου 2008, με την ανοιχτή παρότρυνση των ΗΠΑ (και κατά παράβαση της απόφασης 1244 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ που τόνιζε ότι το Κόσοβο αποτελεί τμήμα της Σερβίας) ήταν το επιστέγασμα μιας πολιτικής συνεχών παρεμβάσεων που ως ζητούμενο είχαν να διασφαλιστεί ο πολιτικός έλεγχος των κυβερνήσεων και να αποτραπούν φυγόκεντρες τάσεις.

Η επίσκεψη του Τζο Μπάιντεν στο Σεράγεβο, το Βελιγράδι και την Πρίστινα το τριήμερο 19-21 Μαΐου αποτέλεσε συνέχεια της αποσταθεροποιητικής πολιτικής του Μπους και του Κλίντον παλιότερα στα Βαλκάνια. Πραγματοποιήθηκε δε στο πλαίσιο τεσσάρων προτεραιοτήτων: Αρχικά για να εκτονωθούν εντάσεις που κάνουν απειλητική την εμφάνισή τους στη Βοσνία Ερζεγοβίνη το τελευταίο διάστημα ως απάντηση στις εξ Αμερικής αμφισβητήσεις της συνθήκης του Ντέιτον η οποία υπογράφηκε το 1995 στην ομώνυμη αμερικανική βάση τερματίζοντας τον εμφύλιο πόλεμο του 1992-1995 που στοίχισε τη ζωή σε 100.000 άτομα. Κατά δεύτερο, η επίσκεψη κρίθηκε αναγκαία στο πλαίσιο της υπό εξέλιξη νέας ρύθμισης των σχέσεων ΗΠΑ – Ρωσίας, δεδομένης της σημασίας που έχουν σε αυτή τη ρύθμιση οι δρόμοι της ενέργειας που διατρέχουν τα Βαλκάνια. Τρίτο, οι εκλεκτικές συγγένειες του Λευκού Οίκου με τους μουσουλμάνους της Βοσνίας και του Κοσόβου υποστηρίζουν την πολιτική ήπιας προσέγγισης που ακολουθεί ο Ομπάμα προς τους μουσουλμάνους και τις αραβικές χώρες. Τέλος, η επίσκεψη του Μπάιντεν ενίσχυσε τη διεθνή νομιμοποίηση του μορφώματος του Κοσόβου χωρίς να αποκλείεται να εγκαινιάσει ένα νέο γύρο πιέσεων για διπλωματική αναγνώρισή του.

Ο Μπάιντεν δεν είναι και τόσο άγνωστος στην περιοχή, καθώς από τις αρχές της δεκαετίας του ’90, γερουσιαστής τότε, είχε ταχθεί υπέρ των Μουσουλμάνων της Βοσνίας ζητώντας να αρθεί το εμπάργκο όπλων που τους είχε επιβληθεί σε μια προσπάθεια εκτόνωσης των συγκρούσεων. Την προκατάληψή του δεν την έκρυψε ούτε τώρα, ενώπιον της βουλής της Βοσνίας – Ερζεγοβίνης με μια ομιλία που προκάλεσε την έκπληξη ακόμη και ξένων ανταποκριτών όπως της International Herald Tribune ο οποίος στις 20 Μαΐου περιέγραφε μια «ασυνήθιστα οξεία λεκτικά ομιλία ξένου ηγέτη μπροστά στο κοινοβούλιο μιας άλλης χώρας». Ειδικότερα, ο Μπάιντεν κατήγγειλε την «απότομη κι επικίνδυνη άνοδο της εθνικιστικής ρητορικής» και τόνισε ότι «εγώ προσωπικά κι η ηγεσία της χώρας μου ανησυχούμε για τη κατεύθυνση της χώρας και το μέλλον σας» λέγοντας στη συνέχεια με ύφος που θα ζήλευαν ακόμη κι ηγέτες δυνάμεων κατοχής «αυτό πρέπει να σταματήσει»!

Αξίζει όμως να δούμε το υπόβαθρο των αντιδράσεων που προκάλεσε η επίσκεψη του Μπάιντεν. Παρότι ο ίδιος δήλωσε ρητά πως έχει απορριφθεί οποιαδήποτε σκέψη για ένα «Ντέιτον 2» η πραγματικότητα είναι πως η Ουάσινγκτον σταθερά και μεθοδικά (με τη σύμφωνη γνώμη της ΕΕ όπως έδειξε κι η απόφαση του εκπροσώπου της ΕΕ για θέματα κοινής εξωτερικής πολιτικής και άμυνας Χαβιέ Σολάνα να συνοδεύσει τον Μπάιντεν στο Σεράγεβο) προωθεί την αναθεώρηση της συνθήκης του 1995, που δημιούργησε την πιο δυσλειτουργική και γραφειοκρατική κρατική δομή που υπάρχει στον κόσμο. Στο πλαίσιό της τρεις πληθυσμιακές ομάδες που αποτελούνται από δύο εθνότητες και μια θρησκευτική μειονότητα (Σέρβοι, Κροάτες και Μουσουλμάνοι) συγκροτούν δύο ανομοιογενείς μεταξύ τους οντότητες (μια κροατο-μουσουλμανική ομοσπονδία και μια σερβική δημοκρατία) κι αυτές ένα κράτος που εποπτεύεται από έναν ξένο τοποτηρητή ο οποίος έχει την εξουσία να καθαιρεί ακαριαία οποιονδήποτε εκλεγμένο πολιτικό κρίνει ότι ενθαρρύνει τους εθνικισμούς. Κάτι που έχει συμβεί κατ’ επανάληψη. Το όνομα δε της σερβικής οντότητας, είναι Δημοκρατία Σρπέσκα, για να μην υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι υπάρχει κάτι εύκολο σ’ αυτή την υπόθεση και προς διερεύνηση του αν είναι πιο εύκολο να προφερθεί το όνομά της ή να παραμείνει ενωμένη…

Το πρόβλημα όμως δεν έγκειται στο ότι κάποιοι απεργάζονται την αναθεώρηση του Ντέιτον, αλλά στην κατεύθυνση αυτής της αλλαγής. «Η Ουάσινγκτον θεωρεί τώρα ότι η συμφωνία του Ντέιτον του 1995 φτιάχτηκε υπό το κράτος της βίας κάνοντας υπερβολικά πολλές παραχωρήσεις στους Σέρβους για να τελειώσει ο αιματηρός πόλεμος», έγραφε ο ανταποκριτής των Financial Times από τη Πρίστινα στις 19 Μαΐου.

Η πρόθεση της Ουάσινγκτον να αναθεωρήσει τη συνθήκη του Ντέιτον καταγράφηκε με τον πιο σαφή τρόπο και σε απόφαση που έλαβε το Κογκρέσο στις 12 Μαΐου (υπ. αρ. 171), εν όψει δηλαδή της επίσκεψης του Μπάιντεν στα Βαλκάνια, όπου αναφέρεται ότι «οι υφιστάμενες συνταγματικές διευθετήσεις στη Βοσνία και την Ερζεγοβίνη δεν είναι ούτε αποτελεσματικές ούτε ορθολογικές και οι κρατικοί θεσμοί πρέπει να γίνουν πιο αποτελεσματικοί και δημοκρατικοί». Μια απόφαση που έγινε δεκτή με επιφυλάξεις και σκεπτικισμό από τους Σέρβους κι ενθουσιασμό από Μουσουλμάνους και Κροάτες. Κατά συνέπεια οι δηλώσεις του Μπάιντεν ότι δεν επίκειται αναθεώρηση του Ντέιτον αποσκοπούσαν να διασκεδάσουν τις εντυπώσεις και να καθησυχάσουν αυτούς που θίγονται. Κι οι κατ’ αρχήν θιγμένοι είναι οι Σέρβοι, οι οποίοι διεκδικούν τη διενέργεια δημοψηφίσματος για να αποφασίσουν την απόσχισή τους από τη Βοσνία – Ερζεγοβίνη επικαλούμενοι μάλιστα το «βελούδινο διαζύγιο» μεταξύ Τσεχίας και Σλοβακίας το 1993. Το επιχείρημα μάλιστα του ηγέτη τους, σερβοβόσνιου πρωθυπουργού Μίλοραντ Ντόντιτς, είναι συντριπτικό: «Μόνο η Βοσνία – Ερζεγοβίνη είναι αναγκασμένη να λειτουργεί με μία δομή που δεν επιβίωσε στην πρώην Γιουγκοσλαβία. Πριν τον πόλεμο, οι άνθρωποι έλεγαν πως η Βοσνία – Ερζεγοβίνη είναι μια μικρή Γιουγκοσλαβία. Αν όμως δεν μπόρεσε να επιβιώσει η μεγάλη πως μπορεί να επιβιώσει μια μικρή;». Οι φραστικές επιθέσεις του αμερικανού αντιπροέδρου και οι κατηγορίες για εθνικιστική ρητορεία είχαν επομένως στόχο τους Σέρβους οι οποίοι αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο να γίνουν πολίτες δεύτερης κατηγορίας χάνοντας τα δικαιώματα που είχαν κερδίσει με τη συνθήκη του Ντέιτον, τώρα που είναι αδύναμοι να αντιδράσουν.

Οι αιτίες δε της εναντίωσης των Αμερικανών απέναντι στο ενδεχόμενο ανεξαρτητοποίησης των Σέρβων της Βοσνίας (που διεκδικούν ότι πέτυχαν κι οι Κοσοβάροι από το Βελιγράδι) φωτίζονται καλύτερα αν δούμε την έχθρα που θρέφουν για την Ουάσινγκτον. Φτάνει δε σε τέτοιο σημείο ώστε ο ηγέτης τους, Μίλοραντ Ντόντιτς, έφθασε στο σημείο να καλέσει την ευάριθμη σερβοβοσνιακή ομάδα που συμμετείχε στην πρόσφατη άσκηση του ΝΑΤΟ στην Γεωργία σε μια απόσταση λίγων χιλιομέτρων από μια ρωσική βάση, να αρνηθεί να εκτελέσει εντολές!

Σε αυτό το φόντο κλιμακούμενης έντασης το ζητούμενο της επίσκεψης του Μπάιντεν στη Σερβία δεν ήταν να πιέσει για την αναγνώριση του Κοσόβου, αλλά η διαβεβαίωση του Βελιγραδίου ότι δεν πρόκειται να ενθαρρύνει την κυβέρνηση της Μπάνια Λούκα στη διεκδίκηση ανεξαρτησίας. Στόχος που κατά κοινή ομολογία είναι η πρώτη πράξη στο αίτημα ένωσης της Δημοκρατίας της Σρπσκα με τη Σερβία με την οποία έχουν και κοινά σύνορα και γιατί όχι στη συνέχεια το παράδειγμα τους να μην ακολουθήσουν και οι 100.000 Σέρβοι που ζουν στο βόρειο τμήμα του Κοσόβου και αποτελούν κι αυτοί πολίτες δεύτερης κατηγορίας; Χωρίς όμως το δικαίωμα ανεξαρτητοποίησης το οποίο επιλεκτικά εγκρίνουν Ουάσινγκτον και Βρυξέλλες και χορηγούν σε μειονότητες που διάκεινται φιλικά απέναντί τους.

Δεν ήταν καθόλου τυχαίο έτσι το σκοτσέζικο ντους που γνώρισε στα Βαλκάνια ο αμερικανός αντιπρόεδρος: Στο Βελιγράδι, όπου απαγορεύτηκαν οι διαδηλώσεις για να μη βρεθεί αντιμέτωπος με την λαϊκή οργή, αναρτήθηκε πανό μέσα στη Βουλή την ώρα της ομιλίας του που έγραφε, σύμφωνα με το BBC, «Μπάιντεν Ναζιστικό απόβρασμα, πήγαινε σπίτι σου». Και μια μέρα μετά, στο Κόσοβο, που αν κι έχει αναγνωριστεί μέχρι σήμερα από 57 μόνο χώρες «η επιτυχία της ανεξαρτησίας του παραμένει προτεραιότητα της αμερικανικής διοίκησης» σύμφωνα με τα λόγια του, τιμήθηκε με την ανώτερη διάκριση…

Αρέσει σε %d bloggers: