Νέο φορολογικό νομοσχέδιο
ΑΙΤΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΥΝΟΜΙΑΣ
Μπορεί το άνοιγμα του ασφαλιστικού να αντιβαίνει στις προεκλογικές εξαγγελίες του ΠΑΣΟΚ, αλλά η σχεδιαζόμενη αναμόρφωση της φορολογικής νομοθεσίας, με ένα φιλόοξο μάλιστα σχέδιο «δημόσιας διαβούλευσης» που θα επιχειρήσει να δημιουργήσει ευρεί ακοινωνική συναίνεση γύρω από τις κυβερνητικές προτάσεις, είχε προαναγγελθεί πολύ πριν τις εκλογές. Το σχέδιο της κυβέρνησης είναι μέχρι τον Μάρτιο να έχει ψηφιστεί στη Βουλή και να αποτελεί νόμο του κράτους.
Η βασικότερη αιτιολογία για τον κατεπείγοντα χαρακτήρα που αποκτά η ανάγκη συλλογικής αναμόρφωσης της φορολογικής νομοθεσίας σχετίζεται με τον πολυδαίδαλο, αντιφατικό και γι αυτούς τους λόγους εξαιρετικά δαπανηρό ακόμη κι αναποτελεσματικό στην εφαρμογή του σύνολο νόμων που ρυθμίζουν τις φοροδοτικές υποχρεώσεις των μισθωτών, των μικρομεσαίων στρωμάτων και τη αστικής τάξης. Πρόκειται για διαπίστωση πέρα για πέρα πραγματική που είναι ορατή όχι μόνο ασχολούνται κατ’ επάγγελμα με την φορολογία, αλλά και στον κάθε φορολογούμενο, που συχνά αδυνατεί να συμπληρώσει την ατομική του δήλωση μόνος του, χωρίς δηλαδή να καταφύγει στις επ’ αμοιβή υπηρεσίες επαγγελματιών λογιστών.
Πρόκειται ωστόσο για τη μισή αλήθεια. Η άλλη μισή αφορά τις αιτίες της πολυπλοκότητας του φορολογικού συστήματος και της επακόλουθης φοροδιαφυγής. Όπως ακριβώς οι σχέσεις διανομής, οι μισθοί δηλαδή προς τα κέρδη, αποκρυσταλώνουν τον ταξικό συσχετισμό δύναμης στην παραγωγή αποτελώντας τον πιο αδιάψευστο μάρτυρα για την θέση των μισθωτών και της εργατικής τάξης γενικότερα έτσι και το φορολογικό σύστημα γενικότερα συμπυκνώνει στο επίπεδο της αναδιανομής τις σχέσεις των τάξεων, με τη διαμεσολάβηση του κράτους. Ρυθμίζοντας το «ποιός πληρώνει και τι» η φορολογία αποτελεί τον σημαντικότερο μηχανισμό κρατικής παρέμβασης στους μηχανισμούς αναπαραγωγής του κεφαλαίου καθώς μια υψηλή φρολογία κεφαλαίου μειώνει το ποσοστό κέρδους, αλλά και στο επίπεδο διαβίωσης της εργαζόμενης πλειοψηφίας, για ευνόητους λόγους.
Στην Ελλάδα οι ρίζες της πολυνομίας στη φορολογία εντοπίζονται στην αποροθυμία των κυβερνήσεων να αναθεωρήσουν τον πυρήνα τη στικής νομοθεσίας που έλκει την καταγωγή του από το 1955! Και δω δεν έχουν θέση αφελείς ερμηνείες για αναχρονιστικές εμμονές της κρατικής γραφειοκρατίας. Το ζητούμενο απ’ όλες τις κυβερνήσεις έκτοτε ήταν να διαφυλάξουν τον καταθλιπτικό για τους εργαζόμενους συσχετισμό δύναμης των πρώτων μετεμφυλιακών χρόνων. Σε αυτό το βωμό θυσίαζαν τους αναγκαίους εκσυγχρονισμούς της φορολογικής νομοθεσίας κι έχοντας επιλέξει να αφήσουν άθικτο τον βασικό νόμο κατέφευγαν στην εύκολη οδό των τροπολογιών σε άσχετα νομοσχέδια, των αποσπασματικών ρυθμίσεων και των φοροαπαλλαγών ακόμη, όπως μαρτυρά η ύπαρξη 950 τέτοιων περιπτώσεων τις οποίες υπόσχεται να καταργήσει ο νέος υπουργός Οικονομικών. Αποτέλεσμα αυτής της τακτικής είναι η πολυνομία, οι αλλληοεπικαλυπτόμενες ή αλληλοσυγκρουόμενες διατάξεις κι η φοροδιαφυγή, όποτε η τελευταία δεν αποτελούσε μέσο οικοδόμησης κοινωνικών και πολιτικών συμμαχιών με τα πολυάριθμα και κρίσιμης εκλογικής σημασίας μεσαία στρώματα.
Στην Ελλάδα φόρους πληρώνουν κατ’ αρχήν οι μισθωτοί κι οι συνταξιούχοι, οι οποίοι με βάση τα στοιχεία της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων, καταβάλουν το 50,9% των συνολικών φορολογικών εσόδων. Οι φόροι κεφαλαίου στην Ελλάδα αντιστοιχούν μόνο στο 15,9% του ΑΕΠ όταν ο μέσος όρος στην ευρωζώνη είναι 26,9% κι ακόμη και στην Αγγλία, την κοιτίδα του νεοφιλελευθερισμού οι φόροι κεφαλαίου αντιστοιχούν στο 44% του ΑΕΠ.
Η νέα κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ διατηρεί άθικτους τους αντιλαϊκούς φορολογικούς νόμους της κυβέρνησης Καραμανλή
Παρόλα αυτά η επικέντρωση της συζήτησης στον δαιδαλώδη χαρακτήρα του ελληνικού φορολογκού συστήματος αποπροσανατολίζει την διερεύνηση των βασικών του ταξικών χαρακτηριστικών. Είναι επίσης κι ιδιαίτερα επικίνδυνη καθώς στρώνει το δρόμο για το «απλούστερο» φορολογικό σύστημα του κόσμου, που είναι ο μοναδιαίος φορολογικός συντελεστής. Δηλαδή διαμόρφωση ενός και μοναδικού συντελεστή, στο 15% ή στο 20% για παράδειγμα με το οποίο να φορολογούνται όλα τα εισοδήματα. Δεν υπάρχει όμως μεγαλύτερη ταξική αδικία απ’ αυτόν τον «απλό» φορολογικό συντελεστή καθώς καταργεί την προοδευτικότητα της φορολόγησης, βάση της οποίας υψηλότερα εισοδήματα φορολογούνται με υψηλότερους συντελεστές και χαμηλότερα εισοδήματα με λίγο ή πολύ χαμηλότερους συντελεστές ακόμη και μηδενικούς. Στην βάση αυτής της πολιτικής απόφασης, που τινάζει στον αέρα κάθε έννοια αναδιανομής και κατ΄επέκταση τη νομιμοποίηση του κράτους στη συνείδηση της κοινωνίας, βρίσκεται η νεοφιλελεύθερη ιδεολογική παραδοχή πως η προοδευτική φορολόγηση τιμωρεί κι εκδικείται τον πλούτο, υπονομεύοντας την συγκέντρωσή του, που αποτελεί καταστατικό άρθρο οποιασδήποτε προσδοκίας κοινωνικής ευημερίας – κατά τους εκφραστές της πάντα. Δεν είναι καθόλου τυχαίο που αυτή η μορφή φορολόγησης προκρίνεται από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και τον ΟΟΣΑ επικαλούμενοι την ευκολία των ελέγχων και το χαμηλό κόστος διατήρησης φοροελεγκτικών μηχανισμών, ενώ απαντάται και στην ανατολική Ευρώπη. Πρόταση δε της Μέρκελ να καθιερωθεί αυτή η μορφή φορολόγησης κι η οποία είχε διατυπωθεί παραμονές των προηγούμενων βουλευτικών εκλογών στην Γερμανία, της είχε στοιχίσει κατά γενική ομολογία την αυτοδυναμία.
Επιστρέφοντας στα καθ΄ημάς απέναντι στο ερώτημα τι είναι το ελληνικό φορολογικό σύστημα, τι είναι δηλαδή αυτό που το διακρίνει μια απάντηση που θα εστιάζει στην πολυπλοκότητά του είναι λάθος. Το ελληνικό φορολογικό σύστημα πριν και πάνω απ’ ότι άλλο είναι ένα άδικο, φιλοεπιχειρηματικό, ταξικό φορολογικό σύστημα που δεν ανατρέπει ούτε διορθώνει τις αντιθέσεις που δημιουργεί η πρωτογενής διανομή, αλλά τις εμβαθύνει και τις διαιωνίζει. Ως αποτέλεσμα οξύνει και δεν επουλώνει το κοινωνικό ζήτημα. Η πολυνομία μάλιστα εγγυάται και εμβαθύνει αυτό το χαρακτήρα και πολλές φορές τον συγκαλύπτει.
Ο ταξικός χαρακτήρας του ελληνικού φορολογικού συστήματος γίνεται αντιληπτός από δύο μεγέθη. Το πρώτο αφορά τη σχέση των άμεσων φόρων με τους έμμεσους και το δεύτερο μέγεθος που αποκαλύπτει τον ταξικό χαρακτήρα του φορολογικού συστήματος αφορά την θεσμοθετημένη ασυλία μικρού και μεγάλου κεφαλαίου όπως φαίνεται από την κατανομή των άμεσων φόρων.
Το πιο απλό ερώτημα για να φανεί η φύση ενός φορολογικού συστήματος είναι το εξής: «ποιός πληρώνει φόρους;». Στην Ελλάδα λοιπόν φόρους πληρώνουν οι μισθωτοί κι οι συνταξιούχοι. Εξετάζοντας την κατανομή των άμεσων φόρων, όπως παρουσιάζεται από τα στοιχεία που έχει επεξεργαστεί η Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων (και βρίσκονται αναρτημένα στην ιστοσελίδα της) προκύπτει πως από τις 3 μεγάλες κατηγορίες φορολογουμένων πρώτο, μισθωτοί και συνταξιούχοι, δεύτερο, λοιποί φορολογούμενοι και τρίτο, νομικά πρόσωπα όπου συμπεριλαμβάνονται κάθε είδους και μεγέθους επιχειρήσεις, νικητές είναι οι μισθωτοί και συνταξιούχοι. Συγκεκριμένα από τα 13,1 δισ. ευρώ φόρων το 2007 μισθωτοί και συνταξιούχοι πλήρωσαν τα 6,5 δισ. (50,9% του συνόλου), οι λοιποί φορολογούμενοι 1,8 δισ. (13,58% των φορολογικών εσόδων) και τα νομικά πρόσωπα πλήρωσαν 4,8 δισ. ευρώ (το 36,33% του συνόλου)!
Είναι αστείο, πέρα από προκλητικό, πως την ώρα που το κεφάλαιο πρέπει να περάσει από το ταμείο για να πληρώσει κάτι από τα κέρδη του ξεχνάει τις πομφόλυγγες πως το κεφάλαιο σε κάθε του μορφή – κι όχι η εργασία – είναι ο παραγωγός του πλούτου και τότε κάνει τον ανήξερο φορτώνοντας τον λογαριασμό των δημοσίων δαπανών στους εργαζόμενους!
Οι βιομήχανοι βέβαια εξανίστανται! Με ανακοίνωση που εξέδωσε ο ΣΕΒ στις 4 Νοέμβρη λίγο πολύ υποστηρίζει ότι οι μοναδικοί που πληρώνουν φόρο στην Ελλάδα είναι οι μεγάλες και πολύ μεγάλες επιχειρήσεις. Αναφέρει συγκεκριμένα: «Το 99,5% των επιχιερήσεων που παρακολοθούνται από τη Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων, δηλαδή 202.418 μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις που απασχολούν έως 5 άτομα, πληρώνουν κατά μέσο όρο ετησίως φόρο 6.100 ευρώ, όσο δηλαδή ένας μισθωτός υπάλληλος φορολογητέων αποδοχών 2.000 ευρώ μηνιαίως. Οι 1.500 μεγαλύτερες ελληνικές επιχειρήσεις μέσης απασχόλησης 350 ατόμων πληρώνουν το 72,2% του συνολικού φόρου εισοδήματος νομικών προσώπων καταβάλλοντας έκαστη μέσο ετήσιο φόρο εισοδήματος 2,2 εκ. ευρώ». Η αποτύπωση της εξοργιστικής στο μέγεθός της φορολογικής αποχής των μικρομεσαίων από του βιομήχανους είναι πραγματική. Παραπλανητική είναι όμως η εικόνα που δημιουργείται για τα φορολογικά βάρη των μεγάλω επιχειρήσεων από το συμπέρασμα «2,2 εκ. ευρώ πληρώνει φόρο η κάθε μά από τις 1.500 μεγάλες επιχειρήσεις».
Το ερώτημα που γεννάται είναι τι φόρο πληρώνουν οι επιχειρήσεις στην πραγματικότητα, όταν δηλαδή αφαιρεθούν οι κάθε λογής φοροαπαλλαγές που απολαμβάνουν, όπως για παράδειγμα από τους αναπτυξιακούς νόμους, τις συγχωνεύσεις κ.α. Προνόμιο που φυσικά δεν κατανέμεται σε όλες τις επιχειρήσεις ισοδύναμα, αλλά αξιοποιείται από τις πιο μεγάλες, που έχουν επίσης το προνόμιο να απασχολούν φοροτέχνες αλχημιστές ξεζουμίζοντας κάθε εύνοια του νόμου. Με βάση λοιπόν ανακοίνωση της ευρωπαϊκής Στατιστικής Υπηρεσίας (με ημερομηνία 22 Ιουνίου 2009) ο φόρος κεφαλαίου που πλήρωσαν οι επιχειρήσεις στην Ελλάδα το 2006 αντιστοιχούσαν στο 15,9% του ΑΕΠ – ποσοστό πολύ χαμηλότερο από το μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 27 που φθάνει το 25,7% και της ευρωζώνης των 16 κρατών που ανέρχεται σε 26,9%! Χωρίς να υποστηρίζουμε ότι το φορολογικό σύστημα στην υπόλοιπη Ευρώπη είναι κοινωνικά δίκαιο αυτό που διακρίνεται είναι πως στην Ελλάδα το φορολογικό σύστημα είναι προκλητικά φιλοεπιχειρηματικό! Είναι κομμένο και ραμμένο στα μέτρα της αστικής τάξης, σε βαθμό να ομοιάζει περισσότερο με το σύστημα των κρατών της ανατολικής Ευρώπης παρά της Δυτικής. Αξίζει να δούμε πως φορλογούν οι υπόλοιπες χώρες της ΕΕ, για να υπάρχει ένα μέτρο σύγκρισης. Ενώ λοιπόν στην Ελλάδα οι φόροι κεφαλαίου αντιστοιχούσαν στο 15,9% του ΑΕΠ στη Δανία και την Αγγλία αντιστοιχούσαν στο 44%, στην Ισπανία και τη Γαλλία στο 41%, στο Βέλγιο 32%, στην Ιταλία 34%, στην Πορτογαλία 31%, στην Κύπρο 30%, στην Αυστρία και τη Γερμανία 24%, και στην Ιρλανδία 21%. Ακόμη και μια σειρά ανατολικοευωπαϊκές χώρες φορολόγησαν βαρύτερα το κεφάλαιο. Για παράδειγμα η Τσεχία με 26%, η Πολωνία με 22% κι η Σλοβκία με 18%!!! Στην πραγματικότητα λοιπόν και παρά τις περί του αντιθέτου κλάψες των βιομήχανων η Ελλάδα αποτελεί φορολογικό παράδεισο. Η Ελλάδα σε σχέση με τους όρους φορολόγησης του κεφαλαίου ανήκει στην Ανατολή, στις τριτοκοσμικές μπανανίες!
Αξίζει μάλιστα να δούμε με τι ταχύτητα βελτιώνει τη θέση του το κεφάλαιο στο φορολογικό χάρτη, καθώς αν πλήρωνε 15,9% φόρου επί του ΑΕΠ το 2006, το 2000 πλήρωνε, με βάση την ίδια στατιστική, 19,9%. Δύο συμπεράσματα προκύπτουν. Το πρώτο αφορά τα θεαματικά αποτελέσματα που είχε η κίνηση του Καραμανλή το Σεπτέμβριο του 2004, από το βήμα της Διεθνούς Έκθεσης να ανακοινώσει τη μείωση του συντελεστή φορολόγησης κεφαλαίου από το 35% στο 25% σε ότι αφορά τις ανώνυμες κι από το 25% στο 20% σ΄ότι αφρά ομόρυθμες κι ετερόρυθμες. Φαίνεται επίσης ότι κι επί τη προηγούμενης κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, με τον Σημίτη πρωθυπουργό, το κεφάλαιο στην Ελλάδα απολάμβανε πολύ πιο προνομιακή φορλογική μεταχείριση σε σχέση με το τι συνέβαινε στην υπόλοιπη ΕΕ. Η κυβέρνηση Καραμανλή συμπερασματικά συνέχισε κι έκανε πιο επιθετικό για τους εργαζόμενους και απειλητικό για τα δημόσια έσοδα ένα ήδη βαθιά ταξικό φορολογικό πλαίσιο.
Η νέα δε κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ έχει επιλέξει εδώ και καιρό να αφήσει άθικτη τη φορολογική ασυλία του κεφαλαίου που θεσμοθέτησε ο Καραμανλής, όπως είχε φανεί από τον Σεπτέμβρη του 2008 όταν ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ αρνήθηκε σε ερώτηση του Πριν στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης να δεσμευθεί πως θα ακυρώσει το νόμο του Καραμανλή για τη μείωση των φορολογικών συντελεστών – μέτρο που να σημειωθεί στοιχίζει στο δημόσιο υπο τη μορφή διαφυγόντων σόδων 1 δισ. ευρώ. Τόσα από μία άλλη οπτική γωνία κερδίζει ετησίως κι ο ελλληνικός καπιταλισμός από το δώρο του Καραμανλή στο κεφάλαιο. Η απόφαση του ΠΑΣΟΚ επιβεβαιώθηκε και πρόσφατα όταν ο υπουργός Οικονομικών, Γ. Παπακωνσταντίνου, δικαιολόγησε την έκτακτη εισφορά των 300 μεγάλων επιχειρήσεων στη βάση των μεγάλων ωφελειώ που είχαν από την μείωση των φορολογικών συντελεστών. Η έκτακτη εισφορά έτσι ήταν το αντίτιμο που πλήρωσαν για να συνεχίσουν να την απολαμβάνουν, εις βάρος τη δημοσιονομικής σταθερότητας και των κοινωνικών δαπανών.
Εν κατακλείδι, σ’ ότι αφορά τους άμεσους φόρους το συμπέρασμα που προκύπτει από την επεξεργασία των δηλώσεων και τις ευρωπαϊκές στατιστικές είναι ότι φόρους πληρώνουν μισθωτοί και συνταξιούχοι, ενώ το κεφάλαιο απολαμβάνει συνθηκών φορλογικού παραδείσου!
Από τους έμμεσους φόρους η μερίδα του λέοντος
Η ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΑΣΟΚ ΓΙΑ ΑΥΞΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΦΟΡΟ ΠΟΤΩΝ ΚΑΙ ΤΣΙΓΑΡΩΝ ΟΞΥΝΕΙ ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ
Το δεύτερο κριτήριο που φανερώνει τον ταξικό χαρακτήρα του ελληνικού φορολογικού συστήματος σχετίζεται με το ύψος των έμμεσων φόρων. Οι έμμεσοι φόροι αποτελούν την επιτομή της άδικης φορολογίας για δύο λόγους: Πρώτο, γιατί επιβάλλονται κατά τον ίδιο τρόπο σε έχοντες και μη έχοντες, στερούνται δηλαδή προοδευτικότητας. Και δεύτερο επειδή βαρύνουν περισσότερο τη λαϊκή κατανάλωση. Ωστόσο, οι έμμεσοι φόροι στην Ελλάδα αποτελούν τη βασικότερη μορφή φορολογίας, την μεγαλύτερη πηγή φορολογικών εσόδων, ενώ θα έπρεπε να συμβαίνει το αντίθετο: η βασικότερη δηλαδή πηγή φορολογικών εσόδων να είναι από τους άμεσους κι οι έμμεσοι, που όφειλαν να βαρύνουν την πολυτελή διαβίωση και μόνο, να είχαν περιθωριακή συμμετοχή στο σύνολο των εσόδων.
Στον προϋπολογισμό του 2009 που κατατέθηκε πέρυσι τέτοια εποχή από τη ΝΔ, οι έμμεσοι φόροι προβλεπόταν να ανέλθουν στα 34,2 δισ. ευρώ κι οι άμεσοι στα 26,7 δισ., αντιπροσωπεύοντας το 13,1% του ΑΕΠ οι πρώτοι και το 10,3% οι δεύτεροι. Στο σύνολο των φορολογικών εσόδων οι έμμεσοι φόροι που θα εισπράτονταν το 2009 αντιπροσώπευαν το 56,1%, ενώ οι άμεσοι το 43,9%.
Κατά τη διάρκεια της νεοδημοκρατικής πενταετίας τεράστια ώθηση στην άνοδο των έμμεσων φόρων έδωσε η αύξηση του ΦΠΑ κατά μία μονάδα την άνοιξη του 2005 κι οι αλλεπάλληλες αυξήσεις των ειδικών φόρων κατανάλωσης στα ποτά, τα τσιγάρα και τα καύσιμα. Αυτήν ακριβώς την παράδοση συνέχισε κι ο νέος υπουργός Οικονομίας, Γ. Παπακωνσταντίνου, αποφασίζοντας την αύξηση του ειδικού φόρου τα ποτά και τα τσιγάρα κατά 10% και διατηρώντας επίσης το μεγαλύτερο μέρος από τις ιλλιγγιώδεις αυξήσεις στα τέλη κυκλοφορίας που είχε προαναγγείλει ο Γ. Σουφλιάς. Μάλιστα από το νέο πλαίσιο φορολόγησης των εισοδημάτων και της περιουσίας και τις αυξήσεις σε ορισμένους ΕΦΚ – τσιγάρα, ποτά ο κρατικός προϋπολογισμός αναμένει να εισπράξει 1,5 δισ. ευρώ. Ποσό κατά 50% υψηλότερο απ’ όσα αναμένονται από την έκτακτη εισφορά «κοινωνικής ευθύνης» όπως χαρακτηρίστηκε που επιβλήθηκε στις πολύ κερδοφόρες επιχειρήσεις και τη μεγάλη ακίνητη περιουσία που αναμένεται να αποδώσει 1 δισ. ευρώ.
Φαίνεται από τα παραπάνω πως και στο ζήτημα των έμμεσων φόρων το ΠΑΣΟΚ παρότι προεκλογικά καταδίκαζε την ανάδειξή τους ως κύριων μέσων συγκέντρωσης φορολογικών εσόδων ακολουθεί τον ίδιο ακριβώς δρόμο με τη ΝΔ επιβαρύνοντας έτσι κατά προνομιακό τρόπο την μεγάλη πλειοψηφία και την λαϊκή κατανάλωση.
ΚΑΤΑΡΡΕΥΣΗ ΕΣΟΔΩΝ
Η μόνιμη αιτία των ελλειμάτων
ΜΕΤΡΑ ΑΝΑΔΙΑΝΟΜΗΣ
Η διαδικασία κατάρτισης του φετινού κρατικού προϋπολογισμού και κυρίως η προτεραιότητα που έδωσε η νέα κυβέρνηση στην αύξηση των φορολογικών εσόδων ώστε να επιτευχθεί η μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος στο 9,4% του ΑΕΠ κατά το τέλος του 2010 από 12,7% φέτος έφερε στην επιφάνεια το αδιέξοδο που έχει δημιουργηθεί στον μηχανισμό συγκέντρωσης φόρων. Για παράδειγμα, ο νέος υπουργός Οικονομικών στηλίτευε την κατάρρευση των φορολογικών εσόδων που παρατηρήθηκε όλο το προηγούμενο διάστημα, με αποτέλεσμα η διαφορά μεταξύ προβλεπομένων και πραγματοποιούμενων εσόδων από ΦΠΑ να φθάσει τα 3 δισ. ευρώ, η διαφορά των φόρων περιουσίας στα 1,3 δισ. ευρώ, των φόρων φυσικών προσώπων στα 1,1 δισ. και των νομικών προσώπων στο 1 δισ.
Η αιτία αυτής της κατάρρευσης των φορολογικών εσόδων (που παρατηρήθηκε μάλιστα ενώ στην εξουσία βρισκόταν η πιο ανάλγητη κι αντιλαϊκή κυβέρνηση, εν μπορεί να κατηγορηθεί δηλαδή για ολιγωρία) φέρνει στην επιφάνεια την αποτυχία, την εγγενή δηλαδή αδυναμία να εγγυηθεί την αύξηση των δημοσίων εσόδων ένα σύστημα φορολόγησης που εξαιρεί τους έχοντες κι επιβαρύνει τους μη έχοντες. Την αντίφαση την περιγράφει πολύ εύστοχα η τελευταία έκθεση του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ, Η ελληνική οικονομία και η απασχόληση – ετήσια έκθεση 2009, όπου τονίζει αρχικά πως «τα φορολογικά έσοδα εξαρτώνται από τα εισοδηματικά μερίδια και τους φορολογικούς συντελεστές που τους αντιστοιχούν». Και συνεχίζει: «Η οικονομική πολιτική που ασκήθηκε κατά τα είκοσι περίπου έτη οδήγησε αφενός μεν στην πρωτογενή αναδιανομή του εισοδήματος σε βάρος των εργαζομένων, αφετέρου δε μείωσε τους φορολογικούς συντελεστές επί των κερδών και αύξησε τους συντελεστές επί των εισοδημάτων της εργασίας. Εφήρμοσε δηλαδή μειωμένους φορολογικούς συντελεστές στο αυξανόμενο μερίδιο των κερδών και αυξημένους συντελεστές στο μειούμενο μερίδιο της εργασίας. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τα φορολογικά έσοδα να μειωθούν έναντι αυτών που θα υπήρχαν αν οι αυξημένοι φορολογικοί συντελεστές εφαρμόζονταν επί του αυξανόμενου μεριδίου του ΑΕΠ (δηλαδή επί των κερδών, των τόκων και των προσόδων), ή εάν έστω είχαν παραμείνει οι συντελεστές στα παλαιά τους επίπεδα».
Συνεχίζοντας έτσι το ΠΑΣΟΚ να περιμένει πως θα επιλυθεί το δημοσιονομικό πρόβλημα αναζητώντας φορολογικά έσοδα εκεί που δεν υπάρχουν ενώ θα διαιωνίζει την φοροαπαλλαγή εκεί που πραγματικά υπάρχει πλούτος, απλώς κυνηγάει χίμαιρες. Κι ως αποτέλεσμα το έλλειμμα θα συνεχίσει να υφίσταται, ενώ η ικανοποίηση των αυξημένων κοινωνικών αναγκών μέσα από μια γενναία αναδιανομή του κοινωνικού πλούτου δια της φορολογίας θα παραπέμπεται στις ελληνικές καλένδες.
Στην αντίποδα της εφαρμοζόμενης πολιτικής, που συνεχίζεται με αξιοθαύμαστη θρησκευτική ευλάβεια, έχει ωριμάσει η ανάγκη για τη διεκδίκηση ενός συνόλου αιτημάτων, στο επίπεδο της αναδιανομής και της φορολογίας, που μπορούν να εγγυηθούν την βελτίωση της θέσης των εργαζομένων. Απαιτείται κατ’ αρχήν η γενναία αύξηση της άμεσης φορολογίας στις επιχειρήσεις και πάνω απ’ όλα στα κέρδη κι ακόμη η καθιέρωση προοδευτικής φορολογίας στις επιχειρήσεις. Η βαριά φορολόγηση των βραχυχρόνιων, κερδοσκοπικών τοποθετήσεων στις αγορές κεφαλαίου και τις εξαγωγές κεφαλαίου. Η κατάργηση του ΦΠΑ σε όλα ανεξαιρέτως τα είδη λαϊκής ανάγκης και ιδίως τρόφιμα, ρουχισμό, κ.λπ. Η αύξηση του αφορολόγητου ορίου για τους μισθωτούς από τις 12.000 ευρώ που είναι σήμερα (με αποτέλεσμα να κρίνεται άξιος φορολόγησης ένας μηνιαίος μισθός των 860 ευρώ!!!). Η δημιουργία επιπλέον συντελεστών μεγαλύτερων του 40% που είναι σήμερα ο ανώτατος συντελεστής με τον οποίο φορολογούνται όσα εισοδήματα υπερβαίνουν την κλίμακα των 75.000 ευρώ ετησίως. Και τέλος, μεταξύ πολλών άλλων, η επαναφορά της φορολόγησης της μεγάλης ακίνητης περιουσίας κι η παράλληλη κατάργηση του ΕΤΑΚ, η βαριά φορολόγηση τη εκκλησιαστικής περιουσίας υπό την απειλή τη δήμευσης, κοκ.
Μου αρέσει αυτό:
Μου αρέσει! Φόρτωση...
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.