Η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στη θέση του προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής θα αποτελεί για δεκαετίες ορόσημο στην πολιτική ιστορία της χώρας και διεθνώς για δύο κυρίως λόγους.
Του Λεωνίδα Βατικιώτη
Ο πρώτος λόγος σχετίζεται με την κραυγαλέα αποτυχία του αμερικανικού πολιτικού συστήματος. Η χώρα που για δεκαετίες πρωταγωνιστούσε ή ενθάρρυνε δημόσια στην ανατροπή ακόμη και δημοκρατικά εκλεγμένων κυβερνήσεων, αξιώνοντας τα εύσημα της μεγαλύτερης δημοκρατίας στον κόσμο, θα έχει ως πρόεδρο της τον πολιτικό που κέρδισε 3 εκ. ψήφους λιγότερους από την αντίπαλό του, Χίλαρι Κλίντον. Για την ακρίβεια 2.864.974 ψήφους σύμφωνα με το τελικό αποτέλεσμα. Ο Τραμπ ωστόσο κέρδισε την προεδρία, χάρη σε ένα σύστημα εκπροσώπησης που είχε φτιαχτεί την επομένη του αμερικανικού εμφυλίου για να αποτρέψει την εκλογή των μαύρων, εκλέγοντας 306 εκλέκτορες ενώ η αντίπαλός του μόνο 232, κι ας νίκησε κατά κράτος σε επίπεδο ψήφων! Παρά την τεράστια σημασία του γεγονότος, καθώς έφερε στην επιφάνεια μια εγγενή αδυναμία στα θεμέλια του αμερικάνικου πολιτικού συστήματος που θα δημιουργήσει ένα νέο κύμα εκλογικής αποχής, η καταστρατήγηση της βούλησης των ψηφοφόρων δε βρήκε τη θέση που έπρεπε στη δημόσια συζήτηση.
Ο δεύτερος λόγος για τον οποίο οι εκλογές της 8ης Νοεμβρίου 2016 θα μείνουν στην ιστορία είναι επειδή συντελέστηκε μια μεταβολή που σε έναν βαθμό υπερβαίνει το διχασμό του αμερικανικού πολιτικού συστήματος μεταξύ Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικανών. Η ανάδειξη του μεγιστάνα της αγοράς ακινήτων, πολύ περισσότερο από την ήττα των Δημοκρατικών, σήμανε ένα πρωτοφανές πλήγμα στο φιλελεύθερο πολιτικό στρατόπεδο, το οποίο κυρίως εκφραζόταν μέσω των Δημοκρατικών, ωστόσο το υπερέβαινε σημαντικά.
Ο ρατσιστικός και μισογυνικός λόγος του νέου προέδρου, η απόρριψη της παγκοσμιοποίησης, τουλάχιστον με τον τρόπο που λειτουργούσε ως σήμερα, η στροφή στην εκκλησία και την εθνικιστική δημαγωγία κι άλλα πολλά σηματοδοτούν μια εκ βάθρων αλλαγή στο περιεχόμενο της ασκούμενης πολιτικής. Αναθεωρείται δε όλο το εύρος της: από την οικονομία και τη διπλωματία μέχρι τον τρόπο άσκησης του πολιτεύματος και τη στάση του κράτους απέναντι στις βασικές ελευθερίες.
Συνήθης η πρακτική των απαγορεύσεων εισόδου στις ΗΠΑ
Ωστόσο παρά τις θεαματικές διαφορές μεταξύ του νυν και του πρώην πλανητάρχη, που επεκτείνονται ακόμη και στο επίπεδο της εμφάνισης και της παιδείας, εξ ίσου ουσιαστικές είναι και οι ομοιότητες μεταξύ τους. Ανατρέχοντας στο πρόσφατο παρελθόν τα κοινά μεταξύ τους δεν είναι τόσα λίγα, όσα εκ πρώτης όψεως μπορεί κάποιος να υποθέσει. Ενώ, πολύ περισσότερα είναι εκείνα τα θέματα στα οποία η πολιτική που άσκησε (ή δεν …άσκησε) ο πρώτος μαύρος πρόεδρος στην ιστορία των ΗΠΑ έστρωσαν το δρόμο στην εκλογή του Τραμπ.
Είναι χαρακτηριστική η απαγόρευση εισόδους στις ΗΠΑ όσων γεννήθηκαν σε επτά (κατά πλειοψηφία) μουσουλμανικές χώρες: Συρία, Ιράκ, Ιράν, Λιβύη, Σομαλία, Σουδάν και Υεμένη. Μια απαγόρευση που παρέσυρε ακόμη κι όσους διέθεταν νόμιμη πράσινη κάρτα και βίζα 90 ημερών κι επίσης όσους είχαν διπλό διαβατήριο, ενώ ανέστειλε το σχέδιο διαχείρισης της προσφυγική κρίσης στη Συρία επ’ αόριστο. Η έκδοση του σχετικού προεδρικού διατάγματος στις 27 Ιανουαρίου προκάλεσε σοκ εντός κι εκτός ΗΠΑ και ένα καταιγισμό κριτικών με πιο σημαντική την παρατήρηση ότι κανένας από τους ενόχους της δολοφονικής επίθεσης της 11ης Σεπτεμβρίου δεν προερχόταν από τις συγκεκριμένες επτά χώρες. Για την ιστορία να αναφερθεί ότι η χώρα που είχε τους περισσότερους δεσμούς με τους βομβιστές αυτοκτονίας ήταν η Σαουδική Αραβία, αλλά ουδείς διανοήθηκε να την συμπεριλάβει στη λίστα επειδή από τον πρώτο πόλεμο του Κόλπου αποτελεί σταθερό σύμμαχο κι ακόμη πιο σταθερό πελάτη των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή.
Η αλήθεια ωστόσο είναι πώς δεν ήταν η πρώτη φορά που οι ΗΠΑ προέβαιναν σε μια τέτοιας, γενικής ισχύος, απόφαση απαγόρευσης εισόδου σε πολίτες ξένης χώρας. Τελευταία φορά συνέβη επί Μπαράκ Ομπάμα(!) όταν οι αρχές ασφαλείας βρήκαν στο Κεντάκι δύο Ιρακινούς οι οποίοι συνδέονταν με την Αλ Κάιντα και ζούσαν υπό καθεστώς πρόσφυγα. Η άμεση αντίδραση του Λευκού Οίκου ήταν να παγώσει τις εγκρίσεις αιτημάτων από πρόσφυγες προερχόμενους από το Ιράκ για μια περίοδο έξι μηνών. Την προηγούμενη δε φορά συνέβη επί Τζίμι Κάρτερ, εκ των ιδρυτών του φιλελεύθερου αμερικανικού κατεστημένου, όταν 52 αμερικάνοι διπλωμάτες κρατήθηκαν όμηροι για 444 μέρες στην Τεχεράνη. Αφορούσε δε την απαγόρευση έκδοσης βίζας και κατ’ επέκταση εισόδου στις ΗΠΑ κάθε Ιρανού πολίτη.
Επομένως, μπορεί ο Ντόναλντ Τραμπ να το …τερμάτισε, αλλά άλλοι πρόεδροι και μάλιστα Δημοκρατικοί, εγκαινίασαν την απαγόρευση της εισόδου στις ΗΠΑ ως μορφή συλλογικής τιμωρίας ενός λαού…
Μέση Ανατολή: Αδιατάρακτη συνέχεια…
Άδικο επίσης είναι να αποδίδονται στον Τραμπ κι όλες οι ευθύνες για τον εμπρησμό της Μέσης Ανατολής. Αρχικά, όντως, ο αντιμουσουλμανικός λόγος του 45ου αμερικανού προέδρου και οι εξαγγελίες του πως θα μεταφέρει την αμερικανική πρεσβεία από το Τελ Αβίβ στην Ιερουσαλήμ οδήγησε την ισραηλινή προκλητικότητα σε αδιανόητα ύψη. Επιστέγασμα ήταν η αναγγελία ανέγερσης 3.000 νέων κατοικιών στους εβραϊκούς εποικισμούς της Δυτικής Όχθης, χωρίς να ακολουθήσει έστω μια φραστική καταγγελία από τον Λευκό Οίκο, κατά παράβαση της πάγιας πρακτικής. Η Γερμανία αντίθετα, επιλέγοντας να δείξει το σεβασμό της στο διεθνές δίκαιο και τις αποφάσεις του ΟΗΕ, αποδοκίμασε την ισραηλινή πρακτική.
Παρόλα αυτά επί Ομπάμα η Μέση Ανατολή δεν ήταν και ο πλέον γαλήνιος τόπος για να περάσει κανείς τα χρόνια της σύνταξής του. Οι φωτιές που ανέκαθεν έκαιγαν επεκτάθηκαν κι αυτό συνέβη με ευθύνη των ΗΠΑ κι ειδικότερα του Μπαράκ Ομπάμα, που συνέχισε την επιθετική πολιτική του Μπους. Τρία γεγονότα αξίζει να θυμηθούμε που πρέπει να κάνουν πιο μετριοπαθείς όσους εκθειάζουν την πολιτική του προκατόχου του Τραμπ. Το πρώτο σχετίζεται με τον βομβαρδισμό της Συρίας που ξεκίνησε επίσημα στις 23 Σεπτεμβρίου 2014, σε συνεργασία με τα καθεστώτα της Σαουδικής Αραβίας, του Μπαχρέιν, των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, του Κατάρ και της Ιορδανίας. Στην πράξη, η στρατιωτική ανάμειξη των ΗΠΑ στο εσωτερικό της Συρίας είχε ξεκινήσει πολύ καιρό πριν. Κι αν τον Σεπτέμβρη του 2014 στο στόχαστρο των αμερικανικών βομβαρδιστικών ήταν οι ομάδες των ακραίων ισλαμιστών, το προηγούμενο διάστημα βρίσκονταν οι δυνάμεις του Άσαντ. Κι οι ακραίοι ισλαμιστές τότε ήταν οι μεγάλοι ευνοημένοι της πολυεπίπεδης αμερικανικής βοήθειας, που εκτεινόταν ακόμη και σε στρατιωτικό υλικό.
Το δεύτερο (από τα πολλά) περιστατικά που δείχνει ότι ο Ομπάμα σεβάστηκε και συνέχισε την πολιτική των ιεράκων του Πενταγώνου αφορά στη Λιβύη. Τον Ιούνιο του 2011 η Βουλή των Αντιπροσώπων απέρριψε πρόταση που θα έδινε το πράσινο φως για στρατιωτικές επιχειρήσεις στη Λιβύη. Στην καταψήφιση μάλιστα πρωτοστάτησαν οι Δημοκρατικοί που δεν φάνηκαν να πείθονται από την επιχειρηματολογία του Ομπάμα για «ανθρωπιστική αποστολή». Παρόλα αυτά οι βομβαρδισμοί έγιναν! Σαν να μην υπήρξε ποτέ η αντίθετη γνώμη (ουσιαστικά η απαγόρευση) της Βουλής των Αντιπροσώπων…
Επιπλέον, επί Ομπάμα τα μη επανδρωμένα αεροπλάνα χρησιμοποιήθηκαν κατά κόρον εγκαινιάζοντας μια νέα τακτική πολέμου που προστατεύει μεν το προσωπικό της επιτιθέμενης χώρας, αλλά επιτρέπει την μαζική παραβίαση των συνόρων και την επέκταση των εμπόλεμων ζωνών, κατά το δοκούν. Χωρίς να υπάρχει καν πολιτική έγκριση. Έτσι, τα ντρόουνς έκαναν λιγότερα ευδιάκριτα τα σύνορα μεταξύ πολέμου και ειρήνης κι αυτό είναι σε βάρος της ειρήνης…
Στα ύψη ο ρατσισμός
Καθόλου τιμητικός επίσης είναι ο απολογισμός της οκταετίας του Ομπάμα και σε ό,τι αφορά τα πολιτικά δικαιώματα. Κανείς δεν πρόκειται να ξεχάσει τις ταραχές που σημειώνονταν κατ’ επανάληψη όταν αστυνομικοί σκότωναν αδικαιολόγητα μαύρους. Μάλιστα, έρευνα κοινής γνώμης που δημοσιεύθηκε στις 13 Ιουλίου 2016 στην εφημερίδα New York Times (που πλέον συγκεντρώνει σταθερά τα πυρά του Τραμπ λόγω της στήριξης που προσέφερε στην Κλίντον) είχε δείξει πώς το 69% των Αμερικανών θεωρούσαν ότι οι διαφυλετικές σχέσεις βρίσκονταν σε άσχημη κατάσταση. Από το 1992 που είχαν ξεσπάσει οι ταραχές στο Λος Άντζελες μετά τη δολοφονία του Ρόντνεϋ Κινγκ, ελάχιστες φορές οι σχετικές απαντήσεις είχαν φτάσει σε ένα τόσο υψηλό επίπεδο. Μάλιστα, ένα χρόνο πριν, τον Ιούλιο του 2015, την ίδια στάση είχε κρατήσει στην έρευνα μόλις το 38% των ερωτηθέντων. Η ίδια έρευνα είχε δείξει ένα βαθύ διχασμό της Αμερικής και την αναβίωση των φυλετικών διακρίσεων. Για παράδειγμα, όταν αξιολογούσαν τη δουλειά της αστυνομίας οι 4 στους 5 λευκούς την έβρισκαν πολύ καλή ή απλώς καλή, ενώ η πλειοψηφία των μαύρων την έβρισκε ουδέτερη ή κακή. Εντύπωση δε προκαλεί ακόμη και σήμερα η απάντηση που είχαν δώσει οι 2 στους 5 για τη δουλειά της αστυνομίας, καθώς είχαν απαντήσει ότι τους προκαλούσε περισσότερη ανησυχία παρά ασφάλεια!
Η εμβάθυνση του ρατσισμού στα χρόνια του Ομπάμα προκαλεί έκπληξη επειδή ως πρώτος μαύρος πρόεδρος της χώρας όφειλε να δώσει μεγάλο βάρος στην εξάλειψη των φυλετικών διακρίσεων σε κάθε επίπεδο της δημόσιας ζωής: από την εργασία μέχρι την καθημερινότητα. Πολύ περισσότερο καθώς η οικονομική ανάπτυξη τον ευνόησε, όπως κι ο ίδιος επεσήμανε στην αποχαιρετιστήρια ομιλία του όταν αναφέρθηκε στη δημιουργία 11,3 εκ. νέων θέσεων εργασίας κατά τη διάρκεια της οκταετίας του στο Λευκό Οίκο. Μπορούμε επομένως να πούμε ότι ο ρατσισμός προηγήθηκε της εκλογής του Τραμπ και βοήθησε έτσι την άνοδό του.
Πολλές αλλά κακές θέσεις εργασίας
Και στο επίπεδο της οικονομίας επίσης η κληρονομιά του Ομπάμα δεν ήταν τόσο αδιαμφισβήτητη.
Από τη μια, μπορεί να υπερηφανεύεται ότι σχεδόν κανένας άλλος προκάτοχός του (Μπους, Ρέιγκαν, Κάρτερ ή Φορντ) δεν οδήγησε την ανεργία στο χαμηλό επίπεδο του 4,7%. Το επίτευγμά του μεγεθύνεται αν λάβουμε υπ’ όψη μας ότι το 2009 που μετακόμισε στο Λευκό Οίκο η οικονομία βρισκόταν σε πτώση επί 14 μήνες, κάθε μήνα χάνονταν 700.000 θέσεις εργασίας, ο βιομηχανικός δείκτης Ντάου Τζόουνς ήταν 42% χαμηλότερα από το ρεκόρ του 2007 και 1 νοικοκυριό στα 45 διέτρεχε κίνδυνο κατάσχεσης του ακινήτου του.
Από την άλλη, αυξάνεται η κριτική πως η πτώση της ανεργίας οφείλεται όλο και περισσότερο στη μειωμένη συμμετοχή του πληθυσμού στο εργατικό δυναμικό. Με βάση επίσημες στατιστικές, από άνω του 67% που ήταν η συμμετοχή το 2000 μειώθηκε το 2016 σε επίπεδα χαμηλότερα του 63%. Πρόκειται για μια εξέλιξη που στις περισσότερες περιπτώσεις αντανακλά την απογοήτευση των μακροχρόνια ανέργων που μετά από άδοξες έρευνες παραιτούνται ακόμη κι από το να δηλώνουν την ανεργία τους στα αρμόδια γραφεία. Το επίτευγμα της δημιουργίας τόσων πολλών νέων θέσεων εργασίας επισκιάζεται επίσης από δύο ακόμη παράγοντες: Πρώτο, την εξαφάνιση 286.000 θέσεων εργασίας στην μεταποίηση (όπου κατά τεκμήριο ανθούν καλοπληρωμένες και υψηλής ειδίκευσης θέσεις εργασίας) την οκταετία του Ομπάμα ενώ μόνο το 2016 χάθηκαν 45.000 τέτοιες θέσεις εργασίας. Ο δεύτερος παράγοντας που θολώνει την επιτυχία της αύξησης των θέσεων εργασίας σχετίζεται με την ανισότητα που τις συνοδεύει. Η ανισότητα ξεκινάει από την κατανομή τους στο χώρο και καταλήγει στο επίπεδο των αμοιβών, με κοινό παρανομαστή ότι πρόκειται για κακοαμειβόμενες θέσεις εργασίας.
Τέλος ειδικότερα μνεία χρήζουν οι εξελίξεις στις εγγυήσεις του κράτους δικαίου, που είχαν μετατραπεί σε κενό γράμμα επί Μπους, στο όνομα της αντιμετώπισης της τρομοκρατικής απειλής. Ο Μπαράκ Ομπάμα από τη δεύτερη μέρα της ανάληψης των καθηκόντων του είχε υποσχεθεί ότι θα έκλεινε το κολαστήριο του Γκουαντάναμο σε ένα χρόνο και θα σταματούσε αμέσως τα βασανιστήρια της CIA και τις μυστικές απαγωγές υπόπτων για εμπλοκή στην τρομοκρατία. Ωστόσο, παρότι οι απαγωγές και τα βασανιστήρια τερματίστηκαν κανένας εξ όσων πρωτοστάτησαν σε αυτά τα αίσχη επί Μπους δεν δικάστηκε, ούτε τιμωρήθηκε. Το δε Γκουαντάναμο εξακολουθεί να λειτουργεί έχοντας περίπου 20 φυλακισμένους οι οποίοι κρίνονται μεν ιδιαιτέρως επικίνδυνοι για να αποφυλακιστούν, χωρίς ωστόσο να υπάρχουν κι εκείνα τα αποδεικτικά στοιχεία για να δικαστούν. Τι εμποδίζει τον Τραμπ να ξαναγεμίσει το Γκουαντάναμο;
Από την άλλη, σε ό,τι αφορά το καθεστώς πλανητικής επιτήρησης που αποκάλυψε ο Έντουαρντ Σνόουντεν σχεδόν τίποτε δεν έκανε ο Ομπάμα για να διαφυλάξει την προσωπική ζωή των πολιτών και την ιδιωτικότητα. Η NSA συνεχίζει να έχει πρόσβαση στα δεδομένα ιδιωτών και επιχειρήσεων και να τα χρησιμοποιεί όπως η ίδια αποφασίζει χωρίς να λογοδοτεί πουθενά…
Εν κατακλείδι και χωρίς να υποτιμάται η σημασία της πολιτικής στροφής που σημειώθηκε στις ΗΠΑ πρέπει να αναγνωρίσουμε τις ευθύνες του Ομπάμα και του φιλελεύθερου πολιτικού κέντρου στην εκλογή του Τραμπ…
Πηγή: περιοδικό Nexus, 23/2/2017
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.