Σε τεντωμένο σχοινί η παγκόσμια οικονομία

oilΜε την απόφαση της Σαουδικής Αραβίας για βομβαρδισμό της Συρίας να οδηγεί τις σχέσεις της μεγαλύτερης σε έκταση πετρομοναρχίας με τη Ρωσία στα άκρα το μόνο που δεν περίμενε να ακούσει κανείς είναι κοινές πρωτοβουλίες από αυτές τις δύο χώρες για την επιστροφή στην κανονικότητα. Κι όμως, η κοινή τους ανακοίνωση στις 16 Φεβρουαρίου για πάγωμα της παραγωγής πετρελαίου στα επίπεδα του Ιανουαρίου υπόσχεται να βάλει ένα φρένο στην ανεξέλεγκτη πτώση της τιμής του μαύρου χρυσού, που από τα μέσα του 2014 έχει χάσει το 70% της τιμής του, και πλέον κυμαίνεται σε επίπεδα κάτω των 34 δολαρίων το βαρέλι. Το ζητούμενο της πρωτοβουλίας τους επομένως ήταν η σταθεροποίηση της αγοράς πετρελαίου.

ΤΟΥ ΛΕΩΝΙΔΑ ΒΑΤΙΚΙΩΤΗ

Δεν είναι ωστόσο καθόλου σίγουρο ότι θα πετύχει. Κατ’ αρχήν η ίδια η ανακοίνωση έχει όρους. Αναφέρει ότι παγώνουν την παραγωγή, ότι δηλαδή σταματούν να την αυξάνουν (κι όχι πως τη μειώνουν), υπό τον όρο να ακολουθήσουν κι άλλοι μεγάλοι παραγωγοί. Αν επομένως άλλα μέλη του Οργανισμού Πετρελαιοεξαγωγικών Κρατών (που ελέγχει μόνο το 40% της αγοράς) συνεχίσουν να στέλνουν στην παγκόσμια αγορά αυξημένες ποσότητες πετρελαίου για να καλύψουν τα κενά που δημιουργεί στα δημόσια έσοδά τους η καταβύθιση της τιμής του, τότε η ανακοίνωση που έγινε από το Κατάρ θα μείνει στα χαρτιά. Η ισχυρή πιθανότητα να συμβεί αυτό το ενδεχόμενο υπογραμμίζεται από τις αντιφάσεις που περιείχε η ίδια η απόφαση.

Ενδεικτικά, τον Ιανουάριο μπορεί η παραγωγή της Ρωσίας να «χτυπούσε» μετασοβιετικό ρεκόρ, φτάνοντας 10,88 εκ. βαρέλια την ημέρα, κι η Σαουδική Αραβία επίσης να διεκδικούσε ανάλογους άθλους, άλλες χώρες ωστόσο μόλις έμπαιναν στο τερέν. Το Ιράν για την ακρίβεια μόλις αποδεσμευόταν από τις κυρώσεις που οδήγησαν τις εξαγωγές του την 5ετία 2011-2015 στα μισά της προ-κυρώσεων εποχής. Μια στοίχιση πίσω από την απόφαση Ρωσίας και Σαουδικής Αραβίας θα ισοδυναμεί με παράταση των κυρώσεων, για την άρση των οποίων κατέβαλε βαρύτατο πολιτικό τίμημα. Κι αν η Μόσχα, για καθαρά πολιτικούς λόγους, μπορεί να ανεχτεί από την Τεχεράνη μια σημαντική αύξηση της παραγωγής της, γιατί να κάνει το ίδιο και το Ριάντ που δε χάνει ευκαιρία από το να ρίχνει λάδι στη φωτιά των διμερών τους σχέσεων; Περαιτέρω, γιατί κι η ίδια αυτή πρωτοβουλία να μην ήταν ένα ακόμη τρικ του οίκου των Σαούντ με τελικό ζητούμενο να εκθέσει το Ιράν στους κόλπους του ΟΠΕΚ; Σύντομα θα μάθουμε…

Αναδιάρθρωση στον κλάδο πετρελαίου

Ωστόσο, ακόμη κι αν η απόφαση παγώματος της παραγωγής πετρελαίου στα επίπεδα του Ιανουαρίου αποδειχθεί άκαρπη, έχουν ήδη δρομολογηθεί εξελίξεις που δεν αφήνουν πολλά περιθώρια για να αποδειχθεί πραγματική η πρόβλεψη της Μόργκαν Στάνλεϋ για άνοδο της τιμής του βαρελιού πάνω από τα 80 δολάρια μετά το 2018. Μέχρι στιγμής έχουν ακυρωθεί επενδυτικά σχέδια, που πλέον κρίνονται ασύμφορα, συνολικής αξίας άνω των 400 δισ. δολ. Είναι μια εξέλιξη που ακυρώνει μελλοντικά σχέδια αύξησης της παραγωγής. Επιπλέον, σύμφωνα με έρευνα της Deloitte μεταξύ 500 εισηγμένων εταιρειών εξόρυξης και παραγωγής πετρελαίου και φυσικού αερίου σε όλο τον κόσμο 175 εταιρείες του κλάδου είναι αντιμέτωπες με τον κίνδυνο της χρεοκοπίας. Κι αυτό μάλιστα παρά το γεγονός ότι το 95% των συγκεκριμένων παραγωγών μπορούν να παράγουν πετρέλαιο κάτω από 15 δολάρια το βαρέλι! Εν συντομία, η πτώση της τιμής του πετρελαίου έχει ενεργοποιήσει τάσεις αναδιάρθρωσης του κλάδου που προετοιμάζουν την άνοδο της τιμής.

Αυτή η βεβαιότητα ωστόσο ενδεχομένως σε πολλούς να θυμίζει την απάντηση του Κέινς «μακροπρόθεσμα θα είμαστε όλοι νεκροί»… Γιατί πολύ πιο σύντομα κι όσο η τιμή του μαύρου χρυσού θα κινείται στα επίπεδα του …τσίγκου θα λήγουν συμβόλαια παραγώγων με τιμές που κινούνταν στη στρατόσφαιρα, δημιουργώντας ζημιές πολλών δισ.! Δεκάδων; Εκατοντάδων; Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει κι οι πρωταγωνιστές του εν εξελίξει δράματος, όπως η Deutsche Bank, συνεχίζουν να κρατούν τα χαρτιά τους κλειστά. Η πρεμούρα δε που επέδειξε ο γερμανός υπουργός Οικονομικών, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, να σπεύσει δημοσίως να δηλώσει ότι δεν συντρέχει κανένας λόγος ανησυχίας γύρω από την Deutsche Bank δεν καθησύχασε τους παροικούντες στα χρηματοπιστωτικά Σόδομα και Γόμορρα. Γιατί τα νούμερα βοούν: οι ζημιές που ανακοίνωσε πρόσφατα η Ντόιτσε Μπανκ φτάνουν τα 6,8 δισ. δολ., οι απολύσεις τις 35.000 άτομα και η έκθεσή της σε παράγωγα τα 55 τρισ. δολ., με ένα σημαντικό μάλιστα μέρος να εντοπίζεται σε πετρελαιοεξαγωγικές χώρες! Αν όλα αυτά δε γεννούν ανησυχία, τότε τι;

Εποχή επίμονης αδυναμίας

Η αλήθεια ωστόσο είναι πως η βουτιά στις τιμές του πετρελαίου δεν είναι ο μοναδικός λόγος που έχει οδηγήσει τις τιμές των τραπεζικών μετοχών να καταγράφουν από την αρχή του έτους μείωση κατά 20% περίπου. Τη σημαντικότερη (αν και πολύ γενική αιτία) την περιέγραψε πρόσφατα ο αμερικάνος Νομπελίστας, Πολ Κρούγκμαν, γράφοντας ότι «φαίνεται να ζούμε ακόμη στην οικονομική εποχή στην οποία μπήκαμε το 2008, μια εποχή επίμονης αδυναμίας, με σημαντικότερες προκλήσεις τον αποπληθωρισμό και την ύφεση και όχι τον πληθωρισμό και τα ελλείμματα». Ειδικά για τις τράπεζες ο αναλυτής των Financial Times, Μάρτιν Γουλφ, έγραφε πρόσφατα πως «οι τραπεζικές μετοχές έχουν αποτύχει να ανακάμψουν  από τις μεγάλες ζημιές που υπέστησαν μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2007-9. Στις 15 Φεβρουαρίου 2015 ο δείκτης S&P 500 ήταν 23% υψηλότερα από τα επίπεδα που ήταν στις 2 Ιουλίου 2007, αλλά ο αμερικανικός τραπεζικός τομέας ήταν ακόμη 51% χαμηλότερα από τότε. Ο δείκτης FTSE Eurofirst ήταν 21% χαμηλότερα από τα επίπεδα του 2007, αντανακλώντας την προβληματική ευρωπαϊκή ανάκαμψη»…

Τα πράγματα από δω και πέρα θα γίνουν ακόμη χειρότερα! Οι κεντρικές τράπεζες ως τώρα (και διαμέσου αυτών οι κυβερνήσεις) για να δώσουν την απαραίτητη ώθηση στις οικονομίες τους, ώστε να ξεφύγουν από την παγίδα του 2008 που περιέγραφε ο Κρούγκμαν υιοθέτησαν την πολιτική των μηδενικών επιτοκίων. Δηλαδή, αποδεχόμενες πως η έλλειψη επενδύσεων δημιουργεί πρόβλημα κατέληξαν πως αυτό που λείπει για ένα νέο κύμα επενδύσεων είναι το φθηνό κόστος χρήματος. Έτσι, μηδένισαν το κόστος του χρήματος για τις κεντρικές τράπεζες, ωθώντας σε πολύ χαμηλά επίπεδα και το κόστος δανεισμού μήπως με αυτό τον τρόπο γίνει η επανεκκίνηση στην οικονομία. Για τους πολιτικούς και τις κεντρικές τράπεζες προφανώς τα αστρονομικά κέρδη που εξακολουθεί να δημιουργεί ο χρηματοπιστωτικός τομέας αποτρέποντας τις επενδύσεις στη μεταποίηση ή η καθήλωση μισθών, ημερομισθίων και συντάξεων που έχουν τελματώσει τη ζήτηση και την παραγωγή αποτελούν ήσσονος σημασίας πρόβλημα…

Ενώ λοιπόν η πολιτική των μηδενικών επιτοκίων αποδεικνύεται αναποτελεσματική αντικαθίσταται από μια πολιτική που συνιστά φαινομενικά κάτι διαφορετικό, επί της ουσίας όμως αποτελεί περαιτέρω ανάπτυξη και αναβάθμισή της: η πολιτική των αρνητικών επιτοκίων. Το πρόστιμο ουσιαστικά που επιβάλλουν πλέουν στα παρκαρισμένα ρευστά διαθέσιμα οι μεγαλύτερες κεντρικές τράπεζες (Ιαπωνίας, Ελβετίας, Δανίας, Σουηδίας, Δανίας και ΕΚΤ) δεν είναι μόνον ότι μειώνουν κάθετα τα κέρδη των τραπεζών από την κατ’ εξοχήν τους δραστηριότητα που είναι οι καταθέσεις κι οι χορηγήσεις, συμβάλλοντας στην πτώση της τιμής των μετοχών τους. Το σημαντικότερο είναι πως έχει τα αντίθετα από τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Ζητούμενο για παράδειγμα εκ μέρους των σχεδιαστών αυτής της πολιτικής είναι η πτώση της συναλλαγματικής ισοτιμίας, για να διευκολυνθούν οι εξαγωγές και η στήριξη των μετοχών. Στην Ιαπωνία, που αποτελεί ιδανικό εργαστήριο, οι τιμές των μετοχών έπεσαν και το γεν αυξήθηκε έναντι του δολαρίου κατά 10%. Εν ολίγοις εκεί όπου εφαρμόστηκε ολοκληρωμένα κι η πολιτική των αρνητικών επιτοκίων όξυνε και δεν άμβλυνε τις αντιφάσεις και τα αδιέξοδα της προηγούμενης περιόδου.

Σε αυτό το περιβάλλον προσπάθειες σταθεροποίησης όπως αυτή που επιχειρείται με πρωταγωνιστές τη Ρωσία και τη Σαουδική Αραβία στην αγορά πετρελαίου, ακόμη κι αν πετύχουν, απέχουν πολύ από το αναστρέψουν την κατάσταση κρίσης που επικρατεί.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Επίκαιρα την Παρασκευή 19 Φεβρουαρίου 2016.

Η επόμενη μέρα του τραπεζικού συστήματος

newegoΗ κυβέρνηση του Αντώνη Σαμαρά πολύ θα ήθελε να μείνει στην ιστορία ως η κυβέρνηση που ταυτίστηκε με την αναστροφή του αρνητικού κλίματος στην ελληνική οικονομία και την έξοδο από την κρίση. Αντίθετα όμως από την επιθυμία της, όπως η κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου έμεινε στην ιστορία ως η κυβέρνηση που επέβαλε το πρώτο κοινωνικά καταστροφικό Μνημόνιο κι η κυβέρνηση του δοτού Παπαδήμου ως η κυβέρνηση που έφερε σε πέρας την ατελέσφορη και απεχθή, με βάση τους όρους που την συνόδευσαν, αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους (δηλαδή την επίσημη χρεοκοπία), η κυβέρνηση του Αντώνη Σαμαρά θα μείνει στην ιστορία ως η κυβέρνηση που επί των ημερών της ολοκληρώθηκε η μεγαλύτερη μεταφορά δημόσιων πόρων σε ιδιωτικά χέρια: στους τραπεζίτες! Επί των ημερών της επίσης θα πάρει σχήμα και μορφή το νέο τραπεζικό σύστημα των 2,5 έως (το πολύ) 4 τραπεζών που απαιτεί η Τρόικα, με τις αλλαγές στον προσανατολισμό τους να είναι εξ ίσου θεαματικές με την αριθμητική τους συρρίκνωση.

Μόνο στο πλαίσιο της ανακεφαλαιοποίησης, της προσπάθειας δηλαδή που γίνεται με καθοδήγηση της Τρόικας ώστε το ελληνικό τραπεζικό σύστημα να ξανασταθεί στα πόδια του διαφεύγοντας από τον κίνδυνο της χρεοκοπίας, θα καταβληθούν γύρω στα 45 δισ. ευρώ. Ήδη από το πρώτο μέρος της δόσης μαμούθ των 52,5 δισ. ευρώ που εγκρίθηκε τον Δεκέμβριο του 2012 τα 16 δισ. ευρώ πήγαν για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, όπως και 7,2 δισ. ευρώ από το δεύτερο μέρος της που καταβλήθηκε τον Ιανουάριο, με βάση την απόφαση των υπουργών Οικονομικών της ευρωζώνης (Eurogroup) στις 21 Ιανουρίου. Πριν την ανακεφαλαιοποίηση και με σημείο αφετηρίας το 2008, επί θητείας στο υπ. Οικονομικών του Γ. Αλογοσκούφη, οι τράπεζες είχαν λάβει 168 δισ. ευρώ. Συνολικά επομένως οι τράπεζες έχουν οικειοποιηθεί  – είτε υπό την μορφή ρευστού είτε υπό την μορφή εγγυήσεων – ποσά που ξεπερνούν κατά πολύ το ελληνικό ΑΕΠ, την αξία δηλαδή των αγαθών και υπηρεσιών που παράγει η χώρα σε ένα έτος, και για φέτος, που είναι ο έκτος χρόνος συνεχούς μείωσης του, αναμένεται να φτάσει τα 183 δισ. ευρώ. Είμαστε έτσι αντιμέτωποι με μια πρωτοφανή αφαίμαξη της οικονομίας προς όφελος των τραπεζιτών που γίνεται ακόμη πιο προκλητική αν λάβουμε υπ’ όψη μας ότι κάθε ενίσχυσή τους συνοδεύεται από αντιλαϊκά μέτρα, όπως έγινε πολύ πρόσφατα με το τρίτο Μνημόνιο.

Μήπως και πάλι φταίει το δημόσιο;

Εδώ φυσικά εγείρονται και ενστάσεις, που δεν προέρχονται κατ’ ανάγκην από τα πολυπληθή γραφεία Τύπου των τραπεζών. Η πρώτη ένσταση θέλει τις τράπεζες να είναι θύματα και όχι θύτες της πρωτοφανούς σε ένταση δημοσιονομικής κρίσης που διέρχεται η ελληνική οικονομία. Έτσι, ο αντίλογος είναι ότι οι τράπεζες βούλιαξαν επειδή έσωσαν το ελληνικό δημόσιο. Δικαιολογημένα επομένως η κοινωνία επωμίζεται το κόστος της διάσωσής τους.

Η πραγματικότητα είναι τελείως διαφορετική. Κατ’ αρχάς το πρώτο πακέτο διάσωσης των ελληνικών τραπεζών, ύψους 28 δισ. ευρώ, επί κυβέρνησης Κ. Καραμανλή το 2008, καταβλήθηκε όταν δεν διαφαινόταν η παραμικρή αβεβαιότητα για τα ομόλογα και την οικονομία της Ελλάδας. Ποιος ξεχνάει τις καθησυχαστικές διαβεβαιώσεις του τότε πρωθυπουργού, τον Οκτώβριο του 2008, που χαρακτήριζε την ελληνική οικονομία «θωρακισμένη» απέναντι στην κρίση; Οι τράπεζες επομένως ξεκίνησαν την αφαίμαξη του κρατικού προϋπολογισμού πολύ πριν η οικονομία εισέλθει στην ζώνη της αβεβαιότητας. Και τότε όμως, επί χρόνια, οι ελληνικές τράπεζες δανείζονταν από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα με επιτόκιο 1% για να δανείζουν στην συνέχεια το ελληνικό δημόσιο με επιτόκια στο ύψος του 4, 5 ακόμη και 6%. Έτσι βρέθηκαν να ξεχειλίζουν τα χαρτοφυλάκια τους από ομόλογα του ελληνικού δημοσίου, τα οποία αγόραζαν περιμένοντας παχυλές αμοιβές. Και στο παρελθόν όμως επέλεγαν ελληνικά ομόλογα (όπως έκαναν συστηματικά κι οι ξένες τράπεζες που στα τέλη του 2009, πριν δηλαδή ξεκινήσει το μεγάλο ξεφόρτωμα, είχαν ελληνικά ομόλογα ύψους 190 δισ. ευρώ) λόγω των πολύ υψηλών τους αποδόσεων. Ωστόσο, το πολύ μεγαλύτερο (πολλαπλάσιο σε σχέση με χώρες όπως οι ΗΠΑ ή η Γερμανία) επιτόκιο που επέβαλαν οι αγορές σε χώρες όπως η Ελλάδα, ως όρο για να τις δανείσουν χρήματα, δικαιολογούταν στη βάση του αυξημένου κινδύνου χρεοκοπίας που συνόδευε την ελληνική έκδοση σε σχέση με κάποια άλλη από χώρα υψηλότερης πιστοληπτικής αξιολόγησης. Κατά συνέπεια οι κάτοχοι των ομολόγων (τράπεζες, κερδοσκόποι, ασφαλιστικά ταμεία, κ.λπ.) είχαν αποζημιωθεί για τον κίνδυνο που αναλάμβαναν, με όρους ελεύθερης αγοράς που οι ίδιοι καθόριζαν και δεν τους επέβαλαν κάποιοι άλλοι. Υπ’ αυτό το πρίσμα η απαίτηση των τραπεζιτών να μετακυλήσουν στην κοινωνία το κόστος από την αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους τον Φεβρουάριο του 2012 (PSI+) και από την επαναγορά των ελληνικών ομολόγων με βάση την απόφαση του Συμβουλίου υπουργών Οικονομικών της ευρωζώνης στις 27 Νοεμβρίου 2012 που σήμαναν σωρευτικό κούρεμα ύψους 74,3% και προ φόρων απώλειες ύψους 26,477 δισ. ευρώ ισοδυναμεί με το να θέλουν να πληρωθούν δύο φορές για την ίδια δουλειά! Ή, διαφορετικά ειπωμένο, είναι σα να λένε στην κοινωνία, «τα κέρδη από την εποχή που ξεζουμίζαμε το δημόσιο, δηλαδή τον κρατικό προϋπολογισμό και τους φορολογούμενους, δικά μας και οι ζημιές δικές σας». Ιδιωτική οικονομία την εποχή των κερδών, κοινοκτημοσύνη την εποχή της χασούρας… Τέλος, δεν περνάει απαρατήρητο και κάτι ακόμη: Η απόκλιση (που συγκρίνεται με …άβυσσο) μεταξύ των ζημιών από τα ελληνικά ομόλογα και των κεφαλαίων με τα οποία θα ενισχυθούν οι τράπεζες. Εξετάζοντας μόνο το ύψος της ανακεφαλαιοποίησης ισοδυναμεί σχεδόν με το διπλάσιο από την ζημιά του κουρέματος και της επαναγοράς. Το δυσθεώρητο κενό που μεσολαβεί και καλείται να καλύψει ο ελληνικό λαός με μειώσεις μισθών και συντάξεων κατά 40% και την εκτίναξη της ανεργίας στο 27% προέρχεται από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια τα οποία με τη σειρά τους προέρχονται είτε από τα θαλασσοδάνεια που χορηγούσαν στο παρελθόν οι τράπεζες, εξυπηρετώντας πολιτικούς φίλους της κάθε κυβέρνησης, είτε από την ύφεση. Δάνεια δηλαδή σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις που αναλήφθηκαν υπό την προοπτική ότι οι μισθοί και τα εισοδήματα θα ακολουθούσαν μια σταθερή πορεία ανόδου και πλέον, λόγω των περικοπών, δεν μπορούν να εξυπηρετηθούν. Υπολογίζεται μάλιστα ότι, ακόμα και μετά τις 800.000 ρυθμίσεις δανείων που έχουν γίνει στην στεγαστική και καταναλωτική πίστη από την αρχή της κρίσης, το πρώτο εξάμηνο του 2012 τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια έφθασαν το 19,6%, όταν στο τέλος του 2011 ήταν 15,9%, στο τέλος του 2010 στο 10,4%, το 2009 στο 7,7%, το 2008 στο 5% και το 2007 μόλις στο 4,5%! Στην δε καταναλωτική πίστη παρατηρείται η μεγαλύτερη απόκλιση με περισσότερα από το 1 στα 3 δάνεια (το 35,6% για την ακρίβεια κατά το πρώτο εξάμηνο του 2012) να μην εξυπηρετούνται κανονικά. Εύκολα μάλιστα διακρίνεται ότι αυτή η κατάσταση θα συνεχισθεί τουλάχιστον κατά το τρέχον έτος, λόγω των νέων μέτρων που ψηφίσθηκαν με το τρίτο μνημόνιο και το μεσοπρόθεσμο πλαίσιο το Νοέμβριο του 2012 και αναμένεται να εφαρμοστούν το επόμενο διάστημα μειώνοντας σημαντικά το διαθέσιμο εισόδημα για το 2013 κατά 9,4 δισ. ευρώ, το 2014 κατά 4,2 δισ. ευρώ, κ.λπ. Χώρια φυσικά των νέων μέτρων που θα επιβληθούν για το τρέχον έτος και τα προανήγγειλε ο υπουργός Οικονομικών, Γ. Στουρνάρας, την Παρασκευή 18 Ιανουαρίου 2012 μειώνοντας επιπλέον το εισόδημα των νοικοκυριών και τους τζίρους των επιχειρήσεων ανεξαρτήτως μεγέθους. Εδώ μάλιστα δεν περνάει απαρατήρητος κι ένας φαύλος κύκλος που δημιουργείται ο οποίος θα μπορούσε να κοπεί αν οι τράπεζες αναγνωρίζοντας τις ευθύνες τους ταυτόχρονα με τη χρηματοδότησή τους από τον προϋπολογισμό προχωρούσαν στην ουσιαστική ελάφρυνση των δανειοληπτών… Καμία κυβέρνηση ωστόσο δεν συνόδευσε την χρηματοδότησή τους από τέτοιους όρους.

Οι τράπεζες στυλοβάτες της οικονομίας;

Το δεύτερο επιχείρημα που αντιπαραθέτουν οι τραπεζίτες είναι ότι τα …ευαγή τους ιδρύματα αποτελούν τον στυλοβάτη της οικονομίας. Παραφράζοντας την ρήση που κυριαρχούσε στις μεταπολεμικές ΗΠΑ για την Τζένεραλ Μότορς, οι πάντα αλτρουιστές τραπεζίτες αν δεν ήταν ταυτόχρονα και τόσο σεμνοί θα μπορούσαν να πουν πως «ότι είναι καλό για τις τράπεζες, δηλαδή για την τσέπη μας, είναι καλό και για την οικονομία, δηλαδή το σύνολο».

Κι εδώ όμως έρχεται η πραγματικότητα που οι ίδιοι δημιουργούν και τους διαψεύδει. Κατ’ αρχάς το «αλληλέγγυο» πνεύμα τους αντιβαίνει με την δογματική τους προσήλωση στο νεοφιλελευθερισμό και μια δαρβινικού τύπου προσέγγιση στην οικονομία βάσει της οποίας «επιβιώνει το ανθεκτικότερο είδος, όποιος μπορεί». Αυτό τουλάχιστον αντέτειναν οι πολιτικοί που σήμερα ψηφίζουν την χρηματοδότηση των τραπεζών όταν εξ αιτίας του ανταγωνισμού από τις ευρωπαϊκές χώρες, ελέω ενιαίας αγοράς και υιοθέτησης του ευρώ στη συνέχεια, κατέρρεαν μπροστά στα μάτια μας κλάδοι που ήταν απείρως πιο ωφέλιμοι στην κοινωνία, όπως η βιομηχανία τροφίμων, η ένδυση – υπόδηση, η κλωστοϋφαντουργία, κ.α. Αν εκείνοι οι κλάδοι αφέθηκαν να χρεοκοπήσουν γιατί να μη γίνει το ίδιο και με τις τράπεζες; Η ερώτηση εδώ είναι προφανώς ρητορική, υποδεικνύοντας ωστόσο πόσο ιδιοτελή είναι τα συμφέροντα που εξυπηρετεί η σύγχρονη ολιγαρχία του χρήματος η οποία στέκεται στην κορυφή της πυραμίδας της πολιτικής και οικονομικής ελίτ, επιβάλλοντας όχι μόνο την δική της διάσωση σε βάρος της κοινωνίας, αλλά και τις περισσότερες από τις πιο κρίσιμες αποφάσεις των τελευταίων χρόνων, όπως η προσφυγή στο Μνημόνιο κι η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών. Την ίδια στιγμή μάλιστα που για τα ασφαλιστικά ταμεία ή τα φυσικά πρόσωπα τα οποία  ζημιώθηκαν από την αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους δεν υπήρξε καμιά πρόβλεψη ανακεφαλαιοποίησης.

Ακόμη κι έτσι όμως, απομυζώντας δηλαδή οι τράπεζες τους τελευταίους πόρους που έχει διαθέσιμους η ελληνική οικονομία τίποτε θετικό δεν προμηνύεται για την πραγματική οικονομία. Όπως φαίνεται στον πίνακα που παραθέτουμε από την τελευταία έκθεση του ΔΝΤ για την ελληνική οικονομία, του Ιανουαρίου, οι πιστώσεις προς τον ιδιωτικό τομέα ακόμη και το τρέχον έτος θα είναι μειωμένες σε σχέση με πέρυσι (κατά 3,1%). Με άλλα λόγια πήραν μόνο μέσα σε δύο μήνες 23,2 δισ. ευρώ και θα μειώσουν τις χορηγήσεις στην οικονομία, αποδεικνύοντας με τον πιο αδιάψευστο τρόπο ότι τα δισεκατομμύρια ευρώ δεν εισρέουν στα ταμεία τους προκειμένου να βοηθήσουν στην αναγκαία επανεκκίνηση της οικονομίας και την δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, αλλά μόνο και μόνο για να βελτιωθεί η κεφαλαιακή τους επάρκεια. Κι η αύξηση των χορηγήσεων στην οικονομία μετατίθεται για το 2014 που και τότε φυσικά είναι πολύ αμφίβολο αν θα γίνει, δεδομένου ότι οι πιθανότητες να καταγραφούν θετικοί ρυθμοί μεγέθυνσης του ΑΕΠ είναι ελάχιστες.

Ελληνικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα

2006

2007

2008

2009

2010

2011

2012

2013

2014

2015

2016

Ενεργητικό (σε δισ. ευρώ)

321

391,3

464,5

491,9

515,3

476,9

433,7

447

453,5

465,7

481,3

ως ποσοστό του ΑΕΠ

153,9

175,4

199,2

212,9

232

228,7

222,4

242,3

245,2

243,9

240,4

Παθητικό (σε δισ. ευρώ)

321

391,3

464,5

491,9

515

476,9

433,7

447

453,5

465,7

481,3

ως ποσοστό του ΑΕΠ

153,9

175,4

199,2

212,9

231,8

228,7

222,4

242,3

245,2

243,9

240,4

Ποσοστιαία αύξηση των καταθέσεων εγχώριου ιδιωτικού τομέα

10,9

14,3

13,3

4,9

-12,4

-17

-10,2

-1,8

5

8,4

9,2

Ποσοστιαία μεταβολή πιστώσεων στον ιδιωτικό τομέα 

21,1

21,5

15,9

4,2

0

-3,1

-7,2

-3,1

4,7

4,3

4

Υποστήριξη ρευστότητας από το ευρωσύστημα (ποσοστό επί ενεργητικού)

1,5

2,2

8,7

10,1

19

16,1

28,2

27,1

26,2

23,2

19,5

Πηγή: Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, Ιανουάριος 2013, Έκθεση για την Ελλάδα

Η τροχιά συρρίκνωσης των τραπεζικών δραστηριοτήτων θα επιταχυνθεί με την ανάληψη καθηκόντων από τους ξένους επίτροπους που διορίστηκαν κατ’ απαίτηση της Τρόικας σε κάθε μία από τις συστημικές λεγόμενες τράπεζες, δηλαδή αυτές που αποφασίστηκε να επιβιώσουν, χωρίς ωστόσο ποτέ να γίνουν γνωστά τα κριτήρια με τα οποία επιλέγηκε για παράδειγμα η Πειραιώς κι όχι η Αγροτική ή το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο, που πριν την αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους ήταν το τρίτο σε σειρά κατάταξης στην Ευρώπη πιστωτικό ίδρυμα με κριτήριο την επάρκεια κεφαλαίων. Το ρόλο επόπτη ανέλαβαν οι ελεγκτικές εταιρείες Grant Thornton (για την Εθνική και την Eurobank που βρίσκονται σε διαδικασία συγχώνευσης), Mazar για την Alpha Bank και KPMG για την Τράπεζα Πειραιώς, οι οποίες ανά τρίμηνο θα υποβάλλουν έκθεση προόδου στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Πριν απ’ ό,τιδήποτε άλλο πρέπει να θυμίσουμε το όχι και τόσο λευκό ποινικό μητρώο των ελεγκτικών εταιρειών οι οποίες πριν ξεσπάσει η κρίση του 2008 στην αμερικανική στεγαστική αγορά, υπέγραφαν με χέρια και με πόδια τους πιο απίθανους ισολογισμούς για να αποδειχθούν στη συνέχεια εντελώς εικονικοί και παραπλανητικοί. Παρόλα αυτά στην Ελλάδα, από τις μέρες που ήταν υπουργός Οικονομικών ο Γιώργος Παπακωνσταντίνου έχουν αναλάβει ακόμη και καθήκοντα που παραδοσιακά ασκούνταν από τις εφορίες. Τώρα οι ελεγκτικές εταιρείες αναλαμβάνουν και καθήκοντα τραπεζιτών, με λεφτά του ελληνικού λαού φυσικά, μια και θα χρυσοπληρώνονται έχοντας ως μοναδικό τους έργο τον έλεγχο και στην πράξη την συρρίκνωση των τραπεζικών δραστηριοτήτων, με κριτήρια που κάθε άλλο παρά αντικειμενικά θα είναι. Παράγοντες της αγοράς ειδικότερα εκτιμούν πως στις αξιολογήσεις των επιτρόπων, που θα αναφέρονται στην Τρόικα και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αναπόφευκτα θα βαραίνουν υπέρμετρα προτάσεις χρηματοδότησης που θα υποβάλλονται από πολυεθνικές εταιρείες, ενώ αντίθετα επενδυτικά σχέδια από ελληνικές εταιρείες θα κόβονται ελλείψει κονδυλίων. Έτσι, η υπό εξέλιξη αναδιάρθρωση του τραπεζικού τομέα θα επιταχύνει τις πιέσεις στην εγχώρια παραγωγή προς όφελος επιχειρηματικών σχεδίων και ομίλων από το εξωτερικό. Μεγάλος χαμένος σε αυτή την περίπτωση θα είναι φυσικά η απασχόληση στο εσωτερικό της Ελλάδας καθώς φαραωνικές επενδύσεις έντασης κεφαλαίου, ποτέ δεν είχαν σημαντική συμβολή στην απασχόληση.

Μείωση προσωπικού και υποκαταστημάτων

Το πρώτο πλήγμα στην απασχόληση θα προκληθεί από την αναδιάρθρωση του ίδιου του τραπεζικού τομέα. Οι τραπεζίτες εκτιμούν ότι μέχρι το 2015 θα κλείσουν από 500 έως 1.000 καταστήματα ενώ θα απολυθούν από 7.000 εργαζόμενοι που είναι η πιο συντηρητική εκτίμηση μέχρι και 20.000 από τους 55.000 που απασχολούνται σήμερα στον κλάδο.

Αριθμός χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων

1/1/1999

1/1/2013

Ποσοστιαία μεταβολή
Ελλάδα

102

75

-26,50%

Ευρωζώνη*

9.856

7.059

-28,40%

ΕΕ*

10.909

9.076

-16,80%

*Με τροποποιημένη σύνθεση
Πηγή: Ανακοίνωση Τύπου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στις 21 Ιανουαρίου 2013

 Το τέλος του δράματος με τις τράπεζες ωστόσο δεν θα παιχτεί πριν οριστικοποιηθεί η περίφημη τραπεζική ένωση στο πλαίσιο της ΕΕ. Σε αυτή την προοπτική δεν αποκλείεται ακόμη και η σημαντική μείωση του αριθμού των τραπεζικών ιδρυμάτων σε τρία, με επίκεντρο την Εθνική – Eurobank, την Alpha και την Πειραιώς (που αποτελεί τομή στην μακρόχρονη πορεία συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κλάδου όπως αποτυπώνεται στον πίνακα που παραθέτουμε) να αποδειχθεί μεταβατική. Και το τελικό πλάνο να περιλαμβάνει την εξαγορά τους από κάποια γερμανική τράπεζα, πχ την Deutsche Bank, που επιχειρεί να ξαναμπεί στην ελληνική αγορά. Τα παραδείγματα αφθονούν από την Ασία και την Λατινική Αμερική όπου τα προγράμματα διαρθρωτικών προσαρμογών συνοδεύτηκαν από την εξαγορά του χρηματοπιστωτικού συστήματος κυρίως από αμερικανικές τράπεζες. Στο Μεξικό ενδεικτικά ενώ το 1997 μόνο το 16% των τραπεζών ανήκαν σε ξένους επενδυτές και το 84% σε ντόπιους, μόλις επτά χρόνια αργότερα, το 2004 η σχέση αυτή αντιστράφηκε και στους ντόπιους έμεινε το 18% των τραπεζών με το 82% να περνάει σε ξένους επενδυτές. Στην Ελλάδα δεν αποκλείεται η αλλαγή που θα δούμε να αποδειχθεί πολύ πιο σαρωτική. Μια πρώτη εικόνα θα έχουμε στο τέλος Απριλίου οπότε αναμένεται να ολοκληρωθούν οι αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου και να φανεί κατά πόσο οι σημερινές διοικήσεις θα διατηρήσουν τον έλεγχο των τραπεζών τους…

Στα σκάνδαλα και τη διαφθορά «κολυμπάει» η Ντόιτσε Μπανκ (Επίκαιρα, 20-26/12/2012)

A police car stands in front of the Deutsche Bank headquarters in Frankfurt«Φάτε τους τραπεζίτες» έγραφε η πικέτα που είχαν κρεμάσει οι διαδηλωτές στο ανθρώπινο ομοίωμα το οποίο περιέφεραν. Το κείμενο δε, που συνοδεύει τη συγκεκριμένη ασυνήθιστη φωτογραφία στο ετήσιο τεύχος του βρετανικού περιοδικού Εκόνομιστ είναι εξ ίσου προκλητικό. «Στον τραπεζικό τομέα, το 2012 ήταν η χρονιά κατά την οποία μισθοί και μπόνους έπεσαν απότομα για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια. Το 2013 ακόμη θα μείνει γνωστό ως το έτος που πολλοί εγκαταλείπουν τον κλάδο ομαδικά. Οι μισθοί θα πέσουν κι άλλο, δουλειές δύσκολα θα βρεθούν, αλλά – πάνω απ’ όλα – οι τραπεζίτες θα υπομείνουν ακόμη περισσότερο την αμήχανη σιωπή που δημιουργείται στα πάρτι μετά τα δείπνα όταν ρωτούν τους ανθρώπους τι δουλειά κάνουν. Για να είμαστε ακριβείς, δεν ντρέπονται όλοι οι τραπεζίτες για το είδος της δουλειάς τους, ούτε όλος ο κόσμος με ομοιόμορφο τρόπο είναι εχθρικός απέναντί τους. Υπάρχει όμως αρκετή αντιπάθεια προς τον κλάδο σε πολλά μέρη του πλούσιου κόσμου ώστε οι τράπεζες δύσκολα προσελκύουν προσωπικό κι αυτό συμβαίνει για πρώτη φορά απ’ όσο θυμούνται όσοι βρίσκονται ήδη στη δουλειά».

Μέρος αυτού του «υπέροχου» πλούσιου κόσμου όπου το επάγγελμα του τραπεζίτη πλέον συγκαταλέγεται στα κακόφημα είναι και η Φρανκφούρτη. Αδιάψευστος μάρτυρας για το γεγονός ότι η πρωτεύουσα του ευρώ διεκδικεί επάξια την δική της ισότιμη θέση δίπλα στο Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη, όπου ανέκαθεν χτυπούσε η καρδιά της χρηματοοικονομικής, είναι τα όσα κινηματογραφικά συνέβησαν την προηγούμενη Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2012 όταν στους δίδυμους πύργους όπου στεγάζεται η κορυφαία γερμανική τράπεζα Ντόιτσε Μπανκ εισέβαλε η φορολογική αστυνομία. Η αιτία πίσω από την κατάσχεση χιλιάδων εγγράφων και δεκάδων σκληρών δίσκων από 500(!) περίπου ειδικούς αστυνομικούς που συνοδεύτηκε επίσης και από την σύλληψη πέντε στελεχών της τράπεζας αφορούσε κατηγορίες για υπεξαίρεση ΦΠΑ ύψους 300 εκ. ευρώ. Η κομπίνα των γερμανών τραπεζιτών στήθηκε με επίκεντρο το εμπόριο ρύπων που δεν κατάφερε μόνο να εμπορευματοποιήσει την ατμοσφαιρική ρύπανση γενικεύοντας τη νεοφιλελεύθερη αρχή ο ρυπαίνων πληρώνει (ή, διαφορετικά διατυπωμένο, ότι «και η ρύπανση είναι πλέον για τους πλούσιους») αλλά οδήγησε επίσης σε νέα ύψη και την φοροδιαφυγή. Η τράπεζα από την μεριά της απορρίπτει τις κατηγορίες που διατυπώνονται εναντίον της, αντιτάσσοντας πως στη συνέχεια έστειλε διορθωτική δήλωση, με την οποία αποκαθιστούσε την αλήθεια αφήνοντας τα 300 εκ. στη θέση τους, στο δημόσιο ταμείο. Μια δήλωση που ήρθε όμως πολύ αργά, αντιτάσσει η κυβέρνηση…

Αλλεπάλληλα σκάνδαλα

Το σκάνδαλο της φοροκλοπής δεν είναι το μοναδικό που σκιάζει το πρόσφατο παρελθόν του γερμανικού κολοσσού, που στο απώτερο παρελθόν είχε κατηγορηθεί ακόμη και για την στήριξη που προσέφερε στους Ναζί, όπως έπραξαν άλλωστε όλες οι κορυφαίες γερμανικές πολυεθνικές επιχειρήσεις χωρίς ποτέ να πληρώσουν το ανάλογο τίμημα γι’ αυτήν τους την επιλογή. Μένοντας μόνο στο πρόσφατο παρελθόν τα σκάνδαλα στα οποία πρωταγωνίστησε η Ντόιτσε Μπανκ περιλαμβάνουν ουκ ολίγες περιπτώσεις όπου ο τραπεζικός γίγαντας παραβίασε την εμπιστευτικότητα των πληροφοριών στις οποίες είχε πρόσβαση. Ξεχωρίζουν οι περιπτώσεις της εξαγοράς της Μάνεσμαν από τον τηλεπικοινωνιακό γίγαντα Βόνταφον (υπόθεση που έκλεισε αφού η Ντόιτσε Μπανκ πλήρωσε πρόστιμο 3,2 εκ. ευρώ) και της Ντέμλερ-Κράισλερ. Η Ντόιτσε Μπανκ επίσης κατηγορείται ότι οδήγησε στη χρεοκοπία τον όμιλο του Κιρχ που δραστηριοποιούταν στα ΜΜΕ όταν ο διευθύνων σύμβουλος της γερμανικής τράπεζας εξέφρασε δημόσια, στο πλαίσιο συνέντευξης του, τις αμφιβολίες του για το αξιόχρεο του ομίλου… Εξ ίσου σοβαρές είναι οι δικαστικές περιπέτειες της Ντόιτσε Μπανκ και στην άλλη όχθη του Ατλαντικού. Μόλις τον Μάιο συμφώνησε με το υπουργείο Δικαιοσύνης να πληρώσει 202 εκ. δολάρια ως αποζημίωση επειδή τραπεζική θυγατρική της παρείχε ψευδείς πληροφορίες σχετικά με την δραστηριοποίησή της στην αγορά των στεγαστικών δανείων. «Η τράπεζα είναι επίσης στόχος πολλών αγωγών στις ΗΠΑ που σχετίζονται με πωλήσεις μετοχών οι οποίες συνδέονταν με την στεγαστική αγορά», έγραφε η εφημερίδα Ιντερνάσιοναλ Χέραλντ Τρίμπιουν την προηγούμενη Παρασκευή 14 Δεκεμβρίου. Τέλος, μεταξύ των πολλών ακόμη αξίζει να επισημάνουμε ότι η Ντόιτσε Μπανκ συγκαταλέγεται σε εκείνες τις τράπεζες που ελέγχονται για την χειραγώγηση του διατραπεζικού επιτοκίου Libor.

Όλα τα παραπάνω κατ’ αρχάς αποδεικνύουν ότι η Γερμανία στερείται εκείνου του ηθικού πλεονεκτήματος που θα της επέτρεπε να παραδίδει μαθήματα ηθικής. Η διαφθορά των κορυφαίων πολυεθνικών επιχειρήσεων της, όπως αποδεικνύουν τα παραδείγματα της Ντόιτσε Μπανκ και της Ζίμενς, προκαλεί δέος και δεν έχει να ζηλέψει σε τίποτε από την διαφθορά που ευδοκιμεί σε άλλες χώρες της Ευρώπης, όπως για παράδειγμα στις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου. Κατά συνέπεια τα μαθήματα ηθικής που κατ’ επανάληψη παραδίδει το Βερολίνο ξεχειλίζουν υποκρισίας και ρατσισμού μιας και η μοναδική τους σχέση με την πραγματικότητα πηγάζει από τα στερεότυπα του παρελθόντος περί ανωτερότητας της άριας φυλής τα οποία και σήμερα αποδεικνύονται ιδανικό προπέτασμα καπνού για να συγκαλυφθεί η οργανωμένη – κρατική – ληστεία που συντελείται σε βάρος των χωρών του νότου.

Διείσδυση στην Ελλάδα

Το αστείο μάλιστα, αν όχι τραγικό, είναι ότι σε αυτή τη ληστεία διαρκείας οι διεφθαρμένοι εθνικοί πρωταθλητές της Γερμανίας διαδραματίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο. Τα κατορθώματα της Ζίμενς είναι γνωστά, όπως και η επί της ουσίας ατιμωρησία της. Λιγότερο γνωστά είναι ωστόσο τα κατορθώματα της Ντόιτσε Μπάνκ, η οποία μετά τον σύντομο γάμο της με την Γιούρομπανκ αποκτώντας ένα ποσοστό 10% επί του μετοχικού της κεφαλαίου και την δραστηριοποίησή της σε άκρως επιλεκτικές και προσοδοφόρες τραπεζικές δραστηριότητες για ένα μικρό χρονικό διάστημα στη συνέχεια, από κοινού με γνωστή ελληνική πολιτική οικογένεια, τώρα επιχειρεί την μεγάλη επιστροφή. Κορυφή του παγόβουνου είναι ο ρόλος συμβούλου που έπαιξε κατά την πρόσφατη επαναγορά των ελληνικών ομολόγων στο πλαίσιο υλοποίησης της απόφασης του Γιούρογκρουπ της 27ης Νοεμβρίου κι επίσης ο ρόλος συμβούλου που έχει αναλάβει για την ελληνική κυβέρνηση και την Τράπεζα Ελλάδας στη διαδικασία αναδιάρθρωσης του ελληνικού τραπεζικού συστήματος. Πρόκειται για έργο που προκαλεί σύγκρουση συμφέροντος, δεδομένου ότι η Ντόιτσε Μπανκ αποτελεί ανταγωνιστή των ελληνικών τραπεζών. Πώς επομένως διασφαλίζονται τα συμφέροντα των ελληνικών τραπεζών από την Ντόιτσε Μπανκ η οποία έχει αποκτήσει πρόσβαση σε ευαίσθητα …εταιρικά δεδομένα, ενώ το πρόσφατο παρελθόν της βεβαιώνει ότι δεν έχει δείξει τον παραμικρό σεβασμό σε τέτοιου είδους κρίσιμες πληροφορίες… Το ανησυχητικό ενδιαφέρον της Ντόιτσε Μπανκ για την Ελλάδα επιβεβαιώνεται επιπλέον από την μανία με την αποκτά τίτλους: από υποτιμημένα ομόλογα του δημοσίου στην δευτερογενή αγορά μέχρι μετοχές, όπως τονίζουν στελέχη της τραπεζικής αγοράς, που θεωρούν θέμα χρόνου την ανακοίνωση από την Ντόιτσε Μπανκ της εξαγοράς μιας μεγάλης ελληνικής τράπεζας.

Σε κάθε περίπτωση μήπως η κυβέρνηση οφείλει να ενημερώσει δημοσίως για το ύψος των αμοιβών που έχει λάβει όλα αυτά τα χρόνια η Ντόιτσε Μπανκ από τους έλληνες φορολογούμενους, μέσω απ’ ευθείας αναθέσεων, δείχνοντας κατ’ αυτό τον τρόπο και στη Γερμανία πόσο βαθιά προσηλωμένοι είμαστε εμείς οι Νότιοι στην δημόσια λογοδοσία και τη διαφάνεια, αντίθετα με ό,τι λέγεται;

Τέλος, για να προλάβουμε σκέψεις που θα κατέληγαν ότι τουλάχιστον η Γερμανία έστειλε 500 φορο-αστυνόμους να κάνουν έφοδο στα γραφεία της Ντόιτσε Μπανκ ενώ εμείς χαϊδεύουμε τους τραπεζίτες και τους έχουμε αναγορεύσει σε μόνιμους υπουργούς Οικονομικών, να επισημάνουμε ότι ακόμη και αυτή η έφοδος έγινε για τα μάτια του κόσμου. Αυτό μάλιστα είναι το συμπέρασμα του γερμανικού περιοδικού Σπίγκελ, όπως παρουσιάζεται σε σχετικό του άρθρο με τίτλο «Γιατί η Ντόιτσε Μπανκ θα βγει άθικτη» κι η έφοδος επομένως στους δίδυμους πύργους της Φρανκφούρτης όπου στεγάζεται η τράπεζα θα αποδειχθεί επικοινωνιακό τρικ. Η βασική δε υπόθεση που κάνει το Σπίγκελ είναι πως οι κατηγορίες στο τέλος θα επικεντρωθούν στο γιατί η δήλωση επιστροφής του ΦΠΑ έφερε την υπογραφή του γενικού διευθυντή της τράπεζας κι όχι του διευθυντή οικονομικών υπηρεσιών… Το πρόβλημα δηλαδή ήταν στο ποιος υπέγραψε κι όχι στο τι υπέγραψε. Κι εκεί επομένως περισσεύει η υποκρισία!

Το μεγάλο στοίχημα των ιδιωτικοποιήσεων (Πριν, 27 Οκτωβρίου 2012)

Τα έσοδα 6,9 δισ. ευρώ, όχι 50, ούτε καν 11,1 δισ.

ΞΕΠΟΥΛΗΜΑ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ

Σημείο τομής για το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας θα αποδειχθεί το νομοσχέδιο του υπουργείου Οικονομικών το οποίο ξεκίνησε να συζητιέται στην Βουλή την εβδομάδα που μας πέρασε κι ως θέμα έχει την κύρωση πράξεων νομοθετικού περιεχομένου που μεταξύ άλλων καταργούν το ελάχιστο ποσοστό συμμετοχής του ελληνικού δημοσίου στο μετοχικό κεφάλαιο δημοσίων επιχειρήσεων. Συνολικά πρόκειται για ένα νόμο τερατούργημα καθώς καταφέρνει ένα συντριπτικό πλήγμα σε κάθε έννοια δημοσίου συμφέροντος, κυριολεκτικά το εξαφανίζει, χαρίζοντας τα πάντα στους ιδιώτες.

Το συγκεκριμένο νομοσχέδιο αποτελεί προοίμιο του τρίτου μνημονίου που αναμένεται να ψηφιστεί μέχρι τα μέσα Νοεμβρίου, όπου θα περιέχονται και τα αντιλαϊκά μέτρα ύψους  13,5 δισ. ευρώ, καθώς η επιτυχία του στηρίζεται εν πολλοίς στα έσοδα των ιδιωτικοποιήσεων, τα οποία αναμένεται να καλύψουν τις μαύρες τρύπες που θα δημιουργηθούν. Να θυμίσουμε πως στο Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής που είχε ψηφιστεί το 2011 τα έσοδα που αναμένονταν από τις ιδιωτικοποιήσεις υπολογίζονταν στα 50 δισ. ευρώ. Στο νέο σχέδιο Μνημονίου οι προσδοκίες έχουν μετριασθεί σημαντικά. Τα έσοδα που αναμένονται για το 2012 είναι 1,7 δισ. ευρώ, 5 δισ. ευρώ μέχρι το 2013, 7,3 δισ. μέχρι το τέλος του 2014, 8,5 μέχρι το τέλος του 2015 και 11,1 δισ. ευρώ μέχρι το τέλος του 2016. Ακόμη όμως κι αυτά τα ποσά απέχουν σημαντικά από την πραγματικότητα, όπως αποτυπώθηκε σε μελέτη του Ταμείου Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας Ελληνικού Δημοσίου που κοινοποιήθηκε προς την Τρόικα κι η οποία αποκαλύφθηκε στις 15 Ιουλίου από την εφημερίδα Έθνος. Με βάση λοιπόν τις δικές τους εκτιμήσεις κι οι οποίες στηρίζονταν στις χρηματιστηριακές τιμές των εισηγμένων και τις προσφορές που είχαν ήδη υποβληθεί από ενδιαφερόμενους, τα αναμενόμενα έσοδα του δημοσίου από την πώληση των περιουσιακών του στοιχείων δεν πρόκειται να ξεπεράσουν τα 6,9 δισ. ευρώ! Ούτε 14% των αρχικών προβλέψεων! Ενδεικτικά, από την πώληση της ΕΥΔΑΠ το ελληνικό δημόσιο θα λάβει 200 εκ. ευρώ, από την ΕΥΑΘ 80 εκ., από το Ελληνικό στην καλύτερη περίπτωση 700 εκ., από την Εγνατία 250 εκ. ευρώ, από τα περιφερειακά αεροδρόμια 400 εκ., από την πώληση των λιμανιών Πειραιά Θεσσαλονίκης κ.α. 420 εκ., από την ΔΕΗ 350 εκ., κοκ.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση, αρχιτέκτονας του σαρωτικού προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων, αρνήθηκε να δώσει κι επίσημα στην δημοσιότητα τα παραπάνω στοιχεία. Τον Σεπτέμβριο συγκεκριμένα ο επίτροπος Όλι Ρεν επικαλούμενος λόγους απορρήτου αρνήθηκε να γνωστοποιήσει την παραπάνω λίστα, επιβεβαιώνοντας την άβυσσο που χωρίζει τις προβλέψεις από την πραγματικότητα. Η ελληνική περιουσία επομένως θα πουληθεί στους ιδιώτες με όρους σκανδαλώδεις για το δημόσιο συμφέρον ακόμη κι απαγορευτικούς αν στη θέση της κυβέρνησης Σαμαρά ήταν για παράδειγμα ένας ιδιώτης που επιζητούσε την μεγιστοποίηση του οφέλους του!

Η επιτυχής υλοποίηση του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων θα κρίνει την πορεία του τρίτου μνημονίου που είναι ακόμη σε στάδιο επεξεργασίας. Το νομοσχέδιο που είναι υπό συζήτηση στη βουλή δεν θα σημάνει μόνο το ξεπούλημα κερδοφόρων ΔΕΚΟ αλλά και την ραγδαία περιβαλλοντική υποβάθμιση της γης που θα δοθεί σε ιδιώτες.

Στρατηγικός ο ρόλος της ΕΕ στην προώθηση του ξεπουλήματος των ΔΕΚΟ

Με το πρώτο άρθρο επιχειρείται να νομιμοποιηθεί εκ των υστέρων η πρόσφατη αλλαγή διοίκησης στο ΤΑΙΠΕΔ, που έφερε στην ηγεσία του τον Τάκη Αθανασόπουλο, πρύτανη του Πανεπιστημίου Πειραιά την δεκαετία του ’90, πρόεδρο της Τογιότα Ευρώπης και πιο πρόσφατα επικεφαλής της ΔΕΗ. Λέγεται δε πως οι συνεργασίες που εξασφάλισε με τον γερμανικό ενεργειακό κολοσσό RWE κατά την παραμονή του στην ΔΕΗ, είναι αυτές που του εξασφάλισαν την θέση του προέδρου στο ταμείο ξεπουλήματος μετά την παραίτηση του Ι. Κουκιάδη τον Ιούνιο του 2012. Το δεύτερο άρθρο έχει την μεγαλύτερη σημασία καθώς με αυτό κυρώνεται πράξη νομοθετικού περιεχομένου με την οποία καταργείται το ελάχιστο ποσοστό που διέθετε το ελληνικό δημόσιο σε ΕΛΠΕ, ΔΕΗ, ΟΠΑΠ, ΟΔΙΕ, ΕΥΔΑΠ, ΕΥΑΘ, ΕΛΤΑ και στους οργανισμούς Λιμένος Πειραιά, Θεσσαλονίκης, Αλεξανδρούπολης, Βόλου, Ελευσίνας, Ηγουμενίτσας, Ηρακλείου, Καβάλας, Κέρκυρας, Λαυρίου, Πατρών και Ραφήνας. Παύοντας το δημόσιο να διαθέτει την πλειοψηφία των μετοχών μπορούν πλέον οι ΔΕΚΟ να πουληθούν σε ιδιώτες, ενώ τα λιμάνια να εκχωρηθούν προς μίσθωση σε ιδιώτες για 99 έτη.

Στο τρίτο άρθρο εισάγεται κι η έννοια του «παραθεριστικού – τουριστικού χωριού» και του «επιχειρηματικού πάρκου» με ένα καταστροφικό για το περιβάλλον μέσο συντελεστή δόμησης 0,4 που φτάνει και το 0,6, ενώ προβλέπεται κι η δυνατότητα παραχώρησης του αιγιαλού μέχρι και 99 χρόνια σε ιδιώτες, οι οποίοι μπορούν να τον μεγεθύνουν με προσχώσεις. Αναγνωρίζεται επίσης η δυνατότητα στους ιδιώτες επενδυτές η δυνατότητα να προχωρήσουν σε απαλλοτριώσεις ζωνών ιδιωτικής έκτασης που υπερβαίνουν τη ζώνη της επένδυσης. Προς διευκόλυνση επίσης των επενδυτών εισάγεται ένα σκανδαλωδώς ελαστικό καθεστώς ιδιωτικής χωροταξίας και ευνοϊκής φορολογίας καθώς ο επενδυτής ναι μεν θα μπορεί να επεκτείνει το «δικαίωμα επιφάνειας» που αποκτά από τα 50 στα 99 χρόνια με δικαίωμα κυριότητας, αλλά θα φορολογείται με καθεστώς επικαρπίας. Η σημασία που έχουν στο πλαίσιο του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων οι καταστρατηγήσεις της περιβαλλοντικής νομοθεσίας, …«χάριν της ανάπτυξης» διακρίνονται καλύτερα αν λάβουμε υπ’ όψη μας το ξεπούλημα που σχεδιάζεται στη δημόσια γη, απ’ όπου υπολογίζεται να προέλθουν ότι κενά διαπιστώνονται από τις προβλέψεις. Μέχρι σήμερα το ΤΑΙΠΕΔ εκτιμά ότι εμπορικό ενδιαφέρον εμφανίζουν 3.150 ακίνητα, τα οποία σταδιακά θα εκχωρούνται στο ταμείο ξεπουλήματος για να δοθούν σε ιδιώτες.

Στο τρίτο άρθρο περιλαμβάνεται κι η πρόβλεψη να περάσει στο ΤΑΙΠΕΔ όλη η ακίνητη περιουσία οργανισμών και επιχειρήσεων του ευρύτερου δημόσιου τομέα (ΟΤΑ, νοσοκομείων, πανεπιστημίων, ΔΕΚΟ, ασφαλιστικών ταμείων, κ.α.) προφανώς για να ιδιωτικοποιηθεί. Η συγκεκριμένη διάταξη προκάλεσε σάλο μόλις έγινε γνωστή με τους πρυτάνεις να δηλώνουν την κάθετη διαφωνία τους και να καταγγέλλουν την δήμευση της περιουσίας τους, καθώς μετά το υποχρεωτικό «κούρεμα» των τοποθετήσεών τους στην Τράπεζα της Ελλάδας (που είχε ως αποτέλεσμα απώλειες ακόμη και της τάξης του 90%) η εκχώρηση στο ΤΑΙΠΕΔ της ακίνητης περιουσίας τους θα άνοιγε τον δρόμο για την ιδιωτικοποίησή τους. Γιατί τότε, αν έπρεπε να πληρώνουν ενοίκιο για την χρήση των κτιριακών υποδομών στο ΤΑΙΠΕΔ ή σε όποιον αγοράσει τις εγκαταστάσεις τους θα ήταν μονόδρομος η επιβολή διδάκτρων στους φοιτητές και η διακοπή της διανομής δωρεάν συγγραμμάτων. Οι οξύτατες αντιδράσεις οδήγησαν την κυβέρνηση, δια στόματος του υπουργού Παιδείας Κ. Αρβανιτόπουλου, να διαψεύσει τις σχετικές ανησυχίες λέγοντας πως το ζητούμενο ήταν να δημιουργηθεί ένα περιουσιολόγιο και ένα μητρώο και τίποτε παραπάνω, ενώ χαρακτήρισε την επίμαχη διάταξη ως «κακοδιατυπωμένη». Δήλωσε επίσης ότι η περιουσία των σχολών ακόμη «και αν περάσει στο ΤΑΙΠΕΔ θα πρέπει να υπάρξουν διυπουργική απόφαση και η σύμφωνη γνώμη του αρμόδιου υπουργού» για να ξεπουληθούν. Το ερώτημα όμως είναι γιατί να περάσουν στο ΤΑΙΠΕΔ αν δεν πρόκειται να ξεπουληθούν. Το ΤΑΙΠΕΔ δεν αναλαμβάνει την συντήρηση ή τον καλλωπισμό των κτιρίων, αλλά την εκχώρησή τους σε ιδιώτες… Σε κάθε περίπτωση, ακόμη κι αυτή η μισή κυβερνητική υπαναχώρηση συνιστά μικρή νίκη του κινήματος ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις.

Τις προηγούμενες μέρες ωστόσο η κυβέρνηση επιχείρησε να διασκεδάσει τις εντυπώσεις, διαψεύδοντας σχετικά δημοσιεύματα και σε ένα επιπλέον θέμα: την ιδιωτικοποίηση των δικτύων μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας. Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος διέψευσε τις φήμες επικαλούμενος τις διαβεβαιώσεις του πρωθυπουργού στο πλαίσιο των προγραμματικών δηλώσεων ότι τα δίκτυα θα παραμείνουν υπό δημόσιο έλεγχο. Κι εδώ όμως δημιουργήθηκε το ίδιο ερώτημα: Αν δεν υπάρχει σχέδιο ιδιωτικοποίησης προς τι η μεταβίβαση των δικτύων στο ΤΑΙΠΕΔ, που ως έργο δεν έχει την …συντήρηση τους, αλλά την ιδιωτικοποίησή τους κι επίσης τι άλλο μπορεί να εξυπηρετεί ο ιδιοκτησιακός διαχωρισμός των δικτύων από την ΔΕΗ; Το σχέδιο πώλησης του δικτύου επιβεβαιώνεται επίσης κι από δημοσίευμα της εφημερίδας Καθημερινή που εμφανίζει κινέζικη πολυεθνική που εξειδικεύεται στην διαχείριση δικτύων μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας (SGCC) να έχει εκδηλώσει επίσημα το ενδιαφέρον της για την εξαγορά του δικτύου και να βρίσκεται ήδη σε επαφή με την κυβέρνηση εν όψει της ιδιωτικοποίησης. Η δυνατότητα πώλησης του δικτύου μεταφοράς ουδέποτε θα είχε δημιουργηθεί αν η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση, πολύ πριν την έλευση της Τρόικας, δεν επέβαλλε τον διαχωρισμό της παραγωγής από την μεταφορά, έτσι ώστε το δίκτυο που συνοδεύεται από σχετικά χαμηλό κόστος συντήρησης και δεν έχει ανάγκη σημαντικών επενδύσεων (όπως η παραγωγή ενέργειας) να μπορεί να πουληθεί.

Τα ίχνη των Βρυξελλών υπάρχουν έντονα και στην ιδιωτικοποίηση των εταιρειών ύδρευσης, ΕΥΔΑΠ και ΕΥΑΘ, που θα πουληθούν σύντομα μετά την ψήφιση του νόμου που καταργεί την υποχρέωση του δημοσίου να συμμετέχει στο μετοχικό κεφάλαιο των εταιρειών με 51%. Ρόλο επιταχυντή στην πορεία ιδιωτικοποίησης της ΕΥΔΑΠ αναμένεται να διαδραματίσει ο προερχόμενος από το κόμμα του Στέφανου Μάνου ΔΡΑΣΗ, Στέλιος Σταυρίδης, που στη συνέχεια μετακόμισε στη ΝΔ και την Τετάρτη 24 Οκτώβρη διορίστηκε στη θέση του πρόεδρου και διευθύνοντα συμβούλου της εταιρείας από το υπουργείο Οικονομικών, ως επιβράβευση πιθανά των χυδαιοτήτων που εκστόμισε εναντίον του υποψήφιου (τότε) βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ, Πέτρου Τατσόπουλου, σε προεκλογική τηλεοπτική συζήτηση. Κάλλιστα εδώ βέβαια μπορούμε να θαυμάσουμε πόσο υποκριτές και τυχοδιώκτες είναι οι «αντι-κρατιστές» νεοφιλελεύθεροι που από την μια καταγγέλλουν το δημόσιο και τις μεγάλες κυβερνήσεις κι από την άλλη αποδέχονται σαν ξελιγωμένοι κι ορμούν σαν κοράκια στις καλοπληρωμένες δημόσιες θέσεις. Προφανώς οι καταγγελίες τους για ευνοιοκρατία στο δημόσιο μέσω του διορισμού ημετέρων ισχύει για χαμηλόμισθους, ενώ οι μάνατζερ διατηρούν το δικαίωμα να διορίζονται χάρη γνωριμιών… Ή πιθανά λόγω προϋπηρεσίας, μιας κι ο νέος επικεφαλής της ΕΥΔΑΠ έχει δική του εταιρεία που κατασκευάζει πισίνες. Τόσο σχετικός με το αντικείμενο είναι…

Το ξεπούλημα όμως των εταιρειών ύδρευσης γίνεται με την ανοιχτή υποκίνηση της ΕΕ, που συνεχίζει επί ευρωπαϊκού εδάφους το έργο του ΔΝΤ, το οποίο σε κάθε χώρα που «διασώζει» επιβάλλει στη συνέχεια και την ιδιωτικοποίηση των νερών, λειτουργώντας προφανώς ως ατζέντης των ιδιωτικών εταιρειών ύδρευσης. Ο σκανδαλώδης ρόλος των Βρυξελλών αποκαλύφθηκε σε μια επιστολή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με ημερομηνία 26 Σεπτεμβρίου και παραλήπτη κοινωνικές οργανώσεις, που ως αφετηρία των προβληματισμών τους είχαν τις ευθύνες της Τρόικας και κατ’ επέκταση της ΕΕ στην ιδιωτικοποίηση των εταιρειών ύδρευσης στην Ελλάδα, την Πορτογαλία και άλλες χώρες που χρηματοδοτούνται από τους Μηχανισμούς Στήριξης. Στην επιστολή τους ζητούσαν να σταματήσει η Επιτροπή κάθε περαιτέρω πίεση για την ιδιωτικοποίηση, ενώ επικαλούνταν πρόσφατα παραδείγματα από την Ευρώπη που επιβεβαιώνουν την αποτυχία των ιδιωτικοποιήσεων. Μεταξύ άλλων το Παρίσι όπου η υπηρεσία ύδρευσης πέρασε στον δήμο, την απόφαση της ολλανδικής κυβέρνησης που απαγορεύει την ιδιωτικοποίηση στον συγκεκριμένο τομέα, άλλη απόφαση του ιταλικού συνταγματικού δικαστηρίου βάσει του οποίου κάθε μελλοντική απόπειρα ιδιωτικοποίησης στα νερά κρίνεται εκ προοιμίου αντισυνταγματική, κ.α. Η απάντηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ήταν αποστομωτική και πέρα για πέρα ενδεικτική της αβυσσαλέας απόστασης που χωρίζει το λεγόμενο «ευρωπαϊκό οικοδόμημα» από τις διαθέσεις της κοινωνίας: «Η ιδιωτικοποίηση δημοσίων υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένων και των εταιρειών ύδρευσης, μπορεί να αποφέρει οφέλη στην κοινωνία, να γίνει με προσοχή»! Αυτή ήταν η απάντηση του Όλι Ρεν που αποκάλυψε ότι η εκχώρηση των υδάτινων πόρων στην ευρωπαϊκή ήπειρο (στις γαλλικές εταιρείες Veolia και Suez κατά πάσα πιθανότητα) γίνεται στο πλαίσιο ενός μελετημένου σχεδίου, όπου καθοριστικό ρόλο διαδραματίζουν οι Βρυξέλλες.

Ο ελεύθερος ανταγωνισμός ως πρόσχημα

ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΙΔΙΩΤΙΚΩΝ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΚΩΝ ΜΟΝΟΠΩΛΙΩΝ ΣΤΗ ΘΕΣΗ ΤΩΝ ΚΡΑΤΙΚΩΝ

Ο αναντικατάστατος ρόλος του κράτους στις υπό εξέλιξη διεργασίες που ως απώτερο στόχο έχουν την βίαιη και ταχεία απομάκρυνσή του από την παροχή κοινωφελών υπηρεσιών (και την επικέντρωσή του σε δραστηριότητες μεγαλύτερης “κοινωνικής χρησιμότητας” όπως η καταστολή και τα βασανιστήρια στη ΓΑΔΑ) φαίνεται ανάγλυφα και στην περίπτωση της Ολυμπιακής Εταιρείας. Μετά από περιπέτειες ετών, ο πάλαι ποτέ “εθνικός μας αερομεταφορέας“ κινδυνεύει να εξαγορασθεί από την Ετζίαν. Με βάση την συμφωνία που επιτεύχθηκε μεταξύ των κύριων μετόχων, η Ολυμπιακή, που το 2009 είχε εξαγορασθεί από τον όμιλο MIG, θα πουληθεί στην Ετζίαν έναντι 72 εκ. ευρώ.

Οφείλουμε κατ’ αρχήν να αναγνωρίσουμε στον ιδρυτή του ομίλου MIG, τον Ανδρέα Βγενόπουλο, ότι είναι μεγάλος …πασαδόρος. Μια αντίστοιχη με την σημερινή πάσα είχε κάνει πάλι επί κυβέρνησης Καραμανλή, όταν βρέθηκε με τις μετοχές του ΟΤΕ στα χέρια του και στη συνέχεια, προς όφελος της …εθνικής οικονομίας πάντα, οι μετοχές του βρέθηκαν στα χέρια της Ντόιτσε Τέλεκομ κι ο ΟΤΕ δια της τεθλασμένης στα χέρια των Γερμανών. Η υπηρεσία που είχε προσφέρει ήταν ανεκτίμητη, μιας και η απ’ ευθείας πώληση του ΟΤΕ στην γερμανική πολυεθνική θα προκαλούσε κύματα αντιδράσεων…

Ανεκτίμητη χαρακτηρίζεται κι η υπηρεσία που προσφέρει τώρα. Αν η Ολυμπιακή αγοραζόταν απ’ ευθείας από την Ετζίαν, θα κατέρρεε σαν χάρτινος πύργος όλο το οικοδόμημα που δικαιολογούσε το “κόντυμα” της Ολυμπιακής. Θυμίζουμε: ως μονοπώλιο στρεβλώνει την αγορά η οποία για να λειτουργήσει χρειάζεται δύο ή και περισσότερους ανταγωνιστές. Είναι όπως το τάνγκο ή το καλαματιανό. Έτσι οδηγηθήκαμε στη  συνύπαρξη των δύο εταιρειών, που στην πραγματικότητα ήταν μία γιατί είχε επέλθει οργανική συγχώνευση με την μία εταιρεία να μην πετάει εκεί που πέταγε η άλλη, την οποία φυσικά διαπίστωναν δια γυμνού οφθαλμού άπαντες, με μοναδική εξαίρεση αυτούς που έχουν ως έργο την διαφύλαξη των κανόνων του ελεύθερου ανταγωνισμού, δηλαδή την σχετική επιτροπή και την ΕΕ. Στη περίοδο αυτής της “μεσοβασιλείας”, ο Ανδρέας Βγενόπουλος συρρίκνωσε το πτητικό της έργο μετατρέποντας την Ολυμπιακή σε τοπικό ανταποκριτή. Ανεκτίμητα μέρη δε της περιουσίας της όπως κερδοφόρες γραμμές σε μεγάλα αεροδρόμια σε προνομιούχες ώρες που διέθετε λόγω παλαιότητας, πουλήθηκαν.

Το ότι ο ελεύθερος ανταγωνισμός χρησιμοποιείται αποκλειστικά και μόνο όταν πρόκειται να πληγούν τα κρατικά μονοπώλια φάνηκε περίτρανα και στην περίπτωση της Αγροτικής Τράπεζας που πουλήθηκε στην Πειραιώς. Όπως αναφέρει προσφυγή που κατατέθηκε στο Συμβούλιο της Επικρατείας από εργαζόμενους, μετόχους και συνταξιούχους της Αγροτικής, η μεταβίβαση συνιστά σκάνδαλο γιατί πραγματοποιήθηκε χωρίς να έχει προηγηθεί δημόσια προκήρυξη και με διαδικασίες που δεν εξασφάλιζαν τις αρχές του ελεύθερου ανταγωνισμού. Σε άλλο σημείο των προσφυγών τονίζεται ότι ή κλήση μόνο μιας τράπεζας προς υποβολή προσφορών δεν συνάδει με τις αρχές της διαφάνειας, της χρηστής διοίκησης και της εξυπηρέτησης του δημοσίου συμφέροντος, αφού οι ως άνω αρχές επιβάλουν την κλήση του μεγαλύτερου δυνατού αριθμού υποψηφίων αγοραστών”.

Τα δύο συγκεκριμένα παραδείγματα της Ολυμπιακής και της Αγροτικής βεβαιώνουν ότι οι ύμνοι των νεοφιλελεύθερων στον ελεύθερο ανταγωνισμό είναι προπαγανδιστικοί και το μόνο που εξυπηρετούν είναι να συγκαλύψουν την συγκέντρωση πλούτου που επιτυγχάνεται μέσω των ιδιωτικοποιήσεων.

ΠΛΗΓΜΑ ΣΕ ΕΡΓΑΤΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

Μέσο υπέρβασης της χρόνιας κρίσης

ΓΕΡΜΑΝΙΚΑ ΟΦΕΛΗ

Οι ιδιωτικοποιήσεις, όπως ακριβώς συνέβη και σε άλλες χώρες από την Ρωσία και την Αγγλία μέχρι την Λατινική Αμερική, αν ολοκληρωθούν φυσικά, θα αποτελέσουν τον ιδανικό μοχλό για  μια πρωτοφανή αντιδραστικοποίηση του κράτους. Ας δούμε την πραγματικότητα χωρίς τους παραμορφωτικούς φακούς που επινοούν Τρόικα, ΕΕ και η ελληνική αστική τάξη για να συγκαλύψουν το πλιάτσικο που επιχειρούν. Οι ιδιωτικοποιήσεις δεν φέρνουν δημόσια έσοδα, αφού για μια σειρά από λόγους (πτώση χρηματιστηριακών τιμών, συρρίκνωση εγχώριας αγοράς, αβεβαιότητα για παραμονή της Ελλάδας στη ζώνη του ευρώ, κ.α.) οι τιμές των ΔΕΚΟ και του φυσικού πλούτου βρίσκονται σε ελεύθερη πτώση. Ακόμη όμως και να “έπιαναν τιμή” τα χρήματα αυτά θα πήγαιναν στους πιστωτές καθώς με νόμο τα χρήματα από τις ιδιωτικοποιήσεις κατευθύνονται μέχρι τελευταίου ευρώ στην εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους και πουθενά αλλού. Οι ιδιωτικοποιήσεις επίσης δεν ”ανοίγουν” αλλά κλείνουν την αγορά. Οι εξελίξεις στις τράπεζες είναι πολύ χαρακτηριστικές, καθώς η τάση είναι να δημιουργηθούν 2,5 τράπεζες και την 1 απ’ αυτές την Εθνική τράπεζα που είναι η μεγαλύτερη μάλιστα να την έχουν οι Γερμανοί, μέσω της Ντόιτσε Μπανκ. Η Γερμανία θα αποδειχτεί ο μεγαλύτερος κερδισμένος του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων, μιας και από τώρα έχει δημιουργήσει θέσεις για να εξαγοράσει ό,τι κινείται: από λιμάνια και αεροδρόμια μέχρι την παραγωγή ενέργειας.

Μια εξ ίσου σημαντική συνέπεια από την προώθηση των ιδιωτικοποιήσεων, πέρα από την δημιουργία μονοπωλίων και το πρόκριμα που θα αποκτήσει η Γερμανία μετατρέποντας την Ελλάδα σε προτεκτοράτο, σχετίζεται με την ραγδαία επιδείνωση των εργασιακών σχέσεων. Με βάση δημοσιεύματα, το νέο Μνημόνιο προβλέπει πως οι δημόσιες επιχειρήσεις θα υιοθετήσουν καθεστώς λειτουργίας εφάμιλλο του ιδιωτικού τομέα “συμπεριλαμβανομένων των διατάξεων για τις εργασιακές σχέσεις”. Οι συνέπειες από την κατάργηση του ευνοϊκού εργασιακού καθεστώτος στις ΔΕΚΟ αφορούν όλη την εργατική τάξη, καθώς η αμφισβήτηση δεν περιορίζεται μόνο στα πιο προνομιούχα στρώματα, αλλά μεταφέρεται σε όλη την έκταση της εργατικής τάξης. Συντριπτικό επίσης είναι ήδη το πλήγμα στο επίπεδο της απασχόλησης. Η μείωση του προσωπικού της ΕΥΔΑΠ στο μισό μέσα σε λίγα μόνο χρόνια (από 5.200 εργαζομένους σε 2.600), μαζί με το γεγονός ότι οι εναπομείνασες θέσεις εργασίας είναι πολύ πιο φτηνές και πολύ πιο ευέλικτες, αντανακλά μια ευρύτερη τάση που ως συνέπεια έχει την σταθεροποίηση της ανεργίας σε εφιαλτικά ποσοστά.

Αυτό που εν τέλει επιχειρείται είναι μια ανάσα ζωής στο λιμνάζον ιδιωτικό κεφάλαιο που έναντι πινακίου φακής θα οικειοποιηθεί αξίες δισεκατομμυρίων ευρώ. Το ζητούμενο δηλαδή είναι να βοηθηθεί ο ιδιωτικός τομέας για να ξεπεράσει την συστημική, ιστορικών διαστάσεων κρίση που αντιμετωπίζει και να μπορέσει με την ώθηση της ιδιοποιημένης δημόσιας περιουσίας να ξεκινήσει έναν νέο κύκλο διευρυμένης αναπαραγωγής και συσσώρευσης. Σε αυτό το βωμό θυσιάζονται εργατικά δικαιώματα, δημόσια έσοδα και το ίδιο το κράτος πρόνοιας που υπήρχε, ως αποκρυστάλλωση ταξικών συσχετισμών άλλων εποχών, και λειτουργούσε χάρη σε αυτές ακριβώς τις υποδομές. Ενδεικτικό της υποβάθμισης που θα επέλθει στον έμμεσο μισθό της εργατικής τάξης, μέσω των ιδιωτικοποιήσεων, είναι το πλιάτσικο στην περιουσία του Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας που μεταξύ πολλών άλλων περιλαμβάνει οικόπεδα πέντε εκατομμυρίων τετραγωνικών μέτρων, πολυιατρεία, πολιτιστικούς συλλόγους, παιδικούς σταθμούς, κ.α.

Γι’ αυτούς ακριβώς τους λόγους οι ιδιωτικοποιήσεις αποδεικνύονται σήμερα μεγάλο στοίχημα τόσο για τους εργαζόμενους όσο και για το κεφάλαιο!

Γιατί δεν το κάνουμε όπως η Γερμανία; (Nexus, Οκτώβριος 2012)

Ξεχείλιζε από ανακρίβειες και μισές αλήθειες η αναφορά στην Ελλάδα και την μεταπολεμική Γερμανία του Χανς Βέρνερ Σιν σε άρθρο του που δημοσιεύτηκε αρχικά στην γαλλική Λε Μοντ και στη συνέχεια στα Νέα (14 Αυγούστου 2012) με τίτλο, «Η Γερμανία και η Κρίση, Οι αδυσώπητοι αριθμοί και οι οδυνηρές λύσεις». Ανέφερε κατά λέξη ο πρόεδρος του Διεθνούς Ινστιτούτου Δημόσιων Οικονομικών και καθηγητής Οικονομίας και Δημόσιων Οικονομικών του Πανεπιστημίου του Μονάχου, που τον έχουμε ακούσει πολλές φορές να επιχειρηματολογεί γιατί η Ελλάδα πρέπει να εγκαταλείψει την ζώνη του ευρώ: «Η Γερμανία είναι ακόμη και σήμερα ευγνώμων για το σχέδιο Μάρσαλ. Μέσα σε μερικά χρόνια έλαβε από αυτό το σχέδιο βοήθεια που άλλοι εκτιμούν στο 2% και άλλοι στο 5% του ΑΕΠ μιας και μόνο χρονιάς. Σε αυτό πρέπει να προστεθεί η διαγραφή του γερμανικού εξωτερικού χρέους, όπως προβλεπόταν στη Συμφωνία του Λονδίνου του 1953. Χωρίς να συμπεριλαμβάνουμε την διάλυση της γερμανικής βιομηχανίας, ακόμη και από τις δυτικές χώρες, το συνολικό ποσό του χρέους που διαγράφηκε, συμπεριλαμβανομένου του σχεδίου Μάρσαλ, ανερχόταν στο 22% του γερμανικού ΑΕΠ. Η Ελλάδα έχει λάβει συνολική εξωτερική βοήθεια ύψους 460 δισ. ευρώ, ισοδύναμο του 214% του ΑΕΠ της, άρα δεκαπλάσια εκείνης που έλαβε η Γερμανία χάρη στο σχέδιο Μάρσαλ. Το ένα τέταρτο της βοήθειας αυτής, κάπου 115 δισ. ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί με τουλάχιστον  10 σχέδια Μάρσαλ, το εισέφερε το Βερολίνο».

Περισσότερα ψεύδη δεν θα μπορούσαν να υπονοηθούν σε ένα τόσο μικρό κείμενο. Πρακτικά ο Σιν, γνωστός για τις νεοφιλελεύθερες απόψεις του, υποστηρίζει ότι η Ελλάδα έχει ωφεληθεί από τους πιστωτές της (με προεξάρχουσα μάλιστα την Γερμανία) πολύ περισσότερο απ’ ότι ωφελήθηκε η Γερμανία με την Συμφωνία του Λονδίνου, του 1953. Στην πραγματικότητα το μεταπολεμικό της θαύμα η Γερμανία το οφείλει, πέρα από τους μετανάστες, στην διαγραφή μεγάλου μέρους του χρέους της, κατόπιν πρωτοβουλίας των δυτικών χωρών. Η Γερμανία επομένως είναι η τελευταία χώρα που έπρεπε να μιλάει για την ανάγκη τήρησης των υποχρεώσεων απέναντι στους πιστωτές!

Αξίζει λοιπόν να εξετάσουμε πιο προσεκτικά την Συμφωνία του Λονδίνου που υπογράφτηκε στις 27 Φεβρουαρίου 1953 κι η οποία αποτελεί υπόδειγμα ευνοϊκής αντιμετώπισης οφειλέτριας χώρας από τους πιστωτές της. Μακάρι μάλιστα να μοιραζόντουσαν την ίδια τύχη κι άλλες χώρες έκτοτε, μεταξύ αυτών κι η Ελλάδα… Καθοριστική σημασία για να γίνει αντιληπτό το περιεχόμενο της Συμφωνίας, γιατί δηλαδή οι νικητές του Πολέμου που τόσο είχαν υποφέρει από την γερμανική θηριωδία την δεκαετία του ’40 στάθηκαν απέναντί της τόσο θετικά χωρίς ίχνος ρεβανσισμού, έχει ένα ιστορικό προηγούμενο. Επίσης καθοριστική σημασία για να ερμηνεύσουμε την στάση των «συμμάχων» έχει και το γεωπολιτικό περιβάλλον της εποχής.

Συνθήκη των Βερσαλλιών

Το ιστορικό προηγούμενο που επηρέασε τις αποφάσεις των συνέδρων ήταν η Συνθήκη των Βερσαλλιών, η οποία είχε υπογραφεί τον Ιούνιο του 1919, πέντε ακριβώς χρόνια μετά την δολοφονία του αρχιδούκα Φερδινάνδου που έδωσε το έναυσμα για να ξεκινήσει ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος. Με την Συνθήκη των Βερσαλλιών τερματίστηκε κι επίσημα. Συνοδεύτηκε ωστόσο από πολλές ισχυρές διαφωνίες. Σημαντικότερη εξ αυτών ήταν η αντίρρηση που είχε εκφράσει ο Τζον Μέιναρντ Κέινς, μέλος τότε της βρετανικής αποστολής που συμμετείχε στις διαπραγματεύσεις. Οι απόψεις του αποκρυσταλλώθηκαν στο σπουδαίο βιβλίο του, Οι οικονομικές συνέπειες της ειρήνης, το οποίο συνάντησε τεράστια εμπορική επιτυχία με αποτέλεσμα σήμερα να μπορούμε να ισχυριστούμε πως οι απόψεις που εξέφραζε κάθε άλλο παρά περιθωριακές μπορούσαν να χαρακτηριστούν. Ήταν όμως αδιαμφισβήτητα αιρετικές. Σε πολύ αδρές γραμμές αποδοκίμαζαν τους όρους που επέβαλλαν στο ηττημένο Βερολίνο (από εδαφικές παραχωρήσεις, μέχρι οικονομικές αποζημιώσεις) με το επιχείρημα ότι έτσι δεν διασφαλίζεται η ευημερία των Γερμανών κι ως αποτέλεσμα της ανέχειας και της εθνικής ταπείνωσης αργά ή γρήγορα θα βρεθούμε σε νέες περιπέτειες, λόγω ακριβώς της συνθήκης ειρήνης. Το ακόλουθο απόσπασμα είναι πολύ χαρακτηριστικό των απόψεών του και πολύ χρήσιμο για ευρύτερα συμπεράσματα:

«Η πολιτική του υποβιβασμού της Γερμανίας σε υποτέλεια για μια γενιά, της υποβάθμισης της ζωής εκατομμυρίων ανθρώπων και της αποστέρησης ενός ολόκληρου έθνους από την ευτυχία θα έπρεπε να είναι αποκρουστική και απεχθής, ακόμη κι αν ήταν δυνατή, ακόμη κι αν πλούτιζε εμάς, ακόμη κι αν δεν έσπερνε την παρακμή σε ολόκληρο τον πολιτισμένο βίο της Ευρώπης. Μερικοί την κηρύττουν εις το όνομα της δικαιοσύνης. Στα μεγάλα γεγονότα της ανθρώπινης ιστορίας, στο ξετύλιγμα των πολύπλοκων πεπρωμένων των εθνών, η δικαιοσύνη δεν είναι τόσο απλή υπόθεση. Και αν ήταν, τα έθνη δεν είναι εξουσιοδοτημένα, από τη θρησκεία ή από τα φυσικά ήθη, να πλήττουν τα παιδιά των εχθρών τους με τα αδικήματα των γονιών ή των κυβερνητών τους».

Δεν περνούν απαρατήρητες οι ομοιότητες των όσων περιγράφει ο Κέινς με όσα συμβαίνουν σήμερα στην Ελλάδα. Θα επανέλθουμε όμως…

Σημασία έχει ότι η πορεία της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, ακόμη κι αν οι απαιτήσεις των συμμάχων δεν ήταν η αποκλειστική αιτία για την άνοδο του Ναζισμού, δικαίωσε τις αιτιάσεις του βρετανού οικονομολόγου. Κανείς την επομένη του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου δεν μπορούσε να παραβλέψει τις αρνητικές εμπειρίες της Συνθήκης των Βερσαλλιών. Πολύ περισσότερο που στην κρίση των νικητών βάραινε κι ο νέος χάρτης που είχε διαμορφωθεί στην Ευρώπη.

Ψυχρός πόλεμος

Οι γεωπολιτικές ισορροπίες που άφησε πίσω της η ήττα του Ναζισμού με την δημιουργία του μπλοκ του αποκαλούμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού», δεν άφηναν κανένα περιθώριο για πειραματισμούς, σε ό,τι αφορά το μέλλον και τον ρόλο της Γερμανίας. Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία όφειλε να είναι το προκεχωρημένο φυλάκιο του υπαρκτού καπιταλισμού. Επίσης όφειλε να αποτελεί πόλο έλξης, με ένα επίπεδο ζωής ζηλευτό. Κάτι που δεν μπορούσε να γίνει αν η μεταπολεμική Γερμανία έπρεπε να αποζημιώσει τις χώρες που ερήμωσε. Αυτό λοιπόν το πλαίσιο (αρνητικό προηγούμενο Συνθήκης Βερσαλλιών και επαυξημένη χρησιμότητα της Γερμανίας στη νέα κι εν πολλοίς απρόβλεπτη εποχή σκληρών διακρατικών ανταγωνισμών που ξημέρωνε) προσδιόρισε το περιεχόμενο της Συνθήκης κι ότι η Ομοσπονδιακή Γερμανία θα ‘πεφτε στα χαμηλά.

Πριν δούμε τους όρους της Συμφωνίας του Βερολίνου, αξίζει να σταθούμε και σε μια ακόμη λεπτομέρεια που ελάχιστα προβάλλεται από την επίσημη βιβλιογραφία. Επικεφαλής της γερμανικής αποστολής ήταν ο Χέρμαν Γιόσεφ Αμπς (1901-1994). Ιερό τέρας του τραπεζικού τομέα της Γερμανίας κατά τη διάρκεια όλου σχεδόν του 20ου αιώνα, καθώς ακόμη κι όταν είχε για τα καλά πατημένα τα ’80 του, συμμετείχε σε πολλά ΔΣ εταιρειών στα οποία η τράπεζα η οποία ταυτίστηκε μαζί της, η Deutsche Bank, διατηρούσε συμμετοχές. Και δεν μιλούμε για μικρές εταιρείες, αλλά για την Lufthansa, την Daimler Benz, την Siemens, την εταιρεία σιδηροδρόμων, κ.λπ. Η παρουσία του ήταν τόσο πληθωρική ώστε όταν το 1965 ψηφίστηκε νόμος, βάσει του οποίου απαγορευόταν σε ένα πρόσωπο να συμμετέχει σε ΔΣ άνω των δέκα εταιρειών, υπήρξε σαφής εξαίρεση για τον Άμπς! Κυκλοφορούσε μάλιστα κι ένα ανέκδοτο για το πρόσωπό του, χαρακτηριστικό του συγκεντρωτικού τρόπου με τον οποίο εργαζόταν: Όταν μετά τον θάνατό του πήγε στον παράδεισο κι είδε το οικονομικό χάος που επικρατούσε, προσφέρθηκε να βάλει μια τάξη με την εκπόνηση ενός σχεδίου οικονομικής ανασυγκρότησης. Η εφαρμογή του όμως δεν προχώρησε γιατί κανένας Αρχάγγελος δεν μπορούσε να αναλάβει να πείσει τον Ύψιστο ότι στο Διοικητικό Συμβούλιο της νεοσυσταθείσας «Παράδεισος ΑΕ» θα έχει τη θέση του αντιπροέδρου…

Υπάρχει ωστόσο και μια άλλη όψη του τραπεζίτη Αμπς που είναι πολύ πιο γκρίζα και απεχθής, καθώς είχε κατηγορηθεί για ταμίας του Χίτλερ! Η συμμετοχή του στη διοίκηση της Deutsche Bank ξεκίνησε από το 1937 χωρίς να γνωρίσει κανένα διάλλειμα την περίοδο που η Γερμανία σκορπούσε τον τρόμο στην Ευρώπη. To 1940 μάλιστα ανέλαβε πρόεδρος της Deutsche Bank η οποία στήριζε ποικιλοτρόπως το ναζιστικό καθεστώς εντός της Γερμανίας και τη ναζιστική κατοχή στις χώρες της Ευρώπης. Γι αυτό τον λόγο και μεταπολεμικά ο Άμπς βρέθηκε ένοχος και καταδικάστηκε ερήμην από δικαστήριο της Γιουγκοσλαβίας για συμμετοχή σε ναζιστικά εγκλήματα. Ενώ ένας άλλος τίτλος «τιμής» δηλωτικός της δημοκρατικής του ευαισθησίας ήταν η παρασημοφόρησή του το 1960 από τον ισπανό δικτάτορα Φράνκο… Αυτός λοιπόν ο Ναζί εκπροσώπησε την Γερμανία στις διαπραγματεύσεις για τα χρέη της, που στο μεταξύ είχε γίνει και σύμβουλος του πρώτου μεταπολεμικού καγκελάριου Κόνραντ Αντενάουερ, και καθόλου χωρίς σημασία δεν είναι το γεγονός ότι αυτόν αποδέχτηκαν οι Δυτικοί στις διαπραγματεύσεις… Εάν επομένως κάποιος περίμενε η μεταπολεμική Γερμανία να εκφράσει αισθήματα συμπόνιας ή να διακατέχεται από ένα αίσθημα απόδοσης δικαιοσύνης απέναντι στα θύματα του Χιτλερισμού, απλώς δεν έχει καταλάβει πόσο επιφανειακή ήταν η διαχωριστική γραμμή μεταξύ της Ναζιστικής και της μετέπειτα Γερμανίας, ειδικά στον «θαυμαστό» κόσμο των επιχειρήσεων. Μάρτυρας επίσης το γεγονός ότι το 1952-1953 το 80% των γερμανικών εξαγωγών αφορούσε brand names της προπολεμικής Γερμανίας.

Η Συμφωνία του Λονδίνου

Στις τρεις παραπάνω λοιπόν διαστάσεις κινήθηκε η Συμφωνία του Λονδίνου η οποία αφορούσε όλα μα όλα τα δάνεια που είχαν συναφθεί: Πρώτο, ομοσπονδιακά, κρατιδίων και τραπεζών, δεύτερο, δάνεια από ιδιώτες και κράτη και τρίτο, δάνεια που είχε συνάψει όχι μόνο η Δημοκρατία της Βαϊμάρης για να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις καταβολής επανορθώσεων που απέρρεαν από την Συνθήκη των Βερσαλλιών αλλά επίσης και δάνεια που είχε συνάψει η μεταπολεμική Ομοσπονδιακή Γερμανία κυρίως από τις ΗΠΑ. Επρόκειτο επομένως για μια συνολική επαναδιευθέτηση στο πλαίσιο της οποίας όλοι οι πιστωτές κρίθηκαν ίσοι, καταργήθηκε δηλαδή η προτεραιότητα που έχουν ορισμένα χρέη κι ορισμένοι πιστωτές στην εξόφλησή τους έναντι άλλων. Αυτό ήταν το πρώτο της γνώρισμα.

Δεύτερο, το ποσό του δημόσιου χρέους που ρυθμίστηκε ανερχόταν σε 29,7 δισ. γερμανικά μάρκα κι η διαγραφή ήταν της τάξης του 50%. (Αξίζει να αναφέρουμε ότι σύμφωνα με ορισμένες άλλες πηγές, εξ ίσου αξιόπιστες, η διαγραφή ήταν πολύ μεγαλύτερη, της τάξης του 62,5% του χρέους). Έτσι, το χρέος που απέμεινε για πληρωμή την επομένη της Συμφωνίας ήταν 14,45 δισ. μάρκα. Από αυτό το ποσό 2,5 δισ. δεν επιβαρύνονταν με τόκους, 5,5 δισ. επιβαρύνονταν με ένα επιτόκιο της τάξης του 2,5% και το υπόλοιπο ποσό με επιτόκιο μεταξύ 4,5% και 5%. Σημαντικό ήταν επίσης ότι υπήρχε 5ετής περίοδος χάριτος, από το 1953 ως το 1957, στην οποία καταβάλλονταν μόνο οι τόκοι.

Αυτό όμως που κάνει την Συμφωνία του Λονδίνου να ξεχωρίζει είναι οι ποιοτικοί όροι οι οποίοι τέθηκαν για την αποπληρωμή του δημόσιου χρέους. Το τρίτο λοιπόν χαρακτηριστικό ήταν ότι η Γερμανία αναλάμβανε να αποπληρώσει τα χρέη της υπό τον όρο ότι πρώτα θα εξασφάλιζε ένα υψηλό επίπεδο μεγέθυνσης της οικονομίας της και θα ανέβαζε το επίπεδο διαβίωσης του πληθυσμού της. Τυχόν δηλαδή επιδείνωση των όρων ζωής των Δυτικογερμανών σήμαινε την αυτόματη παύση εξυπηρέτησης του χρέους.

Τέταρτο, η Δυτική Γερμανία θα αποπλήρωνε το χρέος της στο εθνικό της νόμισμα κι ανεξαρτήτως τι έλεγε η δανειακή σύμβαση με την οποία το είχε αναλάβει.

Πέμπτο, με την έγγραφη άδεια και των 22 υπόλοιπων κρατών που συμμετείχαν στις διαπραγματεύσεις και συμφώνησαν, η Γερμανία θα αναλάμβανε την υλοποίηση μιας οικονομικής στρατηγικής υποκατάστασης εισαγωγών, με στόχο να παράγει στο έδαφός της αγαθά τα οποία εισήγαγε και να μπορεί με αυτό τον τρόπο να εξασφαλίζει πόρους για να αποπληρώνει τους πιστωτές της.

Έκτο και σημαντικότερο οι ρυθμοί εξυπηρέτησης του χρέους ήταν συνάρτηση της πορείας της οικονομίας. Έτσι για παράδειγμα η εξυπηρέτηση του χρέους δεν μπορούσε να υπερβαίνει το 5% των εσόδων από εξαγωγές και στην πράξη ποτέ δεν ξεπέρασε το 4,2%.

Αξίζει λοιπόν να μείνουμε σε αυτά και να τα αντιπαραβάλλουμε με ότι συμβαίνει στην Ελλάδα τους τελευταίους μήνες, όπου:

Πρώτο, η αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους τον Μάρτιο δεν αφορούσε το σύνολο του δημόσιου χρέους κι ούτε καταργήθηκε η προτεραιότητα ορισμένων δανειστών, των λεγόμενων θεσμικών (κράτη, ΔΝΤ, ΕΚΤ), που έμειναν εκτός «κουρέματος» έναντι άλλων, των ιδιωτών, που σήκωσαν το βάρος.

Δεύτερο, η διαγραφή ήταν πολύ μικρότερη: 50% όχι όμως όλου του δημόσιου χρέους, όπως έγινε στη Γερμανία, αλλά του δημόσιου χρέους που κατείχαν οι ιδιώτες. Είχαμε δηλαδή αναδιάρθρωση των 200 από τα 360 περίπου δισ. που σημαίνει διαγραφή του ήμισυ του 55% ή, τελικά, στο 27,5% του δημόσιου χρέους. Διαγράφτηκαν μάλιστα 100 δισ. (και για την ακρίβεια 105) και φορτωθήκαμε με νέα δάνεια 130 δισ. γιατί τώρα που βρήκαν παπά Γερμανοί και Γάλλοι αποφάσισαν να μας φορτώσουν και την επανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών με αποτέλεσμα να αποζημιωθούν για το διπλάσιο των απωλειών τους ή για ολόκληρο το ύψος των επενδύσεών τους σε ελληνικά ομόλογα.

Επίσης, το επιτόκιο των κεφαλαίων «διάσωσης» (4-5%) ήταν απαράδεκτα υψηλό αν το συγκρίνουμε με το γεγονός ότι η Γερμανία για παράδειγμα (αλλά και οι περισσότερες βορειοευρωπαϊκές χώρες όπως η Φινλανδία και η Αυστρία) πληρώνει σχεδόν μηδενικό κόστος για να δανείζεται. Επομένως η «διάσωσή» μας αποδείχτηκε μια πολύ προσοδοφόρα δουλειά. Αν δε, υπολογίσουμε την μείωση του κόστους δανεισμού της Γερμανίας όπως προκύπτει συγκρίνοντας το μέσο κόστος δανεισμού της τα τελευταία 3,5 χρόνια που διαρκεί η κρίση, με τον μέσο όρο της περιόδου 1999-2008 τότε, σύμφωνα με υπολογισμούς του γερμανού οικονομολόγου του Πανεπιστημίου του Κιέλου που δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα Χάντελσμπλαντ στις 21 Αυγούστου, η Γερμανία κέρδισε 68 δισ. ευρώ.

Στην Ελλάδα, δεν δόθηκε καμία περίοδο χάριτος με πάγωμα της αποπληρωμής του χρέους. Αυτό το γεγονός σε συνδυασμό με την δημιουργία πιστωτών πολλών ταχυτήτων (λόγω για παράδειγμα της απόφασης ιδιωτών που είχαν ομόλογα σε αγγλικό δίκαιο να εξαιρεθούν) είχε ως αποτέλεσμα να πρέπει μεσούσης της πιο σφοδρής ύφεσης, το καλοκαίρι του 2012 συγκεκριμένα, να καταβάλουμε: στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα τον Αύγουστο 3,2 δισ. ευρώ και στα «πιράνχας» στις 15 Μαΐου 450 εκ. ευρώ, δημιουργώντας προηγούμενο για να αποπληρωθούν με τη λήξη τους κι άλλα ομόλογα ύψους 6,4 δισ. ευρώ που προτίμησαν να μην ενταχθούν στην αναδιάρθρωση. Ποσά που η χρεοκοπημένη Ελλάδα βρήκε καταφεύγοντας, με την υπόδειξη των πιστωτών μας, σε βραχυχρόνιο δανεισμό, 13 εβδομάδων, με ένα επιτόκιο που αν το ανάγουμε σε ετήσια βάση βγαίνει 17%!!! Αυτός μάλιστα ο έκτακτος δανεισμός δεν έχει συμπεριληφθεί στο αρχικό σχεδιασμό με αποτέλεσμα να τον τινάζει στον αέρα, φέρνοντας πιο κοντά την δεύτερη χρεοκοπία. (Για την οποία, ως γνωστό, θα φταίνε φυσικά οι μαϊμού συνταξιούχοι…).

Τρίτο, στην Ελλάδα όχι απλά δεν υπήρξε πρόβλεψη για το επίπεδο ζωής των πολιτών, όπως έγινε στην Γερμανία, αλλά τέθηκε ρητά ως όρος η ραγδαία επιδείνωσή του μέσω μείωσης μισθών και συντάξεων, απολύσεων, διάλυσης του συστήματος υγείας, κ.λπ.

Τέταρτο, η αλλαγή του δικαίου που διέπει τα ομόλογα στην περίπτωση της Ελλάδας έγινε με αποκλειστικό κριτήριο αν ποτέ αλλάξει νόμισμα (κατόπιν δικής της επιλογής ή όχι) να συνεχίσουμε να αποπληρώνουμε τα ομόλογα σε ευρώ κι όχι στο (ενδεχομένως υποτιμημένο) εθνικό της νόμισμα.

Πέμπτο, στην Ελλάδα όπως και σε όλη την υπόλοιπη ευρωζώνη όχι απλώς δεν επιτράπηκε μια οικονομική πολιτική υποκατάστασης εισαγωγών, αλλά το εμπορικό ισοζύγιο τινάχτηκε στο αέρα από την Γερμανία και τις άλλες βορειοευρωπαϊκές χώρες με αποτέλεσμα συνεχώς να συρρικνώνεται η παραγωγική βάση κι η ικανότητα αποπληρωμής των δανείων. Οι ρυθμοί αυτοί επιταχύνθηκαν στο πλαίσιο της δημοσιονομικής κρίσης, με αποτέλεσμα μόνο κατά την τελευταία πενταετία, από το δεύτερο τρίμηνο του 2007 μέχρι το δεύτερο τρίμηνο του 2012, να έχουν χαθεί από την βιομηχανία 200.000 θέσεις εργασίας!

Έκτο, για την Ελλάδα δεν υπήρξε ποτέ καμιά μέριμνα να τεθεί μια οροφή για τα χρήματα που θα πληρώνει για την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους της ως συνάρτηση των εσόδων από τις εξαγωγές, δηλαδή του δυναμισμού της οικονομίας, όπως τέθηκε για την Γερμανία το όριο του 5%. Αξίζει όμως να δούμε τι πλήρωνε η Ελλάδα για να καταλάβουμε όχι μόνο γιατί, αλλά και χάρη ποιών χρεοκοπήσαμε. (Τα μεγέθη προέρχονται από κρατικούς προϋπολογισμούς και εκθέσεις του διοικητή της Τράπεζας Ελλάδας). Το 2007 οι εξαγωγές μας ήταν 17,44 δισ. ευρώ και για την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους (για τόκους και χρεολύσια δηλαδή μαζί) πληρώσαμε 31,92 δισ. ευρώ, άρα χρέος προς εξαγωγές 183%! Το 2008 ο ίδιος λόγος αυξήθηκε στο 189% (37,45 / 19,81 δισ.), το 2009 η σχέση εξυπηρέτησης χρέους προς εξαγωγές εκτινάχθηκε στο 270% (41,46/15,31 δισ.), το 2010 μειώθηκε στο 193% (33/17,08 δισ.) και το 2011 αυξάνεται πάλι στο 223% (45,23/20,23 δισ.). Τα ποσά που πλήρωνε και πληρώνει η Ελλάδα (υπολογίζοντάς τα ως λόγο εξυπηρέτηση χρέους προς εξαγωγές) ήταν εξωφρενικά όχι μόνο σε σχέση με ότι πλήρωνε η Γερμανία αλλά και άλλες χώρες που έχουν βρεθεί σε παρόμοια θέση. Για παράδειγμα στην Αργεντινή ο ίδιος λόγος το 2000 ήταν 71%, στη Βραζιλία 91% και στην Ινδονησία, που είχε επίσης βρεθεί στη δίνη κρίσης, ήταν μόλις 25%.

Αξίζει όμως σε αυτό το σημείο να κάνουμε ένα υποθετικό σενάριο: Τι θα είχε συμβεί στα ελληνικά δημόσια οικονομικά αν μόνο μια χρονιά είχαμε την τύχη της Γερμανίας και την προνομιακή θέση να βρίσκεται στο τιμόνι της οικονομίας ένας άνθρωπος τόσων βαθιών και διεθνώς αναγνωρισμένων δημοκρατικών πεποιθήσεων όπως ο Χέρμαν Γιόζεφ Αμπς… Αν για παράδειγμα το 2007 πληρώναμε για την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους όχι 183% των εξαγωγών μας αλλά ό,τι προέβλεπε η Συμφωνία του Λονδίνου: 5%! Τότε για την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους δεν θα πληρώναμε όχι 31,92 δισ. ευρώ αλλά μόνο 870 εκ. Οπότε η διαφορά, των 31,04 δισ. ευρώ, θα έμενε στα δημόσια ταμεία και το πρωτογενές έλλειμμα εκείνης της χρονιάς, ύψους 721 εκ. ευρώ θα μετατρεπόταν σε πλεόνασμα ύψους 30,33 δισ. ευρώ. Ακόμη κι αν για μια μόνο χρονιά συνέβαινε αυτό, χωρίς να τοκίζονται φυσικά τα καθυστερούμενα, μπορούμε να φανταστούμε τι ευεργετικές επιδράσεις θα είχε στην πορεία της οικονομίας!

Με βάση τα παραπάνω φαίνεται πόσο προνομιακή ήταν η Συμφωνία του Λονδίνου για την Γερμανία, αντίθετα με ό,τι συμβαίνει για την Ελλάδα. Περαιτέρω, η Γερμανία δεν έχει κανένα δικαίωμα να απαιτεί από την Ελλάδα να τιμήσει τις δανειακές της υποχρεώσεις λόγω του ότι η ίδια μονομερώς παραιτήθηκε ακόμη κι αυτών των ελάχιστων υποχρεώσεων που ανέλαβε με αποτέλεσμα απέναντι στην χώρα μας, με βάση δηλώσεις του γάλλου οικονομολόγου και σύμβουλου της γαλλικής κυβέρνησης, Ζακ Ντελπλά, να οφείλει 575 δισ. ευρώ. Μέρος μάλιστα αυτών των υποχρεώσεων, και συγκεκριμένα το λεγόμενο αναγκαστικό κατοχικό δάνειο, είχε αναγνωριστεί από τον Χίτλερ. Με άλλα λόγια η σημερινή Γερμανία αρνείται αυθαίρετα να τιμήσει υποχρεώσεις που είχε αναγνωρίσει ακόμη και το Τρίτο Ράιχ. Το ποσό αυτό όπως δήλωσε πρόσφατα στην αυστριακή εφημερίδα Der Standart ο καθηγητής Νεότερης Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, Χάγκεν Φλάισερ, σε σημερινές τιμές είναι 6-7 δισ. ευρώ, χωρίς τους τόκους, που αν τους συνυπολογίσουμε τότε το ποσό γίνεται αστρονομικό.

Αξίζει να αναφέρουμε πως με βάση το Εθνικό Συμβούλιο Διεκδίκησης των Οφειλών της Γερμανίας προς την Ελλάδα το σύνολο των υποχρεώσεων της Γερμανίας (από την αποζημίωση που εκδίκασε η Διάσκεψη του Παρισιού το 1946 για την αποκατάσταση των ζημιών, το κατοχικό δάνειο και τις αποζημιώσεις των θυμάτων της κατοχής) πλησιάζουν το 1 τρισ. ευρώ. Αν η Γερμανία εκμεταλλευόμενη την δύναμη της δεν τα αναγνωρίζει γιατί τότε κι εμείς να συνεχίσουμε να εξυπηρετούμε τα δημόσιο χρέος μας και να μην το κάνουμε όπως η Γερμανία;

Για τη συγγραφή του παρόντος αξιοποιήθηκαν μεταξύ άλλων οι ακόλουθες πηγές:

Τζον Μέιναρντ Κέινς (2009 [1919]), Οι οικονομικές συνέπειες της ειρήνης, εκδ. Παπαζήση. 

Brenner Robert (2006), The Economics of Global Turbulence, Verso. 

Kaiser Jurgen, 1953-2003 On the fiftieth Anniversary of the London Debt Agreement, Debts are not Destiny, www.erlassjahr.de

Eric Toussaint (2006), The World Bank a Critical primer, Pluto Press.

Αρέσει σε %d bloggers: