Νομισματικός πόλεμος: Κίνα και Ιαπωνία σε …σώμα ένα (Επίκαιρα, 5-11/1/2012)

Σοκ και δέος προκάλεσε η ανακοίνωση του ιάπωνα πρωθυπουργού Γιοσιχίκο Νόντα αμέσως μετά τη συνάντησή του με τον κινέζο ομόλογό του, Γουέν Γιαμπάο, ότι οι δύο χώρες παύουν στο εξής στις διμερείς εμπορικές τους ανταλλαγές να χρησιμοποιούν το δολάριο και όλες οι συναλλαγές θα γίνονται με τη βοήθεια των εθνικών νομισμάτων τους. Μέχρι τώρα κάθε συναλλαγή μεταξύ εταιρειών των δύο χωρών περιελάμβανε την αγορά δολαρίων με την οποία γινόταν η πληρωμή, προσθέτοντας όπως είναι ευνόητο σημαντικό κόστος για τους συναλλασσόμενους, ενώ για τις ΗΠΑ, αντίθετα, απρόσμενα κέρδη τόσο οικονομικά όσο και γεωπολιτικά. Ο εξοβελισμός του δολαρίου από τις εμπορικές συναλλαγές μεταξύ Κίνας και Ιαπωνίας δεν ήταν και η μοναδική ανακοίνωση που σημάδεψε την επίσκεψη του ιάπωνα πρωθυπουργού στο Πεκίνο. Οι δύο ηγέτες ταυτόχρονα ανακοίνωσαν και άλλα μέτρα που από κοινού συγκλίνουν στην στενότερη οικονομική συνεργασία των δύο οικονομικών γιγάντων της Ασίας. Έγινε γνωστό για παράδειγμα ότι η Ιαπωνική Τράπεζα για τη Διεθνή Συνεργασία θα εκδώσει στην Κίνα ομόλογα σε γιουάν, κίνηση χωρίς προηγούμενο καθώς σε καμία άλλη κυβέρνηση δεν έχει δώσει το Πεκίνο το δικαίωμα να εκμεταλλευτεί την εγχώρια αγορά κεφαλαίων. Ακόμη ανακοινώθηκε, μεταξύ άλλων, ότι το Τόκιο θα αγοράσει κρατικά ομόλογα της Κίνας. Πρόκειται για μια σειρά από καλά στοχευμένες κινήσεις που ως ζητούμενο έχουν να αυξήσουν το βαθμό ολοκλήρωσης των δύο οικονομιών καθώς οι ίδιες οι κυβερνήσεις με αυτό τον τρόπο υποκινούν τον ιδιωτικό τομέα να προβεί σε αντίστοιχες συνεργασίες.

Η συγκεκριμένη εξέλιξη λύνει ένα κρίσιμο ερώτημα που ταλανίζει όχι μόνο τους οικονομικούς παράγοντες αλλά και τις πολιτικές ελίτ του δυτικού κόσμου: Κατά πόσο η κινέζικη ηγεσία ιεραρχεί την οικονομική διείσδυση στην ευρω-αμερικανική αγορά ή, αντίθετα, δίνει προτεραιότητα στην επικράτησή της στην Ασία. Οι πρωτοβουλίες που ανακοινώθηκαν από το Πεκίνο δίνουν μια κατηγορηματική απάντηση: Το Πεκίνο ακολουθεί μια πολιτική που στηρίζεται σε γερά θεμέλια, επιλέγοντας πρώτα να εξαντλήσει τα περιθώρια και τις ανεκμετάλλευτες δυνατότητες που παρέχει η ίδια η Ασία και σε δεύτερο χρόνο θα εισβάλει οικονομικά στις αγορές των ΗΠΑ και της ΕΕ.

Προφανώς, η συγκεκριμένη ιεράρχηση δεν αποκλείει την πρόσφατη απόφαση του Πεκίνου να δώσει 3,5 δις. δολάρια για να αγοράσει την ενεργειακή εταιρεία της Πορτογαλίας που έβγαλε στο σφυρί η κυβέρνηση του Πάσος Κοέλιο. Επίσης είναι συμβατή με την πρόθεσή του να δανειοδοτήσει το ΔΝΤ ώστε ο μισητός οργανισμός να έχει την απαραίτητη επάρκεια κεφαλαίων αν τυχόν και χρειαστεί να στηρίξει την Ιταλία και την Ισπανία σε περίπτωση που αποκλειστούν από τις αγορές ομολόγων. Εξηγεί όμως πολύ καλά γιατί οι χρόνιες προσδοκίες ειδικά των Ευρωπαίων να επωφεληθούν από τα μυθικά συναλλαγματικά αποθέματα του Πεκίνου ύψους 3,2 τρις. δολ. σταθερά αποτυγχάνουν, κι αυτό παρότι η ΕΕ αποτελεί τη νούμερο ένα εξαγωγική αγορά της Κίνας. Οι άμεσες ξένες επενδύσεις της Κίνας αντίθετα στην ΕΕ είναι εντελώς αναντίστοιχες. Με βάση κινέζικους υπολογισμούς ανήλθαν σε 12 δις. δολάρια και με βάση ευρωπαϊκούς ήταν ακόμη μικρότερες, μόλις 8 δις. δολάρια, ποσά που αντιστοιχούν στο εντυπωσιακά χαμηλό ποσοστό του 0,2% του συνόλου των άμεσων ξένων επενδύσεων στη γηραιά ήπειρο.

Η στενότερη οικονομική συνεργασία Ιαπωνίας και Κίνας

απαντά στην προσπάθεια των ΗΠΑ να διεισδύσουν στην Ασία 

Η πραγματικότητα βέβαια είναι πως η Κίνα δεν γυρίζει την πλάτη της στην Ευρώπη από δική της και μόνο επιλογή, ιεραρχώντας την Ασία (αλλά και την Αφρική!). Σημαντικό μέρος ευθύνης σε αυτή την απόφαση έχουν και οι περιορισμοί που έχει θέσει η ίδια η ΕΕ, οι οποίοι κατά μεγάλο μέρος είναι επιβεβλημένοι με κοινωνικά κριτήρια, αποτελώντας για παράδειγμα το τίμημα που πληρώνει η Κίνα για την ανυπαρξία εργατικής νομοθεσίας και τις παραβιάσεις των πιο στοιχειωδών πολιτικών ελευθεριών. Τα περιοριστικά αυτά μέτρα πρόκειται σύντομα να αρθούν στο πλαίσιο σχετικών διαπραγματεύσεων που διεξάγονται μεταξύ Βρυξελλών και Πεκίνου κι ως απόρροια του έρωτα που νιώθει η ΕΕ με το όχι και τόσο κρυφό μυστικό της κινέζικης επιτυχίας.

Η απόφαση ωστόσο της Ιαπωνίας και της Κίνας να συσφίξουν τις οικονομικές σχέσεις τους, παραμερίζοντας με ασυνήθιστη αποφασιστικότητα χρόνιες αντιθέσεις, συνιστά επίσης μια επιθετική απάντηση στην προσπάθεια των ΗΠΑ να διεισδύσουν στην ανατολική Ασία και την Άπω Ανατολή. Η επίμονη προσπάθεια ειδικότερα της Ουάσινγκτον να κρατάει ανοιχτό το μέτωπο του 38ου παράλληλου που χωρίζει τη Βόρεια από τη Νότια Κορέα ισοδυναμεί με ωρολογιακή βόμβα για την περιοχή και πολύ περισσότερο για την ικανότητα της Ιαπωνίας και της Κίνας να ελέγχουν τα του οίκους τους. Ο εξοβελισμός επομένως του δολαρίου από τις μεταξύ τους οικονομικές συναλλαγές θα μπορούσε να συνοδεύεται από τις δύο ασιατικές πολιτικές ηγεσίες και από την ευχή να είναι μόνο η αρχή για να χαρακτηριστεί όλη η περιοχή του Ειρηνικού ως απαγορευμένη ζώνη για την Ουάσινγκτον.

Εξοβελισμός του δολαρίου

Το σχέδιο επομένως υποκατάστασης του δολαρίου από το γουάν και το γιεν συνιστά μια επιθετική κίνηση των δύο χωρών. Δεν είναι όμως μόνο αυτή η πραγματικότητα όσο κι αν υποστηρίζεται από πλήθος ενδείξεων που υπογραμμίζουν την οικονομική ευρωστία των δύο χωρών, όπως για παράδειγμα η απόφαση της Ιαπωνίας να ξεκινήσει τις εξαγωγές όπλων, τερματίζοντας μια απαγόρευση που ίσχυε από το τέλος του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, ή η απόφαση της Κίνας να αναπτύξει στην επόμενη πενταετία ένα φιλόδοξο διαστημικό πρόγραμμα που θα περιλαμβάνει ακόμη και επανδρωμένες αποστολές στο διάστημα και επίσης την ανάπτυξη ενός δικού της συστήματος γεωγραφικού προσδιορισμού (GPS). Υπάρχει ταυτόχρονα και η άλλη όψη. Για την ακρίβεια, πλήθος από ανησυχητικά σημάδια τόσο για την Κίνα όσο και για την Ιαπωνία ότι εισέρχονται σε μια περίοδο μειωμένων προσδοκιών και οικονομικής συρρίκνωσης. Στη χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου για παράδειγμα το εμπορικό έλλειμμα το Νοέμβρη του 2011 έφθασε σε επίπεδα ρεκόρ από το 1979 που ξεκίνησαν να δημοσιεύονται σχετικά στοιχεία ως αποτέλεσμα τριών αιτιών: της πτώσης των εξαγωγών (λόγω της ύφεσης στην Ευρώπη και σε άλλες χώρες), της ανόδου των εισαγωγών (και ειδικότερα καυσίμων λόγω της καταστροφής στο πυρηνικό εργοστάσιο της Φουκουσίμα τον Μάρτιο του 2011) και της ανατίμησης του εθνικού τους νομίσματος, του γιεν (που κάνει ακριβότερες τις εξαγωγές και φθηνότερες τις εισαγωγές). Σε αυτό το πλαίσιο η κεντρική τράπεζα της Ιαπωνίας ανακοίνωσε την επιδείνωση των οικονομικών επιδόσεων της τρίτης μεγαλύτερης οικονομίας του πλανήτη.

Για την Κίνα οι προοπτικές είναι πολύ χειρότερες, σε πλήρη αντίθεση με τις μεγαλεπήβολες προοπτικές που διατυπώνονταν έναν χρόνο πριν όταν η οικονομία της «έτρεχε» με ρυθμό 9% ετησίως. Οι προβλέψεις είναι τόσο δυσοίωνες ώστε το ερώτημα εστιάζεται στο κατά πόσο η «προσγείωση» θα είναι ομαλή ή απότομη κι όχι αν θα υπάρξει «προσγείωση». Σε αυτό το συμπέρασμα συνηγορεί η επιβράδυνση των ρυθμών μεγέθυνσης, η πτώση της παραγωγής σε κρίσιμους κλάδους όπως ο χάλυβας, η μείωση των εξαγωγών, η φούσκα στην αγορά ακινήτων, η κρίση χρέους που παρατηρείται στην περιφερειακή και τοπική διακυβέρνηση, οι κλυδωνισμοί που δέχονται οι τράπεζες της, σειρά σκανδάλων απάτης με επίκεντρο πολυεθνικές της που δημιουργούν αμφιβολίες για την πραγματική ευρωστία τους κ.α.

Κατ’ άλλους όμως η αδιαμφισβήτητη κόπωση που εμφανίζει η Κίνα αποτελεί συνάρτηση της εξάντλησης ενός μοντέλου οικονομικής ανάπτυξης και προσέλκυσης επενδύσεων που στηρίχθηκε στην βάρβαρη εκμετάλλευση της ανθρώπινης εργασίας που ως συνδικαλιστική έκφραση είχε ένα σώμα τεχνοκρατών διορισμένων από την κυβέρνηση. Ανέφερε για παράδειγμα στέλεχος της τράπεζας Barclays στους Financial Times της προηγούμενης Πέμπτης 29 Δεκεμβρίου: «Το αποκαλούμενο μοντέλο της φθηνής εργασίας έχει δημιουργήσει πολλά προβλήματα και δεν δουλεύει πλέον άλλο. Η ψυχολογία των εργατών έχει αλλάξει σημαντικά», δήλωνε ο τραπεζίτης στο ρεπορτάζ της βρετανικής εφημερίδας με αφορμή μια μεγάλη απεργία στο κινέζικο εργοστάσιο της κορεάτικης εταιρείας παραγωγής προϊόντων υψηλής τεχνολογίας LG, όπου συμμετείχαν 8.000 εργάτες. «Πέντε ή δέκα χρόνια πριν αυτά τα άτομα ένιωθαν απλώς τυχερά να βρουν μια δουλειά γιατί υπήρχε υπερπροσφορά εργασίας. Τώρα όμως συμβαίνει το αντίθετο. Υπάρχει έλλειψη εργατικών χρειών, έτσι οι εργάτες έχουν μεγαλύτερη διαπραγματευτική δύναμη»!

Η επίδειξη δύναμης στο εξωτερικό έρχεται επομένως, κατά ένα τουλάχιστον μέρος, να καλύψει τα ρήγματα που δημιουργούν οι κοινωνικές εντάσεις και η οικονομική κρίση στο εσωτερικό.

Σε σταυροδρόμι η Βραζιλία (Επίκαιρα, 13-19/1/2010)

Δεν μπορούσαν να υπάρχουν καλύτεροι όροι για την αλλαγή προεδρικής σκυτάλης που πραγματοποιήθηκε στη Βραζιλία με την είσοδο του καινούργιου χρόνου. Ο απερχόμενος πρόεδρος, Λουίς Ιγκνάσιο Λούλα ντα Σίλβα, εγκατέλειψε την προεδρία μετά από δύο θητείες κι έχοντας καταφέρει το αδύνατο: να αποχωρήσει με τη δημοτικότητά του να φτάνει το 87%! Ποσοστό αποδοχής που απολαμβάνουν σπανίως ακόμη και νεοκλεγμένοι πρόεδροι που βρίσκονται στην αρχή της θητείας τους.

Η αποθέωση που γνωρίζει ο Λούλα μόνο τυχαία δεν είναι. Αποτελώντας την πιο φιλική προς το διεθνές σύστημα και τις ΗΠΑ, χωρίς ωστόσο να γίνεται υποτελής, εκδοχή της Αριστεράς που κυριάρχησε στην Λατινική Αμερική την προηγούμενη δεκαετία (σε τέτοιο βαθμό ώστε να συγκροτήσει έναν ανταγωνιστικό πόλο απέναντι στο παράδειγμα των Τσάβες και Κάστρο) πέτυχε να συνδυάσει τόσο την καταπολέμηση της φτώχειας όσο και την αναβάθμιση της θέσης της χώρας του στη διεθνή σκηνή. Υπολογίζεται ότι κατά τη διάρκεια της θητείας του τουλάχιστον 21 εκ. πολίτες της Βραζιλίας (από τα 191 εκ. συνολικά) εξήλθαν από την απόλυτη φτώχεια και 30 εκ. ακόμη εντάχθηκαν στα μεσαία στρώματα. Ποτέ άλλοτε τις τελευταίες δεκαετίες δεν επιτεύχθηκε τόσο ουσιαστική κοινωνική πρόοδος σε άλλη χώρα της Λατινικής Αμερικής.

Τα γενναιόδωρα κοινωνικά προγράμματα υλοποιήθηκαν σε ένα πλαίσιο συνεχούς αύξησης του παραγόμενου κοινωνικού πλούτου. Με βάση συντηρητικές μάλιστα εκτιμήσεις, υπολογίζεται πως το ΑΕΠ της Βραζιλίας (που πλέον είναι η όγδοη μεγαλύτερη οικονομία παγκοσμίως) φέτος θα αυξηθεί κατά 5%, όταν στον περισσότερο κόσμο οι ρυθμοί είναι πολύ χαμηλότεροι. Στις προεκλογικές του μάλιστα ομιλίες ο Λούλα δεν έκρυβε την ικανοποίησή του για την πλήρη αντιστροφή των όρων, δεδομένου ότι μόλις πριν δέκα χρόνια η Βραζιλία συγκαταλεγόταν στους μόνιμους πελάτες του ΔΝΤ, ενώ τώρα ανήκει στις χώρες που το προμηθεύουν με κεφάλαια (για να συνεχίσει να εφαρμόζει την ίδια καταστροφική πολιτική σε άλλες περιοχές του κόσμου). Στην ιστορία έτσι θα περάσει η έκπληξη και η χαιρεκακία που εξέφραζε σε μια δημόσια ομιλία του όταν δήλωνε «τελειώνω τη θητεία μου βλέποντας τις ΗΠΑ σε κρίση, βλέποντας την ΕΕ σε κρίση, βλέποντας την Ιαπωνία σε κρίση, όλους αυτούς που κάποτε τα ήξεραν όλα!»

Ενδεικτικό κι επίσης εντυπωσιακό στοιχείο για την πρόοδο που έχε συντελεστεί στην Βραζιλία τα τελευταία χρόνια αποτελεί η επιστημονική της παραγωγή, όπως την παρουσίαζε με εγκωμιαστικό τρόπο το τελευταίο τεύχος του βρετανικού Economist. Μισό εκ. πτυχιούχοι και 10.000 διδάκτορες ετησίως (δέκα φορές περισσότεροι σε σχέση με μια δεκαετία πριν), ένα μερίδιο στις παγκόσμιες επιστημονικές ανακοινώσεις που από 1,7% το 2002 έφθασε το 2,7% στο 2008 και ένα ποσοστό της τάξης του 1% του ΑΕΠ να δαπανάται σταθερά στην έρευνα, εγγυώνται ότι η Βραζιλία δεν είναι πια μόνο η χώρα του καρναβαλιού και της σάμπας.

Η αδιαμφισβήτητη οικονομική άνθηση της Βραζιλίας, που όχι μόνο επέτρεψε την αναδιανομή αλλά επιπλέον στηρίχθηκε επάνω της – βεβαιώνοντας έτσι ποιος είναι ο πιο σύντομος δρόμος για την ανάπτυξη της οικονομίας – δεν κρύβει ωστόσο τις πολύ κρίσιμες επιλογές που έχει μπροστά της η Ντίλμα Ρουσέφ. Η νέα πρόεδρος της Βραζιλίας δεν μοιράζεται πολλά κοινά με τον 64χρονο προκάτοχο και μέντορά της, όσο κι αν είχε την ολόθυμη στήριξη του Λούλα από την εποχή που την όρισε νούμερο 2 στην κυβέρνηση μέχρι πέρυσι που της έδωσε το χρίσμα για την προεδρία εκ μέρους του Εργατικού Κόμματος λόγω της συνταγματικής απαγόρευσης που δεν του επέτρεπε να διεκδικήσει την προεδρία για τρίτη συνεχή φορά. Χαρισματικός, ευσυγκίνητος και επικοινωνιακός ο Λούλα, φεύγει από την προεδρία με το προσωνύμιο «πρόεδρος λάστιχο» λόγω των ισορροπιών που κράταγε και των συμβιβασμών που έκανε για να ψηφίζονται οι διάφοροι νόμοι. Η 62χρονη διάδοχός του, όσο κι αν μοιράζεται την ίδια πολιτική παράδοση μαζί του καθώς κι αυτή ανήκε σε οργάνωση της άκρας Αριστεράς με αποτέλεσμα να συλληφθεί, να βασανιστεί σκληρά και να φυλακιστεί στα χρόνια της χούντας, πολύ συχνά περιγράφεται ως «γκρίζο κουστούμι», ακόμη και «σιδηρά κυρία»!

Η ίδια κατά την ομιλία της τόσο στις 31 Οκτώβρη, με αφορμή τον εκλογικό της θρίαμβο, όσο και την 1η Ιανουαρίου κατά την ανάληψη των καθηκόντων της τόνισε ότι θα συνεχίσει την μάχη για την εξάλειψη της φτώχειας. Κι η δουλειά που την περιμένει είναι αρκετή, αν λάβουμε υπ’ όψη μας ότι παρά την πρόοδο που έχει συντελεστεί 18 εκ. άτομα ακόμη παραμένουν βυθισμένα στη φτώχεια.

Η μεγαλύτερη πρόκληση που έχει μπροστά της αφορά την οικονομική πολιτική που θα ακολουθήσει. Το πώς ειδικότερα θα χειριστεί μια αντιφατική και δυσεπίλυτη κατάσταση που έχει διαμορφωθεί και ορίζεται από ένα υπερτιμημένο νόμισμα, που κατά τη διάρκεια της θητείας του Λούλα διπλασίασε την αξία του έναντι του δολαρίου, από υψηλά επιτόκια της τάξης του 5%, που κυμαίνονται σε πολύ ανώτερα επίπεδα σε σχέση με όλον το υπόλοιπο κόσμο και εσχάτως από μια πλημμυρίδα ρευστού που απειλεί να εκτροχιάσει την οικονομία, ανατιμώντας περαιτέρω το εθνικό της νόμισμα, μειώνοντας τις εξαγωγές και συρρικνώνοντας την εγχώρια παραγωγή με δυσμενείς συνέπειες για την απασχόληση.

Το «ζεστό χρήμα» που κατακλύζει όχι μόνο την Βραζιλία, αλλά όλες τις αναπτυσσόμενες, περιφερειακές χώρες ήταν η παράπλευρη συνέπεια των μέτρων «ποσοτικής διευκόλυνσης» που εφάρμοσε η αμερικανική κεντρική τράπεζα για να στηρίξει το δολάριο και την αμερικανική οικονομία. Στον υπουργό Οικονομικών της Βραζιλίας Γκουίντο Μαντέγκα άλλωστε, που παρέμεινε στη θέση του μετά την αλλαγή της κυβέρνησης την 1η Ιανουαρίου, οφείλεται και ο όρος «νομισματικός πόλεμος» που εισήχθη στο πολιτικό λεξιλόγιο τον Σεπτέμβρη, για να περιγράψει τις ανταγωνιστικές νομισματικές πολιτικές που ακολουθούνται με ευθύνη πρώτα και κύρια των ΗΠΑ.

Απέναντι σε αυτή την αθρόα εισροή βραχυπρόθεσμων, κερδοσκοπικών κεφαλαίων, η Βραζιλία αντέδρασε ζητώντας από τις εμπορικές τράπεζες να τηρούν αυξημένα αποθεματικά για πράξεις που σχετίζονται με συνάλλαγμα. Στην πράξη επιστράτευσε τη νομισματική πολιτική και επέβαλε μέτρα ελέγχου των κεφαλαιακών ροών, προκειμένου να προστατεύσει την εγχώρια παραγωγή και φυσικά την σταθερότητα της ίδιας της οικονομίας. Η πολιτική αυτή, που περιττό να πούμε ότι συνάντησε την συγκαλυμμένη αν και δημόσια δυσφορία του ΔΝΤ, υποστηρίχθηκε επίσημα από τη νέα πρόεδρο της Βραζιλίας. Μάλιστα, ανάλογα μέτρα έλαβε και η γειτονική Χιλή που ανακοίνωσε την προηγούμενη εβδομάδα ότι θα διαθέσει 12 δισ. δολ. από τα συναλλαγματικά της αποθέματα για να μειώσει την συναλλαγματική ισοτιμία του εθνικού νομίσματός της, του πέσο, και να στηρίξει έτσι την εγχώρια παραγωγή και τους εξαγωγείς της. Το παράδειγμα της Χιλής (όπως υπογραμμίζεται από τον υπουργό Οικονομικών της να δηλώνει δημόσια «στηρίζουμε τους παραγωγούς της χώρας, τους εξαγωγείς μας στη γεωργία και τους βιομηχανικούς τομείς που εξαρτώνται από τις συναλλαγματικές ισοτιμίες») βεβαιώνει ότι η ανεξάρτητη, προσδιορισμένη με βάση τις ανάγκες της χώρας, νομισματική πολιτική δεν αρμόζει μόνο σε υπερδυνάμεις τύπου Βραζιλίας. Αλλά αντίθετα και μικρές χώρες όπως η Χιλή, έχοντας τον έλεγχο της νομισματικής τους πολιτικής διασφαλίζουν και δεν υπονομεύουν τη θέση τους στον διεθνή ανταγωνισμό…

Η νέα πρόεδρος της Βραζιλίας, Ντίλμα Ρουσέφ, παρότι κατέστησε σαφές ότι θα συνεχίσει να εφαρμόζει τις πολιτικές ελέγχου των κεφαλαιακών ροών που εγκαινίασε ο προκάτοχός της, μένει να αποδειχθεί αν προτίθεται να στηρίζει εξ ίσου αποφασιστικά και το λαϊκό εισόδημα. Κι αυτό γιατί οι πιέσεις που ασκούνται, η αρθρογραφία που βλέπει το φως της δημοσιότητας και οι εισηγήσεις που δέχεται για να μειώσει τις κοινωνικές δαπάνες και να κρατήσει καθηλωμένους τους βασικούς μισθούς και τα ημερομίσθια είναι πολύ επίμονες, αυξάνοντας την αγωνία για την πολιτική που θα επιλέξει. Τους επόμενους μήνες μένει να δούμε αν η Ρουσέφ θα ακολουθήσει τα χνάρια του προκατόχου της ή θα επιβεβαιώσει τις φήμες που τη θέλουν «σιδηρά κυρία».

Το Βερολίνο οξύνει την κρίση στην ΕΕ (Πριν, 24 Δεκέμβρη 0210)

Γερμανία: «Γιατί μας μισούν;»

ΟΡΓΗ ΚΑΤΑ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ

Πριν εννιά χρόνια ακριβώς ήταν οι Αμερικάνοι που αναρωτιόνταν «γιατί μας μισούν», υποκρινόμενοι ότι δεν ξέρουν τίποτε. Τώρα με το ίδιο ακριβώς ύφος είναι η Γερμανία που απορεί και εξίσταται. Το ερώτημα μάλιστα τέθηκε ορθά κοφτά, με μια ασυνήθιστη ωμότητα ακόμη και για τους Γερμανούς, στο περιοδικό Σπίγκελ την προηγούμενη εβδομάδα. Συγκεκριμένα την Δευτέρα, όταν είχαν ήδη γίνει γνωστά τα αποτελέσματα της διήμερης συνόδου κορυφής της ΕΕ στις Βρυξέλλες, με τα οποία θα ασχοληθούμε παρακάτω. Το γερμανικό περιοδικό κατέγραφε τις αντιδράσεις από την μια γωνιά της Ευρώπης ως την άλλη, επιλέγοντας καθόλου τυχαία στην Ελλάδα να αφιερώσει μόνο λίγες λέξεις. Όσες για την ακρίβεια απαιτούνται να περιγραφεί στην γλώσσα τους το κάψιμο της γερμανικής σημαίας… Δεν είναι όμως μόνο η Ελλάδα. Η ίδια εχθρότητα απέναντι στο Τέταρτο Ράιχ διαπιστώνεται στην Ισπανία, την Ιταλία και όλες τις άλλες χώρες που δοκιμάστηκαν από την κρίση του ευρώ. Με σκεπτικισμό δε αντιμετωπίζεται από το Βερολίνο και ο όψιμος φιλο-γερμανισμός της Γαλλίας στο βαθμό που ο ζήλος του Σαρκοζύ να προσυπογράφει κάθε απόφαση της Γερμανίας δεν γίνεται εύκολα δεκτός στο εσωτερικό της χώρας του, καθώς δε θεωρείται καθόλου επωφελής για τα συμφέροντα της Γαλλίας. «Αν μιλούσαμε για γερμανο-γαλλικό δίδυμο ποδήλατο είναι περισσότερο από εμφανές ότι οι Γερμανοί κρατούν το τιμόνι και οι Γάλλοι κάνουν το πετάλι», έγραφε πολύ χαρακτηριστικά το πολιτικό περιοδικό Μαριάν, λοιδορώντας την εικόνα μιας ισότιμης γαλλογερμανικής συμμαχίας που προβάλλει ο Σαρκοζύ όταν για παράδειγμα μιλάει για «ευρωπαϊκό G2». Η καθολική αμφισβήτηση του ρόλου της Γερμανίας έχει γίνει αντιληπτή ακόμη και στον στενό πυρήνα του κράτους όπως μαρτυρά έκθεση του γερμανικού υπουργείου Εξωτερικών, που χρονολογείται μάλιστα από τον Ιούλη του 2009, στην οποία αναφέρεται ότι «για μια ακόμη φορά η εικόνα της Γερμανίας έχει επιδεινωθεί σοβαρά σε ορισμένα κράτη – μέλη της ΕΕ, ως αποτέλεσμα των θέσεών της για την υπέρβαση της κρίσης του ευρώ». Αυτό που κατά βάθος συνέβη τον τελευταίο χρόνο ότι έπεσαν οι μάσκες. Η Γερμανία δεν βρίσκεται στην δεκαετία του ’50, όταν έπρεπε να αποδείξει ότι δεν αποτελεί ένα κακοήθες μελάνωμα και μια διαρκή εστία κινδύνων για την ειρήνη στην Ευρώπη, λόγω των ιμπεριαλιστικών της σχεδίων. Η επέκταση του γερμανικού κεφαλαίου όλες αυτές τις δεκαετίες και οι αντιθέσεις που δημιούργησε, μεγαλώνοντας την απόσταση μεταξύ της Γερμανίας και όλων των υπόλοιπων χωρών, έχουν δημιουργήσει ξανά τις αντικειμενικές προϋποθέσεις ώστε το Βερολίνο να υποστηρίζει χωρίς συμβιβασμούς και υποχωρήσεις το ιδιοτελές κρατικό του συμφέρον, ερχόμενο σε ευθεία σύγκρουση με τους αποκαλούμενους συμμάχους του και επίσης διαψεύδοντας οικτρά τους λεγόμενους ευρωπαϊστές που εξακολουθούν να πιστεύουν ότι μπορεί να υπάρχει μια ενιαία Ευρώπη με την Ευρωπαϊκή Ένωση να αποτελεί σπίτι των λαών…

  • Έκλεισε τη συζήτηση για έκδοση ευρω-ομολόγου το Βερολίνο, αρνούμενο να επωμιστεί μέρος του κόστους δανεισμού των περιφερειακών χωρών. Στην τελευταία σύνοδο κορυφής της ΕΕ επίσης συμφωνήθηκε η τροποποίηση της Συμφωνίας της Λισσαβόνας, με τέτοιο τρόπο όμως ώστε να μην χρειαστεί νέο δημοψήφισμα, και η ενεργοποίηση της ρήτρας χρεοκοπίας στα ομόλογα. Πρόκειται για αποφάσεις που ρίχνουν λάδι στη φωτιά της κρίσης.
  • Έτος σταθμός θα είναι το 2011 για την ΕΕ καθώς αυξάνονται κατακόρυφα οι αβεβαιότητες

Οι αποφάσεις που λήφθηκαν στη σύνοδο κορυφής των 27 ευρωπαίων ηγετών στις 16-17 Δεκέμβρη αποτελούν αντιπροσωπευτικό παράδειγμα της αυξημένης γερμανικής επιθετικότητας. Το κλίμα είχε οξυνθεί πριν καν προσέλθουν στη σύνοδο οι 27 ηγέτες, με αφορμή την αντιπαράθεση για την έκδοση ευρω-ομολόγου, όταν η απόρριψη του αιτήματος από τη Γερμανία οδήγησε τον Καρλ Γιούνκερ πρόεδρο του συμβουλίου υπουργών Οικονομικών της ευρωζώνης να κατηγορήσει την Γερμανία για αντι-ευρωπαϊκή στάση. Κατηγορία αρκετά βαριά για το σαβουάρ βιβρ των Βρυξελλών χωρίς ωστόσο να κάνει το αφτί των Γερμανών να ιδρώσει. Το θέμα του ευρω-ομολόγου ωστόσο αξίζει μιας παρένθεσης. Το συγκεκριμένο αίτημα νομιμοποιείται ως ένας τρόπος για να επιστρέψει η Γερμανία μέρος των όσων έχει βίαια αν και νομότυπα αποσπάσει από τις περιφερειακές χώρες στο πλαίσιο της ετεροβαρούς σχέσης που διέπει όλες τις ανταλλαγές στο εσωτερικό της ευρωζώνης και της ΕΕ. Το ευρω-ομόλογο δηλαδή θα μπορούσε να έπαιζε τον ρόλο των Μεσογειακών Ολοκληρωμένων Προγραμμάτων ή των Κοινοτικών Πλαισίων Στήριξης τις δεκαετίες του ’80 ή του ’90: Ένα είδος αντισταθμιστικών οφειλών για τις μόνιμες και μη επιστρεπτές βλάβες που προκαλούν στον παραγωγικό ιστό, το εμπορικό ισοζύγιο, την απασχόληση και την μακροχρόνια υπόσταση του ελληνικού εν προκειμένω καπιταλισμού στον διεθνή καταμερισμό – όπως μόλις πέρυσι έγινε αντιληπτό, σε όλο του το μεγαλείο – ξέροντας σε κάθε περίπτωση ότι αυτές οι αποζημιώσεις δεν κάνουν τίποτε παραπάνω από το να απαλύνουν τον πόνο της ΕΕ. Αν κάτι δηλαδή προηγείται του αιτήματος έκδοσης ευρω-ομολόγου είναι μια παραδοχή ότι το Τέταρτο Ράιχ έχει την ηθική υποχρέωση να επωμιστεί βάρος από το κόστος δανεισμού των περιφερειακών χωρών λόγω του ότι έχει ευθύνη για την δραματική κατάσταση των δημόσιων οικονομικών τους, λόγω των βαθιά ανταγωνιστικών σχέσεων εκμετάλλευσης. Αυτό όμως που προκαλεί απορία είναι η διατύπωση του αιτήματος και μάλιστα με μαχητικό τρόπο, όταν η ΕΕ εκλαμβάνεται ως «το σπίτι των λαών», όταν δηλαδή καμία υποκείμενη άνιση σχέση δεν διαπιστώνεται μεταξύ της Γερμανίας και των χωρών της περιφέρειας που τώρα στενάζουν από τη δημοσιονομική κρίση. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο που έχει υιοθετηθεί αυτούσια η ιδεολογική ερμηνεία της Γερμανίας, σε ποια βάση στηρίζεται το αίτημα του ευρω-ομολόγου; Πως αντικρούεται όχι μόνο από τον εκπρόσωπο της ολιγαρχίας Γ. Στουρνάρα αλλά ακόμη και από εκπροσώπους του ΣΥΝ το αντεπιχείρημα της Γερμανίας που θέτει το ερώτημα, «γιατί να πληρώσουν οι γερμανοί φορολογούμενοι την δική σας κραιπάλη;». Προφανώς δεν απαντιέται, όσες ιδεολογικές ακροβασίες κι αν επιχειρηθούν, μένοντας έτσι σε ένα επίπεδο ρητορείας ή παράκλησης που δεν αμφισβητεί ούτε αποκαλύπτει τις βαθύτερες αντινομίες της ΕΕ. Περνώντας στις αποφάσεις των 27 ηγετών «εν συντομία στη σύνοδο κορυφής δεν λύθηκε τίποτε», για να μεταφέρουμε την διαπίστωση του γερμανικού περιοδικού Σπίγκελ. Αποφάσεις ωστόσο λήφθηκαν και αφορούσαν επτά θέματα. Αρχικά, την δημιουργία ενός νέου μηχανισμού διαχείρισης κρίσεων που θα αντικαταστήσει τον υπάρχον, ο οποίος δημιουργήθηκε τον Μάη του 2013. Στο πλαίσιο δημιουργίας του προβλέπεται το δικαίωμα βέτο μιας χώρας μέλους στις αποφάσεις του μηχανισμού, έτσι ώστε καμιά απόφαση να μην μπορεί να ληφθεί ερήμην της Γερμανίας. Τυχαία άραγε η Μέρκελ δήλωσε με τη λήξη των εργασιών πως «ήταν μια καλή μέρα για την Ευρώπη»; Επίσης, τρίτο, προβλέπεται η συμμετοχή ιδιωτών. Με άλλα λόγια πιστωτικά ιδρύματα και θεσμικοί επενδυτές θα επωμίζονται ένα εκ των προτέρων γνωστό μέρος του κόστους από ένα ενδεχόμενο «κούρεμα» των ομολόγων. Εξέλιξη που όχι μόνο θα εκτινάξει το κόστος δανεισμού των περιφερειακών χωρών, εξαλείφοντας το μοναδικό όφελος από την ένταξη στην ευρωζώνη, αλλά δημιουργώντας με αυτό τον τρόπο και νέους κινδύνους για τα κυριαρχικά δικαιώματα μιας χώρας από τη στιγμή που στο εξής θεσμοθετούνται και αναγνωρίζονται τα συμφέροντα των πιστωτών. Με την τέταρτη απόφαση που έλαβαν οι 27 ηγέτες της ΕΕ παραπέμπουν στην επόμενη σύνοδο κορυφής του Μαρτίου τις συγκεκριμένες αποφάσεις για τον καθορισμό του επακριβούς πλαισίου υπό το οποίο θα λειτουργεί ο νέος μηχανισμός. Πέμπτο, οι αποφάσεις μετά βεβαιότητας πλέον αν και συνιστούν μεταβολή της Συνθήκης της Λισσαβόνας δεν πρόκειται να τεθούν στην κρίση των ευρωπαίων πολιτών. Ο λόγος είναι προφανής: την τελευταία φορά που οι ευρωπαίοι ηγέτες τόλμησαν να απευθυνθούν στους λαούς τους πήρε δέκα χρόνια μέχρι να ενσωματώσουν την συνθήκη στην λειτουργία της ΕΕ λόγω των αρνητικών αποτελεσμάτων των δημοψηφισμάτων. Εύκολα φαντάζεται τώρα κανείς τι μαύρο θα έτρωγαν οι προτάσεις της Μέρκελ στην περίπτωση που έμπαιναν στην κρίση των Ελλήνων, των Ισπανών, των Πορτογάλων και των Ιρλανδών. Γι’ αυτό το λόγο κατέφυγαν στο συνταγματικό πραξικόπημα. Το έκτο μέτρο που αποφάσισαν οι ευρωπαίοι ηγέτες φορά την απόρριψη των επίμονων προτάσεων αύξησης του κεφαλαίου ύψους 440 δισ. ευρώ με το οποίο είναι προικισμένο το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας που ιδρύθηκε τον Μάη και έβδομο, την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας που από 5,76 δισ. ευρώ θα φτάσει τα 10,76 δισ. Πρόκειται για την πρώτη αύξηση που αποφασίζεται στα 12 χρόνια που κυκλοφορεί το ευρώ και θα καλυφθεί κυρίως από τα κέρδη της και κατά το υπόλοιπο μεγαλύτερο μέρος της από την κεντρική τράπεζα της Γερμανίας. Η αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της ΕΚΤ δεν υπάρχει αμφιβολία ότι επιβλήθηκε λόγω δύο αναγκών. Πρώτο, ως μια εκ των υστέρων εργασία επιδιόρθωσης των ζημιών που προκλήθηκαν τον προηγούμενο χρόνο και ειδικότερα της αγοράς κρατικών ομολόγων από την Ελλάδα, την Πορτογαλία και την Ιρλανδία ύψους 72 δισ. ευρώ. Κατά δεύτερο, αποτελεί το «ζέσταμα», την αναγκαία προετοιμασία για την υποδοχή των αναταράξεων που έρχονται το επόμενο δωδεκάμηνο, οι οποίες θα είναι σεισμικές. Υπολογίζεται ότι οι χώρες και οι τράπεζες της ευρωζώνης αναμένεται να αντλήσουν 2 τρισ. δολ. για να καλύψουν τις δανειακές τους ανάγκες τον επόμενο χρόνο. Μόνο τον Ιανουάριο, τα κράτη μέλη της ευρωζώνης αναμένεται να «βγουν στη γύρα» για 80 δισ. ευρώ, το διπλάσιο από το ποσό που φυσιολογικά ζητιέται κάθε τέτοιο μήνα, ίσο με το 10% των ετήσιων αναγκών τους. Το περιβάλλον δε υπό το οποίο καλούνται να λειτουργήσουν είναι από ασταθές μέχρι εχθρικό. Προς επίρρωση η προειδοποίηση της Moody’s ότι θα κόψει στους επόμενους τρεις μήνες την βαθμολογία της Πορτογαλίας κατά 1 ή 2 βαθμούς και επίσης της Ισπανίας λόγω του ότι έχει να δανειστεί τον επόμενο χρόνο (κρατηθείτε…) τουλάχιστον 300 δισ. ευρώ. Ακόμη η ίδια απειλή που διατυπώθηκε από την Fitch για την Ελλάδα κι η οποία μέχρι στιγμής έχει την χαμηλότερη αξιολόγηση στην ευρωζώνη (ΒΒΒ-) και τέλος η υποβάθμιση της Ιρλανδίας κατά 5 βαθμούς από την Moody’s, αφού πρώτα εντάχθηκε στο σφαγείο του «μηχανισμού διάσωσης». Ανησυχία ωστόσο προκαλεί το γεγονός ότι δεν είναι μόνο τα ομόλογα των περιφερειακών χωρών που δυσκολεύονται να βρουν αγοραστές. Το ίδιο συμβαίνει με τα ομόλογα των ΗΠΑ (με τις αποδόσεις των 10ετών τους να αγγίζουν ρεκόρ 6μηνου στο 3,5%) και της Γερμανίας (που έφθασαν το 3%, για πρώτη φορά από τον Μάη). Ανεξάρτητα από τις ερμηνείες που δίνονται γι’ αυτή την άνοδο η πραγματικότητα είναι ότι συντελείται στο έδαφος μιας πρωτόγνωρης έκρηξης του δημόσιου χρέους. «Οι κυβερνήσεις των πλούσιων κρατών του κόσμου είναι πολύ πιο υπερχρεωμένες σε σύγκριση με το πρόσφατο παρελθόν τους και με τις ταχέως αναπτυσσόμενες αναδυόμενες οικονομίες. Το μέσο όρο του δημόσιου χρέους των πλούσιων χωρών κυμαίνεται στο 70% του ΑΕΠ, κατά 50% υψηλότερο απ’ ότι ήταν το 2007 και 2 φορές υψηλότερο σε σχέση με το μέσο χρέος των αναδυόμενων οικονομιών. Αυτό δε συνέβη σε μια περίοδο που οι προοπτικές μεγέθυνσης των πλούσιων χωρών επιδεινώνονται», υπογραμμίζεται σε σημείωμα της σύνταξης του βρετανικού Εκόνομιστ στο τρέχον χριστουγεννιάτικο τεύχος. Το σημείωμα μάλιστα που έχει τίτλο «Παρατηρήστε το 2011, τη χρονιά των σοκ δημοσίου χρέους» κλείνει λέγοντας ότι «το 2011 θα είναι μάλλον ένας χρόνος περισσότερων και μεγαλύτερων σοκ δημοσίου χρέους». Το επίκεντρο των σεισμικών δονήσεων θα είναι για μια ακόμη χρονιά οι ιδιωτικές τράπεζες, καθώς ακόμη δεν έχει απαντηθεί το ερώτημα σχετικά με την πηγή από την οποία θα αντληθούν τα κεφάλαια που απαιτούνται για την εξυγίανσή τους. Η σύνοδος κορυφής της ΕΕ, όπου ανεξαρτήτως της ερώτησης η μόνιμη απάντηση είναι “περισσότερες δομικές μεταρρυθμίσεις και αυστηρότερη δημοσιονομική πειθαρχία”, δεν έλυσε το πρόβλημα. Πλάι δε στα παραπάνω προβλήματα (χρηματοδότηση δημόσιων αναγκών, εξυγίανση τραπεζών) ορθώνονται διαρκώς και άλλα. Ενδεικτικό είναι το πρόβλημα της χρηματοδότησης των δανειακών αναγκών των τραπεζών ύψους 500 δισ. δολαρίων τα οποία πρέπει να βρεθούν από τις αγορές, ενώ, σύμφωνα με τους Φαϊνάνσιαλ Τάιμς της προηγούμενης Δευτέρας «στρατηγικοί αναλυτές προειδοποιούν ότι μια νέα κρίση θα μπορούσε να ξεσπάσει τον επόμενο χρόνο λόγω αυτού του χρηματοδοτικού κενού».

 Το παράδειγμα της Ισλανδίας κι η «παγίδα του ευρώ»

ΡΕΑΛΙΣΤΙΚΕΣ ΛΥΣΕΙΣ Η ΠΑΥΣΗ ΠΛΗΡΩΜΩΝ ΚΑΙ Η ΕΞΟΔΟΣ ΑΠΟ ΤΟ ΕΥΡΩ

Ως απόρροια των παραπάνω φαίνεται ότι τα εξοντωτικά προγράμματα λιτότητας δεν έχουν απομακρύνει τον κίνδυνο εμβάθυνσης της κρίσης στην ΕΕ. Έχει συμβεί το ακριβώς αντίθετο. Η ανεπιφύλακτη υιοθέτηση της ανερχόμενης «συναίνεσης των Βρυξελλών» ή «συναίνεσης της Ουάσινγκτον v. 2», δηλαδή “σταθερότητα στις τιμές και τα δημόσια οικονομικά – ελαστικότητα στις εργασιακές σχέσεις”, έχει μετατρέψει το έδαφος της καπιταλιστικής οικονομίας σε κινούμενη άμμο και το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων σε κόλαση. Μπορούσε να γίνει διαφορετικά; «Η ανάρρωση της Ισλανδίας φαίνεται να προσφέρει δύο μεγάλα μαθήματα για την Ιρλανδία και τις άλλες προβληματικές χώρες της ευρωζώνης. Το πρώτο είναι πως το επιπλέον κόστος που καλείται να πληρώσει μια χώρα αν δεν συμπαρασταθεί στις τράπεζες της μπορεί να είναι εκπληκτικά μικρό. Ένα δεύτερο μάθημα είναι ότι τα οφέλη μιας μικρής χώρας από τη συμμετοχή της σε μια μεγάλη νομισματική ένωση δεν είναι όλα όσα υποτίθεται πως θα ήταν. Όταν πανικόβλητοι επενδυτές έφευγαν τρέχοντας από τις μικρές χώρες το φθινόπωρο του 2008, το ευρώ φαινόταν παράδεισος. Υπήρχε πολύ συζήτηση στην Ισλανδία για την επίσπευση της διαδικασίας ένταξης στην ΕΕ, τουλάχιστον στην ευρωζώνη. Δύο χρόνια μετά το ευρώ μοιάζει περισσότερο με παγίδα για τις χώρες που μάχονται να ανακτήσουν την ανταγωνιστικότητα των εξαγωγών τους. Η Ελλάδα και η Ιρλανδία έχουν χάσει την εμπιστοσύνη των αγορών, παρότι αμφότερες εκδίδουν ομόλογα σε ευρώ. Οι ψηφοφόροι της Ισλανδίας είναι πιο σκεπτικοί για τη συμμετοχή στην ΕΕ και το ευρώ». Τάδε έφη ο βρετανικός Εκόνομιστ σε άρθρο του για τη Ισλανδία στο τεύχος που προαναφέραμε, όπου από τους τίτλους ακόμη τονίζει: «Η Ισλανδία ήταν αυστηρή με τους πιστωτές και ευγενική με τον εαυτό της. Η Ιρλανδία μπορεί να εύχεται να είχε κάνει το ίδιο», συμπλήρωνε με νόημα… Και φυσικά όχι μόνο η Ισλανδία που βλέπει τώρα το ΑΕΠ της να αυξάνεται και τα επιτόκια δανεισμού της να πέφτουν παρασύροντας τον πληθωρισμό και την ανεργία. Το ίδιο θα μπορούσε να είχε κάνει και η Ελλάδα: Έξοδο από το ευρώ και παύση πληρωμών σε συνδυασμό με μια σειρά άλλων υποστηρικτικών μέτρων όπως η εθνικοποίηση τραπεζών και η επιβολή φραγμών στην κίνηση κεφαλαίων, ως αναγκαίων όρων για την ανάκαμψη της οικονομίας και την υλοποίηση αναδιανεμητικών πολιτικών προς όφελος των εργαζομένων.

ΔΙΕΘΝΗΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΣ

Νομισματικός πόλεμος

ΛΟΓΙΣΤΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ

Η (δυσάρεστη) πραγματικότητα ωστόσο είναι ότι η δυνατότητα εξαγγελίας παύσης πληρωμών δεν έχει την ίδια δύναμη στο πέρασμα του χρόνου. Όσο δηλαδή εφαρμόζεται το Μνημόνιο (στόχος του οποίου ήταν να δώσει τον απαραίτητο χρόνο στις ξένες τράπεζες να ξεφορτωθούν τα ελληνικά “χαρτιά”) τόσο μειώνεται ο βαθμός έκθεσης των ξένων τραπεζών στο ελληνικό χρέος, με αποτέλεσμα να περιορίζονται αναλόγως και οι ενδεχόμενες απώλειές τους, ενώ ταυτόχρονα η αναπόφευκτη και επικείμενη αναδιάρθρωση του χρέους να έχει τις μικρότερες δυνατές για τις τράπεζες που όλα αυτά τα χρόνια επωφελήθηκαν τα μέγιστα από το δημόσιο χρέος. Την εκτίμηση αυτή επιβεβαίωσε και ανακοίνωση της Διεθνούς Τράπεζας Διακανονισμών που εδρεύει στη Βασιλεία της Ελβετίας, της μητέρας όλων των κεντρικών τραπεζών, προ δεκαπενθημέρου όπου τονίζεται πως η έκθεση των ξένων τραπεζών στο δημόσιο χρέος της Ελλάδας, της Ιρλανδίας, της Πορτογαλίας και της Ισπανίας μέσα σε τρεις μόνο μήνες, από τον Απρίλιο μέχρι τον Ιούνιο του 2010, μειώθηκε κατά 44 δισ. δολ. ή 14%. «Η μεγαλύτερη μείωση σημειώθηκε στον ξένο τραπεζικό δανεισμό προς την ελληνική κυβέρνηση όπως και τις ελληνικές τράπεζες» αναφέρεται, που έφθασε τα 27 δισ. Πρωταγωνιστές δε της μεγάλης φυγής ήταν οι γαλλικές τράπεζες που μείωσαν την έκθεσή τους κατά 7,7 δισ., χωρίς να είναι κι οι μοναδικές. Ακολουθούν οι αμερικανικές που ξεφορτώθηκαν ομόλογα ύψους 5,4 δισ., οι γερμανικές (3,5 δισ.) και οι ιαπωνικές (3,2 δισ.). Επιβεβαιώνεται έτσι ότι ο μεγάλος κερδισμένος της συντριβής των εργατικών δικαιωμάτων και του καθεστώτος κατοχής ήταν οι ξένες τράπεζες! Γι’ αυτές δουλεύουν οι ΠΑΣΟΚοι νυχθημερόν και μαζί φυσικά για την αστική τάξη που μπορεί με το νόμο πλέον να επιβάλει μισθούς εξαθλίωσης. Η ανάγκη εξαγγελίας παύσης πληρωμών και εξόδου από το ευρώ όσο το δυνατό νωρίτερα υπογραμμίζεται επίσης από τον επερχόμενο «νομισματικό πόλεμο» ο οποίος πυροδοτήθηκε από την απόφαση της αμερικανικής κυβέρνησης να τυπώσει 600 δισ. για να αγοράσει κρατικά της ομόλογα. Ανεπιθύμητο προϊόν αυτής της κίνησης αποτέλεσε η αύξηση του πληθωρισμού και της εισροής κερδοσκοπικών κεφαλαίων σε χώρες όπως η Βραζιλία, που με τη σειρά τους οδήγησαν σε άνοδο των επιτοκίων και της συναλλαγματικής ισοτιμίας (πλήττοντας έτσι την εγχώρια παραγωγή) και στην επιβολή φραγμών στην κίνηση κεφαλαίων υπό την μορφή φόρων, που έφθασαν στο 6% από 0,38%! Ποιος μπορεί επομένως να ισχυριστεί ότι οι φραγμοί στην κίνηση κεφαλαίων αποτελούν απαρχαιωμένο εργαλείο; Παρότι δε οι διαφορετικές ποσότητες κοινωνικά αναγκαίου χρόνου εργασίας είναι που αποφασίζουν πρωτογενώς για τις αποκλίσεις στις διεθνείς τιμές μεταξύ εμπορευμάτων διαφορετικών κρατών, η αναβαθμισμένη σημασία των συναλλαγματικών ισοτιμιών στις μέρες μας θέτει με μεγαλύτερη έμφαση το θέμα της νομισματικής πολιτικής. Πού δηλαδή αυτή θα χαράσσεται (στην Αθήνα και με ανοιχτή τη δυνατότητα επίδρασης της ταξικής πάλης ή στις Βρυξέλλες) και με βάση ποιας κοινωνικής τάξης τα συμφέροντα. Αίτημα αιχμής σε αυτή την μακρόχρονη πάλη η οποία ξεκίνησε τον χρόνο που φεύγει αναδεικνύεται ο Λογιστικός Έλεγχος του δημόσιου χρέους, μέσω της συγκρότησης ανεξάρτητης Επιτροπής, με αρμοδιότητα να φθάσει στα άδυτα των αδύτων. Αίτημα που τέθηκε με σαφήνεια από την ανεξάρτητη βουλευτή, Σοφία Σακοράφα, μιλώντας στη Βουλή για τον κρατικό προϋπολογισμό. Το βάθος στο οποίο θα φθάσει η διαδικασία του Λογιστικού Ελέγχου και η έκταση των κοινωνικών μεταβολών που θα απελευθερώσει θα είναι αποτέλεσμα του κοινωνικού ριζοσπαστισμού που θα το συνοδεύσει, της αποφασιστικότητας με την οποία θα το στηρίξουν εργατικές οργανώσεις και σωματεία, αυτοί δηλαδή που έχουν το μεγαλύτερο συμφέρον από την παύση πληρωμών.

Αρέσει σε %d bloggers: