Αλλαγή σελίδας για το θεματοφύλακα του ευρώ

Η αποχώρηση του Μάριο Ντράγκι από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και η παράδοση της σκυτάλης στην πρώην γενική διευθύντρια του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ σηματοδοτεί και το τέλος μιας εποχής, που μόνο ανέφελη δεν ήταν. Από τη θητεία του ιταλού τραπεζίτη στη Φρανκφούρτη αν κάτι θα μείνει είναι η ρήση του τον Ιούλιο του 2012, από το Λονδίνο, πώς «θα κάνει ότι απαιτείται» για να σώσει το ευρώ. Το ‘πε και το ‘κανε… Με ένα γενναιόδωρο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων (Outright Monetary Transactions) που οδήγησε τον ισολογισμό της ΕΚΤ να εξελιχθεί στην μακροβιότερη φούσκα της Ευρώπης (από 807 δισ. ευρώ το 1999 σε 4,7 τρισ. το 2018) το ευρώ σώθηκε.

ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΒΑΤΙΚΙΩΤΗΣ

Η διάσωση του κοινού νομίσματος δεν επιτεύχθηκε ωστόσο χωρίς απώλειες. Η «κρίση του ευρώ» έφερε στην επιφάνεια τις τεράστιες δομικές αδυναμίες και αντιφάσεις που διαπερνούσαν τη λειτουργία του κοινού νομίσματος, κάνοντας το κατασκευαστικά αδύναμο, χώρια του γεγονότος ότι ήταν ταυτόσημο της λιτότητας, αποκλείοντας εγγενώς την άσκηση μιας πολιτική αναδιανομής. Σημαντικότερη όλων ήταν η ασυμμετρία των εθνικών οικονομιών που το είχαν υιοθετήσει ως εθνικό τους νόμισμα. Η δομική δε κρίση των προηγούμενων χρόνων βάθυνε αυτές τις ασυμμετρίες, με αποτέλεσμα το ευρώ να χάσει την έλξη που ασκούσε σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες κι ένα ρεύμα υιοθέτησής του να ανακοπεί βίαια.

Δοθέντων των παραπάνω, που ομολογούνται τόσο από προοδευτικούς όσο και από συντηρητικούς οικονομολόγους, όλοι θα περίμεναν ότι η αναθεώρηση της νομισματικής πολιτικής από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα επιχειρούσε να καταπιαστεί με ανάλογης εμβέλειας ζητήματα. Πολύ περισσότερο επειδή είναι η πρώτη επανεκτίμηση που γίνεται από το 2002 όταν ως ύψιστος στόχος τέθηκε η διατήρηση του πληθωρισμού σε επίπεδα χαμηλότερα μεν, αλλά πλησίον του 2%. Η αντι-πληθωριστική εμμονή έλκει την καταγωγή της από τη νεοφιλελεύθερη ιδεολογική αντεπανάσταση της δεκαετίας του ’80. Η ανάδειξη του πληθωρισμού σε απόλυτο κακό με το οποίο όφειλε να αναμετρηθεί κάθε οικονομική πολιτική σε εθνικό και υπερεθνικό επίπεδο εξυπηρέτησε δύο στόχους, που αλληλο-συμπληρώνονται. Αρχικά την μείωση μισθών και ημερομισθίων, μέσω του ορισμού οροφής στις ετήσιες αυξήσεις, υπό την επίκληση του στόχου της διατήρησης της σταθερότητας των τιμών. Επιπλέον, η εξαφάνιση του πληθωρισμού εξυπηρετούσε τα μέγιστα τη νεοαναδυόμενη ολιγαρχία του χρήματος, μιας και ο πληθωρισμός υπέσκαπτε τη πραγματική αξία των καταθέσεων και επενδύσεων χαρτοφυλακίου. Αυτές είναι οι πραγματικές αιτίες πίσω από την αντιπληθωριστική σταυροφορία της οικονομικής ορθοδοξίας, κι όχι φυσικά οι κακές μνήμες των Γερμανών από τον υπερπληθωρισμό του μεσοπολέμου κι άλλα τέτοια που γράφονται για να συγκαλύψουν το κοινωνικό περιεχόμενο της ακολουθούμενης νομισματικής πολιτικής.

Η αντι-πληθωριστική επιμονή επομένως, που δεν είναι ίδιον κάθε κεντρικής τράπεζας όπως δείχνει το παράδειγμα της αμερικανικής κεντρικής τράπεζας όσο κι αν οι κεντρικές τράπεζες έχουν αναδειχθεί σε προπύργια του υπαρκτού νεοφιλελευθερισμού μέσω της ανεξαρτησίας τους, δεν αποτελεί θέμα προς διαπραγμάτευση. Τουλάχιστον για όσον καιρό η συγκράτησή του δεν ήταν δεδομένη και κρινόταν στις διαπραγματεύσεις για μισθολογικές αυξήσεις. Πλέον όμως αυτή η εποχή έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Στην εποχή των αρνητικών επιτοκίων και της ήττας του εργατικού κινήματος, όταν η ανησυχία δεν προέρχεται από την υπερθέρμανση αλλά από το πάγωμα της οικονομίας, ελλείψει επενδύσεων, και από τους θανάτους από απόγνωση (λόγω αλκοόλ, ναρκωτικών και αυτοκτονιών) που έχουν τετραπλασιαστεί από τα επίπεδα του 1999, όπως έδειξε ο νομπελίστας οικονομολόγος Angus Deaton και η Anna Case κι όχι από τις μεγάλες αυξήσεις των μισθών, το κυνήγι του πληθωρισμού μοιάζει απαρχαιωμένο κι εκτός εποχής. Επιπρόσθετα, ο κίνδυνος ιαπωνοποίησης της οικονομίας, της παγίδευσής της δηλαδή σε ένα αποπληθωριστικό σπιράλ διαρκείας, κρύβει τον κίνδυνο το χθεσινό αντικείμενο του φόβου να μετατραπεί σε αντικείμενο του πόθου.  Γι’ αυτούς και μόνο τους λόγους, με σημαντικότερο ότι έχουν εκλείψει οι αιτίες που προκαλούσαν την ανεξέλεγκτη άνοδο του πληθωρισμού, τίθεται στο τραπέζι των συζητήσεων μια πιθανή αναθεώρηση του στόχου συγκράτησης του πληθωρισμού.

Κατά τ’ άλλα, η αναθεώρηση της νομισματικής πολιτικής συζητιέται να συμπεριλάβει την εργαλειοθήκη, τις τεχνικές μέτρησης της εξέλιξης των τιμών και τα μέσα επικοινωνίας της ΕΚΤ με την κοινωνία. Ξεχωριστή συζήτηση διεξάγεται για τους κινδύνους που περιλαμβάνει η ανάδειξη εκ μέρους της ΕΚΤ του στόχου ενίσχυσης της πράσινης οικονομίας για να επιταχυνθεί η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Από την μια μεριά είναι η δέσμευση της ΕΚΤ στην εποπτεία του τραπεζικού συστήματος και των αγορών. Από την άλλη είναι η ατζέντα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με την εμβληματική Πράσινη Συμφωνία, που έχει σχεδόν μονοσήμαντα προσανατολιστεί στην κατεύθυνση επίσπευσης της μεταλιγνιτικής εποχής, προκαλώντας συχνά τεράστιο κοινωνικό κόστος. Αυτή η στροφή εγκυμονεί το υπαρκτό ενδεχόμενο δημιουργίας μια νέας φούσκας στην πράσινη οικονομία, που θα θέσει σε κίνδυνο χρηματιστήρια και τράπεζες, όπως έχει συμβεί πολλές φορές στο πρόσφατο παρελθόν με κλάδους που βρίσκονται στην αιχμή της τεχνολογικής πρωτοπορίας και λειτουργούν σαν μαγνήτης για επενδυτές και κερδοσκόπους… Οι δύο αυτοί στόχοι επομένως δεν αποκλείεται να αποδειχθούν αμοιβαία αλληλοαποκλειόμενοι.

Πηγή : Νέα Σελίδα

Σε σταυροδρόμι η Βραζιλία (Επίκαιρα, 13-19/1/2010)

Δεν μπορούσαν να υπάρχουν καλύτεροι όροι για την αλλαγή προεδρικής σκυτάλης που πραγματοποιήθηκε στη Βραζιλία με την είσοδο του καινούργιου χρόνου. Ο απερχόμενος πρόεδρος, Λουίς Ιγκνάσιο Λούλα ντα Σίλβα, εγκατέλειψε την προεδρία μετά από δύο θητείες κι έχοντας καταφέρει το αδύνατο: να αποχωρήσει με τη δημοτικότητά του να φτάνει το 87%! Ποσοστό αποδοχής που απολαμβάνουν σπανίως ακόμη και νεοκλεγμένοι πρόεδροι που βρίσκονται στην αρχή της θητείας τους.

Η αποθέωση που γνωρίζει ο Λούλα μόνο τυχαία δεν είναι. Αποτελώντας την πιο φιλική προς το διεθνές σύστημα και τις ΗΠΑ, χωρίς ωστόσο να γίνεται υποτελής, εκδοχή της Αριστεράς που κυριάρχησε στην Λατινική Αμερική την προηγούμενη δεκαετία (σε τέτοιο βαθμό ώστε να συγκροτήσει έναν ανταγωνιστικό πόλο απέναντι στο παράδειγμα των Τσάβες και Κάστρο) πέτυχε να συνδυάσει τόσο την καταπολέμηση της φτώχειας όσο και την αναβάθμιση της θέσης της χώρας του στη διεθνή σκηνή. Υπολογίζεται ότι κατά τη διάρκεια της θητείας του τουλάχιστον 21 εκ. πολίτες της Βραζιλίας (από τα 191 εκ. συνολικά) εξήλθαν από την απόλυτη φτώχεια και 30 εκ. ακόμη εντάχθηκαν στα μεσαία στρώματα. Ποτέ άλλοτε τις τελευταίες δεκαετίες δεν επιτεύχθηκε τόσο ουσιαστική κοινωνική πρόοδος σε άλλη χώρα της Λατινικής Αμερικής.

Τα γενναιόδωρα κοινωνικά προγράμματα υλοποιήθηκαν σε ένα πλαίσιο συνεχούς αύξησης του παραγόμενου κοινωνικού πλούτου. Με βάση συντηρητικές μάλιστα εκτιμήσεις, υπολογίζεται πως το ΑΕΠ της Βραζιλίας (που πλέον είναι η όγδοη μεγαλύτερη οικονομία παγκοσμίως) φέτος θα αυξηθεί κατά 5%, όταν στον περισσότερο κόσμο οι ρυθμοί είναι πολύ χαμηλότεροι. Στις προεκλογικές του μάλιστα ομιλίες ο Λούλα δεν έκρυβε την ικανοποίησή του για την πλήρη αντιστροφή των όρων, δεδομένου ότι μόλις πριν δέκα χρόνια η Βραζιλία συγκαταλεγόταν στους μόνιμους πελάτες του ΔΝΤ, ενώ τώρα ανήκει στις χώρες που το προμηθεύουν με κεφάλαια (για να συνεχίσει να εφαρμόζει την ίδια καταστροφική πολιτική σε άλλες περιοχές του κόσμου). Στην ιστορία έτσι θα περάσει η έκπληξη και η χαιρεκακία που εξέφραζε σε μια δημόσια ομιλία του όταν δήλωνε «τελειώνω τη θητεία μου βλέποντας τις ΗΠΑ σε κρίση, βλέποντας την ΕΕ σε κρίση, βλέποντας την Ιαπωνία σε κρίση, όλους αυτούς που κάποτε τα ήξεραν όλα!»

Ενδεικτικό κι επίσης εντυπωσιακό στοιχείο για την πρόοδο που έχε συντελεστεί στην Βραζιλία τα τελευταία χρόνια αποτελεί η επιστημονική της παραγωγή, όπως την παρουσίαζε με εγκωμιαστικό τρόπο το τελευταίο τεύχος του βρετανικού Economist. Μισό εκ. πτυχιούχοι και 10.000 διδάκτορες ετησίως (δέκα φορές περισσότεροι σε σχέση με μια δεκαετία πριν), ένα μερίδιο στις παγκόσμιες επιστημονικές ανακοινώσεις που από 1,7% το 2002 έφθασε το 2,7% στο 2008 και ένα ποσοστό της τάξης του 1% του ΑΕΠ να δαπανάται σταθερά στην έρευνα, εγγυώνται ότι η Βραζιλία δεν είναι πια μόνο η χώρα του καρναβαλιού και της σάμπας.

Η αδιαμφισβήτητη οικονομική άνθηση της Βραζιλίας, που όχι μόνο επέτρεψε την αναδιανομή αλλά επιπλέον στηρίχθηκε επάνω της – βεβαιώνοντας έτσι ποιος είναι ο πιο σύντομος δρόμος για την ανάπτυξη της οικονομίας – δεν κρύβει ωστόσο τις πολύ κρίσιμες επιλογές που έχει μπροστά της η Ντίλμα Ρουσέφ. Η νέα πρόεδρος της Βραζιλίας δεν μοιράζεται πολλά κοινά με τον 64χρονο προκάτοχο και μέντορά της, όσο κι αν είχε την ολόθυμη στήριξη του Λούλα από την εποχή που την όρισε νούμερο 2 στην κυβέρνηση μέχρι πέρυσι που της έδωσε το χρίσμα για την προεδρία εκ μέρους του Εργατικού Κόμματος λόγω της συνταγματικής απαγόρευσης που δεν του επέτρεπε να διεκδικήσει την προεδρία για τρίτη συνεχή φορά. Χαρισματικός, ευσυγκίνητος και επικοινωνιακός ο Λούλα, φεύγει από την προεδρία με το προσωνύμιο «πρόεδρος λάστιχο» λόγω των ισορροπιών που κράταγε και των συμβιβασμών που έκανε για να ψηφίζονται οι διάφοροι νόμοι. Η 62χρονη διάδοχός του, όσο κι αν μοιράζεται την ίδια πολιτική παράδοση μαζί του καθώς κι αυτή ανήκε σε οργάνωση της άκρας Αριστεράς με αποτέλεσμα να συλληφθεί, να βασανιστεί σκληρά και να φυλακιστεί στα χρόνια της χούντας, πολύ συχνά περιγράφεται ως «γκρίζο κουστούμι», ακόμη και «σιδηρά κυρία»!

Η ίδια κατά την ομιλία της τόσο στις 31 Οκτώβρη, με αφορμή τον εκλογικό της θρίαμβο, όσο και την 1η Ιανουαρίου κατά την ανάληψη των καθηκόντων της τόνισε ότι θα συνεχίσει την μάχη για την εξάλειψη της φτώχειας. Κι η δουλειά που την περιμένει είναι αρκετή, αν λάβουμε υπ’ όψη μας ότι παρά την πρόοδο που έχει συντελεστεί 18 εκ. άτομα ακόμη παραμένουν βυθισμένα στη φτώχεια.

Η μεγαλύτερη πρόκληση που έχει μπροστά της αφορά την οικονομική πολιτική που θα ακολουθήσει. Το πώς ειδικότερα θα χειριστεί μια αντιφατική και δυσεπίλυτη κατάσταση που έχει διαμορφωθεί και ορίζεται από ένα υπερτιμημένο νόμισμα, που κατά τη διάρκεια της θητείας του Λούλα διπλασίασε την αξία του έναντι του δολαρίου, από υψηλά επιτόκια της τάξης του 5%, που κυμαίνονται σε πολύ ανώτερα επίπεδα σε σχέση με όλον το υπόλοιπο κόσμο και εσχάτως από μια πλημμυρίδα ρευστού που απειλεί να εκτροχιάσει την οικονομία, ανατιμώντας περαιτέρω το εθνικό της νόμισμα, μειώνοντας τις εξαγωγές και συρρικνώνοντας την εγχώρια παραγωγή με δυσμενείς συνέπειες για την απασχόληση.

Το «ζεστό χρήμα» που κατακλύζει όχι μόνο την Βραζιλία, αλλά όλες τις αναπτυσσόμενες, περιφερειακές χώρες ήταν η παράπλευρη συνέπεια των μέτρων «ποσοτικής διευκόλυνσης» που εφάρμοσε η αμερικανική κεντρική τράπεζα για να στηρίξει το δολάριο και την αμερικανική οικονομία. Στον υπουργό Οικονομικών της Βραζιλίας Γκουίντο Μαντέγκα άλλωστε, που παρέμεινε στη θέση του μετά την αλλαγή της κυβέρνησης την 1η Ιανουαρίου, οφείλεται και ο όρος «νομισματικός πόλεμος» που εισήχθη στο πολιτικό λεξιλόγιο τον Σεπτέμβρη, για να περιγράψει τις ανταγωνιστικές νομισματικές πολιτικές που ακολουθούνται με ευθύνη πρώτα και κύρια των ΗΠΑ.

Απέναντι σε αυτή την αθρόα εισροή βραχυπρόθεσμων, κερδοσκοπικών κεφαλαίων, η Βραζιλία αντέδρασε ζητώντας από τις εμπορικές τράπεζες να τηρούν αυξημένα αποθεματικά για πράξεις που σχετίζονται με συνάλλαγμα. Στην πράξη επιστράτευσε τη νομισματική πολιτική και επέβαλε μέτρα ελέγχου των κεφαλαιακών ροών, προκειμένου να προστατεύσει την εγχώρια παραγωγή και φυσικά την σταθερότητα της ίδιας της οικονομίας. Η πολιτική αυτή, που περιττό να πούμε ότι συνάντησε την συγκαλυμμένη αν και δημόσια δυσφορία του ΔΝΤ, υποστηρίχθηκε επίσημα από τη νέα πρόεδρο της Βραζιλίας. Μάλιστα, ανάλογα μέτρα έλαβε και η γειτονική Χιλή που ανακοίνωσε την προηγούμενη εβδομάδα ότι θα διαθέσει 12 δισ. δολ. από τα συναλλαγματικά της αποθέματα για να μειώσει την συναλλαγματική ισοτιμία του εθνικού νομίσματός της, του πέσο, και να στηρίξει έτσι την εγχώρια παραγωγή και τους εξαγωγείς της. Το παράδειγμα της Χιλής (όπως υπογραμμίζεται από τον υπουργό Οικονομικών της να δηλώνει δημόσια «στηρίζουμε τους παραγωγούς της χώρας, τους εξαγωγείς μας στη γεωργία και τους βιομηχανικούς τομείς που εξαρτώνται από τις συναλλαγματικές ισοτιμίες») βεβαιώνει ότι η ανεξάρτητη, προσδιορισμένη με βάση τις ανάγκες της χώρας, νομισματική πολιτική δεν αρμόζει μόνο σε υπερδυνάμεις τύπου Βραζιλίας. Αλλά αντίθετα και μικρές χώρες όπως η Χιλή, έχοντας τον έλεγχο της νομισματικής τους πολιτικής διασφαλίζουν και δεν υπονομεύουν τη θέση τους στον διεθνή ανταγωνισμό…

Η νέα πρόεδρος της Βραζιλίας, Ντίλμα Ρουσέφ, παρότι κατέστησε σαφές ότι θα συνεχίσει να εφαρμόζει τις πολιτικές ελέγχου των κεφαλαιακών ροών που εγκαινίασε ο προκάτοχός της, μένει να αποδειχθεί αν προτίθεται να στηρίζει εξ ίσου αποφασιστικά και το λαϊκό εισόδημα. Κι αυτό γιατί οι πιέσεις που ασκούνται, η αρθρογραφία που βλέπει το φως της δημοσιότητας και οι εισηγήσεις που δέχεται για να μειώσει τις κοινωνικές δαπάνες και να κρατήσει καθηλωμένους τους βασικούς μισθούς και τα ημερομίσθια είναι πολύ επίμονες, αυξάνοντας την αγωνία για την πολιτική που θα επιλέξει. Τους επόμενους μήνες μένει να δούμε αν η Ρουσέφ θα ακολουθήσει τα χνάρια του προκατόχου της ή θα επιβεβαιώσει τις φήμες που τη θέλουν «σιδηρά κυρία».

Χρονιά της κρίσης το 2011 για την ΕΕ (Επίκαιρα, 30/12/10-4/1/11)

Ένα μόνο είναι σίγουρο: Ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση που ξέραμε όλα αυτά τα χρόνια το 2011 θα μας αποχαιρετήσει. Τα επετειακά αφιερώματα που θα δουν το φως της δημοσιότητας σε ένα χρόνο από τώρα θα κάνουν λόγο για μια ΕΕ και μια ευρωζώνη ολότελα διαφορετική από τη σημερινή. Ο λόγος είναι ότι τον επόμενο χρόνο πρόκειται να πάρουν σχήμα και μορφή όλες αυτές οι αρνητικές μεταβολές για τις οποίες η Γερμανία μας προϊδέασε την προηγούμενη χρονιά και, το χειρότερο, κατέστησε σαφές ότι θα επιβάλει, ανεξαρτήτως πολιτικού κόστους. Με άλλα λόγια η Γερμανία φέρεται αποφασισμένη να γράψει στα παλαιότερα των υποδημάτων της ακόμη και τη γνώμη των υπόλοιπων κρατών – μελών, ακόμη και των πιο στενών συμμάχων της όπως η Γαλλία, η οποία διαβάζοντας έγκαιρα το μήνυμα της αναβίωσης της γερμανικής επιθετικότητας έσπευσε να υποταχθεί προκειμένου να μην περιθωριοποιηθεί.

Η γερμανική επιθετικότητα παρόλα αυτά δεν προχωράει χωρίς αντιδράσεις, παρότι σε κάθε περίπτωση παραμένουν κατώτερες των περιστάσεων και ασυντόνιστες μεταξύ τους, αποτέλεσμα ενστικτωδών αντιδράσεων. Δύο γεγονότα ξεχωρίζουν που αμφισβητούν το μονόδρομο της νέας, «γερμανικής ΕΕ» και της εξοντωτικής λιτότητας.

Η πρώτη μορφή αντίδρασης σημειώθηκε στην Ουγγαρία, όπου τον περασμένο Απρίλη κέρδισε τις εκλογές το δεξιό κόμμα Φιντέζ, με μια ασυνήθιστη πλειοψηφία, που έφθανε τα δύο τρίτα του εκλογικού σώματος. Η ομόθυμη σχεδόν στήριξη των Ούγγρων ψηφοφόρων στον Βίκτορ Όρμπαν ήταν αποτέλεσμα των αντι-νεοφιλελεύθερων προεκλογικών εξαγγελιών του και της υπόσχεσής του να απελευθερώσει την Ουγγαρία από τον θανάσιμο εναγκαλισμό του ΔΝΤ. Τα ‘πε και τα ‘κανε! Ο Ούγγρος πρωθυπουργός, Βίκτορ Όρμπαν τίμησε τις δεσμεύσεις του, αντίθετα με ότι συμβαίνει σε όλη την Δυτική Ευρώπη, όπου η πολιτική έχει εξελιχθεί σε μια ιστορία διάψευσης (των προεκλογικών υποσχέσεων) και προδοσίας (του εκλογικού σώματος). Προ επίρρωση η προεκλογική δήλωση του Γ. Παπανδρέου «λεφτά υπάρχουν» από την μια και το μετεκλογικό κατοχικό καθεστώς από την άλλη, οι προεκλογικές δεσμεύσεις των Φιλελεύθερων στην Αγγλία ότι δεν θα αυξηθούν τα πανεπιστημιακά δίδακτρα από την μια και η συμφωνία τους να τριπλασιαστούν από την άλλη που οδήγησε σε πρωτοφανή επεισόδια στους δρόμους του Λονδίνου, η επιμονή του ισπανού πρωθυπουργού Θαπατέρο να αυξήσει το όριο ηλικίας συνταξιοδότησης από τα 65 στα 67 χρόνια, παρά τη καθολική αντίδραση που συνάντησε η πρότασή του, κ.λπ., κ.λπ.

Ο Ούγγρος πρωθυπουργός αντίθετα, σεβάστηκε τις εξαγγελίες του και αρχικά σνόμπαρε τα χρήματα του ΔΝΤ δηλώνοντας ότι η χώρα του μπορούσε από μόνη της να εξασφαλίσει τους αναγκαίους πόρους. Απύθμενο θράσος!

Η αναίδειά του συνεχίστηκε με την απόφασή του να επιβάλλει φόρο στις τράπεζες ύψους 0,5% αντί να μειώσει περαιτέρω τις δημόσιες δαπάνες, όπως έκαναν οι σοσιαλιστές προκάτοχοί του και όπως γίνεται σε όλη την Ευρώπη. Μια απόφαση που, αν και πέρασε από την ουγγρική Βουλή τον Ιούλη με 301 ψήφους υπέρ έναντι 12 κατά – δε στερούταν δηλαδή νομιμοποίησης, συνάντησε την καθολική αντίδραση των κατοχικών δυνάμεων ΔΝΤ – ΕΕ που, λειτουργώντας ως συλλογικό όργανο των τραπεζών οι οποίες θα επιβαρυνθούν με 844 εκ. δολ. με αυτό το νόμο, καταδίκασαν την πρωτοβουλία. Λίγο είναι να εγκαταλείπεται η πεπατημένη των περικοπών στους μισθούς, τις συντάξεις και τις κοινωνικές παροχές και να φορολογούνται οι τράπεζες; Έγκλημα καθοσιώσεως!

Οι διαφοροποιήσεις του Βίκτορ Όρμπαν έφτασαν σε ανώτερα επίπεδα τις προηγούμενες εβδομάδες όταν πρόσβαλε εκ νέου τα ιερά και τα όσια της νέας οικονομικής τάξης αμφισβητώντας την διαβόητη ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας και… άκουσον – άκουσον ο πρωθυπουργός της χώρας ήθελε να έχει λόγο για τη νομισματική πολιτική! Τα γεγονότα έχουν ως εξής: Η πολιτική ηγεσία της χώρας χάραξε μια ολοκληρωμένη οικονομική πολιτική, συστατικό στοιχείο της οποίας είναι και η νομισματική πολιτική – κάτι που ξεχνιέται εσχάτως, με μοναδικό στόχο να αρχίσει ξανά η οικονομική μεγέθυνση της χώρας και να δραπετεύσει από το φαύλο κύκλο ύφεσης και λιτότητας που την είχε οδηγήσει η υποθήκευση στο ΔΝΤ. Σε αυτό το πλαίσιο πρόκρινε την μείωση της φορολογίας προσωπικού εισοδήματος και μικρο-μεσαίων επιχειρήσεων, την αύξηση της φορολογίας (πέρα από τις τράπεζες) στις επιχειρήσεις ενέργειας, τηλεπικοινωνιών και ιδιωτικής ασφάλισης, την αύξηση ορισμένων παροχών κοινωνικής πρόνοιας και την μείωση των επιτοκίων για να αρχίσει το χρήμα να κυκλοφορεί ώστε να χρηματοδοτηθούν νέες επενδύσεις που θα δημιουργήσουν θέσεις εργασίας. Ο διοικητής της κεντρικής τράπεζας όμως είχε άλλη γνώμη και όχι μόνο αρνήθηκε να μειώσει τα επιτόκια, αλλά τα αύξησε κιόλας, δίνοντας έτσι το σήμα για μια περιοριστική οικονομική πολιτική σε ευθεία αντιπαράθεση με την πολιτική της κυβέρνησης. Η σύγκρουση της εκλεγμένης κυβέρνησης με τον διοικητή της κεντρικής τράπεζας (ασήμαντος και εξ ορισμού πολιτικό μηδενικό όχι μόνο στην Ουγγαρία αλλά σε όλες τις χώρες του κόσμου) κορυφώθηκε όταν η πολιτική ηγεσία του ζήτησε να παραιτηθεί κι αυτός αρνήθηκε αναγκάζοντας την κυβέρνηση να καταφύγει σε έναν λαβύρινθο χειρισμών για να τον αναγκάσει να τα μαζέψει και να φύγει.

Τα γεγονότα στη γενέτειρα του Σόρος που υπό την κυβέρνηση των σοσιαλιστών ήταν οι καλύτεροι πελάτες του ΔΝΤ και παράδειγμα για τον Γιώργο Παπανδρέου (ποιος ξεχνάει την επίσκεψή του τον Απρίλη στη Βουδαπέστη και την συνάντησή του με τον υπηρεσιακό πρωθυπουργό – εντολοδόχο του ΔΝΤ, όταν διαταγή της ημέρας ήταν το «μην δαιμονοποιείτε το ΔΝΤ») είναι πέρα για πέρα διδακτικά γιατί δείχνουν ότι η ανεξαρτησία της κεντρικής τράπεζας στην πράξη σημαίνει αυτονόμησή της από την πολιτική και πλήρης υπαγωγή της σε σκοτεινούς εξωθεσμικούς μηχανισμούς του εξωτερικού, που έχουν ένα και μοναδικό σκοπό: να επιβάλλουν λιτότητα σε βάρος των εργαζομένων, αδιαφορώντας για το επίπεδο ζωής, την απασχόληση, την ανάπτυξη ακόμη και το διεθνές κύρος μιας χώρας. Όλα αυτά είναι λεπτομέρειες μπροστά στους διεθνείς επενδυτές που χώρια των άλλων ποτέ δεν φθάνουν κιόλας. Η κυβέρνηση της Ουγγαρίας έτσι κατάργησε το άβατο και αποκατέστησε τον πολιτικό, δημοκρατικό έλεγχο επί των αποφάσεών της κεντρικής τράπεζας και συμπεριέλαβε εκ νέου τη νομισματική πολιτική στην εργαλειοθήκη της οικονομικής πολιτικής εκεί που ανήκε από αιώνες πριν την νεοφιλελεύθερη αντεπανάσταση, που στην Ευρώπη επιβλήθηκε με την Συνθήκη του Μάαστριχτ. Τότε χαρακτηρίστηκε ως ακρογωνιαίος λίθος της νομισματικής ενοποίησης η «ανεξαρτησία» των κεντρικών τραπεζών και έξω από κάθε κεντρική τράπεζα κρεμάστηκε η ταμπελίτσα «απαγορεύεται η είσοδος στους πολιτικούς».

Οι κινήσεις ανεξαρτητοποίησης της Ουγγαρίας, που κορυφώθηκαν με την ανάρτηση σε κάθε δημόσιο κτίριο μιας διακήρυξης όπου αναφέρεται ότι μόλις τώρα η χώρα απέκτησε τον αυτοπροσδιορισμό της, προκάλεσαν εκνευρισμό στις Βρυξέλλες. Η δυσφορία της ΕΕ εξηγείται όχι μόνο γιατί η Ουγγαρία δημιουργεί ένα αντι-παράδειγμα, βεβαιώνοντας ότι η πολιτική των περικοπών και της εξοντωτικής λιτότητας δεν είναι μονόδρομος, αλλά μαζί με αυτό και για έναν επιπλέον λόγο: Επειδή η Βουδαπέστη αναλαμβάνει από το Σάββατο 1/1ου την κυκλική προεδρία της ΕΕ. Το γεγονός ότι πρόκειται για έναν θεσμό εντελώς απογυμνωμένο από ουσιαστικές αρμοδιότητες δημιουργεί αρχικά έναν εφησυχασμό στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Ποιος όμως μπορεί να είναι σίγουρος, με τα σημερινά δεδομένα, για την διάθεση του Όρμπαν να συμμορφωθεί στην πολιτική των Βρυξελλών και να την υπηρετήσει;

Ένα δεύτερο παράδειγμα που υπογραμμίζει τις φυγόκεντρες τάσεις που αναπτύσσονται στην ΕΕ ήρθε από την αρθρογραφία ενός ιστορικού σοσιαλδημοκράτη ηγέτη, ο οποίος προτίμησε τον αιχμηρό λόγο από τις «photo opportunities» στις οποίες επιδίδονται οι πρώην αναζητώντας ρόλους: του Μάριο Σοάρες, πρωθυπουργού και προέδρου της Πορτογαλίας επί πολλά χρόνια. Σε άρθρό του που δημοσιεύτηκε στην ισπανική εφημερίδα El Pais στις 15 Δεκέμβρη τόνιζε: «Η ενότητα και η αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης φαίνεται ότι είναι σε τροχιά εξαφάνισης, το ίδιο και η ταυτότητα του ευρωπαϊκού σχεδίου, που στηριζόταν στην ειρήνη, την δημοκρατία και την ευημερία με ιδιαίτερη έμφαση στο κοινωνικό και περιβαλλοντικό συμβόλαιο. Αυτό που συμβαίνει είναι ότι η πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και της Επιτροπής εμφανίζεται εντελώς οικονομίστικη, με την έννοια ότι υπηρετεί τα κερδοσκοπικά συμφέροντα των αγορών και μας επιβάλει βάρβαρες προσαρμογές στο κοινωνικό, περιβαλλοντικό, πολιτισμικό ακόμη και στο εκπαιδευτικό επίπεδο. Για ποιο λόγο; Με μοναδικό στόχο την μείωση του ελλείμματος και του εξωτερικού χρέους (για το οποίο κατά ένα μέρος είναι υπεύθυνοι οι κερδοσκόποι) μας σέρνουν σε μια εξαιρετικά επικίνδυνη ύφεση. Επιπλέον μας βυθίζουν στην πολιτική παράλυση. Η Ισπανία και η Πορτογαλία περιλαμβάνονται στα θύματα αυτής της απαρχαιωμένης στρατηγικής που σχεδιάστηκε από την κυρία Μέρκελ και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα με την συνεργασία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Ήταν αυτοί που επέβαλαν τα πολύ σκληρά μέτρα στους λαούς μας. Δεν μπορέσαμε να τα αποφύγουμε, ως προς το παρόν, για να μην υποστούμε οικονομική ασφυξία. Αλλά δεν πρέπει, ούτε μπορούμε να μείνουμε σιωπηροί. Είναι η ώρα να ηχήσει η δική μας φωνή, να πούμε φτάνει πια»!

Τα παραπάνω λόγια, από έναν πολιτικό που ανήκει σε μια γενιά η οποία δεν προσκύναγε τους τραπεζίτες ούτε υποκλινόταν στην «ανεξαρτησία» των αμερικανοσπουδαγμένων τεχνοκρατών, απηχούν την απογοήτευση που προκαλεί πλέον η πορεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε όσους την είχαν ταυτίσει με την ειρήνη και τη  δημοκρατία. Αυτή η πορεία όξυνσης των εσωτερικών ανταγωνισμών το 2011 θα ενταθεί, με πρωτοβουλία του Βερολίνου. Η πρόθεση της Γερμανίας να επιβάλει στη Σύνοδο Κορυφής του Μαρτίου το σχέδιο ελεγχόμενης χρεοκοπίας, τροποποιώντας τη Συνθήκη της Λισσαβόνας χωρίς ωστόσο να τεθούν οι αλλαγές στην κρίση των ευρωπαίων ψηφοφόρων, θα δώσει νέα ώθηση στις διαθέσεις των κερδοσκόπων, ενώ ταυτόχρονα θα βαθύνει την ύφεση και τη φτώχεια για τους λαούς της Ευρώπης.

Εκτός αν το 2011 γίνει η χρονιά που οι λαοί θα σαρώσουν αυτά τα εφιαλτικά σενάρια ανατρέποντας τις πολιτικές λιτότητας και περικοπών των κοινωνικών δαπανών που γυρίζουν το ρολόι του χρόνου όχι ένα χρόνο μετά, αλλά έναν αιώνα πίσω…

Η ώρα της κρίσης για το ευρώ (Επίκαιρα, 2-8/12/2010)

Την πρώτη φορά που τέθηκε δημόσια θέμα για την τύχη του ευρώ και συγκεκριμένα για την διάσπαση των 16 χωρών της ευρωζώνης σε δύο ομάδες, μία των βορείων που θα χρησιμοποιεί το neuro και μία των νοτίων που θα χρησιμοποιεί το sudo, η όλη προβληματική παρέπεμπε σε άσκηση επί χάρτου. Όχι γιατί δεν προϋπήρχαν οι αποκλίνουσες δυναμικές, αλλά γιατί ακόμη και τότε (στις 22 Μαρτίου, οπότε και δημοσιεύθηκε με μια ασυνήθιστη καθαρότητα η επίμαχη άποψη στους Financial Times) τα προβλήματα φαινόντουσαν επιλύσιμα και δεν είχαν προσλάβει ακόμη εκρηκτικές διαστάσεις. Επίσης, δεν φαινόταν να υπάρχουν αντίστοιχες προθέσεις από τη μεριά αυτών που κρατούν τα κλειδιά της ευρωζώνης… Έκτοτε μεσολάβησε η ταπεινωτική προσφυγή της Ελλάδας στον μηχανισμό ΔΝΤ – ΕΕ, η σχεδόν βίαιη… προσαγωγή της Ιρλανδίας στον ίδιο μηχανισμό (πως αλλιώς θα διασφαλίζονταν οι γερμανικές τράπεζες που έχουν δανείσει 139 δισ. δολ. στην Ιρλανδία;) οι κλιμακούμενες πιέσεις στην Πορτογαλία και η δημόσια ανησυχία μήπως η Ισπανία, που πρέπει το 2011 να αναχρηματοδοτήσει ομόλογα που λήγουν αξίας 192 δισ. ευρώ(!), είναι το επόμενο θύμα. Πρόκειται για προβληματισμούς που εκ πείρας πια μπορούμε να πούμε ότι δεν διατυπώνονται καθόλου αθώα. Αντίθετα, θυμίζουν αυτοεκπληρούμενη προφητεία καθώς ανοίγουν τις ορέξεις των κερδοσκόπων και δυσχεραίνουν ασφυκτικά την προσπάθεια των κρατών να εξυπηρετήσουν τις δανειακές τους ανάγκες.

Ρόλο καταλύτη στην διαδικασία δημιουργίας ντε φάκτο μιας δεύτερης ταχύτητας στο εσωτερικό της ευρωζώνης έπαιξε το σχέδιο «ελεγχόμενης χρεοκοπίας» που με πρόσχημα την δημιουργία ενός μόνιμου μηχανισμού επίλυσης δημοσιονομικών κρίσεων έστρωσε το χαλί στους σορτάκηδες και κάθε είδους κερδοσκόπους. Έκανε δε ακόμη πιο επισφαλή τη θέση των συνήθων υπόπτων. Γιατί, ας μην κοροϊδευόμαστε όσο κι αν ήταν το βάθος των δημοσιονομικών προβλημάτων της Ελλάδας ή της Ιρλανδίας ή δομικές οι ανισορροπίες, η εξέλιξη της κρίσης και η λύση που δόθηκε παραμένει αναντίστοιχη του προβλήματος, δηλαδή εξαιρετικά βίαιη.

Το τέλος της ευρωζώνης

Εκ των πραγμάτων λοιπόν συνάγεται ότι η τακτική των ηγεμονικών δυνάμεων στο εσωτερικό της ευρωζώνης οδηγεί στον κατακερματισμό της, που ακόμη όμως είναι άγνωστο τι μορφή θα λάβει: δύο χωριστών ευρώ (που κανείς όμως δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι το «κακό» δεν θα εκτοπίσει το «καλό», κατ’ εφαρμογή του γνωστού νόμου του Gresham από τη νομισματική θεωρία) ή, απλούστερα, της εκδίωξης των υπερχρεωμένων περιφερειακών χωρών από την ευρωζώνη. Τακτική που ενδέχεται να επιβληθεί και με πιο κομψούς τρόπους, όπως για παράδειγμα η αποβολή από την ευρωζώνη για τρία, τέσσερα ή περισσότερα χρόνια, μέχρι να αποδειχθεί ότι… ουδέν μονιμότερο του προσωρινού. Η εκδίωξη των κλυδωνιζόμενων κρατών της περιφέρειας (Ελλάδα, Ιρλανδία, Πορτογαλία, Ισπανία και Ιταλία) στις οποίες ενδέχεται να προστεθεί και το Βέλγιο θα σηματοδοτήσει την δημιουργία μιας νέας ευρωζώνης, που θα αποτελείται από την Γερμανία, την Αυστρία, την Ολλανδία και πολύ πιθανά τη Γαλλία, όπως δείχνουν οι πολιτικές κωλοτούμπες του Παρισιού το τελευταίο διάστημα.

Η προκλητική συμπεριφορά της Γερμανίας όλο αυτό το διάστημα έχει συμβάλλει σε μια εντυπωσιακή μεταστροφή των απόψεων της κοινής γνώμης για το ευρώ, ακόμη και στην Ελλάδα όπου ανέκαθεν η συμμετοχή στην ΕΕ έβρισκε μεγάλη αποδοχή. Χαρακτηριστική είναι δημοσκόπηση της εταιρείας Public Issue που διενεργήθηκε για τον Σκάι στην οποία το 46% των ερωτηθέντων δηλώνει πως το ευρώ και η ΟΝΕ έχουν μεγάλη ευθύνη για το χρέος της Ελλάδας, όταν μόνο το 33% πιστεύει ότι η ευθύνη τους είναι μικρή. Ένα σημαντικό ποσοστό επίσης, της τάξης του 22%, ζητάει την επιστροφή στη δραχμή!

Ανατιμήσεις και πληθωρισμός

Για τους υπέρμαχους του ενιαίου νομίσματος, από την άλλη μεριά, η συμμετοχή της Ελλάδας στην ευρωζώνη εγγυάται την σταθερότητα των τιμών. Αυτό για παράδειγμα απάντησε την προηγούμενη Πέμπτη ο πρώην υπουργός Οικονομικών και καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Νίκος Χριστοδουλάκης, όταν ρωτήθηκε, στο πλαίσιο διάλεξής του στο 11ο συνέδριο της Εταιρείας Οικονομολόγων Θεσσαλονίκης. «Αν είσαι μισθωτός και σε ενδιαφέρει η σταθερότητα των τιμών, είσαι με το ευρώ», ήταν η απάντησή του. «Αν είσαι εφοπλιστής μπορείς να μην το υποστηρίζεις», συνέχισε. 

Η πραγματικότητα είναι τελείως διαφορετική. Αρκεί να θυμηθούμε το κύμα ανατιμήσεων που συνόδευσε την εισαγωγή του στην ελληνική αγορά πριν δέκα χρόνια, όταν η απάθεια της κυβέρνησης δημιούργησε τους όρους ώστε όλα τα προϊόντα και πολύ περισσότερο οι υπηρεσίες που μέχρι τότε στοίχιζαν 200 ή 300 δραχμές μέσα σε λίγες μέρες να «μεταφραστούν» σε 1 ευρώ. Το επιχείρημα του πρώην υπουργού ανατρέπεται αν δούμε και το τρέχον κύμα ανατιμήσεων, που οδήγησε τον πληθωρισμό να ξεπεράσει το 5% το καλοκαίρι, λόγω των αυξήσεων στην έμμεση φορολογία που επέβαλλε η κυβέρνηση. Η σχετικότητα του παραπάνω επιχειρήματος υπογραμμίζεται αν δούμε επίσης το επίπεδο τιμών κι από μια άλλη οπτική γωνία, του επιπέδου των μισθών. Συγκεκριμένα, τι σημασία έχει να μένουν οι τιμές σταθερές (που ούτε αυτό συμβαίνει) αν οι μισθοί μειώνονται ακόμη και κατ’ απόλυτη αξία, όπως συμβαίνει σήμερα για παράδειγμα, στο πλαίσιο της εφαρμογής των οδηγιών ΔΝΤ – ΕΕ, με εκατοντάδες χιλιάδες δημόσιους υπάλληλους και συνταξιούχους που είδαν τους μισθούς τους να μειώνονται ή με εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα που στο εξής θα αμείβονται με λιγότερα χρήματα από την γενική συλλογική σύμβαση εργασίας, η οποία πλέον αποκτά διακοσμητικό ρόλο. Το αποτέλεσμα είναι το ίδιο: με τα χρήματά τους θα μπορούν να αγοράζουν όλο και λιγότερα είδη κατανάλωσης.

Καταστροφική ισοτιμία ένταξης

Το σημαντικότερο ωστόσο είναι ότι το ευρώ οδήγησε σε διάλυση τον παραγωγικό ιστό της Ελλάδας. Και αυτή η συνέπεια είναι σημαντικότερη από την μείωση των πραγματικών εισοδημάτων γιατί είναι πολύ δύσκολα αντιστρεπτή. Στην πραγματικότητα είναι μη ανατάξιμη. Δεν συνέβη μάλιστα καθόλου τυχαία. Η κατάργηση χιλιάδων θέσεων εργασίας στην ελληνική μεταποίηση και το κλείσιμο λόγω ανταγωνισμού υποδειγματικών, και όχι μόνο απαρχαιωμένων μονάδων, ξεκίνησε την δεκαετία του ’80. Επιταχύνθηκε δε την δεκαετία του ’90 με την έλευση του ευρώ, όταν η Γερμανία μπορούσε να εξάγει αξιοποιώντας στο έπακρο τα πλεονεκτήματά της. Οι όροι τέθηκαν στις αρχές του 1998 όταν συζητιόταν η ένταξη της δραχμής στον Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών, που αποτελούσε τον προθάλαμο της ΟΝΕ. Η όχι απλώς άνευ όρων, αλλά ενθουσιώδη αποδοχή από την κυβέρνηση Σημίτη της γερμανικής πρότασης για κλείδωμα της ισοτιμίας ένταξης στο ευρώ στο μη ρεαλιστικό επίπεδο των 340,75 δραχμών (πολύ πιο ανατιμημένο από το αρχικό σχέδιο των 357 και το μετέπειτα των 353,109 δραχμών) αποδείχθηκε καταστροφική γιατί βαθμιαία όλες οι εισαγωγές από την ευρωζώνη έγιναν φθηνότερες, ενώ οι εξαγωγές ακριβότερες.

Η ελληνική οικονομία όμως όπως ανέβηκε δεμένη πισθάγκωνα να αναμετρηθεί στο ρινγκ του ευρωπαϊκού ανταγωνισμού, με τον ίδιο τρόπο αναμετρήθηκε όλα αυτά τα χρόνια και στο επίπεδο του διεθνούς ανταγωνισμού. Η συνέχεια δηλαδή αποδείχθηκε εξ ίσου οδυνηρή, καθώς η ισοτιμία του ευρώ έναντι του δολαρίου αποδείχθηκε για μια ακόμη φορά επιζήμια για τα συμφέροντα της ελληνικής οικονομίας. Οι παρεμβάσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας  στην ισοτιμία του ευρώ έναντι του δολαρίου όλα αυτά τα χρόνια (που κυμάνθηκε από 0,838 δολάρια στις 24 Νοέμβρη 2000 ως 1,594 στις 11 Ιούλη 2008) συνέτειναν στην ανατίμησή του. Ήταν μια επιλογή που ανέκαθεν προκαλούσε τριβές στο εσωτερικό της ευρωζώνης. Ιστορικές για παράδειγμα είναι οι φραστικές επιθέσεις του Νικολά Σαρκοζύ στις αποφάσεις της ΕΚΤ, σχετικά με τα επιτόκια για παράδειγμα, όταν ζητούσε λιγότερη αυστηρή και περιοριστική πολιτική και μια χαλαρότερη ισοτιμία έτσι ώστε να υποστηρίζεται η παραγωγή και να διευκολύνονται οι γαλλικές εξαγωγές. Ο γάλλος πρόεδρος μάλιστα έσπαγε με τον τρόπο του τον «κανόνα της σιωπής» των πολιτικών αρχηγών ως προς τις αποφάσεις της ΕΚΤ διεκδικώντας το αυτονόητο: οι πολιτικοί να έχουν λόγο για τη νομισματική πολιτική.

Καιάδας το «σκληρό ευρώ»

Δεν είναι δυνατόν άλλωστε η νομισματική πολιτική να βρίσκεται συνταγματικά μάλιστα, όπως προστάζει το καταστατικό της ΕΚΤ και η περίφημη «ανεξαρτησία» των κεντρικών τραπεζών, εκτός δημόσιας συζήτησης.

Καθόλου τυχαία σε αυτό το πλαίσιο, η «σκληρή» συναλλαγματική ισοτιμία του ευρώ έναντι του δολαρίου που με προνομιακό τρόπο εξυπηρετούσε τους γερμανούς τραπεζίτες. Γιατί ένα «ισχυρό» ευρώ αποτελεί δέλεαρ για τους ανά τον κόσμο κεντρικούς τραπεζίτες ώστε να αυξήσουν τα μερίδια του ευρώ στο σύνολο των αποθεμάτων τους «ξεφορτώνοντας» ανταγωνιστικά νομίσματα όπως το δολάριο. Για όσους τραπεζίτες ή διαχειριστές δε, το έχουν ήδη επιλέξει η ανατίμησή του συνιστά επιβράβευση των επιλογών τους, στο βαθμό που η αποτίμηση των αποθεματικών καταλήγει σε επαυξημένη αξία του χαρτοφυλακίου. Επιβλαβές ωστόσο αποδεικνύεται το «ισχυρό» ευρώ σε ό,τι αφορά την μεταποίηση, σε γενικές γραμμές. Δεν βλάπτει όμως όλους το ίδιο. Γιατί η Γερμανία κατάφερε να βγάλει την μεταποίησή της με κέρδη από το αυτό τον «μεγάλο μετασχηματισμό» μειώνοντας τους μισθούς ή περιορίζοντας την αύξησή τους. Μεταφέροντας έτσι το κόστος, ακόμη και με δυσανάλογους όρους, στους εργαζόμενους εξουδετέρωσε τα προβλήματα που δημιούργησε το ευρώ. Τα προβλήματα άλλωστε δεν ήταν και σοβαρά γιατί τα δύο τρίτα του γερμανικού εμπορίου διεξάγονται στην ευρωζώνη.

Με την Ελλάδα όμως δεν συνέβη το ίδιο. Γιατί πρώτο, το 15% του ΑΕΠ της Ελλάδας προέρχεται από τον τουρισμό κι ο τουρισμός ως γνωστό ευνοείται από «μαλακές» ισοτιμίες και καταδικάζεται από «σκληρές». Δεύτερο, το 56% των ελληνικών εξαγωγών κατευθύνονται εκτός της ευρωζώνης, δεν μένουν συνεπώς ανεπηρέαστες από την ισοτιμία του ευρώ. Κατά συνέπεια η ελληνική οικονομία δέχθηκε πλήγματα από την ισοτιμία του ευρώ.

Δημόσιος διάλογος

Στη βάση όλων των παραπάνω αξίζει να ξεκινήσει από μηδενική βάση ένας δημόσιος διάλογος για τη νομισματική πολιτική της Ελλάδας. Στο πλαίσιο αυτής της αντιπαράθεσης να συζητηθεί ποια ισοτιμία ευνοεί την δημιουργία θέσεων εργασίας, υποστηρίζει την παραγωγική ανασυγκρότηση και την παραγωγή κοινωνικά χρήσιμων αγαθών και υπηρεσιών και επίσης, το σημαντικότερο, ποια νομισματική πολιτική δεν έχει εγγεγραμμένη στα γονίδιά της την λιτότητα αλλά διευκολύνει την εφαρμογή αναδιανεμητικών πολιτικών που αποτελούν την χαίνουσα πληγή της οικονομίας των δύο τελευταίων δεκαετιών.

Με γερμανική βούλα πλέον ο κρατικός προϋπολογισμός (Πριν, 23/5/2010)

Δικαίωμα βέτο στις κρατικές δαπάνες αποκτά το Βερολίνο

Προανάκρουσμα νέων μέτρων οι δηλώσεις Στρος Καν για μειώσεις σε μισθούς

Με φυγή προς τα μπρος προσπαθεί να επιλύσει η Γερμανία τις αντιφάσεις που εκδηλώθηκαν στο εσωτερικό της ευρωζώνης, με αφορμή την δημοσιονομική κρίση. Την εβδομάδα που πέρασε το Βερολίνο έθεσε με ακόμη πιο αυστηρό τρόπο την πρότασή του για ένα σύστημα κυρώσεων σε βάρος των χωρών που εμφανίζουν ελλείμματα. Πρόκειται ειδικότερα για ένα σύστημα κλιμακούμενων ποινών το οποίο θα ξεκινά από την στέρηση του δικαιώματος ψήφου για έναν χρόνο των χωρών που είναι υπόλογες για «δημοσιονομική κραιπάλη» στα συμβούλια υπουργών, θα συνεχίζει με χρηματικά πρόστιμα και θα φθάνει στην ελεγχόμενη χρεοκοπία κι ακόμη την έξοδο από την ευρωζώνη ή την ΕΕ. Καθοριστικός σταθμός σε αυτή τη διαδικασία θα είναι η υποχρέωση κάθε κυβέρνησης να στέλνει σε άλλες κυβερνήσεις προς έγκριση τον κρατικό προϋπολογισμό της πριν εισαχθεί για συζήτηση και ψήφιση στη δική της Βουλή!

Πρόκειται για μέτρα που θα οξύνουν στο έπακρο το δημοκρατικό ζήτημα μια κι εύκολα μπορεί κανείς να καταλάβει ότι δεν θα είναι η Γερμανία αυτή η χώρα που θα στέλνει τον προϋπολογισμό της στον κάθε Γιωργάκη. Αντίθετα οι κυβερνήσεις των μεσογειακών χωρών θα είναι αυτές που θα εξευτελίζονται, λειτουργώντας σαν προτεκτοράτα, καθώς θα περιμένουν από το Βερολίνο το πράσινο φως για τη συζήτηση στη Βουλή. Απώτερος στόχος αυτής της διαδικασίας είναι να θωρακιστεί η πολιτική λιτότητας στις χώρες του νότου που οι κυβερνήσεις τους αποδεικνύονται ευάλωτες στις πιέσεις του εργατικού κινήματος κι επίσης, απώτερος στόχος θα είναι ο ίδιος ο γερμανικός ιμπεριαλισμός να εγγυηθεί τις περικοπές των κοινωνικών δαπανών και την μείωση μισθών και συντάξεων, προς όφελος του κεφαλαίου εν γένει. Αυτό που επιδιώκει η Γερμανία είναι να μην χρειαστεί ξανά να πληρώσει, όπως πλήρωσε πρόσφατα έστω κι αν τα χρήματα που έδωσε σε τελικά ανάλυση πήγαν στα ταμεία των γερμανικών τραπεζών που έχουν αγοράσει ελληνικά ομόλογα. Ακόμη κι έτσι όμως και παρότι η δημοσιονομική πολιτική έγινε ακόμη πιο σφιχτή με τις δεσμεύσεις που ανέλαβαν Ισπανία κι Πορτογαλία, το Βερολίνο θέλει να αποτρέψει νέες αφορμές χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής – όπως συνέβη με την πρόσφατη αγορά κρατικών ομολόγων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ύψους 16,5 δισ. ευρώ, στο πλαίσιο της απόφασης των υπουργών Οικονομικών της ευρωζώνης της 9ης Μαΐου. Η διαδικασία έγκρισης των κρατικών προϋπολογισμών από την γερμανική Βουλή θα ευνοήσει άμεσα το ελληνικό κεφάλαιο καθώς οι διαταγές της Γερμανίας για άγριες περικοπές στον προϋπολογισμό θα στηρίξουν τα δικά του συμφέροντα. Παρόλα αυτά το δικαίωμα βέτο που αποκτά το Τέταρτο Ράιχ από τις μισθολογικές δαπάνες του κρατικού προϋπολογισμού μέχρι τις επιχορηγήσεις της Τοπικής Αυτοδιοίκησης ανοίγει τον δρόμο ώστε μετά τη νομισματική πολιτική το αστικό κράτος να παραιτηθεί κι από τον τυπικό έστω έλεγχο της δημοσιονομικής πολιτικής. Πρόκειται για μεγάλης σημασίας αλλαγή, πραγματική τομή στο πλαίσιο και το περιεχόμενο άσκησης οικονομικής πολιτικής.

Είναι αναγκαίο ωστόσο να ειπωθεί πως ακόμη κι αυτό το μέτρο που συνιστά μια νέα οικονομική και πολιτική κατοχή και θα οδηγήσει σε πείνα, δεν πρόκειται να λύσει το πρόβλημα των δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Οι αποκλίσεις των εσόδων από τα έξοδα μπορεί εκ πρώτης όψεως να φαίνονται αντιμετωπίσιμες αν η εργατική τάξη οδηγηθεί στην εξαθλίωση, κατά βάθος όμως αποτελώντας διαθλασμένη έκφραση της άλωσης της ελληνικής οικονομίας από τον γερμανικό ιμπεριαλισμό, συνιστούν το αποτέλεσμα κι όχι την αιτία. Υπό αυτή την έννοια ακόμη κι από μηδενική βάση, ισοσκελισμένο δηλαδή προϋπολογισμό, να ξεκινούσε ο ελληνικός καπιταλισμός, η δημιουργία ελλειμμάτων θα ήταν ξανά θέμα χρόνου κι άμεσο αποτέλεσμα των ανισοτήτων που γεννά το ενιαίο νόμισμα, προς όφελος του γερμανικού κεφαλαίου. Γι’ αυτό το λόγο η έξοδος από το ευρώ στην πορεία αντικαπιταλιστικής Εξόδου από την ΕΕ, αποτελεί μοναδική προϋπόθεση για την υπέρβαση της τρέχουσας δημοσιονομικής κρίσης, στο πλαίσιο μιας σειράς αλληλοσυμπληρούμενων στόχων όπως η παύση πληρωμών, η κρατικοποίηση τραπεζών κι ο περιορισμός στη διεθνή κίνηση κεφαλαίων έτσι ώστε να καταστούν εφικτές αυξήσεις σε μισθούς και συντάξεις, αύξηση δαπανών για παιδεία και υγεία κοκ.

Στον αντίποδα αυτών των μέτρων (που η δυνατότητα υλοποίησής τους θεμελιώνεται από την εκρηκτική αύξηση του κοινωνικού πλούτου), ο επικεφαλής του ΔΝΤ, Ντομινίκ Στρος Καν, ζήτησε νέες μειώσεις στους μισθούς του ιδιωτικού τομέα. Η ανακοίνωσή του (που διαψεύσθηκε μεν αλλά με την ταυτόχρονη υπογράμμιση της ανάγκης βελτίωσης της ελληνικής ανταγωνιστικότητας…) έγινε μια μέρα πριν φθάσει η πρώτη δόση του δανείου στην Τράπεζα της Ελλάδας, ύψους 20 δισ. ευρώ και προετοιμάζει το έδαφος για τα νέα μέτρα που θα απαιτηθούν εν όψει της δεύτερης δόσης, ύψους 9 δισ. ευρώ που θα καταβληθεί τον Σεπτέμβρη και της τρίτης ισόποσης δόσης που θα καταβληθεί τον Δεκέμβρη. Η απαίτηση κι άλλων αντιλαϊκών μέτρων εμφανίζεται ήδη επιβεβλημένη για την τρόικα και την κυβέρνηση Παπανδρέου στο ραγδαία επιδεινούμενο οικονομικό περιβάλλον αυξανόμενου πληθωρισμού (κατά 4,7% αυξήθηκε τον Απρίλη σε σχέση με τον Μάρτη), ραγδαίας πτώσης της καταναλωτικής ζήτησης και ύφεσης, που οδηγεί σε ναυάγιο τους στόχους αύξησης των φορολογικών εσόδων. Κατ’ επέκταση, η κινδυνολογία του Μαξίμου με αφορμή την μεγάλη επιτυχία της απεργιακής συγκέντρωσης της Πέμπτης (τυχόν ανατροπή ή καθυστέρηση εφαρμογής των μέτρων θα φέρει νέα, ακόμη πιο σκληρά) αποδεικνύεται εκ προοιμίου αβάσιμη καθώς τα νέα, πιο σκληρά μέτρα είναι ήδη προ των πυλών κι η ανακοίνωσή τους θέμα χρόνου. Γι αυτό τον λόγο η ανατροπή του μνημονίου συνεργασίας με την τρόικα αποτελεί μονόδρομο για τους εργαζόμενους!

Αρέσει σε %d bloggers: