Νέα φτώχεια φέρνει η κρίση (Ουτοπία, Οκτώβρης 2008)

Πρωτοφανείς διαστάσεις έχει προσλάβει η διεθνής κρίση που για πρώτη φορά έκανε την εμφάνισή της τον Αύγουστο του 2007 με αφορμή την «πιστωτική ασφυξία», όπως έμεινε στην ιστορία πλέον η ραγδαία επιδείνωση των όρων δανεισμού στη διατραπεζική αγορά. Το πρόβλημα φυσικά δεν ξεκινούσε από το χώρο των πιστώσεων.

Η κατάρρευση της εμπιστοσύνης μεταξύ των κορυφαίων πολυεθνικών μονοπωλίων του χρηματοπιστωτικού τομέα επήλθε ως φυσικό αποτέλεσμα μιας «καινοτομίας», όπως (κατ’ ευφημισμό) αποκαλούταν μέχρι και πριν ενάμισι χρόνο που είχε αναχθεί σε κανόνα με θεμέλιο λίθο την παροχή κτηματικών δανείων ως εγγυήσεων για τον δανεισμό μεταξύ των τραπεζών ποσών που στη συνέχεια έριχναν ξανά στην κτηματική αγορά. Με τι όρους; «Κτηματική αγορά του 105%» περιέγραφε πρόσφατα αμερικανική εφημερίδα τη φούσκα που δημιουργήθηκε στο απόγειο της ανάπτυξης του κατασκευαστικού τομέα και του ευρύτερου κλάδου αγοράς ακινήτων, βοηθούσης φυσικά και της υπερβάλλουσας ρευστότητας ένεκα πολύ χαμηλών επιτοκίων, καθώς για πρώτη φορά και σε αντίθεση με τις πιο απλές αρχές της τραπεζικής όλες σχεδόν οι τράπεζες χορηγούσαν αδιακρίτως δάνεια που όχι απλώς ισοδυναμούσαν με την αξία του υπό αγορά ακινήτου, αλλά ενίοτε την υπερέβαιναν χωρίς τις παραμικρές εγγυήσεις. Υπολογίζεται ότι από τα 15 εκατ. στεγαστικά δάνεια που χορηγήθηκαν από το 2004 μέχρι το 2007 τα 10 δεν πρόκειται να επιστραφούν.

Η ζημιά εν τούτοις είναι πολύ μεγαλύτερη. Κατ’ αρχήν ακόμη και στους ιθύνοντες παραμένει άγνωστη η ακριβής έκτασή της. Δεν είναι αστείο; Τα εξαιρετικής πολυπλοκότητας εργαλεία διαχείρισης κινδύνου και οι σύνθετες εφαρμογές παρακολούθησης των αγορών που είχαν αναπτύξει τράπεζες ακόμη και πανεπιστήμια δεν είναι σε θέση να εντοπίσουν που έχουν διασπαρθεί οι νάρκες των δανείων! Μόλις πέρυσι ο Λευκός Οίκος εκτιμούσε το ύψος των επισφαλών δανείων σε 50 δισ. δολάρια. Στη συνέχεια, τον Απρίλιο, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο «ανέβασε» τις εκτιμήσεις του φθάνοντας τα 945 δισ. δολ. για να φθάσουμε την Τρίτη 7 Οκτώβρη ο ίδιος ιμπεριαλιστικός οργανισμός, υπεύθυνος για την πείνα σε δεκάδες χώρες του Τρίτου κόσμου όπου επέβαλε τα πιο σκληρά προγράμματα ιδιωτικοποιήσεων, να ανακοινώσει πως «οι δηλωμένες ζημιές από την αμερικανική αγορά στεγαστικών δανείων και των διασφαλισμένων σε αυτήν χρεογράφων προσεγγίσουν πια τα 1,4 τρισ. δολ.». Η αλήθεια ωστόσο είναι ότι ακόμη και τώρα, που η μια παραγραφή χρεών διαδέχεται την άλλη και ο ένας τραπεζικός κολοσσός ακολουθεί τον άλλον στην ελεύθερη πτώση του, κανείς δε γνωρίζει με ακρίβεια την έκταση της ζημιάς. Δεν αποκλείεται δηλαδή να ακολουθήσει μια νέα εκτίμηση που θα ανεβάζει ακόμη πιο ψηλά το κόστος. Ο λόγος είναι πως τα υποβαθμισμένα κτηματικά δάνεια πήγαιναν από τράπεζα σε τράπεζα μέσω διαδοχικών μεταβιβάσεων (υπό τη μορφή της εγγύησης ή άλλης) με αποτέλεσμα η διαβρωτική τους επίδραση να έχει προσβάλει ολόκληρο το τραπεζικό σύστημα. Καθόλου τυχαίο δεν είναι το γεγονός ότι ακόμη και μετά την έγκριση από την αμερικανική Βουλή των Αντιπροσώπων του «Σχεδίου Πόλσον» μυθικής αξίας 700 δισ. δολ., την Παρασκευή 3 Οκτώβρη, παρότι μάλιστα προηγήθηκαν ομηρικές αντιπαραθέσεις που ξεκίνησαν με την απόρριψη του σχεδίου από τη Βουλή – πριν ενεργοποιηθούν τα ποικιλώνυμα λόμπι κι αρχίσουν τις πιέσεις, η αντίδραση των χρηματιστηρίων δεν ήταν η αναμενόμενη. Καταποντίστηκαν για την ακρίβεια τη Δευτέρα 3 Οκτώβρη από την Αμερική μέχρι την Ευρώπη και την Ασία.

Συντριβή των χρηματιστηρίων

Η καταβύθιση των χρηματιστηρίων (που έφθασαν σε σχέση με ένα χρόνο πριν να καταγράφουν απώλειες της τάξης του 26% στη Νέα Υόρκη, 29% στο Λονδίνο, 32% στο Τόκιο, 33% στη Φρανκφούρτη, 34% στο Παρίσι, 37% στο Σάο Πάολο και 62% στη Ρωσία τη συγκεκριμένη ημέρα – κι η πτώση συνεχίστηκε τις επόμενες με αμείωτη ένταση) εξέφρασε και συνέπεσε με δύο άλλα γεγονότα που σήμαναν την υποτροπή της κρίσης. Κατ’ αρχήν το πέρασμά της στην Ευρώπη, όπως έδειξαν και οι κατεπείγουσες επιχείρησης διάσωσης χρηματοπιστωτικών και ασφαλιστικών κολοσσών (Dexia, Fortis, B&B κ.α.) που οργάνωσαν μια βδομάδα πριν οι κυβερνήσεις της Αγγλίας, της Γαλλίας, της Γερμανίας, του Βελγίου, της Ολλανδίας και του Λουξεμβούργου για να μην ξεκινήσει έναν ντόμινο καταρρεύσεων που θα οδηγήσει την Ευρώπη σε βαθιά ύφεση. Συνυπολογίζοντας δε το φάσμα της χρεοκοπίας που αντιμετώπισε τις ίδιες μέρες η Ισλανδία, τα σοβαρά προβλήματα που αντιμετώπιζε ήδη η Ευρώπη (με την Ισπανία να πλήττεται από μια κρίση κατάρρευσης της κτηματικής αγοράς εδώ και ένα χρόνο πλέον και την Αγγλία να βρίσκεται στα πρόθυρα της ύφεσης) και τα συντριπτικά πλήγματα που δέχθηκαν από την έκθεσή τους στην αμερικανική αγορά κτηματικών δανείων κορυφαίες ευρωπαϊκές τράπεζες (με την ελβετική UBS χαρακτηριστικότερο κι όχι μοναδικό παράδειγμα όπως μαρτυρά το γεγονός ότι από τα 590 δισ. δολ. παραγραφών μέχρι στιγμής το 40% έχει πραγματοποιηθεί από ευρωπαϊκές τράπεζες) δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι η Ευρώπη ήδη περιδινείται στην πιο βαθιά ύφεση τουλάχιστον κατά τη μεταπολεμική περίοδο. Η συντριβή των χρηματιστηρίων κατά δεύτερο εξέφρασε το πέρασμα της κρίσης στην πραγματική οικονομία με τη μορφή της επιδείνωσης των όρων δανεισμού που δημιουργούν τεράστια εμπόδια στην κερδοφορία του κεφαλαίου – και για όσες επιχειρήσεις φυτοζωούν στο λυκόφως της οριακής κερδοφορίας, απλώς ανυπέρβλητα. Η έκτακτη σύνοδος των τεσσάρων ευρωπαίων ηγετών, (Άγκελα Μέρκελ, Γκόρντον Μπράουν, Σίλβιο Μπερλουσκόνι και Νικολά Σαρκοζύ) κατόπιν αιτήματος του γάλλου προέδρου, το Σάββατο 4 Οκτώβρη, επιβεβαίωσε την κρισιμότητα της κατάστασης.

Παρότι το Συμβούλιο υπουργών Οικονομικών που έγινε τρεις μέρες (μετά σε μια προσπάθεια να εξειδικευτούν οι αποφάσεις των 4 ηγετών κι απ’ όπου η σημαντικότερη είδηση αφορούσε την εγγύηση των καταθέσεων) αποφάσισε ρητά να μη χρησιμοποιηθούν χρήματα των φορολογουμένων για την διάσωση όσων επιχειρήσεων απειλούνται με χρεοκοπία, πρόταση μάλιστα που είχε καταθέσει ρητά ο Ν. Σαρκοζύ στη σύνοδο των 4 για να απορριφθεί κατηγορηματικά από τη γερμανίδα καγκελάριο και τον βρετανό πρωθυπουργό δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ένα πανευρωπαϊκό στη σύλληψή του αλλά εθνικό στην εκτέλεσή του σχέδιο Πόλσον είναι ήδη στα χαρτιά. Πολλοί λόγοι συνηγορούν σε αυτό. Κατ’ αρχήν η γερμανίδα καγκελάριος (ακολουθώντας πιστά το ρητό του αμερικανού κεντρικού τραπεζίτη Μπεν Μπερνάνκι ότι «στα χαρακώματα δεν υπάρχουν άθεοι ούτε στις κρίσεις ιδεολόγοι») δεν δίστασε να σώσει τη Hypo Real Estate Holding μόλις λίγες ώρες πριν προβεί στις σχετικές δηλώσεις εκταμιεύοντας από το γερμανικό δημόσιο ταμείο το αναγκαίο ποσό. Κατά συνέπεια το πρόβλημά του Βερολίνου δεν ήταν να μη νοθευτούν οι αρχές του ανταγωνισμού, αλλά να μη φορτωθούν τη διάσωση των τραπεζών της Πολωνίας, της Λιθουανίας ή, ενδεχομένως πάντα, της Ελλάδας σε μια ακραία περίπτωση που η κρίση θα προσλάβει διαστάσεις εφάμιλλες του 1929. Με την απόφαση που έλαβαν έτσι έστειλαν μήνυμα ο σωθών εαυτόν σωθήτω. Αλλιώς, κανείς να μην περιμένει κοινοτική αλληλεγγύη για να αντιμετωπίσει την επερχόμενη ύφεση και να αρκεστεί στα δικά του δημόσια έσοδα.

Αναπροσανατολισμός δημοσίων δαπανών

Ακόμη κι έτσι όμως, ακόμη δηλαδή κι αν η υπόθεση της διάσωσης των απατεώνων γίνει υπόθεση του κάθε ξεχωριστού αστικού κράτους, αυτό δεν μειώνει σε τίποτε την τεράστια σημασία που θα έχει για την πλειοψηφία της κοινωνίας. Στο βαθμό που στο εξής τα δημόσια έσοδα θα πηγαίνουν για να εξαγοράζει το κράτος χρεοκοπημένους κερδοσκόπους (που στην ανοδική φάση του οικονομικού κύκλου δοξάζουν την ελεύθερη δράση της αγοράς ζητώντας λιγότερο κράτος για τους εργαζόμενους και στην καθοδική προστρέχουν στην θαλπωρή αγκαλιά του κράτους, που αναλαμβάνει πλέον χρέη ασφαλιστικής εταιρείας του κεφαλαίου) οι κοινωνικές δαπάνες θα μειώνονται κάθετα. Κάθε ευρώ που θα πηγαίνει στις τσέπες της αστικής τάξης για να αποτραπεί μια χρεοκοπία θα είναι ένα ευρώ χαμένο από επιδόματα ανεργίας και δαπάνες για υγεία ή παιδεία. Κατά συνέπεια οποιαδήποτε εκδοχή του «Σχεδίου Πόλσον» πρέπει να απορριφθεί κατηγορηματικά από τους εργαζόμενους γιατί όπως ήδη συμβαίνει στις ΗΠΑ θα σημάνει μια άνευ προηγουμένου, ιστορικών διαστάσεων, αναπροσανατολισμό των δημόσιων δαπανών προς όφελος της αστικής τάξης – μάλιστα, των πιο παρασιτικών τμημάτων της.

Προς όφελος της αστικής τάξης λειτουργούν και οι περίφημες ενέσεις ρευστότητας που κάνουν διαρκώς τα κεντρικά πιστωτικά ιδρύματα της Ευρώπης και της Αμερικής έτσι ώστε να ξεπεραστεί η έλλειψη ρευστού της διατραπεζικής αγοράς και να συνεχίσουν οι πιστώσεις να παρέχονται με τον ίδιο ρυθμό. Ωστόσο, παρά το τεράστιο κόστος αυτών των ενέσεων, παρά ακόμη και τις προαναγγελίες νέων μειώσεων στα επιτόκια από την αμερικανική και την ευρωπαϊκή κεντρική τράπεζα, σε μια προσπάθεια να αναθερμανθεί η οικονομία και να σταματήσει η αιμορραγία των χρηματιστηρίων (που μόνο στις ΗΠΑ οι απώλειες 15 μηνών ισοδυναμούν με την μείωση του κεφαλαίου των συνταξιοδοτικών ταμείων κατά 2 τρισ. δολ.) τα επιτόκια της διατραπεζικής βρίσκονται σε ιστορικά υψηλά επίπεδα. Στις 8 Οκτώβρη για την ακρίβεια το επιτόκιο του αμερικανικού νομίσματος στη διατραπεζική αγορά του Λονδίνου (Libor δολαρίου) ήταν 7,35%, όταν η μέση τιμή από το 2000 μέχρι εκείνη την ημέρα ήταν 3,15% και η χαμηλότερη μόλις 0,01%! Οι απαγορευτικές αυτές συνθήκες δανειοδότησης δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα σημάνουν χρεοκοπίες, συρρίκνωση των ρυθμών μεγέθυνσης του ΑΕΠ και ανεργία για τους εργαζόμενους που θα φορτωθούν τα βάρη της κρίσης.

Η κρίση του 2008 που κανείς δεν ξέρει πόσο ακόμη θα συνεχιστεί, τι βάθος θα έχει και ποια επιμέρους τμήματα του κεφαλαίου θα πλήξει (πολλοί για παράδειγμα ήδη φοβούνται την αγορά των πιστωτικών καρτών) έχει τις ρίζες της στην δομική κρίση του καπιταλισμού που ξεκίνησε τη δεκαετία του ’70 με την απότομη πτώση του ποσοστού κέρδους και εξακολουθεί να σέρνεται μέχρι τις μέρες μας, γνωρίζοντας υφέσεις (δεκαετία του ’90 για παράδειγμα στην Αμερική) και εξάρσεις («χρηματιστηριακό κραχ» 1987, σκάσιμο φούσκας νέων τεχνολογιών 2000, κοκ). Παρότι δε κάθε τέτοια υποτροπή γίνεται αντιληπτή με τον πιο έκδηλο τρόπο στη σφαίρα του πλασματικού κεφαλαίου καθώς πάντα συμπίπτει με μια ραγδαία αλλαγή των πιστωτικών συνθηκών, εντούτοις προέρχεται από τη σφαίρα της παραγωγής εκεί που αποσπάται η υπεραξία.

Προμηνύματα νέας οικονομικής κρίσης (Ουτοπία, Φεβρουάριος 2008)

                                                                                                                     Αντιμέτωπες με τον κίνδυνο να περιέλθει η αμερικανική οικονομία σε μια από τις βαθύτερες οικονομικές κρίσεις ολόκληρης της μεταπολεμικής περιόδου υποδέχθηκαν το νέο χρόνο οι αρχές της χώρας.

Τα μηνύματα είχαν αρχίσει να συσσωρεύονται από το καλοκαίρι του 2007 με τη μορφή της «πιστωτικής ασφυξίας» που αντιμετώπισαν τα σημαντικότερα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα των ΗΠΑ πρωτευόντως αλλά και της ΕΕ. Οι αρρυθμίες στην αγορά κεφαλαίων εμφανίστηκαν όταν το σκάσιμο της φούσκας των δανείων χαμηλής πιστοληπτικής ικανότητας στην αμερικανική αγορά ακινήτων, ως αποτέλεσμα της προγενέστερης ανόδου των αμερικανικών επιτοκίων, έφερε στην επιφάνεια έναν εξαιρετικά επικίνδυνο μηχανισμό επέκτασης των πιστώσεων που είχαν δημιουργήσει από κοινού τράπεζες και κάθε είδους πιστωτικοί οργανισμοί που δραστηριοποιούνται στη χορήγηση δανείων. Ο μηχανισμός αυτός, με τη μέθοδο της τιτλοποίησης, μετέτρεπε σε εγγυήσεις για νέα δάνεια όσα είχαν ήδη παρασχεθεί με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μια φούσκα ιστορικών διαστάσεων η οποία στηριζόταν στα δάνεια που είχαν φτάσει να χορηγούν (έναντι προκαταβολής της τάξης του 5% της αξίας του ακινήτου) ακόμη και σε άπορους! Τι πιο φυσιολογικό επομένως από το να σπάσει κάποια στιγμή αυτή η φούσκα, όταν συγκεκριμένα θα ανακοπτόταν η «πλημμυρίδα καταθέσεων», με την ορολογία του διοικητή της αμερικανικής Κεντρικής Τράπεζας, Μπεν Μπερνάνκι, που τροφοδοτούσε τη ρευστότητα.

Οι πρώτοι που ένιωσαν τις δραματικές όπως αποδείχτηκε συνέπειες από την κατάρρευση της αγοράς δανείων χαμηλής πιστοληπτικής διαβάθμισης ήταν οι τράπεζες. Μέχρι την τελευταία μέρα του Ιανουαρίου οι διαγραφές χρεών που αναγκάστηκαν να ανακοινώσουν οι μεγαλύτερες αμερικανικές τράπεζες ήταν κολοσσιαίες και πρωτοφανείς, αναγκάζοντας πολλές από αυτές να αναζητήσουν «λευκούς ιππότες» σε κρατικά επενδυτικά κεφάλαια αναδυόμενων καπιταλιστικών αγορών (από τη Μέση Ανατολή, τη Σιγκαπούρη και την Κίνα) που θα τις γλιτώσουν από τη χρεοκοπία. Οι τράπεζες που προέβησαν σε διαγραφές χρεών από τις ΗΠΑ ήταν: Merrill Lynch (24,4 δισ. δολ.), Citigroup (18,1 δισ.), Morgan Stanley (9,4 δισ.), Bank of America (5,3 δισ.), Bear Sterns (1,9 δισ.) και Wachovia (1,5 δισ.). Εξ ίσου σημαντικές ήταν οι διαγραφές χρεών που ανακοίνωσαν και οι ευρωπαϊκές τράπεζες. Συγκεκριμένα: UBS (18,4 δισ. δολ.), Credit Agricole (3,7 δισ.) HSBC (3,4 δισ.), Deutsche Bank (3,1 δισ.), Societe Generale (3 δισ.) Barclays (2,7 δισ.) και Royal Bank of Scotland (2,5 δισ.). Το τεράστιο ύψος των ποσών που διέγραψαν από τις απαιτήσεις τους μαρτυρά ότι επρόκειτο για ένα σημείο καμπής.

Το μαρτυρά άλλωστε και η ταχύτατη μετάδοση του «ιού των κακών δανείων» και στην πραγματική οικονομία, όπως έδειξε ένα πλήθος ενδείξεων: Η απότομη επιβράδυνση των ρυθμών ανόδου του αμερικανικού ΑΕΠ το τελευταίο τρίμηνο του 2007 κατά 0,7% (από 4,9% το προηγούμενο τρίμηνο), η συρρίκνωση της αμερικανικής αγοράς εργασίας τον Ιανουάριο για πρώτη φορά από το 2003 και με επίκεντρο τομείς που δεν άπτονται άμεσα της κρίσης των «φθηνών δανείων» όπως οι τράπεζες, οι κατασκευές και η αγορά ακινήτων, η μείωση των αποδόσεων των μετοχών στα χρηματιστήρια όλου σχεδόν του κόσμου, η δυσμενής αναθεώρηση από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο των προβλέψεων οικονομικής ανόδου για το 2008, που ήταν ήδη χαμηλότερες από το προηγούμενο έτος κ.ο.κ. Τέλος, ο βάσιμος και σοβαρός χαρακτήρας των ανησυχιών επιβεβαιώθηκε με τον πιο επίσημο τρόπο από τις αμερικανικές αρχές όταν, αφήνοντας για τους αφελείς τους όρκους πίστης στις ικανότητες που έχει το «αόρατο χέρι» της αγοράς να εξασφαλίζει την ισορροπία, προέβησαν σε δύο μέτρα: Αρχικά η κυβέρνηση Μπους, με δικομματική προφανώς συναίνεση, απελευθέρωσε ένα χρηματοδοτικό πακέτο ύψους 150 δισ. δολ. (που για να αντιληφθούμε τη σοβαρότητά του χρειάζεται να πούμε ότι ανέρχεται στο 1% του αμερικανικού ΑΕΠ!) με τη μορφή κυρίως φοροαπαλλαγών και επενδυτικών κινήτρων προς επιχειρήσεις. Κατά δεύτερο προχώρησαν στην κάθετη μείωση των αμερικανικών επιτοκίων, κατά 1,25% σε 9 ημέρες φθάνοντας τα στο 3%, και διευκολύνοντας με αυτό τον τρόπο τα κέρδη των αμερικανικών τραπεζών και φυσικά την άνοδο των μετοχών στα αμερικανικά χρηματιστήρια.

Παρότι ξεφεύγει του παρόντος, δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο το αδιέξοδο στο οποίο οδηγείται η αμερικανική οικονομία καθώς η παραπάνω (ενδεδειγμένη και προφανής για την αστική τάξη) κίνηση αντιμετώπισης της κρίσης, η μείωση των επιτοκίων, οδηγεί σε παροξυσμό το πρόβλημα που ήδη αντιμετωπίζει με το δολάριο. Ειδικότερα, η πτώση των επιτοκίων καθιστά όλο και λιγότερο ελκυστικό το αμερικανικό νόμισμα με αποτέλεσμα η ισοτιμία του έναντι των ανταγωνιστών του και δη του ευρώ να κατρακυλάει και στη συνέχεια να καθίσταται ολοένα και πιο δυσχερής η κάλυψη των διευρυνόμενων ελλειμμάτων του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Το πρόβλημα αυτό οξύνεται από την επιμονή που δείχνει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να κρατάει αμετακίνητα τα επιτόκια στο 4%, επικαλούμενη την αντιμετώπιση των πληθωριστικών φαινομένων με αποτέλεσμα να διευρύνεται η διαφορά μεταξύ των δύο επιτοκίων και η σύγκριση να καθίσταται εντελώς άνιση, εις βάρος του δολαρίου.

Η διαφορετική απάντηση που δίνει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, όσο κι αν υπαγορεύεται από τη σχετικά διαφορετική, μέχρι στιγμής, φάση του οικονομικού κύκλου την οποία διατρέχει η γηραιά ήπειρος σε σχέση με τις ΗΠΑ, έχει δώσει μια νέα και σημαντική ώθηση στη συζήτηση που διεξάγεται στα κέντρα αποφάσεων της αστικής τάξης για το ποια είναι εκείνα τα μέτρα που θα αποτρέψουν την εμφάνιση της κρίσης, φέρνοντας στην επιφάνεια τη διχογνωμία που εμφανίζεται. Στην πραγματικότητα δεν πρόκειται για αλληλοαποκλειόμενες ή ανταγωνιστικές θέσεις. Αυτό φαίνεται με μεγαλύτερη διαύγεια αν εξαλείψουμε το «θόρυβο» που δημιουργούν τα ανταγωνιστικά ιμπεριαλιστικά συμφέροντα μεταξύ ΗΠΑ και Ευρώπης τα οποία πρωτίστως εκδηλώνονται στη σφαίρα των συναλλαγματικών ισοτιμιών και των επιτοκίων των δύο νομισμάτων. Η αμερικανική θέση συνίσταται σε τρία μέτρα: γενναία αύξηση των κρατικών δαπανών (σε μια κοινωνική κατεύθυνση φυσικά διαμετρικά αντίθετη από αυτή του εφαρμοσμένου Κεϋνσιανισμού, καθώς πλέον ωφελημένοι από την αύξηση της ενεργού ζήτησης είναι η αστική τάξη και τα υψηλά εισοδήματα και όχι οι άνεργοι και η φτωχολογιά κατά πως θα υποστήριξαν με αρθρογραφία τους οικονομολόγοι που δε συμμερίζονται την κυρίαρχη ορθοδοξία όπως ο Π. Κρούγκμαν και ο Τζ. Στίγκλιτς), ενεργοποίηση της νομισματικής πολιτικής – όσο ακόμη αυτή προσφέρεται – και επίσης όξυνση του ανταγωνισμού των κεφαλαίων, με απώτερο στόχο ακόμη και την καταστροφή μη ανταγωνιστικών τμημάτων του και τη διευκόλυνση των τάσεων διεθνοποίησης του αμερικανικού κεφαλαίου. Δεν είναι τυχαίο ότι τις μέρες που η FED ανακοίνωνε την μια μείωση επιτοκίων μετά την άλλη και ο Λευκός Οίκος μοίραζε λεφτά στα μεσαία στρώματα και την αστική τάξη, ο Μπους προωθούσε συμφωνία απελευθέρωσης του εμπορίου και των επενδύσεων μεταξύ των ΗΠΑ από τη μια και από την άλλη της Κολομβίας, του Παναμά και της Νότιας Κορέας.

Η απάντηση του ευρωπαϊκού καπιταλισμού, υπό την επίκληση της αντιπληθωριστικής πολιτικής, δίνει προτεραιότητα στη διαδικασία αναδιάρθρωσης των αγορών εργασίας έτσι ώστε να μειωθεί το άμεσο και έμμεσο εργατικό κόστος (καταργώντας ασφαλιστικά δικαιώματα για παράδειγμα), στις ιδιωτικοποιήσεις και στις πολιτικές βίαιης αναδιάρθρωσης του κεφαλαίου στο έδαφος της ευρωζώνης προς όφελος των κεφαλαίων εκείνων που διαθέτουν το συγκριτικό πλεονέκτημα, με αντίτιμο την επέκταση της ανεργίας. Γι αυτό το λόγο η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα εμφανίζεται βασιλικότερη του βασιλέως απέναντι στην αμερικανική κρατώντας τα επιτόκια ψηλά και εφαρμόζοντας έτσι μια περιοριστική νομισματική πολιτική που δεν ευνοεί την απρόσκοπτη και εκτατική αναπαραγωγή του κεφαλαίου.

Σημασία ωστόσο έχει ότι όσο επώδυνες κοινωνικά λύσεις κι αν υιοθετηθούν με σκοπό να ανακάμψει το ποσοστό κέρδους, η πτώση του οποίου αποτελεί τη γενεσιουργό αιτία της καπιταλιστικής κρίσης, η αντιμετώπιση της στην καλύτερη περίπτωση θα είναι συγκυριακή ή θα αφορά τη μετάθεσή της στο μέλλον, όπως συμβαίνει κατά κόρον από το 1973 και μετά, όταν ξέσπασε για πρώτη φορά η τρέχουσα δομική κρίση. Για το παρόν μένει η αποκάλυψη των εγγενών αντιφάσεων του σημερινού, καταστρεπτικού για τις ανθρώπινες δυνατότητες, τρόπου παραγωγής και μια δυνατότητα που προσφέρεται στην Αριστερά να εκμεταλλευτεί αυτή την ευκαιρία, αποκαλύπτοντας τον οπισθοδρομικό χαρακτήρα του καπιταλισμού και τη δυνατότητα του εργαζόμενου ανθρώπου να απελευθερωθεί από τα δεσμά του κεφαλαίου.

Αρέσει σε %d bloggers: