Το κείμενο που ακολουθεί στηρίζεται στην ομιλία του γράφοντα κατά την δημόσια παρουσίαση του βιβλίου του Δημήτρη Στρατούλη στις 30 Νοεμβρίου στο κατάμεστο Σεράφειο του Δήμου Αθηναίων. Στην παρουσίαση επίσης συμμετείχαν οι: Νίκος Χουντής, Σοφία Σακοράφα και Δημήτρης Σαραφιανός ενώ συντόνιζε ο Πέτρος Παπακωνσταντίνου. Μίλησε επίσης κι ο συγγραφέας.

Το βιβλίο του Δημήτρη Στρατούλη «8 μήνες που συντάραξαν την Ελλάδα» (εκδ. Τόπος) αποτελεί μια σοβαρή ευκαιρία για να στραφούμε ξανά στο 2015 και να συζητήσουμε για όσα έγιναν και τις ελπίδες που διαψεύστηκαν. Το βιβλίο περιγράφει με λεπτομέρειες όσα συνέβησαν από τον Ιανουάριο ως και τον Αύγουστο του 2015 και τα ανοιχτά ερωτήματα.
Οι απαντήσεις δεν αφορούν μόνο τους συντρόφους που συμμετείχαν στον ΣΥΡΙΖΑ και στη συνέχεια αποχώρησαν σχηματίζοντας την ΛΑΕ. Αφορούν όλη την Αριστερά, μεταρρυθμιστική και επαναστατική, για έναν λόγο: Επειδή το 2015 έδειξε το άδοξο τέλος ακόμη και των μεταρρυθμίσεων, αν δεν εντάσσονται σε μια στρατηγική που τουλάχιστον έρχεται σε σύγκρουση με τον καπιταλισμό. Έδειξαν ότι η πραγματική Αριστερά που ενδιαφέρεται για την βελτίωση της θέσης των εργαζομένων και της κοινωνικής πλειοψηφίας ή θα αμφισβητεί έμπρακτα τα όρια της καπιταλιστικής κυριαρχίας και θα προκαλεί ρήγματα ή δεν θα είναι Αριστερά. Η ύπαρξή της δε, είναι αυταπόδεικτη στο έδαφος των αδικιών που γεννάει το σημερινό σύστημα και υπερβαίνει τόσο αριθμητικά όσο και κυρίως (λόγω των στόχων) ποιοτικά τις κομμουνιστικές, επαναστατικές δυνάμεις. Σε αυτούς τους σχηματισμούς εναπόκειται να αποφασίσουν αν θα δρουν συμπληρωματικά προς το σύστημα, ή θα υπηρετούν άνευ όρων τα λαϊκά συμφέροντα.
Η άποψή μου δεν συμβαδίζει με την άποψη του συγγραφέα που τονίζει από την εισαγωγή κιόλας (σελ. 17) «ότι κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις τα πράγματα θα μπορούσαν να πάνε αλλιώς». Η καταστροφική εξέλιξη με την υπογραφή του «μνημονίου Τσίπρα» τον Αύγουστο του 2015 κρίνω ότι ήταν μονόδρομος αν πάρουμε υπόψη μας τα ακόλουθα τέσσερα γεγονότα:
Πρώτο, την κατάσταση του εργατικού κινήματος. Να θυμίσω ότι την διετία από τον Μάιο του 2010 (με την μεγαλειώδη πορεία ενάντια στην υπαγωγή στο ΔΝΤ και την κρατική προβοκάτσια στην Μαρφίν) μέχρι τον Φεβρουάριο του 2012 (με την επίσης μεγαλειώδη πορεία ενάντια στην αναδιάρθρωση του χρέους που συνοδεύτηκε από επίδειξη κρατικής καταστολής), η Ελλάδα έζησε μια ανάταση του κινήματος. Εργατικά σωματεία και ομοσπονδίες, θεματικά κινήματα (ενάντια στο χρέος και τις ιδιωτικοποιήσεις) και πλατείες σηματοδότησαν μια αναπτέρωση του ηθικού της κοινωνίας. Για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια ο κόσμος βγήκε στους δρόμους, φιλοδοξώντας να γίνει πρωταγωνιστής. Η Πρωτοβουλία των Πρωτοβάθμιων Σωματείων αποτέλεσε ένα κύτταρο οργάνωσης και συντονισμού της πρωτοπόρας πτέρυγας του εργατικού κινήματος. Από το 2012 ως το 2015 ωστόσο το κίνημα υποχώρησε, κυριάρχησαν οι κοινοβουλευτικές αυταπάτες και η ανάθεση των ελπίδων ανατροπής της επίθεσης σε μια κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ.
Ο συγγραφέας αναγνωρίζει την κατάσταση του κινήματος στο βιβλίο. Αναφέρει (σελ. 21): «Το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα βρέθηκε στις αρχές του 2010, οπότε ξεκίνησαν τα μνημόνια στη χώρα μας, αποδυναμωμένο, απροετοίμαστο, χωρίς στρατηγική, χωρίς σχεδιασμό, χωρίς την αναγκαία πολιτική και οργανωτική ικανότητα ανάπτυξης… με σοβαρότατο το πρόβλημα της συμβιβαστικής στάσης της ηγετικής του πλειοψηφίας λόγω κυριαρχίας σε αυτό του κυβερνητικού, εργοδοτικού, γραφειοκρατικού συνδικαλισμού». Ο Δημήτρης Στρατούλης αναγνωρίζει επίσης την πρωτοκαθεδρία του κινήματος. Αναφέρει στη σελ. 328: «Προοδευτική αντιμνημονιακή ανατροπή δε θα μπορούσε να υπάρξει, αν συνεχιζόταν η κινηματική στασιμότητα και η λογική της ανάθεσης σε μια κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ».
Δεύτερο στοιχείο που πρέπει να λάβουμε υπόψη μας για να ερμηνεύσουμε την υποταγή του ΣΥΡΙΖΑ είναι οι ίδιες του οι αντιφάσεις. Θα συμφωνήσω απόλυτα με τις διαπιστώσεις του συγγραφέα για την προδοσία του ΣΥΡΙΖΑ και την αναίρεση καταστατικών και προγραμματικών δεσμεύσεων από την ηγεσία του. Ακόμη μάλιστα κι από την πρώτη ημέρα της εκλογής του, το βράδυ της Κυριακής 25 Ιανουαρίου, όταν ο Αλ. Τσίπρας στο διάγγελμά του προανήγγειλε ότι θα διαπραγματευτεί «με τους εταίρους μια δίκαιη, αμοιβαία επωφελή και βιώσιμη λύση». Ο συγγραφέας αναφέρει (στη σελ. 47) ότι άλλοι μετάφρασαν ως προσπάθεια εφησυχασμού κι άλλοι ως αυταπάτη της προεδρικής πλειοψηφίας αυτή την δήλωση. Ωστόσο, ο Αλέκος Αναγνωστάκης από τις 4 Ιανουαρίου του 2015 επεσήμαινε τις «γενικόλογες και κατάλληλα διατυπωμένες φράσεις στον λόγο του Αλ. Τσίπρα ώστε να επιδέχονται πολλαπλές ερμηνείες», τονίζοντας την προοπτική «βαθύτερης και οριστικής αφομοίωσης του ΣΥΡΙΖΑ». Για να είμαστε όμως ειλικρινείς πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι όλα όσα υλοποίησε ο Αλ. Τσίπρας και οι συν αυτώ υπήρχαν σπερματικά ως δυνατότητες σε όλες τις κομματικές αποφάσεις. Τα ψηφισμένα ντοκουμέντα του κόμματος είχαν αφήσει ανοικτό το ενδεχόμενο του συμβιβασμού και της συμφωνίας, έστω ως δυνατότητα καίτοι πρόκριναν πιο ριζοσπαστικές λύσεις.
Τρίτο, και σημαντικότερο, στοιχείο που πρέπει να λάβουμε υπόψη μας είναι η ελλιπής προετοιμασία του ίδιου του Αριστερού Ρεύματος. Πολύ σωστά επαναλαμβάνει ο συγγραφέας με διάφορες αφορμές την παντελή έλλειψη προετοιμασίας του ΣΥΡΙΖΑ για όλα όσα έπρεπε να κάνει από την πρώτη μέρα της εκλογής του. Για να είμαστε και πάλι ειλικρινείς η απουσία προετοιμασίας δεν αφορούσε μόνο το πλαίσιο ρήξης αλλά ακόμη και της αστικής διαχείρισης. Ωστόσο, μια αντίστοιχη έλλειψη προετοιμασίας χαρακτήριζε και το Αριστερό Ρεύμα. Η προετοιμασία του Αριστερού Ρεύματος δεν έπρεπε να επικεντρωθεί μόνο, κατά την άποψή μου, στην έγκαιρη συγγραφή νομοσχεδίων για την ανθρωπιστική κρίση και την διαγραφή των χρεών αλλά στην δημιουργία και ενεργοποίηση κοινωνικών μηχανισμών που θα απέτρεπαν την προδοσία του ΣΥΡΙΖΑ. Τα ερωτήματα που θα έπρεπε να απαντούν με θεωρητικούς και υλικούς όρους τα μέλη και τα στελέχη του Αριστερού Ρεύματος από το καλοκαίρι του 2012 ήταν, για παράδειγμα, τα εξής:
- Τι θα κάνουμε αν ο Αλ. Τσίπρας υπογράψει συμφωνία με τους δανειστές και νέο μνημόνιο;
- Ποιες κοινωνικές δυνάμεις θα ενεργοποιήσουμε για να υλοποιηθεί η ψηφισμένη δέσμευση «καμιά θυσία για το ευρώ»;
- Ποια είναι εκείνα τα σωματεία του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα που θα σηκώσουν το βάρος της εμβάθυνσης της ρήξης;
- Υπάρχουν δήμοι που θα μπορούσαν να πρωταγωνιστήσουν; Κι αν προθυμοποιηθούν, τι θα κάνουν;
- Ποια προπαρασκευή απαιτείται σε διεθνές επίπεδο με όρους λαϊκού κινήματος ώστε να προετοιμαστεί και να θωρακισθεί η ρήξη;
Τα ερωτήματα αυτά δεν τα θέτω εν κενώ! Τα θέτω σε συντρόφους και συναγωνιστές που απέδειξαν στην πράξη ότι είχαν ταχθεί με την ρήξη. Εξ ου και η παραίτησή τους, από υπουργεία μάλιστα πρώτης γραμμής, που πιστεύω ότι κάθε αριστερός πρέπει να αναγνωρίσει ότι αποτέλεσε κορυφαία πράξη ηθικής ακεραιότητας και ανιδιοτέλειας. Όχι μόνο σε ελληνικό, αλλά και σε διεθνές επίπεδο! Στον αντίποδα, ας αναλογιστούμε πόσα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ ή και απλοί συμπαθώντες, από βουλευτές και δήμαρχοι μέχρι στελέχη της κρατικής μηχανής, διαπρύσιοι υποστηρικτές της ρήξης και πολέμιοι των μνημονίων μέχρι τον Ιούνιο, έγιναν κήρυκες του συμβιβασμού στη συνέχεια για να μην χάσουν τα οφέλη της εξουσίας…
Τέταρτο και τελευταίο στοιχείο που πρέπει να λάβουμε υπόψη μας για να εξηγήσουμε την κωλοτούμπα Τσίπρα είναι η σημασία που διαδραμάτιζε εκείνη την εποχή η Ελλάδα για το ευρωσύστημα και την ΕΕ. Τούτου δοθέντος, η ρήξη δεν ήταν ένα από τα πολλά ενδεχόμενα, αλλά 100% βεβαιότητα! Η ΕΕ δεν θα άφηνε επ’ ουδενί να εφαρμοστεί ούτε ακόμη κι εκείνο το πρόγραμμα Θεσσαλονίκης. Επίσης, απέναντι μας δεν είχαμε μόνο τον Σαμαρά και μια παραπαίουσα κυβέρνηση. Απέναντί μας είχαμε όλον τον καπιταλισμό, που εξακολουθούσε ακόμη και το 2015 να θεωρεί την Ελλάδα πειραματόζωο και εργαστήριο. Και σε ένα εργαστήριο δεν επιτρέπεις τίποτε να πάει στραβά. Κι αν πάει, είσαι εκεί για να το διορθώσεις…
Για να το πω αλλιώς: αν το κεφάλαιο έχει χίλιους λόγους και μέσα για να μην αφήσει να ξεδιπλωθεί μια επαναστατική στρατηγική σε μια ανεπτυγμένη καπιταλιστική χώρα, οι λόγοι αυτοί αυξάνονται σε εκθετικό βαθμό σε μια χώρα που έχει στραμμένα πάνω της τα βλέμματα του όλος ο πλανήτης. Εδώ όμως υποτιμήθηκε ο αντίπαλος, παρότι οι εκπρόσωποί του το είχαν κάνει αρκούντως σαφές. «Η Ευρωζώνη θα βυθιζόταν σ’ ένα χάος πέρα από κάθε φαντασία αν είχαμε επιτρέψει να φύγει μια χώρα», είχε τονίσει ο Ντάιζελμπουμ σε μια δήλωση που παραθέτει ο Δημήτρης (σελ. 279). Η παραπάνω αναγνώριση σήμαινε ότι η εκλογική επιτυχία του Ιανουαρίου του 2015 δεν θα έκλεινε αλλά θα άνοιγε την αυλαία μιας μακράς περιόδου σκληρών συγκρούσεων στην Ελλάδα.
Αυτή η παραδοχή δεν γίνεται στο όνομα ενός παιδαριώδους αριστερισμού που λατρεύει να επιδίδεται σε πλειοδοσία μεγαλοστομιών και σε εκείνη την συγκυρία υιοθέτησε την «τακτική του ορίζοντα»: όσο πιο εύκολα η κοινωνία υιοθετούσε λόγω της εμπειρίας της ριζοσπαστικούς στόχους (πχ έξοδος από το ευρώ), τόσο πιο γρήγορα, έθετε επιπλέον στόχους (πχ έξοδος από την ΕΕ). Τμήματα της επαναστατικής Αριστεράς αντί να ενδιαφερθούν να εξασφαλίσουν παραπέρα μαζικοποίηση του αγώνα και νίκες, επιδίδονταν σε μια αγωνιώδη προσπάθεια να υιοθετήσει το πρόγραμμα τους η κοινωνία, θέτοντάς το μάλιστα ως όρο για αγώνες. Με αποτέλεσμα αντί να ενώνει να διχάζει…

Οι συγκρούσεις προοικονομούνταν από το επίδικο. Από την δεκαετία του ’70 ακόμη, πολύ πριν το ανακαλύψει η ευρωπαϊκή Αριστερά, μέχρι και σήμερα, όπως δείχνει η τραγωδία της επιχείρησης συναινετικού κουρέματος του χρέους που εξελίσσεται στην Αργεντινή, η «ασφάλεια του δημοσίου χρέους» (κατά το ασφάλεια δικαίου) αποτελεί για τον καπιταλισμό αιτία πολέμου. Το απέδειξε! Κι εμείς το ξέραμε: Αυξήσεις σε μισθούς και συντάξεις σποραδικά δίνουν, αποτυχημένες ιδιωτικοποιήσεις κατόπιν πίεσης ανακαλούν, κοινωνικές δαπάνες επιλεκτικά αυξάνουν, δημοσιονομικά ελλίμματα προκαλούν κι ας ορκίζονται στην δημοσιονομική πειθαρχία, αλλά χρέος κατόπιν απαίτησης των λαών και των κρατών και με τους όρους τους δεν κουρεύουν ποτέ! Εξ ου και η μεθοδική προσπάθεια τυπικής απονομιμοποίησης του δημόσιου χρέους, μέσω του λογιστικού ελέγχου που επιτύχαμε, ως ένα μέσο που θα διευκόλυνε την διαγραφή έστω ενός μέρους του, αλλά με όρους λαϊκούς κι όχι πιστωτών. Κι αυτό μάλιστα προς διάψευση αβασάνιστων προπετειών ότι ο λογιστικός έλεγχος θα νομιμοποιήσει μέρος του χρέους, κ.α.
Δοθέντων των παραπάνω (υποχώρηση κινήματος, κατοχυρωμένη καταστατικά και προγραμματικά, πλειοψηφική δεξιά στροφή ΣΥΡΙΖΑ, ελλιπής προετοιμασία Ρεύματος μπροστά στην αναμενόμενη κυβερνητική υποχώρηση και βεβαιότητα ρήξης) επιχειρώ μια απάντηση στην διαπίστωση του συγγραφέα «για το πολιτικά και ιστορικά τραγικό γεγονός ότι ο ελληνικός λαός δεν τίμησε με την ψήφο του αυτούς που τίμησαν μέχρι τέλους τη δική του ψήφο του και το δικό του “Όχι” στο δημοψήφισμα της 5ης/7/2015», με τις εξής τέσσερις εκτιμήσεις.
- Η πορεία που ακολούθησε ο ΣΥΡΙΖΑ κρίθηκε με την εκπαραθύρωση του Αλέκου Αλαβάνου το 2010. Όλοι αντιλαμβανόμαστε ακόμη και στην Αριστερά την σημασία των προσωπικών ανταγωνισμών, πορειών και φιλοδοξιών. Η εκδίωξή του ωστόσο από τον ΣΥΡΙΖΑ είχε κατά βάση πολιτικά κίνητρα. Μαζί με την θητεία Αλαβάνου τελείωσε και το εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ, ως ενός μεταρρυθμιστικού αριστερού κόμματος, με τα δικά του πάντα λόγια. Στη συνέχεια η δεξιά πτέρυγα του κόμματος (Φλαμπουράρης, Σκουρλέτης, Φίλης, Τσακαλώτος, με προεξάρχοντα τον άνθρωπο – γέφυρα της αστικής τάξης με την Αριστερά, Γιάννη Δραγασάκη) καρπώθηκε την δυναμική του ΣΥΡΙΖΑ γιατί ήξερε ότι το μοναδικό «σημείο πώλησης» ενός αντι-δεξιού κόμματος είναι η αριστερή ρητορική. Μήπως λοιπόν τότε έκλεισε κι ο κύκλος τη αριστερής πτέρυγας του ΣΥΡΙΖΑ;
- Παρόλα αυτά, τα στελέχη του Αριστερού Ρεύματος μήπως θα ήταν καλύτερα αν αρνούνταν τα υπουργεία τον Ιανουάριο του 2015; Αν έμεναν εκτός της κυβέρνησης δε θα χρεώνονταν τον συμβιβασμό και την δημιουργία αυταπατών στον κόσμο της Αριστεράς, ενώ θα οργάνωναν την λαϊκή δράση και θα βάθαιναν την θεωρητική τεκμηρίωση, χωρίς να απολογούνται για τις δισημίες και τα αμφίπλευρα ανοίγματα της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ… Ο Κ. Μάρκου εύστοχα υπενθύμισε ότι ακόμη και ο Αν. Παπανδρέου στο λαό απευθύνθηκε τον Ιούλιο του 1965 για να ακυρώσει τα σχέδια συμβιβασμού του πατέρα του με το παλάτι…
- Παρόλα αυτά, μήπως οι υπουργοί του Αριστερού Ρεύματος έπρεπε να αποχωρήσουν στις 20 Φεβρουαρίου 2015, όταν ο Γιάνης Βαρουφάκης υπέγραψε, την επαίσχυντη συμφωνία παράτασης της δανειακής σύμβασης; Τότε ακριβώς τερματίστηκε η μεταβατική περίοδος και κρίθηκαν όλα για την κυβέρνηση Τσίπρα. Η υπογραφή του νέου μνημονίου ήταν έκτοτε θέμα χρόνου. Να θυμίσω ότι εντός του Φεβρουαρίου η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα είχε ανακαλέσει την κατ’ εξαίρεση δυνατότητα των ελληνικών τραπεζών να ανακτούν ρευστότητα έναντι ομολόγων, είχε παγώσει την αποπληρωμή των κερδών των ελληνικών ομολόγων κι άλλα πολλά. Οι προθέσεις είχαν γίνει γνωστές. Δεν διανύαμε μήνα του μέλιτος μεταξύ κυβέρνησης και πιστωτών που επέτρεπε αβρότητες. Προς τι η επίδειξη καλής θέλησης;
Ο συγγραφέας παραθέτει έναν σχετικό προβληματισμό γράφοντας (σελ. 74 και σελ. 289 ερώτηση υπ. αρ. 15) ότι αν έφευγαν από την κυβέρνηση, τότε θα κατηγορούνταν για υπονόμευση. Μα το παιχνίδι είχε ήδη κριθεί και χαθεί. Συνένοχους αναζητούσε ο Αλ. Τσίπρας… Γράφει επίσης ο Δημ. Στρατούλης ότι «η συντριπτική πλειοψηφία του κόσμου δεν θα κατανοούσε αυτή την στρατηγική». Έχει δίκιο αλλά γι’ αυτό ακριβώς έπρεπε να παραιτηθούν: Ο κόσμος της Αριστεράς δεν θα καταλάβαινε επειδή ακόμη δεν είχε αντιληφθεί τη συνέχεια κι έθρεφε αυταπάτες. Η παραίτησή τους θα διέλυε τις ψευδαισθήσεις και θα συνέβαλε στην αποκάλυψη της προδοσίας του ΣΥΡΙΖΑ, έγκαιρα μειώνοντας τις ζημιές! Ο εγκλωβισμός των συντρόφων του Αριστερού Ρεύματος στην λογική της συμμετοχής έφτασε στο αποκορύφωμά της με την παραμονή τους στην κυβέρνηση μέχρι την ανασχηματισμό στις 17/7 και στην Κοινοβουλευτική Ομάδα και στο κόμμα για ακόμη μεγαλύτερο διάστημα.
4. Το άδοξο τέλος της προσπάθειας έντιμων και συνεπών αγωνιστών να συνυπάρξουν έστω ως μειοψηφία σε ένα αστικό κόμμα όπως ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ έδειξε ότι ο στόχος της προσέγγισης μεγάλων ακροατηρίων ή εκλογής βουλευτών, ως ένα τίμιο μέσο διεύρυνσης της απήχησης, πολλές φορές μπορεί να αποδειχθεί ταφόπλακα της Αριστεράς. Να οδηγήσει σε στρατηγική ήττα ολόκληρη την Αριστερά όπως πολύ εύστοχα αναφέρει ο συγγραφέας στην σελ. 329. Και τούτο τις περισσότερες φορές συμβαίνει ανεξαρτήτως προθέσεων…
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.