Στη σύνοδο του G20, αποφεύχθηκε το φιάσκο
ΚΑΛΕΣ ΠΡΟΘΕΣΕΙΣ
Πράγματι θα μείνει στην ιστορία η σύνοδος των 20 πλουσιοτέρων κρατών του κόσμου που πραγματοποιήθηκε στο Λονδίνο την Πέμπτη 2 Απριλίου, όχι όμως για τους προφανείς λόγους, σε σχέση δηλαδή με τις αποφάσεις που έλαβε για να αντιμετωπίσει την κρίση. Η σύνοδος του G20, η δεύτερη τέτοια σύνοδος μετά απ’ αυτήν που πραγματοποιήθηκε στην Ουάσινγκτον στις 15 και 16 Νοεμβρίου, θα αποτελεί συμβατικά το διεθνές φόρουμ όπου για πρώτη φορά αποτυπώθηκε η συρρίκνωση της αμερικανικής ηγεμονίας και η αδυναμία τους να επιβάλλουν τις αποφάσεις – κάτι χωρίς προηγούμενο στον μεταπολεμικό κόσμο.
Μέχρι και την προηγούμενη μέρα της συνόδου πολλά στοιχεία μαρτυρούσαν ότι η σύνοδος του Λονδίνου θα είχε την τύχη της διακυβερνητικής διάσκεψης που πραγματοποιήθηκε στο Σιάτλ το 1999 στο πλαίσιο του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου. Θα κατέρρεε δηλαδή υπό το βάρος των οξυμένων ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων. Σε αυτό το συμπέρασμα συνέτειναν οι μάχες χαρακωμάτων που έδιναν τα δύο αντίπαλα στρατόπεδα. Από την μια ο γαλλογερμανικός άξονας που συστάθηκε κατά κύριο λόγο με επίκεντρο την αδιάλλακτη θέση των Σαρκοζύ – Μέρκελ εναντίον της πλημμυρίδας ρευστού και υπέρ των μέτρων ρύθμισης των αγορών και από την άλλη ο αγγλοσαξονικός άξονας των Μπράουν – Ομπάμα που πριν τη σύνοδο είχαν κάνει σημαία τους την άνευ όρων και ορίων χρηματοδότηση της οικονομίας με αλλεπάλληλα πακέτα διάσωσης παραπέμποντας στο απώτερο μέλλον την λήψη μέτρων ρύθμισης και εξορθολογισμού του καπιταλισμού.
Σε αυτή τη διελκυστίνδα χαμένο βγήκε το δίδυμο Μπράουν – Ομπάμα καθώς στο τελικό ανακοινωθέν δεν υπάρχει καμιά κατεύθυνση για εκπόνηση νέων πακέτων σωτηρίας, όπως επεδίωκαν αρχικά. Πριν δούμε τις αποφάσεις που λήφθηκαν, αξίζει να τονίσουμε πως παρότι οι τελικές ανακοινώσεις δεν συνιστούν νίκη του γαλλογερμανικού άξονα, καθώς τα μέτρα ρύθμισης που προβλέπονται για τους φορολογικούς παραδείσους και τα κερδοσκοπικά κεφάλαια αντιστάθμισης κινδύνου (hedge funds) είναι ανεπαρκή σε έκταση και υπέρ του δέοντος γενικόλογα, παρόλα αυτά αποτελούν ήττα του αγγλοσαξονικού άξονα. Μια ήττα που έρχεται σαν αποτέλεσμα των τεράστιων ευθυνών που έχουν οι δύο αυτές χώρες για το ξέσπασμα της κρίσης – πληρώνοντας και τώρα το μεγαλύτερο τίμημα, αλλά επίσης και των κινδύνων που δημιουργούν για τη σταθερότητα του συστήματος με τα μέτρα που λαβαίνουν τώρα, όπως φάνηκε από την κριτική που δέχτηκαν!
Η απόφαση των 20 πλουσιότερων κρατών του κόσμου στη σύνοδο του Λονδίνου να ενισχύσουν το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, που κόντευε να ξεμείνει από κεφάλαια, δείχνει την πρόθεσή τους να βάλουν τους εργαζόμενους να πληρώσουν την κρίση που οι ίδιοι προκάλεσαν, μέσα από προγράμματα άγριας λιτότητας και περικοπών.
Ελαστικοποίηση εργασιακών σχέσεων και μειώσεις μισθών σε Ευρώπη και ΗΠΑ
Η σημαντικότερη απόφαση που έλαβε η σύνοδος των 20 πλουσιοτέρων χωρών του πλανήτη στις 2 Απρίλη θα μπορούσε να θωρηθεί απρόβλεπτη ή ακόμη χειρότερα… άσχετη σε σχέση με τα δύο διλήμματα που είχαν τεθεί κατά τη διάρκεια των προετοιμασιών της συνόδου: λιγότερη ή περισσότερη ρύθμιση, το πρώτο, και μικρά ή μεγάλα πακέτα στήριξης της οικονομίας από τις κυβερνήσεις, το δεύτερο. Στην πραγματικότητα ήταν ένα άλμα προς τα μπρος για το κεφάλαιο, μια δημιουργική σύνθεση των υπαρκτών διαφορών τους. Η απόφαση να στηρίξουν το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο με το ιλιγγιώδες ποσό του 1 τρισ. δολαρίων περιγράφει με πηχυαία γράμματα το ταξικό πρόσημο των μέτρων που θα ληφθούν για την υπέρβαση της κρίσης. Απαντάει στο ερώτημα ποιος είναι αυτός που θα πληρώσει για την έξοδο από την κρίση!
Μια πρόγευση αυτού του μέτρου είχαμε πάρει από την πρόσφατη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ. Το Βερολίνο τότε απαντώντας στις εναγώνιες εκκλήσεις των ανατολικοευρωπαίων για μετρητό ώστε να μπορέσουν να αναχρηματοδοτήσουν τις υποχρεώσεις τους, τούς έδειξε το δρόμο προς το ΔΝΤ. Με αυτό τον τρόπο δεν αδιαφόρησε απλώς μπροστά στις τυπικές υποχρεώσεις του, αλλά χωρίς να αναλαμβάνει και το ανάλογο πολιτικό κόστος υπέδειξε στις κυβερνήσεις της Λετονίας, της Ουγγαρίας, της Ιρλανδίας και άλλων χωρών να εφαρμόσουν τα αντιλαϊκά μέτρα που ζητάει το ΔΝΤ ως προϋπόθεση για να χορηγήσει τα δάνεια κι έχουν κάνει όλο τον κόσμο, ειδικότερα στις αναπτυσσόμενες καπιταλιστικά χώρες, να το μισεί. Αρκεί να θυμηθούμε ότι το 1998 – 1999 στο αποκορύφωμα της ασιατικής κρίσης, ακόμη κι ο μετέπειτα νομπελίστας οικονομολόγος Τζόζεφ Στίγκλιτς είχε εξοργιστεί με τους όρους που επέβαλλε το ΔΝΤ ασκώντας δημόσια καυστικότατη κριτική στην πολιτική του, με αποτέλεσμα να απομακρυνθεί από τη θέση του επικεφαλής οικονομολόγου της Παγκόσμιας Τράπεζας, δίδυμης αδερφής του ΔΝΤ. Η κριτική του συνέτεινε ότι εν ολίγοις το ΔΝΤ για να προσφέρει το ρευστό, όταν το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο αρνείται να το κάνει με φυσιολογικά επιτόκια, επιβάλλει ως αντίτιμο την οικονομική ερήμωση της χώρας. Όχι μόνο βαθιά αντιλαϊκά προγράμματα, αλλά και μέτρα ύφεσης που καταλήγουν στην υποβάθμιση της διεθνούς θέσης της χώρας.
Μέχρι πριν λίγα χρόνια δεν χρειαζόταν να επικαλεστούμε τον Στίγκλιτς για να αποκαλύψουμε τον οπισθοδρομικό ρόλο του ΔΝΤ. Καταφεύγουμε όμως τώρα γιατί εδώ και έξι μήνες το ΔΝΤ έχει πάψει να είναι ένας μισητός οργανισμός κι εμφανίζεται σαν μάννα εξ ουρανού και από μηχανής Θεός, με το μοναδικό πρόβλημα σ’ ότι αφορά τη δράση του να εστιάζεται στην έλλειψη κεφαλαίων για να ανταποκριθεί στα καθήκοντά του! Οι όροι υπό του οποίους άνοιξε τους κρουνούς του ακόμη και πρόσφατα πέρασαν έτσι στα ψιλά. Το γεγονός για παράδειγμα ότι στο Πακιστάν το Νοέμβριο επέβαλλε μια σειρά μέτρων με πιο ακραίο τον διπλασιασμό σχεδόν των τιμολογίων του ηλεκτρικού. Στη Λετονία το ΔΝΤ τον Δεκέμβριο επέβαλε την μείωση των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων κατά 15%, των δημοσίων δαπανών κατά 4,5%, πάγωμα των συντάξεων και αύξηση του ΦΠΑ, στην Ουγγαρία και τη Λευκορωσία τον Ιανουάριο την υποτίμηση των εθνικών τους νομισμάτων κατά 22% και 25% αντίστοιχα, ενώ στη γειτονική Τουρκία οι όροι που ζητά είναι τόσο εξωφρενικοί ώστε ο Ερντογάν περίμενε να γίνουν πρώτα οι δημοτικές εκλογές και μετά να προχωρήσει σε ανακοινώσεις.
Αυτήν ακριβώς την πολιτική μείωσης των μισθών, άγριων περικοπών κοινωνικών δαπανών και αύξησης των λαϊκών φόρων αποφάσισαν να στηρίξουν οι ηγέτες των 20 πλουσιοτέρων κρατών του κόσμου. Οι αποφάσεις τους δεν αποτέλεσαν κεραυνό εν αιθρία. Αν μέχρι και την εκπνοή του 2008 αυτό που κυριαρχούσε στις αντιδράσεις των αστικών τάξεων σε όλο τον κόσμο ήταν η αμηχανία και η σύγχυση για το τι δέον γενέσθαι, τους τελευταίους τρεις μήνες αυτό που διακρίνεται είναι μια πολιτική πυγμής για να περάσει το κόστος υπέρβασης της κρίσης στους εργαζόμενους.
Το παράδειγμα δίνει πρώτος απ’ όλους ο γενναιόδωρος κατά τ’ άλλα Μπαράκ Ομπάμα που δεν δίστασε να επαναφέρει το σχέδιο του υπουργού Οικονομικών του Μπους, Χένρι Πόλσον, για την χρηματοδότηση των τραπεζών με 1 τρισ. δολάρια, προκαλώντας έκρηξη χαράς στη Γουόλ Στριτ, που στο άκουσμα της είδησης κατέγραψε την σημαντικότερη άνοδο των τελευταίων πολλών μηνών. Το σχέδιο του Ομπάμα επικρίθηκε ακόμη κι από οικονομολόγους που στηρίζουν ενεργά την πολιτική του, όπως ο Πολ Κρούγκμαν, καθώς στην πράξη είναι ένα σχέδιο εξαγοράς των «τοξικών ομολόγων» από κοινά σχήματα δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, στο πλαίσιο των οποίων το δημόσιο καταβάλει το κόστος κι οι ιδιώτες παίρνουν τα κέρδη, αν υπάρξουν. Το μοναδικό ρίσκο δηλαδή που αναλαμβάνουν είναι να μην… κερδίσουν. Ενώ το αμερικανικό δημόσιο σε κάθε περίπτωση – κερδίσουν ή όχι δηλαδή οι ιδιώτες – βγαίνει χαμένο. Την ίδια ακριβώς εβδομάδα που ανακοίνωσε το σχέδιο για το καθάρισμα των τραπεζών, έβαλε βαθιά το μαχαίρι στον λαιμό των εργαζομένων στην αμερικανική αυτοκινητοβιομηχανία, απαιτώντας την εκχώρηση κι άλλων δικαιωμάτων τους αν θέλουν να ενταχθεί το Ντιτρόιτ σε προγράμματα κρατικής χρηματοδότησης για ν’ αποφύγει τη σίγουρη χρεοκοπία. Το τελεσίγραφο του Ομπάμα προκάλεσε απόγνωση γιατί ακόμη δεν έχει στεγνώσει το μελάνι από τις τελευταίες υποχωρήσεις που έκαναν και θεωρήθηκαν ανεπαρκείς: μείωση αποδοχών καλοκαιρινής αδείας, παραίτηση από το ετήσιο μπόνους που το 2007 έφθασε τα 3.000 δολάρια, κατάργηση της επιδότησης των διδάκτρων για τα παιδιά που σπουδάζουν κ.λπ. Η ίδια κατάσταση κυριαρχεί και στη Γερμανία – σε αυτό το επίπεδο καμία αντίθεση δεν καταγράφεται μεταξύ των πολιτικών κατευθύνσεων που προκρίνουν Ομπάμα και Μέρκελ. Πρόσφατο ρεπορτάζ του γερμανικού περιοδικού Σπίγκελ ανέφερε ότι ο αριθμός των εποχιακών απασχολουμένων τον τελευταίο μόνοι χρόνο έχει πολλαπλασιαστεί στην οικονομική ατμομηχανή της Ευρώπης. Από 15.248 που ήταν καταγεγραμμένοι τον Φεβρουάριο του 2008, τον Φεβρουάριο που μας πέρασε ο αριθμός τους εκτινάχθηκε στους 700.038. «Συμβάσεις περιορισμένης χρονικής διάρκειας, απόλυση εποχιακών απασχολουμένων, πάγωμα προσλήψεων και πρόσκαιρες διακοπές της παραγωγής είναι οι μέθοδοι που μετέρχονται οι γερμανικές εταιρείες για να καθυστερήσουν τις επώδυνες περικοπές θέσεις εργασίας», έγραφε, δείχνοντας έτσι την ταχύτητα με την οποία γενικεύεται η ελαστικοποίηση των σχέσεων εργασίας, ακόμη και στις χώρες που ήταν προπύργιο των σταθερών εργασιακών σχέσεων.
Αν πλάι στα παραπάνω παραδείγματα από τις ΗΠΑ και τη Γερμανία συνυπολογίσουμε τα άγρια αντεργατικά μέτρα που εφαρμόζονται στην Ελλάδα (ελαστικοποίηση των σχέσεων εργασίας μέσω της μείωσης της διάρκειας της εργάσιμης εβδομάδας και των αποδοχών, μηδενικές αυξήσεις για τους εργαζόμενους στο Δημόσιο και τους συνταξιούχους και έκρηξη της ανεργίας όπως δείχνουν οι 80.000 επιπλέον άνεργοι που προστέθηκαν στις λίστες μεταξύ Οκτώβρη και Δεκέμβρη) τότε καταλαβαίνουμε ότι σε όλο τον κόσμο είμαστε στο μέσο μιας ιστορικής στιγμής. Η κρισιμότητα της καθορίζεται από την προσπάθεια που καταβάλλει η αστική τάξη να αναιρέσει κατακτήσεις δεκαετιών οδηγώντας τους εργαζόμενους όλης της γης στη φτώχεια και τη εξαθλίωση. Το ζητούμενο για την αστική τάξη είναι να κάνει μια «επαναφορά συστήματος». Βασικό γνώρισμα αυτής της επαναφοράς είναι η ακραία πόλωση των ταξικών και κοινωνικών ανισοτήτων που συντελείται μέσα από το προπέτασμα καπνού που δημιουργεί η κρίση και μια ψευδαίσθηση πως «όλοι χάνουμε». Στην πραγματικότητα όμως οι ταξικοί συσχετισμού ξαναγράφονται. Στις ΗΠΑ τον Ιανουάριο του 2008, όταν 2 εκατ. Αμερικάνοι έχαναν τα σπίτια τους, περιμένοντας να ζήσουν το υπόλοιπο της ζωής τους χειρότερα απ’ ότι έζησαν μέχρι τότε, μια χούφτα στελεχών της Γουόλ Στριτ που εντάσσεται στην αστική τάξη αύξανε τις καταθέσεις του, μέσα από μπόνους, κατά 32 δισ. δολάρια. Το ίδιο και στην Ελλάδα. Την ώρα που οι εργαζόμενοι στην Αλουμύλ έπρεπε να επιλέξουν ανεργία ή ημιαπασχόληση οι ελληνικές τράπεζες επαναπαύονταν στην αγκαλιά του γενναιόδωρου κράτους που αναλάμβανε χρέη ασφαλιστικής εταιρείας, καλύπτοντας από τα 28 δισ. τις ζημιές από την επέκταση και την κερδοσκοπική τους δράση στα Βαλκάνια και την ανατολική Ευρώπη.
Όξυνση ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων
ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ 200.000 ΕΠΙΠΛΕΟΝ ΠΑΙΔΙΚΟΙ ΘΑΝΑΤΟΙ ΣΤΟΝ ΤΡΙΤΟ ΚΟΣΜΟ ΦΕΤΟΣ ΛΟΓΩ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ
Η κρίση, ως «ανορθολογικός εξορθολογητής» όπως χαρακτηρίστηκε από τον αμερικανό μαρξιστή Ντέιβιντ Χάρβευ σε πρόσφατη συνέντευξή του στο προοδευτικό αμερικανικό δίκτυο Ντιμόκρασυ Νάου, δεν οξύνει την ταξική πάλη εντός των αστικών κρατών μόνο. Παράλληλα οξύνει τους ενδοϊμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς ενώ κράτη και λαούς που ζούσαν στο περιθώριο της καπιταλιστικής ανάπτυξης και στους τροπικούς της εξαθλίωσης (εκεί όπου το αντίστοιχο του άνεργος και άστεγος στη Δύση είναι νεκρός από αρρώστιες και ασιτία) απειλεί να τους αφανίσει.
Επιτροπή της Ουνέσκο πρόσφατα υπολόγισε ότι λόγω της κρίσης 390 εκ. από τους φτωχότερους Αφρικανούς θα δουν το ήδη πενιχρό εισόδημά τους να μειώνεται κατά 20% και οι θάνατοι παιδιών θα αυξηθούν κατά 200.000 με 400.000 περιπτώσεις επιπλέον. Η εμφανής αιτία γι αυτό τον κοινωνικό Αρμαγεδώνα έγκειται στην επενδυτική ξηρασία που ήδη πλήττει την ήπειρο λόγω έλλειψης κεφαλαίων. Υπολογίζεται ότι ενδεικτικά πως οι ροές κεφαλαίων προς τι φτωχές, καπιταλιστικά αναπτυσσόμενες χώρες θα ανέλθουν στα 165 δισ. δολ., λιγότερα από τα μισά από τα περυσινά επίπεδα (466 δισ. δολ.) και ισοδύναμα με το ένα πέμπτο των επιπέδων του 2007.
Η έλλειψη κεφαλαίων δεν είναι αποτέλεσμα της κρίσης γενικά, ή έστω μόνο αυτής. Κυρίως είναι αποτέλεσμα της κεφαλαιακής αφαίμαξης που προκαλούν ΗΠΑ και Αγγλία, ώστε να χρηματοδοτήσουν τα προγράμματα στήριξης των κλυδωνιζόμενων επιχειρήσεων τους. Τα κεφάλαια που υποσχέθηκε η Ουάσινγκτον στη Γουόλ Στριτ για να ξαναστήσει στα πόδι τους τις τράπεζες θα προέλθουν από δύο διαύλους, που ο ένας είναι πιο καταστροφικός από τον άλλο. Θα προέλθουν είτε από δανεισμό είτε από έκδοση νέου χρήματος. Σε κάθε περίπτωση είναι αναπόφευκτος ένας σχετικός πληθωρισμός και πιο σίγουρα μια υποτίμηση του δολαρίου. Οι αναταράξεις που θα επέλθουν στη διεθνή νομισματική ισορροπία ήταν και η αιτία πίσω από την οξεία κριτική που άσκησε ο πρόεδρος της κινέζικης κεντρικής τράπεζας στη νομισματική πολιτική των ΗΠΑ, ζητώντας για πρώτη φορά άμεσα και δημόσια να πάψει το δολάριο να αποτελεί μέσο αποθησαυρισμού (και διεθνών συναλλαγών συμπληρώνουν άλλοι) και να αντικατασταθεί από ένα καλάθι νομισμάτων, όπως είναι τα Ειδικά Τραβηκτικά Δικαιώματα που χρησιμοποιεί το ΔΝΤ για τις συναλλαγές του με τα 185 κράτη μέλη του. Η οργή του κινέζου τραπεζίτη προήλθε από τις μελανές προοπτικές που διαγράφονται για την αξία των κινέζικων συναλλαγματικών αποθεμάτων, εκ των οποίων το ένα τρίτο αξίας 740 δισ. δολ., έχει επενδυθεί σε δολάρια.
Φαίνεται έτσι ότι τα γενναιόδωρα μέτρα στήριξης που ανακοινώνουν Ομπάμα και Μπράουν δεν επαναδιατάζουν τις ισορροπίες μόνο στο εσωτερικό των χωρών τους, ενισχύοντας το κεφάλαιο εις βάρος της εργασίας, αλλά επίσης οξύνουν τις διεθνείς αντιθέσεις καθώς με την εκμετάλλευση προνομίων που αντιστοιχούσαν σε άλλες εποχές, επιχειρούν να στείλουν το λογαριασμό σε άλλες αστικές τάξεις.
ΕΛΛΕΙΨΗ ΟΡΑΜΑΤΟΣ
Μετά την κρίση, στασιμότητα
ΚΑΜΙΑ ΕΛΠΙΔΑ ΑΝΟΔΟΥ
Παράλληλα με το σχέδιο των 20 πλουσιοτέρων κρατών παρουσιάστηκε και το μήνυμα της επιτροπής της Σοσιαλιστικής Διεθνούς για τη διεθνή κρίση, γνωστής κι ως Επιτροπής Στίγκλιτς, στην οποία συμμετέχει κι ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, Γιώργος Παπανδρέου. Πρόκειται για ευχολόγιο, που συγκαλύπτει τις τεράστιες ευθύνες των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων για τη σημερινή κρίση! Ξεκινώντας απ’ όσα αναφέρει, η αναντιστοιχία λόγων και έργων είναι κραυγαλέα. Για παράδειγμα ενώ τονίζει πως «δεν μπορούμε να επιτρέψουμε τα κέρδη να ιδιωτικοποιούνται ενώ οι ζημιές κοινωνικοποιούνται» και προτείνει «να επεκτείνουμε την κοινωνική ασφάλιση παγκόσμια», στην πράξη το ΠΑΣΟΚ συμφώνησε με το ξεπούλημα της Ολυμπιακής στο μονοπώλιο του Βγενόπουλου, ενώ ο σημερινός πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ ήταν ο πρώτος που πρότεινε, από το Λαύριο πριν τις εκλογές του 2004, να απαλλαγούν από τις ασφαλιστικές εισφορές των νέων εργαζομένων οι εργοδότες. Ταυτόχρονα δεν υπάρχει λέξη στο κείμενό τους για την ανάγκη σταθερών εργασιακών σχέσεων και την ανάγκη αποτροπής της ελαστικοποίησής τους ή τη σημασία που έχει σήμερα η αύξηση της φορολογίας των πλουσίων και των εταιρειών. Δεν πρόκειται συνεπώς καν για εναλλακτικό σχέδιο.
Ο αντιδραστικός χαρακτήρας όλων των σχεδίων που προωθούνται αποκαλύπτεται από δύο γεγονότα. Αρχικά από το γεγονός ότι στην πράξη επιδιώκουν να ξαναστήσουν στα πόδια του ένα μοντέλο το οποίο κατάρρευσε παταγωδώς και όλοι οικτίρουν. Μάλιστα, ακόμη κι η επιλογή του Λονδίνου για τη συνάντηση του G20 που αποτελεί σύμβολο της υπερτροφίας του χρηματοπιστωτικού τομέα ακόμη και σήμερα (καθώς το ενεργητικό των τραπεζών του Σίτι εξακολουθεί να είναι πενταπλάσιο από το βρετανικό ΑΕΠ) μόνο θυμηδία προκαλεί. Η αγωνία του Ομπάμα και του Μπράουν να καθαρίσουν με κάθε κόστος τις χρεοκοπημένες τράπεζες και η διοχέτευση τόσων εκατοντάδων δισ. δολ. στα σαθρά θεμέλιά τους με τη ελπίδα να μπορέσουν κάποια στιγμή να κερδίσουν ξανά τη χαμένη τους σταθερότητα δείχνει ότι στην καλύτερη περίπτωση αυτό που επιδιώκουν είναι μια αναστήλωση ενός πλαισίου όχι μόνο βαθιά ταξικού και κοινωνικά άδικου, αλλά επίσης βαθιά κερδοσκοπικού και αναποτελεσματικού, με την έννοια ότι η λειτουργία του έχει ως προϋπόθεση την καταστροφή των παραγωγικών δυνάμεων. Ο αντιδραστικός χαρακτήρας του προωθούμενου σχεδίου αποκαλύπτεται επίσης αν δούμε με πόσο μελανά χρώματα περιγράφουν άπαντες την επόμενη μέρα. «Η ανάκαμψη όταν θα έρθει θα είναι ασθενής» τονίζει ο τελευταίος Εκόνομιστ. Συμπέρασμα που επιβεβαιώνεται όχι μόνο από την εμπειρία των περισσότερων χωρών που δοκιμάστηκαν από κρίσεις την τελευταία εικοσαετία κι οι οποίες στην πράξη δεν απέκτησαν ποτέ τους προγενέστερους υψηλούς ρυθμούς μεγέθυνσης, αλλά κι από την ίδια την εμπειρία των ΗΠΑ και των δυτικοευρωπαϊκών χωρών. Γενικότερα όλες οι χώρες του ΟΟΣΑ ποτέ δεν ανέκαμψαν από την κρίση της δεκαετίας του ’70, με αποτέλεσμα ποτέ να μην επανακτήσουν τους ρυθμούς μεγέθυνσης, αλλά κυρίως το ποσοστό κέρδους που αποτελεί το πιο ασφαλές κριτήριο για την υγεία του καπιταλιστικού συστήματος, των δύο πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών. Στην καλύτερη περίπτωση λοιπόν αυτό που υπόσχονται και γι αυτό το οποίο πασχίζουν θυσιάζοντας έσοδα και πόρους δεκαετιών είναι η επιστροφή σε ένα σύστημα αναιμικών ρυθμών μεγέθυνσης αποδεδειγμένα ανορθολογικό που γεννάει κρίσεις κι ανεργία με την ίδια φυσικότητα που η μέρα διαδέχεται τη νύχτα.
Μου αρέσει αυτό:
Μου αρέσει! Φόρτωση...
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.