Η οικονομική φτώχεια που φέρνουν οι νέοι δημοσιονομικοί κανόνες της ΕΕ και η πολιτική φτώχεια της Αριστεράς, του Λεωνίδα Βατικιώτη

Η ΕΕ ενώ απορρίπτει την πρόταση εξαίρεσης των επενδύσεων από τον υπολογισμό του ελλείμματος συζητάει σοβαρά την εξαίρεση των πολεμικών δαπανών. Προφανώς ο μιλιταρισμός δεν γνωρίζει δημοσιονομικά όρια…

Όταν φθάνουν ακόμη και Γαλλία, Ιταλία να δηλώνουν την αντίθεσή τους στο νέο δημοσιονομικό πλαίσιο που προτείνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή οι δηλώσεις της Αθήνας περί ικανοποίησης, επειδή υποτίθεται ότι προβλέπει μία κάποια χαλάρωση των δημοσιονομικών κανόνων, μόνο μειδιάματα προκαλούν. Είναι η παραδοσιακή ελληνική πρακτική της ανεπιφύλακτης αποδοχής των ευρωπαϊκών όρων που έχει καταδικάσει την Ελλάδα να είναι η μοναδική ακόμη χώρα στην ΕΕ η οποία δεν έχει συνέλθει από την δημοσιονομική κρίση και το ΑΕΠ της υπολείπεται κι όσων πέτυχε την δεκαετία του 2000 – που και τότε ουραγός ήταν.

Αυτή η πραγματικότητα ωστόσο ουδόλως ανησυχεί την κυβέρνηση ή το κεφάλαιο. Ούτε και ότι το 2022 το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών ξεπέρασε τα 20 δισ. ευρώ, επιτυγχάνοντας αρνητικό ρεκόρ 12ετίας! Μόνο τη χρονιά που πέρασε η αύξηση του ελλείμματος ήταν της τάξης των 8 δισ. ευρώ, οφειλόμενη στην αρκετά μεγαλύτερη αύξηση των εισαγωγών έναντι των εξαγωγών, τόσο σε αξία όσο και σε όγκο.

Από την άλλη, τη φωτεινή πλευρά του ελληνικού καπιταλισμού, τα κέρδη ρεκόρ ύψους 8,9 δισ. ευρώ που εξασφάλισαν οι 129 εισηγμένες εταιρείες το 2022, ισοδυναμούν με την δεύτερη καλύτερη επίδοση όλων των εποχών, μετά τα 11,3 δισ. ευρώ που κέρδισαν οι εισηγμένες του 2007. Το ρεκόρ της αφρόκρεμας των ελληνικών επιχειρήσεων είναι άξιο προσοχής για δυο κυρίως λόγους.

Κατ’ αρχάς επειδή η σύμπτωση της έκρηξης κερδών με την φτωχοποίηση της ελληνικής κοινωνίας δείχνει τον ένοχο των ανατιμήσεων. Πίσω από τα αυξημένα κέρδη κρύβονται οι αυξήσεις τιμών. Μάρτυρας τα κατορθώματα των δύο διυλιστηρίων, ΕΛΠΕ του Λάτση και Μότορ Όιλ του Βαρδινογιάννη, που εμφάνισαν καθαρή κερδοφορία 1 δισ. ευρώ έκαστο. Όσο κάθε εργατικό νοικοκυριό ερχόταν σε απόγνωση βλέποντας τον λογαριασμό του ηλεκτρικού, τόσο η αστική τάξη άνοιγε σαμπάνιες για τα μυθικά της κέρδη.

Κατά συνέπεια, η μείωση – ρεκόρ του πραγματικού μισθού στην Ελλάδα μεταξύ 2022 και 2021, κατά 7,4% (μόνο η Εσθονία μας ξεπέρασε!) όπως καταγράφηκε από τον ΟΟΣΑ δεν οφείλεται ούτε σε τυχαία ούτε σε φυσικά φαινόμενα…

Δεύτερο, επειδή το ρεκόρ κερδών δείχνει ότι ακόμη και σε ένα φθίνον μακροοικονομικό περιβάλλον, με ελάχιστες επενδύσεις που κι αυτές τοποθετούνται πρωτευόντως στον τουρισμό και την αγορά ακινήτων – τη χαρά της αρπαχτής δηλαδή – το κεφάλαιο μπορεί να θάλλει, μένοντας αδιάφορο για τους φθίνοντες μακροχρόνιους όρους αναπαραγωγής. Κι όσο θα απουσιάζουν οι όροι μιας σταθερά διευρυμένης αναπαραγωγής τόσο πιο αναγκαία γίνεται μια κυβέρνηση Μητσοτάκη με αποστολή να δίνει το πράσινο φως για υπερκέρδη από ανατιμήσεις.

Αυτό το μακροοικονομικό περιβάλλον θα γίνει ακόμη πιο δυσμενές και η φτώχεια ακόμη πιο μεγάλη αν υιοθετηθεί το νέο δημοσιονομικό πλαίσιο που έθεσε προς συζήτηση η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κι αναμένεται να τεθεί σε ισχύ τον Ιανουάριο του 2024. Εντός του 2023 κι ενώ θα είναι ακόμη σε ισχύ η ρήτρα διαφυγής που τέθηκε σε εφαρμογή για να αντιμετωπιστεί η κρίση της πανδημίας, οι προτάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής θα οριστικοποιηθούν και θα αποφασιστούν στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και θα ψηφιστούν από το Ευρωκοινοβούλιο, στο οποίο αναλογεί ο ρόλος της …γλάστρας που ψηφίζει.

Το νέο δημοσιονομικό πλαίσιο εισάγει μια νέα αρχή, που έχει προκαλέσει έναν μικρό εκνευρισμό στο Τέταρτο Ράιχ και τον παραδοσιακό του σύμμαχο, την Ολλανδία. Υποκαθιστά το άκαμπτο και κοινά αποδεκτό πολυμερές πλαίσιο των σιδερένιων και κοινά συμφωνημένων κανόνων του Μάαστριχτ, με διμερείς συμφωνίες που θα υπογράφει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή με κάθε κράτος – μέλος. Στο νέο αυτό πλαίσιο το κέντρο βάρους μεταφέρεται στις γραπτές δεσμεύσεις των κυβερνήσεων προς την Κομισιόν.

Η αλλαγή αυτή είναι εν μέρει δικαιολογημένη και επιβεβλημένη. Τι στ’ αλήθεια νόημα έχουν οι συνεχείς έλεγχοι για τα «σιδερένια» υποτίθεται κριτήρια του Μάαστριχτ (όριο 3% στο δημοσιονομικό έλλειμμα και 60% στο δημόσιο χρέος) τα οποία ενσωματώθηκαν ατόφια στο Σύμφωνο Σταθερότητα και Ανάπτυξης, όταν η συντριπτική πλειοψηφία των κρατών μελών της ΕΕ παρανομεί εδώ και χρόνια και μια μικρή μειοψηφία – η ίδια κάθε χρόνο – συμμορφώνεται πλήρως ακόμη και σε περιόδους κρίσης;

Κυρίως όμως η συζητούμενη αλλαγή είναι ήσσονος σημασίας, επειδή αφορά τον τρόπο επίτευξης των στόχων, κι επ’ ουδενί την αναγκαιότητα επίτευξής τους ή όχι. Τα όρια του 3% και του 60% παραμένουν αμετακίνητα και γι’ αυτό στην Ελλάδα ο κρατικός προϋπολογισμός του τρέχοντος έτους προβλέπει, για πρώτη φορά μετά από 3 συναπτά έτη, την επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος ύψους 1,67 δισ. ευρώ ή 0,7% του ΑΕΠ, με έναν πολύ χαμηλό μάλιστα προβλεπόμενο ρυθμό μεγέθυνσης της τάξης του 1,8%. Γ’ αυτό επίσης το υπουργείο Οικονομικών επιδίδεται στην γνωστή του τέχνη της απόκρυψης της άσχημης πραγματικής κατάστασης της ελληνικής οικονομίας όπως αποκάλυψε ο πρώην αρμόδιος υπουργός Αλέκος Παπαδόπουλος.

Το νέο δημοσιονομικό πλαίσιο εισάγει επίσημα δύο πρωτοτυπίες, υπό το βάρος της αύξησης του δημόσιου χρέους μετά την πανδημία.

Η πρώτη αφορά τις συμφωνίες που θα συνάπτει κάθε «δημοσιονομικά παραβατικό» κράτος – μέλος της ΕΕ με την ίδια την Επιτροπή, στους όρους της οποίας θα προβλέπονται ο ρυθμός και τα μέσα επίτευξης της δημοσιονομικής ισορροπίας. Η συμφωνία θα έχει διάρκεια 4 ετών και θα μπορεί να επιμηκυνθεί για 3 έτη ακόμη. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι οι χρηματοδοτήσεις εξαρτώνται από την συμμόρφωση του κράτους – μέλους προς τους δημοσιονομικούς στόχους.

Έτσι, η Επιτροπή αποκτά το δικαίωμα σε περίπτωση απόκλισης να κόβει αδιακρίτως κονδύλια, κι ας χρηματοδοτούν την κοινωνική πολιτική…

Η δεύτερη αλλαγή αφορά το ύψος του δημόσιου χρέους που θα πρέπει να μειώνεται κάθε χρόνο σε όσα κράτη μέλη υπερβαίνει το 60% του ΑΕΠ. Μέχρι τώρα η δέσμευση ήταν για μείωση κατά 1/20 ετησίως σε εκείνο το μέρος που ξεπερνάει το ιερό κι απαραβίαστο όριο. Εν τω μεταξύ κανείς 30 χρόνια τώρα δεν μας έχει εξηγήσει γιατί η διαχωριστική γραμμή του «καλού» χρέους από το «κακό» έχει τεθεί σε αυτό το όριο κι όχι στο 50% ή στο 70% ή στο 80% του ΑΕΠ… Ο στόχος της ετήσιας μείωσης του χρέους κατά 1/20 ήταν πολύ φιλόδοξος για να είναι επιτεύξιμος για τους ιέρακες της δημοσιονομικής πειθαρχίας. Κοινώς ανεφάρμοστος! Γι’ αυτό έπρεπε να αλλάξει.

Η πρόταση που κατέθεσαν οι ανεξέλεγκτοι κι αργυρώνητοι αργόσχολοι της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είναι ότι το χρέος πρέπει να μειώνεται κατά 0,5% ετησίως (κι όχι 5%) σε εκείνο το κομμάτι που υπερβαίνει το 60% για όλες τις χώρες μάλιστα με χρέος άνω του 60% κι όχι μόνον για εκείνες που έχουν τεθεί στην επιτηρητική Διαδικασία του Υπερβολικού Ελλείμματος. Πιθανά αυτή η διεύρυνση να ενόχλησε την Γερμανία που πλέον έχει χρέος 67% του ΑΕΠ της, το οποίο αναμένεται να αυξηθεί ραγδαία στο μέλλον τόσο λόγω της κρίσης και του μοιραίου υποβιβασμού της εξ αιτίας της διακοπής των σχέσεων της με την Ρωσία, όσο και λόγω των αυξανόμενων στο εξής πολεμικών δαπανών.

Η ΕΕ μάλιστα ενώ απορρίπτει την πρόταση εξαίρεσης των επενδύσεων από τον υπολογισμό του ελλείμματος συζητάει σοβαρά την εξαίρεση των πολεμικών δαπανών. Προφανώς ο μιλιταρισμός δεν γνωρίζει δημοσιονομικά όρια…

Σε κάθε περίπτωση η προαναφερθείσα μεταρρύθμιση του δημοσιονομικού πλαισίου κρίθηκε υποδεέστερη της αναμενόμενης και απορρίφθηκε ακόμη κι από Γαλλία, Ιταλία. Το ενδιαφέρον τους εξηγείται επειδή μετά την πανδημία η αύξηση του χρέους ήταν μεγαλύτερης στις χώρες της περιφέρειας σε σχέση με τις χώρες του ευρωπαϊκού κέντρου.

Η μεν πρώτη επειδή ο στόχος του ελλείμματος 3% παραμένει, δημιουργώντας ασφυξία στους κρατικούς προϋπολογισμούς, η δε Ιταλία επειδή το αίτημα της να εξαιρεθούν οι επενδύσεις από τον υπολογισμό του δημοσιονομικού ελλείμματος ώστε να δοθεί μια γερή ώθηση στη συσσώρευση του κεφαλαίου έπεσε στο κενό.

Καμιά ωστόσο χώρα δεν έθεσε στο επίκεντρο τις τεράστιες κοινωνικές επιπτώσεις που θα σημάνει η παραμονή ακόμη και στο νέο δημοσιονομικό πλαίσιο των ορίων μείωσης του ελλείμματος και του χρέους 3% και 60% ακόμη κι αν οι τρόποι επίτευξης τους μεταβληθούν! Γιατί είναι σίγουρο πώς όσο παραμένουν τα παραπάνω όρια, τόσο οι χρηματοδοτήσεις στην υγεία, την παιδεία και τις δημόσιες υποδομές θα συρρικνώνονται. Η δε αλλαγή του πλαισίου συμφωνίας από πολυμερές σε διμερές, ανοήτως ανησυχεί την Γερμανία ότι θα δώσει χώρο σε αδιαφανείς πολιτικές συμφωνίες. Αρκεί μια ματιά στην Ελλάδα την περίοδο 2009 – 2018 για να πειστεί κι ο πιο καχύποπτος πώς η «ιδιοκτησία» των προγραμμάτων λιτότητας, κατά την ορολογία του ΔΝΤ που αντιγράφει ακέραια τώρα η ΕΕ, συνοδευόμενη από τη δυνατότητα εκβιασμού με τις χρηματοδοτήσεις, που μετατρέπονται άλλοτε σε μαστίγιο και άλλοτε σε καρότο, αποτελεί την πιο αποτελεσματική μέθοδο πειθαναγκασμού των κυβερνήσεων να πλειοδοτήσουν σε μέτρα λιτότητας και φτωχοποίησης της κοινωνίας.

Η Αριστερά απέναντι στο νέο δημοσιονομικό πλαίσιο

Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν εξέδωσε καν μια ανακοίνωση να αποδοκιμάσει το νέο και υπό διαμόρφωση ακόμη πλαίσιο, δηλώνοντας έτσι την πρόθεσή του να προσαρμοστεί αναντίρρητα στις προδιαγραφές του, όποτε κερδίσει τις εκλογές. Η ανάγκη διαφοροποίησης του ΣΥΡΖΑ από τις προτάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ήταν επιβεβλημένη επειδή ισοδυναμεί με την ακύρωση ακόμη κι αυτών των ρηχών εξαγγελιών του, που δεν σηματοδοτούν καμιά βελτίωση στη θέση των εργαζομένων. Την περίοδο 2015 – 2019 άλλωστε έδειξε ότι δεν διστάζει να υλοποιήσει καμιά απαίτηση της ΕΕ αν πρόκειται να εξασφαλίσει το χρίσμα της. Γιατί να μην το επαναλάβει και τώρα;

Την έκπληξη πάντως εδώ την είδαμε από το νεοπαγές σχήμα «ΜΕΡΑ 25 Συμμαχία για τη Ρήξη». Κι ήταν έκπληξη αρνητική. Από την ίδρυση του ΜΕΡΑ 25 η ηγεσία του κατέβαλε μια επίμονη προσπάθεια να απαλλαγεί από τα βαρίδια του πρώτου εξαμήνου του 2015: Ευθύνη για συμφωνία 20ης Φεβρουαρίου, αποδοχή 70% των μνημονίων, κοκ. Αυτή η απομάκρυνση θα μπορούσε να γίνει δεκτή, αν συνοδευόταν από μια άλλη αντίληψη για τις υποκείμενες αιτίες. Είναι άλλο ένα να λες «δεν ήξερα το χαρακτήρα της ΕΕ, έσφαλα και τώρα αντιπαλεύω την ΕΕ γιατί θα μας στριμώξουν ξανά στα σχοινιά», κι άλλο «δεν μπορούσα να προβλέψω τις συνέπειες», όταν μάλιστα ένα αξιόλογο ποσοτικά και ποιοτικά δυναμικό προέβλεπε από το 2010 ακόμη ότι το ερώτημα ήταν «δραχμή ή μνημόνια». Εντός του ευρώ και της ΕΕ τα μνημόνια ήταν αναπόδραστα, όπως αποδείχτηκε. Το δε «σκίσιμο των Μνημονίων» ισοδυναμούσε με έξοδο από ευρώ και ΕΕ…

Και σήμερα μάλιστα οι μύδροι κατά των Μνημονίων όσο οι κινητήριες δυνάμεις τους παραμένουν στο απυρόβλητο αναπαράγει ψευδαισθήσεις και ήττες.

Εσχάτως, η διεύρυνση του ΜΕΡΑ 25 με δυνάμεις που έθεσαν έγκαιρα και με πειστικό τρόπο, αν και ολίγον δογματικά και μονοσήμαντα, το θέμα της εξόδου από το ευρώ, δημιούργησε τη δυναμική ώστε η αυτοκριτική του ΜΕΡΑ 25 να φτάσει στο φυσιολογικό της τέλος. Δηλαδή να ολοκληρωθεί υιοθετώντας και το αίτημα της διπλής εξόδου. Κι αντί γι’ αυτή την στροφή προς τα αριστερά είδαμε να εμπεδώνονται οι αμφιλεγόμενες διακηρύξεις που, στο τέλος της ημέρας, αφήνουν ανοιχτούς όλους τους δρόμους. Ο προ-κυβερνητικός ΣΥΡΙΖΑ μάλιστα πρέπει να ομολογήσουμε πώς ήταν πιο θαρραλέος στην υιοθέτηση αριστερών αιτημάτων…

Η παραμονή στο πολυσήμαντο κενό του κέντρου επισημοποιήθηκε με το σχέδιο Δήμητρα, που παρουσιάστηκε μάλιστα δημόσια ενώ κορυφωνόταν η διαπάλη για τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες της ΕΕ. Το σχέδιο Δήμητρα δεν είναι σχέδιο σωτηρίας, ούτε καν ένα σχέδιο που προσπερνάει τις βασιλικές οδούς της λιτότητας. Είναι σχέδιο συσκότισης των πραγματικών αιτιών της λιτότητας, της φτωχοποίησης και της μετατροπής της Ελλάδας σε αποικία χρέους.

Επί της ουσίας, η προσπέραση των τραπεζών μέσω ενός δικτύου συμψηφισμών χρεώσεων και πιστώσεων από την μεριά του κράτους, των εργαζομένων και των ιδιωτών κανείς δεν θα διαφωνήσει ότι είναι όχι μόνο εφικτό αλλά κι αναγκαίο. Μόνο χρυσοπληρωμένα παπαγαλάκια της τραπεζικής μαφίας συνεχίζουν να εμφανίζουν τις χρεοκοπημένες τράπεζες – ζόμπι ως αιμοδότη ή νευρικό σύστημα της ελληνικής οικονομίας.

Ωστόσο ανάλογα σχέδια κατατέθηκαν ξανά και ξανά στο παρελθόν. Ας θυμηθούμε τα ευρω-ομόλογα και τα «αιώνια ομόλογα» βάσει των οποίων η Ελλάδα υποτίθεται θα μπορούσε να ξεπεράσει το πρόβλημα της πρόσβασης στις αγορές και να αναδιαρθρωθεί το ελληνικό δημόσιο χρέος – χωρίς διαγραφή, παραπέμποντας στο μέλλον την αποπληρωμή τους. Ενώ η ΕΕ τα χρησιμοποίησε για να χρηματοδοτήσει μερικώς το Ταμείο Ανάκαμψης, απέτυχαν να αποτελέσουν μια εναλλακτική φιλολαϊκή, αριστερή λύση επειδή το πρόβλημα του ελληνικού χρέους ποτέ δεν ήταν τεχνικό. Ήταν πολιτικό! Έτσι και τώρα, το πρόβλημα των ελληνικών τραπεζών, που υποτίθεται θα υπερβεί η Δήμητρα, δεν είναι τεχνικό, αλλά πολιτικό. Οι χρεοκοπημένες ελληνικές τράπεζες, που συνεχίζουν να λειτουργούν επειδή έχουν εξαιρεθεί από τη πληρωμή φόρων, θα εξελιχθούν σε σιδερένια γροθιά του κεφαλαίου, όπως συνέβη και το 2015 πριν και μετά το δημοψήφισμα, επειδή αποτελούν συμπύκνωση της σύγχρονης πολιτικής και οικονομικής εξουσίας, βάσει των αρμοδιοτήτων που εκχωρεί στις τράπεζες η ΕΚΤ και η ίδια η ΕΕ. Αλλοίμονο σε όσους δεν το κατάλαβαν τότε κι εξακολουθούν να μην το καταλαβαίνουν ακόμη και σήμερα…

Έξω από την ΕΕ, αλλά όχι έξω από το ευρώ

Αντί παρένθεσης, η πρόταξη της δραχμής δεν ισοδυναμεί με καμιά επιστροφή σε κάποιο ειδυλλιακό παρελθόν που ουδέποτε υπήρξε, αλλά ακόμη κι αν υπήρξε κάθε επιστροφή στο παρελθόν είναι εξ ορισμού οπισθοδρομική κι αντιδραστική, πέρα από γραφική είτε στην ρετρό είτε στην vintage εκδοχή της. Η πρόταξη της δραχμής δεν ισοδυναμούσε ούτε με την καθαγίαση του καπιταλισμού της δραχμής όπως υποστήριζαν το 2012-2015 μαρξιστές διανοούμενοι του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και το ΚΚΕ πολεμώντας το αίτημα για εθνικό νόμισμα. Οι μεν για να προσδώσουν μια μαρξιστική αχλή στο προφίλ του ΣΥΡΙΖΑ και οι δε για να καταθέσουν πειστήρια υπευθυνότητας στο κεφάλαιο σε μια περίοδο τριγμών, που το «ευρωπαϊκό όραμα» δέχθηκε την μεγαλύτερη του αμφισβήτηση. Εκτός κι αν το αίτημα του ΚΚΕ για έξοδο από την ΕΕ, το ΝΑΤΟ και την απομάκρυνση των αμερικανικών βάσεων από την Ελλάδα – αιτήματα που με συνέπεια προτάσσει εδώ και χρόνια, ισοδυναμούν με μια Ελλάδα εκτός ΕΕ και ΝΑΤΟ μεν, καπιταλιστική δε. Με άλλα λόγια όπως το αίτημα για έξοδο από την ΕΟΚ παλιότερα και την ΕΕ σήμερα δεν ισοδυναμεί με την αναπόληση μιας καπιταλιστικής Ελλάδας εκτός ιμπεριαλιστικών ολοκληρώσεων, ούτε επιβάλλεται από καπιταλιστές που έχουν συμφέρον από την έξοδο, έτσι και το αίτημα για έξοδο από το ευρώ δεν αποτελούσε αυτοσκοπό. Συμπύκνωνε τις αντιθέσεις της συγκυρίας, προκαλούσε ρήγματα στο αστικό στρατόπεδο, εξυπηρετούσε τα λαϊκά συμφέροντα γιατί αδρανοποιούσε τον έναν από τους δύο εχθρούς και μπορούσε να δημιουργήσει αυτοπεποίθηση αν υλοποιούνταν με αριστερούς όρους – κι όχι με όρους Σόιμπλε.

Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, από την άλλη, υποτιμώντας την αυτοτέλεια του αιτήματος της εξόδου από το ευρώ και ταυτίζοντας το με το αίτημα της εξόδου από την ΕΕ, απέτυχε να συμπορευτεί και να εκφράσει ευρύτερα τμήματα του λαού που συνειδητοποιούσαν για πρώτη φορά  τον πολιτικό ρόλο του κοινού νομίσματος κι δήλωναν διατεθειμένα να αντιπαλέψουν την πιο προωθημένη μορφή της ιμπεριαλιστικής ενοποίησης τη νομισματική. Κι έτσι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ αντί να ενώνει, διασπούσε. Όπως και σήμερα με την πολιτική τακτική της.

Τούτων δοθέντων το αίτημα της ακύρωσης των νέων δημοσιονομικών κανόνων, έστω ως ευαίσθητος σεισμογράφος, δεν αποτελεί μόνο όρο εκ των ων ουκ άνευ για μια φιλολαϊκή πολιτική, αλλά και κριτήριο για την ψήφο των αριστερών. Κι οι δυνάμεις της Αριστεράς στη σημερινή συγκυρία αδυνατούν να το διαχειριστούν ενωτικά και με ελπίδες νίκης.

Μακρά περίοδο ύφεσης και χρεοκοπιών φέρνει η αύξηση των επιτοκίων και ο ανένδοτος κατά του πληθωρισμού, του Λεωνίδα Βατικιώτη

Προς όφελος του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου η τιθάσευση του πληθωρισμού σε ΗΠΑ και Ευρώπη

Απαθής και ασυγκίνητη παρακολουθεί η οικονομική και πολιτική ηγεσία το ντόμινο καταρρεύσεων που πυροδότησε η άνοδος των επιτοκίων! Στο ερώτημα δε που αυθόρμητα προκύπτει αν οι κεντρικές τράπεζες θα σταματήσουν τις αυξήσεις των επιτοκίων δανεισμού, τώρα που έγιναν ορατές οι καταστρεπτικές, υφεσιακές επιπτώσεις τους η απάντηση είναι αρνητική. Η άνοδος των επιτοκίων θα συνεχιστεί!

Το πολύ – πολύ με ένα μικρότερο ρυθμό ή με χαμηλότερη ένταση όπως για παράδειγμα έκανε η αμερικανική κεντρική τράπεζα στις 2 Φεβρουαρίου και στις 22 Μαρτίου αυξάνοντας τα επιτόκια κάθε φορά μόνον κατά 0,25% για να φτάσουν στο 4,75%-5% που είναι το υψηλότερο σημείο τους από τον Οκτώβριο του 2007. Πριν δηλαδή ξεσπάσει η χρηματοπιστωτική κρίση στην αμερικανική αγορά ενυπόθηκων δανείων που στη συνέχεια γενικεύτηκε για να εξελιχθεί στην ευρωζώνη σε κρίση του ευρώ και στην Ελλάδα σε δημοσιονομική κρίση.

Είμαστε μόνο στην αρχή

Η αποφασιστικότητα των κεντρικών τραπεζών να συνεχίσουν την αύξηση των επιτοκίων δανεισμού, αδιαφορώντας για το οικονομικό και πολιτικό κόστος, υπογραμμίστηκε από μια σειρά γεγονότων. Από κοινού επιβεβαιώνουν ότι είμαστε μάρτυρες μιας κρίσης που θα κρατήσει χρόνια. Εντελώς ενδεικτικά:

  • Την δήλωση του γερμανού κεντρικού τραπεζίτη Χοακίμ Νάγκελ στις 24 Μαρτίου (αφού δηλαδή η μετοχή της Ντόιτσε Μπανκ είχε πέσει κατά 14%) ότι όχι μόνο πρέπει να συνεχιστούν οι αυξήσεις των επιτοκίων του ευρώ, αλλά πρέπει επίσης να παραμείνουν σε υψηλά επίπεδα. Με άλλα λόγια, η άνοδος να διατηρηθεί κι όχι να ακολουθήσει μια ραγδαία πτώση.
  • Την κριτική του ισχυρού άνδρα της JPMorgan προς τον επικεφαλής της αμερικανικής κεντρικής τράπεζας, Τζ. Πάουελ, κι ενώ μάλιστα σε 11 ημέρες είχαν καταρρεύσει 4 τράπεζες στις ΗΠΑ (Silicon Valley Bank, Signature Bank, Credit Suisse και First Republique), «με όλο τον σεβασμό, αλλά η κατάσταση με τον πληθωρισμό έχει ξεφύγει από τον έλεγχό του»…
  • Την προτροπή του ΟΟΣΑ προς τις κεντρικές τράπεζες, στις 17 Μαρτίου μια μέρα δηλαδή μετά την αύξηση των επιτοκίων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας κατά 0,5% στο 3,5%, να μην παρεκκλίνουν από την αύξηση των επιτοκίων που έχουν αποφασίσει, μέχρι να τιθασευθεί και ο δομικός πληθωρισμός.
  • Τέλος, τις προβλέψεις που διατυπώνονται και συντείνουν ότι η τρέχουσα αναστάτωση θα διαρκέσει τουλάχιστον 12 ως 18 μήνες. Ο ΟΟΣΑ για παράδειγμα εκτιμά ότι τα επιτόκια δεν θα μειωθούν πριν το 2024. Το ίδιο «ψήφισαν» κατά 53% και άνθρωποι της αγοράς στους οποίους απευθύνθηκε το πρακτορείο Bloomberg.

Ο λόγος για τον οποίο όλες οι κεντρικές τράπεζες επιστρέφουν σιγά – σιγά στα επιτόκια δανεισμού που υπήρχαν πριν την κρίση του 2008 είναι η τιθάσευση του πληθωρισμού ή η μονεταριστική ορθοδοξία, δεδομένου ότι στις ΗΠΑ, στην Ευρωζώνη και σε όλο σχεδόν τον δυτικό κόσμο τα επίπεδα του πληθωρισμού τα τελευταία δύο χρόνια είναι πρωτοφανή για τις τελευταίες δεκαετίες.

Οι αυξήσεις μάλιστα των επιτοκίων, που ξεκίνησαν το 2022, όπως και τα συνοδευτικά μέτρα περιορισμού της ρευστότητας μέσω της σταδιακής αναίρεσης των μέτρων νομισματικής χαλάρωσης, έχουν μέχρι τώρα επιδράσει θετικά στην αποκλιμάκωση του πληθωρισμού. Ο πληθωρισμός δηλαδή οριακά μεν, αλλά μειώθηκε. Ως αποτέλεσμα η αργή, αλλά ορατή πορεία επανόδου του πληθωρισμού στα προγενέστερα επίπεδα λειτουργεί κι ως πράσινο φως για τους διαμορφωτές της οικονομικής πολιτικής ώστε να συνεχίσουν την αύξηση των επιτοκίων, αδιαφορώντας για τις επιπτώσεις.

Μια πιο προσεκτική ματιά ωστόσο στις πηγές προέλευσης του πληθωρισμού δείχνει ότι κυρίως στη ευρωζώνη (στο αριστερό διάγραμμα) η άνοδος των τιμών προήλθε από την αύξηση στις τιμές της ενέργειας (κίτρινο χρώμα στα διαγράμματα), αρχής γενομένης από το 2021. Όταν συγκεκριμένα η ΕΕ εξήγγειλε ένα νέο πακέτο επιτάχυνσης της πράσινης μετάβασης, υπό τον γενικό τίτλο «προσαρμογή στο 55%» που περιλαμβάνει πλήθος νεοφιλελεύθερων και αντιλαϊκών μέτρων για την μείωση των εκπομπών επικίνδυνων αερίων του θερμοκηπίου κατά 55%. Στη συνέχεια οι κυρώσεις στη Ρωσία οδήγησαν σε περαιτέρω αύξηση των τιμών ενέργειας. Μιλώντας ωστόσο για την ευρωζώνη αυτό που ξεχωρίζει είναι ότι το πρόβλημα του πληθωρισμού ξεκινάει από την ενέργεια, ενώ (προς επίρρωση του προηγούμενου συμπεράσματος) ο δομικός πληθωρισμός αυξήθηκε δευτερογενώς ως αποτέλεσμα της αύξησης των τιμών στην ενέργεια, όταν οι επιπτώσεις τους άρχισαν να διαχέονται σε όλη την οικονομία παράγοντας νέα κύματα ανατιμήσεων.

Κατά συνέπεια, αν κυβερνήσεις και οργανισμοί πράγματι ήθελαν να μειώσουν τον πληθωρισμό σε ευρωζώνη, ΗΠΑ, Αγγλία κ.λπ. θα έπρεπε να αναιρέσουν τις αιτίες που τον δημιούργησαν, δηλαδή να τιθασεύσουν τις τιμές στην ενέργεια αλλάζοντας τα μέτρα πολιτικής για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής κι ανακαλώντας τις κυρώσεις στη Ρωσία.

Στο απυρόβλητο οι αιτίες του πληθωρισμού

Αντίθετα, η ακολουθούμενη οδός, αύξηση του κόστους του χρήματος μέσω της αύξησης των επιτοκίων που επιλέγουν Fed, ΕΚΤ και λοιποί μπορεί να κριθεί στο τέλος, πχ το 2024, αποτελεσματική, στο ενδιάμεσο όμως θα έχει προκαλέσει αλλεπάλληλες δραματικές αλλαγές στην οικονομία. Η αύξηση του κόστους εξυπηρέτησης των στεγαστικών και άλλων δανείων από  εκατομμύρια νοικοκυριά σε όλη την Ευρώπη και στις ΗΠΑ είναι η πρώτη συνέπεια και ισοδυναμεί με φτωχοποίηση. Επίσης, ισοδυναμεί με μεταφορά πλούτου από εργαζόμενους, αυτοαπασχολούμενους και μικρομεσαίους προς τους τραπεζίτες που θα επωφεληθούν με την είσπραξη επιπλέον τόκων για κεφάλαια τα οποία έχουν εδώ και καιρό καταβάλει.

Υπάρχουν ωστόσο και ζημιές για τους τραπεζίτες κι είναι αυτές ακριβώς οι ζημιές που οδήγησαν στις τραπεζικές καταρρεύσεις και τις απώλειες των τραπεζικών μετοχών την προτελευταία εβδομάδα του Μαρτίου. Η άνοδος των επιτοκίων προκαλεί απώλειες στα ομόλογα σταθερού επιτοκίου όσο εκδίδονται νέα ομόλογα με υψηλότερες αποδόσεις, που παίρνουν υπόψη τους το νέο επίπεδο των επιτοκίων. Για να μπορέσουν οι τράπεζες να ανταποκριθούν στις τρέχουσες υποχρεώσεις του, πχ αναλήψεις που μάλιστα θα είναι σημαντικά αυξημένες στο εξής επειδή ειδικά οι επιχειρήσεις όλο και περισσότερο θα χρησιμοποιούν τα αποθεματικά τους για επενδύσεις αντί του σχεδόν δωρεάν τραπεζικού χρήματος του παρελθόντος, είναι αναγκασμένες να ρευστοποιούν ομόλογα σταθερού εισοδήματος με ζημιά. Σε αυτό το πλαίσιο πίσω από τις ειδήσεις για αυξημένες αναλήψεις, όπως πχ συνέβη στις ΗΠΑ όπου οι καταθέσεις πραγματοποίησαν την μεγαλύτερη πτώση εδώ κι ένα χρόνο, κατά 98,4 δισ. ευρώ φτάνοντας στα 17,5 τρισ. δολ., σημασία έχουν οι ζημιές που αναλαμβάνουν οι τράπεζες πουλώντας ομόλογα για να καλύψουν τις αυξημένες αναλήψεις. Αυτή ακριβώς είναι η εστία των κλυδωνισμών που ταράσσουν τις τράπεζες, εδώ και λίγες εβδομάδες.

Κατά συνέπεια, οι εφησυχαστικές υποτίθεται διαβεβαιώσεις του γερμανού καγκελάριου Όλαφ Σολτς για τα κέρδη της Ντόιτσε Μπανκ ή ακόμη και των Ελλήνων πολιτικών για την ισχυρή κεφαλαιακή βάση των ελληνικών τραπεζών είναι από παντελώς άσχετες έως εντελώς παραπλανητικές. Το πρόβλημα σήμερα δεν είναι ριψοκίνδυνες τραπεζικές τοποθετήσεις, που παραπλανούσαν ρυθμιστές αρχές και πελάτες στο πλαίσιο ενός απορυθμισμένου χρηματοπιστωτικού τοπίου γενικευμένης ασυδοσίας, όπως συνέβαινε με τα δομημένα ομόλογα την πρώτη δεκαετία του 21ο αιώνα. Το πρόβλημα τον Μάρτιο του 2023 έγκειται στις πιο «καθαρές» και συνηθισμένες επενδύσεις, σε βαθμό κοινοτοπίας, που κάνουν οι τράπεζες: τις επενδύσεις σε ομόλογα.

Αυτές οι επενδύσεις είναι που επέφεραν απώλειες της τάξης του 14% όχι μόνο στην Ντόιτσε Μπανκ (υπόδειγμα διεφθαρμένης τράπεζας που έχει εμπλακεί στα κορυφαία σκάνδαλα των ημερών μας· από πορνεία και παιδοφιλία της παγκόσμιας ελίτ μέχρι μαζικό ξέπλυμα βρόμικου χρήματος) αλλά και σε όλες σχεδόν τις τράπεζες: από την γερμανική Commerzbank και την γαλλική Societe General που οι μετοχές τους έχασαν την Παρασκευή 24/3 αντίστοιχα 5,4% και 3,7%, μέχρι όλες τις ελληνικές συστημικές. Η διαφορά με τις ελληνικές τράπεζες είναι ότι λόγω των διαφημίσεων που αφειδώς μοιράζουν σε ιστοσελίδες και εφημερίδες ελάχιστα γίνονται γνωστές οι απώλειες τους. Μόνο λοιπόν την Παρασκευή 24 Μαρτίου οι ελληνικές τράπεζες – ζόμπι (που δεν έχουν χρεοκοπήσει επειδή πρώτο, δεν πληρώνουν φόρους εδώ και 10 χρόνια και δεύτερο τις έχουμε ανακεφαλαιοποιήσει 4 φορές) έχασαν: Alpha: -6%, Eurobank: -6%, Εθνική: -6% και Τράπεζα Πειραιώς: -5%.  

Πολιτικοί και οικονομικοί αξιωματούχοι επικαλούνται και μια δεύτερη γραμμή άμυνας για να καθησυχάσουν τους πολίτες, που αποδεικνύεται εξίσου πορώδη με την επίκληση στην ισχυρή κεφαλαιακή βάση ή τη ρευστότητα των τραπεζών: Το κεφάλαιο έκτακτης ανάγκης που έχει δημιουργηθεί στο πλαίσιο της ΕΚΤ από εισφορές των ίδιων των ευρωπαϊκών τραπεζών για να λειτουργήσει σαν σωσίβιο στην περίπτωση νέων τραπεζικών χρεοκοπιών. Ξεχνούν ωστόσο να πουν ότι η αξία του ανέρχεται μόλις σε 66 δισ. ευρώ! Το ποσό είναι σταγόνα στον ωκεανό. Οι αργυρώνητοι Έλληνες τραπεζίτες, που έχουν στραγγίσει την ελληνική οικονομία το έχουν για …κολατσιό. Η άνοδος των επιτοκίων εγκυμονεί τον κίνδυνο να απαιτηθούν επομένως πολλές δεκάδες δισ. ευρώ σε όλη την ευρωζώνη για να σωθούν οι τράπεζες που θα εγγράφουν συνεχώς ζημιές από την ρευστοποίηση ομολόγων με ζημιά.

Ακόμη ωστόσο κι αυτό το κόστος ο καπιταλισμός προθυμοποιείται ανεπιφύλακτα και χωρίς δεύτερης σκέψη να το αναλάβει για να πετύχει κάτι πολύ πιο σημαντικό: Την διασφάλιση του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου ως σύνολο, συλλογικά. Σε αυτό το βωμό μπορεί να θυσιάσει όχι μόνο την Silicon Valley Bank αλλά ακόμη και την εμβληματική Credit Swiss που είναι η δεύτερη μεγαλύτερη τράπεζα της Ελβετίας κι έχει μια ιστορία 167 ετών!

Μόνο τυχαία δεν ήταν η σύμπτωση της ανάδυσης του χρηματοπιστωτικού τομέα, την δεκαετία του ’80 ακόμη, με την μέχρι εσχάτων και νικηφόρα μάχη κατά του πληθωρισμού που έδωσε ο πρώιμος νεοφιλελευθερισμός, οδηγώντας στα ύψη τα επιτόκια και στα Τάρταρα τους μισθούς μαζί με κάθε έννοια σταθερότητας στην εργασία. Η διαφορά ωστόσο είναι ότι αν η μετεωρική άνοδος των επιτοκίων (ακόμη και στο επίπεδο του 20% το 1980) την περίοδο 1979 – 1982, που έμεινε γνωστή ως σοκ Βόλκερ από το όνομα του τότε επικεφαλής της κεντρικής τράπεζας των ΗΠΑ, προκάλεσε κρίση χρέους και αλλεπάλληλες κρατικές χρεοκοπίες σε όλον τον κόσμο, σήμερα το κόστος το πληρώνει κυρίως η Δύση, μόνη της, «τρώγοντας» αποκλειστικά και μόνο τα παιδιά της.

Η σταθερότητα των τιμών, ακόμη κι αν σημαίνει ύφεση, αποτελεί την εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση για την επέλαση του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου που θα μπορεί να δίνει την μάχη για τις αποδόσεις στα εταιρικά και κρατικά ομόλογα σταθερού και μη εισοδήματος, τις μετοχές, τα νομίσματα, τα παράγωγα, κοκ, χωρίς να κατατρώγει τις αποδόσεις και τις προσδοκίες ο πληθωρισμός. Το πάγωμα των τιμών έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία για το ευρώ, όπως δείχνει κι η φαινομενικά δογματική προσήλωση της ΕΚΤ στον στόχο του 2%, κι αυτό αποδείχτηκε με την άνοδο της ισοτιμίας του ευρώ έναντι του δολαρίου από το Οκτώβριο μέχρι σήμερα, οπότε και κατάφερε να διαβεί το ψυχολογικό όριο της 1 προς 1 ισοτιμίας. Τα αυξημένα επιτόκια επομένως βοήθησαν το ευρώ να ανακτήσει το στάτους του ως επενδυτικό προϊόν. Κι όσο για τους δανειολήπτες που πρέπει να πληρώνουν 100 ευρώ κάθε μήνα επιπλέον ποιος τους λογαριάζει…

Η πολιτική απόφαση της ευρωπαϊκής ηγεσίας να επιδεινωθούν οι συνθήκες χρηματοδότησης της οικονομίας προκαλώντας πτώση του ΑΕΠ, εταιρικές χρεοκοπίες και ανεργία, προκειμένου να διαφυλαχθούν τα κέρδη του χρηματοπιστωτικού τομέα ως σύνολο δεν θα ήταν τόσο οδυνηρή για τους λαούς αν ταυτόχρονα δεν επανέφεραν σε λειτουργία τις «εργοστασιακές ρυθμίσεις» της λιτότητας. Η συμφωνία επιστροφής στο Σύμφωνο Σταθερότητας από 1/1/2024 με τα συμπαρομαρτούντα, όπως για παράδειγμα η δέσμευση μείωσης του δημόσιου χρέους που υπερβαίνει το 60% κατά 5% ετησίως, επιβάλλεται σε μια περίοδο ραγδαίας και πρωτοφανούς αύξησης του δημόσιου χρέους ως αποτέλεσμα των δαπανών που καταβλήθηκαν για την διαχείριση της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης. Το παγκόσμιο δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ αυξήθηκε το 2020 στο 256% από 227% το 2019. Ούτε την χρονιά της πρώτης κρίσης του 21ου αιώνα, το 2008, δεν καταγράφηκε τέτοια αύξηση του δημόσιου χρέους παρότι ούτε και τότε δεν τσιγκουνεύτηκαν δημοσιονομικών δαπανών οι κυβερνήσεις για να διαχειριστούν την κρίση. Το 2021 και 2022, παρότι δεν υπάρχουν ακόμη επίσημα συγκεντρωτικά στοιχεία, η αύξηση ήταν ακόμη μεγαλύτερη. Η δε, αύξηση του χρέους το 2020 αποκλειστικά και μόνο στις προηγμένες οικονομικά χώρες ήταν ακόμη μεγαλύτερη από την παγκόσμια αύξηση που αποτυπώνεται στο κάτωθι διάγραμμα κι έφτασε το 300% του ΑΕΠ!

Πηγή: Fiscal Monitor, Διεθνές Νομισματικό Ταμείο

Η επιστροφή στην δημοσιονομική πειθαρχία, όπως συμφωνήθηκε στο πρόσφατο συμβούλιο υπουργών Οικονομικών της ευρωζώνης, με πρώτο θύμα τις κρατικές επιδοτήσεις στην ενέργεια, ισοδυναμεί με νέες μειώσεις δημοσίων δαπανών και επιπλέον φτώχεια για τους λαούς. Ή, με νέα Τέμπη και θυσία του δημόσιου συστήματος υγείας στο βωμό των κερδών…

Ιστορικής σημασίας διαδηλώσεις σε όλη την Ελλάδα ενάντια σε κυβέρνηση και ιδιωτικοποιήσεις, του Λεωνίδα Βατικιώτη

Μαζικές διαδηλώσεις ενάντια στην κυβέρνηση Μητσοτάκη και τις ιδιωτικοποιήσεις σε όλη την Ελλάδα

Δεν έχουν προηγούμενο οι διαδηλώσεις που πραγματοποιήθηκαν σήμερα 8 Μαρτίου σε όλη την Ελλάδα. Τέτοιο πλήθος, τέτοιο πάθος, δεν παρατηρήθηκε ούτε τον Μάιο του 2010, ούτε τον Φεβρουάριο του 2012, όταν η Ελλάδα ξεσηκώθηκε κατά των Μνημονίων!

Στην Αθήνα, η Πανεπιστημίου, η Σταδίου, το Σύνταγμα από την Φιλελλήνων μάλιστα, ακόμη και η Πειραιώς μέχρι την Ιερά Οδό συγκέντρωσαν πολύ περισσότερους από 100.000 διαδηλωτές που φώναζαν συνθήματα για τους νεκρούς των Τεμπών κι ενάντια στην κυβέρνηση Μητσοτάκη.

Τον παλμό έδιναν οι μαθητές. Στην συντριπτική τους πλειοψηφία ήταν άνθρωποι που δεν έχουν πάρει μέρος σε άλλη συγκέντρωση. Εκατοντάδες καρτόνια από κούτες και υλικά συσκευασίας μετατράπηκαν σε πανό που κατήγγειλαν τους εργολάβους, τα κόμματα εξουσίας και την αναζήτηση του κέρδους που έστειλε στον θάνατο περισσότερους από 57 επιβαίνοντες της αμαξοστοιχίας στα Τέμπη.

Η ίδια εικόνα παρατηρήθηκε σε όλη την Ελλάδα: από νησιά των λίγων εκατοντάδων κατοίκων μέχρι και την Πάτρα, όπου η συγκέντρωση ξεπέρασε κι εκείνη την ιστορική συγκέντρωση του 1981 του Α. Παπανδρέου.

Οι εκατοντάδες χιλιάδες διαδηλωτές όλης της Ελλάδας, βυθισμένοι σε μια ασυνήθιστη σιωπή κι ένα πρωτόγνωρα βαρύ κλίμα για συγκεντρώσεις λόγω του πένθους, εξέπεμψαν πολλά μηνύματα σε πλήθος αποδεκτών:

Το πρώτο μήνυμα είναι ότι η καταστολή, δεν περνάει! Μετά το όργιο της αστυνομικής βίας στην επίσης μαζική συγκέντρωση της Κυριακής, οι διαδηλώσεις και οι διαδηλωτές αυξήθηκαν. Στο κενό έπεσαν και οι νουθεσίες της τηλεοπτικής χούντας (Σκάι, Mega, Ant1, ΕΡΤ, κ.λπ) που έχει εξελιχθεί σε υπουργείο Προπαγάνδας της κυβέρνησης. Εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι δεν φοβήθηκαν, δεν έσκυψαν το κεφάλι κι έμαθαν ότι το δίκιο κερδίζεται στους δρόμους του αγώνα, με αξιοπρέπεια.

Το δεύτερο μήνυμα είναι ότι οι συγγνώμες του πρωθυπουργού και τα επικοινωνιακά τεχνάσματα δεν πείθουν. Η οργή που ξεχείλιζε έδειξε ότι όλα τα μέτρα που έλαβε η κυβέρνηση για να εκτονώσει την κατάσταση και να γλιτώσει το πολιτικό κόστος αποδείχθηκαν άκαρπα, σταγόνα στον ωκεανό του θυμού και της οργής.

Το τρίτο μήνυμα είναι ακόμη κι αυτά τα μέτρα που εξήγγειλε το πρωί της Τετάρτης ο νέος υπουργός Μεταφορών Γεραπετρίτης δεν αρκούν, αφήνοντας κατά μέρος πόσα ψεύδη εκστόμισε. Δεν είναι επίσης μόνο ότι ο ίδιος ο νέος υπουργός ως γαμπρός του ισχυρού άνδρα της ΤΕΡΝΑ συμπυκνώνει τις παθογένειες του πολιτικού συστήματος που οδήγησαν στο έγκλημα των Τεμπών. Το κυριότερο είναι ότι τα τρένα θα παραμείνουν και πάλι στους αποτυχημένους Ιταλούς…

Το τέταρτο μήνυμα είναι ότι είμαστε μάρτυρες ενός νέου ριζοσπαστισμού. Οι εκατοντάδες χιλιάδες νέοι και νέες βγήκαν στους δρόμους, έτοιμοι ακόμη και να υποστούν την ωμή κρατική βία του παρακράτους της ΕΛΑΣ, για πάρα πολλούς λόγους που σχετίζονται με την συνεχή υποβάθμιση της ζωής τους:

  • επειδή κινδυνεύουν να πεθάνουν ταξιδεύοντας με τα ιδιωτικοποιημένα τρένα,
  • επειδή δεν έχουν λεφτά να πληρώσουν τον λογαριασμό του ρεύματος
  • επειδή δεν έχουν λεφτά να πληρώσουν ενοίκιο στα τουριστικοποημένα αστικά κέντρα,
  • επειδή τα ψώνια στα σούπερ μάρκετ στοιχίζουν 50% ακριβότερα από πέρυσι,
  • επειδή η αστυνομική αυθαιρεσία είναι πανταχού παρούσα θυμίζοντας μέρες χούντας,
  • επειδή ο μισθός δεν φτάνει μέχρι τέλος του μήνα και για πάρα πολλούς σοβαρούς, ακόμη λόγους.

Το έγκλημα στα Τέμπη σαν να άνοιξε τον ασκό του Αιόλου ενάντια σε μια κυβέρνηση που δεν διστάζει ακόμη και την ώρα που θάβουν τους νεκρούς των ιδιωτικοποιήσεων να ψηφίζει την ιδιωτικοποίηση των δημοτικών εταιρειών ύδρευσης που θα μετατρέψει σε αγαθό πολυτελείας το νερό ακόμη και στο τελευταίο χωριό της Ελλάδας. Να ψηφίζει ακόμη και την μετατροπή του Ογκολογικού Παίδων σε Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου με την επωνυμία Μαριάννα Βαρδινογιάννη…

Το πόσο αδιόρθωτη και υποτελής στα σκοτεινά ιδιωτικά συμφέροντα είναι η κυβέρνηση φάνηκε από την απόφασή της να μην αμφισβητήσει κατά κανέναν τρόπο τις ιδιωτικοποιήσεις που είναι η άμεση αιτία όχι μόνο για το έγκλημα στα Τέμπη, αλλά και για την ενεργειακή κρίση. Επίσης από το χρίσμα που έδωσε στον πρώην υπουργό Μεταφορών Κ. Καραμανλή να είναι ξανά υποψήφιος της ΝΔ, πιθανά για να διατηρήσει την βουλευτική ασυλία, δείχνοντας έτσι πόσο υποκριτική ήταν η παραίτησή του.

Μπροστά σε αυτή την κατάσταση γενικευμένης, λαϊκής αγανάκτησης πληθαίνουν τα σημάδια αμηχανίας εκ μέρους της κυβέρνησης. Κυρίως εξ αιτίας της πολύ πιθανής πλέον ήττας της ΝΔ στις προσεχείς εκλογές.

Υπάρχει όμως και κάτι ακόμη πιο απειλητικό για την κυβέρνηση: Είναι η γενίκευση και η εμβάθυνση του κοινωνικού και πολιτικού ριζοσπαστισμού. Νεολαία κι εργαζόμενοι σαν να πιάνουν ξανά το νήμα που κόπηκε βίαια τον Αύγουστο του 2015.

Μπροστά σε αυτό το ενδεχόμενο δεν αποκλείεται η κυβέρνηση να επισπεύσει τις εκλογές μόνο και μόνο για να μηδενίσει το χρόνο ανακόπτοντας τον επιταχυνόμενο ρυθμό των διαδηλώσεων. Τουλάχιστον σε αυτή την κατεύθυνση πιέζουν κέντρα εντός της ΝΔ που ανησυχούν για τη μακροχρόνια σταθερότητα του συστήματος. Φοβούνται δηλαδή για ένα νέο Δεκέμβρη του 2008…

Υπάρχουν ωστόσο και προτάσεις να μετατεθούν οι εκλογές για τον Σεπτέμβριο, με την επίκληση των αυξημένων εσόδων που θα φέρει ο τουρισμός. Κι επί της ουσίας για να προχωρήσουν πολλές ακόμη συμβάσεις αξίας δεκάδων δισ. ευρώ με τις οποίες η κυβέρνηση θα κλείσει τα στόματα καναλαρχών, εργολάβων και ΑΠΕτζήδων που αποτελούν την ντριμ τιμ του ελληνικού καπιταλισμού. Θα πρόκειται για πραξικόπημα!

Σε κάθε περίπτωση η εποχή που άνοιξε το έγκλημα των Τεμπών είναι μια εποχή αλλαγών στις συνειδήσεις, απρόβλεπτων αναταράξεων και πολιτικών ανατροπών.

Οι αυξήσεις στον κατώτατο μισθό αντικείμενο προεκλογικής παροχολογίας από την κυβέρνηση, αντί για πεδίο διεκδικήσεων, του Λεωνίδα Βατικιώτη

Υπάρχει κάτι ακόμη πιο αντιδραστικό, ακόμη περισσότερο οπισθοδρομικό από την αδυναμία των αυξήσεων στον βασικό μισθό να εξασφαλίσουν την αγοραστική δύναμη των εργαζομένων, από την μείωση δηλαδή του πραγματικού μισθού. Είναι η μετατροπή των ανακοινώσεων για την αύξηση του βασικού μισθού σε πολιτικό εργαλείο στα χέρια της κυβέρνησης.

Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας όσο περνάει ο καιρός είναι εμφανές ότι θα κριθεί από την διαχείριση της στο επίπεδο της οικονομίας. Κι ως τώρα οι επιδόσεις της είναι απογοητευτικές. Βάσει της πρόσφατης δημοσκόπησης της Alco στο ερώτημα «ποιο είναι το βασικό κριτήριο για να επιλέξετε κόμμα που θα ψηφίσετε στις εκλογές» η πλειοψηφία (28%) απαντάει η οικονομία. Και ακολουθεί η στήριξη της κοινωνίας (24%). Στο ερώτημα δε, αν «συνολικά τα μέτρα της κυβέρνησης για την αντιμετώπιση της ακρίβειας έχουν βοηθήσει το νοικοκυριό σας» οι απαντήσεις ταλαντεύονται, με το 34% να απαντά λίγο και το 33% να απαντά καθόλου.

Σε αυτή την κατάσταση της λεπτής ισορροπίας η κυβέρνηση της ΝΔ χρησιμοποιεί την αύξηση του βασικού μισθού ως πολιτικό εργαλείο.

Ωστόσο, η αύξηση του βασικού μισθού αποσπάστηκε από τις συλλογικές διαπραγματεύσεις και περιήλθε στα χέρια της εκάστοτε κυβέρνησης, που αποφασίζει για το ύψος τους, με τον Μνημονιακό νόμο 4093/2012, βάσει του οποίου εγκρίθηκε το Μεσοπρόθσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016. Στον συγκεκριμένο νόμο, μνημείο κρατικού αυταρχισμού της περιόδου έκτακτης ανάγκης που εισήγαγαν τα Μνημόνια, προβλέπεται στο άρθρο ΙΑ.11: «Θεσπίζεται νέο σύστημα καθορισμού νόμιμου κατώτατου μισθού υπαλλήλων και ημερομισθίου εργατοτεχνιτών, το οποίο τίθεται σε ισχύ την 1.4.2013». Αποσαφηνίζει δε ότι «οι εθνικές γενικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας καθορίζουν τους ελάχιστους μη μισθολογικούς όρους εργασίας». Έτσι τα μισθολογικά τέθηκαν εκτός διαπραγματεύσεων… Το πλαίσιο που αντικατέστησε τις συλλογικές διαπραγματεύσεις καθορίσθηκε στη συνέχεια με το νόμο 4172/2013, προσφέροντας στις πολιτικές αποφάσεις της κυβέρνησης δύο επιχρίσματα: ένα επιστημονικό κι ένα διαλόγου. Απέτυχαν ωστόσο από κοινού να κρύψουν τον κρατικό αυταρχισμό.

Το άρθρο απαγόρευσης των μισθολογικών διαπραγματεύσεων στις συλλογικές συμβάσεις, που τέθηκε ως όρος για την αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους, αποδεικνύει ότι η διάσωση της Ελλάδας ισοδυναμούσε πρωτίστως με διάσωση της ελληνικής ολιγαρχίας. Η έξωση των μισθολογικών από τις συλλογικές διαπραγματεύσεις που επέφερε το πάγωμα των κατώτατων μισθών ήταν εξυπηρέτηση προς τον ΣΕΒ που ήθελε να μετατρέψει την Ελλάδα σε χώρα φθηνού εργατικού δυναμικού, όπως και συνέβη… Το κύμα φυγής ειδικευμένου εργατικού δυναμικού που ακολούθησε σε πρώτη φάση και ανειδίκευτου σε δεύτερη φάση ήταν πιο προβλέψιμο κι από το κύμα ανατιμήσεων μετά την παύση της οικονομικής δραστηριότητας την περίοδο της πανδημίας.

Ενδιαφέρον δε, έχει πώς παρότι η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ αναίρεσε, πλήρως ή μερικώς, πολλές από τις διατάξεις του συγκεκριμένου νόμου, για παράδειγμα τις μισθολογικές μειώσεις στους πανεπιστημιακούς (καλώς) και στους παράγοντες της Τοπικής Αυτοδιοίκησης (κακώς), την συγκεκριμένη πρόβλεψη την άφησε ανέγγιχτη. Πιθανότατα για να μην συγκρουστεί με τον ΣΕΒ και την ΕΕ.

Με μια γενναία ωστόσο αύξηση που παραχώρησε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ το 2019, ύψους 11%, που ήταν και η πρώτη με το νέο καθεστώς, και την κατάργηση του υποκατώτατου μισθού, επιχείρησε να αμβλύνει τις εντυπώσεις από την διατήρηση του αυταρχικού, μνημονιακού πλαισίου καθορισμού του κατώτατου μισθού και ημερομισθίου. Σημασία ωστόσο έχει πώς και ο ΣΥΡΙΖΑ υπέκυψε στην γοητεία ένταξης των μισθολογικών αυξήσεων στα προεκλογικά του χαρτιά, μετατρέποντας ένα κορυφαίο πεδίο ταξικής αντιπαράθεσης σε μέσο διεύρυνσης της εκλογικής του δεξαμενής.

Καθόλου τυχαία στην Βουλή μιλώντας ο Γ. Ραγκούσης εκ μέρους της αντιπολίτευσης την Τρίτη 17 Ιανουαρίου ενώ επέκρινε την χρονική συγκυρία που επέλεξε η κυβέρνηση για να ανακοινώσει τις αυξήσεις, άφησε εκτός συζήτησης το πλέον ακανθώδες θέμα που είναι ποιος αποφασίζει για τις αυξήσεις: η κυβέρνηση ή οι εργαζόμενοι που θα μπορούν να κάνουν απεργίες ώστε να πιέσουν για υψηλότερες αυξήσεις;

Μείωση πραγματικού μισθού το 2022

Η κυβέρνηση της ΝΔ δεν παραχώρησε αυξήσεις ούτε το 2020 ούτε το 2021, αποδεικνύοντας έτσι την αναντικατάστατη χρησιμότητα του νόμου για τα κέρδη των μεγάλων επιχειρήσεων. Οι διπλές αυξήσεις που έδωσε η κυβέρνηση το 2022 (2% την 1η Ιανουαρίου και 7,5% την 1η Μαΐου) οδηγώντας τον βασικό, μικτό μισθό από τα 650 ευρώ στα 713 δεν κατάφεραν να ακυρώσουν την διάβρωση που προκάλεσε  ο πληθωρισμός. Μάρτυρας η εκτίμηση του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ για απώλειες της τάξης του 19% στις κατώτατες αποδοχές και 9-14% στις αποδοχές έως 1.100 ευρώ.

Φτάνουμε έτσι στο 2023, με τον αρμόδιο υπουργό Κωστή Χατζηδάκη να καταθέτει άρον – άρον στην Βουλή την Τρίτη 17 Ιανουαρίου την τροπολογία για την εκκίνηση της συμβουλευτικής διαδικασίας προσδιορισμού του κατώτατου μισθού, εν πολλοίς διακοσμητική μιας και η απόφαση για το ύψος των αυξήσεων ανήκει αποκλειστικά και μόνο στην κυβέρνηση. Μάλιστα, η απόφαση επίσπευσης των χρονοδιαγραμμάτων ώστε οι αυξήσεις σε μισθούς και ημερομίσθια να χορηγηθούν την 1η Απριλίου, αντί της 1ης Μαΐου, επιβεβαιώνει ότι η κυβέρνηση οδηγεί τον μαυρογιαλουρισμό σε νέα ύψη, εμφανίζοντας ως μεγαλοψυχία και δείγμα γενναιοδωρίας και κοινωνικής της ευαισθησίας ένα μέτρο που όφειλε να αποτελεί υπόθεση των εργαζομένων! Επιδίδονται σε παροχές με τα απαγορευμένα δικαιώματά μας.

Η κυβέρνηση Κ. Μητσοτάκη ωστόσο δεν αποδεικνύει μόνο πόσο βαθιά υποταγμένη είναι στον ΣΕΒ, που θεωρεί ζήτημα αρχής να μείνουν οι αυξήσεις εκτός διαπραγματεύσεων και στο έλεος των κυβερνήσεων. Αποδεικνύει επίσης και την υποκρισία της. Τόσο ο πρωθυπουργός, όσο και ο αρμόδιος υπουργός Κ. Χατζηδάκης δεν χάνουν ευκαιρία να κατακεραυνώνουν το κράτος που ανακατεύεται «εκεί που δεν το σπέρνουν», ζητώντας εμμονικά λιγότερο κράτος, όταν θέλουν να παραχωρήσουν δημόσια αγαθά, όπως η ενέργεια, σε φίλους ολιγάρχες… Όταν όμως πρόκειται να απαγορεύσουν στους εργαζόμενους να διεκδικούν, εκεί οι «ασυμβίβαστοι» νεοφιλελεύθεροι μετατρέπονται στους πιο δογματικούς κρατικολάγνους, αναλαμβάνοντας δραστηριότητες, όπως η ανακοίνωση των μισθών, που μόνο δικτατορίες έχουν υπό την ευθύνη τους.

Σε κάθε περίπτωση δεν είναι μόνο το ύψος της αύξησης! Ο μνημονιακός νόμος για τον κατώτατο μισθό επέφερε συντριπτικό πλήγμα στους μισθούς και τα ημερομίσθια γιατί αφορώντας γύρω στους 650-700.000 εργαζόμενους μόνο, σε ένα σύνολο 4.138.000 εργαζομένων (γύρω δηλαδή στο 15%), δεν επιδρά ούτε στα υψηλότερα κλιμάκια (όσους δηλαδή αμείβονται με 800 ή 900 ευρώ), ούτε στις κλαδικές συμβάσεις.

Στην βάση των παραπάνω οι μεγαλοστομίες του Κ. Χατζηδάκη για έμπρακτη στήριξη των εργαζομένων είναι κενό γράμμα και προσπάθεια συγκάλυψης της επιδείνωσης της θέσης των εργαζομένων που φέρνει η κυβερνητική πολιτική. Αρκεί να σκεφτούμε ότι η πιθανολογούμενη αύξηση είτε κυμανθεί στο ελάχιστο 5,5% είτε στο μέγιστο 9,5% θα ωθήσει τον βασικό καθαρό μισθό στην καλύτερη περίπτωση στα 665 ευρώ (781 μικτά) και στη χειρότερη στα 643 ευρώ (752 μικτά). Με άλλα λόγια 100 ευρώ πιο κάτω από το επίπεδο των μσιθών πριν την ένταξη στα μνημόνια, όταν η δημόσια συζήτηση ζητούσε την κατάργηση του αίσχους της γενιάς των 750 ευρώ. Η Νέα Δημοκρατία σήμερα εμφανίζει τα 650 ευρώ ως δείγμα της φιλευσπλαχνίας της…

Προϋπολογισμός 2023: φτωχοποίηση λόγω λιτότητας και κυρώσεων, μέσω ρεκόρ κερδών των εισηγμένων λόγω πληθωρισμού, του Λεωνίδα Βατικιώτη

Εκπλήξεις έκρυβε το προσχέδιο του κρατικού προϋπολογισμού για το 2023, που έδωσε στη δημοσιότητα το υπουργείο Οικονομικών.

Η κυβέρνηση είχε να υπερηφανεύεται ότι ο νέος προϋπολογισμός είναι ο πρώτος που καταρτίζεται εκτός του πλαισίου μνημονιακής επιτήρησης ή ενισχυμένης εποπτείας. Αυτή όμως είναι η μισή αλήθεια. Η άλλη μισή είναι ότι η βαθμολογία της Ελλάδας από τους οίκους αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας εξακολουθεί να είναι κάτω από την επενδυτική βαθμίδα, κοινώς σε επίπεδο «σκουπιδιών». Οι αναβαθμίσεις της επενδυτικής θέσης της Ελλάδας δεν κατάφεραν να την βγάλουν από τον επενδυτικό βάλτο στον οποίο είναι ταξινομημένη. Ως αποτέλεσμα, το επιτόκιο του δεκαετούς ομολόγου την Παρασκευή 7 Οκτωβρίου έφτασε το 4,79%!

Καθόλου τυχαία δεν είναι η αύξηση που καταγράφεται στα ποσά που θα δοθούν για τόκους, βάσει του προϋπολογισμού: Από 5,5 δισ. περίπου το 2021 και το 2022, τον επόμενο χρόνο θα φτάσουν τα 7 δισ. ευρώ! Σχεδόν το ήμισυ των χρημάτων που θα δοθούν για παροχές σε εργαζόμενους (13,67 δισ.).

Η άλλη μισή αλήθεια που κρύβει η κυβέρνηση είναι ότι η λιτότητα και οι δημοσιονομικοί περιορισμοί, η πεμπτουσία δηλαδή της μνημονιακής επιτήρησης και της ενισχυμένης εποπτείας, εξακολουθούν να είναι παρόντες.

Μάρτυρας η αυξημένη φορολογία. Συνολικά, για το 2023 προβλέπονται φόροι ύψους 56,19 δισ. ευρώ, από 50,05 δισ. που ήταν ο προϋπολογισμός για το τρέχον έτος· πρόκειται για αύξηση ύψους άνω του 12% που ξεπερνάει κατά πολύ τις προβλέψεις για την εξέλιξη του πληθωρισμού. Στον προϋπολογισμό έχουν ενσωματωθεί προβλέψεις για αύξηση του πληθωρισμού στην Ελλάδα κατά 3% (στόχος εντελώς εξωπραγματικός που αποδεικνύει την προσπάθεια εντυπωσιασμού που κρύβεται πίσω από τις προβλέψεις του) και ανάπτυξη κατά 2,1% σημαντικά μικρότερη της φετινής ανάπτυξης που αναμένεται να κλείσει στο 5,3%. Η αύξηση της φορολογίας επομένως, κατά 4 φορές ταχύτερα του πληθωρισμού, μόνο φυσιολογική δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί. Η υπέρμετρη αύξησή της υποδηλώνει ακόμη μεγαλύτερη φορολογική αφαίμαξη για να πληρωθούν, μεταξύ άλλων, οι τόκοι του δημόσιου χρέους που το 2022 θα φτάσει τα 392 δισ. ευρώ ή 187% του ΑΕΠ.

Ανάπτυξη και κέρδη χωρίς θέσεις εργασίας

Ακόμη κι έτσι όμως, με έναν ρυθμό ανάπτυξης ομολογουμένως πολύ υψηλό για το 2022, το ποσοστό ανεργίας δεν αναμένεται να πέσει σε μονοψήφιο ποσοστό. Το μοναδικό όφελος στην απασχόληση θα είναι η μείωση της ανεργίας μόλις κατά μία ποσοστιαία: από 13,9% στο 12,9%! Η ασήμαντη, σχεδόν μηδενική, επίπτωση της ανάπτυξης στην απασχόληση δείχνει πόσο βαθιά έχει αποσυνδεθεί η εξέλιξη της οικονομίας από την κατάσταση των εργαζομένων. Η ψήφιση μιας ατελείωτης σειράς αντεργατικών μέτρων από την κυβέρνηση Μητσοτάκη, με κορυφαία την περαιτέρω ελαστικοποίηση της εργασίας που δίνει τη δυνατότητα στην εργοδοσία να γλυτώνει τις υπερωρίες κι έτσι οι αυξημένοι κύκλοι εργασιών να μην οδηγούν σε επιπλέον προσλήψεις ούτε καν σε αυξημένες αποδοχές, οδήγησε στην ανάπτυξη χωρίς νέες θέσεις εργασίας, χωρίς βελτίωση της θέσης των εργαζομένων, χωρίς κανένα κοινωνικό μέρισμα.

Η απασχόληση ωστόσο δεν «ανεξαρτητοποιήθηκε» μόνο από την ανάπτυξη. Ανεξαρτητοποιήθηκε και από τα κέρδη των εισηγμένων εταιρειών που κατέγραψαν αύξηση ρεκόρ για το πρώτο εξάμηνο του 2022. Οι επιδόσεις των εισηγμένων ήταν τόσο θεαματικές που σε όσους παρακολουθούν στενά την εξέλιξη του ελληνικού χρηματιστηρίου παρέπεμπε στην χρυσή πενταετία 2004-2008. Μια πενταετία όμως που οι μισθοί, η απασχόληση και το διαθέσιμο εισόδημα ήταν πολύ υψηλότερα από τα σημερινά, ενώ ακόμη και οι πρωταγωνιστές του χρηματιστηρίου τότε ήταν διπλάσιοι σε σχέση με σήμερα. Τα καθαρά κέρδη που κατέγραψαν οι 152 εισηγμένες το πρώτο εξάμηνο του τρέχοντος έτους έφτασαν τα 5,46 δις. ευρώ. Ήταν δηλαδή υπερδιπλάσια των κερδών ολόκληρου του 2021 όταν έφτασαν τα 2,5 δισ. ευρώ. Σε σύγκριση δε, με το πρώτο εξάμηνο του 2021 η αύξηση των καθαρών κερδών που καταγράφτηκε έφτασε το 333,5% και ήταν πολύ μεγαλύτερη από την άνοδο του τζίρου (49,1 δισ. έναντι 32,3 δισ. ευρώ) που σημαίνει ότι τα επιπλέον κέρδη προήλθαν από εντατικότερη εκμετάλλευση, εξοικονομήσεις, οικονομίες κλίμακας και τις μοναδικές …ευκαιρίες που προσέφερε το 2022.

Μια πιο προσεκτική ματιά στον κατάλογο των εταιρειών που «έκοψαν το νήμα» δείχνει ότι η αύξηση των κερδών έγινε στην πλάτη μας, σε βάρος της κοινωνίας. Πρωταθλητές των κερδών ήταν δύο κλάδοι: οι ενεργειακές και κυρίως διυλιστήρια και εταιρείες εμπορίας πετρελαιοειδών και οι τράπεζες.

Φορολογικός παράδεισος η Ελλάδα για τις τράπεζες

Ο χρηματοοικονομικός κλάδος πιστώνεται την μεγαλύτερη σε όγκο αύξηση κερδών το πρώτο εξάμηνο του τρέχοντος έτους καθώς έφτασαν τα 3,18 δισ. ευρώ, έχοντας αυξηθεί κατά 89,5%. Η έκρηξη των κερδών οφείλεται κατά κύριο λόγο στις τράπεζες που από ζημιές 4,04 δισ. ευρώ το πρώτο εξάμηνο του 2021, κατέγραψαν κέρδη ύψους 2,3 δισ. ευρώ! Τα τραπεζικά ωστόσο κέρδη δεν θα κατέγραφαν τέτοιες επιδόσεις αν δεν συνέτρεχαν τρεις λόγοι: Πρώτο, τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας που ανεξαρτήτως του ολιγάρχη στον οποίο καταλήγουν έχουν ως ενδιάμεσο σταθμό τα ζόμπι των τραπεζών για να εισπράξουν την δέουσα προμήθεια.

Δεύτερο, τους πλειστηριασμούς. Οι τράπεζες με την βοήθεια του σχεδίου Ηρακλής 1 και 2 και της «πλάτης» που έβαλε το κράτος αναλαμβάνοντας την παροχή εγγυήσεων, εν αγνοία τις περισσότερες φορές των δανειοληπτών «ξεφόρτωσαν» στις θυγατρικές τους «κόκκινα» και «πράσινα» δάνεια που πολύ γρήγορα θα μετατραπούν σε αναγκαστικές εξώσεις. Έτσι όμως καθάρισαν τους ισολογισμούς τους. Ενδεικτικά, και με βάση την Τράπεζα Ελλάδας, τα Μη Εξυπηρετούμενα Δάνεια στο τέλος Μαρτίου 2022 ανήλθαν σε 17,7 δισ. ευρώ μειωμένα κατά 0,7 δισ. σε σχέση με το τέλος του 2021 και κατά περίπου 91 δισ. ευρώ έναντι του Μαρτίου του 2016, όταν είχε καταγραφεί το υψηλότερο επίπεδο Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων.

Τέλος, οι χρεοκοπημένες στην πραγματικότητα τράπεζες δεν θα εμφάνιζαν τόσο ρόδινα αποτελέσματα αν υπόκειντο στην υποχρέωση που φέρουν όλα τα φυσικά και νομικά πρόσωπα στην Ελλάδα κι όλο τον κόσμο: Αν πλήρωναν φόρους! Οι τράπεζες με νόμο της κυβέρνησης του δοτού Παπαδήμου, που έκτοτε όχι μόνο έμεινε ανέγγιχτος αλλά κι ενισχύθηκε από όλες τις κυβερνήσεις που ακολούθησαν, δεν πληρώνουν φόρους! Το αποτέλεσμα;

Το περιγράφει πάλι, ο φύλακας – άγγελός τους, η Τράπεζα της Ελλάδας: «η ποιότητα των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων των ελληνικών τραπεζών επιδεινώθηκε περαιτέρω, καθώς τον Δεκέμβριο του 2021 οι οριστικές και εκκαθαρισμένες αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις ανέρχονταν σε 14,4 δισ. ευρώ αντιπροσωπεύοντας το 64% των συνολικών εποπτικών ιδίων κεφαλαίων»! Κατά συνέπεια οι τράπεζες εμφανίζουν κέρδη επειδή δεν πληρώνουν φόρους, έχοντας μετατρέψει την Ελλάδα σε φορολογικό παράδεισο! Μάλιστα, η Ελλάδα για τους τραπεζίτες είναι φθηνότερη από τα νησιά Κεϊμάν, καθώς η μεταφορά των κερδών τους εκεί όλο και με κάποιους απειροελάχιστους φόρους θα επιβαρυνόταν. Στην Ελλάδα ούτε αυτοί…

Αύξηση κερδών η Μότορ Όιλ κατά 468% και τα ΕΛΠΕ 324%

Από τις ενεργειακές ξεχωρίζουν τα Ελληνικά Πετρέλαια, που τα 205 εκ. ευρώ κέρδη μετά από φόρους και δικαιώματα μειοψηφίας το πρώτο εξάμηνο του 2021, έναν χρόνο μετά τα υπερτριπλασίασαν (η αύξηση ήταν 324% για την ακρίβεια) για να φτάσουν τα 869 εκ. ευρώ. Ξεχωρίζει επίσης η Μότορ Όιλ του ομίλου Βαρδινογιάννη που κέρδη ύψους 121 εκ. ευρώ το πρώτο εξάμηνο του 2021 τα οδήγησε έναν χρόνο μετά στα 686 εκ. ευρώ· αύξηση κατά 468%! Από κοντά και η ΤΕΡΝΑ που μετέτρεψε ζημιά 65 εκ. ευρώ του πρώτου εξαμήνου του 2021 σε κέρδη ύψους 34 εκ. ευρώ!

Τα κέρδη των ενεργειακών αποτελούν πρόκληση γιατί από το δεύτερο εξάμηνο του 2021 εκατοντάδες χιλιάδες νοικοκυριά βάζουν το χέρι όλο και πιο βαθιά στην τσέπη για να πληρώσουν τους λογαριασμούς ενέργειας. Οι αυξήσεις επιταχύνθηκαν από τον Μάρτιο του 2022, λόγω των κυρώσεων που επέβαλε η ΕΕ στη Ρωσία. Μόνο που το αποτέλεσμα ήταν οι τιμές φυσικού αερίου και κιλοβατώρας στην Ευρώπη να τεθούν εκτός τροχιάς, με την ενέργεια να εξελίσσεται σε σπινθήρα μιας πολύ ευρύτερης πληθωριστικής ανάφλεξης, την ίδια ώρα που η Ρωσία δεν έχει υποστεί καμία σοβαρή επίπτωση από τις κυρώσεις. Κι ενώ οι τιμές του φυσικού αερίου στην Ευρώπη συνεχώς αυξάνονται, όπως παραστατικά φαίνεται στο διάγραμμα που προέρχεται από την εισηγητική έκθεση του κρατικού προϋπολογισμού, οι ΗΠΑ δεν έχουν δει καμία αύξηση! Νοικοκυριά και επιχειρήσεις στην άλλη όχθη του Ατλαντικού συνεχίζουν να απολαμβάνουν τα ίδια ή σχεδόν τα ίδια ενεργειακά κόστη με το 2021 και το 2020, βεβαιώνοντας ότι ο μεγαλύτερος κερδισμένος των κυρώσεων είναι οι ΗΠΑ κι ο μεγαλύτερος χαμένος η Ευρώπη! Γιατί το ΝΑΤΟ να μη συνεχίσει τον πόλεμο μέχρι τελευταίου Ουκρανού;

Οι κυρώσεις έτσι κατά της Ρωσίας εξελίχθηκαν σε έναν ακόμη παράγοντα φτωχοποίησης των ευρωπαϊκών λαών. Η ανάγκη άρσης των κυρώσεων δεν προκύπτει μόνο από την παταγώδη αποτυχία κι αποδεδειγμένη αναποτελεσματικότητά τους. Ούτε από μια θέση αρχών που θεωρεί τις κυρώσεις όργανο καταπίεσης των λαών και οικονομικής τρομοκρατίας που υποσκάπτει την αναγκαία διπλωματική επίλυση των συγκρούσεων. Η άρση των κυρώσεων κατά της Ρωσίας επιβάλλεται επειδή οι ευρωπαϊκοί προϋπολογισμοί και σε τελική ανάλυση οι ευρωπαϊκοί λαοί καλούνται τελικά να σηκώσουν το βάρος των απαγορεύσεων εισαγωγής ενεργειακών αγαθών.

Τέλος, η αύξηση των φόρων, η γενικευμένη άνοδος των τιμών και το πάρτι των κερδών στο χρηματιστήριο δείχνουν ότι το πληθωριστικό περιβάλλον έχει εξελιχθεί σε μια πρώτης τάξης ευκαιρία για να λεηλατηθούν τα εισοδήματα μισθωτών και συνταξιούχων. Επιχειρήσεις ελάχιστα ενεργοβόρες έχουν προχωρήσει σε αυξήσεις διψήφιου ποσοστού εκμεταλλευόμενες τόσο το διάχυτο κλίμα όσο και την ανοχή της κυβέρνησης, που έχει δώσει το περιθώριο για την λεηλασία των μισθωτών…

Αρέσει σε %d bloggers: