Πλήγμα στο ευρώ, οι διαδηλώσεις του Blockupy στην Φρανκφούρτη (Επίκαιρα, 6-12 Ιουνίου 20013)

Blockupy FrankfurtΓια δύο ολόκληρες μέρες, την Παρασκευή 31 Μαΐου και Σαββάτο 1η Ιουνίου, η καρδιά του κινήματος ενάντια στην λιτότητα και την Τρόικα χτυπούσε στην Φρανκφούρτη, την έδρα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και επιπλέον το χρηματοπιστωτικό κέντρο της ηπειρωτικής Ευρώπης. Εκεί όπου το κίνημα Blockupy επέλεξε να διαδηλώνει από το πρωί μέχρι το βράδυ για να καταγγείλει τις πολιτικές της λιτότητας και της φτωχοποίησης και να εκφράσει την αλληλεγγύη του στην δοκιμαζόμενη Ελλάδα.

ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΤΗΝ ΦΡΑΝΚΦΟΥΡΤΗ: ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΒΑΤΙΚΙΩΤΗΣ

Η συμμετοχή σε πορεία διαμαρτυρίας στην Γερμανία αποτελεί μια ξεχωριστή εμπειρία, που δεν μπορεί να συγκριθεί με καμία άλλη. Κι αυτό από πολλές απόψεις. Πρώτ’ απ’ όλα λόγω της απίστευτης αστυνομικής βίας. Όποιος νομίζει ότι επιρρεπή στην καταστολή και την βαρβαρότητα, δηλαδή την αλόγιστη, τιμωρητική χρήση βίας είναι μόνο καθεστώτα όπως του Ταγίπ Ερντογάν στην Τουρκία ή της ευρωπαϊκής περιφέρειας, απλώς δεν έχει δει τι συμβαίνει στην Γερμανία, όπου η αστυνομία επιτίθεται γι’ ασήμαντη αφορμή και αρπάζει διαδηλωτές από το σώμα της πορείας ή τους βιντεοσκοπεί αδιάκοπα ώστε όσοι συμμετέχουν σε πορείες να φακελώνονται και να ξεχωρίζει η Ήρα των διαδηλωτών από το στάρι των νοικοκυραίων, όσων πολύ πιθανά πίστεψαν κι αγωνίστηκαν με αυταπάρνηση μια γενιά πριν για το «χιλιόχρονο Ράιχ». Αυτό ακριβώς συνέβη στην Φρανκφούρτη την προηγούμενη εβδομάδα, αποδεικνύοντας ότι ευρώ δεν σημαίνει μόνο αέναη λιτότητα αλλά και τριτοκοσμική καταστολή. Οι διαδηλώσεις ωστόσο που διοργανώθηκαν στην Φρανκφούρτη «αδικήθηκαν» από την υπέρμετρη προβολή των αστυνομικών επιθέσεων τόσο από τα γερμανικά όσο κι από τα διεθνή Μέσα. Κι αυτό γιατί το σημαντικότερο χαρακτηριστικό τους ήταν η μαζική συμμετοχή του κόσμου, το γεγονός ότι για πρώτη φορά άνθρωποι που δεν συνήθιζαν να συμμετέχουν σε πορείες βγήκαν στον δρόμο να καταγγείλουν τις τράπεζες, το ευρώ και την Μέρκελ. Κι αυτό ήταν ένα μήνυμα που πολλοί ήθελαν να περάσει σε δεύτερη μοίρα ή να μην ακουστεί καν, παρότι ειπώθηκε με τους πιο διαφορετικούς και πρωτότυπους τρόπους. Γιατί, κι αυτό ήταν ένα επιπλέον χαρακτηριστικό, στο πλαίσιο των πολύωρων (σε βαθμό εξάντλησης!) διαδηλώσεων συνέβησαν πολλά και ασυνήθιστα πολιτιστικά δρώμενα, πέραν των συζητήσεων, που εμπλούτιζαν την πολιτική διαμαρτυρία.

Περικύκλωση της ΕΚΤ

Την Παρασκευή η πορεία περικύκλωσε την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, στην πλατεία Βίλυ Μπραντ της Φρανκφούρτης και στη συνέχεια κατευθύνθηκε στην Ντόιτσε Μπανκ που απέχει λίγα τετράγωνα. Παρά την συνεχή βροχή και τις αστυνομικές απαγορεύσεις οι διαδηλωτές δεν υποχώρησαν, ενώ τον τόνο έδιναν οι ήχοι που ακούγονταν από τις κουτάλες που χτύπαγαν ρυθμικά τις κατσαρόλες. Στη συνέχεια κι ενώ μικρές πορείες διέτρεχαν όλη την πόλη, ο κεντρικός εμπορικός δρόμος, με τα επώνυμα μαγαζιά, γέμισε από διαδηλωτές που έκλειναν για λίγη ώρα εισόδους καταστημάτων, πραγματοποιούσαν καθιστικές διαμαρτυρίες ή διοργάνωναν συναυλίες παραφράζοντας γνώριμα τραγούδια με στίχους εναντίον του ευρώ και της Τρόικας, έχοντας μάλιστα εκ των προτέρων τυπωμένους σε φυλλάδιο τους νέους στίχους που μοίραζαν στον κόσμο ώστε να συμμετέχει, δημιουργώντας μια γιορτινή ατμόσφαιρα. Κι όλα αυτά φυσικά υπό το άγρυπνο βλέμμα της αστυνομίας. Το Σάββατο, η συγκέντρωση είχε οριστεί σε μια πλατεία δίπλα από τα γραφεία του συνδικάτου IG Metall και κοντά στον κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό, στις 11.00 το πρωί. Και σχεδόν στο ίδιο σημείο κατέληξε στις 11.30 το βράδυ, μετά από μισή ημέρα! Η συμμετοχή σε αυτή την πορεία ξεπέρασε τους 20.000 διαδηλωτές. Η αστυνομία ανακοίνωσε ότι συμμετείχαν 10.000. Με δικά τους μπλοκ και πίσω από το κεντρικό πανό του Blockupy που έγραφε «αντίσταση στην καρδιά του ευρωπαϊκού καθεστώτος κρίσης» συμμετείχαν: το κόμμα της Αριστεράς (Λίνκε), η μαζική οργάνωση Attac, τα εργατικά συνδικάτα IG Metall και Ver.di, το κομμουνιστικό κόμμα (DKP) αντιφασιστικές οργανώσεις κι ένα ετερόκλητο πλήθος διαδηλωτών που περιείχε από κόσμο ο οποίος διαμαρτυρόταν για ένα περιβαλλοντοκτόνο σχέδιο οικιστικής αναμόρφωσης στη Στουτγάρδη, μέχρι απολυμένους από εργοστάσια που έκλεισαν και αγωνιστές ενάντια στα γενετικά μεταλλαγμένα τρόφιμα της Μονσάντο.

Καταλυτική παρέμβαση του Λαφοντέν

Η κόκκινη κλωστή ωστόσο που διαπερνούσε όλους τους διαδηλωτές και όλα τα συνθήματα ήταν η αντίθεση στην πολιτική της λιτότητας που συνοδεύει το ευρώ, στην κυριαρχία των τραπεζών και στον καταστροφικό ρόλο της Γερμανίας. Δύο από τα συνθήματα που ακούγονταν επανειλημμένως ήταν για παράδειγμα τα εξής: «Brecht die Macht der Banken und Konzerne (Σπάστε τη δύναμη των τραπεζών και των εταιρειών) και «Deutsche Waffen, deutsches Geld, morden mit in aller Welt» (Γερμανικά όπλα, γερμανικό χρήμα δολοφονούν σε όλο τον κόσμο). Κι αυτό είναι που έχει την μεγαλύτερη σημασία, λόγω του ότι πλέον δεν είναι μόνο οι λαοί της νότιας Ευρώπης αυτοί που εξεγείρονται ενάντια στα προγράμματα λιτότητας κι αμφισβητούν την καταστροφική κοινωνικά πολιτική που το συνοδεύει. Απέναντι στον οδοστρωτήρα του ευρώ τάσσονται με αυξανόμενο ρυθμό κι οι Γερμανοί. Το κάνουν μάλιστα από αριστερές θέσεις. Προασπίζοντας δηλαδή το δικαίωμα στην εργασία, την σύνταξη, το κοινωνικό κράτος και την αναδιανομή του εισοδήματος κι όχι από την οπτική γωνία που επιτίθενται στο ευρώ οι ακραίοι νεοφιλελεύθεροι που πρόσφατα μάλιστα ίδρυσαν και το δικό τους κόμμα, ζητώντας την επιστροφή στο γερμανικό μάρκο. Καθοριστικό ρόλο στην μαζική αμφισβήτηση του ευρώ, από τα αριστερά, διαδραμάτισε η δημόσια παρέμβαση του Όσκαρ Λαφοντέν στις 30 Απριλίου, ο οποίος για μια ακόμη φορά ξάφνιασε ευχάριστα με τον πολιτικό του ριζοσπαστισμό, δηλωτικό στοιχείο του οποίου είναι η παραίτησή του το 1999 από την θέση του υπουργού Οικονομικών στην κυβέρνηση του Σρέντερ. Με άρθρο που ανάρτησε στην ιστοσελίδα του, ευθέως ζητούσε την εγκατάλειψη του ευρώ, έτσι ώστε να είναι εφικτές μια σειρά από νομισματικές υποτιμήσεις για τις χώρες του Νότου (και ειδικότερα για την Ελλάδα, την Πορτογαλία και την Ισπανία) κι η ανατίμηση του γερμανικού μάρκου. «Μια πραγματική ανατίμηση μέσω της ανόδου των μισθών, που θα ήταν αναγκαία στην περίπτωση της Γερμανίας, δεν είναι δυνατή από τις γερμανικές ενώσεις των εταιρειών κι επίσης το νεο-φιλελεύθερο μπλοκ κομμάτων CDU/CSU, SPD, FDP και τους Πράσινους που τους ακολουθούν. Μια πραγματική υποτίμηση μέσω της πτώσης των μισθών, που θα επιφέρει αναγκαίες απώλειες στα εισοδήματα της τάξης του 20-30% στη Ν. Ευρώπη – ακόμη και στη Γαλλία – θα οδηγήσει σε καταστροφή, όπως ήδη μπορούμε να δούμε στην Ισπανία, την Ελλάδα και την Πορτογαλία. Αν πραγματικές ανατιμήσεις και υποτιμήσεις δεν είναι εφικτές με αυτό τον τρόπο θα είναι αναγκαίο να εγκαταλείψουμε το κοινό νόμισμα», προτείνει ο Λαφοντέν που πλέον δεν διαδραματίζει ενεργό ρόλο στο κόμμα που ίδρυσε μαζί με τον Γκρέγκορ Γκίζι, για λόγους υγείας όπως έχει ισχυριστεί. Η τοποθέτησή του ωστόσο, επίδειξη ικανότητας πολιτικής επικοινωνίας με τον ανερχόμενο κοινωνικό ριζοσπαστισμό, άνοιξε τον ασκό του Αιόλου γιατί έδειξε τα πραγματικά και ανυπέρβλητα όρια που θέτει το ενιαίο νόμισμα στην άσκηση νομισματικής πολιτικής καθιστώντας την λιτότητα, σε βαθμό κοινωνικής γενοκτονίας όπως συμβαίνει τα τρία τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, αναπόφευκτη. Αντίθετα με ό,τι συμβαίνει με το εθνικό νόμισμα.

Απρόσμενα μαζικές κινητοποιήσεις όπως του κινήματος Blockupy που συγκλόνισαν την έδρα των γερμανικών τραπεζών και η μεγαλύτερη ένταση με την οποία τίθεται πλέον το θέμα της εξόδου από το ευρώ διαμορφώνουν ένα νέο τοπίο, προμηνύοντας σύντομα σοβαρές ανακατατάξεις. Και κυρίως …ελπιδοφόρες.

Οργή για τους τραπεζίτες (Περ. Διπλωματία, Ιανουάριος 2010)

ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΦΟΡΟΥΜ ΤΟΥ ΝΤΑΒΟΣ

ΣΕ ΡΟΛΟ ΑΠΟΛΟΓΟΥΜΕΝΟΥ ΤΑ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΑ ΙΔΡΥΜΑΤΑ 

Επισήμως, το θέμα που επιλέχτηκε να συζητηθεί στις φετινές εργασίες του Νταβός ήταν «Βελτιώνοντας την κατάσταση του κόσμου: Επανεξέταση, επανασχεδιασμός, ανοικοδόμηση». Ανεπισήμως, το θέμα περιγράφτηκε εύστοχα από τη Wall Street Journal, αντανακλώντας το κλίμα των συζητήσεων, μια μέρα μετά την επίσημη λήξη των εργασιών: «Σκοτώστε όλους τους τραπεζίτες»!

Το κέντρο βάρους της φετινής συνόδου του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ απείχε σημαντικά από τον δυτικό κόσμο που αποτελούσε ανέκαθεν την ατμομηχανή της παγκόσμιας οικονομικής μεγέθυνσης. Η σύνοδος του 2010 που διήρκεσε από τις 27 έως τις 31 Ιανουαρίου, με τη συμμετοχή 2.500 ατόμων, σφραγίσθηκε από τον περιορισμό του ειδικού βάρους των γνωστών και μη εξαιρετέων υπερανεπτυγμένων κρατών στην παγκόσμια οικονομία και την ανάδυση των λεγόμενων αναπτυσσόμενων οικονομιών, που καταλαμβάνουν ολοένα και μεγαλύτερο μερίδιο. Ορισμένα μεγέθη επιβεβαιώνουν του λόγου το αληθές. Η ομάδα των επτά πλουσιοτέρων κρατών, το περίφημο G7, το 1976 (όταν το παγκόσμιο ΑΕΠ ισοδυναμούσε με 6,3 τρισ. δολ.) παρήγαγε το 61,9% του παγκόσμιου ΑΕΠ κι ο υπόλοιπος κόσμος το εναπομείναν 38,1%. Το 1990 (όταν το παγκόσμιο ΑΕΠ είχε αυξηθεί στα 21,8 τρισ. δολ.) το μερίδιο του G7 είχε αυξηθεί στο 66,2%. Το 2008 (όταν το ΑΕΠ του κόσμου ανερχόταν σε 60,6 τρισ. δολ.) η τάση ανόδου είχε αντιστραφεί πλήρως και στο G7 αντιστοιχούσε το 52,8%. Το μερίδιο δε των υπόλοιπων 13 χωρών που απαρτίζουν σήμερα το G20 από 24,3% που ήταν το 1990, το 2008 έφθασε το 34,6%. Για πόσο καιρό ακόμη θα μπορούσαν να αγνοούνται; Η νέα αυτή πραγματικότητα που έδωσε την ώθηση γα την δημιουργία του G20 και τον παροπλισμό του G7 εκφράστηκε, αν όχι με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, τουλάχιστον εμφανώς στη σύνοδο του φετινού φόρουμ του οποίου ηγείται ο Κλάους Σβαμπ. Για παράδειγμα τα μέλη των αντιπροσωπειών των τεσσάρων αναδυόμενων γιγάντων – Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία και Κίνα – (και συχνά περιγράφονται με το αρκτικόλεξο BRIC) υπερδιπλασιάστηκαν σε σχέση με το 2005, φθάνοντας τους 237 κι αποτελώντας το 10% των αντιπροσώπων.

Ενδεικτικό στοιχείο για το αυξανόμενο ενδιαφέρον με το οποίο γίνονται δεκτές οι διάφορες ομάδες αναπτυσσομένων χωρών είναι κι η θαυμαστή πορεία που καταγράφουν διάφορα αρκτικόλεξα όπως για παράδειγμα το BRITVIC, όπου μεταξύ της Βραζιλίας και της Ρωσίας από τη μια και της Ινδίας και της Κίνας από την άλλη παρεμβάλλονται οι χώρες Ταϊβάν, Βιετνάμ και Ινδονησία. Ή, το CIVETS που περιγράφει τις χώρες Κολομβία, Ινδονησία, Βιετνάμ, Αίγυπτο, Τουρκία και Νότα Αφρική.

Τα ομαδικά πυρά κατά των τραπεζιτών εξαπολύθηκαν πριν απ’ όλους από τον γάλλο πρόεδρο, που έκανε την εναρκτήρια ομιλία, η οποία από πολλούς εκπροσώπους χαρακτηρίστηκε προεκλογική κι ο ίδιος κατηγορήθηκε ότι δεν απευθυνόταν στους αντιπροσώπους του φόρουμ αλλά στους γάλλους ψηφοφόρους που σε έξι σχεδόν εβδομάδες θα όδευαν για τις κάλπες των δημοτικών εκλογών. Λαϊκιστής με άλλα λόγια, χαρακτηρίστηκε ο Νικολά Σαρκοζύ, όπως συνηθίζεται σε όσους πολιτικούς, όχι μόνο της Αριστεράς όπως ο Όσκαρ Λαφοντέν αλλά ακόμη και της πιο καθαρόαιμης Δεξιάς, αποκλίνουν από τον επίσημο λόγο, εκφράζοντας τις λαϊκές ανησυχίες. Ο γάλλος πρόεδρος άδραξε την ευκαιρία για να προαναγγείλει πως θα αξιοποιήσει την προεδρία του G20 που θα έχει το Παρίσι τον επόμενο χρόνο, το 2011, για να συγκροτήσει ένα νέο νομισματικό σύστημα. «Χρειαζόμαστε ένα νέο Μπρέτον Γουντς», ήταν τα λόγια του παραπέμποντας στην ιστορική διάσκεψη του Νιου Χαρμσάιρ το 1944 όταν τέθηκαν τα θεμέλια της σημερινής νομισματικής αρχιτεκτονικής. «Δεν μπορούμε να έχουμε από την μεριά μια πολυπολική τάξη κι από την άλλη ένα και μόνο αποθεματικό νόμισμα σε παγκόσμιο επίπεδο» τόνισε, αμφισβητώντας την πρωτοκαθεδρία του δολαρίου. Στην ομιλία του επίσης, αφού περιέγραψε την κρίση των τελευταίων ετών ως «κρίση της ίδιας της παγκοσμιοποίησης» ζήτησε τον διεθνή συντονισμό ώστε να εφαρμοστεί ένα ασφαλές κι αξιόπιστο πλαίσιο ρύθμισης του χρηματοπιστωτικού τομέα. «Πως μπορούμε σε έναν ανταγωνιστικό κόσμο να ζητούμε από τις ευρωπαϊκές τράπεζες τρεις φορές περισσότερα κεφάλαια για να καλύπτουν τους κινδύνους από τις δραστηριότητές τους και να μη ζητούμε το ίδιο από τις αμερικανικές και ασιατικές τράπεζες», αναρωτήθηκε.

Στο επίκεντρο της συζήτησης για τις τράπεζες βρέθηκε η δημόσια αντιπαράθεση που διχάζει τις ΗΠΑ κι όχι μόνο για την επαναφορά του νόμου Glass Steagall του 1932, με τον οποίο διαχωρίζονται οι εμπορικές από τις επενδυτικές τράπεζες, ώστε τα ρίσκα που αναλαμβάνουν οι τελευταίες να μην θέτουν σε κίνδυνο τις αποταμιεύσεις ανυποψίαστων ανθρώπων. Ο νόμος αυτός που επιχειρείται να επανέλθει σήμερα από την κυβέρνηση του Μπαράκ Ομπάμα καταργήθηκε το 1999 επί Μπιλ Κλίντον. Σφοδρότεροι δε επικριτές του είναι οι τραπεζίτες και τα ευρύτερα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που μέχρι πέρυσι παρακάλαγαν τις κυβερνήσεις να ανοίξουν τον κρατικό κορβανά και να οικειοποιηθούν τα λεφτά των φορολογουμένων για να αποφύγουν τη χρεοκοπία. Και φέτος, προκαλούν εκ νέου με τα μυθικά μπόνους που διανέμουν στα πρωτοκλασάτα στελέχη τους. Για παράδειγμα, η ασφαλιστική εταιρεία American International Group (AIG) που την άνοιξη του 2008 έλαβε από το αμερικανικό κράτος 180 εκ. δολάρια για να σωθεί από την κατάρρευση, μόλις πριν λίγες εβδομάδες διένειμε στα στελέχη του χρηματοπιστωτικού τομέα, που προκάλεσαν την ουσιαστική της χρεοκοπία με τις άστοχες επενδύσεις στα υψηλού ρίσκου παράγωγα, μπόνους ύψους 100 εκ. μπόνους. Έτερο παράδειγμα, το μπόνους ύψους 16 εκ. δολ. που πήρε υπό τη μορφή μετοχών ο διευθυντής της JPMorgan η οποία μόλις την άνοιξη του 2008 έλαβε από το κράτος 25 δισ. δολ. για να μη χρεοκοπήσει. Πως μετά να μη φτάνει όχι ο Φιντέλ Κάστρο ή ο Ούγκο Τσάβες αλλά η Wall Street Journal, που αποτελεί βίβλο των αμερικανών τραπεζιτών, να λέει «σκοτώστε όλους τους τραπεζίτες»; Το ολότελα διαφορετικά κλίμα που έχει διαμορφωθεί απέναντι στους τραπεζίτες μετά την κρίση αποτυπώθηκε, με τον πιο ανάγλυφο τρόπο, από τον πρόεδρο της Επιτροπής Χρηματοπιστωτικών Υπηρεσιών της αμερικανικής Βουλής των Αντιπροσώπων όταν ρωτήθηκε κατά την έξοδό του από μια συζήτηση στο Νταβός κατά πόσο προτίθενται να συνεργαστούν οι τραπεζίτες για να συμφωνηθούν με ένα συναινετικό τρόπο οι όροι του νέου ρυθμιστικού πλαισίου. «Ποιος νοιάζεται; Δεν επαφίεται σ’ αυτούς. Αν έχουν κάποιες προτάσεις θα τις ακούσουμε», ήταν η απίστευτα περιφρονητική απάντησή του όπως μεταφέρθηκε από τους απεσταλμένους της International Herald Tribune τη Δευτέρα 1 Φεβρουαρίου.

Παρόλα αυτά το «κόντυμα» των τραπεζιτών κι οι προσπάθειες που είναι σε εξέλιξη για να τεθεί ένα όριο στην αχαλίνωτη κερδοσκοπία τους δυστυχώς δεν συνάδει με κινήσεις στην ίδια την οικονομία που θα έδιναν ώθηση στον λεγόμενο παραγωγικό τομέα, σηματοδοτώντας μια αντιστροφή στον υδροκεφαλισμό του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Το διακύβευμα τέθηκε με πειστικότατο τρόπο από τον πρόεδρο της Ισλανδίας, ο οποίος πρόσφατα είπε ένα περήφανο όχι στην Αγγλία και την Ιρλανδία, αρνούμενος να πληρώσει το ισλανδικό δημόσιο τις αποζημιώσεις που έδωσαν σε όσους πολίτες τους έχασαν από τη χρεοκοπία της ισλανδικής τράπεζας, Icebank. «Για τη Βρετανία ή τις ΗΠΑ η Ισλανδία προσφέρει σημαντικά μαθήματα», ήταν τα λόγια του. «Αν ο χρηματοπιστωτικός τομέας γίνει υπερβολικά δυνατός θα απορροφήσει τα αναγκαία ταλέντα για να καταστεί ο παραγωγικός τομέας ανταγωνιστικός τομέας στην παγκόσμια αγορά. Ένας εκρηκτικά αναπτυσσόμενος χρηματοπιστωτικός τομέας μπορεί να αποφέρει βραχυχρόνια οφέλη. Η Ισλανδία όμως δείχνει ότι μακροχρόνια επισείει κινδύνους».

Η τεράστια αξία των επισημάνσεων του ισλανδού προέδρου επιβεβαιώνεται από τις μεταβολές που συντελέστηκαν στον χάρτη της αμερικανικής οικονομίας την τελευταία διετία και συνεχίζουν να συντελούνται στο έδαφος της κρίσης, που ως κοινή συνισταμένη έχουν την ακόμη εντονότερη συρρίκνωση της μεταποιητικής παραγωγής στο εσωτερικό της χώρας. Με βάση ρεπορτάζ της Wall Street Journal στις 4 Φεβρουαρίου η παραγωγική ικανότητα των ΗΠΑ στην κλωστοϋφαντουργία, τις εκτυπώσεις, τα έπιπλα, τους κινητήρες αυτοκινήτων και τα πλαστικά μόνο το 2009 συρρικνώθηκε σε ένα χρόνο από 7% μέχρι 2%. Η παραγωγική οικονομία των ΗΠΑ δηλαδή βγαίνει από την κρίση πολύ πιο αδυνατισμένη και ασθενής! Μία απ’ τα ίδια επομένως, καθώς φαίνεται πως οι αιτίες που συνέβαλαν, αν δεν οδήγησαν στη σημερινή κρίση, αναπαράγονται!

Κοινός τόπος μεταξύ όλων σχεδόν των ομιλητών στο φετινό Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ του Νταβός, όπως μεταφέρθηκαν οι τοποθετήσεις τους από τον διεθνή Τύπο, ήταν επίσης κι η απαισιοδοξία για τις προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας. Παρότι μάλιστα είναι δεδομένο πως τα χειρότερα είναι πίσω. Οι εκτιμήσεις για την παγκόσμια οικονομία που καταγράφει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο προβλέπουν άνοδο του ΑΕΠ της τάξης του 3,9% για φέτος και 4,3% για το 2011. Για τις ΗΠΑ ειδικότερα προβλέπουν άνοδο 2,7% φέτος και 2,4% του χρόνου, ενώ για την ευρωζώνη 1% φέτος και 1,6% το 2011. Ο κίνδυνος ωστόσο για τις 16 χώρες της Ευρώπης που χρησιμοποιούν το ενιαίο νόμισμα είναι να εισέλθουν στη νέα φάση χωρισμένες στα δύο: από την μια αυτές που θα βλέπουν το ΑΕΠ τους να αυξάνεται έστω και ράθυμα κι από την άλλη αυτές που θα βουλιάζουν στην κρίση για ένα με δύο χρόνια ακόμη (βλέπε Ελλάδα, Πορτογαλία, Ισπανία, Ιρλανδία, κ.α.) με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν δύο ταχύτητες και στην οικονομία. Ειρήσθω εν παρόδω, δεν περνάει απαρατήρητο ότι η Ευρώπη που μέσα από την κρίση έβλεπε την δυνατότητα βελτίωσης της θέσης της στον διεθνή καταμερισμό εξέρχεται πιο βαριά τραυματισμένη από τις συμπληγάδες της, με τον νέο πολυ-πολικό κόσμο να αποδεικνύεται πολύ πιο αφιλόξενος για τις διεθνείς της φιλοδοξίες. Η στροφή της Ουάσιγκτον προς την Ασία, επιβεβαιώνει την υποβάθμισή της η οποία μάλιστα συμπίπτει με τη επικύρωση και την ενεργοποίηση της Συνθήκης της Λισσαβόνας και τον διορισμό προέδρου και υπουργού Εξωτερικών, όπως προβλεπόταν από τις διατάξεις της. Επανερχόμενοι στο διεθνές πλαίσιο των ζοφερών προβλέψεων, οι σημαντικότεροι οικονομικοί και πολιτικοί παράγοντες του Νταβός συμφώνησαν πως τα δημοσιονομικά μέτρα, με τα οποία το κράτος στήριξε τον δοκιμαζόμενο ιδιωτικό τομέα, δεν πρέπει να διακοπούν υπό το φως των θετικών εξελίξεων γιατί τότε αυξάνονται οι πιθανότητες μιας διπλής ύφεσης ή βύθισης. Την άποψη αυτή υποστήριξε δημόσια κι ο γάλλος διευθυντής του ΔΝΤ, Ντομινίκ Στρος Καν, παροτρύνοντας τα κράτη μέλη του να συνεχίσουν να έχουν το χέρι στην τσέπη. Ο αναντικατάστατος ρόλος των κρατικών μέτρων στήριξης της ιδιωτικής οικονομίας (με βαρύτατες προφανώς συνέπειες για τα δημόσια οικονομικά) επιβεβαιώνεται επίσης από τη διαφαινόμενη συρρίκνωση του ιδιωτικού δανεισμού που όλες τις τελευταίες δεκαετίες στήριζε την χειμαζόμενη – λόγω παρατεταμένης λιτότητας – ιδιωτική κατανάλωση. Μέχρι το 2007 για παράδειγμα τα κτηματικά δάνεια ανέρχονταν στο 73% του ΑΕΠ στις ΗΠΑ και στο 81% του ΑΕΠ στην Αγγλία, ενώ ο τραπεζικός δανεισμός στις επιχειρήσεις ισοδυναμούσε με το 46% του ΑΕΠ στην Αγγλία και το 36% στις ΗΠΑ. Στη βάση των παραπάνω «θα πρέπει να περιμένουμε πολλά χρόνια μείωσης του χρέους σε συγκεκριμένους τομείς ορισμένων από τις μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου κι αυτή η διαδικασία θα ασκήσει ένα αξιοσημείωτο εμπόδιο στην αύξηση του ΑΕΠ», αναφερόταν σε έκθεση διεθνούς οικονομικού ινστιτούτου που μετέφερε η βρετανική Guardian Weekly στις 22 Ιανουαρίου. Ταυτόχρονα άπαντες επίσης συμφωνούν πως δεν είναι δυνατό να συνεχιστεί η σημερινή πολιτική μηδενικών επιτοκίων καθώς έχει αρχίσει να δημιουργεί νέου τύπου φούσκες στις αναπτυσσόμενες αγορές, όπου καταλήγει το «τσάμπα χρήμα». Ενδεικτικά αναφέρθηκε πως οι διεθνείς ροές κεφαλαίου από 435 δισ. δολ. το 2009 αναμένεται φέτος να φθάσουν τα 722 και το 2011 να ξεπεράσουν τα 800 δισ. – πραγματική πλημμυρίδα ρευστού που αναστατώνει τις εθνικές οικονομίες οδηγώντας χώρες όπως η Βραζιλία να επιβάλουν φόρο στις βραχυπρόθεσμες κεφαλαίου, διώχνοντας έτσι τις κερδοσκοπικές τοποθετήσεις. Μια άνοδο των επιτοκίων όμως από την ΕΚΤ ή τη FED θα αποτελέσει τη χαριστική βολή στον ιδιωτικό τομέα, καθώς τα δάνεια προς τον ιδιωτικό τομέα και τα νοικοκυριά θα περιοριστούν ακόμη περισσότερο.

Υπό το βάρος λοιπόν αυτών των απαισιόδοξων προβλέψεων, που γίνονται ακόμη ζοφερότερες από την εκτίναξη της ανεργίας στο 10% σε χώρες όπως η Αμερική για παράδειγμα, τίθεται υπό αίρεση ακόμη κι η διαπίστωση του Λόρενς Σάμερς, επικεφαλής του Εθνικού Οικονομικού Συμβουλίου του Λευκού Οίκου, ότι είμαστε στο μέσον μιας περιόδου «στατιστικής ανάκαμψης και ανθρώπινης ύφεσης»…

Σε σταυροδρόμι η Αριστερά στη Γερμανία (Επίκαιρα, 4/2-10/2/2010)

Ενώπιον κρίσιμων επιλογών βρίσκεται το Αριστερό Κόμμα στη Γερμανία που με την ορμητική είσοδό του στην πολιτική ζωή της χώρας την τελευταία τριετία επανακαθόρισε τους όρους της αντιπαράθεσης. Αιτία είναι η δήλωση του 66χρονου Όσκαρ Λαφοντέν ότι αποχωρεί από την ηγεσία του κόμματος. Η πρόσφατη ανακοίνωσή του αναμενόταν από τις 18 Νοέμβρη του 2009, όταν έκανε για πρώτη φορά γνωστό ότι πάσχει από καρκίνο του προστάτη. Ο ίδιος ο Λαφοντέν από τότε είχε προαναγγείλει πως θα ανακοινώσει στις αρχές του νέου έτους αν θα συνεχίσει να ηγείται του Αριστερού Κόμματος, σε συνάρτηση φυσικά με την πορεία της υγείας του…

Η αποχώρησή του ωστόσο αναμένεται να έχει καταλυτικές συνέπειες. Όπως άλλωστε είχε μέχρι τώρα κι η προσωπική του συμμετοχή στις εξελίξεις στην γερμανική σοσιαλδημοκρατία. Ο Όσκαρ Λαφοντέν κέρδισε την αναγνώριση και το σεβασμό της διεθνούς σοσιαλδημοκρατίας, τουλάχιστον των πιο αριστερών της εκδοχών, το 1999, όταν στο απόγειο της πολιτικής του καριέρας, ως πρόεδρος του γερμανικού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος και υπουργός Οικονομίας της νεοσύστατης κυβέρνησης του Γκέρχαρντ Σρέντερ, παραιτείται κι από τα δύο κορυφαία αξιώματα διαφωνώντας από τα αριστερά με την πολιτική του σοσιαλδημοκράτη καγκελάριου. Να θυμίσουμε πως ήταν η εποχή που η απομάκρυνση του χριστιανοδημοκράτη Χέλμουτ Κολ από την κυβέρνηση (όπως είχε συμβεί άλλωστε και στην Αγγλία με την άνοδο του Τόνι Μπλερ) ενθάρρυνε τις πιο υψιπετείς φιλοδοξίες για μια αριστερή στροφή και επαναφορά των εργατικών κατακτήσεων και των κοινωνικών παροχών στα αξιοζήλευτα επίπεδα της δεκαετίας του ’70. Φιλοδοξίες που γρήγορα αποδείχθηκαν μάταιες. Ο Λαφοντέν αντιλαμβανόμενος έγκαιρα την αμετάκλητη δεξιά στροφή της σοσιαλδημοκρατίας αποχώρησε από το κόμμα που τον ανέδειξε. Η επιλογή του δικαιώθηκε πολύ γρήγορα όταν η δυσφορία των γερμανών εργαζομένων έφθασε στο αποκορύφωμά της με την περίφημη «Ατζέντα 2010», ένα πρόγραμμα αντεργατικών μεταρρυθμίσεων του Σρέντερ, με το οποίο κατεδαφίστηκαν παροχές που συνιστούσαν ακρογωνιαίους λίθους του γερμανικού κράτους πρόνοιας και δεν είχε τολμήσει να θίξει ούτε ο Κολ.

Ο Λαφοντέν, «κόκκινος Όσκαρ» εν τω μεταξύ ή «ο πιο επικίνδυνος άνθρωπος στην Ευρώπη» κατά τον βρετανικό Economist, επανέρχεται στην πολιτική με την ίδρυση της Αριστεράς. Η σοβαρή εκλογική άνοδος της Αριστεράς (από 8,7% το 2005 στο 11,9% το 2009) εξελίσσεται ταυτόχρονα, σαν διελκυστίνδα, με την παρακμή και την κρίση της σοσιαλδημοκρατίας όπως εκφράζεται με την εκλογική της καταβαράθρωση (από 34,2% το 2005 στο 23% το 2009) και τις συνεχείς αλλαγές στην ηγεσία της, ως αποτέλεσμα πραξικοπημάτων της πιο δεξιάς της πτέρυγας με στόχο την αποτροπή μιας αριστερής στροφής. Η Αριστερά ωστόσο πέτυχε χάρη στο αριστερό της πρόγραμμα. Μόλις τον Μάιο του 2009 ο Όσκαρ Λαφοντέν δεν δίστασε να δηλώσει στο δημοσιογράφο του Der Spiegel ότι «θέλουμε να ανατρέψουμε τον καπιταλισμό». Ταυτόχρονα κατέθεσε πέντε αιτήματα που αποτελούσαν προμετωπίδα του κόμματός του, τα οποία θεωρούσε κι αδιαπραγμάτευτο όρο για την συμμετοχή του σε οποιαδήποτε κυβέρνηση: Επαναφορά των 65 ετών ως ανώτατο ηλικιακό όριο συνταξιοδότησης (από τα 67 που το ανέβασε ο Σρέντερ), αποχώρηση του γερμανικού στρατού από το Αφγανιστάν, καθορισμός κατώτατου ωρομισθίου στο ύψος των 10 ευρώ, γενναίο πρόγραμμα δημόσιων επενδύσεων ύψους 100 δισ. ευρώ ετησίως και άνοδος του φορολογικού συντελεστή για τους πλουσίους στο 80%! Το πρόγραμμα αυτό επιδοκιμάστηκε στη Γερμανία κι η Αριστερά βγήκε τέταρτο κόμμα προσπερνώντας τους Πράσινους και συγκεντρώνοντας τους μισούς ψήφους από τους σοσιαλδημοκράτες (SPD).

Αυτή η δυναμική ωστόσο τίθεται υπό αίρεση με την αποχώρηση του Λαφοντέν, που μεταξύ πολλών άλλων αποκαλούσε τον Μπους δημόσια, τρομοκράτη. Το Αριστερό Κόμμα από την πρώτη στιγμή που ιδρύθηκε με την συγχώνευση του Κόμματος Δημοκρατικού Σοσιαλισμού από την ανατολική Γερμανία (μετεξέλιξη του κυβερνώντος μέχρι το 1989 Ενιαίου Σοσιαλιστικού Κόμματος Γερμανίας) και του WASG από τη δυτική, ποτέ στην πραγματικότητα δεν έγινε ένα κόμμα. Ποτέ δεν επήλθε πλήρη και ουσιαστική ενοποίηση ανάμεσα στις δύο πτέρυγες που το συγκρότησαν. Ο καταμερισμός μεταξύ των δυτικών και ανατολικών είναι άνισος μεν, σαφής δε. Οι ανατολικοί βάζουν τις ψήφους κι οι δυτικοί βάζουν την αριστερή γραμμή!

«Το Αριστερό Κόμμα είναι δύο – ή καλύτερα δυόμισι – κόμματα. Υπάρχει το πραγματιστικό, κυρίαρχο κόμμα που είναι στην εξουσία στην ανατολή. Αυτό είναι το κόμμα νούμερο ένα. Έπειτα υπάρχει το κόμμα νούμερο δύο, που αποσχίστηκε και βρίθει διαφωνούντων από άλλα κόμματα, που συναντιέται περισσότερο στη Δύση. Κι έπειτα υπάρχει το κόμμα του Λαφοντέν, στο κρατίδιο του Σάαρλαντ», έγραφε το γερμανικό περιοδικό Der Spiegel στις 25 Σεπτέμβρη 2009. Και συνέχιζε περιγράφοντας τις αντιθέσεις εντός της Αριστεράς: «Τα κόμματα ένα και δύο καυγαδίζουν για το ποιο απ’ αυτά είναι στην πραγματικότητα το Αριστερό Κόμμα. Οι δυτικοί αριστεροί πιστεύουν ότι οι ανατολικοί είναι πολύ προσεχτικοί, φοβισμένοι και κακομαθημένοι από την συμμετοχή τους στις κυβερνήσεις των ανατολικών κρατιδίων ή από την επιθυμία τους για συμμετοχή. Οι ανατολικοί αριστεροί, από την άλλη πλευρά, πιστεύουν ότι οι δυτικοί έχουν εμμονή με την ιδεολογία κι ακόμη ότι είναι εχθροί του συντάγματος σε ορισμένες ακραίες περιπτώσεις». Στην ανατολική Γερμανία ωστόσο βρισκόταν η μεγαλύτερη δεξαμενή ψήφων της Αριστεράς, όπως φάνηκε κι από ορισμένα περυσινά αποτελέσματα: 20% στη Σαξονία, 30% στη Θουριγγία, κ.λπ. όταν στη δυτικογερμανική Χέσση η Αριστερά κέρδισε την ίδια περίοδο 5,4%.

Στο εξής με την απουσία του Όσκαρ Λαφοντέν που αποδεδειγμένα διέθετε το πολιτικό εκτόπισμα και την εκλογική επιρροή, όπως φάνηκε από το 21% που κέρδισε η Αριστερά στο κρατίδιο του, τη Σάαρλαντ, για να επιβάλλει την πιο αριστερή γραμμή, θα τεθεί υπό αίρεση αυτό το πετυχημένο, προωθητικό μίγμα. Ήδη στο SPD ανοίγουν σαμπάνιες. Με το βλέμμα στις γενικές εκλογές του 2013 ευελπιστούν ότι το κενό που αφήνει η απομάκρυνση του Λαφοντέν από την ηγεσία της Αριστεράς θα καλυφθεί από περισσότερο μετριοπαθή στελέχη της, που μπροστά στο δέλεαρ της εξουσίας δεν θα διστάσουν να βάλουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων ακόμη και τις πιο αδιαπραγμάτευτες αρχές τους, όπως έκαναν κι οι Πράσινοι, πριν μια δεκαετία, ανοίγοντας οι ίδιοι το δρόμο για την εκλογική τους ήττα και τον πολιτικό τους παροπλισμό. Οι εξελίξεις στο ίδιο το κόμμα, που το 2010 θα αποφάσιζε το πρόγραμμά του, και οι εκλογές στα κρατίδια το επόμενο διάστημα θα δείξουν την πορεία που θα ακολουθήσει η γερμανική Αριστερά…

Εκλογές πλήξης στη Γερμανία (Μετροπόλιταν, 20/9/2009)

Στις πιο βαρετές εκλογές οδηγείται η Γερμανία την επόμενη Κυριακή, 27 Αυγούστου, με τους εκλογείς να έχουν γυρίσει την πλάτη τους σε όλα σχεδόν τα πολιτικά κόμματα. Τα αποτελέσματα πρόσφατης δημοσκόπησης που δημοσίευσε η International Herald Tribune ήταν αποκαλυπτικά και με μια δεύτερη ματιά βαθιά ανησυχητικά, καθώς το συντριπτικά υψηλό ποσοστό του 84% των γερμανών εκλογέων χαρακτήρισε την εκλογική διαδικασία ως βαρετή κι απ’ αυτούς το 38% παντελώς αδιάφορη!

Η αποστροφή των Γερμανών προς την κορυφαία κατά τ’ άλλα πολιτική διαδικασία εκφράζεται επίσης και με τα χαμηλά ποσοστά που συγκεντρώνουν τα ισχυρότερα και παραδοσιακότερα πολιτικά κόμματα. Για παράδειγμα το δεξιό κόμμα της καγκελάριου Άγκελα Μέρκελ, η Χριστιανοδημοκρατική Ένωση (CDU), παρότι όλοι προεξοφλούν ότι θα κερδίσει με άνεση τις εκλογές της επόμενης Κυριακής, κάτι που διαφαίνεται κι από τα αποτελέσματα των μέχρι σήμερα δημοσκοπήσεων με βάση τα οποία αναμένεται να κερδίσει το 35% των ψήφων, ήταν ο μεγάλος χαμένος των εκλογών που διενεργήθηκαν στις 30 Αυγούστου σε τρία κρατίδια. Δέκα ολόκληρες μονάδες έχασε σε δύο απ’ αυτά, τη Θουριγγία και τη Σάαρλαντ, βεβαιώνοντας έτσι πόσο εύθραυστη θα είναι η νίκη της την επόμενη Κυριακή, όταν οι Γερμανοί θα το επιλέξουν προφανώς ως το μικρότερο κακό. Εξ ίσου άσχημα τα πήγε και το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD). Το χειρότερο μάλιστα για τους σοσιαλδημοκράτες είναι ότι στις εκλογές της επόμενης Κυριακής αναμένεται να καταγράψουν ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά της ιστορίας τους. Ειδικότερα οι προβλέψεις, και δη αυτή που διενήργησε το περιοδικό Stern κι ο τηλεοπτικός σταθμός RTL, δίνουν στο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα 21%. Η βαθιά κρίση την οποία διέρχεται το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα γίνεται εμφανής κι από την υποχώρηση που καταγράφει στα κρατίδια. Το 1998 για παράδειγμα, όταν εκλέχτηκε πρώτη φορά ο Γκέρχαρντ Σρέντερ κι οι ελπίδες για μια οριστική υπέρβαση του σκληρού νεοσυντηρητικού χειμώνα της εποχής Κολ μεσουρανούσαν, το SPD ήλεγχε τα 11 από τα 16 κρατίδια. Σήμερα έχει κυβερνήσεις μόνο σε 5, στα 2 εκ των οποίων συγκυβερνά με τη Δεξιά, όπως ακριβώς κάνει και σε ομοσπονδιακό επίπεδο.

Αυτή ακριβώς η συγκυβέρνηση, που βεβαιώνει με τον πιο ανάγλυφο τρόπο τη δεξιά στροφή του SPD, αποτελεί την βαθύτερη αιτία της αποστροφής των Γερμανών και κατ’ επέκταση των τριγμών που δέχεται το πολιτικό σύστημα της Γερμανίας. Άμεσο αποτέλεσμα της ανοιχτής συναίνεσης των δύο μεγαλύτερων κομμάτων, είναι τα πιο ουσιώδη πολιτικά ζητήματα να βρίσκονται εκτός ημερήσιας διάταξης. Χριστιανοδημοκράτες και σοσιαλδημοκράτες, μόνο και μόνο για να μην υπονομεύσουν τα θεμέλια της πολιτικής τους συμφωνίας δε λένε λέξη για το Αφγανιστάν, για την οικονομική κρίση και τις εντεινόμενες κοινωνικές αντιθέσεις. Αυτά ακριβώς όμως είναι τα σημαντικότερα διακυβεύματα της τρέχουσας συγκυρίας στην οικονομική ατμομηχανή της Ευρώπης και τέταρτη μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη.

Το θέμα του Αφγανιστάν, υπό τη μορφή της τύχης που θα έχει η αποστολή των 4.200 γερμανών στρατιωτών τέθηκε με πρωτοφανή έμφαση την Παρασκευή 4 Σεπτέμβρη, όταν γερμανός αξιωματικός διέταξε σφαγή αμάχων! Τουλάχιστον 125 άμαχοι σκοτώθηκαν με εντολή γερμανού διοικητή, σύμφωνα με την αμερικανική Washington Post που μετά χαράς θα είδε να μοιράζονται επιτέλους κι άλλες χώρες του ΝΑΤΟ την πολιτική ευθύνη και την διεθνή κατακραυγή για τις σφαγές των αμάχων. Ο πρωταγωνιστικός πλέον ρόλος της Γερμανίας στο λουτρό αίματος που ποτίζει καθημερινά την άνυδρη γη του Αφγανιστάν οδήγησε σε νέα ύψη τις αντιδράσεις των Γερμανών που, όπως κι οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι,  κατά δύο τρίτα διαφωνούν με την αποστολή στο Αφγανιστάν. Παρότι όμως οι Γερμανοί δεν θέλουν το στρατό τους σε αποστολές στο εξωτερικό Χριστιανοδημοκράτες και Σοσιαλδημοκράτες αρνούνται να συζητήσουν οποιοδήποτε ενδεχόμενο αποχώρησης. Σε ομιλία της στη γερμανική Βουλή η καγκελάριος, Άγκελα Μέρκελ, που συνέχισε να περιγράφει ως «επιχείρηση σταθεροποίησης» την εισβολή και κατοχή του Αφγανιστάν αποφεύγοντας ακόμη και να πει τη λέξη πόλεμος, παρέπεμψε σε εξεταστική επιτροπή όσους χαρακτήρισαν εγκληματική την απόφαση βομβαρδισμού. Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε κι ο ηγέτης των σοσιαλδημοκρατών, Φρανκ Βάλτερ Στάινμαγιερ, υπουργός Εξωτερικών της κυβέρνησης συνεργασίας κι αναπληρωτής καγκελάριος, ο οποίος χαρακτήρισε ως «ανευθυνότητα» οποιαδήποτε πρόταση αποχώρησης του γερμανικού στρατού. Το αστείο ωστόσο είναι ότι αυτό το ενδεχόμενο έχει αρχίσει πλέον να ακούγεται όλο και πιο έντονα ακόμη κι από επίσημα αμερικανικά χείλη που βλέπουν ότι εννιά σχεδόν χρόνια μετά την εισβολή δεν έχουν να επιδείξουν την παραμικρή επιτυχία… Κανείς βέβαια δεν ξεχνάει πως επί της συμμαχικής κυβέρνησης Σοσιαλδημοκρατών και Πράσινων, επί καγκελαρίας Σρέντερ και με προορισμό τα Βαλκάνια, πέρασε ο γερμανικός στρατός για πρώτη φορά τα σύνορα της χώρας του μετά το θάνατο του Χίτλερ. Οι σοσιαλδημοκράτες επομένως παρότι θα έπρεπε να είναι οι πιο διαπρύσιοι φιλειρηνιστές, εμφανίζονται ως  τα γεράκια της Μπούντεσβερ.

Η αρνητική κληρονομιά του Σρέντερ ακολουθεί το SPD και σ’ ότι αφορά το κοινωνικό ζήτημα. Η εφαρμογή δε της Ατζέντας 2010 όπως είχε ονομάσει ο Σρέντερ ένα σαρωτικό πρόγραμμα αντεργατικών μεταρρυθμίσεων με το οποίο πέρασε στην ιστορία το αξιοζήλευτο κράτος πρόνοιας της Γερμανίας, συνέπεσε χρονικά με τον εκλογικό καταποντισμό του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, από τον οποίο ακόμη δεν έχει συνέλθει.

Κατ’ επέκταση, οι προεκλογικές εξαγγελίες του ηγέτη των σοσιαλδημοκρατών για δημιουργία 4 εκατ. θέσεων εργασίας και την επίτευξη πλήρους απασχόλησης μέχρι το 2020, ήταν εντελώς αναμενόμενο να μη συγκινήσουν κανέναν. Πολύ περισσότερο όταν τα πιο κρίσιμα και στρατηγικής σημασίας ζητήματα που ανέδειξε η κρίση μένουν εκτός συζήτησης, όπως είναι για παράδειγμα το μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης. Η Γερμανία βίωσε με το πιο δραματικό τρόπο την διεθνή οικονομική κρίση, βλέποντας το ΑΕΠ της να μειώνεται κατά 7 ποσοστιαίες μονάδες στη διάρκεια τεσσάρων τριμήνων, λόγω του ότι οι εξαγωγές της (που λόγω της συρρίκνωσης της διεθνούς ζήτησης μειώθηκαν κατά 17%) συνεισφέρουν στο 47% του ΑΕΠ. Στην πράξη αυτό που κατέρρευσε στη Γερμανία ήταν ένα μοντέλο ανάπτυξης που από τη μια πλευρά έχει τις εξαγωγές κι από την άλλη τη λιτότητα. Αντί λοιπόν οι σοσιαλδημοκράτες να δώσουν το εναρκτήριο λάκτισμα για τον αναπροσανατολισμό της οικονομικής πολιτικής με στόχο στη στήριξη του εισοδήματος, αφήνουν στο απυρόβλητο το νοσηρό αυτό μοντέλο, εξαντλώντας την ευαισθησία τους σε επιμέρους διορθωτικές παρεμβάσεις και την άμβλυνση των πιο ακραίων αρνητικών συνεπειών του. Αποτέλεσμα αυτής της οικονομικής πολιτικής είναι κι η όξυνση των κάθε λογής αντιθέσεων: κοινωνικών, οικονομικών και περιφερειακών. Στο απώτερο άκρο τους βρίσκεται το αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ των κατοίκων της πάλαι ποτέ Ανατολικής και Δυτικής Γερμανίας (των Ossis και Wessis) με αποτέλεσμα το 10% των πρώτων να δηλώνει ότι πέρναγε καλύτερα στη Γερμανία του Χόνεκερ δίνοντας νέα ώθηση στην λεγόμενη …Οσταλγία! Κι αυτό μάλιστα ακριβώς στην επέτειο της εικοσαετίας από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου.

Ως αποτέλεσμα όλων των παραπάνω μοναδικό διακύβευμα των εκλογών της επόμενης Κυριακής στη Γερμανία είναι η σύνθεση του συνασπισμού που θα κυβερνήσει, με το δίλημμα που κυριαρχεί να συνοψίζεται στο …Τζαμάικα ή φανάρι. Συγκεκριμένα, στόχος της Μέρκελ είναι να ξεφορτωθεί τους Σοσιαλδημοκράτες, που δεν έχουν φυσικά καμιά αναστολή να συγκυβερνήσουν με τη Δεξιά για μια ακόμη τετραετία, και στη θέση τους να συμμαχήσει με το φιλοεπιχειρηματικό, νεοφιλελεύθερο κόμμα των Ελεύθερων Δημοκρατών (FDP) που φαίνεται να κερδίζει το 14%. Το πρόβλημα για τη γερμανική Δεξιά είναι πως μάλλον αποκλείεται να μπορέσουν αυτά τα δύο κόμματα να συγκεντρώσουν την απόλυτη πλειοψηφία. Υπό το πρίσμα αυτής της αδυναμίας μπαίνουν στο τραπέζι δύο άλλες επιλογές. Η πρώτη είναι να εμπλουτιστεί αυτή η συμμαχία και με τους Πράσινους. Ένας συνδυασμός που με βάση τα χαρακτηριστικά χρώματα των τριών αυτών κομμάτων (μαύρο, κίτρινο και πράσινο) παραπέμπει στη σημαίας της Τζαμάικας. Για τους ηγέτες των Πρασίνων ωστόσο, «η Τζαμάικα παραμένει στην Καραϊβική» κι όχι στα πολιτικά τους σχέδια. Το δεύτερο σενάριο περιλαμβάνει τους νεοφιλελεύθερους του FDP και τους Πράσινους αλλά στη θέση των Χριστιανοδημοκρατών μπαίνουν οι Σοσιαλδημοκράτες. Συνδυασμός που παραπέμπει στα χρώματα του φωτεινού σηματοδότη και για τους ηγέτες των FDP κινείται στη σφαίρα της φαντασίας καθώς απορρίπτουν οποιαδήποτε συμμαχία με τους Σοσιαλδημοκράτες. Οι ίδιοι οι Σοσιαλδημοκράτες δεν έχουν κανένα πρόβλημα να κυβερνήσουν με τους λάτρεις του πιο ακραίου νεοφιλελευθερισμού, ενώ αντίθετα απορρίπτουν κατηγορηματικά οποιοδήποτε ενδεχόμενο συγκυβέρνησης με το Αριστερό Κόμμα του Λαφονταίν το οποίο στις δημοσκοπήσεις φαίνεται να κερδίζει ακόμη και το 14% των ψήφων συγκεντρώνοντας όλη την αριστερή διαμαρτυρία.

Οποιοδήποτε σενάριο ωστόσο κι αν επιλεγεί λύνοντας άμεσα το πρόβλημα σχηματισμού κυβέρνησης, αυτό που θα αιωρείται θα είναι ένα τεράστιο κενό στην πολιτική αντιπροσώπευση αποτέλεσμα της απουσίας πολιτικών αντιπαραθέσεων και της ευκαιριακής σύγκλισης των κορυφών των μεγαλύτερων κομμάτων.

Αρέσει σε %d bloggers: