Τρόμος και γενναιότητα στον Μπιντ Τζμπέιλ (περ. Επίκαιρα, 23-29 Οκτώβρη 2009)

ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΤΟ ΝΟΤΙΟ ΛΙΒΑΝΟ 

Ελάχιστα μέρη στον κόσμο έχουν γίνει μάρτυρες τόσων πολλών και αιματηρών μαχών τις τελευταίες δεκαετίες όπως το Μπιντ Τζμπέιλ. Στο μικρό αυτό χωριό του νότιου Λιβάνου που απέχει μόλις 3 χιλιόμετρα από τα σύνορα με το Ισραήλ, κατά τη διάρκεια του πολέμου των 33 ημερών το καλοκαίρι του 2006, διεξήχθησαν ορισμένες από τις πιο σκληρές μάχες μεταξύ των ισραηλινών εισβολέων και των δυνάμεων της λιβανέζικης αντίστασης.

Οι ομοιότητες του Μπιντ Τζμπέιλ με το μικρό γαλάτικο χωριό γίνονται ορατές από την πρώτη στιγμή όταν στην πρώτη πλατεία υποδέχεται τον επισκέπτη ένα δάσος από σημαίες της αντιστασιακής σιιτικής οργάνωσης Χεζμπολάχ και πορτρέτα του γενικού γραμματέα της, Σεΐχη Χασάν Νασράλα. Το ότι δεν είναι ένα οποιοδήποτε χωριό φαίνεται επίσης από τα δεκάδες ομοιώματα πυραύλων που αντικρίζει κανείς, με έκπληξη ομολογουμένως την πρώτη φορά, αποτελώντας ένα αλάνθαστο σημάδι γεωγραφικού προσανατολισμού, μιας και όλα δείχνουν προς το νότο… το Ισραήλ. Τους δρόμους του Μπιντ Τζμπέιλ κι όλου του νοτίου Λιβάνου διασχίζουν καθημερινά δεκάδες άρματα της ειρηνευτικής δύναμης του ΟΗΕ, της Unifil, που εγκαταστάθηκαν μετά την εκεχειρία που επιβλήθηκε με το ψήφισμα 1701 (11/8/2006) του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών. Στους δρόμους και τα πέριξ του ελάχιστοι εκπρόσωποι του Τύπου έχουν τη δυνατότητα να κυκλοφορήσουν και πολύ περισσότερο με φωτογραφική μηχανή, πολύ πιθανά λόγω των πικρών μαθημάτων που αποκόμισαν οι παλαιστινιακές οργανώσεις τη δεκαετία του ’70, όταν στα στρατόπεδά τους μπαινόβγαιναν καθημερινά όσοι δημοσιογράφοι ήθελαν με αποτέλεσμα τίποτε να μη μένει κρυφό…

«Το Μπιντ Τζμπέιλ δεν αποτέλεσε τυχαία θέατρο των πιο επίμονων μαχών κατά τη διάρκεια της εισβολής», μας λέει ο συνομιλητής μας που πήρε μέρος στις μάχες για την υπεράσπιση του το 2006. Το ραντεβού μας ήταν στο καφέ εστιατόριο Αλ Ταχρίρ (Απελευθέρωση) έξω από το χωριό, στο δρόμο για τα σύνορα με το Ισραήλ ή, ορθότερα, με τα κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη μια και τη λέξη Ισραήλ στο νότιο ειδικά Λίβανο την ακούς με την ίδια συχνότητα που ακούς στην Κυπριακή Δημοκρατία ή του αντιπάλους του Σχεδίου Ανάν τον όρο (sic) «Τουρκική Δημοκρατία της Βορείου Κύπρου». «Οι Ισραηλινοί έθρεφαν μίσος για το Μπιντ Τζμπέιλ επειδή το 2000, αμέσως μετά την ταπεινωτική αποχώρηση τους από το νότιο Λίβανο, ο γενικός γραμματέας της Χεζμπολάχ, Χασάν Νασράλα έδωσε στο κέντρο του χωριού μια ιστορική ομιλία. Απ’ αυτή την ομιλία πέρασαν στην ιστορία δύο φράσεις. Η πρώτη ήταν πως το κράτος του Ισραήλ είναι πιο αδύναμο ακόμη κι από ιστό αράχνης. Βαθιά προσβολή όπως καταλαβαίνετε για ένα κράτος που μέχρι τότε καμάρωνε πως είχε συντρίψει όλους σχεδόν τους αραβικούς στρατούς. Το δεύτερο απόφθεγμα που πέρασε στην ιστορία (και σήμερα αποδεικνύεται προφητικό) ήταν ότι “πέρασε ανεπιστρεπτί η εποχή της ήττας και των υποχωρήσεων”. Αντιλαμβάνεστε λοιπόν γιατί αποτελούσε υπόθεση τιμής για τον ισραηλινό στρατό να φθάσει στην καρδιά του χωριού και να καρφώσει την ισραηλινή σημαία στην κεντρική του πλατεία ή το πιο ψηλό κτίριο. Επί 33 ημέρες όσο δηλαδή διήρκεσε ο πόλεμος, διεξάγονταν αδυσώπητες μάχες σε κάθε γωνιά που μπορείτε να δείτε περιμετρικά του χωριού. Ούτε μια σπιθαμή δεν κατάφεραν να κρατήσουν για λίγη ώρα. Κι όποτε ηττούνταν κι αναγκάζονταν λόγω των πυκνών πυρών μας να υποχωρήσουν για να μην υποστούν μεγαλύτερες απώλειες στις μάχες σώμα με σώμα, έστελναν τα βομβαρδιστικά αεροπλάνα και σε λίγα λεπτά δεν έμενε πέτρα πάνω στην πέτρα! Έτσι χάσαμε τους περισσότερους μαχητές μας». Στις μάχες συμμετείχαν μόνο ένοπλοι της Χεζμπολάχ ή και άνθρωποι του χωριού, ρωτήσαμε τον συνομιλητή μας. «Ο διακαής πόθος των Ισραηλινών όταν σκότωναν κάποιον μαχητή μας ήταν να ανακαλύψουν κάποιο Σύρο ή Ιρανό. Ωστόσο, όλοι μα όλοι οι μάρτυρες κι οι μαχητές μας ήταν από τον Μπιντ Τζμπέιλ. Ούτε καν από τα διπλανά χωριά ή τη Βηρυτό», τόνισε ο συνομιλητής μας. «Τα μνημεία με τα πρόσωπα των μαρτύρων που συναντάτε δεν είναι τοποθετημένα σε τυχαία σημεία. Έχουν χτιστεί έξω από τα σπίτια τους για να δείχνουμε το χρέος που τους οφείλουμε και την τιμή που αξίζει στις οικογένειες αυτών των αγωνιστών». Πώς καταφέρατε και οδηγήσατε σε μια τόσο ταπεινωτική ήττα έναν από τους καλύτερα εξοπλισμένους στρατούς του κόσμου, ήταν η τελευταία ερώτηση που απευθύναμε στον συνομιλητή μας. «Το ηθικό των αγωνιστών μας ήταν ο σημαντικότερος παράγοντας. Οι Ισραηλινοί δεν πίστευαν σε τίποτε. Μαζεύτηκαν εδώ απ’ όλες τις γωνιές του κόσμου. Δεν μάχονταν για την πατρίδα τους».

«Κανείς δεν μπορεί να καταλάβει πού βρήκαμε το κουράγιο και διώξαμε τους Ισραηλινούς», παρεμβαίνει μια μεγάλη σε ηλικία γυναίκα στη συζήτησή μας, «επειδή κανείς δεν ξέρει τι βασανιστήρια και εξευτελισμούς υπομέναμε μόνοι μας εδώ από τους Ισραηλινούς μέχρι το 2000, χωρίς κανείς από τον υπόλοιπο κόσμο να ενδιαφέρεται. Δεχτήκαμε να θυσιαστούμε για 33 ημέρες για να μην ξαναπεράσουμε τα ίδια για 30 χρόνια ακόμη», ήταν τα λόγια της. Προς επίρρωση των όσων έλεγε, η βαριά σκιά των φυλακών Κιάμ που βρίσκονταν σε μια απόσταση λίγων χιλιομέτρων – κι ήταν πραγματικό κολαστήριο. Ο εβραϊκός στρατός δε τον Ιούλιο του 2006 φρόντισε να τις ανατινάξει για να σβήσουν τα ίχνη των εγκλημάτων του. «Και να ξέρετε πώς μέχρι τον Ιούλιο του 2006 τους φοβόμασταν τους Ισραηλινούς. Από τότε κανείς πια δεν τους φοβάται», είπε για να συνεχίσει το δρόμο της.

Η δήλωση της υπερήλικης είχε ξεχωριστή σημασία επειδή η απειλή που εκπροσωπεί το εβραϊκό κράτος στο νότιο Λίβανο είναι καθημερινή, δεν βρίσκεται στο χώρο των πιθανοτήτων. Παίρνει σάρκα και οστά με τις καθημερινές παραβιάσεις του εναέριου χώρου του Λιβάνου από ισραηλινά μαχητικά αεροπλάνα και τις εκφοβιστικές «βουτιές» τους. Επίσης με τις απαγωγές κτηνοτρόφων στους οποίους ασκούν ασφυκτικές πιέσεις κι απειλές για να γίνουν πράκτορες κι αν δε γίνουν να πλανάται η υποψία μήπως έγιναν! Κι έτσι ο ένας να κοιτάει τον άλλον καχύποπτα.

Ο επόμενος σταθμός μας ήταν το δημαρχείο του Μπιντ Τζμπέιλ, όπου σήμερα στεγάζει όλες σχεδόν τις δημόσιες υπηρεσίες της περιοχής, από το δικαστήριο μέχρι τις υπηρεσίες πρόνοιας, καθώς τα δικά τους κτήρια είναι ακόμη ερείπια. Στους εσωτερικούς τείχους του κτιρίου υπάρχουν πλάνα που δείχνουν βήμα – βήμα τη διαδικασία ανοικοδόμησης. «Από τα 800 σπίτια που καταστράφηκαν το 80% έχει ανοικοδομηθεί. Τα νέα σπίτια μάλιστα είναι καλύτερα από τα προηγούμενα», μας λέει ο δήμαρχος του Μπιντ Τζμπέιλ, Χατζ Αφίφ Μπατζί, υποστηρικτής της αντίστασης που μέχρι πρόσφατα σπούδαζε στον Καναδά. Οι περισσότεροι άλλωστε κάτοικοι του Μπιντ Τζμπέιλ έζησαν στο εξωτερικό τα χρόνια της κατοχής. «Το μεγαλύτερο πρόβλημά μας δεν είναι τα ερείπια που άφησαν πίσω τους οι εισβολείς, στους σωρούς των οποίων ψάχναμε επί δύο ολόκληρες εβδομάδες μετά το τέλος του πολέμου για να βρούμε αγνοούμενους. Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι τα 4 εκατ. βόμβες διασποράς που έριξαν, ενώ μάλιστα είχε ψηφιστεί στο ΟΗΕ η ανακωχή, με αποτέλεσμα ακόμη και σήμερα πολλά χωράφια να μένουν ακαλλιέργητα κι ολόκληρες περιοχές απροσπέλαστες. Οι Ισραηλινοί αφού δεν κατάφεραν να καταλάβουν το Μπιντ Τζμπέιλ το ισοπέδωσαν για να μας αναγκάσουν να φύγουμε και να μην επιστρέψουμε ποτέ»!

Στόχος που έμεινε στα χαρτιά, όπως φαίνεται από τον οικοδομικό οργασμό που ακολούθησε. Τα κεφάλαια για την ανοικοδόμηση προήλθαν από την Χεζμπολάχ και από πολλά αραβικά κράτη. Σε έναν άτυπο καταμερισμό η Χεζμπολάχ αποζημίωσε όσους έχασαν τις κατοικίες τους ή ανέλαβε την κατασκευή τους. Το Κατάρ ανέλαβε την ανοικοδόμηση της αγοράς που έχει ιστορία 450 χρόνων μεριμνώντας να μη χαθεί η ιδιαίτερη αρχιτεκτονική ταυτότητα των κτιρίων. Μάλιστα, μέχρι να κατασκευαστεί πλήρως και να μπορεί να λειτουργήσει έφτιαξε μια πρόχειρη αγορά προκάτ για να μπορεί να διεξάγεται το παζάρι αδιατάρακτα. Το Ιράν ανέλαβε την ανακατασκευή των υποδομών (δρόμοι και γέφυρες) κι επίσης ένα έργο που όταν ολοκληρωθεί θα αποτελεί για το Ισραήλ αιτία… νέου πολέμου. Συνεχίζοντας προς το νότο από το καφέ Η Απελευθέρωση, μετά από το κατεστραμμένο ισραηλινό τανκ Μερκάβα, που έχει τοποθετηθεί εν είδει τροπαίου με μια σημαία της Χεζμπολάχ καρφωμένη στον πυργίσκο του, μετά επίσης κι από το πανύψηλο άγαλμα μαχητή της Χεζμπολάχ που πατάει με το πόδι του ένα ισραηλινό κράνος, ο επισκέπτης φθάνει σε ένα υπερυψωμένο σημείο στα σύνορα του Λιβάνου, με εκπληκτική θέα πολλών δεκάδων χιλιόμετρων προς το Ισραήλ. Εκεί το Ιράν κατασκευάζει ένα πάρκο με κιόσκια, ψησταριές, παιδική χαρά και ισλαμικό τέμενος όπου θα μπορούν να συγκεντρώνονται οι οικογένειες κι οι παρέες για να τρώνε με θέα τα κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη. Το καφέ ήδη αποκαλείται Ιερουσαλήμ, ενώ στο υψηλότερο σημείο του θα κατασκευάσουν ένα τείχος 40 μέτρων ύψους, το οποίο θα φωτίζεται και θα είναι ορατό από πολλά χωριά και πόλεις του Ισραήλ. Επάνω του θα υπάρχει η επιγραφή «Η Ιερουσαλήμ είναι δική μας»!

«12 από τα 38 θύματα των βομβαρδισμών ήταν γυναίκες», μας λέει ο μουχτάρ του Μπιντ Τζμπέιλ (ανεπίσημο αξίωμα που συναντάται στον αραβικό κόσμο και αναφέρεται στον διαμεσολαβητή μεταξύ των αρχών και του λαού) τον οποίο συναντήσαμε στο δημαρχείο. Ο ίδιος φέρει βαριά τραύματα σε όλο του σχεδόν το σώμα, με αποτέλεσμα ακόμη να μπαινοβγαίνει στο νοσοκομείο. «Οι Ισραηλινοί κατέστρεψαν ολοσχερώς τρία τζαμιά, το μοναδικό νοσοκομείο που είχαμε και τρία σχολεία. Το ένα μάλιστα από αυτά ήξεραν ότι είχε μετατραπεί σε καταφύγιο. Το χειρότερο τότε ήταν πως δεν μπορούσαμε να προσφέρουμε στους τραυματισμένους ούτε καν τις πρώτες βοήθειες γιατί οι Ισραηλινοί χτυπούσαν ότι κινούταν. Επομένως κανένα αυτοκίνητο δεν μπορούσε να βγει από το χωριό και να μεταφέρει στην κοντινή Τύρο για παράδειγμα τους τραυματίες».

Ο φόβος του πολέμου δεν έχει δημιουργήσει νέο κύμα φυγής και μετανάστευσης, ρωτήσαμε τέλος τον δήμαρχο του Μπιντ Τζμπέιλ. «Όταν ο πόλεμος μας χτυπάει την πόρτα κάθε 4 με 5 χρόνια ξέρουμε ότι μπορεί να ξανασυμβεί οποτεδήποτε κι έτσι είμαστε όλοι προετοιμασμένοι να υπερασπίσουμε τα σπίτια και τη γη που αγαπάμε», ήταν τα λόγια του.

Άβυσσος χωρίζει Χεζμπολάχ και φιλοδυτικούς (περ. Διπλωματία, Νοέμβρης 2009)

Μπρα ντε φερ χωρίς τέλος

«Είναι μια πολύ περίπλοκη κατάσταση…» Με αυτή τη φράση ξεκινάνε οι Λιβανέζοι οποιαδήποτε απάντηση σε ερώτηση Δυτικού που σχετίζεται με την πολιτική κατάσταση στο εσωτερικό της χώρας και δη τις συμμαχίες ή τις διεθνείς διασυνδέσεις και επιρροές κάθε κόμματος. Οι δυσκολίες σχηματισμού κυβέρνησης, τέσσερις ολόκληρους μήνες μετά τις εκλογές της 7ης Ιουνίου, παρά μάλιστα τη σαφή και αδιαμφισβήτητη πλειοψηφία που έδωσαν στο πρώτο κόμμα, αποτελούν αδιάψευστο μάρτυρα…

Ο Λίβανος αποτελεί μια χώρα πραγματικό εργαστήρι πολιτικών δοκιμών, όπως βεβαιώνει η πολυτάραχη, μεταπολεμική ιστορία του με κορυφαίο σημείο τον αιματηρό 15ετή εμφύλιο πόλεμο που έληξε το 1991. Η «εκρηκτική» γοητεία του Λιβάνου δεν έγκειται μόνο στο γεγονός ότι αποτελεί σημείο συνάντησης και διασταύρωσης των σπουδαιότερων πολιτισμών. Ούτε μόνο στο γεγονός ότι η αποικιοκρατία χάραξε βαθιά στο σώμα του, ανεξίτηλα σχεδόν, κάθε είδους διαχωριστικές γραμμές (εθνικές, θρησκευτικές, κοκ.) με αποτέλεσμα ακόμη και σήμερα να αποτελούν ανυπέρβλητα, καθηλωτικά εμπόδια σε οποιαδήποτε προσπάθεια επίτευξης συναίνεσης. Το σημαντικότερο είναι πως σε αυτή τη στενόμακρη λωρίδα γης, μήκους 200 περίπου χιλιομέτρων και πλάτους 40, με έναν πληθυσμό που δεν ξεπερνά τα 4 εκ. συμπυκνώνονται όλες οι αντιθέσεις που συγκλονίζουν την ευρύτερη Μέση Ανατολή: από το Πακιστάν, μέχρι το Μαρόκο. Ως αποτέλεσμα η προσοχή και το ενδιαφέρον όλων σχεδόν των μεγάλων δυνάμεων του κόσμου και της περιοχής έλκεται σαν μαγνήτης από το μωσαϊκό που σχηματίζει το πολιτικό σύστημα του Λιβάνου ακόμη κι όταν συγκροτείται στα δύο κύρια μέτωπα, της 8ης και της 14ης Μάρτη, που συγκρούονται μετωπικά σχεδόν. Το πρώτο είναι το μέτωπο της αντίστασης που απαρτίζεται από οργανώσεις φιλικά διακείμενες προς τη Συρία και το Ιράν κι εχθρικές απέναντι στο Ισραήλ και τις ΗΠΑ. Ξεχωριστή θέση καταλαμβάνει η Χεζμπολάχ την οποία οι ΗΠΑ περιλαμβάνουν στη «μαύρη λίστα» των τρομοκρατικών οργανώσεων, αντίθετα με την ΕΕ που συνομιλεί επίσημα μαζί της σε κάθε επίπεδο. Το όνομα της δε το έλαβε από μια τεράστια συγκέντρωση που έγινε στις 8 Μαΐου 2005 στη Βηρυτό, ενάντια στην λεγόμενη «Επανάσταση των Κέδρων». Το φιλοδυτικό κίνημα της 8ης Μαΐου, που είναι βαθιά εχθρικό απέναντι στη Συρία και το Ιράν, έλαβε το όνομά του από μια εξ ίσου μεγαλειώδη συγκέντρωση που έγινε στην πρωτεύουσα του Λιβάνου έξι μέρες μετά, όταν κορυφώθηκε η «Επανάσταση των Κέδρων» κι ως ένδειξη πένθους για τη δολοφονία του πρωθυπουργού Ραφίκ Χαρίρι.

Το ενδιαφέρον της Ουάσινγκτον για τις τελευταίες εκλογές στο Λίβανο έγινε σαφές από το σπάνιο προνόμιο που είχε η χώρα των Κέδρων να δεχτεί κατά την προεκλογική περίοδο την επίσκεψη του αντιπροέδρου και της υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν και Χίλαρι Κλίντον, αντίστοιχα, με διαφορά λίγων ημερών. Έγινε επίσης γνωστό όταν ο πρόεδρος της Βουλής του Λιβάνου κι ο εντολοδόχος πρωθυπουργός, Μισέλ Σλεϊμάν και Σαάντ Χαρίρι (γιος του δολοφονημένου πρώην πρωθυπουργού, Ραφίκ Χαρίρι) επισκέφθηκαν την Ουάσινγκτον στις 28 Σεπτέμβρη για να συναντηθούν εκ νέου με τον αντιπρόεδρο των ΗΠΑ. Από κει (από την έδρα του πια και χωρίς να προκαλούν θυμηδία οι εκκλήσεις του προς τις γύρω χώρες να μην παρεμβαίνουν στα εσωτερικά του Λιβάνου), δήλωσε πως καμιά περιφερειακή συμφωνία δεν θα πλήξει τα συμφέροντα του Λιβάνου. Η κατηγορηματική δήλωση του Τζο Μπάιντεν στρεφόταν εναντίον της Συρίας και της Σαουδικής Αραβίας. Αυτό που ενόχλησε την Ουάσινγκτον ήταν η διπλωματική επαναπροσέγγιση των δύο χωρών, μετά από την ψύχρανση των διπλωματικών τους σχέσεων που ακολούθησε την δολοφονία του Ραφίκ Χαρίρι στις 14 Φεβρουαρίου 2005 για την οποία κατηγορήθηκε η Συρία. Προς έκπληξη πολλών, στις 23 Σεπτέμβρη ο πρόεδρος της Συρίας, Μπασάρ ελ Άσαντ επισκέφθηκε τη Σαουδική Αραβία, με αφορμή τα εγκαίνια ενός πανεπιστημίου στη Τζέντα. Η αιτία ωστόσο ήταν να συζητήσουν για τον Λίβανο, όπως φάνηκε κι από την ανακοίνωση που εξέδωσαν με την οποία καλούσαν στο σχηματισμό κυβέρνησης εθνικής ενότητας.

Πριν δούμε το βαθύτερο περιεχόμενο του αιτήματός τους και τα όσα διακυβεύονται με την υλοποίησή του, αξίζει να σταθούμε λίγο παραπάνω σε αυτή τη συνάντηση που θεωρήθηκε από όλον τον λιβανέζικο Τύπο ως απαρχή εξελίξεων για την υπέρβαση του αδιεξόδου στον σχηματισμό κυβέρνησης και την οποία μάλιστα ακολούθησε επίσκεψη του σαουδάραβα βασιλιά Αμπντάλα μπιν Αμπντέλ Αζίζ στη Δαμασκό. Το σημαντικότερο και στρατηγικής σημασίας θέμα συζήτησης μεταξύ Συρίας και Σαουδικής Αραβίας είναι η απόσπαση της Συρίας από την επιρροή του Ιράν. Η Σαουδαραβία έχει κάθε λόγο να ανησυχεί από την αυξημένη επιρροή του Ιράν στην περιοχή καθώς η ανατροπή του Σαντάμ Χουσεΐν στο Ιράκ, έφερε στην εξουσία τους Σιίτες, που έχουν ήδη συνάψει σχέσεις με την Τεχεράνη. Μετά δε το 2011, οπότε θα έχει αποχωρήσει κι ο τελευταίος αμερικάνος στρατιώτης από το Ιράκ, ο φόβος του Ριάντ είναι μήπως οι σχέσεις αυτές μετατραπούν σε ολέθριες για το σουνίτικο βασίλειο των Σαούντ. Ήδη άλλωστε νιώθει να απειλείται από τα νότια σύνορά του λόγω της σιίτικης εξέγερσης στην Υεμένη, χώρια της αμφισβήτησης από τη σιίτικη μειοψηφία και τους φονταμεταλιστές σουνίτες στο εσωτερικό του. Για να φέρει δε τη Συρία πιο κοντά στη Σαουδική Αραβία το Ριάντ σε συνάντηση των δύο ηγετών τον Μάρτιο, στην οποία είχε παραβρεθεί κι ο αιγύπτιος πρόεδρος Χόσνι Μουμπάρακ αυξάνοντας την πίεση προς τη Δαμασκό, είχε προτείνει σημαντική οικονομική βοήθεια κι επίσης διπλωματική υποστήριξη απ’ όλα τα αραβικά κράτη για έναρξη διαπραγματεύσεων με το Ισραήλ με σκοπό να πάρει πίσω τα Υψώματα Γκολάν που κατέλαβε το εβραϊκό κράτος με τον πόλεμο του 1967 και συνεχίζει μέχρι σήμερα παράνομα να κατέχει. Η Συρία από τη μεριά της, με βάση δημοσιεύματα του διεθνούς Τύπου, αυτό που φάνηκε να ζητά είναι διαβεβαιώσεις πως το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο δεν πρόκειται να απαγγείλει κατηγορίες κατά του προέδρου Άσαντ και στενών συνεργατών του για την δολοφονία του Χαρίρι. Οι υποψίες για το ενδεχόμενο να προσλάβουν πολιτικό χαρακτήρα οι αναμενόμενες απαγγελίες κατηγοριών από τη Χάγη, εντάθηκαν με αφορμή δημοσίευμα του γερμανικού περιοδικού Spiegel τον Μάιο, στο οποίο υποστήριζε πως το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο έχει βρει πειστήρια ενοχής για άνδρες της Χεζμπολάχ και του συριακού καθεστώτος. Κατηγορίες που αποδοκιμάστηκαν ακόμη κι από τις φιλοδυτικές δυνάμεις.

Σε ότι αφορά πάντως τον Λίβανο η προτροπή του αμερικάνου αντιπροέδρου στόχευε να αποτρέψει – εν τη γεννέση του – έναν συμβιβασμό μεταξύ του σουνίτη εντολοδόχου πρωθυπουργού που διατηρεί ανοιχτούς διαύλους με τη Σαουδική Σραβία και της αντιπολίτευσης που συνδέεται με τη Συρία, ο οποίος θα καθιστούσε εφικτό τον σχηματισμό κυβέρνησης. Το σημαντικότερο εμπόδιο που φαίνεται να φράζει αυτή τη στιγμή το δρόμο είναι το υπουργείο Μεταφορών. Συγκεκριμένα, ο πρόεδρος του Ελεύθερου Πατριωτικού Μετώπου, Μισέλ Αούν, και σύμμαχος της Χεζμπολάχ (κι ο οποίος στο παρελθόν ήταν διαπρύσιος εχθρός της Συρίας) ζητά επιμόνως τη θέση του υπουργού Μεταφορών για τον γαμπρό του, Τζεμπράν Μπασίλ. Τούτος είναι ο επίσημος λόγος του αδιεξόδου. Η συγκεκριμένη υπουργική καρέκλα στην πραγματικότητα συμπυκνώνει όλο το ζήτημα της εξουσίας στον Λίβανο.

Οι τηλεπικοινωνίες της χώρας είχαν έρθει στο προσκήνιο πέρυσι πάλι, με αφορμή την ολιγοήμερη ένοπλη σύγκρουση της 8ης Μαΐου. Τα αιματηρά επεισόδια προέκυψαν αφού είχε προηγηθεί μια καθιστική διαμαρτυρία του μπλοκ της 8ης Μάρτη στο κέντρο του Βηρυτού που διήρκεσε 7 μήνες (από τον Νοέμβρη του 2007 μέχρι τον Μάιο του 2008), με αίτημα να δοθεί το δικαίωμα του βέτο στις υπουργικές αποφάσεις κι αφού η κυβέρνηση προκάλεσε ανοιχτά τη Χεζμπολάχ επιχειρώντας να απομακρύνει τον άνθρωπό της από το διεθνές αεροδρόμιο της Βηρυτού και, το σημαντικότερο, να ξηλώσει το αυτόνομο, τηλεπικοινωνιακό της δίκτυο, το οποίο παρότι απαρχαιωμένο, με τα λόγια των ίδιων, είναι από τους παράγοντες που της χάρισαν τη νίκη κατά των Ισραηλινών στον πόλεμο των 34 ημερών το καλοκαίρι του 2006. Θεωρήθηκε επομένως casus belli. Η απάντησή της ήταν να στείλει ομάδες βαριά οπλισμένων στη δυτική Βηρυτό, πραγματοποιώντας επίδειξη δύναμης. Παράλληλα όμως αντάλλαξαν πολλές φορές πυρά με ενόπλους του δρούζου ηγέτη του Προοδευτικού Σοσιαλιστικού Κόμματος, Ουαλίντ Τζουμπλάντ, και του σουνίτη πρωθυπουργού Χαρίρι. Τα χειρότερα, το ξέσπασμα ενός νέου εμφυλίου, αποτράπηκε όταν με παρέμβαση της Αραβικής Ένωσης οι δύο πλευρές συναντήθηκαν στο Κατάρ, όπου υπέγραψαν τη Συμφωνία της Ντόχας, ένα απαράμιλλο δείγμα πολιτικού παζαριού που μόνο στη Μέση Ανατολή θα μπορούσε να είχε συμφωνηθεί. Στον πυρήνα της, αναθεωρεί την Συμφωνία του Ταΐφ που αποτελεί το σύνταγμα της χώρας, χωρίς να το δηλώνει, και εκχωρεί δικαίωμα βέτο, χωρίς να το αναγνωρίζει. Το πετυχαίνει δε με τη φόρμουλα του «15-10-5», δίνοντας δηλαδή το δικαίωμα στην πλειοψηφία να ορίζει 15 υπουργούς, στην αντιπολίτευση 10 και στον πρόεδρο 5 οι οποίοι είναι έτσι επιλεγμένοι ώστε η αντιπολίτευση να έχει στην πράξη το δικαίωμα του βέτο! Ο εντολοδόχος πρωθυπουργός όμως αυτή τη στιγμή ζητώντας να σχηματίσει κυβέρνηση πλειοψηφίας, επικαλούμενος τη νίκη του στις εκλογές της 7ης Ιούνη, παραβιάζει την πρόσφατη συμφωνία της Ντόχας, επικαλούμενος ότι δεν δεσμεύει τις κυβερνήσεις στο διηνεκές, αλλά επρόκειτο για μια συμφωνία που αφορούσε εκείνη την συγκυρία. Αρνούμενος δε να εκχωρήσει το υπουργείο Τηλεπικοινωνιών στον σύμμαχο της Χεζμπολάχ, επικαλούμενος ότι δεν εξελέγη στις τελευταίες εκλογές, αμφισβητεί την κόκκινη γραμμή που έχει χαράξει η Χεζμπολάχ, ώστε να μπορεί να προβάλει αποτελεσματική αντίσταση σε νέα πιθανή επίθεση από το Ισραήλ.

Το χειρότερο όμως για τον Σαάντ Χαρίρι είναι πως αμφισβητείται πλέον και εκ των έσω. Με μια κίνηση ματ στην πολιτική σκακιέρα του Λιβάνου στις αρχές Αυγούστου ο Ουαλίντ Τζουμπλάντ, έριξε γέφυρες προς τη Δαμασκό χωρίς ωστόσο να διακόψει τις σχέσεις του με το μέτωπο της 14ης Μάρτη, παρότι η έχθρα προς τη Συρία αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο του προγράμματός του. Η κίνησή του, που τραβάει το χαλί κάτω από τα πόδια του Χαρίρι, άφησε άφωνους πολλούς γιατί ως τότε οι σχέσεις του Δρούζου ηγέτη με τη Δαμασκό ήταν στην καλύτερη περίπτωση… εχθρικές. Η Συρία μέχρι και διεθνές ένταλμα σύλληψης είχε εκδώσει εναντίον του – για να το ανακαλέσει φυσικά μετά τις τελευταίες δημόσιε τοποθετήσεις του. Αφορμή ήταν αλλεπάλληλες δηλώσεις του, ακόμη κι από το CNN, με τις οποίες κατηγορούσε τη Συρία ότι ευθύνεται για τη δολοφονία του Ραφίκ Χαρίρι, του δικού του πατέρα Καμάλ Τζουμπλάντ και πολλών άλλων. Είχε φθάσει μάλιστα στο σημείο να ζητάει από την Ουάσινγκτον να καταλάβει τη Συρία, όπως έκανε με το Ιράκ, για να συλλάβει τον «τρομοκράτη» Άσαντ! Όλα αυτά άλλαξαν εν μία νυκτί μαζί κι η αυτοπεποίθηση του εντολοδόχου πρωθυπουργού ο οποίος αναγκάστηκε να παραδώσει την εντολή στις 10 Σεπτέμβρη για να την λάβει εκ νέου στη συνέχεια.

Απροκάλυπτα στις πολιτικές εξελίξεις του Λιβάνου παρεμβαίνει και το Ισραήλ που από το ίδιο το σύνταγμα του χαρακτηρίζεται ως «εχθρικό κράτος». Με μια σειρά από δηλώσεις τους ισραηλινοί αξιωματούχοι τοποθετήθηκαν ευθέως στο δίλημμα που διχάζει την πολιτική ζωή του Λιβάνου και της Μέσης Ανατολής, «κυβέρνηση πλειοψηφίας ή εθνικής ενότητας», υποδεικνύοντας προφανώς το πρώτο. Το έκαναν μάλιστα με έναν χαρακτηριστικά δικό τους τρόπο, που προμηνύει νέες αιματοχυσίες. Μάλιστα το μπαράζ δηλώσεων κατά της Χεζμπολάχ έδωσε αφορμή στο αμερικανικό περιοδικό Time να βάλει τίτλο στο ρεπορτάζ της 14ης Αυγούστου, «Ισραήλ εναντίον Χεζμπολάχ, τύμπανα πολέμου»! Ο ισραηλινός πρωθυπουργός, Μπενιαμίν Νετανιάχου στις 10 Αυγούστου τόνισε μιλώντας στο ισραηλινό ραδιόφωνο πως «θα πρέπει να είναι καθαρό ότι η κυβέρνηση του Λιβάνου, σε ότι μας αφορά, είναι υπεύθυνη για κάθε επίθεση, για κάθε επίθεση, από το έδαφός της εναντίον του Ισραήλ». Ενώ ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών δήλωσε πως «ακόμη και μια τρίχα από το κεφάλι ενός Ισραηλινού να πέσει θα θεωρήσουμε υπεύθυνη την Χεζμπολάχ». Το μοναδικό που κατάφεραν οι δηλώσεις των Ισραηλινών αξιωματούχων ήταν να αυξήσουν το κύρος της σιίτικης αντιστασιακής οργάνωσης στο εσωτερικό του Λιβάνου η οποία πιστώνεται την ήττα του ισραηλινού στρατού στον πόλεμο του 2006. Καθόλου τυχαίο δεν ήταν ότι ο ηγέτης της Χεζμπολάχ σήκωσε το γάντι που πέταξαν οι Ισραηλινοί όταν μίλησε (από γιγαντοοθόνη) σε διαδήλωση στη νότια Βηρυτό στις 14 Αυγούστου, επ’ αφορμή την τρίτη επέτειο από το τέλος του πολέμου. «Σας τονίζω ότι θα υπάρχουν εκπλήξεις σε οποιοδήποτε νέο πόλεμο με το Ισραήλ. Ας το σκεφτούν ένα εκατομμύριο φορές πριν ξεκινήσουν έναν νέο πόλεμο με το Λίβανο» προειδοποίησε, υπαινισσόμενος ότι η Χεζμπολάχ διαθέτει στο οπλοστάσιό της πυραύλους σημαντικά αυξημένου βεληνεκούς σε σχέση με αυτούς που χρησιμοποίησε το 2006. Ήδη η φιλολογία στον διεθνή Τύπο για το οπλοστάσιο της Χεζμπολάχ οργιάζει με το προαναφερθέν περιοδικό να υπολογίζει τους πυραύλους που έχει στη διάθεσή της σε 40.000 και το Foreign Affairs να τους εκτιμά σε 40.000 έως 80.000.

Αυτό που προκαλεί εντύπωση στον Λίβανο είναι η βεβαιότητα με την οποία οι περισσότεροι δηλώνουν ότι ένας νέος πόλεμος με το Ισραήλ είναι θέμα χρόνου. Κι αυτό παρότι είναι ακόμη νωπές οι πληγές από τον εμφύλιο και την επίθεση του 2006 όταν σκοτώθηκαν 1.400 άνθρωποι οι περισσότεροι άμαχοι και καταστράφηκαν σημαντικές υποδομές της χώρας, όπως λιμάνια, εργοστάσια και γέφυρες. Στους κεντρικούς δρόμους ακόμη βλέπεις από μακριά γέφυρες στο κέντρο των οποίων χάσκουν τρύπες από τις ισραηλινές βόμβες. Το ανέκδοτο μάλιστα που κυκλοφορούσε πριν τρία χρόνια, μεταξύ αυτών που είχαν το κουράγιο να αστειευτούν, ήταν «κλείσε το στόμα σου αν έχεις γέφυρα γιατί οι Ισραηλινοί θα σε βομβαρδίσουν»…

Το πόσο περίπλοκη είναι η κατάσταση στο Λίβανο διαπιστώνεται κι από ένα ακόμη παράδοξο. Ενώ το Ισραήλ και τα δυτικά μέσα ενημέρωσης εμφανίζουν ως παράγοντας αστάθειας στον Λίβανο τη Χεζμπολάχ και τους Σιίτες, πληρώνοντας με αυτό τον τρόπο την επιτυχημένη αντίστασή τους στο Ισραήλ, η μοναδική αιτία εξακριβωμένης ανασφάλειας στον Λίβανο προέρχεται από τους Σουνίτες. Σε επίπεδο ειδησεογραφίας ο λόγος γίνεται για βομβιστικές επιθέσεις εναντίον του κυβερνητικού στρατού, με πολλά θύματα ορισμένες φορές, που στο σύνολό τους συμβαίνουν σε σουνίτικες πόλεις και περιοχές όπως στην Τρίπολη και το βόρειο Λίβανο. Η αιματοβαμμένη πρεμιέρα του ακήρυχτου πολέμου της κυβέρνησης με τους Σουνίτες έγινε με την σύγκρουση στο προσφυγικό στρατόπεδο Ναρ ελ Μπαρέντ, το καλοκαίρι του 2007, όταν η οργάνωση Φατάχ Ισλάμ που λέγεται ότι συνδέεται με την Αλ Κάιντα, ήρθε σε σύγκρουση με τον λιβανέζικο στρατό με αποτέλεσμα σε λίγες μέρες το στρατόπεδο να εκκενωθεί και να γίνει θέατρο πολέμου. Η επίθεση της Φατάχ Ισλάμ, που ξαναέφερε στο τραπέζι των συζητήσεων το δικαίωμα οπλοφορίας των Παλαιστινίων, καταδικάσθηκε από τη Χεζμπολάχ κι όλες τις οργανώσεις της αντίστασης που βρέθηκαν στο πλάι του κυβερνητικού στρατού. Η συντριβή της ωστόσο δεν έλυσε το πρόβλημα της ασφάλειας, το οποίο σύμφωνα με επίσημες δηλώσεις πολιτικών, όπως ο Μισέλ Αούν, γεννάται και προέρχεται από το Ισραήλ. Προς επίρρωση των λεγομένων τους επιδεικνύουν τα κατασκοπευτικά δίκτυα του Ισραήλ που αποκάλυψε το καλοκαίρι η Χεζμπολάχ, παραδίδοντας με μια θεαματική επιχείρηση τους υπόπτους στην αστυνομία!

Η ανασφάλεια σήμερα στο Λίβανο γίνεται ορατή από τα τεθωρακισμένα του στρατού που βρίσκονται στα κεντρικά σημεία των πόλεων και τις περιπολίες ένοπλων στρατιωτών, όπως επίσης κι από τα συνεχή μπλόκα στις εθνικές οδούς και τους ελέγχους που πραγματοποιούν σε οχήματα και ταξιδιώτες, αναζητώντας όπλα. Θα συνεχίσει να υπάρχει δε όσο η σταθερή ειρήνη που μπορεί να εξασφαλίσει η δημιουργία ενός ανεξάρτητου και βιώσιμου παλαιστινιακού κράτους, στη βάση των αποφάσεων του ΟΗΕ, παραμένει μακρινό και άπιαστο όνειρο.

Πεδίο βολής η Υεμένη (περ. Διπλωματία, Ιανουάριος 2010)

  • ΟΙ ΗΠΑ ΕΠΟΦΘΑΛΜΙΟΥΝ ΤΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΤΗΣ ΘΕΣΗ
  • ΣΙΙΤΕΣ ΚΑΙ ΙΡΑΝ ΦΟΒΟΥΝΤΑΙ ΟΙ ΣΑΟΥΔΑΡΑΒΕΣ 

Μόνο ως ανέκδοτο ακούγεται πια ο χαρακτηρισμός Ευδαίμονα Αραβία που χρησιμοποιούταν από τους αρχαίους χρόνους για να περιγραφεί η Υεμένη, σε αντίθεση με την βορειότερη χέρσα Αραβία τη σημερινή σαουδαραβική, λόγω των συνεχών εμφύλιων πολέμων και των ξένων επεμβάσεων.

Σημείο τομής αποτελούν πλέον για την πολιτική ζωή στην Υεμένη τα Χριστούγεννα του 2009 όταν η αποτυχημένη βομβιστική επίθεση του 23χρονου Νιγηριανού στο αεροπλάνο της Delta την έφερε στο προσκήνιο, ως «νέο και απειλητικό θύλακα της διεθνούς τρομοκρατίας», όπως χαρακτηρίστηκε από την Ουάσινγκτον. Τις αμέσως επόμενες μέρες δεν έλειψαν και φωνές που προανήγγειλαν μια νέα στρατιωτική επέμβαση των ΗΠΑ, όπως για παράδειγμα ζητούσε το σημείωμα της σύνταξης των New York Times (που εκφράζει μάλιστα το προοδευτικό, παραδοσιακά λιγότερο πολεμοχαρές κατεστημένο της ανατολικής ακτής) στις 2-3 Ιανουαρίου με τίτλο, «Τώρα η Υεμένη»! Παρότι δεν άργησαν να κυριαρχήσουν πιο μετριοπαθείς στάσεις όπως έδειξε η διαβεβαίωση του αμερικανού προέδρου ότι δεν επίκειται στρατιωτική επέμβαση, το σίγουρο είναι ότι πως η Υεμένη με επίσημο τρόπο αποτελεί το πέμπτο μέτωπο των ΗΠΑ στον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας που ξεκίνησε ο Μπους και συνεχίζει ο Ομπάμα χωρίς διακοπή (και με την ώθηση μάλιστα του βραβείου Νομπέλ Ειρήνης) μετά το Ιράκ, το Αφγανιστάν, το Πακιστάν και τη Σομαλία.

Το ζητούμενο ωστόσο για τις ΗΠΑ και τους συμμάχους της στην περιοχή δεν είναι η αντιμετώπιση της Αλ Κάιντα της Αραβικής Χερσονήσου που έσπευσε να αναλάβει την ευθύνη της αποτυχημένης βομβιστικής επίθεσης. Τουλάχιστον δεν είναι μόνο, ούτε κυρίως αυτή. Το σημαντικότερο ζητούμενο για την Ουάσιγκτον είναι να εξασφαλίσει τον έλεγχο σε μια στρατηγικής σημασίας, λόγω της θέσης της, χώρα κι επίσης να αποτρέψει την επέκταση της επιρροής του Ιράν.

Όσοι παρακολουθούσαν στενά τις εξελίξεις τους τελευταίους μήνες στην Υεμένη ξαφνιάστηκαν από τα γεγονότα των Χριστουγέννων για έναν και μοναδικό λόγο. Επειδή η εστία της έντασης όλο το 2009 δεν ήταν η Αλ Κάιντα αλλά οι σιίτες. Ειδικότερα, από την άνοιξη του προηγούμενου χρόνου μέχρι τώρα βρίσκεται σε εξέλιξη στα βόρεια της χώρας μια εξέγερση της σιίτικης φυλής Χούθι, που καταγγέλλει την σουνιτική κυβέρνηση ότι προσπαθεί να εξαφανίσει τις ιδιαίτερες πολιτιστικές, θρησκευτικές και γλωσσικές παραδόσεις της. Οι σιίτες Χούθι αποτελούν το ένα τρίτο περίπου του πληθυσμού της Υεμένης και ξεσηκώθηκαν εναντίον της κυβέρνησης πρώτη φορά το 2004. Οι συγκρούσεις τους με την κυβέρνηση κορυφώθηκαν τον Νοέμβριο όταν η πολεμική αεροπορία της Σαουδικής Αραβίας παραβίασε τα σύνορα της Υεμένης και βοηθώντας τα στρατεύματα της χώρας επιτέθηκε με ασυνήθιστη σφοδρότητα στους σιίτες αντάρτες. Να αναφερθεί πως στα πορώδη σύνορα των δύο χωρών μήκους 1.800 χιλιομέτρων η Σαουδική Αραβία κατασκευάζει έναν υψηλής τεχνολογίας μηχανισμό ελέγχου για να ελέγξει την μετανάστευση που τις περιόδους αιχμής φθάνει ακόμη και τα 2.000 με 3.000 άτομα την ημέρα.

Τον Νοέμβρη λοιπόν, για πρώτη φορά αποκαλύφθηκε ο πόλεμος δι’ αντιπροσώπων που διεξάγεται στην κακότυχη, λόγω της σπάνιας θέσης της κι όχι ευδαίμονος Αραβίας. Το Ριάντ επικαλέστηκε δολοφονική επίθεση των ανταρτών Χούθι εντός των συνόρων του με θύμα σαουδάραβα στρατιώτη για να δικαιολογήσει την επίθεσή του, που πολύ σύντομα προκάλεσε ανθρωπιστική κρίση, καθώς χιλιάδες άνθρωποι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους για να γλιτώσουν. Η βαρβαρότητα των σαουδαραβικών βομβαρδισμών οδήγησε την Τεχεράνη που λειτουργεί ως ασπίδα προστασίας όλων των σιιτών της Μέσης Ανατολής πολύ γρήγορα να στραφεί εναντίον του Ριάντ. Για «κρατική τρομοκρατία» κατηγόρησε τη Σαουδική Αραβία ο αρχηγός του γενικού επιτελείου του Ιράν. «Αυτοί που ρίχνουν λάδι στη φωτιά πρέπει να ξέρουν ότι δεν θα γλιτώσουν από τους καπνούς που απλώνονται» ανάφερε η δήλωση του ιρανού υπουργού Εξωτερικών, Μανουσέρ Μοτάκι, ο οποίος απευθυνόμενος στην κυβέρνηση της Υεμένης προσφέρθηκε να μεσολαβήσει για να εξομαλυνθεί η κατάσταση. Πρόταση που φυσικά έπεσε στο κενό.

Η πραγματικότητα επομένως είναι πως η ανάμιξη της Σαουδαραβίας έδωσε νέα και ανώτερη, περιφερειακή διάσταση στη σύγκρουση μεταξύ σιιτών και σουνιτών στην Υεμένη, βγάζοντάς την έξω από τα σύνορα της χώρας. Το Ριάντ επιτέθηκε με τόση μεγάλη βιαιότητα κατά των Χούθι, γιατί αντιμετώπισε τους σιίτες της Υεμένης σαν το μακρύ χέρι της Τεχεράνης. Επεδίωξε λοιπόν να το κόψει για να αποτρέψει τον κίνδυνο δημιουργίας ενός σιιτικού θύλακα που θα θέσει σε αμφισβήτηση την εθνική ακεραιότητα της Υεμένης (ενδεχόμενο όχι και τόσο ακραίο) όπως ακριβώς έχει συμβεί στον Λίβανο με την εδραίωση της Χεζμπολάχ στο νότιο τμήμα της χώρας, απ’ όπου μπορεί να ασκεί τη δική της αμυντική και κατ’ επέκταση εξωτερική πολιτική.

Στην Υεμένη επομένως μεταφέρθηκε ο διπλωματικός ανταγωνισμός Ριάντ – Τεχεράνης για την άσκηση επιρροής στον αραβικό κόσμο, δεδομένου ότι η κάθε μια χώρα διεξάγει μια μάχη ζωής. Η οικογένεια των Σαούντ γιατί ξέρει πως η διπλωματική γραμμή της στην πράξη έχει συντριβεί. Πρεσβεύοντας τη τακτική των ειρηνικών διαπραγματεύσεων και της συνδιαλλαγής με το Ισραήλ και τις ΗΠΑ χρεώνεται την αποτυχία επίλυσης του παλαιστινιακού και την ταπείνωση των Αράβων, που συνεχίζεται κι επί Ομπάμα, παρά τις περί του αντιθέτου ελπίδες που αρχικά δημιουργήθηκαν. Η ισλαμική δημοκρατία από την άλλη μπορεί να νιώθει δικαιωμένη εκφράζοντας την ανυποχώρητη γραμμή της σύγκρουσης, για να ξεπεράσει όμως τις αρνητικές συνέπειες του εμπάργκο επιδίδεται σε έναν συνεχή αγώνα διεύρυνσης της επιρροής της που φθάνει μέχρι και τη Λατινική Αμερική, την οποία επισκέφθηκε πρόσφατα ο Αχμαντινετζάντ όπου συναντήθηκε με τους προέδρους της Βραζιλίας, της Βολιβίας και της Βενεζουέλας, Λούλα, Μοράλες και Τσάβες. Η γειτονική Υεμένη θα έμενε απ’ έξω; Περιττό δε να πούμε πως η επέμβαση της Σαουδικής Αραβίας στην Υεμένη έγινε με την έγκριση αν όχι με την ενθάρρυνση των ΗΠΑ καθώς μοιράζονται τα ίδια εχθρικά συναισθήματα απέναντι στο Ιράν.

Οι ΗΠΑ άλλωστε όλο το προηγούμενο διάστημα δεν έκρυψαν τις αλλεπάλληλες στρατιωτικές επιχειρήσεις που διεξήγαγαν στην Υεμένη εναντίον της Αλ Κάιντα. Πιο πρόσφατα ήταν οι βομβαρδισμοί με μη επανδρωμένα αεροσκάφη στις 17 και 24 Δεκέμβρη, που προκάλεσαν το θάνατο δεκάδων ατόμων. Κι οι ΗΠΑ άλλωστε μετρούν πολλά θύματα στην Υεμένη. Από τον Οκτώβριο του 2000 όταν χτυπήθηκε στον Κόλπο του Άντεν το USS Cole με αποτέλεσμα να σκοτωθούν 17 Αμερικανοί, μέχρι τον Σεπτέμβρη του 2008 που στόχος έγινε η ίδια τους η πρεσβεία στην πρωτεύουσα της Υεμένης Σάνα, όπου έχασαν τη ζωή τους 16 άτομα, οι Αμερικανοί αποτελούν κόκκινο πανί στην Υεμένη που είναι η ιδιαίτερη πατρίδα του Μπιν Λάντεν. Η απροθυμία του αμερικανικού Πενταγώνου παρόλα αυτά να διατάξει χερσαία στρατιωτική επίθεση ερμηνεύεται από το γεγονός ότι στην Υεμένη ζουν περισσότεροι από 20.000 βετεράνοι του πολέμου στο Αφγανιστάν (κατά της Ρωσίας), στη Βοσνία και την Τσετσενία. Επίσης όλοι σχεδόν οι κάτοικοι έχουν όπλα. Θα υφίσταντο επομένως τρομακτικές απώλειες, ενώ όλη η Υεμένη θα στρατολογούταν στην Αλ Κάιντα. Φαίνεται όμως έτσι πως οι ΗΠΑ και η Σαουδική Αραβία έρχονται μέσω της Υεμένης αντιμέτωποι με τις συνέπειες της δικής τους βρόμικης, υπονομευτικής πολιτικής, όταν η Υεμένη αποτελούσε πηγή στρατολόγησης γενίτσαρων στον πόλεμο κατά της Σοβιετικής Ένωσης, της Σερβίας και της Ρωσίας τις δεκαετίες του ’80 και του ’90.

«Η Σαουδική Αραβία πολέμησε κάθε –ισμό που επιδίωξε να επικρατήσει στη Μέση Ανατολή, περιλαμβανομένου του παναραβισμού του Νάσερ, του κομμουνισμού και του σύγχρονου Ισλαμισμού των Αδελφών Μουσουλμάνων και της Χαμάς. Τα εργαλεία στα οποία στηρίχθηκε ήταν το χρήμα από το πετρέλαιο και το ουαχαμπίτικο Ισλάμ. Κατά τη διάρκεια του 1980 η Σαουδική Αραβία δαπάνησε περισσότερα από 75 δισ. δολ. για να προπαγανδίζει το ουχαμπίτικο δόγμα, να ιδρύει σχολεία και τεμένη σε όλο τον ισλαμικό κόσμο. Μεγάλο μέρος αυτών των πόρων κρατήθηκαν για την πίσω αυλή της, την Υεμένη. Η Σαουδική Αραβία διατήρησε στην Υεμένη ένα ισχυρό ουαχαμπίτικο ρεύμα που ήταν ιδεολογικά και πολιτικά πιστό στη βασιλική οικογένεια των Σαούντ. Επιπλέον ο πρόεδρος της Υεμένης, Αλί Αμντουλάχ Σαλέχ, χρησιμοποίησε τον εισαγόμενο ουαχαμπισμό για να νικήσει τους εγχώριους αντιπάλους του – πρώτα τους κομμουνιστές κι έπειτα τους Χούθι – παρότι κι ο ίδιος ήταν σιίτης», έγραφε η βρετανική εφημερίδα Guardian Weekly στις 27 Νοέμβρη. Οι ανηλεείς επιθέσεις επομένως που δέχονται από την Αλ Κάιντα η οποία δρα στο εσωτερικό της Υεμένης οι ΗΠΑ και η Σαουδική Αραβία είναι αποτέλεσμα της δικής τους πολιτικής! Παρόλα αυτά αξιοποιούνται έτσι ώστε οι ΗΠΑ να πατήσουν για τα καλά πόδι στη χώρα και να μπορέσουν να δρέψουν όλα τα πλεονεκτήματα που εξασφαλίζει η σπάνια στρατηγική της θέση: πρόσβαση στην Ερυθρά Θάλασσα και τη Διώρυγα του Σουέζ, στον Κόλπο του Άντεν και τον Ινδικό Ωκεανό, στη Σομαλία και το Κέρας της Αφρικής. Πλεονεκτήματα που όλο το προηγούμενο διάστημα δεν γεύονταν πλήρως όπως φάνηκε και το 1991 με τον πρώτο Πόλεμο στον Κόλπο όταν η Υεμένη τάχθηκε με τον Σαντάμ Χουσεΐν κι αρνήθηκε να πολεμήσει υπό την αστερόεσσα όπως έκαναν οι Σαουδάραβες, οι Αιγύπτιοι και πολλά ακόμη αραβικά κράτη. Την στάση της τότε η Υεμένη την πλήρωσε ακριβά καθώς κόπηκε απότομα η οικονομική βοήθεια που λάβαινε και 1 εκ. πολίτες της Υεμένης απελάθηκαν από τα κράτη του Περσικού Κόλπου.

Με το πέρασμα του χρόνου ωστόσο η Υεμένη προσαρμόστηκε στη Νέα Τάξη. Κι ανταμείφθηκε γενναία γι αυτό. Από 4,3 εκ. δολ. που ήταν η αμερικανική βοήθεια το 2006, ένα χρόνο μετά το 2007 εκτινάχθηκε σε 26 εκ. και το 2009 έφθασε τα 67 εκ. δολάρια. Τον επόμενο ενάμισι χρόνο επίσης η κυβέρνηση της Υεμένης θα εισπράξει 70 εκ. δολ. Το κράτος της όμως συνέχισε να χαρακτηρίζεται εύθραυστο, στην καλύτερη, και αποτυχημένο, στην χειρότερη περίπτωση. Οι νέες επιθέσεις που θα δεχτεί η Υεμένη από τις ΗΠΑ με απώτερο στόχο να ξεριζώσουν τους θύλακες της Αλ Κάιντα ενδέχεται να οξύνουν ακόμη περισσότερο το πρόβλημα. Η κυβέρνηση της Υεμένης, με πρόεδρο τα τελευταία 31 χρόνια τον Αλί Αμπντουλάχ Σαλέχ, δεν ασκεί καμιά εξουσία έξω από την πρωτεύουσα όπου η διοίκηση έχει ανατεθεί στους τοπικούς φύλαρχους, όπου συνεχίζεται αδιατάρακτη μια παράδοση αιώνων. Ο εύθραυστος χαρακτήρας της εθνικής συνοχής επιβεβαιώνεται επίσης κι από το πρόσφατο, ταραχώδες παρελθόν της Υεμένης: Η χώρα έπαψε να είναι διαιρεμένη σε Βόρεια και Νότια μόλις το 1990. Έκτοτε οι εμφύλιοι πόλεμοι, ο πρώτος εκ των οποίων ξεκίνησε το 1994, αποδείχθηκαν ενδημικό φαινόμενο. Και πριν από την ενοποίηση, τη δεκαετία του ’70, δύο φορές πολέμησαν μεταξύ τους η Βόρεια κι η Νότια Υεμένη. Κατά συνέπεια δεν υφίσταται ούτε το ελάχιστο αίσθημα εθνικής ενότητας. Κάτι που εξηγεί το φόβο Αμερικανών και Σαουδαράβων για τη δημιουργία ενός σιίτικου κρατιδίου στα βόρεια τη Υεμένης όπου κατοικούν οι Σιίτες. Το οποίο μάλιστα στη συνέχεια θα ενθάρρυνε τους σιίτες που ζουν και στο εσωτερικό της Σαουδικής Αραβίας να διεκδικήσουν την απόσχισή τους!

Τα χειρότερα για την Υεμένη ωστόσο είναι μπροστά της λόγω του ότι το κοινωνικό ζήτημα με το πέρασμα του χρόνου αποκτά εκρηκτικές διαστάσεις. Ήδη με το 45% από τα 23 εκ. του πληθυσμού της να ζει με λιγότερα από 2 δολ. την ημέρα και τα μισά παιδιά της να υποφέρουν από χρόνιο υποσιτισμό η Υεμένη είναι η φτωχότερη χώρα της Μέσης Ανατολής. Το πρόβλημα οξύνεται λόγω της συνεχούς συρρίκνωσης των εσόδων από το πετρέλαιο τα οποία το 2017 θα εκμηδενιστούν, της παρατεταμένης λειψυδρίας που πλήττει τη χώρα, των πολύ υψηλών ποσοστών γεννήσεων που μέχρι το 2035 αναμένεται να οδηγήσουν τον πληθυσμό της σε διπλασιασμό (σήμερα οι μισοί της κάτοικοι είναι κάτω των 15 χρόνων) και του εθισμού πολλών εκατομμυρίων κατοίκων της (λέγεται πως είναι ακόμη κι οι μισοί) στο εγχώριο ναρκωτικό κατ!

Το τελευταίο λοιπόν που έλειπε στην Υεμένη ήταν να μετατραπεί σε πεδίο βολής των Αμερικανών και της Σαουδικής Αραβίας.

Αρέσει σε %d bloggers: