Έκρηξη της ανεργίας προβλέπει ο ΟΟΣΑ
ΕΝΑΣ ΧΡΟΝΟΣ ΜΕΤΑ
Ένας χρόνος συμπληρώθηκε πριν λίγες μέρες από την κατάρρευση της Λίμαν Μπράδερς που για πρώτη φορά κατά την μεταπολεμική περίοδο κατέστησε ορατό το ενδεχόμενο μιας γενικευμένης και συστημικής κατάρρευσης των σημαντικότερων κέντρων ισχύος της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας. Έκτοτε, περισσότερο στις ΗΠΑ και λιγότερο στην Ευρώπη, η κατάσταση εμφανίζει σαφείς αν και οριακές βελτιώσεις με το ΑΕΠ, τη βιομηχανική παραγωγή και τις παραγγελίες να κινούνται σε ανοδική τροχιά σε σημείο τέτοιο ώστε να είναι ορατό, στο τέλος του 2010, το κλείσιμο της κρίσης που ξεκίνησε τον Αύγουστο του 2007 με την μορφή της πιστωτικής ασφυξίας. Και μετά τι; είναι το ερώτημα που απαιτεί άμεσα απάντηση μια και τα προφανή, όπως για παράδειγμα, ένας κύκλος ρωμαλέας μεγέθυνσης του ΑΕΠ μετά την κρίση, έχουν πάψει εδώ και καιρό να θεωρούνται δεδομένα.
Ο ΟΟΣΑ την προηγούμενη εβδομάδα με ανακοίνωση του προειδοποίησε πως η πιστωτική κρίση μετουσιώνεται σε κρίση απασχόλησης προδικάζοντας για φέτος και το 2010 έκρηξη της ανεργίας, που ενδέχεται να φθάσει και το 10% στα 30 κράτη μέλη του, πλήττοντας 57 εκ. εργαζόμενους. Να σημειωθεί ότι τον Ιούλιο η ανεργία κινούταν στο 8,5% κι όσο για το 2010 πίσω από τον μέσο όρο του 10% κρύβονται σημαντικότατες αποκλίσεις. Στη Γερμανία και Γαλλία για παράδειγμα η ανεργία προβλέπεται να φθάσει το 11,8% και 11,3%. Στη δε Ελλάδα πολύ υψηλότερα μια και η ανεργία ξεκινούσε από πολύ υψηλότερο σημείο αφετηρίας κι έτσι ας μην εκπλαγούμε αν τη δούμε να σκαρφαλώνει στα ισπανικά επίπεδα του 18%. Πίσω από τον μηχανισμό της χρονοκαθυστέρησης που πυροδοτεί την εκτίναξη της ανεργίας κατά το ξεφούσκωμα της κρίσης κρύβονται δύο διαφορετικές διαδικασίες. Κατ’ αρχήν η καταστροφή κεφαλαίου που έστω και σιωπηρά συντελείται με πολύ πιο γοργούς ρυθμούς στις μέρες μας απ’ ότι συντελείται στις περισσότερο ομαλές και γραμμικές περιόδους συσσώρευσης του κεφαλαίου. Η καταστροφή πλεονάζοντος κεφαλαίου, με τη μορφή κλεισίματος επιχειρήσεων και εξαγορών – συγχωνεύσεων, μειώνει τις θέσεις εργασίας και προκαλεί ανεργία. Η δεύτερη αιτία που είναι σε διαλεκτική αλληλεξάρτηση με την πρώτη σχετίζεται με τις καινοτομίες που εισάγονται στην παραγωγική διαδικασία, έστω και σε περιορισμένη κλίμακα, από τα τμήματα εκείνα του κεφαλαίου που έχουν τους πόρους ώστε να αντιμετωπίζουν την κρίση ως ευκαιρία κι όχι ως καταστροφή. Οι καινοτομίες αυτές όμως έχουν ως ακρογωνιαίο λίθο τους την εξοικονόμηση θέσεων εργασίας, με αποτέλεσμα ακόμη κι αυτό το νέο «αναπτυξιακό τοπίο» που θα προκύψει τελικά μετά την έξοδο από την κρίση να χρειάζεται λιγότερα εργατικά χέρια. Κάτι που έχει συμβεί κατ’ εξακολούθηση απ’ όταν ξέσπασε η κρίση του 1970.
Από τη δεκαετία του ’70 μέχρι σήμερα, σε όλες τις περιόδους ανόδου και καθόδου της οικονομίας, το μερίδιο της εργασίας στο συνολικό προϊόν μειωνόταν σταθερά, αντανακλώντας έτσι την εδραίωση της θέσης του κεφαλαίου και την υποχώρηση των δυνάμεων της εργασίας στον ταξικό συσχετισμό δύναμης.
Η δημοσιονομική κρίση αποτέλεσμα και μέσο ξεπεράσματος της γενικότερης κρίσης
Η ανεργία που προβλέπει ο ΟΟΣΑ δεν είναι το μοναδικό μελανό σημάδι που θα αφήσει πίσω της η οικονομική κρίση. Το σημαντικότερο είναι ότι το τέλος της κρίσης επ’ ουδενί δεν πρόκειται να σημάνει την επιστροφή ακόμη και σε εκείνους τους αναιμικούς ρυθμούς μεγέθυνσης του ΑΕΠ οι οποίοι παρατηρούνταν μέχρι το 2007. Στην πραγματικότητα η τρέχουσα κρίση των υποβαθμισμένων στεγαστικών δανείων λήγει όπως ακριβώς και η κρίση των μετοχών του ίντερνετ το 2000: χωρίς να ακολουθήσει μια περίοδο βίαιης και μαζικής εκκαθάρισης ανεπαρκών αξιοποιούμενων κεφαλαίων, που χαρακτηρίζονται από χαμηλή αποδοτικότητα, με αποτέλεσμα να μην δοθεί ποτέ μια ισχυρή ώθηση στα πιο σύγχρονα και κερδοφόρα τμήματα του κεφαλαίου που θα έβαζε σε κίνηση ένα νέο κύκλο διευρυμένης αναπαραγωγής. Για μια σειρά λόγους, στους οποίους συμπεριλαμβάνεται κι ο κίνδυνος εργατικών εξεγέρσεων, οι αστικές τάξεις όλου του κόσμου έκλεισαν όπως – όπως το κενό που δημιουργήθηκε, δημιουργώντας όμως τους όρους για μια νέα κρίση. Η πλημμυρίδα ρευστού άλλωστε δεν αποτέλεσε σανίδα σωτηρίας μόνο το 2009 και το 2000, αλλά κατά τη διάρκεια όλης της περιόδου που άνοιξε από το 1970 όταν εμφανίστηκε για πρώτη φορά η οικονομική κρίση, καθηλώνοντας έκτοτε τους ρυθμούς μεγέθυνσης και κάνοντας την εμφάνιση των κρίσεων στην χρηματοπιστωτική σφαίρα ένα γεγονός που επαναλαμβάνεται μονότονα σχεδόν, κάθε δεκαετία. Κατά συνέπεια η τρέχουσα κρίση άμεσο αποτέλεσμα της κρίσης του 2000 αλλά κυρίως του ’70, σε λίγα χρόνια θα ξαναγεννηθεί υπό τη μορφή μιας νέας κρίσης. Άστοχη λοιπόν οποιαδήποτε συζήτηση για υπέρβασή της.
Η επόμενη μέρα καθίσταται περισσότερο αβέβαιη στον βαθμό που τα μέτρα τα οποία ελήφθησαν αυτή τη διετία περιορίζουν ασφυκτικά τα μέσα δράσης του αστικού κράτους προς όφελος του κεφαλαίου. Η εκτίναξη των ελλειμμάτων του προϋπολογισμού και του δημόσιου χρέους σε όλο τον ανεπτυγμένο καπιταλισμό, με πιο ακραία παραδείγματα το χρέος της Ιαπωνίας που έχει αγγίξει το 180% και το δημοσιονομικό έλλειμμα των ΗΠΑ που έχει φθάσει το 12%, είναι το τίμημα που πληρώνει το κράτος για τις προσπάθειες που κατέβαλλε όλο αυτό το διάστημα ώστε να διασωθεί ο καπιταλισμός (βλέπε τα 780 δισ. δολ. που δόθηκαν στις ΗΠΑ από την κυβέρνηση του Ομπάμα και τα 28 δισ. ευρώ στην Ελλάδα). Η δημοσιονομική κρίση κατά συνέπεια, δεν είναι αποτέλεσμα σπατάλης ή κακοδιαχείρισης όπως αφελώς λέγεται, αλλά πλευρά και αποτέλεσμα της γενικότερης καπιταλιστικής κρίσης και ταυτόχρονα μέσο υπέρβασής της. Προοπτική επομένως ξεπεράσματος της δημοσιονομικής κρίσης όσο διαρκεί η βαθύτερη καπιταλιστική κρίση δε διαφαίνεται.
Στην Ελλάδα ειδικότερα, η παγκόσμια οικονομική κρίση συνέπεσε με την καθοδική πορεία του κύκλου του ελληνικού καπιταλισμού, επιταχύνοντας την ύφεση. Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα από τους ρυθμούς μεγέθυνσης του ΑΕΠ την τελευταία εικοσαετία. Είχαμε συγκεκριμένα: 1991: 3,1%, 1992: 0,7%, 1993: -1,6%, 1994: 2%, 1995: 2,1%, 1996: 2,4%, 1997: 3,6%, 1998: 3,4%, 1999: 3,4%, 2000: 4,5%, 2001: 4,2%, 2002: 3,4%, 2003: 5,6%, 2004: 4,9%, 2005: 2,9%, 2006: 4,5%, 2007: 4%, 2008: 2,9%, κι όσο για το τρέχον και το επόμενο έτος οι προβλέψεις δίνουν -1% και 0,1% αντίστοιχα. Ο τελευταίος λοιπόν ανοδικός κύκλος που ξεκίνησε το 1994 φαίνεται πεντακάθαρα ότι κορυφώνεται μια χρονιά πριν τους Ολυμπιακούς Αγώνες ενώ το 2004 για πρώτη φορά και το 2006 οριστικά ξεκινά η καθοδική πορεία που ολοκληρώνεται φέτος με τη μετατροπή των ρυθμών μεγέθυνσης σε αρνητικούς. Τα στοιχεία που δόθηκαν στη δημοσιότητα από την Τράπεζα της Ελλάδας την εβδομάδα που πέρασε για την μείωση των εισπράξεων από τον τουρισμό κατά 15% και των εξαγωγών κατά 20% το πρώτο οκτάμηνο του έτους, βεβαιώνουν του λόγου το αληθές, όπως επίσης κι η έκρηξη των ακάλυπτων επιταγών και των απλήρωτων συναλλαγματικών.
Ξεχωριστό ενδιαφέρον έχει το γεγονός ότι κατά τη διάρκεια όλης της προαναφερθείσας περιόδου και για ακόμη περισσότερο χρόνο, ενσωματώνοντας δηλαδή τις δεκαετίες ’70 και ’80 όταν οι ρυθμοί μεγέθυνσης του ΑΕΠ ακολουθούν γενικά μια κυκλική διαδρομή, με την άνοδο και την κάθοδο να εναλλάσσονται, το μερίδιο της εργασίας στο ΑΕΠ ακολουθεί μια σταθερά καθοδική τροχιά. Σε αδρές γραμμές από το 1978 έως το 1983 το μερίδιο της εργασίας κινούταν μεταξύ 70% και 75%. Από το 1984 μέχρι το 1990 μειώθηκε στο 65% – 70% κι από το 1994 μέχρι σήμερα το ποσοστό αυτό μειώθηκε στο 62%, προς όφελος φυσικά του μεριδίου των κερδών που καλύπτει κάθε φορά το κενό που αφήνουν πίσω τους οι εργατικοί μισθοί. Το αποτέλεσμα επομένως κάθε κρίσης είναι οι δυνάμεις της εργασίας να δέχονται ένα περαιτέρω πλήγμα καθώς ο ταξικός συσχετισμός δύναμης, όπως με σαφήνεια μετριέται από τη σχέση μισθών – κερδών, στρέφεται υπέρ του κεφαλαίου. Δεν περνάει απαρατήρητο επίσης το γεγονός ότι αυτή η γενική τάση αύξησης της εκμετάλλευσης δεν ανατράπηκε από την εναλλαγή στην εξουσία του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ. Με τις πράξεις κυρίως και τις παραλείψεις τους κι οι δύο πόλοι του δικομματισμού υπηρέτησαν πιστά τη ρεβάνς που πήρε το κεφάλαιο βαθαίνοντας τη στρατηγική ήττα των δυνάμεων της εργασίας βοηθώντας στην εδραίωση της ηγεμονίας του.
Η θέση της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων είναι στην πραγματικότητα ακόμη χειρότερη, απ’ αυτή που φαίνεται στη διανομή. Γιατί, συνυπολογίζοντας και την αναδιανομή εισέρχονται στην εξέταση δύο επιπλέον μεταβολές. Η πρώτη αφορά την αυξημένη φορολογική επιβάρυνση των φτωχότερων στρωμάτων του πληθυσμού, που έχει ως αποτέλεσμα να μειώνεται το διαθέσιμο εισόδημά τους και η δεύτερη μεταβολή που διαχρονικά σηματοδοτεί την επιδείνωση της θέσης τους σχετίζεται με την υποβάθμιση του κοινωνικού μισθού, στο βαθμό που μια σειρά δημόσιες κατ’ όνομα υπηρεσίες, υγειονομικής περίθαλψης για παράδειγμα, παύουν να παρέχονται δωρεάν.
Άμεσο αποτέλεσμα της πόλωσης που καταγράφεται στην πρωταρχική διανομή του εισοδήματος και του ελάχιστα ευεργετικού ρόλου της αναδιανομής είναι τα πρωτεία που κατέχει η Ελλάδα στην εισοδηματική ανισότητα με το εισόδημα του 20% των περισσότερο εύπορων Ελλήνων να είναι 6 φορές μεγαλύτερο του εισοδήματος του 20% των λιγότερο εύπορων. Μεγαλύτερη πόλωση και αδικία στην ΕΕ των 25 παρατηρείται μόνο στην Πορτογαλία, τη Ρουμανία και τη Λετονία!
Το παζλ των δημόσιων οικονομικών συμπληρώνεται από δύο ακόμη πλευρές που πρέπει να προστεθούν στη συρρίκνωση των κοινωνικών δαπανών και την αύξηση των φορολογικών βαρών για τους εργαζόμενους. Πρόκειται για την μείωση των φορολογικών επιβαρύνσεων που αντιστοιχούν στο κεφάλαιο και την γενναία, εκρηκτική αύξηση των χρηματοδοτήσεων πάλι προς το κεφάλαιο. Αυτές οι τέσσερις πλευρές ορίζουν επακριβώς το σύγχρονο δημοσιονομικό πρόβλημα στην Ελλάδα, αλλά και διεθνώς αν κι όχι με την ίδια ένταση. Υποδηλώνουν ταυτόχρονα ότι ο εκρηκτικός του χαρακτήρας είναι ευθεία συνάρτηση του βάθους της κρίσης και του ενεργού ρόλου που αναλαμβάνει το κράτος για την υπέρβασή της προς όφελος του κεφαλαίου. Δεν είναι τυχαία η χρονική σύμπτωση της φορολογικής αφαίμαξης των εργαζομένων με τα αλλεπάλληλα φορολογικά μέτρα του τελευταίου χρόνου, με την εκτίναξη του δημοσιονομικού ελλείμματος στο 6% όπως παραδέχθηκε κι ο υπουργός Οικονομίας, Γ. Παπαθανασίου, την εβδομάδα που πέρασε και τη χορήγηση των 28 δισ. ευρώ στους τραπεζίτες. Από τα παραπάνω φαίνεται επίσης ότι καμιά φορολογική αφαίμαξη, όσο βάρβαρη κι αν είναι, δεν μπορεί να κλείσει τα αβυσσαλέα κενά που αφήνουν πίσω τους οι χορηγίες προς το κεφάλαιο κι η επίσημη φοροαπαλλαγή του.
Αύξηση των μισθών, μείωση των κερδών
ΟΙ ΑΥΞΗΣΕΙΣ ΔΕΝ ΟΔΗΓΟΥΝ ΣΕ ΥΦΕΣΗ ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο της βαθιάς και πολύπλευρης κρίσης κι επίσης του σοκ που προκάλεσαν οι πρωθυπουργικές δηλώσεις για πάγωμα των μισθών, οι εξαγγελίες του προέδρου του ΠΑΣΟΚ από τη Θεσσαλονίκη την προηγούμενη εβδομάδα για αυξήσεις πάνω από τον πληθωρισμό συγκέντρωσαν την κριτική της κυβέρνησης. Βασικό επιχείρημα της «οικονομικής ορθοδοξίας» ήταν πως η οικονομία δεν αντέχει αυξήσεις κι ακόμη κι αυτές οι οριακές αυξήσεις θα έχουν ως αποτέλεσμα την ύφεση μια και θα μειώσουν τα κέρδη, αποτρέποντας την πραγματοποίηση νέων παραγωγικών επενδύσεων.
Η πραγματικότητα είναι πως οι αυξήσεις στους μισθούς δεν σημαίνουν μείωση των επενδύσεων.
Κατ’ αρχήν αυξήσεις μισθών πάνω από τον πληθωρισμό ενδέχεται να μη σημαίνουν ούτε καν αύξηση της τάξης των 25 λεπτών του ευρώ ημερησίως. Οι προβλέψεις για τον πληθωρισμό στην Ελλάδα το 2009, όπως αναφέρονται στο Οικονομικό Δελτίο της Άλφα Μπανκ του μηνός Ιουλίου, είναι ότι θα κινηθεί στο 1,2%. Ο εναρμονισμένος δε πανευρωπαϊκός, λόγω του ότι πολλές ευρωπαϊκές οικονομίες έχουν εμφανίσει αποπληθωρισμό, αρνητική δηλαδή εξέλιξη του δείκτη τιμών, θα είναι ακόμη μικρότερος για το έτος, μεταξύ 0,1% και 0,7%, σύμφωνα με προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας που διατυπώθηκαν τον Μάρτη. Κατά συνέπεια οι «αυξήσεις πάνω από τον πληθωρισμό» ενδέχεται να σημαίνουν κι αυξήσεις της τάξης του 0,9%! Δηλαδή, ψίχουλα!
Το σημαντικότερο ωστόσο είναι ότι υπάρχει δυνατότητα αύξησης των πάγιων επενδύσεων, όπως φαίνεται από τη σημαντική μείωσή τους τα τελευταία χρόνια, παρότι το μερίδιο των κερδών στο εισόδημα, όπως προείπαμε, αυξάνεται σταθερά. Ειδικότερα, με βάση στοιχεία που δημοσιεύονται στην ετήσια έκθεση του Ινστιτούτου Εργασίας ΓΣΕΕ – ΑΔΕΔΥ και προέρχονται από την ΕΕ, οι ακαθάριστες επενδύσεις πάγιου κεφαλαίου από 23% του ΑΕΠ που ήταν το 2003, για φέτος και το 2010 προβλέπεται να μειωθούν στο 15%! Ο όγκος δε των ακαθάριστων επενδύσεων κεφαλαίου μειώθηκε για πρώτη φορά το 2008 – κατά το ξέσπασμα δηλαδή της κρίσης, αφήνοντας ανοιχτό έτσι το ενδεχόμενο η μείωσή τους να συντέλεσε στην εμβάθυνση της κρίσης – ενώ η μείωση που αναμένεται να καταγράψουν την τριετία 2008-2010 θα είναι μεγαλύτερη της τριετίας 1992-1994, όταν και πάλι είχε παρατηρηθεί μείωση των επενδύσεων. Οι καθαρές δε επενδύσεις, από 14% που ήταν το 2002, το 2010 αναμένεται να φθάσουν το 7,5%! Ο κίνδυνος λοιπόν τον οποίο επικαλείται η ΝΔ έχει ήδη συντελεστεί, όχι όμως ως αποτέλεσμα της αύξησης των εργατικών μισθών, αλλά της βούλησης της αστικής τάξης να αποθησαυρίσει τα κέρδη. Επομένως ακόμη και μια γενναία αύξηση των μισθών κι όχι αυτή που εξήγγειλε ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, που θα διασφαλίζει τον εργατικό μισθό από τον πραγματικό πληθωρισμό που ειδικά για τους εργαζόμενους είναι πολλαπλάσιος του επίσημου, η οποία όμως θα μειώνει τα κέρδη αντιστρέφοντας έτσι την χρόνια τάση μείωσης του μεριδίου των μισθών μπορεί να αφήσει άθικτες τις επενδύσεις, να μην δυναμιτίσει δηλαδή τη μελλοντική δυνατότητα επέκτασης του προϊόντος. Μόνο που για να γίνει αυτό, αν κάτι απαιτείται είναι ένα αγωνιστικό πρόγραμμα ταξικών διεκδικήσεων που σε βάθος χρόνου θα ανατρέψει την επίσημη πολιτική μισθών. Όχι μόνο αυτή που υπόσχεται ο Καραμανλής ο Δεύτερος αλλά κι αυτή που προσφέρει ως το μικρότερο κακό ο Παπανδρέου ο Τρίτος.
ΕΞΑΓΓΕΛΙΕΣ ΠΑΣΟΚ
Αντιφάσεις και κενά
ΑΘΙΚΤΟΙ ΟΙ ΝΟΜΟΙ ΤΗΣ ΝΔ
Οι εξαγγελίες του προέδρου του ΠΑΣΟΚ από τη Θεσσαλονίκη για αυξήσεις πάνω από τον πληθωρισμό και έκτακτο επίδομα αλληλεγγύης μπορεί να ακούστηκαν ως φιλολαϊκές συγκρινόμενες με την οικονομική χούντα που εξήγγειλε ο Καραμανλής, επ ουδενί ωστόσο δεν συνιστούν ανατροπή της γενικότερης, διαχρονικής τάσης μείωσης του μεριδίου των μισθών στο σύνολο των προϊόντος. Χώρια, που σε μια σειρά σημεία προαναγγέλλουν τη συνέχιση και θωράκιση της σημερινής πολιτικής. Κάτι που γίνεται πιο εμφανές στο μέτωπο των ιδιωτικοποιήσεων, όπου δεν προαναγγέλλεται καμιά επιστροφή ιδιωτικοποιημένης επιχείρησης (ΟΤΕ, Ολυμπιακή, Λιμάνια Πειραιά και Θεσσαλονίκης, κ.α.) στο δημόσιο. Ειδικότερα:
Η εξαγγελία του Γ. Παπανδρέου για μείωση του φορολογικού συντελεστή στα μη διαμενόμενα κέρδη των επιχειρήσεων, ως μέτρο ενθάρρυνσης των παραγωγικών επενδύσεων, ανεξαρτήτως των κινήτρων της δεν παύει να μειώνει ακόμη παραπέρα τη φορολογία των επιχειρήσεων, διευκολύνοντας τους όρους αναπαραγωγής του κεφαλαίου, εις βάρος των δημοσίων εσόδων. Δεδομένου μάλιστα ότι άλλα φιλοεπιχειρηματικά φορολογικά μέτρα, όπως η μείωση των συντελεστών φορολόγησης που είχε εξαγγείλει ο Κ. Καραμανλής από τη ΔΕΘ το 2004 δεν πρόκειται να καταργηθούν, γίνεται αντιληπτό ότι το ΠΑΣΟΚ, με μοναδική εξαίρεση τους φόρους ακίνητης περιουσίας δεν πρόκειται να θίξει το ισχύον πλαίσιο.
Δεύτερο, επαναφέροντας ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ την πρόταση που είχε κάνει από το Λαύριο το 2004, για «γενναίο πρόγραμμα επιδότησης των ασφαλιστικών εισφορών των νέων για 4 χρόνια», ασχέτως του γεγονότος ότι από τότε μεσολάβησε μια εξέγερση στη Γαλλία εναντίον αυτού ακριβώς του μέτρου, ετοιμάζεται να δημιουργήσει νέες αδικίες και αντιθέσεις στο ασφαλιστικό σύστημα κι ευρύτερα την αγορά εργασίας. Μεγάλος ωφελημένος σε κάθε περίπτωση θα είναι η εργοδοσία που θα δει τις ασφαλιστικές της υποχρεώσεις να μειώνονται δραματικά. Το μέτρο αυτό πιθανά θα περιληφθεί στο νέο ασφαλιστικό που υποσχέθηκε να φέρει το ΠΑΣΟΚ, στο οποίο θα συμπεριλαμβάνεται επίσης κι η βασική σύνταξη. Μέτρο, που αποτελεί προϋπόθεση για την τριχοτόμηση του ασφαλιστικού συστήματος, κατά τις υποδείξεις διεθνών ιμπεριαλιστικών οργανισμών. Τη δική της σημασία έχει επίσης η υπαναχώρηση του προέδρου του ΠΑΣΟΚ σ’ ότι αφορά την εξαγγελία του πέρυσι, κατά τη διάρκεια των κινητοποιήσεων για το αντιασφαλιστικό, ότι θα αποσύρει το νόμο της… επάρατης. Από τη Θεσσαλονίκη τίποτε σχετικό δεν επανέλαβε, παρότι εξήγγειλε την ακύρωση άλλων νόμων, όπως για το χωροταξικό.
Τρίτο, εξαγγέλλοντας ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων, έστω και «μετά από κοινωνικό διάλογο», στην πράξη ολοκληρώνει ότι αφήνει στη μέση η ΝΔ, δημιουργώντας νέα πεδία δράσης για το κεφάλαιο σε κλάδους και υπηρεσίες που προστατεύονταν μέχρι πρόσφατα από παρωχημένες συντεχνιακές ρυθμίσεις.
Κατά τέταρτο πολλά μέτρα έχουν εν πολλοίς δημαγωγικό χαρακτήρα. Πως για παράδειγμα «θα παγώσουν οι δανειακές υποχρεώσεις των επιχειρήσεων που πλήττονται από την κρίση» όταν για κάτι τέτοιο απαιτείται να εισέλθει στα άδυτα των αδύτων του ιδιωτικού τομέα; Πως θα τις υποχρεώσει; Πως επίσης θα «αυστηροποιήσει» το πλαίσιο δράσης των εξωχώριων εταιρειών, όταν ο έλεγχός τους έχει αποδειχθεί ανέφικτος ακόμη και για ισχυρά κράτη, όπως το γερμανικό;
Με βάση τα παραπάνω, η μοναδική δυνατότητα ουσιαστικής βελτίωσης της θέσης των εργαζομένων, είναι η ανάπτυξη ανεξάρτητων, ταξικών, εργατικών αγώνων. Η ισχυροποίηση δε του μετωπικού σχήματος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στις προσεχείς εκλογές θα συμβάλλει τα μέγιστα σε αυτή την κατεύθυνση στο βαθμό που θα αναβαθμίσει σε πολιτικό επίπεδο τις ανατρεπτικές, επαναστατικές τάσεις.
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.