Δυόμιση χρόνια από την ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ στην εξουσία μπορούμε να κάνουμε έναν απολογισμό των πεπραγμένων του, ξέροντας μάλιστα ότι τα αντιλαϊκά μέτρα δεν έχουν τελειώσει.
- Το κόστος της υποταγής
Η τελευταία αξιολόγηση συνοδεύεται από 113 νέα αντιλαϊκά μέτρα. Μεταξύ αυτών η πώληση του 40% των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ, η έκδοση υπουργικής απόφασης για τη λειτουργία των καταστημάτων τις Κυριακές, η αλλαγή επί το δυσμενέστερο των όρων εξαγγελίας απεργίας, κοκ. Η κυβέρνηση μάλιστα δηλώνει πανέτοιμη να ψηφίσει το 90% των μέτρων μέχρι το τέλος του 2017 ώστε να επιταχύνει την έξοδο από τα Μνημόνια.
Τα 2,5 χρόνια που προηγήθηκαν, με ευθύνη του ΣΥΡΙΖΑ και μεταξύ πολλών άλλων:
– Ιδιωτικοποιήθηκαν τα λιμάνια Πειραιά και Θεσσαλονίκης, 14 περιφερειακά αεροδρόμια, το πρώην αεροδρόμιο του Ελληνικού, η ΔΕΣΦΑ.
– Η λιτότητα επεκτάθηκε μέχρι το 2060, καθώς ως τότε πρέπει να έχουμε πλεονάσματα ύψους 2% (ενώ μέχρι το 2021 ύψους 3,5%).
– Επιβλήθηκαν νέοι άμεσοι και έμμεσοι φόροι, μειώθηκαν παραπέρα οι συντάξεις, έκλεισαν χιλιάδες μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
– Η ανεργία στην Ελλάδα συνέχισε να καταγράφει πανευρωπαϊκό ρεκόρ, ενώ οι νέες θέσεις εργασίας είναι στην πλειοψηφία τους μερικής απασχόλησης.
– Καταργήθηκε η απαγόρευση των εργοδοτών στην ανταπεργία, μέσω της χαλάρωσης του σχετικού νόμου.
– Το δημόσιο χρέος συνέχισε να είναι μη βιώσιμο, στο επίπεδο του 175% (από 115% του ΑΕΠ πριν μπούμε στα μνημόνια).
Ο ΣΥΡΙΖΑ επιχείρησε να υποβαθμίσει την ζημιά που προκάλεσε στα λαϊκά συμφέροντα αναδεικνύοντας φιλολαϊκά μέτρα τα οποία θα εφαρμόσει, όπως: τα αντισταθμιστικά μέτρα που θα εφαρμόζονται κάθε χρονιά που θα ξεπερνιέται ο στόχος του πρωτογενούς πλεονάσματος, η ενίσχυση της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, κοκ.
Πρόκειται για μέτρα που χρυσώνουν το χάπι της λιτότητας και της υπερχρέωσης. Δεν αναιρούν τη λιτότητα.
Εν κατακλείδει η συνεισφορά του ΣΥΡΙΖΑ ήταν καταστροφική γιατί ταύτισε την Αριστερά με την πολιτική της χρεοκρατίας, τις ιδιωτικοποιήσεις και τις περικοπές.
- Χρονικό προαναγγελθείσας παράδοσης
Η πορεία του ΣΥΡΙΖΑ προς την παράδοση η οποία επισημοποιήθηκε τον Ιούλιο του 2015, με την υπογραφή του τρίτου Μνημονίου και της δανειακής σύμβασης ύψους έως 86 δισ. ευρώ, μπορούσε να προβλεφθεί πριν κερδίσει τις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015. Ήταν το αποτέλεσμα της επικράτησης των πιο δεξιών και φιλο-ΕΕ δυνάμεων. Η ανάλυση αυτής της διαπάλης σήμερα μπορεί να αποτελέσει παρακαταθήκη για να εξαχθούν τα αναγκαία συμπεράσματα ώστε ποτέ ξανά η Αριστερά να μην ξαναγίνει αιμοδότης της αστικής κυριαρχίας, αξιοποιώντας μια θεμελιώδη πλευρά της αστικής δημοκρατίας: την έλλειψη λογοδοσίας των εκλεγμένων αντιπροσώπων. Σε αυτό το πλαίσιο είναι κάτι παραπάνω από ανεκτό, είναι κανόνας, οι προεκλογικοί «διαγωνισμοί ομορφιάς» να μετατρέπονται σε μετεκλογική μετάλλαξη και απογύμνωση. Ως συνέπεια ο Ολάντ εκλέχτηκε για να φορολογήσει τον μεγάλο πλούτο κι έγινε ο μεγαλύτερος διώκτης του 35ωρου. Κι ο Τσίπρας εκλέχτηκε με πρόγραμμα να ανατρέψει τα μνημόνια και τη λιτότητα κι έφτασε να επαινείται από τον Μοσκοβισί επειδή εφάρμοσε μέτρα που καμιά άλλη μνημονιακή κυβέρνηση δεν μπόρεσε να υιοθετήσει.
Ας επιστρέψουμε όμως στα όσα προηγήθηκαν της πρώτης εκλογικής επιτυχίας του ΣΥΡΙΖΑ: στο ελπιδοφόρο και «ξέγνοιαστο» 2014 για να δούμε όχι μόνο πως προετοιμαζόταν η υποταγή του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και τις ευθύνες που έχει γι’ αυτή την υποταγή ακόμη κι ο Γ. Βαρουφάκης. Ο επικεφαλής του DiEM25 παρότι δεν ψήφισε τη συμφωνία του Αυγούστου με τους δανειστές, κι αυτό είναι προς τιμή του, συνέβαλε στην έλευσή της τα μέγιστα. Να θυμηθούμε:
- τη συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου που ανέφερε ότι η Ελλάδα θα ξεπληρώσει το χρέος της πλήρως και εγκαίρως,
- την αναφορά του για υλοποίηση του 70% του μνημονίου,
- την πληρωμή των δόσεων στο ΔΝΤ και τους πιστωτές όσο ήταν υπουργός, κοκ.
Κυρίως όμως να θυμηθούμε όσα προηγήθηκαν του 2015.
Ο ΣΥΡΙΖΑ επιτάχυνε την εκλογική του επιτυχία κατά δύο τρόπους: Ο πρώτος ήταν μέσω της κοινοβουλευτικοποίησης της πολιτικής αντιπαράθεσης και ο δεύτερος μέσω της άμβλυνσης των ριζοσπαστικών αιτημάτων του λαϊκού κινήματος.
Από το 2012 κιόλας το μήνυμα που εξέπεμπε ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν πολύ σαφές: δε χρειάζεται να διαμαρτύρεστε και να απεργείτε για να απαλλαγούμε από τα μνημόνια. Αρκεί να μας ψηφίσετε! Σε αυτό το βωμό «πουλήθηκαν» οι πλατείες το 2012, κάμφθηκε το ρωμαλέο κίνημα της διετίας 2010-2011 και κυριάρχησε η ανάθεση χωρίς τη συμμετοχή των πιο μαχητικών τμημάτων της κοινωνίας στις εξελίξεις. Ως αποτέλεσμα τα μέτρα του Σαμαρά υλοποιήθηκαν με λιγότερες αντιδράσεις, σε σχέση με ό,τι γινόταν το 2010 και 2011, ενώ προετοιμάστηκε η παράδοση του 2015.
Παράλληλα με την απαξίωση των εργατικών και λαϊκών αγώνων ήλθε και ο ακρωτηριασμός των πιο μαχητικών διεκδικήσεων του κινήματος. Τα αιτήματα για παύση πληρωμών και διαγραφή του χρέους, για εθνικοποίηση των τραπεζών και για έξοδο από ευρώ και ΕΕ, χάνονταν σε ένα πέλαγος αμφισημιών και αοριστίας που άνοιγε το δρόμο στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ να υποταχθεί πλήρως στα αιτήματα των πιστωτών, χωρίς να ανατραπεί από τη βάση. Οφείλουμε βέβαια να αναγνωρίσουμε πώς σε ό,τι αφορά την ΕΕ ο ΣΥΡΙΖΑ δε χρειάστηκε να καταβάλλει ξεχωριστή προσπάθεια να πείσει τα μέλη του για τη στάση του. Εξ αρχής είχε ταυτιστεί μαζί της, σε βαθμό ώστε ακόμη και η αριστερή αντιπολίτευση στο εσωτερικό του να παραιτηθεί από την προβολή του αιτήματος της αποχώρησης. Στο πλαίσιο αυτής της μετάλλαξης το αίτημα «καμιά θυσία για το ευρώ» μετατράπηκε σε «πάση θυσία στο ευρώ» και τον Ιούλιο του 2015 το μεγαλειώδες «Όχι» του δημοψηφίσματος μετατράπηκε σε «Ναι», σε μια πράξη παραχάραξης της λαϊκής βούλησης χωρίς προηγούμενο.
- Γιατί έξοδος από ευρώ και ΕΕ
Η αλήθεια είναι πώς όποτε βρίσκομαι στη Γερμανία κι εξηγώ για τη σημασία της εξόδου από ευρώ και ΕΕ επέρχεται μια αμηχανία. Η πρώτη αντίδραση είναι πώς αυτό το υποστηρίζει η Εναλλακτική και ο Χανς Βέρνερ Ζιν του Ifo. Δεν είναι παράδοξη μια τέτοια σύμπτωση απόψεων;
Κάθε άλλο! Ζιν, Εναλλακτική, Μέρκελ, Σόιμπλε και Σουλτς ερίζουν για την οδό που πρέπει να ακολουθήσει η Γερμανία και το ευρωπαϊκό κεφάλαιο ώστε να ανταγωνιστούν τις ΗΠΑ. «Το 2050 καμία ευρωπαϊκή χώρα δε θα συγκαταλέγεται στις 8 πρώτες οικονομίες κατά μέγεθος», αναφέρει το «έγγραφο προβληματισμού για την τιθάσευση της παγκοσμιοποίησης», της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Γι’ αυτό θέλουν την ΕΕ: ως βάση στήριξης των ισχυρότερων πολυεθνικών πολυκλαδικών μονοπωλίων και των ηγεμονικών χωρών, δηλαδή της Γερμανίας.
Για μας, αντίθετα, η έξοδος από το ευρώ και η διάλυση της ΕΕ κάτω από αγώνες – που η ιστορία της ταξικής πάλης διδάσκει πώς δε θα είναι ανεπηρέαστοι από αστικούς ανταγωνισμούς – σηματοδοτεί ένα κορυφαίο πλήγμα στην αστική κυριαρχία. Η δε έξοδος από το ευρώ επιβάλλεται για πολύ συγκεκριμένους και υλικούς όρους. Συγκεκριμένα:
- Για να υπάρξει μια νομισματική πολιτική (επιτόκια, συναλλαγματική ισοτιμία και ποσότητα χρήματος) προσαρμοσμένη στις ανάγκες οικονομικής επέκτασης και αντιμετώπισης της ανεργίας κι όχι μια νομισματική πολιτική ίδια για όλους, που αντιλαμβανόμαστε ότι είναι κομμένη και ραμμένη στα μέτρα της Γερμανίας.
- Για να γίνει κατορθωτή η εθνικοποίηση των τραπεζών, κ.α.
Εξ ίσου συγκεκριμένοι και υλικοί όροι επιβάλλουν την έξοδο από την ΕΕ, που πολύ εύστοχα έχει χαρακτηριστεί σαν εργαστήρι υπερ-παγκοσμιοποίησης (Ντ. Ρόντρικ), υπό την έννοια ότι στην ΕΕ υλοποιούνται στο ακέραιο όλα τα μέτρα που σταδιακά και πειραματικά εφαρμόζονται στο πλαίσιο της NAFTA, του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, κοκ. Η έξοδος λοιπόν από την ΕΕ επείγει:
- Για να ασκηθεί βιομηχανική πολιτική, στο πλαίσιο ενός γενναίου Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων, που θα στρέψει πόρους σε κλάδους αιχμής (ναυπηγεία, γεωργία, κοκ).
- Για να απαλλαγούμε από το ασφυκτικό πλαίσιο δημοσιονομικής πολιτικής που επιβάλει το Σύμφωνο Σταθερότητας (Εαρινό εξάμηνο, υποβολή προϋπολογισμών προς έγκριση, κοκ).
Ευρύτερα, η έξοδος της Ελλάδας από ΕΕ και ευρώ θα επηρεάζει και θα τροφοδοτείται με τη σειρά της από παρόμοιους αγώνες σε άλλες χώρες της Ευρώπης και πρωτίστως στη Νότια Ευρώπη όπου βρίσκονται σε έξαρση όλες οι αντιθέσεις (κοινωνικές, εθνικές, περιφερειακές, κοκ.). Δε θα είναι ένας αγώνας περιχαρακωμένος στα εθνικά σύνορα της Ελλάδας.
Σε αυτό το πλαίσιο δεν αποκλείεται η έξοδος της Ελλάδας από ευρώ – ΕΕ να συνδυαστεί με την συγκρότηση και ένταξή της σε άλλες περιφερειακές ενώσεις πχ της Νότιας Ευρώπης (όπου υπάρχει η μεγαλύτερη οικονομική και πολιτική ομοιομορφία), των Βαλκανίων ή της Μεσογείου. Στόχος θα είναι η δημιουργία συνεργειών και η εκμετάλλευση των οικονομιών κλίμακας. Όρος για την αποφυγή της εκ νέου θεσμοθέτησης παγιωμένων μηχανισμών ανισοτήτων και εξοντωτικών ανταγωνισμών, που χρόνο με το χρόνο θα οξύνονται, όπως πχ. συνέβη στην ΕΕ, θα είναι η δημιουργία αντίρροπων μηχανισμών αποζημίωσης εκείνων των μελών με οικονομίες χαμηλότερης παραγωγικότητας. Πχ της Αλβανίας ή της ΠΓΔΜ αν μιλάμε για τα Βαλκάνια και των χωρών του Μαγκρέμπ αν μιλάμε για μια Μεσογειακή Ένωση. Δηλαδή η δημιουργία μόνιμων μηχανισμών μεταβιβαστικών πληρωμών που θα αποζημιώνουν τις οικονομίες χαμηλότερης παραγωγικότητας όπως συνέβαινε στην ΕΕ κατά κόρον τη δεκαετία του ’80 (πχ Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα) και στη συνέχεια σε μικρότερο βαθμό (Πακέτο Ντελόρ, ΚΠΣ, ΕΣΠΑ, κοκ.) υπό τον όρο όμως ικανοποίησης αντιδραστικών μεταρρυθμίσεων (συμμετοχή ιδιωτών που σήμαινε ιδιωτικοποιήσεις, ελαστικοποίηση εργασιακών σχέσεων, κοκ.).
- Οι όροι της εξόδου
Εξετάζοντας τις λεπτομέρειες της εξόδου από το ευρώ, το πρώτο ερώτημα που τίθεται σχετίζεται με την ισοτιμία. Την επομένη της αναγγελίας η ισοτιμία του νέου νομίσματος θα είναι 1-1 με το ευρώ για να ακολουθήσει μια υποτίμηση ακόμη και της τάξης του 30%-40%.
Η υποτίμηση αυτή είναι επιβεβλημένη επειδή αρχικά η σημερινή ισοτιμία του ευρώ δεν αντιστοιχεί στα θεμελιώδη μεγέθη της Ελλάδας. Επιβάλλεται από το ειδικό βάρος της Γερμανίας και εξυπηρετεί τις εξαγωγές της. Το ΔΝΤ πρόσφατα ανέφερε ότι μια δίκαιη ισοτιμία για ένα εθνικό νόμισμα της Γερμανίας θα ήταν αυξημένη ακόμη και κατά 30%. Αυτή όμως η μέση ισοτιμία που είναι χαμηλή για τη Γερμανία, είναι υψηλή για την Ελλάδα.
Στόχος της υποτίμησης θα είναι να αξιοποιηθεί στο έπακρο το παραγωγικό δυναμικό της Ελλάδας. Σήμερα με βάση αξιόπιστες έρευνες (πχ Τράπεζα Ελλάδας) ο βαθμός χρησιμοποίησης εργοστασιακού δυναμικού είναι από τους χαμηλότερους στην ΕΕ. Στο σύνολο των κλάδων φτάνει το 64%, στα καταναλωτικά αγαθά το 65% και στα κεφαλαιουχικά το 60%. Στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, και δη στον μεταποιητικό τομέα, η κατάσταση είναι ακόμη χειρότερη με το αναξιοποίητο παραγωγικό δυναμικό να φτάνει το 51,3%. Πρακτικά η 1 στις 2 μηχανές βρίσκεται σε αδράνεια.
Το παραγωγικό κενό της Ελλάδας υπογραμμίζει χώρια των άλλων ότι το πρόβλημα της Ελλάδας σήμερα δεν είναι η έλλειψη επενδύσεων όπως κατά κόρον επαναλαμβάνεται αλλά η έλλειψη εκείνης της ζήτησης που θα απορροφούσε το προϊόν αν η παραγωγική δομή της Ελλάδας λειτουργούσε στο 100% ή σχεδόν στο 100%.
Στο παραπάνω πλαίσιο δεν είναι πιθανή η δημιουργία πληθωριστικών πιέσεων, χώρια του γεγονότος ότι ένας πληθωρισμός ακόμη και της τάξης του 8% έχει δειχθεί ακόμη και σε έρευνες του ΔΝΤ δεν οδηγεί σε παραλυτικά φαινόμενα στην οικονομία. Στην Ελλάδα ωστόσο έχει δειχθεί ότι ο πληθωρισμός θα κινείται σε πλήρως ελεγχόμενα επίπεδα.
Δύο ερωτήματα που δημιουργούνται σχετικά με τις επιπτώσεις της εισαγωγής ενός νέου νομίσματος στις καθημερινές συναλλαγές αφορούν τα δάνεια σε ευρώ και τις καταθέσεις.
Σε ό,τι αφορά τις αποταμιεύσεις θα μετατραπούν αυτόματα στο νέο νόμισμα.
Σε ό,τι αφορά τα χρέη, η διπλή έξοδος είναι συνυφασμένη με την αθέτηση άμεσα εκείνων των πληρωμών που σχετίζονται με τους επίσημους πιστωτές της Ελλάδας και ειδικότερα τα δάνεια που δόθηκαν στο πλαίσιο των 3 δανειακών συμβάσεων (2010, 2012 και 2015), τα οποία έχει αποδειχθεί ότι ήταν παράνομα και αντισυνταγματικά. Μιλούμε (με στοιχεία 30/9/2016) για το 69,5% ενός χρέους ύψους 315,4 δισ., δηλαδή για 217 δισ. Προϋπόθεση είναι η καταγγελία των δανειακών συμβάσεων με βάση το διεθνές δίκαιο, που πρέπει να συνοδευθεί με μια διεθνής εκστρατεία που θα δείξει ότι η διάσωση της Ελλάδας στην πράξη ήταν διάσωση των γαλλογερμανικών τραπεζών (Deutsche Bank, Societe Generale, κοκ.). Σε αυτό το πλαίσιο ΕΚΤ και ΔΝΤ λειτούργησαν ως ασφαλιστικοί μηχανισμοί των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και πρέπει να αναλάβουν τη ζημιά μαζί με τις ιδιωτικές τράπεζες που επωφελήθηκαν.
Σε ό,τι αφορά τα ιδιωτικά χρέη προς τις τράπεζες (στεγαστικά νοικοκυριών, κίνησης επιχειρήσεων, κ.α.) αυτά με νόμο θα μετατραπούν στο νέο νόμισμα ώστε να μην υπάρχει υποχρέωση αποπληρωμής τους σε ευρώ.
Η μετάβαση στο νέο νόμισμα δεν μπορεί να γίνει άμεσα, δεδομένου ότι υπό κανονικές συνθήκες απαιτείται μια περίοδος 6 μηνών για την εκτύπωση της ποσότητας χαρτονομισμάτων και κερμάτων που κυκλοφορούν στην Ελλάδα. Η μετάβαση μπορεί να διευκολυνθεί με τη χρήση υποσχετικών (IOU) και την ευρεία κυκλοφορία πλαστικού χρήματος, μέσω του οποίου μπορούν να γίνονται συμψηφισμοί, πληρωμές λογαριασμών, κοκ.
Όροι επιτυχίας της διπλής εξόδου είναι η εθνικοποίηση των τραπεζών που έχουν κατ’ επανάληψη ανακεφαλαιοποιηθεί με δημόσιο χρήμα, η επιβολή ελέγχων στην κίνηση κεφαλαίων, η ανάκληση των ιδιωτικοποιήσεων ξεκινώντας από τις υποδομές (Λιμάνι Πειραιά που το αγόρασε η κινέζικη Cosco, 14 περιφερειακά αεροδρόμια που αγόρασε η γερμανική Fraport, σιδηροδρόμους που αγόρασε η ιταλική Ferrovie Dello Stato, ΟΤΕ που έχει αγοράσει η Ντόιστε Τέλεκομ, κ.α.). Παρεμπιπτόντως να αναφερθεί ότι όλες οι αγοράστριες εταιρείες είναι εξ ολοκλήρου ή μερικώς κρατικές.
- Οικοδομώντας το αναγκαίο μέτωπο
Ξέρουμε ωστόσο ότι υπάρχει μια κραυγαλέα και παραλυτική αντίφαση. Το αίτημα της διπλής εξόδου παρότι τίθεται επιτακτικά ως όρος εξόδου από την κρίση δε συγκεντρώνει την αποδοχή ακόμη και πρωτοπόρων τμημάτων του εργατικού κινήματος. Υπέρ της εξόδου από το ευρώ χαρακτηριστικά τάσσεται ένα ποσοστό γύρω στο 30% των ερωτηθέντων στις δημοσκοπήσεις. Ποσοστό, που από μια άλλη οπτική γωνία εμφανίζει μια κοινωνική (κι όχι τόσο πολιτική) ομοιογένεια και εξαιρετική αντοχή, αν λάβουμε υπ’ όψη ότι κανένα κοινοβουλευτικό κόμμα δεν το υιοθετεί.
Τούτου δοθέντος, αν κάτι πρέπει να κρατήσουμε είναι πως ο καταστροφικός ρόλος του ευρώ και της ΕΕ παραμένει προς απόδειξη στην ελληνική κοινωνία. Χρειάζεται να καταβάλλουμε ακόμη σοβαρή προσπάθεια για να πείσουμε την κοινωνία ότι άνοδος της κοινωνικής ευημερίας από τη μια και παραμονή στην ΕΕ από την άλλη αποτελούν έννοιες αμοιβαία αλληλοαποκλειόμενες. Ή το ένα ή το άλλο. Με άλλα λόγια: Ή αξιοπρεπείς συντάξεις ή παραμονή στην ΕΕ!
Αυτή η κατάσταση επιβάλλει και στις πρωτοπόρες δυνάμεις να επικοινωνούν σε αγωνιστικά μέτωπα πάλης με εκείνες τις δυνάμεις που εξακολουθούν να θρέφουν αυταπάτες ή κρίνουν ότι δεν είμαστε ακόμη έτοιμοι για σύγκρουση. Δεν μπορούμε, με άλλα λόγια, να θέτουμε ως προϋπόθεση το αίτημα της διπλής εξόδου για να διαμορφώσουμε αιτήματα αγώνα, να συγκροτήσουμε αγωνιστικές συλλογικότητες και να συμπορευτούμε με δυνάμεις που έχουν συμφέρον και πασχίζουν να ανατραπεί η επίθεση στον κλάδο τους. Το αίτημα της εξόδου από ευρώ – ΕΕ πρέπει να ενώνει κι όχι να διαχωρίζει τις δυνάμεις του αγώνα.
Οι πρωτοπόρες ιδέες ηττούνταν ή μετατρέπονταν σε καρικατούρες όποτε έμπαιναν σε καραντίνα. Αντίθετα, νικούσαν όποτε επηρέαζαν και επηρεάζονταν, όποτε εκτίθονταν στη δημόσια κριτική και αντιπαράθεση κι είχαν την ικανότητα να προσαρμόζονται διατηρώντας και ανανεώνοντας το ανατρεπτικό – επαναστατικό τους πυρήνα.
Οι υπεύθυνοι ανάλυσης των δεδομένων της προεκλογικής εκστρατείας του Ομπάμα το 2012, που αξιοποίησαν στο έπακρο τις πληροφορίες τις οποίες επιστρέφουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, δήλωναν ότι κάθε φορά η διαίσθησή τους αποδεικνυόταν άχρηστη και διαψευδόταν. Κι η πολιτική συμπεριφορά των πολιτών απρόβλεπτη. Νίκησαν δηλαδή όταν επεξεργάστηκαν, έλαβαν υπ’ όψη τους τα μηνύματα των πολιτών – δεκτών και προσάρμοσαν το πολιτικό τους μήνυμα.
Εμείς γιατί να φοβηθούμε την επικοινωνία με τον κόσμο του αγώνα και τη μετωπική δράση, με στόχο την ήττα και την ανατροπή αυτής της πολιτικής;
Βερολίνο, 9 2017
Μου αρέσει αυτό:
Μου αρέσει! Φόρτωση...
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.