Στα χακί ντύνεται η Ευρωπαϊκή Ένωση

euΠοιος είπε ότι δεν υπάρχουν λεφτά; Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή συζήτησε την Τετάρτη 30 Νοεμβρίου κι επίσημα θα αποφασιστεί στη σύνοδο Κορυφής του Δεκεμβρίου να δαπανώνται επιπλέον 5,5 δισ. ευρώ ετησίως για αγορές πολεμικού υλικού: ελικόπτερα, μη επανδρωμένα αεροπλάνα κι άλλα είδη προηγμένης τεχνολογίας. Στην ίδια απόφαση συμπεριλαμβάνεται κι η δέσμευση ενός σοβαρού ποσού (90 εκ. ευρώ ετησίως μέχρι το 2020 και 528 εκ. από το 2021 και μετά) για έρευνα σε ζητήματα ασφαλείας του κυβερνοχώρου, μη επανδρωμένων αεροπλάνων, κ.α.

ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΒΑΤΙΚΙΩΤΗΣ

Το θέμα υποτίθεται πως τέθηκε στο τραπέζι μετά το κάλεσμα του Τραμπ προς όλα τα μέλη του ΝΑΤΟ να αφιερώνουν το 2% του ΑΕΠ τους σε πολεμικές δαπάνες και την απειλή του ότι δεν πρόκειται στο εξής οι ΗΠΑ να στηρίζουν πολεμικά χώρες οι οποίες δε βάζουν το χέρι στην τσέπη. Υπό μία έννοια δίκιο έχει: ποτέ η προστασία δεν προσφερόταν δωρεάν, είτε στις κακόφημες πιάτσες είτε στη γεωπολιτική… Το συμπέρασμα αυτό φαίνεται να το έχει καταλάβει καλύτερα από κάθε άλλη χώρα η Ελλάδα, που ακόμη και το 2014 δαπανούσε ποσοστό ρεκόρ επί του ΑΕΠ της σε σύγκριση με άλλες χώρες της ΕΕ για πολεμικές δαπάνες, 2,7% του ΑΕΠ, όταν κατά μέσο όρο η ΕΕ-28 δαπανούσε 1,3% του ΑΕΠ της.

Στην πραγματικότητα οι απειλές του Τραμπ αποτέλεσαν την ιδανική αφορμή για να επιταχυνθεί ένα σχέδιο, το Ευρωπαϊκό Σχέδιο Αμυντικής Δράσης, το οποίο οι Βρυξέλλες επεξεργάζονταν επί χρόνια. Το 2014 συγκεκριμένα αναπτύχθηκε για πρώτη φορά. Έκτοτε τόσο οι επιχειρήσεις που αναλάμβανε η ΕΕ εκτός συνόρων, όσο και η γιγάντωση εντός ευρωπαϊκού εδάφους του περίφημου στρατιωτικοβιομηχανικού συμπλέγματος έδιναν σταθερά ώθηση στη στρατιωτικοποίηση της ΕΕ.

Η βιασύνη των Βρυξελλών να σπεύσουν να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα που δημιουργεί η εκλογή του Τραμπ στις ΗΠΑ δείχνει επίσης ότι όποιος περίμενε πώς η φιλελεύθερη Ευρώπη θα πολεμούσε στα χαρακώματα εναντίον της οπισθοδρόμησης που θα επιφέρει η εγκατάσταση του ρεπουμπλικανού ηγέτη στον Λευκό Οίκο, θα χρειαστεί να περιμένει πολύ ακόμη. Οι πολιτικές ηγεσίες της Ευρώπης πριν καν στεγνώσουν τα δάκρυα στο πρόσωπό τους από την εκλογική νίκη του Τραμπ, εκμεταλλεύονται την ευκαιρία που προσφέρει ώστε να επιταχύνουν τη συντηρητική τους στροφή. Οι φιλελεύθερες ευρωπαϊκές ηγεσίες χρησιμοποιούν τον Τραμπ ως άλλοθι ώστε να υλοποιήσουν σχέδια που ήταν επί χρόνια στην αναμονή και δεν υλοποιούνταν λόγω πολιτικού κόστους. Πώς να ανακοινώσει η ΕΕ τη γενναία προικοδότηση της πολεμικής βιομηχανίας, την ίδια στιγμή που μειώνει τις δαπάνες για κοινωνική ασφάλιση, δημόσια υγεία και παιδεία;

Παρόλα αυτά οι αυξανόμενες πολεμικές δαπάνες της Ευρώπης αυξάνουν τους κινδύνους για την ειρήνη και φέρνουν πιο κοντά το ενδεχόμενο της πολεμικής εμπλοκής.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Πριν στις 4 Δεκεμβρίου 2016

Η Γερμανία ξαναπαίρνει τ’ όπλο της

20121013_EUP004_0Προβληματισμό και βαθιά ανησυχία προκάλεσε τουλάχιστον στην Ευρώπη η «λευκή βίβλος» για το Γερμανικό στρατό, με συντάκτη το Βερολίνο, που είδε το φως της δημοσιότητας. Ακόμη κι αυτά τα μικρά αποσπάσματα που «διέρρευσαν» ξυπνούν τους χειρότερους εφιάλτες…

ΤΟΥ ΛΕΩΝΙΔΑ ΒΑΤΙΚΙΩΤΗ

Με βάση το δημοσίευμα των Financial Times στις 2 Μαΐου 2016, η «λευκή βίβλος» αναφέρει: «Η Γερμανική πολιτική ασφάλειας εκτείνεται επίσης πέραν της χώρας… Η Γερμανία επιθυμεί να συμμετέχει έγκαιρα, αποφασιστικά και ουσιαστικά ως ηγέτιδα δύναμη στις διεθνείς διαμάχες, να αναλάβει ευθύνη και να αξιώσει την ηγεσία»! Σωστά διαβάσατε! Η Γερμανία δε θέλει μόνο να σπάσει τις μεταπολεμικές απαγορεύσεις που της επιβλήθηκαν ως τιμωρία για τα 60 εκ. νεκρούς που προκάλεσε η φονική μηχανή της την τελευταία φορά που βγήκε εκτός συνόρων, αλλά θέλει και να ηγηθεί του ευρωπαϊκού στρατού, που σιγά – σιγά κι εν κρυπτώ συγκροτείται. Αναγνωρίζεται ωστόσο πως «η δημιουργία ενός ευρωπαϊκού στρατού απέχει σημαντικά, αποτελεί όμως στρατηγική ανάγκη να εφαρμόσουμε σημαντικά βήματα για να ανοίξουμε το δρόμο σε αυτή την κατεύθυνση». Η προετοιμασία του εδάφους ξεκινάει από το εσωτερικό. Έτσι, η Γερμανία αξιολογεί αρνητικά την ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία γράφοντας στη «βίβλο» πως «είναι οργανωμένη εθνικά και σοβαρά κατακερματισμένη». Πρόκειται για μια διατύπωση που υπονοεί την ανάγκη ευρωπαϊκής ενοποίησης της αμυντικής βιομηχανίας, η οποία εύκολα πλέον καταλαβαίνουμε ότι περιγράφει ένα χορό εξαγορών και συγχωνεύσεων ο οποίος θα καταλήξει στην υπερτροφική ανάπτυξη της γερμανικής πολεμικής βιομηχανίας και το κλείσιμο ή τον μαρασμό των εθνικών αμυντικών βιομηχανιών. Χωρίς κίνδυνο μπορούμε να προβλέψουμε ότι το κόστος που θα πληρώσουν οι ευρωπαϊκές οικονομίες από τα νέα επεκτατικά γερμανικά σχέδια θα είναι τεράστιο καθώς οι πολεμικές βιομηχανίες, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά σε όλη την Ευρώπη, έχουν τη δυνατότητα να παράγουν κι άλλα είδη, στηρίζοντας την εγχώρια παραγωγή, την τεχνογνωσία και προπαντός την απασχόληση. Τα οφέλη που θα εισπράξει το Τέταρτο Ράιχ επομένως θα εκτείνονται πολύ πέραν των εξαγωγών αρμάτων, τυφεκίων κι άλλου πολεμικού υλικού.

Ωστόσο, η αμοιβαιότητα και οι συνέργειες που προβλέπονται στη «λευκή βίβλο» του Βερολίνου αφορούν άπαντες πλην του …ίδιου του Βερολίνου. Ενώ, για την ακρίβεια, αναφέρει πως «είναι ανάγκη οι στρατιωτικές ικανότητες από κοινού να σχεδιάζονται, να αναπτύσσονται, να διοικούνται, να προχωρούν σε προμήθειες και να επιχειρούν αυξάνοντας τη διαλειτουργικότητα των ένοπλων δυνάμεων της Ευρώπης και βελτιώνοντας περαιτέρω την ικανότητα της Ευρώπης να δρα», αμέσως παρακάτω αναφέρει πως αυτό δεν προσκρούει στη «τεχνολογία κυριαρχία της Γερμανίας». Με άλλα λόγια το Βερολίνο θέλει όχι απλώς να έχει λόγο αλλά να διοικεί τους στρατούς όλης της Ευρώπης και την ίδια ώρα κανένας άλλος αξιωματικός ή χώρα να μη διαθέτει πρόσβαση στα δικά του μυστικά!

Κρύβουν τη «λευκή βίβλο»

Είναι σίγουρο πώς όταν δοθεί στη δημοσιότητα ολόκληρο το κείμενο θα βρεθούμε αντιμέτωποι με πολλές ακόμη εκπλήξεις. Το Βερολίνο απέφυγε να το δημοσιοποιήσει για να μη δώσει επιπλέον επιχειρήματα, εν όψει του δημοψηφίσματος στην Αγγλία, σε όσους ποτέ δε χώνεψαν τη Γερμανία στη γηραιά Αλβιόνα και το σημαντικότερο δεν …ξεχνούν πως στον 20ο αιώνα ήταν και τις δύο φορές σε αντίπαλα στρατόπεδα! Κι αυτό καθώς είναι προφανές πως η προώθηση των γερμανικών στρατιωτικών συμφερόντων επ’ ουδενί δεν συμβαδίζει με τα συμφέροντα των υπόλοιπων ευρωπαϊκών χωρών. Και ειδικά κράτη όπως η Αγγλία με αυτοκρατορικό παρελθόν και με δική τους ατζέντα στη διεθνή πολιτική κατά κανέναν τρόπο δεν επιθυμούν να δέχονται διαταγές και καψώνια από το Βερολίνο.

Αρχικά, πρέπει να τονίσουμε πως τα γερμανικά σχέδια όσο κι αν τα ενδύουν οι αρχιτέκτονες τους με ωραία λόγια περί ειρήνης κι άλλων τέτοιων εύηχων, ισοδυναμούν με αποσταθεροποίηση και πολέμους. Η Γερμανία δε θέλει έναν στρατό για να προστατεύει τα σύνορά της από επιβολές εχθρικών στρατών, οπότε θα μπορούσε να υποστηρίξει ότι είναι ζωτικό της δικαίωμα να αποτινάξει από πάνω της τις απαγορεύσεις της μεταπολεμικές περιόδου – που πρέπει να ομολογήσουμε πως εξασφάλισαν στην Ευρώπη την πιο μακροχρόνια περίοδο ειρήνης και σταθερότητας. Η Γερμανία, και το ίδιο ισχύει και για την Ιαπωνία – τον άλλο μεγάλο ηττημένο του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, αναπτύσσουν στρατιωτικές δομές για εξωτερικές επεμβάσεις. Το Βερολίνο μάλιστα, όπως ανακοίνωσε πρόσφατα η υπουργός Άμυνας της χώρας, Ούρσουλα φον ντερ Λέγιεν, αύξησε τον αριθμό των στρατιωτών του κατά 7.000, ακυρώνοντας έτσι μια τάση μείωσης του αριθμού των ενόπλων του από 585.000 άτομα κατά την ενοποίηση σε 177.000 τώρα. Δηλωτική επίσης των βλέψεων είναι και η αύξηση των ετήσιων πολεμικών δαπανών της Γερμανίας από 34,3 δις. ευρώ τώρα (αντιπροσωπεύοντας ένα σχετικά με άλλες χώρες της ΕΕ χαμηλό ποσοστό της τάξης του 1,2% του ΑΕΠ) σε 39,2 δις. μέχρι το 2020. Η σχεδιαζόμενη αύξηση των στρατιωτικών δαπανών της Γερμανίας, ανταποκρίνεται στο αίτημα που διατύπωσε από το Ανόβερο ο αμερικανός πρόεδρος, Μπαράκ Ομπάμα, κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στη Γερμανία, προς τις ευρωπαϊκές χώρες, να αυξήσουν τις στρατιωτικές δαπάνες τους στο ποσοστό στόχο του 2% που θέτει το ΝΑΤΟ. Ήταν μια έκκληση που δε δικαιώνει όσους επιχειρούν να ταυτίσουν τον πρώτο μαύρο πρόεδρο των ΗΠΑ με μια βελούδινη εξωτερική πολιτική, που υποτίθεται πως αποστρέφεται την χρήση βίας…

Η εντατική πλέον προώθηση των γερμανικών επιθετικών, στρατιωτικών βλέψεων δεν υλοποιείται σε κενό αέρα. Από το 2003 σχεδόν σε όλες τις εξωτερικές αποστολές του ευρωστρατού, που φθάνουν τις 37, οι Γερμανοί είχαν πρωταγωνιστικό ρόλο, στο Ιράκ εκπαιδεύουν Κούρδους μαχητές για να πολεμήσουν το Ισλαμικό Κράτος, στο Μαλί έχουν εμπλακεί ενεργά σε μάχες με τους τζιχαντιστές, ενώ διεθνές σοκ είχε προκαλέσει η φωτογραφία Γερμανών στρατιωτών από το Αφγανιστάν που έπαιζαν με μια νεκροκεφαλή. Τέτοια κατορθώματα θα ζήλευαν ακόμη κι οι SS!

Συνένωση με τον ολλανδικό στρατό

Ποιοτικά ανώτερη εξέλιξη ωστόσο χαρακτηρίστηκε η προσπάθεια του γερμανικού και ολλανδικού στρατού να συνενωθούν, αποτελώντας πιθανότατα τον πυρήνα του μελλοντικού κοινού ευρωπαϊκού στρατού. Σε αυτό το πλαίσιο η ολλανδική 43η μηχανοκίνητη ταξιαρχία εντάχθηκε υπό γερμανικές διαταγές ως τμήμα της 1ης γερμανικής θωρακισμένης μεραρχίας, ενώ ναυτικές δυνάμεις της Γερμανίας περιήλθαν υπό ολλανδικές διαταγές, ώστε να φαίνεται ότι υπάρχει αμοιβαιότητα. Με βάση δημοσιεύματα του ευρωπαϊκού Τύπου επίσης και η Τσεχία βρίσκεται σε διαπραγματεύσεις να εντάξει το στρατό της υπό τις διαταγές του Ράιχ. Όλα αυτά δε, προωθούνται χωρίς μεγάλη δημοσιότητα, παρότι δημιουργούν τετελεσμένα για όλες τις χώρες της ΕΕ, που επισήμως έχουν συμφωνήσει στο πλαίσιο της Συνθήκης της Λισαβόνας σε μια Κοινή Πολιτική Ασφάλειας και Άμυνας, που αντικατέστησε την Ευρωπαϊκή Πολιτική Ασφάλειας και Άμυνας η οποία υπήρχε ως τότε. Στη συνθήκη της Λισαβόνας μάλιστα εισάγεται για πρώτη φορά και όρος που παραπέμπει στο άρθρο 5 του ΝΑΤΟ, όπου αναφέρεται ότι αν ένα κράτος μέλος της ΕΕ δεχθεί ένοπλη επίθεση μπορεί να στηρίζεται στη βοήθεια των άλλων κρατών, που είναι υποχρεωμένα να το βοηθήσουν.

Όπως ακριβώς η οικονομική άνοδος της Γερμανίας συντελέστηκε σε βάρος των άλλων χωρών, σηματοδοτώντας την παραπέρα επιδείνωση της θέσης τους στην ενωμένη κατά τ’ άλλα Ευρώπη, έτσι και τώρα η άνοδος του γερμανικού μιλιταρισμού εγκυμονεί νέους κινδύνους. Τόσο για τους ευρωπαϊκούς λαούς, όσο και διεθνώς. Γι’ αυτό το λόγο ο επανεξοπλισμός της Γερμανίας είναι αρνητική εξέλιξη που πρέπει να αποφευχθεί!

Δημοσιεύθηκε πρώτη φορά στο περιοδικό Επίκαιρα στις 13 Μαΐου 2016

Η Γερμανία ξαναπαίρνει τα όπλα της (Nexus, Απρίλιος 2014)

bundeswehrΑπό πρώτη ματιά η αλλαγή που έγινε στην σύνθεση του κυβερνητικού συνασπισμού στην Γερμανία, με αφορμή τις πρόσφατες εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2013, έπρεπε να στρέψει το κέντρο βάρος της γερμανικής πολιτικής προς τα αριστερά. Η αντικατάσταση των Φιλελεύθερων (FDP) από τους Σοσιαλδημοκράτες (SPD) ως συμμάχους της Γερμανικής Δεξιάς (CDU/SDU), μπορούσε να υποθέσει κανείς, ότι θα μετρίαζε την γερμανική επιθετικότητα τόσο εντός της Γερμανίας, με την εγκατάλειψη των ακραίων νεοφιλελεύθερων πολιτικών προς όφελος μέτρων στήριξης του λαϊκού εισοδήματος και του κράτους πρόνοιας, όσο και στο εξωτερικό, ανακόπτοντας την γερμανική επιθετικότητα σε αναζήτηση πιο συναινετικών λύσεων. Η προσδοκία αυτής της στροφής, όσο κι αν «δουλεύτηκε» εκ του πονηρού από τα μέσα ενημέρωσης στην Ελλάδα στην απεγνωσμένη τους προσπάθεια να ανακαλύψουν λίγο φως στην άκρη του τούνελ αποσιωπώντας για παράδειγμα την πλήρη ταύτιση των γερμανών σοσιαλδημοκρατών με την Μέρκελ στο θέμα της Ελλάδας, περιελάμβανε μια ορθολογική προσδοκία. Δεν ήταν δηλαδή αυθαίρετη η αναμονή…

του Λεωνίδα Βατικιώτη

Δυστυχώς όμως, για μια ακόμη φορά, η πραγματικότητα ανέτρεψε τις προσδοκίες προς το …χειρότερο, καθώς στα θέματα της εξωτερικής πολιτικής και ειδικά στο ιδιαίτερα λεπτό θέμα της παρουσίας του γερμανικού στρατού, της Μπούντεσβερ, στο εξωτερικό, πράγματι αυτήν την ακριβώς την περίοδο είναι σε εξέλιξη μιας μείζονος σημασίας αλλαγή. Μόνο που η αλλαγή δεν αφορά την ακύρωση της αυξημένης παρουσίας της Μπούντεσβερ στο εξωτερικό και την επιστροφή στο δόγμα απαγόρευσης εξόδου από τα γερμανικά σύνορα έστω κι ενός στρατιώτη που κυριαρχούσε μέχρι την πτώση του τείχους του Βερολίνου. Η ανατροπή που συντελείται θέλει την εγκατάλειψη του «δόγματος της συγκράτησης» που με συνέπεια όχι μόνο εξέφραζε αλλά συνεχίζει να υπηρετεί η γερμανίδα καγκελάριος, Άγκελα Μέρκελ, σε όφελος μιας πιο ενεργητικής παρουσίας της Μπούντεσβερ στο εξωτερικό. Η νέα επεκτατική στρατιωτική πολιτική της Γερμανίας εκφράζεται επιθετικά από τρία πρόσωπα που βρίσκονται τους πιο κρίσιμους τομείς χάραξης κι εφαρμογής της γερμανικής πολιτικής: τον πρόεδρο της Γερμανίας, Χοακίμ Γκάουγκ, τη νέα υπουργό Άμυνας που προαλείφεται για διάδοχος της Μέρκελ στην καγκελαρία, Ούρσουλα φον ντερ Λέγιεν, και τον νέο υπουργό Εξωτερικών, Φρανκ Βάλτερ Στάινμαγιερ, προερχόμενο από το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα και στενό συνεργάτη του τελευταίου σοσιαλδημοκράτη καγκελάριου Γκέρχαρντ Σρέντερ. Ο Στάινμαγιερ μάλιστα έχει διατελέσει ξανά υπουργός Εξωτερικών στον προηγούμενο «μεγάλο συνασπισμό» την περίοδο 2005-2009.

Τα αποκαλυπτήρια της νέας πολιτικής της Γερμανίας που εν ολίγοις προβλέπει ενεργότερη εμπλοκή της Μπούντεσβερ στις διεθνείς συγκρούσεις έγιναν από τον πρόεδρο της χώρας, Χοακίμ Γκάουγκ, κατά την ομιλία του στο ετήσιο Συνέδριο Ασφαλείας του Μονάχου, που αποτελεί την σημαντικότερη ετήσια συγκέντρωση υπουργών Άμυνας και πολιτικών απ’ όλο τον κόσμο. Παραδοσιακά μάλιστα τα θέματα που εξετάζονταν στην σύνοδο που πραγματοποιείται στην πρωτεύουσα της Βαυαρίας αφορούσαν το ρόλο του ΝΑΤΟ ή τις εξελίξεις στα καυτά μέτωπα του πλανήτη, πχ στο Αφγανιστάν. Φέτος οι διοργανωτές εκμεταλλεύτηκαν το βήμα του διεθνούς συνεδρίου για να κάνουν γνωστή κι επίσημα την αλλαγή του στρατιωτικού τους δόγματος. «Η Γερμανία δεν μπορεί να συνεχίσει όπως στο παρελθόν» τόνισε στην ομιλία του που κράτησε μισή ώρα κι ήταν επικεντρωμένη στις «δραματικές νέες απειλές» απέναντι στην παγκόσμια τάξη για να καταλήξει με τα εξής: «Όταν η τελευταία επιλογή – η αποστολή της Μπούντεσβερ – έρχεται προς συζήτηση, η Γερμανία δεν θα πρέπει να λέει όχι για λόγους αρχής»!

Βεβαρυμμένο πρόσφατο παρελθόν

Αξίζει να υπογραμμίσουμε ότι ακόμη και σήμερα γύρω στους 5.000 γερμανούς στρατιώτες υπηρετούν σε διάφορες αποστολές στο εξωτερικό από το Μαλί (99) και τον Λίβανο (148), μέχρι το Αφγανιστάν (3.135) και το Κόσοβο (784). Στην πρώην Γιουγκοσλαβία μάλιστα ήταν η πρώτη φορά που ο γερμανικός στρατός (μετά την ήττα και την παράδοσή του στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο) βγήκε εκτός συνόρων. Ο σκοπός της αποστολής του στα σημαντικότερα πολεμικά μέτωπα του κόσμου, μόνο κατ’ ευφημισμό μπορεί να χαρακτηριστεί ειρηνευτικός. Σε επίρρωση οι φρικιαστικές φωτογραφίες γερμανών στρατιωτών από το Αφγανιστάν που έπαιζαν με …νεκροκεφαλές τις οποίες επιδείκνυαν γελώντας. Όταν είδαν αυτές οι φωτογραφίες το φως της δημοσιότητας στα γερμανικά πρωτοσέλιδα τον Δεκέμβριο του 2006 το λιγότερο που προκάλεσαν ήταν σοκ… Δεν ήταν όμως κι η τελευταία φορά που η κοινή γνώμη κι η πολιτική ζωή της Γερμανίας συγκλονίστηκαν από τα κατορθώματα της Μπούντεσβερ. Η επόμενη ήταν τον Σεπτέμβριο του 2009 όταν αποκαλύφθηκε ότι οι οδηγίες που έδωσε για στόχους γερμανός αξιωματικός στα βομβαρδιστικά του ΝΑΤΟ στο Αφγανιστάν οδήγησαν στο θάνατο εκατοντάδες άμαχους. Οι αποκαλύψεις που ακολούθησαν ακύρωσαν την προσπάθεια συγκάλυψης του εγκλήματος και οδήγησαν τον υπουργό Άμυνας, τον επιθεωρητή του στρατού και τον αναπληρωτή υπουργό Άμυνας σε παραίτηση καθώς έγινε σαφές ότι σκόπιμα παραπληροφούσαν την γερμανική κοινωνία υποστηρίζοντας ότι τα θύματα ήταν μόνο Ταλιμπάν.

Το σημαντικότερο όμως και πέρα για πέρα αποκαλυπτικό γεγονός, εξελίχθηκε το 2010 κι είχε ως πρωταγωνιστή τον πρόεδρο της Γερμανίας, Χερστ Κέλερ, μέλος του δεξιού κυβερνώντος κόμματος (CDU) που μόλις έναν χρόνο πριν είχε επανεκλεγεί στο αξίωμά του. Πριν αναδειχθεί στην προεδρία ήταν επικεφαλής του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και κατά την διάρκεια της πρώτης τους θητείας τις περισσότερες φορές που απασχολούσε την δημοσιότητα συνέβαινε με αφορμή δηλώσεις του για την ανάγκη εφαρμογής νεοφιλελεύθερων μέτρων στην οικονομία. Μιλώντας σε δημοσιογράφο κατά την διάρκεια ταξιδιού του προς το Αφγανιστάν ο τότε γερμανός πρόεδρος, με την …διπλωματική και όλο …υπαινιγμούς γλώσσα που συνηθίζεται σε αυτούς τους μισητούς οργανισμούς δήλωσε τα ακόλουθα που οδήγησαν στην ακαριαία παραίτησή του: «Μία χώρα του δικού μας μεγέθους, με τη σημασία που δίνει στις εξαγωγές και την εξάρτηση από το διεθνές εμπόριο πρέπει να έχει επίγνωση ότι οι στρατιωτικές αποστολές αποτελούν αναγκαιότητα για να προστατεύσουμε τα συμφέροντά μας, σε ό,τι για παράδειγμα αφορά εμπορικούς δρόμους ή όταν πρόκειται να αποτρέψουμε περιφερειακές αστάθειες που θα επηρεάσουν το εμπόριο, τις δουλειές και τα εισοδήματά μας»! Πιο κυνικά δεν μπορούσε να ειπωθεί! Ούτε φληναφήματα για «ανθρωπιστικούς λόγους», ούτε βερμπαλισμοί για «διεθνές δίκαιο και νομιμότητα», ούτε σπαραξικάρδιες κραυγές για «σφαγές ανηλίκων»… Τίποτε απ’ όλα αυτά. Η Γερμανία στέλνει στρατό στο εξωτερικό για να προασπίσει τα οικονομικά της συμφέροντα!

Πίσω απ’ όλα η οικονομία!

Οι οικονομικές φιλοδοξίες είναι που ωθούν την Γερμανία, οικονομική ατμομηχανή της Ευρώπης και πέμπτη μεγαλύτερη βιομηχανική δύναμη στον κόσμο, να διεκδικήσει έναν αναβαπτισμένο ρόλο στις διεθνείς εξελίξεις, σύμφωνα με τον πρόεδρο της. Ορίζονται δε από τις εντυπωσιακές εξαγωγικές της επιδόσεις που ξεπερνούν το 43% του ΑΕΠ για το 2012 (1,49 τρισ. δολ. σε ένα σύνολο παραγόμενων αγαθών και υπηρεσιών αξίας 3,43 τρισ. δολ.). (Για να υπάρχει ένα μέτρο σύγκρισης να αναφέρουμε ότι στην Ελλάδα οι εξαγωγές εμπορευμάτων ως ποσοστό του ΑΕΠ το 2012 και 2013 αντίστοιχα – 27,5 και 27,6 δις. ευρώ – ήταν κάτω του 10% του ΑΕΠ!) Τα εξαγώγιμα προϊόντα της Γερμανίας δε κατά βάση είναι κεφαλαιουχικά αγαθά: εργαλειομηχανές, ηλεκτρολογικός και ηλεκτρονικός εξοπλισμός, οχήματα και μεταφορικά μέσα, φαρμακευτικά και χημικά προϊόντα, κοκ. Εν ολίγοις προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας, που σημαίνει ότι η Γερμανία δεν αναγκάζεται να αρκείται σε οριακά κέρδη, όπως συμβαίνει με τους περισσότερους εξαγωγείς που προσφεύγουν στις διεθνείς, πλήρως ανταγωνιστικές αγορές για να αντισταθμίσουν μέρος των απωλειών από την πτώση της ζήτησης στο εσωτερικό… Για την Γερμανία οι εξαγωγές αποτελούν δύναμη ζωής και όχι λύση ανάγκης. Περιττό δε να πούμε ότι ουδέποτε θα έφθαναν οι εξαγωγές της σε τέτοια επίπεδα αν δεν υπήρχε το ευρώ. Στην περίπτωση που η Γερμανία είχε δικό της εθνικό νόμισμα αυτό θα ήταν 30-40% πιο ανατιμημένο από το ευρώ, με αποτέλεσμα να εξασφάλιζε με πραγματικούς όρους μέρος μόνο από τα κέρδη παραγωγικότητας που έχει πετύχει.

Επομένως όσο μεγαλώνουν οι βλέψεις της Γερμανίας για τις διεθνείς αγορές, όσο περισσότερα συμφέροντα αποκτά στο εξωτερικό, τόσο πιο επίμονα θα ωθεί την Μπούντεσβερ να αναλαμβάνει νέες αποστολές εκτός συνόρων, κι η ίδια θα γίνεται μια ιμπεριαλιστική, μισητή δύναμη. Πίσω από αυτή την επιταγή στοιχίζεται κι η σοσιαλδημοκρατία που έχει αποδειχθεί ότι υπηρετεί πολύ πιο πιστά τις ανάγκες της γερμανικής οικονομικής ελίτ. Ο Σρέντερ άλλωστε με την περίφημη Ατζέντα 2010 ήταν αυτός που σάρωσε τις εργατικές κατακτήσεις της Γερμανίας και οδήγησε σε δραματική συρρίκνωση το κράτος πρόνοιας. Και τώρα ο Σοσιαλδημοκράτης υπουργός Εξωτερικών της Μέρκελ από κοινού με την υπουργό Άμυνας έχουν αναλάβει εργολαβία να νομιμοποιήσουν στην συνείδηση της γερμανικής κοινωνίας και στον υπόλοιπο κόσμο την επιθετική στροφή του Τέταρτου Ράιχ. «Η νέα γερμανική κυβέρνηση» έγραφε το περιοδικό Σπίγκελ στις 27 Ιανουαρίου «σχεδιάζει μια καινούργια κατεύθυνση στην εξωτερική πολιτική. Το κεντρικό ερώτημα από τον προκάτοχο του Στάινμαγιερ, τον Γκουίντο Βεστερβέλε, που προερχόταν από τους Ελεύθερους Δημοκράτες, ήταν: “πώς θα μείνουμε έξω από ένοπλες συγκρούσεις;”. Ο Βεστερβέλε προέκρινε μια πολιτική στρατιωτικής συγκράτησης που σήμαινε να αφήνεις τις δυσάρεστες δουλειές για τους άλλους. Τώρα οι δύο υπουργοί από το νέο συνασπισμό της Μέρκελ έχουν συμφωνήσει να καταργήσουν την κληρονομιά του Βεστερβέλε. Ο Σταινμάγιερ και η Ούρσουλα φον ντερ Λέγιεν πιστεύουν ότι μια οικονομική υπερδύναμη όπως η Γερμανία δεν μπορεί να συνεχίσει να στέκεται στο περιθώριο. Θέλουν να δείξουν στους σύμμαχους της Γερμανίας ότι μπορούν να στηριχθούν επάνω της».

Καχυποψία και χειρισμός της κοινής γνώμης

Η Γερμανία ωστόσο οφείλει να διασκεδάσει τις οξύτατες αντιδράσεις που προκαλεί ο επανεξοπλισμός της, δεδομένου ότι κανείς τουλάχιστον στην Ευρώπη δεν ξεχνάει τόσο εύκολα την φρίκη που προκάλεσε αυτή η χώρα δύο φορές στον 20ο αιώνα, με τον Πρώτο και Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν και πάλι ο άρτια εξοπλισμένος στρατός της μετατράπηκε σε αιχμή του δόρατος μιας ακμάζουσας οικονομίας που ασφυκτιούσε στα εθνικά της σύνορα. Είναι σημάδι αισιοδοξίας υπ’ αυτή την έννοια τα αποτελέσματα δημοσκόπησης που διενεργήθηκε από την εταιρεία YouGovκαι δημοσιεύτηκαν στους Financial Timesτης 31ης Ιανουαρίου, βάσει των οποίων το 45% των Γερμανών που ρωτήθηκαν πιστεύουν ότι η Μπούντεσβερ έχει ήδη μια υπερβολική παρουσία εκτός συνόρων ενώ μόνο το 30% πιστεύει ότι το σημερινό επίπεδο παρέμβασης στη διεθνή σκηνή είναι το κατάλληλο. Πολύ πιθανά όσο η Γερμανία ξαναφοράει τα χακί της και παίρνει τα όπλα της η δυσφορία που υπάρχει στο εσωτερικό να μειώνεται κι ο μέσος Γερμανός να εξοικειώνεται με την ιδέα του μιλιταρισμού.

Ήδη το Βερολίνο καταβάλλει μια τεράστια προσπάθεια να μεταστρέψει την κοινή γνώμη, τόσο εντός όσο κι εκτός της Γερμανίας. Είναι πολύ ενδεικτικό, για παράδειγμα, άρθρο που δημοσιεύτηκε στο γερμανικό περιοδικό Σπίγκελ τον Αύγουστο του 2013, με τίτλο «γιατί η Γερμανία αποφεύγει τον παγκόσμιο ρόλο της», όπου προετοιμαζόταν το έδαφος για την μετεκλογική φιλοπολεμική στροφή της κυβέρνησης. Ο αναλυτής που το υπογράφει, μεταφέροντας προφανώς την βούληση του «βαθέως» γερμανικού κράτους, εμφανίζει λίγο πολύ ως αίτημα των λαών όλου του κόσμου τον επανεξοπλισμό της Γερμανίας για να καταλήξει: «Για μια χώρα τόσο σημαντική όπως η Γερμανία η εμπλοκή της είναι υποχρέωση, όχι επιλογή. Ο ρόλος του ενεργού παίκτη πέφτει επάνω μας, είτε το θέλουμε είτε όχι».

Πολύτιμη και αναντικατάστατη βοήθεια προς το Βερολίνο στην προσπάθεια του να διασκεδάσει τις αλγεινές εντυπώσεις που δημιουργεί η φιλοδοξία του για αναβαθμισμένη στρατιωτική παρουσία στο εξωτερικό προσφέρει το Παρίσι. Οι συμβολισμοί είναι προφανείς: Οι κοινές γαλλογερμανικές στρατιωτικές επιχειρήσεις ακυρώνουν εκ προοιμίου κάθε ανησυχία δεδομένου ότι επί αιώνες η μια χώρα πολεμούσε ενάντια στην άλλη. Τώρα, όμως είναι εμφανής από μακριά ο γάμος συμφέροντος: Η Γερμανία κρύβει τις επιθετικές της φιλοδοξίες πίσω από τις δάφνες της Γαλλίας κατά τη διάρκεια του Πρώτου και Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου, όταν αντιστάθηκε στον Άξονα, κι η δε Γαλλία αναβαθμίζει τις δικές της επιθετικές φιλοδοξίες και μειώνει τους πιθανούς κινδύνους (αποφεύγοντας να υποστεί τη ζημιά των Αμερικάνων στο Ιράκ ή το Αφγανιστάν) προσθέτοντας στο οπλοστάσιο της την τεράστια δύναμη πυρός της Γερμανίας. Δεν αποκλείεται μάλιστα η κάλυψη που παρέχει η Γαλλία στην Γερμανία να περιλαμβάνει ως μέρος του ντιλ και τα στραβά μάτια του Τέταρτου Ράιχ στα …φρενς στατίστικς, δηλαδή την πολύ άσχημη δημοσιονομική κατάσταση της Γαλλίας που παραμένει ως φημολογία λόγω των στατιστικών αλχημειών.

Γαλλία – Γερμανία συνεργασία

Έτσι, σαν έτοιμες από καιρό Γαλλία και Γερμανία μετέτρεψαν την Αφρική σε πεδίο δοκιμής των επεκτατικών τους σχεδίων. Η επίσκεψη της γερμανίδας γαλαζοαίματης υπουργού στην Σενεγάλη και το Μαλί τον Φεβρουάριο (δύο μόλις εβδομάδες μετά την σύνοδο του Μονάχου) όπου εξήγγειλε την αύξηση της γερμανικής στρατιωτικής παρουσίας έπεισε τους πάντες ότι πίσω από τις εξαγγελίες υπήρχε από καιρό καταστρωμένο σχέδιο, έτοιμο να μπει σε κίνηση. Με βάση μάλιστα όσα δήλωσε από ένα γερμανικό στρατόπεδο στον ποταμό Νίγηρα τα χειρότερα είναι μπροστά μας. «Υπήρχαν περίοδοι που υπηρετούσαν στο εξωτερικό 11.000 άνδρες και γυναίκες στρατιώτες. Τώρα είναι 5.000 επειδή οι επιχειρήσεις στο Αφγανιστάν οδηγούνται σε κλείσιμο», ήταν τα λόγια της! Στα σχέδια επομένως του Βερολίνου περιλαμβάνεται η σημαντική αύξηση των εκστρατευτικών του σωμάτων.

Το ενδιαφέρον που εκδηλώνουν Παρίσι και Βερολίνο για την Αφρική, με αφορμή την έκρυθμη κατάσταση στην Κεντροαφρικανική Δημοκρατία και το Μαλί (που δημιουργήθηκε όταν η χώρα κατακλύστηκε από μισθοφόρους οι οποίοι εγκατέλειπαν την Λιβύη μετά την πτώση του Καντάφι) δεν απορρέει από τις ανθρωπιστικές τους ευαισθησίες. Η Αφρική μετατρέπεται με καταιγιστικούς ρυθμούς σε αποικία της Κίνας, η οποία γρήγορα εκμεταλλεύτηκε το μίσος των Αφρικανών για τις πρώην αποικιακές δυνάμεις, εξάγοντας, επενδύοντας κι αγοράζοντας ό,τι κινούταν. Έτσι εκ των υστέρων Αμερικάνοι κι Ευρωπαίοι σπεύδουν να διασώσουν και να επαυξήσουν ό,τι προσβάσεις ιστορικά διέθεταν. Τα θέλγητρα της μαύρης ηπείρου περιγράφηκαν σύντομα και περιεκτικά από τον εκπρόσωπο Τύπου του γερμανικού υπουργείου Εξωτερικών, Μάρτιν Σάφερ, όταν δήλωνε πρόσφατα: «Η Αφρική είναι κάτι πολύ περισσότερο από μια ήπειρο που παράγει κρίσεις. Υπάρχουν επίσης και πολλές ευκαιρίες. Πολλές αφρικάνικές χώρες επιδεικνύουν ποσοστά μεγέθυνσης που είναι σημαντικά υψηλότερα από αυτά της Ευρωπαϊκής Ένωσης»! Πέρα από τα ποσοστά, καλύτερα πριν απ’ αυτά, υπάρχει και το υπέδαφος της περιοχής που η Γερμανία το γνωρίζει πάρα πολύ καλά, λόγω του ότι στις αρχές του 20ου αιώνα η περιοχή που σήμερα είναι η Ναμίμπια, η Τανζανία, το Καμερούν και το Τόγκο αποτελούσαν αποικίες της. Η Κεντροαφρικανική Δημοκρατία, που εκτείνεται σε μια διπλάσια έκταση από την Γερμανία, διαθέτει τεράστιες και βεβαιωμένες ποσότητες χρυσού, διαμαντιών, ουρανίου και ξυλείας.

Η κοινή γαλλο-γερμανική στρατιωτική επιχείρηση στην Αφρική που ως στόχο έχει τον έλεγχο των πρώτων υλών (κι όχι την αποτροπή των αιματηρών μαχών μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων) ενδεχομένως να εντάσσεται στην κοινή πολιτική ελέγχου των απαραίτητων για την ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία πρώτων υλών, όπως περιγράφεται σε ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με ημερομηνία 24 Ιουλίου 2013 (COM (2013) 542 final). Πρόκειται για ένα κείμενο θεμελιώδους σημασίας που περιγράφει τις προτεραιότητες σε ό,τι αφορά την δημιουργία του ευρωστρατού. Ξεχωριστή προσοχή δίνεται στην υλική βάση του υπό δημιουργία στρατού, δηλαδή την αμυντική βιομηχανία που το 2012 κατέγραψε τζίρο ύψους 96 δις. ευρώ (με το 50% ή 47 δις. ευρώ να αφορούν τον τομέα της αεροναυπηγικής) απασχολώντας άμεσα 400.000 εργαζόμενους και έμμεσα 960.000.

Πολεμική βιομηχανία αιχμή του δόρατος

Το εμπόδιο που έχει να ξεπεράσει η ΕΕ είναι ιδιαίτερα σύνθετο. Πρόκειται για δύο συμπληγάδες πέτρες. Η μια αφορά την δημοσιονομική κρίση στην Ευρώπη που έχει οδηγήσει τις αμυντικές δαπάνες στην ΕΕ να έχουν μειωθεί από 251 δις. ευρώ το 2001 στα 194 δις. το 2010. Ως αποτέλεσμα τα κονδύλια που κατευθύνονται στην Έρευνα και Ανάπτυξη μεταξύ 2005 και 2010 μειώθηκαν κατά 14% (στα 9 δις. ευρώ) όταν ο μεγαλύτερος ανταγωνιστής της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας, η αμερικάνικη, δαπανά 7 φορές περισσότερα απ’ όσο και τα 27 κράτη μέλη της ΕΕ. Στον αντίποδα των προβλέψεων για μείωση κατά 12% των αμυντικών δαπανών από την αρχή της κρίσης μέχρι το 2017, οι παγκόσμιες αμυντικές δαπάνες μέχρι το 2015 (από το 2011) αναμένεται να αυξηθούν κατά 6,8%. Ακόμη κι έτσι όμως αξίζει να αναφερθεί ότι οι αμυντικές δαπάνες των κρατών μελών της ΕΕ το 2011 ως άθροισμα υπερέβαιναν το άθροισμα των αμυντικών δαπανών της Κίνας, της Ρωσίας και της Ιαπωνίας, σύμφωνα με τα στοιχεία που δίνει κάθε χρόνο στην δημοσιότητα το ίδρυμα SIPRI. Να αναφερθεί επίσης ότι την μερίδα του λέοντος στις αμυντικές δαπάνες της ΕΕ (ακόμη και το 80% των προμηθειών) προέρχεται από 6 χώρες: Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία, Ισπανία, Σουηδία και Αγγλία.

Από την άλλη, το κόστος παραγωγής του πολεμικού εξοπλισμού αυξάνει ως αποτέλεσμα όχι μόνο της αυξανόμενης έντασης τεχνολογίας που περιέχεται σε κάθε αμυντικό προϊόν αλλά επίσης και λόγω της μείωσης του όγκου παραγωγής εξ αιτίας της αναδιοργάνωσης και της συρρίκνωσης των ένοπλων δυνάμεων που συνεχίζεται αμείωτη από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Έχει υπολογιστεί για παράδειγμα ότι κάθε 7,25 χρόνια διπλασιάζεται το κόστος των εξοπλισμών. Κι αυτό συμβαίνει ενώ οι δαπάνες προσωπικού μειώνονται σταθερά. Μεταξύ 2006 και 2010 μειώθηκαν κατά 17,5% ως αποτέλεσμα της μείωσης του συνολικού προσωπικού από 2,4 εκ. άτομα το 2006 σε 2 εκ. το 2010, εκ των οποίων τα 1,6 εκ. είναι στρατιωτικό προσωπικό (όταν οι ΗΠΑ έχουν 500.000 λιγότερους, δηλαδή 1,1 εκ.).

Η λύση που έχει προκρίνει η ΕΕ για να βγει αλώβητη από αυτές τις συμπληγάδες πέτρες είναι η υπέρβαση του εθνικού κατακερματισμού που συνεχίζει ακόμη να δίνει τον τόνο στην εν λόγω αγορά, όπως μαρτυρά το γεγονός ότι άνω του 80% των επενδύσεων σε αμυντικό εξοπλισμό δαπανάται εθνικά, προκαλώντας, πάντα με όρους αγοράς, αχρείαστες επικαλύψεις. Ο κατακερματισμός της αγοράς υπογραμμίζεται επίσης αν δούμε πως μεταξύ 2008-2010 μόνο το 3,3% των προκηρύξεων δημοσιεύονταν σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, ενώ η αξία των διασυνοριακών συμβολαίων ανερχόταν σε 4,5 δις. ευρώ ή 1,7% των συνολικών εξοπλιστικών δαπανών. Το ζητούμενο δηλαδή για τις Βρυξέλλες είναι η δημιουργία μιας ενιαίας αγοράς που θα δώσει ώθηση στις οικονομίες κλίμακας και τον ανταγωνισμό. Το σχέδιο της συνδέεται με την δημιουργία διεθνών πρωταθλητών. Πρότυπο είναι οι ΗΠΑ όπου η μέση αμυντική βιομηχανία είναι 1,5 φορά μεγαλύτερη από την μέση ευρωπαϊκή. Σε αυτή την κατεύθυνση η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεσμεύεται να προωθήσει τα υβριδικά στάνταρντ που θα κάνουν την στρατιωτική τεχνολογία περισσότερο επωφελή και για την υπόλοιπη βιομηχανία (ηλεκτρονική, αεροπλοΐα, εξερεύνηση των θαλασσών, κ.α.), να δημιουργήσει ένα κοινό σύστημα πιστοποίησης ώστε το πολεμικό υλικό να μπορεί να χρησιμοποιείται κατά ενιαίο τρόπο σε όλες τις χώρες, να καταγράψει κάθε μορφής κρατική βοήθεια ώστε να την καταργήσει ή να την αξιοποιήσει κατά το δοκούν, ακόμη και να υπάρξει μια πιο συγκεντρωτική διαχείριση της γης που κατέχουν οι ένοπλες δυνάμεις, δεδομένου ότι είναι ο μεγαλύτερος κάτοχος γης στην Ευρώπη που αντιστοιχεί στο 1% των εδαφών της και σε 200 εκ. τετ. μ. κτιρίων, ώστε με σχεδιασμένο τρόπο να μειωθούν οι ενεργειακές ανάγκες και μέρος αυτών να καλυφθεί από πηγές χαμηλών εκπομπών.

Ανεργία και οικονομική κατοχή

Ο σχεδιασμός της ΕΕ μπορεί να οδηγεί σε μια αμυντική βιομηχανία διεθνώς υπολογίσιμη και ανταγωνιστική, είναι εμφανές όμως ότι αυτή η διαδικασία συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου περνάει πάνω από την διάλυση και την καταστροφή πολλών μικρομεσαίων επιχειρήσεων που διαθέτει η ΕΕ κι η Ελλάδα, εξασφαλίζοντας εδώ και δεκαετίες την επάρκεια της σε αμυντικό υλικό. Η αναζήτηση οικονομιών κλίμακας στην ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία σημαίνει, με άλλα λόγια, την αποβιομηχάνιση της Ελλάδας. Αναφέρει για παράδειγμα άλλο έγγραφο εργασίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής: «Υπάρχουν πέντε βασικά ευρωπαϊκά ναυπηγεία (BAE Systemsστην Αγγλία, DCNS στην Γαλλία, TKMS στην Γερμανία, Φινκαντιέρι στην Ιταλία και Ναβάντια στην Ισπανία) με πολλούς άλλους μικρότερους παραγωγούς και υποστηρικτικές υπηρεσίες σε όλη την ΕΕ. Μια σύγκριση με τις ΗΠΑ υπογραμμίζει ωστόσο πως ο τομέας στην Ευρώπη χαρακτηρίζεται από υπερβάλλουσα παραγωγική δυναμικότητα λειτουργώντας σε σχετικά μικρή κλίμακα. Η ΕΕ έχει 12 μεγάλες ναυπηγικές εταιρείες έναντι 2 στις ΗΠΑ, και οι αμερικάνικες εταιρείες είναι 3,4 φορές μεγαλύτερες απ’ ότι οι ευρωπαϊκές». Σε αυτό το σχέδιο της ΕΕ, όπου το μέγεθος …μετράει,  είναι εμφανές ότι δεν χωρούν ούτε τα ναυπηγεία Σκαραμαγκά, ούτε της Ελευσίνας. Καταλαβαίνουμε μάλιστα καλύτερα ποιοί παράγοντες και προς όφελος τίνος τα οδήγησαν στο κλείσιμο, στέλνοντας τόσους χιλιάδες ειδικευμένους εργάτες στην ανεργία…

Υπάρχει όμως και κάτι άλλο, εξ ίσου σημαντικό: Το σχέδιο του ευρωστρατού, που θα είναι η Μπούντεσβερ με καμουφλάζ, και θα αποτελείται από έναν μικρό κι ευέλικτο στρατό που ως αποστολή του θα έχει να εξασφαλίζει πρώτες ύλες στην ευρωπαϊκή βιομηχανία υποστηριζόμενο από μια αμυντική βιομηχανία που θα είναι προσανατολισμένη στις εξαγωγές δεν έχει καμία σχέση με τις αμυντικές ανάγκες της Ελλάδας. Ο κίνδυνος δηλαδή εδώ είναι πως όσο θα προχωράει η αμυντική ενοποίηση στην ΕΕ, με αποτέλεσμα το Τέταρτο Ράιχ να καταφέρνει να βάζει όλη την υπόλοιπη Ευρώπη να χρηματοδοτεί τα νεοαποικιακά του σχέδια, αμυντικοί σχεδιασμοί που βρίθουν ιδιαιτεροτήτων όπως για παράδειγμα της Ελλάδας και της Κύπρου να καταρρέουν και οι χώρες να γίνονται πιο ευάλωτες σε απειλές. Και τότε να αναδεικνύεται σε μονόδρομο η παράδοση της κυριαρχίας στην Μπούντεσβερ και η μετατροπή της χώρας σε προτεκτοράτο. Άλλωστε και με την Frontex κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει;

Εν κατακλείδι ο επανεξοπλισμός της Γερμανίας αυξάνει την γεωπολιτική αστάθεια, λειτουργώντας σαν λάδι στη φωτιά, ενώ ως απαραίτητο συμπλήρωμά του έχει την στρατιωτική αποδυνάμωση μικρότερων χωρών όπως η Ελλάδα. Η επανεμφάνιση των παλιών φαντασμάτων δημιουργεί μεγαλύτερες ανισορροπίες, περισσότερους κίνδυνους…

Αρέσει σε %d bloggers: