Αλλαγή σελίδας για το θεματοφύλακα του ευρώ

Η αποχώρηση του Μάριο Ντράγκι από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και η παράδοση της σκυτάλης στην πρώην γενική διευθύντρια του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ σηματοδοτεί και το τέλος μιας εποχής, που μόνο ανέφελη δεν ήταν. Από τη θητεία του ιταλού τραπεζίτη στη Φρανκφούρτη αν κάτι θα μείνει είναι η ρήση του τον Ιούλιο του 2012, από το Λονδίνο, πώς «θα κάνει ότι απαιτείται» για να σώσει το ευρώ. Το ‘πε και το ‘κανε… Με ένα γενναιόδωρο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων (Outright Monetary Transactions) που οδήγησε τον ισολογισμό της ΕΚΤ να εξελιχθεί στην μακροβιότερη φούσκα της Ευρώπης (από 807 δισ. ευρώ το 1999 σε 4,7 τρισ. το 2018) το ευρώ σώθηκε.

ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΒΑΤΙΚΙΩΤΗΣ

Η διάσωση του κοινού νομίσματος δεν επιτεύχθηκε ωστόσο χωρίς απώλειες. Η «κρίση του ευρώ» έφερε στην επιφάνεια τις τεράστιες δομικές αδυναμίες και αντιφάσεις που διαπερνούσαν τη λειτουργία του κοινού νομίσματος, κάνοντας το κατασκευαστικά αδύναμο, χώρια του γεγονότος ότι ήταν ταυτόσημο της λιτότητας, αποκλείοντας εγγενώς την άσκηση μιας πολιτική αναδιανομής. Σημαντικότερη όλων ήταν η ασυμμετρία των εθνικών οικονομιών που το είχαν υιοθετήσει ως εθνικό τους νόμισμα. Η δομική δε κρίση των προηγούμενων χρόνων βάθυνε αυτές τις ασυμμετρίες, με αποτέλεσμα το ευρώ να χάσει την έλξη που ασκούσε σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες κι ένα ρεύμα υιοθέτησής του να ανακοπεί βίαια.

Δοθέντων των παραπάνω, που ομολογούνται τόσο από προοδευτικούς όσο και από συντηρητικούς οικονομολόγους, όλοι θα περίμεναν ότι η αναθεώρηση της νομισματικής πολιτικής από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα επιχειρούσε να καταπιαστεί με ανάλογης εμβέλειας ζητήματα. Πολύ περισσότερο επειδή είναι η πρώτη επανεκτίμηση που γίνεται από το 2002 όταν ως ύψιστος στόχος τέθηκε η διατήρηση του πληθωρισμού σε επίπεδα χαμηλότερα μεν, αλλά πλησίον του 2%. Η αντι-πληθωριστική εμμονή έλκει την καταγωγή της από τη νεοφιλελεύθερη ιδεολογική αντεπανάσταση της δεκαετίας του ’80. Η ανάδειξη του πληθωρισμού σε απόλυτο κακό με το οποίο όφειλε να αναμετρηθεί κάθε οικονομική πολιτική σε εθνικό και υπερεθνικό επίπεδο εξυπηρέτησε δύο στόχους, που αλληλο-συμπληρώνονται. Αρχικά την μείωση μισθών και ημερομισθίων, μέσω του ορισμού οροφής στις ετήσιες αυξήσεις, υπό την επίκληση του στόχου της διατήρησης της σταθερότητας των τιμών. Επιπλέον, η εξαφάνιση του πληθωρισμού εξυπηρετούσε τα μέγιστα τη νεοαναδυόμενη ολιγαρχία του χρήματος, μιας και ο πληθωρισμός υπέσκαπτε τη πραγματική αξία των καταθέσεων και επενδύσεων χαρτοφυλακίου. Αυτές είναι οι πραγματικές αιτίες πίσω από την αντιπληθωριστική σταυροφορία της οικονομικής ορθοδοξίας, κι όχι φυσικά οι κακές μνήμες των Γερμανών από τον υπερπληθωρισμό του μεσοπολέμου κι άλλα τέτοια που γράφονται για να συγκαλύψουν το κοινωνικό περιεχόμενο της ακολουθούμενης νομισματικής πολιτικής.

Η αντι-πληθωριστική επιμονή επομένως, που δεν είναι ίδιον κάθε κεντρικής τράπεζας όπως δείχνει το παράδειγμα της αμερικανικής κεντρικής τράπεζας όσο κι αν οι κεντρικές τράπεζες έχουν αναδειχθεί σε προπύργια του υπαρκτού νεοφιλελευθερισμού μέσω της ανεξαρτησίας τους, δεν αποτελεί θέμα προς διαπραγμάτευση. Τουλάχιστον για όσον καιρό η συγκράτησή του δεν ήταν δεδομένη και κρινόταν στις διαπραγματεύσεις για μισθολογικές αυξήσεις. Πλέον όμως αυτή η εποχή έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Στην εποχή των αρνητικών επιτοκίων και της ήττας του εργατικού κινήματος, όταν η ανησυχία δεν προέρχεται από την υπερθέρμανση αλλά από το πάγωμα της οικονομίας, ελλείψει επενδύσεων, και από τους θανάτους από απόγνωση (λόγω αλκοόλ, ναρκωτικών και αυτοκτονιών) που έχουν τετραπλασιαστεί από τα επίπεδα του 1999, όπως έδειξε ο νομπελίστας οικονομολόγος Angus Deaton και η Anna Case κι όχι από τις μεγάλες αυξήσεις των μισθών, το κυνήγι του πληθωρισμού μοιάζει απαρχαιωμένο κι εκτός εποχής. Επιπρόσθετα, ο κίνδυνος ιαπωνοποίησης της οικονομίας, της παγίδευσής της δηλαδή σε ένα αποπληθωριστικό σπιράλ διαρκείας, κρύβει τον κίνδυνο το χθεσινό αντικείμενο του φόβου να μετατραπεί σε αντικείμενο του πόθου.  Γι’ αυτούς και μόνο τους λόγους, με σημαντικότερο ότι έχουν εκλείψει οι αιτίες που προκαλούσαν την ανεξέλεγκτη άνοδο του πληθωρισμού, τίθεται στο τραπέζι των συζητήσεων μια πιθανή αναθεώρηση του στόχου συγκράτησης του πληθωρισμού.

Κατά τ’ άλλα, η αναθεώρηση της νομισματικής πολιτικής συζητιέται να συμπεριλάβει την εργαλειοθήκη, τις τεχνικές μέτρησης της εξέλιξης των τιμών και τα μέσα επικοινωνίας της ΕΚΤ με την κοινωνία. Ξεχωριστή συζήτηση διεξάγεται για τους κινδύνους που περιλαμβάνει η ανάδειξη εκ μέρους της ΕΚΤ του στόχου ενίσχυσης της πράσινης οικονομίας για να επιταχυνθεί η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Από την μια μεριά είναι η δέσμευση της ΕΚΤ στην εποπτεία του τραπεζικού συστήματος και των αγορών. Από την άλλη είναι η ατζέντα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με την εμβληματική Πράσινη Συμφωνία, που έχει σχεδόν μονοσήμαντα προσανατολιστεί στην κατεύθυνση επίσπευσης της μεταλιγνιτικής εποχής, προκαλώντας συχνά τεράστιο κοινωνικό κόστος. Αυτή η στροφή εγκυμονεί το υπαρκτό ενδεχόμενο δημιουργίας μια νέας φούσκας στην πράσινη οικονομία, που θα θέσει σε κίνδυνο χρηματιστήρια και τράπεζες, όπως έχει συμβεί πολλές φορές στο πρόσφατο παρελθόν με κλάδους που βρίσκονται στην αιχμή της τεχνολογικής πρωτοπορίας και λειτουργούν σαν μαγνήτης για επενδυτές και κερδοσκόπους… Οι δύο αυτοί στόχοι επομένως δεν αποκλείεται να αποδειχθούν αμοιβαία αλληλοαποκλειόμενοι.

Πηγή : Νέα Σελίδα

Συζητώντας για την επόμενη μέρα της νέας ύφεσης

Κάθε μέρα που περνάει πυκνώνουν τα σημάδια της επερχόμενης ύφεσης. Δεν μιλάμε μάλιστα πλέον για ενδείξεις. Ας κρατήσουμε τι είναι μέχρι τώρα γνωστό μένοντας μόνο στα πολύ πρόσφατα.

ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΒΑΤΙΚΙΩΤΗΣ

Στη Γερμανία η βιομηχανική παραγωγή τον Ιούλιο μειώθηκε κατά 0,6% σε σχέση με τον Ιούνιο και 4,2% σε σχέση με ένα χρόνο πριν. Το Ινστιτούτο IFO μείωσε τις προσδοκίες για τους φετινούς ρυθμούς μεγέθυνσης στο 0,5%. Η επισήμανση δε, του επικεφαλής προβλέψεων του έστειλε σήματα κινδύνου σε όλη την γηραιά ήπειρο: «η γερμανική οικονομία κινδυνεύει να πέσει σε ύφεση. Σαν πετρελαιοκηλίδα η αδυναμία της βιομηχανίας εξαπλώνεται σε άλλους τομείς της οικονομίας, όπως logistics, παροχή υπηρεσιών, κ.λπ.

Προς επίρρωση, τα κέρδη των εισηγμένων στον πανευρωπαϊκό δείκτη Stoxx 600 αναμένεται να μειωθούν κατά 1,9%. Κι αν οι δυσοίωνες προβλέψεις επιβεβαιωθούν θα πρόκειται για το τρίτο τρίμηνο στη σειρά συρρίκνωσης των εταιρικών κερδών.

Ο ΟΟΣΑ προειδοποιεί τις μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου που παρακολουθεί επισταμένα ότι αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο να πέσουν σε μια παγίδα χαμηλής μεγέθυνσης, με ευθύνη της παγκόσμιας βιομηχανίας που συρρικνώνεται με πρωτοφανείς ρυθμούς για την τελευταία εξαετία. Γι’ αυτό το λόγο αναθεωρεί επί τα χείρω τις προβλέψεις του.

Έρευνα της UBS σε 360 οικογένειες υπερπλουσίων με μέσο πλούτο αξίας 1,2 δισ. δολ.  έδειξε ότι το 55% προβλέπει ύφεση το 2020. Επίσης, το 45% ήδη προσαρμόζει το επενδυτικό του χαρτοφυλάκιο στρεφόμενο σε ομόλογα και ακίνητη περιουσία, το 42% αυξάνει τα ρευστά διαθέσιμά του, ενώ το 20% μειώνει την δανειακή του έκθεση.

Με βάση δημοσίευμα των Financial Times, άλλη έρευνα της Absolute Strategy Research, έδειξε ότι άνω του 50% από ένα δείγμα 200 επενδυτικών οργανισμών που από κοινού διαχειρίζονται περιουσιακά στοιχεία αξίας άνω των 4,1 τρισ. δολ. εκτιμούν ότι το 2020 θα είναι χρονιά ύφεσης.

Κι αν όλα τα παραπάνω δεν αρκούν για να …φορέσουμε ζώνες ασφαλείας και κράνη ας ρίξουμε μια ματιά στις κεντρικές τράπεζες: Η μεν Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στην τελευταία της συνεδρίαση, μαζί με την παράδοση της σκυτάλης στην Κριστίν Λαγκάρντ (ας ελπίσουμε για άλλο λόγο από το να μεταφέρει στην ευρωζώνη την τεχνογνωσία του ΔΝΤ στη διαχείριση οικονομικών κρίσεων, αποφάσισε ένα νέο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων αξίας 20 δισ. ευρώ μηνιαίως, αρχής γενομένης από Νοέμβριο. Οι αποφάσεις της αμερικανικής κεντρικής τράπεζας δημιουργούν μεγαλύτερη ανησυχία, καθώς μεταξύ άλλων, αποφάσισε να παρεμβαίνει καθημερινά στην αγορά ρίχνοντας μάλιστα 200 δισ. δολ. στην αγορά σε λίγα 24ωρα. Η καθησυχαστική της παρέμβαση αποσκοπούσε στην εκτόνωση των ανησυχιών που έχουν οδηγήσει τα επιτόκια ημέρας (overnight) στο 10%. Πρόκειται για ένα ξεκάθαρο δείκτη έλλειψης εμπιστοσύνης. Το φαινόμενο είχε παρατηρηθεί και στις παραμονές της μεγάλης ύφεσης του 2008, όταν η μια τράπεζα αρνούνταν να δανείσει την άλλη. Εμάς μας πήρε κάτι μήνες να μάθουμε για τα στεγαστικά δάνεια χαμηλής εξασφάλισης και υψηλής τοξικότητας που είχαν πλημμυρίσει τα χαρτοφυλάκια τους…

Εδώ όμως παρατηρείται κάτι πρωτοφανές. Είναι η μοναδική φορά τις τελευταίες δεκαετίες που τα μέτρα και η κατεύθυνση των παρεμβάσεων των κεντρικών πιστωτικών ιδρυμάτων δεν δημιουργούν εφησυχασμό ή και αυταπάτες για ένα αίσιο τέλος, αλλά ανησυχία! Ο λόγος είναι ότι άπαντες συνειδητοποιούν ότι ο …βασιλιάς είναι γυμνός. Το ένα τρίτο των κρατικών ομολόγων ανεπτυγμένων αγορών που προσφέρονται και του συνόλου των ομολόγων που βρίσκονται σε κατηγορία προτεινόμενης επένδυσης έχουν αρνητικές αποδόσεις. Κοινώς, δυνατότητα μείωσης επιτοκίων που θα έδινε ώθηση σε επενδύσεις και θα έστρεφε κεφάλαια από ομόλογα σε μετοχές δεν υφίσταται. Επιπλέον, δεν είναι μόνο ο βασιλιάς γυμνός αλλά και στο συμβούλιο του στέμματος ο ένας δεν μιλάει στον άλλο. Με ΗΠΑ εναντίον Κίνας και ΕΕ, ΕΕ εναντίον Αγγλίας και με την πυριτιδαποθήκη της Μέσης Ανατολής να περιμένει μια σπίθα για να πυροδοτήσει τον Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο ακόμη και μια σύνοδος των 20 πλουσιότερων κρατών να συνέλθει υπό συνθήκες έκτακτης ανάγκης για να λάβει επείγοντα μέτρα, όπως συνέβη τον Απρίλιο του 2008, οι ηγέτες δεν πρόκειται να συμφωνήσουν μεταξύ τους ούτε για το που θα σταθούν στην αναμνηστική φωτογραφία.

Η όξυνση των διεθνών ανταγωνισμών μόνο τυχαία δεν είναι. Η κάμψη της κατ’ εξοχήν εξαγωγικής γερμανικής βιομηχανίας που βρίσκεται πίσω από την εμφάνιση της διαφαινόμενης ύφεσης στην Ευρώπη προήλθε από την όρθωση εμποδίων στο ελεύθερο εμπόριο. Το τέλος της παγκοσμιοποίησης που γνωρίσαμε τις δύο προηγούμενες δεκαετίες από την εποχή του Κλίντον μέχρι τον Ομπάμα, αποτέλεσε τη σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι και μας οδηγεί στην επόμενη κρίση.

Η αποσόβησή της ή ο μετριασμός των επιπτώσεών της ήδη απασχολεί τα οικονομικά επιτελεία. Από την αυξανόμενη βιβλιογραφία ξεχωρίζει η πρόταση της Balckrock, που διαχειρίζεται κεφάλαια ύψους 6 τρισ. δολ.! Η πρόταση της, που μας θύμισε τη διάσωση της αμερικανικής αυτοκινητοβιομηχανίας από την κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ το 2008, μπορεί να συμπυκνωθεί στη φράση «άμεση παρέμβαση». Με τα δικά τους λόγια, όπως παρατίθενται σε έκθεση που δόθηκε στη δημοσιότητα τον Αύγουστο, η άμεση παρέμβαση σημαίνει «οι κεντρικές τράπεζες να βρουν τρόπους να παραδώσουν το χρήμα της κεντρικής τράπεζας απ’ ευθείας στα χέρια των δαπανώντων δημόσιου και ιδιωτικού τομέα… Μια ακραία μορφή θα ήταν ένας απ’ ευθείας και διαρκής μηχανισμός χρηματοδότησης της δημοσιονομικής επέκτασης ή όπως λέγεται λεφτά από το ελικόπτερο».

Όσο για το ποιος θα πληρώσει τους νέους πακτωλούς χρημάτων είναι παραπάνω από σίγουρο ότι θα είναι οι ίδιοι που έσωσαν τον καπιταλισμό κι από την προηγούμενη κρίση…

Πηγή: Νέα Σελίδα

Η ώρα της κρίσης για το ευρώ (Επίκαιρα, 2-8/12/2010)

Την πρώτη φορά που τέθηκε δημόσια θέμα για την τύχη του ευρώ και συγκεκριμένα για την διάσπαση των 16 χωρών της ευρωζώνης σε δύο ομάδες, μία των βορείων που θα χρησιμοποιεί το neuro και μία των νοτίων που θα χρησιμοποιεί το sudo, η όλη προβληματική παρέπεμπε σε άσκηση επί χάρτου. Όχι γιατί δεν προϋπήρχαν οι αποκλίνουσες δυναμικές, αλλά γιατί ακόμη και τότε (στις 22 Μαρτίου, οπότε και δημοσιεύθηκε με μια ασυνήθιστη καθαρότητα η επίμαχη άποψη στους Financial Times) τα προβλήματα φαινόντουσαν επιλύσιμα και δεν είχαν προσλάβει ακόμη εκρηκτικές διαστάσεις. Επίσης, δεν φαινόταν να υπάρχουν αντίστοιχες προθέσεις από τη μεριά αυτών που κρατούν τα κλειδιά της ευρωζώνης… Έκτοτε μεσολάβησε η ταπεινωτική προσφυγή της Ελλάδας στον μηχανισμό ΔΝΤ – ΕΕ, η σχεδόν βίαιη… προσαγωγή της Ιρλανδίας στον ίδιο μηχανισμό (πως αλλιώς θα διασφαλίζονταν οι γερμανικές τράπεζες που έχουν δανείσει 139 δισ. δολ. στην Ιρλανδία;) οι κλιμακούμενες πιέσεις στην Πορτογαλία και η δημόσια ανησυχία μήπως η Ισπανία, που πρέπει το 2011 να αναχρηματοδοτήσει ομόλογα που λήγουν αξίας 192 δισ. ευρώ(!), είναι το επόμενο θύμα. Πρόκειται για προβληματισμούς που εκ πείρας πια μπορούμε να πούμε ότι δεν διατυπώνονται καθόλου αθώα. Αντίθετα, θυμίζουν αυτοεκπληρούμενη προφητεία καθώς ανοίγουν τις ορέξεις των κερδοσκόπων και δυσχεραίνουν ασφυκτικά την προσπάθεια των κρατών να εξυπηρετήσουν τις δανειακές τους ανάγκες.

Ρόλο καταλύτη στην διαδικασία δημιουργίας ντε φάκτο μιας δεύτερης ταχύτητας στο εσωτερικό της ευρωζώνης έπαιξε το σχέδιο «ελεγχόμενης χρεοκοπίας» που με πρόσχημα την δημιουργία ενός μόνιμου μηχανισμού επίλυσης δημοσιονομικών κρίσεων έστρωσε το χαλί στους σορτάκηδες και κάθε είδους κερδοσκόπους. Έκανε δε ακόμη πιο επισφαλή τη θέση των συνήθων υπόπτων. Γιατί, ας μην κοροϊδευόμαστε όσο κι αν ήταν το βάθος των δημοσιονομικών προβλημάτων της Ελλάδας ή της Ιρλανδίας ή δομικές οι ανισορροπίες, η εξέλιξη της κρίσης και η λύση που δόθηκε παραμένει αναντίστοιχη του προβλήματος, δηλαδή εξαιρετικά βίαιη.

Το τέλος της ευρωζώνης

Εκ των πραγμάτων λοιπόν συνάγεται ότι η τακτική των ηγεμονικών δυνάμεων στο εσωτερικό της ευρωζώνης οδηγεί στον κατακερματισμό της, που ακόμη όμως είναι άγνωστο τι μορφή θα λάβει: δύο χωριστών ευρώ (που κανείς όμως δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι το «κακό» δεν θα εκτοπίσει το «καλό», κατ’ εφαρμογή του γνωστού νόμου του Gresham από τη νομισματική θεωρία) ή, απλούστερα, της εκδίωξης των υπερχρεωμένων περιφερειακών χωρών από την ευρωζώνη. Τακτική που ενδέχεται να επιβληθεί και με πιο κομψούς τρόπους, όπως για παράδειγμα η αποβολή από την ευρωζώνη για τρία, τέσσερα ή περισσότερα χρόνια, μέχρι να αποδειχθεί ότι… ουδέν μονιμότερο του προσωρινού. Η εκδίωξη των κλυδωνιζόμενων κρατών της περιφέρειας (Ελλάδα, Ιρλανδία, Πορτογαλία, Ισπανία και Ιταλία) στις οποίες ενδέχεται να προστεθεί και το Βέλγιο θα σηματοδοτήσει την δημιουργία μιας νέας ευρωζώνης, που θα αποτελείται από την Γερμανία, την Αυστρία, την Ολλανδία και πολύ πιθανά τη Γαλλία, όπως δείχνουν οι πολιτικές κωλοτούμπες του Παρισιού το τελευταίο διάστημα.

Η προκλητική συμπεριφορά της Γερμανίας όλο αυτό το διάστημα έχει συμβάλλει σε μια εντυπωσιακή μεταστροφή των απόψεων της κοινής γνώμης για το ευρώ, ακόμη και στην Ελλάδα όπου ανέκαθεν η συμμετοχή στην ΕΕ έβρισκε μεγάλη αποδοχή. Χαρακτηριστική είναι δημοσκόπηση της εταιρείας Public Issue που διενεργήθηκε για τον Σκάι στην οποία το 46% των ερωτηθέντων δηλώνει πως το ευρώ και η ΟΝΕ έχουν μεγάλη ευθύνη για το χρέος της Ελλάδας, όταν μόνο το 33% πιστεύει ότι η ευθύνη τους είναι μικρή. Ένα σημαντικό ποσοστό επίσης, της τάξης του 22%, ζητάει την επιστροφή στη δραχμή!

Ανατιμήσεις και πληθωρισμός

Για τους υπέρμαχους του ενιαίου νομίσματος, από την άλλη μεριά, η συμμετοχή της Ελλάδας στην ευρωζώνη εγγυάται την σταθερότητα των τιμών. Αυτό για παράδειγμα απάντησε την προηγούμενη Πέμπτη ο πρώην υπουργός Οικονομικών και καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Νίκος Χριστοδουλάκης, όταν ρωτήθηκε, στο πλαίσιο διάλεξής του στο 11ο συνέδριο της Εταιρείας Οικονομολόγων Θεσσαλονίκης. «Αν είσαι μισθωτός και σε ενδιαφέρει η σταθερότητα των τιμών, είσαι με το ευρώ», ήταν η απάντησή του. «Αν είσαι εφοπλιστής μπορείς να μην το υποστηρίζεις», συνέχισε. 

Η πραγματικότητα είναι τελείως διαφορετική. Αρκεί να θυμηθούμε το κύμα ανατιμήσεων που συνόδευσε την εισαγωγή του στην ελληνική αγορά πριν δέκα χρόνια, όταν η απάθεια της κυβέρνησης δημιούργησε τους όρους ώστε όλα τα προϊόντα και πολύ περισσότερο οι υπηρεσίες που μέχρι τότε στοίχιζαν 200 ή 300 δραχμές μέσα σε λίγες μέρες να «μεταφραστούν» σε 1 ευρώ. Το επιχείρημα του πρώην υπουργού ανατρέπεται αν δούμε και το τρέχον κύμα ανατιμήσεων, που οδήγησε τον πληθωρισμό να ξεπεράσει το 5% το καλοκαίρι, λόγω των αυξήσεων στην έμμεση φορολογία που επέβαλλε η κυβέρνηση. Η σχετικότητα του παραπάνω επιχειρήματος υπογραμμίζεται αν δούμε επίσης το επίπεδο τιμών κι από μια άλλη οπτική γωνία, του επιπέδου των μισθών. Συγκεκριμένα, τι σημασία έχει να μένουν οι τιμές σταθερές (που ούτε αυτό συμβαίνει) αν οι μισθοί μειώνονται ακόμη και κατ’ απόλυτη αξία, όπως συμβαίνει σήμερα για παράδειγμα, στο πλαίσιο της εφαρμογής των οδηγιών ΔΝΤ – ΕΕ, με εκατοντάδες χιλιάδες δημόσιους υπάλληλους και συνταξιούχους που είδαν τους μισθούς τους να μειώνονται ή με εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα που στο εξής θα αμείβονται με λιγότερα χρήματα από την γενική συλλογική σύμβαση εργασίας, η οποία πλέον αποκτά διακοσμητικό ρόλο. Το αποτέλεσμα είναι το ίδιο: με τα χρήματά τους θα μπορούν να αγοράζουν όλο και λιγότερα είδη κατανάλωσης.

Καταστροφική ισοτιμία ένταξης

Το σημαντικότερο ωστόσο είναι ότι το ευρώ οδήγησε σε διάλυση τον παραγωγικό ιστό της Ελλάδας. Και αυτή η συνέπεια είναι σημαντικότερη από την μείωση των πραγματικών εισοδημάτων γιατί είναι πολύ δύσκολα αντιστρεπτή. Στην πραγματικότητα είναι μη ανατάξιμη. Δεν συνέβη μάλιστα καθόλου τυχαία. Η κατάργηση χιλιάδων θέσεων εργασίας στην ελληνική μεταποίηση και το κλείσιμο λόγω ανταγωνισμού υποδειγματικών, και όχι μόνο απαρχαιωμένων μονάδων, ξεκίνησε την δεκαετία του ’80. Επιταχύνθηκε δε την δεκαετία του ’90 με την έλευση του ευρώ, όταν η Γερμανία μπορούσε να εξάγει αξιοποιώντας στο έπακρο τα πλεονεκτήματά της. Οι όροι τέθηκαν στις αρχές του 1998 όταν συζητιόταν η ένταξη της δραχμής στον Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών, που αποτελούσε τον προθάλαμο της ΟΝΕ. Η όχι απλώς άνευ όρων, αλλά ενθουσιώδη αποδοχή από την κυβέρνηση Σημίτη της γερμανικής πρότασης για κλείδωμα της ισοτιμίας ένταξης στο ευρώ στο μη ρεαλιστικό επίπεδο των 340,75 δραχμών (πολύ πιο ανατιμημένο από το αρχικό σχέδιο των 357 και το μετέπειτα των 353,109 δραχμών) αποδείχθηκε καταστροφική γιατί βαθμιαία όλες οι εισαγωγές από την ευρωζώνη έγιναν φθηνότερες, ενώ οι εξαγωγές ακριβότερες.

Η ελληνική οικονομία όμως όπως ανέβηκε δεμένη πισθάγκωνα να αναμετρηθεί στο ρινγκ του ευρωπαϊκού ανταγωνισμού, με τον ίδιο τρόπο αναμετρήθηκε όλα αυτά τα χρόνια και στο επίπεδο του διεθνούς ανταγωνισμού. Η συνέχεια δηλαδή αποδείχθηκε εξ ίσου οδυνηρή, καθώς η ισοτιμία του ευρώ έναντι του δολαρίου αποδείχθηκε για μια ακόμη φορά επιζήμια για τα συμφέροντα της ελληνικής οικονομίας. Οι παρεμβάσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας  στην ισοτιμία του ευρώ έναντι του δολαρίου όλα αυτά τα χρόνια (που κυμάνθηκε από 0,838 δολάρια στις 24 Νοέμβρη 2000 ως 1,594 στις 11 Ιούλη 2008) συνέτειναν στην ανατίμησή του. Ήταν μια επιλογή που ανέκαθεν προκαλούσε τριβές στο εσωτερικό της ευρωζώνης. Ιστορικές για παράδειγμα είναι οι φραστικές επιθέσεις του Νικολά Σαρκοζύ στις αποφάσεις της ΕΚΤ, σχετικά με τα επιτόκια για παράδειγμα, όταν ζητούσε λιγότερη αυστηρή και περιοριστική πολιτική και μια χαλαρότερη ισοτιμία έτσι ώστε να υποστηρίζεται η παραγωγή και να διευκολύνονται οι γαλλικές εξαγωγές. Ο γάλλος πρόεδρος μάλιστα έσπαγε με τον τρόπο του τον «κανόνα της σιωπής» των πολιτικών αρχηγών ως προς τις αποφάσεις της ΕΚΤ διεκδικώντας το αυτονόητο: οι πολιτικοί να έχουν λόγο για τη νομισματική πολιτική.

Καιάδας το «σκληρό ευρώ»

Δεν είναι δυνατόν άλλωστε η νομισματική πολιτική να βρίσκεται συνταγματικά μάλιστα, όπως προστάζει το καταστατικό της ΕΚΤ και η περίφημη «ανεξαρτησία» των κεντρικών τραπεζών, εκτός δημόσιας συζήτησης.

Καθόλου τυχαία σε αυτό το πλαίσιο, η «σκληρή» συναλλαγματική ισοτιμία του ευρώ έναντι του δολαρίου που με προνομιακό τρόπο εξυπηρετούσε τους γερμανούς τραπεζίτες. Γιατί ένα «ισχυρό» ευρώ αποτελεί δέλεαρ για τους ανά τον κόσμο κεντρικούς τραπεζίτες ώστε να αυξήσουν τα μερίδια του ευρώ στο σύνολο των αποθεμάτων τους «ξεφορτώνοντας» ανταγωνιστικά νομίσματα όπως το δολάριο. Για όσους τραπεζίτες ή διαχειριστές δε, το έχουν ήδη επιλέξει η ανατίμησή του συνιστά επιβράβευση των επιλογών τους, στο βαθμό που η αποτίμηση των αποθεματικών καταλήγει σε επαυξημένη αξία του χαρτοφυλακίου. Επιβλαβές ωστόσο αποδεικνύεται το «ισχυρό» ευρώ σε ό,τι αφορά την μεταποίηση, σε γενικές γραμμές. Δεν βλάπτει όμως όλους το ίδιο. Γιατί η Γερμανία κατάφερε να βγάλει την μεταποίησή της με κέρδη από το αυτό τον «μεγάλο μετασχηματισμό» μειώνοντας τους μισθούς ή περιορίζοντας την αύξησή τους. Μεταφέροντας έτσι το κόστος, ακόμη και με δυσανάλογους όρους, στους εργαζόμενους εξουδετέρωσε τα προβλήματα που δημιούργησε το ευρώ. Τα προβλήματα άλλωστε δεν ήταν και σοβαρά γιατί τα δύο τρίτα του γερμανικού εμπορίου διεξάγονται στην ευρωζώνη.

Με την Ελλάδα όμως δεν συνέβη το ίδιο. Γιατί πρώτο, το 15% του ΑΕΠ της Ελλάδας προέρχεται από τον τουρισμό κι ο τουρισμός ως γνωστό ευνοείται από «μαλακές» ισοτιμίες και καταδικάζεται από «σκληρές». Δεύτερο, το 56% των ελληνικών εξαγωγών κατευθύνονται εκτός της ευρωζώνης, δεν μένουν συνεπώς ανεπηρέαστες από την ισοτιμία του ευρώ. Κατά συνέπεια η ελληνική οικονομία δέχθηκε πλήγματα από την ισοτιμία του ευρώ.

Δημόσιος διάλογος

Στη βάση όλων των παραπάνω αξίζει να ξεκινήσει από μηδενική βάση ένας δημόσιος διάλογος για τη νομισματική πολιτική της Ελλάδας. Στο πλαίσιο αυτής της αντιπαράθεσης να συζητηθεί ποια ισοτιμία ευνοεί την δημιουργία θέσεων εργασίας, υποστηρίζει την παραγωγική ανασυγκρότηση και την παραγωγή κοινωνικά χρήσιμων αγαθών και υπηρεσιών και επίσης, το σημαντικότερο, ποια νομισματική πολιτική δεν έχει εγγεγραμμένη στα γονίδιά της την λιτότητα αλλά διευκολύνει την εφαρμογή αναδιανεμητικών πολιτικών που αποτελούν την χαίνουσα πληγή της οικονομίας των δύο τελευταίων δεκαετιών.

ΣΤΡΕΣ ΤΕΣΤ: Η αντοχή των τραπεζών, της υποκρισίας, των ιδιωτικοποιήσεων (Πριν, 25/7/2010)

 Κυβέρνηση γενικού ξεπουλήματος, με τα λιμάνια και τις μεταφορές να διαδέχονται τις τράπεζες 

Ακίνητος πρέπει να ήταν ο διάδρομος όση ώρα έτρεχαν πάνω του οι 91 ευρωπαϊκές τράπεζες υπό το βλέμμα των εποπτικών αρχών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για να ελεγχθούν οι αντοχές τους. Δεν εξηγείται διαφορετικά τέτοια επιτυχία. Διαψεύδοντας όλες σχεδόν τις προβλέψεις, μόνο επτά τελικά τράπεζες φάνηκαν να αντιμετωπίζουν πρόβλημα, εκ των οποίων οι πέντε προέρχονταν από την Ισπανία, μία από την Γερμανία και μία από την Ελλάδα, η Αγροτική. Η αξιοπιστία των «ασκήσεων προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων» όπως χαρακτηρίστηκαν από την Τράπεζα της Ελλάδας τα «στρες τεστ» στα οποία υποβλήθηκαν οι ευρωπαϊκές τράπεζες, αμφισβητήθηκε πριν καν δοθούν στη δημοσιότητα τα αποτελέσματά τους. Πολύ φυσιολογικά, στο βαθμό που επρόκειτο, όπως αποδείχθηκε, για μια άσκηση δημοσίων σχέσεων. Προς επίρρωση το γεγονός ότι οι υποθέσεις υπό τις οποίες ελέγχθηκαν παρέμειναν επτασφράγιστο μυστικό. Επίσης η απροθυμία των αρχών να συμπεριλάβουν στα κριτήρια πιθανό «κούρεμα» του ελληνικού δημόσιου χρέους. Την πιθανότητα να αναγκαστεί δηλαδή η κυβέρνηση να προβεί σε αναδιάρθρωση του χρέους, ενδεχόμενο που κάθε άλλο παρά μακρινό φαντάζει, προχωρώντας σε μια οριζόντια υποτίμηση των ομολόγων της τάξης του 20%, 30% ακόμη και 50%. Δεδομένου ότι πολλές γερμανικές και γαλλικές τράπεζες έχουν στα χαρτοφυλάκιά τους ασυνήθιστα υψηλές τοποθετήσεις σε ελληνικά ομόλογα αξίας πολλών δισ. ευρώ – λόγω των ελκυστικότατων αποδόσεών τους – ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα αποδείκνυε ότι οι περισσότερες τράπεζες στηρίζονται σε πήλινα πόδια και είναι αναξιόχρεες.

Και τέλος πάντων πριν συμβούν όλα τα παραπάνω η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα είχε απελευθερώσει το μυθικό ποσό των 750 δισ. ευρώ, με την απόφαση της 10ης Μαΐου που έκανε κουρελόχαρτο το Σύμφωνο Σταθερότητας, για να σώσει τις τράπεζες. Ειρήσθω εν παρόδω, μια απόφαση που λήφθηκε με τη σύμφωνη γνώμη της Γερμανίας η οποία επανέφερε ξανά την προηγούμενη εβδομάδα τις προτάσεις τιμωρίας εκείνων των χωρών που έχουν δημοσιονομικό έλλειμμα άνω του 3%, κι ειδικότερα την αναστολή του δικαιώματος ψήφου ακόμη και την πληρωμή προστίμου, μέσω του περιορισμού στην πρόσβαση σε κάποιου είδους επιδοτήσεις, όπως οι αγροτικές. Έτσι, οι αγρότες θα δουν να κόβονται τα κονδύλια των ενισχύσεων για να μπορούν να χρηματοδοτούνται οι τράπεζες! Γιατί, για να επιστρέψουμε στη γενναιόδωρη πλευρά της ΕΕ και των κρατών – μελών της, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι όπως ακριβώς το μνημόνιο της ντροπής που υπέγραψε η κυβέρνηση Παπανδρέου με την τρόικα κόπηκε και ράφτηκε στα μέτρα των τραπεζιτών, έτσι κι η απόφαση της 9ης και 10ης Μαΐου, ως άμεσα ωφελημένους είχε και πάλι τους ευρωπαίους τραπεζίτες.

Τα τεστ κοπώσεως επομένως των ευρωπαϊκών τραπεζών ήταν κατά βάση μια άσκηση υποκρισίας, που στόχευε να συγκαλύψει τα άμεσα και μακροχρόνια προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι ευρωπαϊκές τράπεζες και να ωραιοποιήσει την κατάσταση.

Το ίδιο συνέβη και στην Ελλάδα, με τις εγχώριες τράπεζες, σε εκθετικό μάλιστα βαθμό. Στην «άσκηση προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων» από την Ελλάδα συμμετείχαν έξι τράπεζες (Εθνική, Γιούρομπανκ, Άλφα, Πειραιώς, Αγροτική και Ταμιευτήριο) εκ των οποίων πρόβλημα βρέθηκε να αντιμετωπίζει μόνο η Αγροτική, που δεσμεύθηκε να προχωρήσει σε αύξηση μετοχικού κεφαλαίου. Αν όμως οι άλλες πέντε χαίρουν άκρας υγείας γιατί ξεκοκάλισαν μέχρι τελευταίου ευρώ τα 28 δισ. που τους παραχωρήθηκαν από τις κυβερνήσεις ΝΔ και ΠΑΣΟΚ; Κι αν η απάντηση είναι ότι ακόμη και χάρις αυτών των χρημάτων έκλεισε μια περίοδος αστάθειας, γιατί έχουν τεθεί στη διάθεσή τους άλλα 10 δισ. ευρώ από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας που προβλέπεται στο μνημόνιο, ως δίχτυ ασφαλείας; Γιατί τέλος η Τράπεζα Ελλάδας, λειτουργώντας σαν ο πατερούλης των τραπεζιτών, παραβιάζοντας δηλαδή τον εποπτικό τη ρόλο, έσπευσε με ανακοίνωσή της την Παρασκευή, σχολιάζοντας τα αποτελέσματα των στρες τεστ, να υπενθυμίσει ότι υπάρχουν «επιπρόσθετα 1,2 δισ. που είναι διαθέσιμα μέσω του μέτρου κεφαλαιακής ενίσχυσης του Ν. 3723/2008»! Γιατί επίσης ξεχνούν ότι όλες οι ελληνικές τράπεζες είναι αποκομμένες εδώ και καιρό από τον διεθνή δανεισμό;

Κάνοντας το άσπρο – μαύρο η ελληνική κυβέρνηση και η ηγεσία φυσικά της Ευρώπης («αντικατοπτρίζουν την αλήθεια τα στρες τεστ» έσπευσε να διαβεβαιώσει η Μέρκελ, κλείνοντας έτσι την συζήτηση) δείχνουν πόσο διαχρονική και πανευρωπαϊκή είναι η τάση δημιουργικής λογιστικής και «μαγειρέματος» των αριθμών. Με άλλα λόγια πόσο αξιοθρήνητα υποτελής στα όρια του γραικυλισμού, είναι η κυβέρνηση του Παπανδρέου που έσπευσε ακόμη και να αλλάξει όνομα στην Στατιστική Υπηρεσία, δείχνοντας ότι έτσι παίρνει διαζύγιο από την αναξιοπιστία του παρελθόντος. Μα τουλάχιστον η αναξιοπιστία του παρελθόντος είχε ως ευνοούμενο το κράτος, τον εκφραστή του συλλογικού συμφέροντος της αστικής τάξης, όχι δέκα χρεοκοπημένους κι αποδεδειγμένα επικίνδυνους για το δημόσιο όφελος τραπεζίτες…

Η υποκρισία δεν σταματά μόνο στον εξωραϊσμό της κατάστασης σε έναν κλάδο που έχει γεμίσει με επιχειρήσεις – ζόμπι οι οποίες επιζούν μόνο και μόνο χάρη στις επιδοτήσεις του κράτους και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Συνεχίζεται αν ρίξουμε και μια πιο προσεκτική ματιά στην κατάταξη των τραπεζών. Ειδικότερα, πέραν της αποτυχίας της Αγροτικής, ξεχωριστές επιδόσεις στην προσομοίωση, αναφερόμενοι στις ελληνικές, είχαν κι οι άλλες δύο τράπεζες που πρωταγωνίστησαν στα σενάρια εξαγορών. Το μεν Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο επειδή συγκέντρωσε την υψηλότερη πανευρωπαϊκή βαθμολογία κι η δε Πειραιώς επειδή ίσα – ίσα πέρασε τη βάση. Πρόκειται για αποτελέσματα που υπογραμμίζουν τον λεόντειο χαρακτήρα της συμφωνίας που επιδιώκει ο πρόεδρος της Τράπεζας Πειραιώς, Μιχάλης Σάλας, με την κατ’ αρχήν έγκριση του υπουργού Οικονομικών και του πρωθυπουργού καθώς η εξαγορά του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου θα κληθεί να λειτουργήσει σαν μια ακόμη ένεση ρευστότητας που θα αναζωογονήσει την Πειραιώς, απομακρύνοντάς την από την ζώνη της επικινδυνότητας.

Ευτυχώς βέβαια το σενάριο φαίνεται να ακυρώνεται κάτω από την κατακραυγή όχι μόνο των εργαζομένων και της κοινωνίας, αλλά και των ανταγωνιστικών συμφερόντων που είδαν ξαφνικά το κίνδυνο η Τράπεζα Πειραιώς να οικειοποιηθεί για αυστηρά δικό της λογαριασμό πόρους που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν εξυγιαντικά για όλο το κλυδωνιζόμενο ιδιωτικό τραπεζικό σύστημα κι έτσι να βελτιώνει τη θέση της στον ανταγωνισμό.

Η διαφαινόμενη αποτυχία του τραπεζικού ντιλ (χωρίς να είναι ακόμη οριστική) δεν έγινε ωστόσο μάθημα για την κυβέρνηση που προχθές, Παρασκευή, αποφάσισε να επιταχύνει διάφορα σχέδια ιδιωτικοποιήσεων. Ειδικότερα, η διυπουργική επιτροπή αποκρατικοποιήσεων, αποφάσισε να δώσει νέα ώθηση στα σχέδια ξεπουλήματος της κρατικής περιουσίας, που ανέρχεται σε 300 δισ. ευρώ. Να θυμίσουμε ότι τα πνευματικά δικαιώματα της συγκεκριμένης πρότασης ανήκουν στη… Συγγρού, εκεί που θα μεταφερθούν τα νέα γραφεία της Νέας Δημοκρατίας, σε μια προσπάθεια η νέα της ηγεσία να διαχωριστεί από το αντιδημοφιλές παρελθόν της Ρηγίλλης. Η Συγγρού λοιπόν διεκδικεί την πατρότητα της πρότασης, καθώς ο Αντώνης Σαμαράς είχε παρουσιάσει εν χορδαίς και οργάνοις αυτή την πρόταση – ξεπουλήματος της δημόσιας ακίνητης περιουσία – σε δημόσια εκδήλωση στο Ζάππειο, ως εναλλακτική λύση μάλιστα έναντι της προσφυγής στο ΔΝΤ. Σε αυτό το πλαίσιο περιφερειακές υποδομές, όπως λιμάνια και αεροδρόμια, θα δοθούν σε ιδιώτες, με την επίκληση από την κυβέρνηση της ανάγκης εκσυγχρονισμού τους και νέων επενδύσεων. Το ζητούμενο στην πραγματικότητα θα είναι η δημιουργία νέων πεδίων δραστηριοποίησης για το ιδιωτικό κεφάλαιο, το οποίο εθισμένο στις επενδύσεις μηδενικού ρίσκου θα καρπωθεί τη δημόσια περιουσία για να διευρύνει εκ του ασφαλούς τα ιδιωτικά κέρδη.

Το δεύτερο μέτρο που αποφασίστηκε αφορά την κατάθεση νομοσχεδίου για το «άνοιγμα» των οδικών εμπορικών μεταφορών. Πρόκειται για μια πολιτική που εντάσσεται στο πλαίσιο της περιώνυμης απελευθέρωσης των αγορών και δείχνει ταυτόχρονα το πραγματικό της επίδικο. Η κατάργηση του αναντίρρητα αναχρονιστικού καθεστώτος που έχει διαμορφωθεί ντε φάκτο με τις 30.000 άδειες χρήσης φορτηγών αυτοκινήτων που δόθηκαν το 1971, αν κάπου αποσκοπεί είναι στη δημιουργία καινούργιων πεδίων επιχειρηματικής δραστηριοποίησης προς όφελος του πολυεθνικού κεφαλαίου. Το ζητούμενο για την κυβέρνηση από την κατάργηση της μαύρης αγοράς των αδειών δεν είναι η πτώση τω τιμών στη διακίνηση των εμπορευμάτων, προ όφελος των καταναλωτών ή ακόμη και των ελεύθερων αγορών στις οποίες ορκίζεται. Η κυβέρνηση φαίνεται διατεθειμένη να καταφέρει ένα συντριπτικό πλήγμα, με το νέο νομοσχέδιο, στα μικροαστικά και αστικά συμφέροντα που επωφελούνται του σημερινού καθεστώτος, μόνο και μόνο για να προωθήσει την οριζόντια, διακρατική ενοποίηση των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων του ευρωπαϊκού κεφαλαίου. Υπ’ αυτή την έννοια τα επαγγέλματα των μεταφορών, όπως και των δικηγόρων, των συμβολαιογράφων και των φαρμακοποιών, οι όροι άσκησης των οποίων θα αναμορφωθούν πλήρως στο ίδιο ακριβώς πλαίσιο, πάλι κλειστά θα είναι στις σύγχρονες και διευρυνόμενες ανθρώπινες και κοινωνικές ανάγκες. Κι ανοιχτά μόνο στην αισχροκέρδεια και τις κρατικές επιδοτήσεις με τα λεφτά των φορολογουμένων, σε περίπτωση χρεοκοπίας, όπως γίνεται κατ’ εξακολούθηση με τις τράπεζες σε Ευρώπη και Ελλάδα.

Αν η Ελλάδα ήταν τράπεζα θα την είχαν σώσει (Πριν, 28 Μαρτίου 2010)

Προσπάθεια εξωραϊσμού των αποφάσεων από Γ. Παπανδρέου

«Υπάρχει η βούληση να πάρουμε όλα τα αναγκαία μέτρα» δήλωσε ο πρωθυπουργός προαναγγέλλοντας νέο κύμα λιτότητας

Την συγκάλυψη του τρομερού κοινωνικού κόστους που έχουν οι αποφάσεις της Συνόδου Κορυφής και της ίδιας της κυβέρνησης επιχείρησε ο πρωθυπουργός, Γ. Παπανδρέου, προχθές με τη συνέντευξη Τύπου που έδωσε από τις Βρυξέλλες στο τέλος των εργασιών της διήμερης συνόδου. Με θριαμβολογίες και μεγαλοστομίες όπως «πρόκειται για μεγάλη επιτυχία της Ελλάδας, του ελληνικού λαού και όλης της Ευρώπης», «εμπλουτίστηκε το ευρωπαϊκό οικοδόμημα βελτιώνοντας την αποτελεσματικότητά του» και «καθιερώσαμε μια πάρα πολύ ικανοποιητική συμφωνία» ο πρωθυπουργός προσπάθησε να διασκεδάσει την ανησυχία των εργαζομένων για την πρωτοφανή κατά τα μεταπολεμικά χρόνια κοινωνική οπισθοδρόμηση που θα επέλθει αν τυχόν κι εφαρμοστούν αυτά τα μέτρα.

Ο ίδια άλλωστε άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο να επιβληθούν κι άλλα αντιλαϊκά μέτρα, τα οποία θα απαιτηθούν στο άμεσο μέλλον όπως υπονοείται από την απόφαση των ευρωπαίων ηγετών στο σημείο που αναφέρει: «καλωσορίζουμε τα πρόσθετα μέτρα που ανακοινώθηκαν στις 3 Μάρτη τα οποία επαρκούν… για το 2010». Και το 2011 ή το 2012; Τι θα γίνει τότε όταν η ύφεση και η φτώχεια θα έχουν οδηγήσει τα αναμενόμενα φορολογικά έσοδα στο ναδίρ; Προφανώς θα ανακοινωθούν νέα, ακόμη πιο αντιλαϊκά μέτρα!  Δεύτερο και τρίτο αντι-ασφαλιστικό νομοσχέδιο, μεγαλύτερο ψαλίδι στους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων, τις συντάξεις και τις κοινωνικές παροχές που έχουν ήδη οδηγήσει τα δημόσια νοσοκομεία σε τριτοκοσμική κατάσταση. Θα δικαιολογηθούν δε στο όνομα της απόκλισης από τους στόχους του Προγράμματος Σταθερότητας. Αυτό εννοούσε ο πρωθυπουργός όταν είπε από τις Βρυξέλλες πως «υπάρχει η βούληση να πάρουμε όλα τα αναγκαία μέτρα», εμφανίζοντας ως δείγμα πολιτικής τόλμης και αποφασιστικότητας την έλλειψη δισταγμών για να αφαιρέσει επιπλέον κοινωνικές κατακτήσεις ωθώντας το επίπεδο διαβίωσης των εργαζομένων και της νεολαίας στα επίπεδα της πρώτης μεταπολεμικής εποχής.

Ιδιαίτερη σημασία από τη συνέντευξη Τύπου του Γ. Παπανδρέου είχε ακόμη η απροθυμία του να δεσμευτεί για τη διασφάλιση της μονιμότητας στον δημόσιο τομέα. Με την απάντηση που έδωσε σε σχετική ερώτηση ουσιαστικά συνάρτησε την άρση της μονιμότητας με τις προωθούμενες αλλαγές στον δημόσιο τομέα: «Κάτι τέτοιο θα είχε νόημα αν είχε εμπεδωθεί η έννοια της αξιοκρατίας κι όχι εκείνης της πελατειακής διαχείρισης. Μόνο όταν φθάσουμε στο σημείο να εμπεδωθεί βαθιά μέσα μας η αξιοκρατία μπορεί κάτι τέτοιο να γίνει»(!) ήταν η απάντηση του πρωθυπουργού, ο οποίος με αυτό τον τρόπο προανήγγειλε την κατάργηση της μονιμότητας. Δεν ήταν επομένως τυχαίες οι πρόσφατες δηλώσεις του Θ. Πάγκαλου και του υπουργού Εσωτερικών Γ. Ραγκούση, που αμφισβήτησαν το καθεστώς μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων. (Ειρήσθω εν παρόδω: Ποιος θυμάται άραγε τις οργισμένες διαμαρτυρίες από τους ψεύτες και τα λαμόγια του ΠΑΣΟΚ το καλοκαίρι του 2005 όταν ο Γ. Αλογοσκούφης, με μια τροπολογία, κατήργησε τη μονιμότητα στις ΔΕΚΟ, για να ανοίξει ο δρόμος για την ιδιωτικοποίηση του ΟΤΕ;)

Η επιχείρηση αντιστροφής της πραγματικότητας από τον Γ. Παπανδρέου και τον φιλικό του Τύπο δεν στοχεύει μόνο στους εργαζόμενους, οι οποίοι από κει που μαύρισαν τον Καραμανλή τιμωρώντας τον για τη λιτότητα που έταζε προεκλογικά βρέθηκαν να χάνουν τον 14ο μισθό, να πληρώνουν την βενζίνη 50% ακριβότερα μέσα σε ένα χρόνο και το ΦΠΑ δύο μονάδες υψηλότερα. Απευθύνονται και σε τμήματα της αστικής τάξης που ναι μεν γεύονται τα οφέλη από την εκθεμελίωση των κοινωνικών κατακτήσεων, αλλά δεν συγχωρούν και στον Γιωργάκη τ’ ότι μέσα σ’ έξι μήνες, παίζοντας κι αυτός με την απογραφή όπως είχε κάνει η ΝΔ το 2004, έφερε την Ελλάδα στα πρόθυρα της απόλυτης ταπείνωσης που σηματοδοτεί η προσφυγή στο ΔΝΤ.

Το ταξικό περιεχόμενο της απόφασης των ευρωπαίων ηγετών γίνεται περισσότερο εμφανές αν αντιπαραβάλλουμε τους δρακόντειους όρους που τέθηκαν για τη χρηματοδοτική διευκόλυνση της Ελλάδας απέναντι στην ευκολία με την οποία ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ανακοίνωσε στο Ευρωκοινοβούλιο λίγες ώρες πριν ξεκινήσει η Σύνοδος Κορυφής την παράταση και χαλάρωση των κριτηρίων δανεισμού προς τις εμπορικές τράπεζες. Ο Ζαν Κλοντ Τρισέ (που δεν δίστασε να δυσφορήσει δημόσια για την προσφυγή στο ΔΝΤ) ανακοίνωσε ότι η ΕΚΤ θα συνεχίσει να δέχεται και μετά το τέλος του 2010 από τις εμπορικές τράπεζες ως ενέχυρο για να εξασφαλίσουν φθηνό δανεισμό με επιτόκιο ακόμη και 1%, κρατικά ομόλογα χαμηλής αξιολόγησης από τους διεθνείς οίκους. Με αυτό τον τρόπο φαίνεται πόσο διαφορετικά μέτρα και σταθμά εφαρμόζονται για τις εμπορικές τράπεζες από τη μια και τα κράτη από την άλλη, με τα κράτη να είναι στην μειονεκτική θέση, καθώς η απόφαση της ΕΚΤ σημαίνει ότι οι τράπεζες θα συνεχίσουν να έχουν πρόσβαση σε φθηνό χρήμα το οποίο στη συνέχεια θα δανείζουν στο δημόσιο με πολλαπλάσιο επιτόκιο της τάξης του 5%, 6%, πολλές φορές και μεγαλύτερο, που φθάνει το 7%. Έτσι, ναι μεν το δημόσιο θα μπορεί να δανείζεται, αλλά ο δανεισμός του θα μεταφράζεται σε μυθικά κέρδη για τις ιδιωτικές τράπεζες (που ανακάλυψαν τον πιο ανέξοδο τρόπο δημιουργίας κερδών) και θηλιά στον λαιμό των φορολογουμένων που θα επωμίζονται τα βάρη του δανεισμού. Φαίνεται επίσης ότι η ΕΕ κι ιδιαίτερα η ΕΚΤ διέθετε (σε τεχνικό επίπεδο) τα μέσα για να σώσει την Ελλάδα και να της εξασφαλίσει ρευστότητα χωρίς να λάβει τα εξοντωτικά μέτρα του Προγράμματος Σταθερότητας και χωρίς την προσφυγή στο μισητό ΔΝΤ. Για να εφαρμοστούν όμως έπρεπε η Ελλάδα να ήταν… τράπεζα. Αν ήταν τράπεζα θα την είχαν σώσει!

Αρέσει σε %d bloggers: