ΕΕ: Η Γερμανία ξανά τα πήρε όλα (Πριν, 8 Ιουλίου 2012)

ΝΕΑ ΗΤΤΑ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ

Ο φιλοευρωπαϊσμός τυφλώνει! Μάρτυρας ο τρόπος που αποτίμησε τα συμπεράσματα της πρόσφατης Συνόδου Κορυφής (στις 28 και 29 Ιούνη) ο Τύπος όχι μόνο στη Ελλάδα αλλά και σε άλλες χώρες της Μεσογείου. Για να πούμε όμως την αλήθεια πουθενά αλλού δεν έγινε τόσο χοντροκομμένη παραποίηση της πραγματικότητας όσο στην Ελλάδα, όπου η Μέρκελ παρουσιάστηκε να ηττάται σχεδόν κατά κράτος κι ο φτωχός πλην όμως τίμιος Νότος επιτέλους να παίρνει αυτά που του χρωστούν.

Η πραγματικότητα ωστόσο είναι τελείως διαφορετική, καθώς η Μέρκελ εξήλθε νικήτρια και απ’ αυτή την σύνοδο κορυφής που διεξήχθη στις Βρυξέλλες κι ήταν η 19η στη σειρά με αποκλειστικό σχεδόν αντικείμενο την διαχείριση της κρίσης δημόσιου χρέους. Η εικόνα νίκης του ευρωπαϊκού νότου δημιουργήθηκε με αφορμή την αποδοχή από την μεριά της Γερμανίας δύο προτάσεων που παρεκκλίνουν από τα μέχρι τώρα συμφωνηθέντα. Η πρώτη αφορά την αποδοχή από την μεριά της Γερμανίας της δυνατότητας αγοράς κρατικών ομολόγων από την δευτερογενή αγορά μέσω του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM, ο οποίος ξεκίνησε να λειτουργεί την 1η Ιουλίου κι αντικατέστησε το προσωρινό Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, EFSF). Αυτή η ευχέρεια ωστόσο απέχει σημαντικά από την εξασφάλιση των χρηματοδοτικών αναγκών των κυβερνήσεων. Κάτι τέτοιο θα συνέβαινε μόνο αν η αγορά των κρατικών ομολόγων γινόταν χωρίς όρους κι από την πρωτογενή αγορά. Αυτόματα δηλαδή με την έκδοση των ομολόγων από την κυβέρνηση, οπότε τάσεις ανόδου των επιτοκίων και κερδοσκοπίας από τους συνήθεις υπόπτους θα ακυρώνονταν εξ αρχής.

«Αν κοιτάξεις πίσω από την κουρτίνα, θα ανακαλύψεις ότι τουλάχιστον για την Ιταλία τίποτε απολύτως δεν έχει αλλάξει. Ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας ήταν ήδη σε θέση να αγοράσει ιταλικά ομόλογα από την αγορά. Το εργαλείο ήταν εκεί, αλλά δεν είχε χρησιμοποιηθεί. Οι αλλαγές που συμφωνήθηκαν ήταν αμελητέες», έγραφε στους Φαϊνάνσιαλ Τάιμς την Δευτέρα 2 Ιουλίου ο αναλυτής Βόλφγκανγκ Μινχάου σε άρθρο με τίτλο «Ο πραγματικός νικητής στις Βρυξέλλες ήταν η Μέρκελ, όχι ο Μόντι». Στο άρθρο δε, αφού επαναλαμβάνει το συμπέρασμά του για την επιτυχία της Μέρκελ, συνεχίζει με το εξής ειρωνικό σχόλιο για τα κέρδη του Νότου: «Η Μέρκελ κατάφερε να διατηρήσει τις υποχρεώσεις της Γερμανίας απαράλλαχτες. Κάποιος θα πρέπει να μου εξηγήσει πως είναι δυνατό να μην έχουμε καμιά μεταβολή στις συνολικές υποχρεώσεις της Γερμανίας, ούτε στις πολιτικές της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, κι από την άλλη Ιταλία και Ισπανία να μπορούν τώρα να είναι ασφαλείς όταν μια βδομάδα πριν δεν ήταν»…

Αντίθετα με το κλίμα νίκης, περιορισμένης έστω, των νοτίων χωρών που μεταφέρθηκε από τα Μέσα Ενημέρωσης την επομένη της συνόδου κορυφής της ΕΕ στις Βρυξέλλες, στις 28 και 29 Ιούνη, η αλήθεια είναι πως το Τέταρτο Ράιχ κατάφερε να επιβάλλει για μια ακόμη φορά τα μακροπρόθεσμα συμφέροντά του (όπως η επιβολή των Μνημονίων λιτότητας), έστω κι αν δέχτηκε να κάνει δύο μικρούς συμβιβασμούς.

Την γερμανοποίηση του θα σημάνει η ενοποίηση του τραπεζικού τομέα στην ευρωζώνη

Η δεύτερη απόφαση που λήφθηκε στην σύνοδο κορυφής της 28ης – 29ης Ιουνίου στις Βρυξέλλες η οποία εμφανίστηκε ως επιτυχία των νότιων χωρών αφορά την δυνατότητα που έχουν οι τράπεζες να δανείζονται απ’ ευθείας από τον Μηχανισμό, παρακάμπτοντας έτσι τα κράτη. Πρακτικά δηλαδή η ανακεφαλαιοποίηση ενός ρημαγμένου τραπεζικού συστήματος δεν θα περνάει μέσα από τα κράτη, όπως συνέβη για παράδειγμα στην Ελλάδα όπου τα 50 περίπου δισ. ευρώ τα οποία χρειάζονται οι τράπεζες προστίθενται στο νέος χρέος συνολικού ύψους 130 δισ. ευρώ που ανέλαβε στο πλαίσιο του προγράμματος ανταλλαγής ομολόγων (PSI) και θα επιβαρύνουν το ελληνικό δημόσιο χρέος τινάζοντάς το στον αέρα.

Η αλήθεια είναι όμως πως ακόμη κι αυτή η απόφαση, συνολικά, εξετάζοντας δηλαδή και το πλαίσιο στο οποίο είναι τοποθετημένη, συνιστά μια αρνητική απόφαση που λειτουργεί προς όφελος της Γερμανίας κι αυτό για πολλούς λόγους. Κατά πρώτο, η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, δηλαδή η αύξηση των μετοχικών τους κεφαλαίων έτσι ώστε να παραμείνουν εν ζωή καλύπτοντας τις συσσωρευμένες ζημιές τους, παραμένει οικονομικό και πολιτικό σκάνδαλο. Από το 2008, όταν ξέσπασε η κρίση, μέχρι και σήμερα οι ευρωπαϊκές τράπεζες έχουν χρηματοδοτηθεί από τα κράτη είτε με την μορφή ρευστού είτε με την μορφή μετρητών με το μυθικό ποσό των 4,5 τρισ. ευρώ, που αντιστοιχεί σε κάτι περισσότερο από το ένα τρίτο του προϊόντος που παράγει η ΕΕ. Πρόκειται για μια σκανδαλώδη μεταβίβαση κοινωνικού πλούτου στο πιο παρασιτικό τμήμα του κεφαλαίου το οποίο έχει πάψει προ πολλού να στηρίζει την ανάπτυξη της λεγόμενης πραγματικής οικονομίας και των παραγωγικών δυνάμεων και λειτουργεί σε βάρος της. Αυτό που θα έπρεπε να γίνει, ακόμη και με όρους αγοράς, θα ήταν οι τράπεζες να βάλουν λουκέτο υπό την σημερινή μετοχική τους σύνθεση και εταιρική μορφή όπως άλλωστε συνέβη με όλους τους κλάδους και τις επιχειρήσεις που απέτυχαν να εξασφαλίσουν την επιβίωσή τους στο πλαίσιο του καπιταλιστικού ανταγωνισμού, αφού φυσικά το δημόσιο εγγυηθεί τις καταθέσεις οι οποίες ανέρχονται σε 5 τρισ. ευρώ, μιλώντας για τις τράπεζες της ευρωζώνης. Στη συνέχεια αυτές οι τράπεζες θα πρέπει να εθνικοποιηθούν και σε κάθε κράτος να μείνουν εν λειτουργία 2-3 εξ αυτών, με αντίστοιχες εξειδικεύσεις, όπως συνέβαινε μέχρι και την δεκαετία του ’80 όταν το δημόσιο τραπεζικό σύστημα αποτελούσε παράγοντας σταθερότητας κι όχι πολλαπλασιασμού των κραδασμών που δημιουργεί ο οικονομικός κύκλος. Και μόνο επομένως το γεγονός ότι αυτό το υδροκέφαλο τέρας διατηρείται στη ζωή, συνιστά αντιδραστική απόφαση. Δεν είναι όμως μόνο αυτό.

Το τραπεζικό σύστημα ταυτόχρονα συντηρείται στη ζωή με δημόσιους πόρους. Τα 500 δισ. ευρώ του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας προέρχονται από τα κράτη της ευρωζώνης. Δηλαδή, δημόσιος πλούτος στρέφεται να υποστηρίξει τα ιδιωτικά κέρδη και μακροπρόθεσμα την συζητούμενη τραπεζική ένωση, τη νέα μεγάλη ιδέα, που στην πράξη σημαίνει την εξαγορά των τραπεζών από την Ντόιτσε Μπανκ. Μέχρι στιγμής στον χρηματοπιστωτικό τομέα της ευρωζώνης, μπορεί κανείς να δει όλες τις αντιφάσεις του υπό συνεχή εξέλιξη ευρωπαϊκού ιμπεριαλιστικού πόλου. Δηλαδή, τράπεζες κατά βάση εθνικές, παρότι η λειτουργία τους υπακούει σε οδηγίες που έχουν ισχύ σε όλη την έκταση της ΕΕ, που ελέγχονται και υπάγονται σε αυστηρά εθνικά εποπτικά πλαίσια, τα οποία έχουν αποδειχθεί κατ’ επανάληψη ανίκανα όχι μόνο να αποτρέψουν την εμφάνιση κρίσεων, αλλά ακόμη και να εγγυηθούν την χρηστή λειτουργία. Το φιάσκο για παράδειγμα των δύο «τεστ αντοχής» (στρες τεστ) που διέταξε η Ευρωπαϊκή Τραπεζική Αρχή και τα οποία απέτυχαν παταγωδώς να καταδείξουν τα τρωτά του ισπανικού τραπεζικού συστήματος είναι χαρακτηριστικό στοιχείο για να γίνει εμφανής η ανάγκη αναθεώρησης της δομής του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος. Η αναθεώρηση ωστόσο θα γίνει με αυστηρές γερμανικές προδιαγραφές, προς όφελος δηλαδή των γερμανικών τραπεζών, που διατηρούν ένα συγκριτικό πλεονέκτημα, το οποίο είναι αμιγώς πολιτικό. Το προβάδισμα που διατηρούν δηλαδή δεν στηρίζεται στην χρηματοοικονομική τους υγεία. Κάθε άλλο! Το Βερολίνο έχει αποτρέψει κάθε προσπάθεια να ελεγχθούν τα οικονομικά στοιχεία των μικρών κρατιδιακών τραπεζών (των Landesbanken), που βρίσκονται σε πολύ χειρότερη μοίρα από τις ισπανικές «κάχας», τις τράπεζες των αυτόνομων περιφερειών που αυτή τη στιγμή, αναξιόχρεες και με ελλιπή κεφάλαια αποτελούν το επίκεντρο των ανακατατάξεων στην ισπανική αγορά και πηγή αστάθειας για τον κλάδο. Το ίδιο όμως συμβαίνει και στο Τέταρτο Ράιχ, αλλά κανένας δεν έχει διανοηθεί να απαιτήσει το ξεκαθάρισμα τους, πιέζοντας το Βερολίνο να ανοίξει τα βιβλία τους. Η Γερμανία το θεωρεί αυστηρά δική της υπόθεση, απαγορεύοντας οποιαδήποτε εμπλοκή ξένων! Ζητούμενο επομένως της τραπεζικής ενοποίησης, η οποία δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα διαρκέσει σχεδόν μια δεκαετία, θα είναι μια γιγαντιαία επιχείρηση εξαγορών και συγχωνεύσεων, συγκέντρωσης δηλαδή και συγκεντροποίησης κεφαλαίου που θα ντύσει τον τραπεζικό κλάδο με γερμανικά χρώματα. Δεν πρόκειται μάλιστα να εξελιχθεί και με τόσο βελούδινο τρόπο. Έχοντας ως πεδίο αναφοράς την ευρωζώνη, μοιραία θα στρέφεται ενάντια στο Σίτι του Λονδίνου αμφισβητώντας την ηγεμονία που διατηρεί στη από ‘δω μεριά του Ατλαντικού. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο η Αγγλία, εκμεταλλευόμενη την συμμετοχή της στην ΕΕ, δεν πρόκειται να επιτρέψει να εξελιχθεί ομαλά αυτή η διαδικασία, αλλά συνεχώς θα θέτει νέα προσχώματα.

Το σημαντικότερο ωστόσο θέμα που σχετίζεται με την δυνατότητα απ’ ευθείας δανεισμού των τραπεζών από τον Μηχανισμό σχετίζεται με τις κοινωνικές επιπτώσεις. Δηλαδή το μέτρο του απ’ ευθείας δανεισμού θα ήταν πράγματι σωτήριο αν σήμαινε την απαλλαγή των κρατών από τις οποίες προέρχονται οι τράπεζες από επιπλέον μέτρα λιτότητας. Κάτι τέτοιο όμως δεν συμβαίνει! Στην ίδια την απόφαση της Συνόδου Κορυφής υπάρχει πεντακάθαρη αναφορά ότι η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών θα συνοδευτεί από Μνημόνια: «Καλούμε στην ταχεία ολοκλήρωση του Μνημονίου Κατανόησης που συνοδεύει την χρηματοδοτική υποστήριξη της Ισπανίας για την ανακεφαλαιοποίηση του τραπεζικού της τομέα», αναφέρεται κατά λέξη στη δεύτερη παράγραφο του ανακοινωθέντος. Αμέσως πριν μάλιστα, έχει γίνει σαφές ότι δεν πρόκειται για κατ’ εξαίρεση πρόβλεψη, αλλά η δυνατότητα απ’ ευθείας ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών θα συνοδεύεται υποχρεωτικά από την εφαρμογή Μνημονίων! Έτσι όμως η παράκαμψη των κρατών κι ο απ’ ευθείας δανεισμός παύουν να έχει νόημα. Η σημασία τους εστιαζόταν στο ότι το δημόσιο χρέος δεν θα αυξανόταν, οξύνοντας έτσι την υφιστάμενη δημοσιονομική κρίση η οποία οδηγεί στην εφαρμογή αντιλαϊκών μέτρων περικοπών κοινωνικών δαπανών. Τα μέτρα αυτά όμως θα εφαρμοστούν, κατ’ επιταγή των Μνημονίων που ήδη γράφονται ως όρος για να λάβει η Ισπανία τα 100 δισ. ευρώ που χρειάζεται για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών της (πιθανότατα ως πρώτη δόση) και με πρωτοβουλία των ίδιων των κυβερνήσεων της Ιταλίας και της Ισπανίας.

Τα αντιλαϊκά μέτρα που έχουν εφαρμοστεί τις τελευταίες μόνο εβδομάδες αποκαλύπτουν ότι η απόφαση της Συνόδου Κορυφής κάθε άλλο παρά χαλάρωση της λιτότητας σημαίνει. Αποκαλύπτουν επίσης τις κοινωνικές δυνάμεις που υπάρχον κι εντός των κρατών μελών της ΕΕ κι οποίες επιζητούν την εφαρμογή της άγριας λιτότητας με ή χωρίς Μνημόνια. Στην Ιταλία, ειδικότερα, με την επιστροφή του ο δοτός πρωθυπουργός Μάριο Μόντι, ανακοίνωσε την πρόθεση της κυβέρνησης να απολύσει 55.000 – 200.000 δημόσιους υπαλλήλους έτσι ώστε να μειωθεί το δημοσιονομικό έλλειμμα. Λίγες μέρες δε πριν ξεκινήσει η Σύνοδος Κορυφής ψηφίσθηκε η κατάργηση του άρθρου 18, που αποτελούσε κόκκινο πανί για το κεφάλαιο καθώς έθετε όρια στην απόλυση των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα. Η κατάργησή του, παρότι ίσχυε σε πολύ περιορισμένη πλέον έκταση, θα οδηγήσει την ανεργία στα ύψη. Ανάλογα μέτρα εφαρμόζονται στην Ισπανία από τώρα, χωρίς δηλαδή να έχουν επιβληθεί ακόμη τα Μνημόνια. Μέτρα ελαστικοποίησης της εργασίας, με την απελευθέρωση του ωραρίου εργασίας στα εμπορικά καταστήματα, συνεχείς περικοπές στους προϋπολογισμούς των αυτόνομων περιοχών και ιδιωτικοποιήσεις είναι η συνταγή λιτότητας που εφαρμόζει ο Μαριάνο Ραχόι, γνωρίζοντας μάλιστα ότι έτσι οξύνεται και δεν επιλύεται η κρίση χρέους.

Αξίζει τέλος να τονίσουμε ότι στο κείμενο συμπερασμάτων δεν γίνεται η παραμικρή μνεία στην Ελλάδα, ενώ για παράδειγμα αναφέρεται ότι “το Γιούρογκρουπ θα εξετάσει την κατάσταση του Ιρλανδικού χρηματοπιστωτικού τομέα υπό τη σκοπιά της περαιτέρω βελτίωσης της βιωσιμότητας του καλά λειτουργούντος προγράμματος προσαρμογής”. Για την περίπτωση της Ελλάδας ούτε μια τέτοια γενικότητα δεν υπάρχει. Άρθρα δηλαδή που γράφτηκαν στο Τύπο και προεξοφλούσαν την αυτόματη υπαγωγή της Ελλάδας στις πρόνοιες της απόφασης των 27, με την ελάφρυνση του δημόσιου χρέους ακόμη και κατά 50 δισ. ευρώ όσο δηλαδή είναι το ύψος της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών δεν είχαν καμία βάση. Ήταν εντελώς αυθαίρετα.

Ευρωομόλογο: όνειρο ήταν και πάει

ΑΠΕΡΡΙΨΕ ΚΑΤΗΓΟΡΗΜΑΤΙΚΑΛ Η ΜΕΡΚΕΛ ΚΑΘΕ ΣΚΕΨΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΙΟΘΕΤΗΣΗ ΤΟΥ

Aν ανατρέξουμε στις συζητήσεις και τα δημοσιεύματα που προηγήθηκαν της συνόδου κορυφής θα δούμε ότι το μείζον θέμα ήταν η έκδοση ευρωομολόγου, η τελευταία αυταπάτη του ευρωπαϊσμού. Στον πυρήνα της έχει την λεγόμενη αμοιβαιοποίηση του ευρωπαϊκού δημόσιου χρέους, δηλαδή, την φοβερή ιδέα να επωμιστεί η Γερμανία το εκρηκτικού ύψους δημόσιο χρέος του Νότου και οι νότιες χώρες να απολαύσουν τα χαμηλά επιτόκια δανεισμού και την υψηλή βαθμολογία από τους οίκους αξιολόγησης των βόρειων χωρών. Ως ιδέα δεν υπάρχει διαφωνία ότι είναι καταπληκτική, μόνο όμως για όποιους ανήκουν στη «Λέσχη της Ελιάς» για να χρησιμοποιήσουμε την ορολογία του Σπίγκελ. Διαφορετικά δεν μπορεί να απαντηθεί το ερώτημα γιατί η Γερμανία εν έτει 2012 (όταν έχουν περάσει δηλαδή αρκετές δεκαετίες απ’ όταν έπρεπε να πληρώσει αδρά για να γίνει αποδεκτή η ιδέα της ευρωπαϊκής ενοποίησης) να δεχθεί να μοιράσει τα κέρδη της αναλαμβάνοντας ένα διόλου ευκαταφρόνητο κόστος. Το σκεπτικό που υπάρχει πίσω από αυτή την πρόταση (χάρη της ευρωπαϊκής ιδέας και για να παραμείνει έτσι ζωντανή η ΕΕ) αναδεικνύει τον επιφανειακό τρόπο με τον οποίο αναλύεται η κρίση χρέους στην ΕΕ, πέρα και μακριά δηλαδή από το πραγματικό της ζητούμενο που είναι η αφαίρεση κοινωνικών κατακτήσεων. Επανερχόμενοι στο κόστος, υπολογίζεται χαρακτηριστικά πως η υιοθέτηση του ευρωομολόγου, ο κοινός δηλαδή δανεισμός των χωρών της ευρωζώνης που σημαίνει ότι οι χώρες του κέντρου θα δανείζονται με υψηλότερα επιτόκια κι αυτές του νότου με χαμηλότερα, τον πρώτο χρόνο θα σημάνει ένα επιπλέον κόστος για τον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό της Γερμανίας ύψους 2,5 δισ. ευρώ. Τον δεύτερο χρόνο το κόστος θα διπλασιαστεί και μετά από δέκα χρόνια το κόστος θα ανέλθει σε 20 έως 25 δισ. ευρώ! Η απάντηση που έδωσε η Μέρκελ καθ’ οδόν προς τη Σύνοδο ότι ποτέ δεν πρόκειται να υιοθετηθεί το ευρωομόλογο όσο είναι η ίδια ζωντανή έσβησε τις αυταπάτες, επιβεβαιώνοντας ταυτόχρονα ότι η κρίση χρέους αποτελεί πρώτης τάξης ευκαιρία για μια γιγαντιαία επιχείρηση αναδιανομής του εισοδήματος. Η καθαρή και ξάστερη επομένως απόρριψη της ιδέας του ευρωομολόγου ήταν η πρώτη ήττα των Νοτίων.

ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΤΩΝ ΓΕΡΜΑΝΙΚΏΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ ΣΤΗΝ ΙΣΠΑΝΙΑ

Ιδιοτελές το γερμανικό ενδιαφέρον

ΝΕΑ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΧΡΕΟΥΣ;

Οι τακτικές υποχωρήσεις της Μέρκελ (σε ότι αφορά τον απ’ ευθείας δανεισμό των τραπεζών και την δυνατότητα αγοράς ομολόγων από τον Μηχανισμό) που έδωσαν την αφορμή στις πολιτικές ηγεσίες των νότιων χωρών και τον Τύπο να δηλώνουν ότι εξήλθαν νικητές από τη μάχη της Συνόδου Κορυφής δεν είναι μόνο αμελητέες, αλλά επίσης εξυπηρετούν και τις γερμανικές τράπεζες, καθώς δίνουν μια, πρόσκαιρη έστω, διέξοδο στην κρίση χρέους. Ο μεγάλος χαμένος μιας πιθανής χρεοκοπίας της Ιταλίας ή της Ισπανίας (του ενδεχομένου δηλαδή να κηρύξουν στάση πληρωμών στην εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους) δεν θα ήταν άλλος από την Γερμανία. Σύμφωνα με την Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών, την «μητέρα» όπως αποκαλείται όλων των κεντρικών τραπεζών με έδρα τη ΒΑσιλεία της Ελβετίας, τα δάνεια που έχει χορηγήσει η Γερμανία προς το Δημόσιο, τις τράπεζες και τον ιδιωτικό τομέα ανέρχονται σε 113 δισ. ευρώ και προς την Ιταλία σε 103 δισ. ευρώ. Είναι επομένως εμφανές ότι σε περίπτωση όξυνσης της κρίσης στις δύο μεσογειακές χώρες, οι γερμανικές τράπεζες θα έπρεπε να καταβάλλουν ένα υψηλό κόστος.

Επομένως, η δικλείδα ασφαλείας που άνοιξε η Μέρκελ ώστε να την ενεργοποιήσει σε περίπτωση όξυνσης της κρίσης δεν αφορούσε τον ιταλικό ή τον ισπανικό λαό οι οποίοι θα συνεχίσουν να επιβαρύνονται με μέτρα λιτότητας και μειώσεις μισθών, είτε οι τράπεζες δανείζονται απ’ ευθείας από τον μηχανισμό είτε δανείζονται μέσω των κρατών τους, αυξάνοντας ισόποσα το δημόσιο χρέος. Η δικλείδα ασφαλείας, εγγυάται ότι Ισπανία και Ιταλία δεν πρόκειται να οδηγηθούν σε αδυναμία εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους τους, ενδεχόμενο που πριν απ’ οποιονδήποτε άλλο θα έπληττε τις γερμανικές τράπεζες οι οποίες χρηματοδότησαν την πιστωτική επέκταση των προηγούμενων χρόνων και ωφελήθηκαν τα μέγιστα απ’ αυτήν.

Κι αυτή η ρύθμιση ωστόσο αποδείχθηκε βραχύβια. Μόλις προχθές, την Παρασκευή, το επιτόκιο των δεκαετών ισπανικών ομολόγων ανέβηκε ξανά στο 7%, σε επίπεδο δηλαδή που κρίνεται ως απαγορευτικό. Κι αυτό συνέβη μια μόλις εβδομάδα μετά την σύνοδο κορυφής. Το ίδιο και στην Ιταλία όπου το επιτόκιο του δεκαετούς κρατικού ομολόγου ξεπέρασε το 6%, αποδεικνύοντας ότι οι αποφάσεις που πάρθηκαν στην σύνοδο κορυφής απέχουν σημαντικά από το να αποτελούν λύση της δημοσιονομικής κρίσης. Αργά ή γρήγορα επομένως θα απαιτηθούν ριζικές αποφάσεις.

Το ίδιο συμπέρασμα υποδεικνύει κι η μείωση των επιτοκίων του ευρώ κατά 0,25% που αποφάσισε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα την Πέμπτη, οδηγώντάς τα στο 0,75%. Οι αποφάσεις της Φρανκφούρτης, που επιπλέον αφορούν την επιβολή μηδενικών επιτοκίων στις καταθέσεις ημέρας των τραπεζών (μήπως κι έτσι “ξεκουνηθούν” από την ΕΚΤ καταθέσεις ύψους 800 δισ. που λιμνάζουν) στην πράξη ωθούν στο όριό τους τα εργαλεία που διαθέτει η νομισματική πολιτική, για να διαχειριστεί την κρίση.

Κοινή συνισταμένη και των δύο παραπάνω είναι ότι πολύ σύντομα, στην επόμενη όξυνση της κρίσης, και σε κάθε περίπτωση μετά τον Νοέμβρη όταν θα έχουν ολοκληρωθεί οι αμερικανικές εκλογές, η Γερμανία θα κληθεί να λάβει επώδυνες αποφάσεις, όπως για παράδειγμα την έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ, όπως με επιμονή ζητάει ο οικονομικός φονταμενταλισμός στη Γερμανία, που συστηματικά καλεί σε μια γραμμή μονομερών αποφάσεων και αποπομπής των υπερχρεωμένων μελών από την ευρωζώνη.

Μπροστά σε αυτή την προοπτική αποκτά ξεχωριστή σημασία η προβολή του αιτήματος εξόδου από το ευρώ και την ΕΕ κάτω από τους λαϊκούς αγώνες κι όχι με πρωτοβουλία της Γερμανίας κι ευθύνη του ελληνικού αστικού κόσμου. Σε αυτό το ενδεχόμενο η έξοδος από το ευρώ, σε συνδυασμό με ένα νέο κούρεμα του δημόσιου χρέους με σκοπό να φτάσει στο 60% του ΑΕΠ όπως το προανήγγειλε την εβδομάδα που πέρασε ο πρώην πρόεδρος της Ντόιτσε Μπανκ Τζόζεφ Άκερμαν, θα έχει τιμωρητικό χαρακτήρα και θα συνοδευτεί με νέα ωδυνηρά μέτρα λιτότητας.

Νέα λιτότητα φέρνει το σχέδιο επαναγοράς του δημόσιου χρέους (Πριν, 23/1/2011)

Η Γερμανία αν δεχτεί την επαναγορά κρατικών ομολόγων θα το κάνει μόνο αφού πρώτα επιβάλλει νέα μέτρα φτώχειας και ανεργίας

Ούτε λίγα εικοσιτετράωρα δεν άντεξαν οι διαβεβαιώσεις από ελληνικής μεριάς ότι δεν υφίσταται θέμα αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους. Τα σχετικά σενάρια έσπευσαν να διαψεύσουν από τις αρχές της εβδομάδας όχι μόνο ο εκπρόσωπος Τύπου της κυβέρνησης, Γιώργος Πεταλωτής, λέγοντας ότι “δεν υπάρχει καμιά συζήτηση για αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους” και ο υφυπουργός Οικονομικών, Φίλιππος Σαχινίδης, με μια δήλωση καρμπόν στο πρακτορείο Ρόιτερ πως “δεν υπάρχει συζήτηση για το θέμα της αναδιάρθρωσης”. Με ύφος κατηγορηματικό και ο ίδιος ο πρωθυπουργός μιλώντας στο υπουργικό συμβούλιο επιχείρησε να διαψεύσει την αποκάλυψη γερμανικής εφημερίδας χαρακτηρίζοντας το επίμαχο δημοσίευμα κακόβουλο. Τι ανέφερε το ρεπορτάζ που επικαλούταν μάλιστα υψηλόβαθμες πηγές; Ότι ελληνική και γερμανική κυβέρνηση βρίσκονται σε προχωρημένες συζητήσεις εξετάζοντας ένα σχέδιο αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους που θα προβλέπει την επαναγορά των ελληνικών ομολόγων από την ελληνική κυβέρνηση με χρήματα που θα δανειστεί από την Γερμανία ή από το Ταμείο Στήριξης όπου όλα τα κράτη μέλη θα συμβάλλουν αναλογικά με τον πληθυσμό ή το ΑΕΠ τους. Οι φήμες έπαψαν να αποτελούν κακόβουλα σενάρια την Πέμπτη, οπότε όλος ο ευρωπαϊκός Τύπος επιβεβαίωνε τα συγκεκριμένα σχέδια, που αξίζει να πούμε ότι είχαν διαψευστεί εξ ίσου σθεναρά και από το Βερολίνο και από τις Βρυξέλλες – δεν είναι δηλαδή μόνο η κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου που αποκρύπτει την πραγματικότητα από τυος εργαζόμενους. Το σχέδιο σε αδρές γραμμές (και χωρίς να έχουν διευκρινιστεί ακόμη πολλά λεπτά) έχει ως εξής: Η κυβέρνηση της Γερμανίας δανείζει την ελληνική και άλλες κυβερνήσεις από την περιφέρεια της ευρωζώνης που αντιμετωπίζουν πρόβλημα με το δημόσιο χρέος τους και αυτές στη συνέχεια αγοράζουν τα ομόλογά τους από την δευτερογενή αγορά αξιοποιώντας το γεγονός ότι αυτή τη στιγμή διαπραγματεύονται σε τιμές πολύ χαμηλότερες της ονομαστικής τιμής έκδοσής τους. Ενδεικτικά μόνο να πούμε πως τα 5ετή ομόλογα της Ελλάδας πουλιούνται στο 80% της ονομαστικής τους τιμής, τα 10ετή στο 70%, τα 15ετή στο 60% και τα 30ετή στο 56%. Έτσι, η διαγραφή τους από το χρέος θα μειώσει το ύψος του κατά το ποσοστό της έκπτωσης της αρχικής τους τιμής προς αυτή με την οποία διαπραγματεύονται, σύμφωνα πάντα με τους υποστηρικτές αυτού του σεναρίου.

Πριν αναφωνήσουμε όλοι με έκπληξη “μα πώς δεν το είχαμε σκεφτεί τόσο καιρό” αξίζει να δούμε τους όρους υπό τους οποίους θα προωθηθεί αυτό το σχέδιο – τουλάχιστον όσους είναι μέχρι γνωστούς ή καλύτερα όσους επέλεξε να κάνει γνωστούς το Βερολίνο. Οι πρώτες φήμες άρχισαν να κυκλοφορούν ταυτόχρονα με τις συνεδριάσεις του συμβουλίου υπουργών Οικονομικών της ευρωζώνης και της ΕΕ, που έγιναν αντίστοιχα Δευτέρα και Τρίτη. Πριν την συνεδρίαση είχαν καλλιεργηθεί προσδοκίες ότι η Γερμανία θα βάλει για μια ακόμη φορά το χέρι στην τσέπη και θα συμφωνήσει στην πρόταση αύξησης του κεφαλαίου του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, που ανέρχεται σε 440 δισ. ευρώ. Το Βερολίνο όμως είχε άλλη γνώμη. “Δε φαίνεται να υπάρχει άμεση ανάγκη να αυξηθούν οι πόροι που έχει στη διάθεσή του το συγκεκριμένο ταμείο”, ήταν η απάντηση του γερμανού υπουργού Οικονομικών, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, που πυροδότησαν μια ασυνήθιστης έντασης διαφωνία στα υψηλότερα δυνατά κλιμάκια της ΕΕ. Στο πλαίσιο της για παράδειγμα ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Μανουέλ Μπαρόζο, δεν δίστασε να επικρίνει ευθέως την Γερμανία, με αφορμή την απόρριψη της πρότασης αύξησης του κεφαλαίου του ταμείου, για να δεχθεί μια σειρά από δηκτικά σχόλια, εκ μέρους της ναυαρχίδας του γερμανικού Τύπου, του περιοδικού Σπίγκελ. Μια προσεκτικότερη ματιά στις δηλώσεις του γερμανού υπουργού Οικονομικών ωστόσο βεβαιώνει πως η Γερμανία δεν απέρριψε την πρόταση αύξησης του κεφαλαίου του Ταμείου, συνολικά. Η διαφωνία της αφορούσε τον χρόνο που θα γίνει αυτό. Πολύ περισσότερο η Γερμανία, απορρίπτοντας την πίεση που της ασκήθηκε, παρέπεμψε το θέμα στην επόμενη (4 Φεβρουαρίου) ή την μεθεπόμενη σύνοδο κορυφής της ΕΕ (τον Μάρτιο) επιδιώκοντας μια λύση πακέτο. “Πρέπει να ετοιμάσουμε μια συνολική και πλήρη απάντηση της ευρωζώνης στην κρίση δημοσίου χρέους”, ήταν τα λόγια του γερμανού υπουργού Οικονομικών. Τι εννοούσε; Πρώτα και κύρια λιτότητα για πάντα. Η Γερμανία θα δεχθεί να αυξηθούν τα κονδύλια παρέμβασης υπό την αυστηρή προϋπόθεση ότι οι χώρες που θα κάνουν χρήση αυτών των χρημάτων θα συναινέσουν να εφαρμόσουν ένα εξοντωτικό πρόγραμμα περικοπών δημοσίων δαπανών και φιλοεργοδοτικών αλλαγών στον ιδιωτικό τομέα που θα είναι πολύ πιο βάρβαρο απ’ ότι έχει εφαρμοστεί μέχρι σήμερα. Με βάση πρωτοσέλιδο δημοσίευμα της σημερινής Γουόλ Στριτ Τζέρναλ η Γερμανία αναμένεται να ζητήσει συνταγματικές δεσμεύσεις για ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς, εναρμόνιση της φορολογίας, αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης και αποσύνδεση των μισθολογικών αυξήσεων στους μισθωτούς από τον πληθωρισμό. Η απαίτησή της αυτή μάλιστα θα ζητήσει να εφαρμοστεί όχι μόνο στις 17 χώρες της ευρωζώνης, αλλά και στις 27 χώρες της ΕΕ.

Ξεχωριστή σημασία για την Ελλάδα έχει ότι το συζητούμενο σχέδιο αναδιάρθρωσης (που δεν θα αναφέρεται μόνο στα 110 δισ. των δανείων του Μηχανισμού) θα εξετασθεί όταν θα έχει ολοκληρωθεί η επίσκεψη της τρόικας που ξεκινάει την προσεχή Πέμπτη 27 Ιανουαρίου και από το πόρισμά της θα κριθεί η εκταμίευση της νέας δόσης του δανείου. Δηλαδή όλο το σύνθετο σχέδιο αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους που θα περιλαμβάνει και επιμήκυνση του δανείου της τρόικας από τα 5 στα 11 χρόνια και αναδιάρθρωση δια μέσου της επαναγοράς κρατικών ομολόγων θα εγκριθεί εάν και εφ’ όσον δώσει το πράσινο φως η τρόικα. Αυτή τη φορά όμως η τρόικα (με την άδεια της κυβέρνησης πάντα που αποθρασύνεται βλέποντας να μην συναντάει την δέουσα αντίσταση στα μεσαιωνικά σχέδια της) θα απαιτήσει ένα πολύ πιο αυστηρό πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων που θα εστιάζεται σχεδόν αποκλειστικά στον ιδιωτικό τομέα, απαιτώντας αναθεώρηση του νόμου για τις εργασιακές σχέσεις ώστε οι επιχειρησιακές συμβάσεις να κατισχύουν πλήρως των κλαδικών. (Ποιος νοιάζεται πια για το δημόσιο χρέος και την μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων;) Η αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους επομένως θα είναι το δόλωμα για ένα νέο γύρο συντριβής των εργασιακών δικαιωμάτων και κατακτήσεων.

Πέραν όμως των περιφερειακών πλευρών, αξίζει να δούμε και ποιόν εξυπηρετεί το ίδιο το σχέδιο επαναγοράς κρατικών ομολόγων. Με μια λέξη, τις τράπεζες! Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, εκτός κυρίως αλλά και εντός της Ελλάδας, θα είναι οι μεγάλοι κερδισμένοι της επαναγοράς καθώς οι πακτωλοί του κρατικού χρήματος αρχικά θα ανακόψουν την πορεία μείωσης τιμών των ομολόγων που διατηρούν στα χαρτοφυλάκιά τους και στη συνέχεια θα μετατραπούν σε δικά τους κεφάλαια. Κι αυτό μάλιστα σε μια εποχή που το ρευστό είναι είδος εν εξαλείψει. Το δείχνει η τακτική των τραπεζών να κρατούν επτασφράγιστες τις στρόφιγγες του δανεισμού παρά τα 78 δισ. που έχουν πάρει από το κράτος με την μορφή ρευστού ή εγγυήσεων, παρά και τα 95 δισ. που έχουν πάρει από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ενεχυριάζοντας κρατικά ομόλογα. Άρα το σχέδιο επαναγοράς είναι ένα νέο κανάλι μεταφοράς κοινωνικού πλούτου από τους φορολογούμενους και τους εργαζόμενους στις τράπεζες. Υπό συζήτηση είναι ωστόσο και το ονομαστικό όφελος όπως προκύπτει από την διαφορά ονομαστικής και πραγματικής τιμής. Ο λόγος είναι απλός: αν εγκριθεί το σχέδιο, τότε τι πιο φυσιολογικό από το να γίνουμε μάρτυρες ενός ράλι ανόδου της τιμής των κρατικών ομολόγων στη δευτερογενή αγορά, ως αποτέλεσμα της προοπτικής αγοράς τους από το κράτος, που θα οδηγήσει τις τιμές τους να πλησιάζουν όλο και πιο πολύ την ονομαστική τους τιμή; Ως αποτέλεσμα όλο το σχέδιο αναδιάρθρωσης το μόνο που θα έχει καταφέρει θα είναι να κρατικοποιήσει το δημόσιο χρέος, καθαρίζοντας την αγορά από υποτιμημένα και αβέβαιης αξιοπιστίας κρατικά ομόλογα! Από μια άλλη σκοπιά είναι κεϋνσιανισμός για πλουσίους στην εποχή του σύγχρονου καπιταλισμού, όπου αντί το κράτος να αγοράζει προβληματικά ναυπηγεία και κλωστοϋφαντουργίες, λειτουργώντας ως ασφαλιστική εταιρεία της αστικής τάξης, αγοράζει προβληματικά ομόλογα! Το πρόβλημα όμως είναι ότι ακόμη και τα μαθηματικά της επαναγοράς (αγορά ομολόγων στο 70% της αξίας τους, άρα μείωση του χρέους κατά 30%) παραλείπουν σημαντικές μεταβλητές, όπως για παράδειγμα τους τόκους που καταβάλλονται στο τέλος κάθε χρόνου κι οι οποίοι αφαιρούνται όταν η αγορά γίνεται πριν την ωρίμανσή τους. Επομένως 100 – 70 δεν κάνει 30… Συνολικότερα, το σχέδιο επαναγοράς και άλλα σχέδια που απεργάζονται οι Γερμανοί και η ελληνική κυβέρνηση ως στρατηγική επιδίωξη έχουν να κάνουν το χρέος βιώσιμο, κατά την τρέχουσα ορολογία, προς όφελος των πιστωτών. Να διασφαλιστεί δηλαδή ότι θα αποπληρωθεί.

Σε αντιπαράθεση με αυτά τα σχέδια που επιφυλάσσουν νέα μέτρα λιτότητας οι εργαζόμενοι πρέπει να αντιπαραβάλλουν την παύση πληρωμών του δημόσιου χρέους έτσι ώστε να σταματήσει ο κοινωνικός πλούτος να απομυζάται από τους πιστωτές και τις τράπεζες. Ρόλο επιταχυντή σε αυτή τη διαδικασία μπορεί να διαδραματίσει ο λογιστικός έλεγχος του δημόσιου χρέους που θα ανοίξει τα βιβλία του στην κοινωνία και θα απονομιμοποιήσει το ίδιο το χρέος, η αποπληρωμή του οποίου μέχρι στιγμής εμφανίζεται συχνά και από την Αριστερά ως θέση αρχής και αξιοπιστίας!

Με νέα λιτότητα ξορκίζουν την βέβαιη αναδιάρθρωση (Πριν, 9 Ιανουαρίου 2011)

Νέα αντιλαϊκά μέτρα  τον Φεβρουάριο προανήγγειλε ο υπουργός Υγείας, Ανδρέας Λοβέρδος

Την διαβεβαίωσή του στους «ιδιώτες επενδυτές», το κεφάλαιο δηλαδή και μάλιστα τα πιο παρασιτικά και κερδοσκοπικά τμήματά του, ότι δεν κινδυνεύουν οι επενδύσεις τους από μια ενδεχόμενη αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους έδωσε από το Παρίσι ο Γιωργάκης όπου έφθασε για τουρισμό και ψώνια κυρίως μετά από μια σύντομη παραμονή του στην Αθήνα και πριν μεταβεί στην Τουρκία. Η ανταπόκριση από τη γαλλική πρωτεύουσα που δημοσιεύεται στο σημερινό φύλλο της Wall Street Journal δεν αφήνει κανένα περιθώριο παρερμηνείας για το ποιους σπεύδει να καθησυχάσει ο Παπανδρέου και την εύνοια τίνων επιζητά τρέχοντας από πρωτεύουσα σε πρωτεύουσα. «Ο πρωθυπουργός της Ελλάδας επεδίωξε να μετριάσει τις ανησυχίες των επενδυτών για το χρέος, λέγοντας την Πέμπτη ότι η χώρα δεν είναι σε συνομιλίες για αναδιάρθρωση του κυβερνητικού χρέους που κρατείται από ιδιώτες ομολογιούχους και ότι θα επιστρέψει στις αγορές ομολόγων αυτό το χρόνο, αν το επιτρέψουν οι συνθήκες. Σε συνέντευξη, ο πρωθυπουργός Γιώργος Παπανδρέου, είπε ότι το πρόγραμμα αυστηρών δημοσιονομικών μεταρρυθμίσεων και λιτότητας της Ελλάδας – όπως ζητήθηκε από τους διεθνείς δανειστές της – θα διασφαλίσει ότι η Αθήνα μπορεί να αποπληρώσει τους ιδιώτες πιστωτές της».

Η κάλυψη της αμερικανικής υπερσυντηρητικής εφημερίδας αποκαλύπτει αρχικά πόσο μεγάλος και επικίνδυνος πολιτικός απατεώνας είναι ο Γιωργάκης Τσολάκογλου, ένας καθ’ επανάληψη ψεύτης και λαοπλάνος που άλλα λέει στον έναν και άλλα λέει στον άλλο. Γιατί, ενώ στην Ελλάδα τα ρεπορτάζ του Τύπου περιστρέφονταν γύρω από τρεις μύθους που κατέρριπτε με την ομιλία του ο Γιωργάκης (κι αφορούσαν το αν το δημόσιο χρέος είναι σύμπτωμα ή αιτία της κρίσης και άλλα τέτοια) ανατρέποντας υποτίθεται τους δογματικούς ισχυρισμούς των αγορών για την ενοχοποίηση των περιφερειακών χωρών, αυτός στην πραγματικότητα είχε στο μυαλό του να πάει να κολακέψει τους συναδέλφους του απατεώνες των ομολογιακών αγορών και να τους κλείσει το μάτι ότι τα χρήματά τους δεν κινδυνεύουν! Επίσης, να τους ορκιστεί πως θα κάνει ότι περνάει από το χέρι του για να τα διασφαλίσει, επιβάλλοντας δηλαδή την πιο άγρια λιτότητα στους εργαζόμενους.

Ακόμη και τότε όμως ψέματα έλεγε σε ό,τι αφορά τη δυνατότητα που έχει η λιτότητα να αναστρέψει την τροπή των πραγμάτων και όχι φυσικά σε ό,τι αφορά την πρόθεσή του να ξεζουμίσει τον κόσμο, εφαρμόζοντας το ένα πακέτο αντιλαϊκών μέτρων μετά το άλλο. Τελευταίο κρούσμα η αύξηση του ΦΠΑ κατά δύο μονάδες (από 11% σε 13%) σε εκατοντάδες είδη πλατιάς λαϊκής κατανάλωσης η οποία ισχύει από 1η Ιανουαρίου 2011: τρόφιμα, σερβιριζόμενα είδη σε καταστήματα μαζικής εστίασης, λογαριασμοί ρεύματος, ύδρευσης και αερίου, κόμιστρα ταξί, εισιτήρια μεταφορικών μέσων κ.α. Η υφαρπαγή 550 εκ. ευρώ από τις τσέπες των εργαζομένων όλο το 2011 ήταν το καλωσόρισμα στο νέο χρόνο από τη μεριά της κυβέρνησης. Επίσης η απόφαση της κυβέρνησης, με το νέο φορολογικό νόμο, να μετατρέψει σε αυτόφωρο αδίκημα την μη καταβολή του ΦΠΑ με αποτέλεσμα ακόμη και για ένα χρέος 5 ή 10 ευρώ ένας ελευθεροεπαγγελματίας ή έμπορος να οδηγείται στη φυλακή. Η αύξηση των συντελεστών του ΦΠΑ και η αυστηροποίηση του πλαισίου είσπραξης του συνιστούν πρόκληση καθώς οι καθυστερήσεις στις πληρωμές ακόμη και από τη μεριά του δημοσίου οδηγούν πολλούς επαγγελματίες να προπληρώνουν από την τσέπη τους τον ΦΠΑ που αντιστοιχεί στα τιμολόγια που εκδίδουν, χωρίς κατ’ ανάγκη να τον εισπράττουν κιόλας. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι όλη η συζήτηση επικεντρώνεται στην πειθαρχία είσπραξης και απόδοσης των πιο αντιλαϊκών φόρων, των έμμεσων, όταν η θεσμοθετημένη, με το νόμο δηλαδή, φορολογική ασυλία του κεφαλαίου, μέσω της μείωσης των άμεσων φόρων που βαρύνουν τις ανώνυμες εταιρείες γνωρίζει νέα ιστορικά ύψη. Σε αυτό το πλαίσιο τα λαμόγια του ΠΑΣΟΚ δίνουν το πράσινο φως για να κυνηγάει ο ένας τον άλλον με τις αποδείξεις, ψάχνοντας στην πραγματικότητα ψύλλους στα άχυρα γιατί τίποτε οικονομικά σημαντικό δεν αντιπροσωπεύει πλέον ο ΦΠΑ σε μια αγορά που πνέει τα λοίσθια, ενώ από την άλλη το κεφάλαιο ψάχνει ποιος είναι προσφορότερος τρόπος για να βγάλει τα λεφτά του έξω! Η αιματηρή λιτότητα που είναι αποφασισμένη να εφαρμόσει η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ συμπληρώνεται από το λεγόμενο άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων που θα μειώσει το εισόδημα δεκάδων χιλιάδων ελεύθερων επαγγελματιών, την μείωση των συντάξεων που αναμένεται να ξεκινήσει με την δημοσιοποίηση των αναλογιστικών μελετών για τα ταμεία κύριας ασφάλισης στις 31 Ιανουαρίου και επίσης, κορωνίδα όλων, ένα πακέτο εισπρακτικών μέτρων ύψους 14 δισ. ευρώ που θα επιτρέψει την είσπραξη της επόμενης δόσης του δανείου. Ακόμη κι αυτά όμως τα μέτρα ενδέχεται, σύμφωνα με δηλώσεις του υπουργού Υγείας, Ανδρέα Λοβέρδου, την Παρασκευή στο ραδιοσταθμό Ρέαλ, να αποδειχθούν ανεπαρκή και στο τέλος Φεβρουαρίου η κυβέρνηση να επιβάλλει «άλλες πολιτικές, οριζόντιες και άδικες», θεωρώντας προφανώς ότι τα μέχρι σήμερα μέτρα ήταν δίκαια!!!

Η αντίφαση όμως είναι ότι όλα αυτά τα μέτρα παρότι ισοδυναμούν με μια ιστορικών διαστάσεων οπισθοδρόμηση για τους εργαζόμενους, παρότι θα οδηγήσουν την ανεργία και τα λουκέτα σε θεόρατα ύψη και θα προκαλέσουν αλλεπάλληλα κύματα πάμφτωχων, άστεγων και εξαθλιωμένων (που ήταν άνθρωποι οι οποίοι μέχρι και το 2009 τα έφερναν βόλτα), παρόλα αυτά δεν θα αποτρέψουν την αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους όπως ήδη την προωθεί το κεφάλαιο.

Η κατακρήμνιση των μετοχών του χρηματιστηρίου στις 1.374 μονάδες, όσο κι αν έχει πάψει προ πολλού το χρηματιστήριο να αποτελεί αξιόπιστο δείκτη της πορείας της οικονομίας, και περισσότερο το «άδειασμα» των εκτεθειμένων στο εξωτερικό τραπεζικών μετοχών αποτελούν προάγγελο των δονήσεων που έρχονται. Το ίδιο και η αναμενόμενη υποβάθμιση της ελληνικής οικονομίας από τους οίκους Standard & Poor’s και Fitch (παρότι ο ρόλος τους κάθε άλλο παρά με του παθητικού παλμογράφου μπορεί να παρομοιαστεί), η οποία θα δώσει νέα ανοδική ώθηση στα επιτόκια των κρατικών ομολόγων που ήδη «πετούν» στις 970 μονάδες βάσης, καταγράφοντας ρεκόρ!

Που πήγαν αλήθεια οι πρωθυπουργικές διαβεβαιώσεις ότι η προσφυγή στον μηχανισμό ΔΝΤ – ΕΕ θα εκτόνωνε τις κερδοσκοπικές πιέσεις και θα λειτουργούσε καθησυχαστικά για τις αγορές; Ξεχάστηκαν και έδωσαν την θέση τους στον ανένδοτο αγώνα που δίνει ο Γιωργάκης, μαζί με τον Σαμαρά και τον Τσίπρα (να και ένας στόχος που όλους μας ενώνει…) για την έκδοση ευρω-ομολόγου και την άσκηση πιέσεων προς τον γερμανικό ιμπεριαλισμό να κατανοήσει επιτέλους τα «πραγματικά» του συμφέροντα που είναι υπέρ της ΕΕ. Έχει «ιερό χρέος» επομένως η Μέρκελ και το Βερολίνο, σύμφωνα ακόμη και με την αριστερή εκδοχή του φιλο-ευρωπαϊσμού, να στηρίξουν το ευρω-ομόλογο και την συνοχή της ΕΕ… Πρόκειται για ένα πλαίσιο που αποκρύπτει (ακόμη και τώρα!) τον ανταγωνιστικό χαρακτήρα των σχέσεων στο εσωτερικό της ΕΕ και το μέγεθος του κινδύνου που εκπροσωπεί το Βερολίνο για τα συμφέροντα των εργαζομένων στις περιφερειακές χώρες της ευρωζώνης και την ίδια την υπόστασή τους.

Μάρτυρας, ο δρόμος προς τον γκρεμό. Ο Γιωργάκης και οι συν αυτώ (όπως ο υπουργός Οικονομικών Γ. Παπακωνσταντίνου που διαβεβαίωνε αρχές της εβδομάδας το ειδησεογραφικό πρακτορείο Ρόιτερς πως η μόνη συζήτηση για αναδιάρθρωση αφορά το δάνειο της τρόικας των 110 δισ.) αποκρύπτουν ότι με το σχέδιο ελεγχόμενης χρεοκοπίας που προωθεί το Βερολίνο με τη συμμετοχή των ιδιωτών η αναδιάρθρωση του χρέους θα είναι αναπόφευκτη. Τα αντίστοιχα σχέδια θα επιταχυνθούν. Οι σχετικές ρυθμίσεις δε (για το χρόνο αποπληρωμής, τυχόν περίοδο χάριτος, το επιτόκιο κ.α.) θα αφορούν το πώς θα καταστεί εξυπηρετήσιμο όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μέρος του δημόσιου χρέους. Στην πράξη δηλαδή θα διασφαλίζουν την αποπληρωμή του προς το μέγιστο δυνατό συμφέρον όσων έχουν τοποθετήσει τα κεφάλαιά τους στα ελληνικά ομόλογα. Θα είναι ένα σχέδιο αναδιάρθρωσης κομμένο και ραμμένο στα μέτρα των πιστωτών, με πιο πιθανούς χαμένους τα ασφαλιστικά ταμεία.

Στον αντίποδα των αστικών σχεδιασμών, που έχουν ακόμη ανοιχτό το επακριβές περιεχόμενο της λύσης, βρίσκεται το αίτημα για παύση πληρωμών ακόμη και παραγραφή του δημόσιου χρέους, προϋπόθεση για να ασκηθεί οποιαδήποτε αναδιανεμητική πολιτική. Το αίτημα αυτό θα προωθηθεί στο πλαίσιο και ως αποτέλεσμα της ταξικής πάλης, σε σύγκρουση με τις επιδιώξεις της ντόπιας και ξένης αστικής τάξης και της ΕΕ που συλλογικά προστατεύουν τα συμφέροντα κερδοσκόπων και αεριτζήδων τοκογλύφων, όπως έδειξε η εμπειρία των τελευταίων μηνών με το Μνημόνιο. Πρόσφορο μέσο, με βάση την πλούσια και αντιφατική διεθνή εμπειρία (που είναι όμως ελάχιστα γνωστή στον Βορρά λόγω του ότι το πρόβλημα του χρέους αποτελούσε «προνόμιο» των αναπτυσσόμενων καπιταλιστικά χωρών μέχρι πρόσφατα) αποτελούν οι Επιτροπές Λογιστικού Ελέγχου που θα φέρουν σε πέρας το δημοκρατικό αίτημα ανοίγματος των βιβλίων του χρέους, που μπορεί να συγκινήσει και να κινητοποιήσει ευρύτερες πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις. Το πόσο μακριά θα φτάσει το έργο αυτής της επιτροπής που θα αποτελέσει πεδίο αντιπαράθεσης θα είναι αποτέλεσμα των ίδιων των λαϊκών αγώνων…

Αρέσει σε %d bloggers: