Η οικονομική φτώχεια που φέρνουν οι νέοι δημοσιονομικοί κανόνες της ΕΕ και η πολιτική φτώχεια της Αριστεράς, του Λεωνίδα Βατικιώτη

Η ΕΕ ενώ απορρίπτει την πρόταση εξαίρεσης των επενδύσεων από τον υπολογισμό του ελλείμματος συζητάει σοβαρά την εξαίρεση των πολεμικών δαπανών. Προφανώς ο μιλιταρισμός δεν γνωρίζει δημοσιονομικά όρια…

Όταν φθάνουν ακόμη και Γαλλία, Ιταλία να δηλώνουν την αντίθεσή τους στο νέο δημοσιονομικό πλαίσιο που προτείνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή οι δηλώσεις της Αθήνας περί ικανοποίησης, επειδή υποτίθεται ότι προβλέπει μία κάποια χαλάρωση των δημοσιονομικών κανόνων, μόνο μειδιάματα προκαλούν. Είναι η παραδοσιακή ελληνική πρακτική της ανεπιφύλακτης αποδοχής των ευρωπαϊκών όρων που έχει καταδικάσει την Ελλάδα να είναι η μοναδική ακόμη χώρα στην ΕΕ η οποία δεν έχει συνέλθει από την δημοσιονομική κρίση και το ΑΕΠ της υπολείπεται κι όσων πέτυχε την δεκαετία του 2000 – που και τότε ουραγός ήταν.

Αυτή η πραγματικότητα ωστόσο ουδόλως ανησυχεί την κυβέρνηση ή το κεφάλαιο. Ούτε και ότι το 2022 το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών ξεπέρασε τα 20 δισ. ευρώ, επιτυγχάνοντας αρνητικό ρεκόρ 12ετίας! Μόνο τη χρονιά που πέρασε η αύξηση του ελλείμματος ήταν της τάξης των 8 δισ. ευρώ, οφειλόμενη στην αρκετά μεγαλύτερη αύξηση των εισαγωγών έναντι των εξαγωγών, τόσο σε αξία όσο και σε όγκο.

Από την άλλη, τη φωτεινή πλευρά του ελληνικού καπιταλισμού, τα κέρδη ρεκόρ ύψους 8,9 δισ. ευρώ που εξασφάλισαν οι 129 εισηγμένες εταιρείες το 2022, ισοδυναμούν με την δεύτερη καλύτερη επίδοση όλων των εποχών, μετά τα 11,3 δισ. ευρώ που κέρδισαν οι εισηγμένες του 2007. Το ρεκόρ της αφρόκρεμας των ελληνικών επιχειρήσεων είναι άξιο προσοχής για δυο κυρίως λόγους.

Κατ’ αρχάς επειδή η σύμπτωση της έκρηξης κερδών με την φτωχοποίηση της ελληνικής κοινωνίας δείχνει τον ένοχο των ανατιμήσεων. Πίσω από τα αυξημένα κέρδη κρύβονται οι αυξήσεις τιμών. Μάρτυρας τα κατορθώματα των δύο διυλιστηρίων, ΕΛΠΕ του Λάτση και Μότορ Όιλ του Βαρδινογιάννη, που εμφάνισαν καθαρή κερδοφορία 1 δισ. ευρώ έκαστο. Όσο κάθε εργατικό νοικοκυριό ερχόταν σε απόγνωση βλέποντας τον λογαριασμό του ηλεκτρικού, τόσο η αστική τάξη άνοιγε σαμπάνιες για τα μυθικά της κέρδη.

Κατά συνέπεια, η μείωση – ρεκόρ του πραγματικού μισθού στην Ελλάδα μεταξύ 2022 και 2021, κατά 7,4% (μόνο η Εσθονία μας ξεπέρασε!) όπως καταγράφηκε από τον ΟΟΣΑ δεν οφείλεται ούτε σε τυχαία ούτε σε φυσικά φαινόμενα…

Δεύτερο, επειδή το ρεκόρ κερδών δείχνει ότι ακόμη και σε ένα φθίνον μακροοικονομικό περιβάλλον, με ελάχιστες επενδύσεις που κι αυτές τοποθετούνται πρωτευόντως στον τουρισμό και την αγορά ακινήτων – τη χαρά της αρπαχτής δηλαδή – το κεφάλαιο μπορεί να θάλλει, μένοντας αδιάφορο για τους φθίνοντες μακροχρόνιους όρους αναπαραγωγής. Κι όσο θα απουσιάζουν οι όροι μιας σταθερά διευρυμένης αναπαραγωγής τόσο πιο αναγκαία γίνεται μια κυβέρνηση Μητσοτάκη με αποστολή να δίνει το πράσινο φως για υπερκέρδη από ανατιμήσεις.

Αυτό το μακροοικονομικό περιβάλλον θα γίνει ακόμη πιο δυσμενές και η φτώχεια ακόμη πιο μεγάλη αν υιοθετηθεί το νέο δημοσιονομικό πλαίσιο που έθεσε προς συζήτηση η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κι αναμένεται να τεθεί σε ισχύ τον Ιανουάριο του 2024. Εντός του 2023 κι ενώ θα είναι ακόμη σε ισχύ η ρήτρα διαφυγής που τέθηκε σε εφαρμογή για να αντιμετωπιστεί η κρίση της πανδημίας, οι προτάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής θα οριστικοποιηθούν και θα αποφασιστούν στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και θα ψηφιστούν από το Ευρωκοινοβούλιο, στο οποίο αναλογεί ο ρόλος της …γλάστρας που ψηφίζει.

Το νέο δημοσιονομικό πλαίσιο εισάγει μια νέα αρχή, που έχει προκαλέσει έναν μικρό εκνευρισμό στο Τέταρτο Ράιχ και τον παραδοσιακό του σύμμαχο, την Ολλανδία. Υποκαθιστά το άκαμπτο και κοινά αποδεκτό πολυμερές πλαίσιο των σιδερένιων και κοινά συμφωνημένων κανόνων του Μάαστριχτ, με διμερείς συμφωνίες που θα υπογράφει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή με κάθε κράτος – μέλος. Στο νέο αυτό πλαίσιο το κέντρο βάρους μεταφέρεται στις γραπτές δεσμεύσεις των κυβερνήσεων προς την Κομισιόν.

Η αλλαγή αυτή είναι εν μέρει δικαιολογημένη και επιβεβλημένη. Τι στ’ αλήθεια νόημα έχουν οι συνεχείς έλεγχοι για τα «σιδερένια» υποτίθεται κριτήρια του Μάαστριχτ (όριο 3% στο δημοσιονομικό έλλειμμα και 60% στο δημόσιο χρέος) τα οποία ενσωματώθηκαν ατόφια στο Σύμφωνο Σταθερότητα και Ανάπτυξης, όταν η συντριπτική πλειοψηφία των κρατών μελών της ΕΕ παρανομεί εδώ και χρόνια και μια μικρή μειοψηφία – η ίδια κάθε χρόνο – συμμορφώνεται πλήρως ακόμη και σε περιόδους κρίσης;

Κυρίως όμως η συζητούμενη αλλαγή είναι ήσσονος σημασίας, επειδή αφορά τον τρόπο επίτευξης των στόχων, κι επ’ ουδενί την αναγκαιότητα επίτευξής τους ή όχι. Τα όρια του 3% και του 60% παραμένουν αμετακίνητα και γι’ αυτό στην Ελλάδα ο κρατικός προϋπολογισμός του τρέχοντος έτους προβλέπει, για πρώτη φορά μετά από 3 συναπτά έτη, την επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος ύψους 1,67 δισ. ευρώ ή 0,7% του ΑΕΠ, με έναν πολύ χαμηλό μάλιστα προβλεπόμενο ρυθμό μεγέθυνσης της τάξης του 1,8%. Γ’ αυτό επίσης το υπουργείο Οικονομικών επιδίδεται στην γνωστή του τέχνη της απόκρυψης της άσχημης πραγματικής κατάστασης της ελληνικής οικονομίας όπως αποκάλυψε ο πρώην αρμόδιος υπουργός Αλέκος Παπαδόπουλος.

Το νέο δημοσιονομικό πλαίσιο εισάγει επίσημα δύο πρωτοτυπίες, υπό το βάρος της αύξησης του δημόσιου χρέους μετά την πανδημία.

Η πρώτη αφορά τις συμφωνίες που θα συνάπτει κάθε «δημοσιονομικά παραβατικό» κράτος – μέλος της ΕΕ με την ίδια την Επιτροπή, στους όρους της οποίας θα προβλέπονται ο ρυθμός και τα μέσα επίτευξης της δημοσιονομικής ισορροπίας. Η συμφωνία θα έχει διάρκεια 4 ετών και θα μπορεί να επιμηκυνθεί για 3 έτη ακόμη. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι οι χρηματοδοτήσεις εξαρτώνται από την συμμόρφωση του κράτους – μέλους προς τους δημοσιονομικούς στόχους.

Έτσι, η Επιτροπή αποκτά το δικαίωμα σε περίπτωση απόκλισης να κόβει αδιακρίτως κονδύλια, κι ας χρηματοδοτούν την κοινωνική πολιτική…

Η δεύτερη αλλαγή αφορά το ύψος του δημόσιου χρέους που θα πρέπει να μειώνεται κάθε χρόνο σε όσα κράτη μέλη υπερβαίνει το 60% του ΑΕΠ. Μέχρι τώρα η δέσμευση ήταν για μείωση κατά 1/20 ετησίως σε εκείνο το μέρος που ξεπερνάει το ιερό κι απαραβίαστο όριο. Εν τω μεταξύ κανείς 30 χρόνια τώρα δεν μας έχει εξηγήσει γιατί η διαχωριστική γραμμή του «καλού» χρέους από το «κακό» έχει τεθεί σε αυτό το όριο κι όχι στο 50% ή στο 70% ή στο 80% του ΑΕΠ… Ο στόχος της ετήσιας μείωσης του χρέους κατά 1/20 ήταν πολύ φιλόδοξος για να είναι επιτεύξιμος για τους ιέρακες της δημοσιονομικής πειθαρχίας. Κοινώς ανεφάρμοστος! Γι’ αυτό έπρεπε να αλλάξει.

Η πρόταση που κατέθεσαν οι ανεξέλεγκτοι κι αργυρώνητοι αργόσχολοι της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είναι ότι το χρέος πρέπει να μειώνεται κατά 0,5% ετησίως (κι όχι 5%) σε εκείνο το κομμάτι που υπερβαίνει το 60% για όλες τις χώρες μάλιστα με χρέος άνω του 60% κι όχι μόνον για εκείνες που έχουν τεθεί στην επιτηρητική Διαδικασία του Υπερβολικού Ελλείμματος. Πιθανά αυτή η διεύρυνση να ενόχλησε την Γερμανία που πλέον έχει χρέος 67% του ΑΕΠ της, το οποίο αναμένεται να αυξηθεί ραγδαία στο μέλλον τόσο λόγω της κρίσης και του μοιραίου υποβιβασμού της εξ αιτίας της διακοπής των σχέσεων της με την Ρωσία, όσο και λόγω των αυξανόμενων στο εξής πολεμικών δαπανών.

Η ΕΕ μάλιστα ενώ απορρίπτει την πρόταση εξαίρεσης των επενδύσεων από τον υπολογισμό του ελλείμματος συζητάει σοβαρά την εξαίρεση των πολεμικών δαπανών. Προφανώς ο μιλιταρισμός δεν γνωρίζει δημοσιονομικά όρια…

Σε κάθε περίπτωση η προαναφερθείσα μεταρρύθμιση του δημοσιονομικού πλαισίου κρίθηκε υποδεέστερη της αναμενόμενης και απορρίφθηκε ακόμη κι από Γαλλία, Ιταλία. Το ενδιαφέρον τους εξηγείται επειδή μετά την πανδημία η αύξηση του χρέους ήταν μεγαλύτερης στις χώρες της περιφέρειας σε σχέση με τις χώρες του ευρωπαϊκού κέντρου.

Η μεν πρώτη επειδή ο στόχος του ελλείμματος 3% παραμένει, δημιουργώντας ασφυξία στους κρατικούς προϋπολογισμούς, η δε Ιταλία επειδή το αίτημα της να εξαιρεθούν οι επενδύσεις από τον υπολογισμό του δημοσιονομικού ελλείμματος ώστε να δοθεί μια γερή ώθηση στη συσσώρευση του κεφαλαίου έπεσε στο κενό.

Καμιά ωστόσο χώρα δεν έθεσε στο επίκεντρο τις τεράστιες κοινωνικές επιπτώσεις που θα σημάνει η παραμονή ακόμη και στο νέο δημοσιονομικό πλαίσιο των ορίων μείωσης του ελλείμματος και του χρέους 3% και 60% ακόμη κι αν οι τρόποι επίτευξης τους μεταβληθούν! Γιατί είναι σίγουρο πώς όσο παραμένουν τα παραπάνω όρια, τόσο οι χρηματοδοτήσεις στην υγεία, την παιδεία και τις δημόσιες υποδομές θα συρρικνώνονται. Η δε αλλαγή του πλαισίου συμφωνίας από πολυμερές σε διμερές, ανοήτως ανησυχεί την Γερμανία ότι θα δώσει χώρο σε αδιαφανείς πολιτικές συμφωνίες. Αρκεί μια ματιά στην Ελλάδα την περίοδο 2009 – 2018 για να πειστεί κι ο πιο καχύποπτος πώς η «ιδιοκτησία» των προγραμμάτων λιτότητας, κατά την ορολογία του ΔΝΤ που αντιγράφει ακέραια τώρα η ΕΕ, συνοδευόμενη από τη δυνατότητα εκβιασμού με τις χρηματοδοτήσεις, που μετατρέπονται άλλοτε σε μαστίγιο και άλλοτε σε καρότο, αποτελεί την πιο αποτελεσματική μέθοδο πειθαναγκασμού των κυβερνήσεων να πλειοδοτήσουν σε μέτρα λιτότητας και φτωχοποίησης της κοινωνίας.

Η Αριστερά απέναντι στο νέο δημοσιονομικό πλαίσιο

Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν εξέδωσε καν μια ανακοίνωση να αποδοκιμάσει το νέο και υπό διαμόρφωση ακόμη πλαίσιο, δηλώνοντας έτσι την πρόθεσή του να προσαρμοστεί αναντίρρητα στις προδιαγραφές του, όποτε κερδίσει τις εκλογές. Η ανάγκη διαφοροποίησης του ΣΥΡΖΑ από τις προτάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ήταν επιβεβλημένη επειδή ισοδυναμεί με την ακύρωση ακόμη κι αυτών των ρηχών εξαγγελιών του, που δεν σηματοδοτούν καμιά βελτίωση στη θέση των εργαζομένων. Την περίοδο 2015 – 2019 άλλωστε έδειξε ότι δεν διστάζει να υλοποιήσει καμιά απαίτηση της ΕΕ αν πρόκειται να εξασφαλίσει το χρίσμα της. Γιατί να μην το επαναλάβει και τώρα;

Την έκπληξη πάντως εδώ την είδαμε από το νεοπαγές σχήμα «ΜΕΡΑ 25 Συμμαχία για τη Ρήξη». Κι ήταν έκπληξη αρνητική. Από την ίδρυση του ΜΕΡΑ 25 η ηγεσία του κατέβαλε μια επίμονη προσπάθεια να απαλλαγεί από τα βαρίδια του πρώτου εξαμήνου του 2015: Ευθύνη για συμφωνία 20ης Φεβρουαρίου, αποδοχή 70% των μνημονίων, κοκ. Αυτή η απομάκρυνση θα μπορούσε να γίνει δεκτή, αν συνοδευόταν από μια άλλη αντίληψη για τις υποκείμενες αιτίες. Είναι άλλο ένα να λες «δεν ήξερα το χαρακτήρα της ΕΕ, έσφαλα και τώρα αντιπαλεύω την ΕΕ γιατί θα μας στριμώξουν ξανά στα σχοινιά», κι άλλο «δεν μπορούσα να προβλέψω τις συνέπειες», όταν μάλιστα ένα αξιόλογο ποσοτικά και ποιοτικά δυναμικό προέβλεπε από το 2010 ακόμη ότι το ερώτημα ήταν «δραχμή ή μνημόνια». Εντός του ευρώ και της ΕΕ τα μνημόνια ήταν αναπόδραστα, όπως αποδείχτηκε. Το δε «σκίσιμο των Μνημονίων» ισοδυναμούσε με έξοδο από ευρώ και ΕΕ…

Και σήμερα μάλιστα οι μύδροι κατά των Μνημονίων όσο οι κινητήριες δυνάμεις τους παραμένουν στο απυρόβλητο αναπαράγει ψευδαισθήσεις και ήττες.

Εσχάτως, η διεύρυνση του ΜΕΡΑ 25 με δυνάμεις που έθεσαν έγκαιρα και με πειστικό τρόπο, αν και ολίγον δογματικά και μονοσήμαντα, το θέμα της εξόδου από το ευρώ, δημιούργησε τη δυναμική ώστε η αυτοκριτική του ΜΕΡΑ 25 να φτάσει στο φυσιολογικό της τέλος. Δηλαδή να ολοκληρωθεί υιοθετώντας και το αίτημα της διπλής εξόδου. Κι αντί γι’ αυτή την στροφή προς τα αριστερά είδαμε να εμπεδώνονται οι αμφιλεγόμενες διακηρύξεις που, στο τέλος της ημέρας, αφήνουν ανοιχτούς όλους τους δρόμους. Ο προ-κυβερνητικός ΣΥΡΙΖΑ μάλιστα πρέπει να ομολογήσουμε πώς ήταν πιο θαρραλέος στην υιοθέτηση αριστερών αιτημάτων…

Η παραμονή στο πολυσήμαντο κενό του κέντρου επισημοποιήθηκε με το σχέδιο Δήμητρα, που παρουσιάστηκε μάλιστα δημόσια ενώ κορυφωνόταν η διαπάλη για τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες της ΕΕ. Το σχέδιο Δήμητρα δεν είναι σχέδιο σωτηρίας, ούτε καν ένα σχέδιο που προσπερνάει τις βασιλικές οδούς της λιτότητας. Είναι σχέδιο συσκότισης των πραγματικών αιτιών της λιτότητας, της φτωχοποίησης και της μετατροπής της Ελλάδας σε αποικία χρέους.

Επί της ουσίας, η προσπέραση των τραπεζών μέσω ενός δικτύου συμψηφισμών χρεώσεων και πιστώσεων από την μεριά του κράτους, των εργαζομένων και των ιδιωτών κανείς δεν θα διαφωνήσει ότι είναι όχι μόνο εφικτό αλλά κι αναγκαίο. Μόνο χρυσοπληρωμένα παπαγαλάκια της τραπεζικής μαφίας συνεχίζουν να εμφανίζουν τις χρεοκοπημένες τράπεζες – ζόμπι ως αιμοδότη ή νευρικό σύστημα της ελληνικής οικονομίας.

Ωστόσο ανάλογα σχέδια κατατέθηκαν ξανά και ξανά στο παρελθόν. Ας θυμηθούμε τα ευρω-ομόλογα και τα «αιώνια ομόλογα» βάσει των οποίων η Ελλάδα υποτίθεται θα μπορούσε να ξεπεράσει το πρόβλημα της πρόσβασης στις αγορές και να αναδιαρθρωθεί το ελληνικό δημόσιο χρέος – χωρίς διαγραφή, παραπέμποντας στο μέλλον την αποπληρωμή τους. Ενώ η ΕΕ τα χρησιμοποίησε για να χρηματοδοτήσει μερικώς το Ταμείο Ανάκαμψης, απέτυχαν να αποτελέσουν μια εναλλακτική φιλολαϊκή, αριστερή λύση επειδή το πρόβλημα του ελληνικού χρέους ποτέ δεν ήταν τεχνικό. Ήταν πολιτικό! Έτσι και τώρα, το πρόβλημα των ελληνικών τραπεζών, που υποτίθεται θα υπερβεί η Δήμητρα, δεν είναι τεχνικό, αλλά πολιτικό. Οι χρεοκοπημένες ελληνικές τράπεζες, που συνεχίζουν να λειτουργούν επειδή έχουν εξαιρεθεί από τη πληρωμή φόρων, θα εξελιχθούν σε σιδερένια γροθιά του κεφαλαίου, όπως συνέβη και το 2015 πριν και μετά το δημοψήφισμα, επειδή αποτελούν συμπύκνωση της σύγχρονης πολιτικής και οικονομικής εξουσίας, βάσει των αρμοδιοτήτων που εκχωρεί στις τράπεζες η ΕΚΤ και η ίδια η ΕΕ. Αλλοίμονο σε όσους δεν το κατάλαβαν τότε κι εξακολουθούν να μην το καταλαβαίνουν ακόμη και σήμερα…

Έξω από την ΕΕ, αλλά όχι έξω από το ευρώ

Αντί παρένθεσης, η πρόταξη της δραχμής δεν ισοδυναμεί με καμιά επιστροφή σε κάποιο ειδυλλιακό παρελθόν που ουδέποτε υπήρξε, αλλά ακόμη κι αν υπήρξε κάθε επιστροφή στο παρελθόν είναι εξ ορισμού οπισθοδρομική κι αντιδραστική, πέρα από γραφική είτε στην ρετρό είτε στην vintage εκδοχή της. Η πρόταξη της δραχμής δεν ισοδυναμούσε ούτε με την καθαγίαση του καπιταλισμού της δραχμής όπως υποστήριζαν το 2012-2015 μαρξιστές διανοούμενοι του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και το ΚΚΕ πολεμώντας το αίτημα για εθνικό νόμισμα. Οι μεν για να προσδώσουν μια μαρξιστική αχλή στο προφίλ του ΣΥΡΙΖΑ και οι δε για να καταθέσουν πειστήρια υπευθυνότητας στο κεφάλαιο σε μια περίοδο τριγμών, που το «ευρωπαϊκό όραμα» δέχθηκε την μεγαλύτερη του αμφισβήτηση. Εκτός κι αν το αίτημα του ΚΚΕ για έξοδο από την ΕΕ, το ΝΑΤΟ και την απομάκρυνση των αμερικανικών βάσεων από την Ελλάδα – αιτήματα που με συνέπεια προτάσσει εδώ και χρόνια, ισοδυναμούν με μια Ελλάδα εκτός ΕΕ και ΝΑΤΟ μεν, καπιταλιστική δε. Με άλλα λόγια όπως το αίτημα για έξοδο από την ΕΟΚ παλιότερα και την ΕΕ σήμερα δεν ισοδυναμεί με την αναπόληση μιας καπιταλιστικής Ελλάδας εκτός ιμπεριαλιστικών ολοκληρώσεων, ούτε επιβάλλεται από καπιταλιστές που έχουν συμφέρον από την έξοδο, έτσι και το αίτημα για έξοδο από το ευρώ δεν αποτελούσε αυτοσκοπό. Συμπύκνωνε τις αντιθέσεις της συγκυρίας, προκαλούσε ρήγματα στο αστικό στρατόπεδο, εξυπηρετούσε τα λαϊκά συμφέροντα γιατί αδρανοποιούσε τον έναν από τους δύο εχθρούς και μπορούσε να δημιουργήσει αυτοπεποίθηση αν υλοποιούνταν με αριστερούς όρους – κι όχι με όρους Σόιμπλε.

Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, από την άλλη, υποτιμώντας την αυτοτέλεια του αιτήματος της εξόδου από το ευρώ και ταυτίζοντας το με το αίτημα της εξόδου από την ΕΕ, απέτυχε να συμπορευτεί και να εκφράσει ευρύτερα τμήματα του λαού που συνειδητοποιούσαν για πρώτη φορά  τον πολιτικό ρόλο του κοινού νομίσματος κι δήλωναν διατεθειμένα να αντιπαλέψουν την πιο προωθημένη μορφή της ιμπεριαλιστικής ενοποίησης τη νομισματική. Κι έτσι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ αντί να ενώνει, διασπούσε. Όπως και σήμερα με την πολιτική τακτική της.

Τούτων δοθέντων το αίτημα της ακύρωσης των νέων δημοσιονομικών κανόνων, έστω ως ευαίσθητος σεισμογράφος, δεν αποτελεί μόνο όρο εκ των ων ουκ άνευ για μια φιλολαϊκή πολιτική, αλλά και κριτήριο για την ψήφο των αριστερών. Κι οι δυνάμεις της Αριστεράς στη σημερινή συγκυρία αδυνατούν να το διαχειριστούν ενωτικά και με ελπίδες νίκης.

ΔΝΤ: όχι λάθος, προμελετημένο έγκλημα!

Πιο απερίφραστα δεν μπορούσε να περιγραφεί το οικονομικό έγκλημα που διαπράχθηκε στην Ελλάδα με αφορμή την αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους το 2012 από τον τρόπο που το διατύπωσε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Η Ελλάδα καταστράφηκε για να σωθεί η ευρωζώνη!

ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΒΑΤΙΚΙΩΤΗΣ

Η νέα μεταμέλεια των οικονομικών δολοφόνων του ΔΝΤ περιλαμβάνεται σε κείμενο πολιτικής που κυκλοφόρησε εντός του Μαΐου του 2019, με θέμα την επισκόπηση των «προγραμμάτων διάσωσης» που εφαρμόστηκαν ανά τον κόσμο και των όρων (αιρεσιμοτήτων) που περιλάμβαναν ως αυστηρή προϋπόθεση για τη χορήγηση των χρηματοδοτήσεων. Η συγκεκριμένη επισκόπηση (εδώ το σχετικό έγγραφο) εκτείνεται από το Σεπτέμβριο του 2011 ως το τέλος το 2017 κι αφορά δεκάδες χώρες του πλανήτη.

Οι διαπιστώσεις ωστόσο που περιλαμβάνει για την Ελλάδα θα έπρεπε να προκαλέσουν πολιτικό σεισμό επειδή από τις πιο επίσημες πηγές γράφεται ό,τι φώναζε όλος ο κόσμος το 2010, 2011 και 2012: Πώς τα δάνεια του ΔΝΤ δεν έρχονται να σώσουν την Ελλάδα, αλλά τις τράπεζες! Α ς δούμε κατά λέξη τι αναφέρει το ΔΝΤ, που κάλλιστα μπορεί να χαρακτηριστεί σαν το «πιστόλι των τραπεζιτών»: «Η απροθυμία αναδιάρθρωσης του χρέους μπορεί να έχει καθοδηγηθεί από ανησυχίες για τις οικονομικές, χρηματοπιστωτικές και πολιτικές επιπτώσεις, όπως και τις συνέπειες διάχυσης στην περιοχή. Αυτό είναι πιο έντονο όταν η οικονομία του χρεώστη συνδέεται στενά με άλλες οικονομίες, όπως στην περίπτωση της Ελλάδας». (παρ. 27, σελ. 29).

Η καθυστερημένη αναδιάρθρωση της Ελλάδας, που επιλέχθηκε με κριτήριο να μην υπάρξουν επιπτώσεις στις τράπεζες της ευρωζώνης συνοδεύτηκε ωστόσο από μεγάλο οικονομικό κόστος. Θαυμάστε πόσες ομολογίες υπάρχουν στην ακόλουθη παράγραφο από την έκθεση του ΔΝΤ, που αναγνωρίζει μεταξύ άλλων ότι δανειοδότησε την Ελλάδα παραβιάζοντας το καταστατικό του: «Εμφανώς, με τη συμφωνία του 2010 το προσωπικό αξιολόγησε πώς το χρέος ήταν βιώσιμο, αλλά όχι με μεγάλη πιθανότητα. Παρόλα αυτά το Ταμείο αποδέχτηκε τη συμφωνία, επειδή το Εκτελεστικό Συμβούλιο  τροποποίησε το δεύτερο κριτήριο για να επιτρέψει στο Ταμείο να δανείσει. Η μετάδοση ήταν η μεγαλύτερη ανησυχία για τα μέλη της ευρωζώνης, δεδομένης της τραπεζικής έκθεσης στις χώρες της ευρωζώνης που επλήγησαν από την κρίση και της απουσίας τείχους προστασίας. Η απόφαση να μη γίνει αναδιάρθρωση του χρέους με το ξέσπασμα της κρίσης επέτρεψε να αποπληρωθούν πλήρως τον πρώτο χρόνο εφαρμογής του προγράμματος γύρω στα 40 δισ. ευρώ (20% του ΑΕΠ του 2011). Η αναδιάρθρωση ανακοινώθηκε τον Ιούλιο του 2011, αλλά οι διαπραγματεύσεις σήμαιναν ότι επιπλέον 10 δισ. ευρώ (περίπου 5% ΑΕΠ του 2012) συνέχιζαν να αποπληρώνονται στο ακέραιο μέχρι την ολοκλήρωση της αναδιάρθρωσης του 2012» (παρ. 26, σελ. 28).  

Μεθερμηνευόμενα τα παραπάνω σημαίνουν αρχικά ότι η Ελλάδα αφέθηκε να βυθίζεται στην κρίση χρέους επί δύο χρόνια, με αποτέλεσμα προϊόντος του χρόνου κάθε λύση να αποδεικνύεται ατελέσφορη, για να μην πληγούν τα κράτη μέλη της ευρωζώνης και οι ευρωπαϊκές τράπεζες. Επίσης, ότι αυτή η καθυστέρηση μας στοίχισε και 50 δισ. ευρώ! Κι αυτά συνέβησαν εις γνώση των πολιτικών (κυρίως του ΠΑΣΟΚ) που απειλούσαν από τηλεοράσεως κάθε φορά ότι αν δε δεχτούμε τα αντιλαϊκά μέτρα και δεν πάρουμε τη δόση του δανείου θα χρεοκοπήσουμε. Πρόκειται για αλήθειες που αποδεικνύουν πόσο κενά περιεχομένου είναι όσα λέγονται περί ευρωπαϊκής αλληλεγγύης. Αποδεικνύουν επίσης πώς το δημόσιο χρέος χρησιμοποιήθηκε ως μηχανισμός αναδιανομής ακόμη και στο «και πέντε» της κρίσης υπέρ των τραπεζών. Και γι’ αυτό το λόγο ακόμη και τώρα το δημόσιο χρέος δεν πρέπει να πληρωθεί…

Πηγή: Εφημερίδα Kontranews

Η Γερμανία προτιμά την κρίση από το χρέος

ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΒΑΤΙΚΙΩΤΗΣ

leonidasvatikiotis@gmail.com

Πληθαίνουν οι ενδείξεις πώς η Γερμανία είναι στο μέσο ή τις απαρχές μιας σοβαρής οικονομικής κρίσης που σύντομα θα πλήξει παραγωγή και εισοδήματα, αυξάνοντας την ανεργία που σήμερα βρίσκεται στα χαμηλότερο επίπεδα μετά την επανένωση και πολύ περισσότερο τις ανισότητες που κυμαίνονται σε επίπεδα ρεκόρ. Είναι ενδεικτικό πώς, σύμφωνα μ έρευνα της κεντρικής τράπεζας της Γερμανίας, το 10% των πιο πλούσιων νοικοκυριών διαθέτει πάνω από το 50% των συνολικών περιουσιών, ενώ το 50% των νοικοκυριών διαθέτει το 3% του συνόλου!

Το Φεβρουάριο ο δείκτης νέων παραγγελιών έπεσε κατά 4,2% σε σχέση με τον προηγούμενο μήνα, καταγράφοντας την μεγαλύτερη πτώση από τον Ιανουάριο του 2017. Σε ετήσια βάση η πτώση άγγιξε το 8,4%, καταγράφοντας την μεγαλύτερη συρρίκνωση από το 2009. Ακόμη μεγαλύτερη ήταν η μείωση στις νέες παραγγελίες εξαγωγών που έφτασε σε διψήφια ποσοστά.

Τα σημάδια κόπωσης της γερμανικής οικονομίας ξεκίνησαν το 2018 και καταγράφηκαν στο δεύτερο μισό του έτους. Αποδόθηκαν δε στις νέες ρυθμίσεις για τους ρύπους που επιβλήθηκαν στη γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία. Σύντομα ωστόσο ήρθε η επιβράδυνση της παγκόσμιας ζήτησης, ως αποτέλεσμα πολιτικών εξελίξεων, να αναγκάσει χώρες όπως η Γερμανία, που είναι σημαντικά εκτεθειμένες στη διεθνή αγορά, να πληρώσουν ένα υψηλό τίμημα για την έκθεσή τους. Οι πολιτικές εξελίξεις περιστρέφονταν γύρω από την αβεβαιότητα σχετικά με τους όρους εξόδου της Αγγλίας από την ΕΕ και τον κλιμακούμενο εμπορικό πόλεμο των ΗΠΑ με την Κίνα και την Ευρώπη. Ορισμένα μεγέθη είναι αρκετά για να φανεί ο τρόπος με το οποίο η παγκόσμια αγορά μετατρέπεται από ευλογία σε κατάρα σε εποχές αστάθειας για τις εξαγωγικές χώρες, όπως είναι η Γερμανία που διαθέτει μια εξαγωγική μηχανή αξίας 1,3 τρισ. ευρώ, κι είναι η δεύτερη μεγαλύτερη εξαγωγική οικονομία στον κόσμο, διατηρώντας ωστόσο ένα θετικό εμπορικό ισοζύγιο ύψους 200 δισ. ευρώ.

Οι εξαγωγές στην Αγγλία, που είναι η τρίτη μεγαλύτερη εξαγωγική αγορά για τη Γερμανία εκτός ευρωζώνης, μετά τις ΗΠΑ και την Κίνα, απορροφώντας κατά βάση μηχανολογικό και μεταφορικό εξοπλισμό, μειώθηκαν κατά 6% το τελευταίο τρίμηνο του 2018 σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Την ίδια περίοδο κάθετη πτώση, στο επίπεδο του 30% σε σχέση με την ίδια περίοδο του περυσινού χρόνου, υπέστησαν και οι εξαγωγές στην Τουρκία. Με το χαμηλότερο ποσοστό από το 2009 κινήθηκε και ο δείκτης αγοράς νέων παραγγελιών IHS. Ως αποτέλεσμα αυτών των αλλαγών, οι προβλέψεις για την αύξηση του ΑΕΠ το 2019 από 1,8% όπως γραφόταν πέρυσι και 1% πιο πρόσφατα, μειώθηκαν στο 0,5%, που ισοδυναμούν με τους χαμηλότερους ρυθμούς μεγέθυνσης των τελευταίων έξι ετών! Οι επιπτώσεις από την επιβράδυνση της γερμανικής οικονομίας αργά ή γρήγορα θα γίνουν αισθητές σε όλη την Ευρώπη δεδομένου ότι μπορεί η Γερμανία σε σχέση με την Αγγλία και την Τουρκία να δέχεται τις αντιδράσεις, σε σχέση με την υπόλοιπη όμως Ευρώπη, καθώς ισούται με το ένα τρίτο της ηπειρωτικής οικονομίας, αυτή δίνει το ρυθμό και επιβάλλει το πόσο γρήγορα θα αυξηθεί η οικονομία ή θα συρρικνωθεί.

Οι επιπτώσεις μάλιστα στην υπόλοιπη Ευρώπη από την γερμανική κρίση ενδέχεται να αποδειχθούν πολύ πιο σοβαρές από μια ενδεχόμενη μείωση των ευρωπαϊκών εξαγωγών στη Γερμανία, σε σχέση με τις επιπτώσεις στις γερμανικές εξαγωγές από την τουρκική ύφεση. Κι αυτό επειδή η αγορά της ευρωζώνης αποτελεί για τη Γερμανία όχι μόνο πίσω αυλή αλλά και απορροφητήρα κραδασμών. Με άλλα λόγια, η γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία ενδέχεται να αντιμετωπίσει τις πιέσεις που δέχεται από τις μειωμένες παραγγελίες εξ αιτίας της μείωσης της συναλλαγματική ισοτιμίας της τουρκικής λίρας ασκώντας μια πολύ πιο επιθετική πολιτική τιμών που θα εκτοπίζει ανταγωνιστές από την Ασία ή τις ΗΠΑ. Πράττοντας το ίδιο σε όλη την κλίμακα των εξαγωγών της ο μεγάλος χαμένος θα αποδειχθεί, για μια ακόμη φορά, η υπόλοιπη ευρωπαϊκή παραγωγή που θα συρρικνωθεί ανήμπορη να αντιμετωπίσει την γερμανική αντεπίθεση.

Η ικανότητα του Βερολίνου να ρυθμίζει τους όρους του ανταγωνισμού με βάση τα δικά του συμφέροντα στην ευρωζώνη φάνηκε κι από την απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να αφήσει απαράλλαχτα τα επιτόκια του κοινού νομίσματος στα σημερινά χαμηλά επίπεδα – ρεκόρ μέχρι το 2020. Κι αν η ακύρωση των προγραμματισμένων αυξήσεων δεν πλήττει καμιά οικονομία, τι θα συμβεί όταν απειλούμενη από υπερθέρμανση η γερμανική οικονομία απαιτήσει άνοδο των επιτοκίων και σε εκείνη τη συγκυρία άλλες χώρες της ευρωζώνης απειλούνται από κρίση ή έστω στασιμότητα;

Η «εναλλακτική» της ευρωζώνης, δηλαδή η εξαγωγή της κρίσης στις χώρες που χρησιμοποιούν το κοινό νόμισμα, είναι που επιτρέπει στη Γερμανία να παραμένει αμετακίνητη στην πολιτική αιώνιας λιτότητας που σηματοδοτεί το «φρένο χρέους» που ψήφισε το 2011, μαζί με τα υπόλοιπα κράτη-μέλη της ΕΕ. Αποτελώντας την άλλη όψη των ισοσκελισμένων προϋπολογισμών, απαγορεύει τη δημιουργία χρέους ακόμη κι αν πρόκειται με την έκδοση νέων ομολόγων να χρηματοδοτηθούν επενδύσεις σε υποδομές. Στη Γερμανία μάλιστα παρατηρείται το εξής παράδοξο: ο προεχόμενος από το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα SPD υπουργός Οικονομικών Όλαφ Σολτς να είναι αυτός που αντιπαρέρχεται τις πιέσεις που ασκούν οι Χριστιανοδημοκράτες του κυβερνητικού συνασπισμού για μια σχετικά επεκτατική πολιτική, φτάνοντας μάλιστα στο σημείο να υποβαθμίζει τις διαστάσεις του προβλήματος. Είναι ενδεικτικά τα όσα δήλωσε στο BBC, «έχουμε μια πιο ήπια ανάπτυξη, κάτι που απέχει πολύ από ύφεση», προσπαθώντας να δείξει ότι δεν είμαστε μάρτυρες εξαιρετικών περιστάσεων που απαιτούν την αναθεώρηση των συνθηκών.

Αν ωστόσο δεν υπήρχε η λύση της ευρωζώνης, η απάντηση του Βερολίνου στο ερώτημα κρίση ή χρέος θα ήταν διαφορετική απ’ αυτή που δίνει σήμερα…

Ευρωπαϊκή Ένωση, όπως λέμε Λατινική Νομισματική Ένωση;

Όσο πυκνώνουν τα μαύρα σύννεφα πάνω από την Ευρωπαϊκή Ένωση τόσο ανθούν σενάρια Αποκάλυψης που εμφανίζουν μια πιθανή διάλυσή της ΕΕ, η οποία φέτος γιορτάζει τα 60 της χρόνια, ως ενδεχόμενο ισοδύναμο με πλανητική καταστροφή.

Του Λεωνίδα Βατικιώτη

Κι οι αφορμές κάθε άλλο παρά λίγες ή ήσσονος σημασίας είναι. Μένοντας μόνο στα σημαντικότερα ξεχωρίζουμε:

Πρώτο, την άνοδο της εκλογικής επιρροής μιας σειράς κομμάτων που προέρχονται συνήθως αλλά όχι πάντα από το χώρο της Άκρας Δεξιάς, τα οποία θέτουν ακόμη και αίτημα εξόδου της χώρας τους από την ευρωζώνη και την ΕΕ. Από την Ολλανδία και τη Γαλλία, μέχρι την Ιταλία και την Αυστρία πολιτικοί ευρείας απήχησης που διεκδικούν ακόμη και την πρωθυπουργία (πχ Μπέπε Γκρίλο στην Ιταλία) ή την προεδρία (Λε Πεν στη Γαλλία) χαρακτηρίζουν απερίφραστα επιζήμια τη συμμετοχή της χώρας τους προπαγανδίζοντας τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος, που είναι σίγουρο ότι θα προκρίνει την έξοδο.

Η δεύτερη αμφισβήτηση της ΕΕ προέρχεται από τις ανατολικοευρωπαϊκές χώρες, με προεξάρχουσα την κυβέρνηση του Βίκτορ Όρμπαν στην Ουγγαρία, που αρνήθηκαν το 2016 να αποδεχθούν την μεταναστευτική πολιτική που υιοθέτησαν οι Βρυξέλλες. Στο απόγειο εκείνης της κρίσης πήγαν οι Βρετανοί στις κάλπες ψηφίζοντας μαζικά την έξοδο της χώρας τους από την ΕΕ, τον Ιούλιο του 2016.

Η τρίτη αμφισβήτηση της ΕΕ, όπως τουλάχιστον την ξέραμε, προέρχεται από το στενό της πυρήνα. Οι αναφορές της Μέρκελ στην ΕΕ των πολλών ταχυτήτων, η Λευκή Βίβλος του Γιουνκέρ με τα πέντε σενάρια εξέλιξης της ΕΕ και η μίνι σύνοδος στη γαλλική πρωτεύουσα του άτυπου διευθυντηρίου (Γερμανία, Γαλλία, Ισπανία και Ιταλία) έδειξαν πως οι αρχές της τυπικής ισότητας που προβλέπονται στα καταστατικά έγγραφα της Ένωσης πλέον παραβιάζονται και δημοσίως. Γιατί, πίσω από τις κουρτίνες, κανείς δεν αμφέβαλε πώς η Γερμανία αποφάσιζε για τα πάντα…

Τέλος, η τέταρτη πίεση που δέχεται η ΕΕ είναι εισαγόμενη και προέρχεται από τις ΗΠΑ. Οι επιθέσεις του Τραμπ, με αφορμή το εμπορικό πλεόνασμα της Γερμανίας για παράδειγμα, οξύνουν τις φυγόκεντρες τάσεις στην Ένωση, εμφανίζοντας ως πιθανό ακόμη και ευκταίο σενάριο τη διάλυσή της. Προοπτική που εμφανίζεται ως η συντέλεια του κόσμου. Διπλωμάτες και διεθνής Τύπος, ειδικά το 2012 και 2013, παρομοίαζαν την Ευρωπαϊκή Ένωση ακόμη και με τη Σοβιετική Ένωση το 1987 ή το 1988, δηλαδή λίγους μήνες πριν αρχίσει η αποσύνθεσή της, για να ακολουθήσουν πόλεμοι κι εμφύλιοι που προκάλεσαν χιλιάδες νεκρούς…

Δε θα είναι και το τέλος του κόσμου…

Μια ματιά ωστόσο στην ιστορία είναι αρκετή για να δούμε ότι ένα πιθανό τέλος της ΕΕ δεν θα ισοδυναμεί με το τέλος του κόσμου, όπως, κατά συμμετρικό τρόπο, κι η ίδρυσή της δεν σήμανε την αρχή του κόσμου. Πριν φτάσουμε στον 20 αιώνα, πολλές φορές υιοθετήθηκαν μορφές οικονομικής ολοκλήρωσης, με την οικειοθελή προσχώρηση ανεξάρτητων κρατών, στο πλαίσιο των οποίων όχι μόνο καταργήθηκαν εμπορικοί φραγμοί, αλλά επίσης επήλθαν και νομισματικές ενοποιήσεις. Η πιο προωθημένη ενοποίηση εξ αυτών ήταν η Λατινική Νομισματική Ένωση, που ιδρύθηκε το 1865, χωρίς ωστόσο ποτέ να λάβει την αυστηρή και σε βάθος ενοποίηση που έλαβε η ευρωζώνη. Όπως αναφέρει ο Λευτέρης Τσουλφίδης στο βιβλίο του Οικονομική Ιστορία της Ελλάδας (Εκδόσεις Πανεπιστημίου Μακεδονίας, 2003) «η ονομασία προέρχεται από το γεγονός ότι τα ιδρυτικά μέλη της ένωσης, δηλαδή η Γαλλία, η Ιταλία, το Βέλγιο και η Ιταλία, είναι χώρες που η γλώσσα της καθεμιάς από αυτές έχει λατινικές ρίζες». Στη Λατινική Νομισματική Ένωση συμμετείχε, κατόπιν πολλών προσπαθειών και διαμαρτυριών και η Ελλάδα για ένα σύντομο χρονικό διάστημα.

Στο σπουδαίο βιβλίο του με τίτλο Μια ιστορία των νομισματικών ενώσεων (εκδ. Routledge, 2003) ο βρετανός συγγραφέας Τζον Τσόουν διακρίνει σε δύο κατηγορίες τις νομισματικές ενώσεις. Στην πρώτη γενική κατηγορία υπάγονται εκείνες οι ενώσεις μεταξύ κρατών που συνδέονται υπό ένα χρυσό (ή αργυρό) κανόνα, με το κάθε νόμισμα να προσδιορίζεται σε όρους χρυσού (ή αργύρου), υπό την έννοια ότι οι συναλλαγματικές ισοτιμίες είναι σταθερές. Οι ενώσεις «δεύτερου τύπου» είναι πιο ελεύθερες, με ανεξάρτητες νομισματικές πολιτικές και απαντώνται μεταξύ χωρών που συνδέονται με «γάμο ή κατάκτηση» ή είναι δημιουργήματα αγώνων ανεξαρτησίας. Η Λατινική Νομισματική Ένωση άνηκε στην πρώτη κατηγορία.

Επιχειρώντας μια αποτίμηση της ανόδου και της πτώσης της Λατινικής Νομισματικής Ένωσης, μόνο και μόνο για να φανεί ο ιστορικός, δηλαδή πεπερασμένος, χαρακτήρας κάθε τέτοιας μορφής οικονομικής συνεργασίας κι ενοποίησης, μπορεί να ειπωθεί σε αδρές γραμμές ότι τέσσερις ήταν οι δυνάμεις που οδήγησαν κι επέβαλαν τη δημιουργία της: Η ταχεία φιλελευθεροποίηση των οικονομιών και του εμπορίου, η ραγδαία άνοδος της Γαλλίας στην ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή, οι τριγμοί που δεχόταν το διμεταλλικό νομισματικό σύστημα και οι αλλεπάλληλοι κλυδωνισμοί που δοκίμαζαν την κοινωνική ζωή μέσω οικονομικών κρίσεων και επαναστάσεων. Στο έδαφος που διαμόρφωσαν οι τέσσερις αυτές δυναμικές δημιουργήθηκε η Λατινική Ένωση, που μπορεί να χαρακτηριστεί πρόδρομος του ευρώ.

Αποτέλεσμα της εξωστρέφειας

Μια από τις πιο γλαφυρές περιγραφές που περιλαμβάνονται στην Εποχή του κεφαλαίου 1848-1875 (Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας, 1994), του Έρικ Χομπσμπάουμ αφορά την ιλιγγιώδη ανάπτυξη του ευρωπαϊκού καπιταλισμού. Της έκρηξής του προηγήθηκε κατά τον βρετανό ιστορικό «ο νομικός ενταφιασμός του μεσαιωνικού και μερκαντιλιστικού πνεύματος» που το πρώτο μισό του 19ου αιώνα αγκάλιασε πλήθος τομέων: από την απελευθέρωση της ιδιωτικής επιχείρησης με την διευκόλυνση της ίδρυσης εταιρειών, που χαρακτηρίστηκε ο μοχλός της βιομηχανικής ανάπτυξης, μέχρι την κατάργηση των νόμων για την τοκογλυφία και την εξάλειψη κάθε περιορισμού στην εξορυκτική και μεταλλευτική δραστηριότητα. Μάλιστα, η επέλαση του οικονομικού φιλελευθερισμού δεν περιορίστηκε μόνο στις χώρες όπου πολιτικά είχε θριαμβεύσει ο φιλελευθερισμός, όπως στην Αγγλία, τη Γαλλία και τις Κάτω Χώρες. Παρατηρήθηκε ακόμη και στις απόλυτες μοναρχίες και ηγεμονίες της Κεντρικής Ευρώπης. Μάλιστα η φιλελεύθερη προέλευση εκείνη της εποχής μοιράζεται κάτι κοινό με τη σύγχρονη φιλελεύθερη προέλαση: Η τάση κατάργησης κάθε εμπορικού ή άλλου φραγμού και η πρόωρη παγκοσμιοποίηση δεν υποκινούταν μόνο από ιδεολογικές επιλογές. Πιο σημαντικό ρόλο διαδραμάτιζε η ανάγκη εύρεσης νέων αγορών δεδομένης της φτώχειας στο εσωτερικό των χωρών που προήλαυνε το φιλελεύθερο άρμα. «Η εγχώρια αγορά των φτωχών, στο βαθμό που οι ανάγκες της δεν ικανοποιούνταν από τους αγρότες και τους μικροτεχνίτες, δεν θεωρούνταν ακόμη σημαντικό υπόστρωμα για πραγματικά θεαματική οικονομική πρόοδο… Η τεράστια εξωστρεφής διεύρυνση της αγοράς τόσο για τα καταναλωτικά αγαθά όσο και, ίσως πάνω απ’ όλα, τα αγαθά που χρειάζονταν για να κατασκευαστούν οι καινούργιες βιομηχανικές εγκαταστάσεις, να εξοπλιστούν οι εταιρείες μεταφορών, να αποδώσουν οι επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, να χτιστούν οι καινούργιες πόλεις, ήταν απαραίτητη», γράφει ο βρετανός ιστορικός που έφυγε από τη ζωή το 2012, για να συμπληρώσει: «Ό,τι μπορούσε να πουληθεί πουλιόταν, ακόμη και προϊόντα που συναντούσαν έντονη αντίσταση στις χώρες αποδέκτες, όπως το όπιο, του οποίου οι εξαγωγές από τη βρετανική Ινδία στην Κίνα υπερδιπλασιάστηκαν σε ποσότητα και σχεδόν τριπλασιάστηκαν σε αξία». Σε αυτό ακριβώς το οικονομικό περιβάλλον συγκλήθηκε το 1865 στο Παρίσι το συνέδριο που σήμανε την επίσημη ίδρυση της Λατινικής Ένωσης, ένα χρόνο αργότερα, την 1η Αυγούστου 1866.

Γαλλικό σχέδιο

Το ζητούμενο ωστόσο δεν ήταν μόνο να ρυθμιστούν οι λεπτομέρειες ενός νομισματικού συστήματος που δεν ανταποκρινόταν πλέον στις ανάγκες της οικονομίας. Το ζητούμενο, επίσης, ήταν να κατοχυρωθεί κι η γαλλική ηγεμονία. Όπως ακριβώς η μεταπολεμική νομισματική τάξη, η οποία καθορίσθηκε επί αμερικανικού εδάφους στη συνάντηση του Μπρέτον Γουντς το 1945, έφερε ανεξίτηλη τη σφραγίδα της αναδυόμενης αμερικανικής ηγεμονίας για το Δυτικό ημισφαίριο με την ίδρυση του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας, όπως ακριβώς η ίδρυση του ευρώ συμπυκνώνει και προωθεί περαιτέρω τα σχέδια της σύγχρονης γερμανικής επέκτασης εντός κι εκτός ηπείρου, έτσι προς τα μέσα του 19ου αιώνα, το τέλος των Ναπολεόντειων Πολέμων (1803-1815) έβρισκε τη Γαλλία στη θέση του ρυθμιστή των ευρωπαϊκών πραγμάτων.

«Είναι πιθανό ότι η Λατινική Ένωση ήταν ένα από τα κύρια πολιτικά σχέδια του αυτοκράτορα Ναπολέοντα. Όπως ο Ναπολέων ο Πρώτος, επεδίωκε να καθορίσει τη νομοθεσία των άλλων χωρών και θεωρούσε βοήθεια στη γαλλική επιρροή ότι η νομισματική μονάδα και ο νομισματικός κανόνας της Γαλλίας θα επιβάλλονταν σε άλλα κράτη ως το καλύτερο που θα μπορούσε να επινοηθεί. Θεωρούταν, δίχως άλλο, ότι μια τέτοια επέκταση των γαλλικών νόμων θα προσέφερε εμπορική και βιομηχανική επιρροή που θα καθιστούσαν δυνατή την επίτευξη περισσότερης ή λιγότερης πολιτικής ισχύος για τη Γαλλία στις χώρες που θα συμμετείχαν στη νομισματική ένωση. Ασαφή όνειρα για επέκταση που μπορεί να είχαν προσδοθεί στο νέο νομισματικό σύστημα φαίνεται πως είχαν ικανοποιηθεί και αφειδώς είχαν διανεμηθεί προσκλήσεις συμμετοχής στην ένωση προς όλους» (Ιστορία της Λατινικής Νομισματικής Ένωσης, Henry Parker Willis, 1901). Δεν ξενίζει επομένως που στο τέλος η Λατινική Ένωση, πριν διαλυθεί επίσημα το 1928, αριθμούσε δεκάδες χώρες. Η Ελλάδα ενδεικτικά υπέγραψε τη συμφωνία στις 10 Απριλίου 1867, ενώ η υιοθέτηση του συστήματος έγινε 15 ολόκληρα χρόνια αργότερα: το Νοέμβριο του 1882.

Η τρέλα του διμεταλλισμού

Σε υλικό επίπεδο η προώθηση των γαλλικών συμφερόντων περνούσε μέσα από την υιοθέτηση του διμεταλλικού νομισματικού συστήματος. Ο Τζον Τσόουν, διεθνής φορολογικός σύμβουλος ο ίδιος (δεν του λείπουν δηλαδή οι γνώσεις για να αντιληφθεί και να αξιολογήσει ακόμη και τα πιο περίπλοκα νομισματικά συστήματα) στο βιβλίο του που προαναφέραμε παραθέτει μια ρήση, βάσει της οποίας «τρεις είναι οι δρόμοι που σε οδηγούν στην τρέλα: η αγάπη, η φιλοδοξία και η μελέτη του διμεταλλισμού»…

Με πολύ απλά λόγια το διμεταλλικό σύστημα βασιζόταν στον άργυρο και το χρυσό. Ο λόγος για τον οποίο ήταν αναγκαία, τότε, και τα δύο μέταλλα εξηγείται πολύ παραστατικά από τους Γ. Αλογοσούφη και Σ. Λαζαρέτου στο βιβλίο τους Η δραχμή (εκδόσεις Αθηναϊκή Οικονομική, 1997): «Αν και για την αποτελεσματικότητα του νομισματικού συστήματος απαιτείται μία μόνο μορφή χρήματος, στα αμιγώς μεταλλικά συστήματα δεν ήταν δυνατό να εξυπηρετηθούν όλες οι οικονομικές συναλλαγές με μία μορφή μετάλλου. Το ποσό του χρυσού που ήταν αναγκαίο για την διεκπεραίωση πολλών καθημερινών συναλλαγών ήταν πολύ μικρό. Η κοπή τόσων μικρών χρυσών νομισμάτων δεν ήταν ούτε τεχνικά εφικτή, αλλά ούτε εξυπηρετούσε τις συναλλαγές. Από την άλλη πλευρά, για μεγάλες συναλλαγές, το βάρος των αργυρών νομισμάτων που απαιτείτο, ήταν υπερβολικά μεγάλο. Έτσι στην πράξη ήταν πολύ πιο αποτελεσματικό να υπάρχουν αργυρά νομίσματα για μικρές συναλλαγές και χρυσά για μεγάλες».

Από δω και πέρα όμως αρχίζουν τα προβλήματα γιατί η σχετική τους τιμή έπρεπε διαρκώς να κρατείται σταθερή και η ισοτιμία που είχε επιβληθεί (15,5 μέρη αργύρου προς 1 μέρος χρυσού) δεν μπορούσε να μένει απαράλλαχτη στο πέρασμα του χρόνου για πολλούς λόγους. Ο σημαντικότερος ήταν οι νέες ανακαλύψεις κοιτασμάτων χρυσού ή αργύρου, που άλλαζαν την σχετική τιμή. Για παράδειγμα οι ανακαλύψεις τεράστιων κοιτασμάτων χρυσού στη Ρωσία, την Αυστραλία και την Καλιφόρνια αύξησαν την προσφορά χρυσού, με αποτέλεσμα να μειωθεί η τιμή του, ως προς τον άργυρο, τις δεκαετίες του 1850 και 1860.

Δύο παραδείγματα είναι αρκετά για να φανεί το χάος που συχνά προκαλούταν κι έχρηζε ρύθμισης με ένα διεθνές σύστημα, όπως επιχείρησε να κάνει η Λατινική Ένωση. Και τα δύο αφορούσαν λάθη στον υπολογισμό της σχετικής τιμής που ως πρωταγωνιστές είχαν τα δύο σπουδαιότερα, από οικονομική άποψη, κράτη τα οποία δεν συμμετείχαν στη Λατινική Ένωση. Το αμερικανικό νομισματοκοπείο χαρακτηριστικά με αφορμή μια υπερτίμηση του αργύρου, στο επίπεδο 15 προς 1 (κι όχι 15,5 προς 1) προκάλεσε την εξαφάνιση των χρυσών νομισμάτων καθώς οι κερδοσκόποι της εποχής τα αγόραζαν από τις ΗΠΑ έναντι αργύρου για να τα εξάγουν στη Γαλλία, όπου τα πουλούσαν έναντι 15,5 μερών αργύρου, για να επανεξάγουν τον άργυρο στις ΗΠΑ, κοκ. Το δεύτερο παράδειγμα ως επίκεντρο έχει το νομισματοκοπείο της Αγγλίας, όταν διευθυντής ήταν ο Ισαάκ Νεύτων, το 1717 για την ακρίβεια. Συγκεκριμένα, ο ορισμός πολύ χαμηλής τιμής για τον άργυρο (σε σχέση πάντα με το χρυσό) οδήγησε σε εξαφάνιση τα αργυρά νομίσματα. Έγιναν ανάρπαστα, με άλλα λόγια. Το πάθημα του Νεύτωνα εξελίχθηκε σε μάθημα για την Αγγλία που πολύ γρήγορα εγκατέλειψε το διμεταλλικό σύστημα, και υιοθέτησε από το 1821 τον κανόνα του χρυσού ως το εθνικό νομισματικό της σύστημα.

Το ίδιο έκαναν σιγά – σιγά και τα υπόλοιπα μέλη της Λατινικής Νομισματικής Ένωσης καθώς παρά τις επίμονες προσπάθειες της Γαλλίας να κλειδώσουν οι ισοτιμίες των δύο μετάλλων τα αποτελέσματα ήταν αναντίστοιχα των προθέσεων. Κι εδώ πάντως το δικό της ρόλο έπαιξε η γεωπολιτική, καθώς η νίκη της Γερμανίας στο γαλλο-πρωσικό πόλεμο και η μεγάλη αποζημίωση που εισέπραξε από τη Γαλλία έθεσε τις βάσεις για να υιοθετηθεί κι εκεί ο κανόνας χρυσού, που στη συνέχεια τον ενσωμάτωσαν κι όλες οι χώρες που συνέχιζαν να έχουν διμεταλλικό σύστημα: από τη Λατινική Ένωση μέχρι τις Κάτω και τις Σκανδιναβικές χώρες. Με αυτό τον τρόπο μετατράπηκε σε διεθνής, λόγω της ευκολίας και της σταθερότητας τιμών και ισοτιμιών που παρείχε. Επί της ουσίας ωστόσο ήταν συνώνυμος της δρακόντειας λιτότητας.

Πολιτική ένωση, η Λατινική…

Τέλος, τη δική τους σημασία στην προώθηση της Λατινικής Νομισματικής Ένωσης είχαν και οι πολιτικές προτεραιότητες. Εν συντομία, η Λατινική Ένωση τότε, όπως και η ΕΕ σήμερα, αποτελούσε ένα πολιτικό πρότζεκτ για την υπέρβαση των οικονομικών κρίσεων και των αλλεπάλληλων επαναστάσεων που συγκλόνιζαν την Ευρώπη. «Η ισχύς εν τη ενώσει» θα μπορούσε να είναι το σύνθημα της Λατινικής Ένωσης. «Αυτό που μας κάνει τη μεγαλύτερη εντύπωση, αναδρομικά, για το πρώτο μισό του 19ου  αιώνα», γράφει ο Χομπσμπάουμ, «είναι η αντίθεση ανάμεσα στο τεράστιο και ραγδαία αυξανόμενο παραγωγικό δυναμικό της καπιταλιστικής εκβιομηχάνισης και την ανικανότητά του, θα λέγαμε, να διευρύνει τη βάση του, να σπάσει τα δεσμά που το κρατούσαν αιχμάλωτο… Γι’ αυτό το λόγο οι δεκαετίες του 1830 και 1840 ήταν περίοδοι κρίσης». Προς επίρρωση οι επαναστάσεις που σημάδεψαν την Ευρώπη από την μια άκρη ως την άλλη, με έτος αιχμής το 1848 το οποίο χαρακτηρίστηκε και Άνοιξη των Λαών: Γαλλία, Ιταλία, Γερμανία, Δανία, Ουγγαρία, Σουηδία, Ελβετία, Βέλγιο, Ιρλανδία, κ.λπ.

Συμπερασματικά, ο πολυτάραχος βίος της Λατινικής Νομισματικής Ένωσης, δείχνει πώς κάθε σχέδιο οικονομικής ενοποίησης δε συνιστά κατ’ ανάγκην πρόοδο. Ορίζεται από τα κυρίαρχα οικονομικά συμφέροντα της εποχής του, και τις αντιθέσεις που την διαπερνούν. Ό,τι συμβαίνει και με την ΕΕ. Κι όπως το τέλος της Λατινικής Ένωσης δεν μας οδήγησε στην εποχή των σπηλαίων, έτσι κι ένα πιθανό τέλος της ΕΕ δε θα σημάνει κατ’ ανάγκη κοινωνικό πισωγύρισμα…

Πηγή: περιοδικό Nexus

Μπρα ντε φερ για το θρόνο του Σίτι με έπαθλο περισσότερη απελευθέρωση

Καλλιστεία δεν είναι σίγουρο αν μπορούν να χαρακτηριστούν, όπως συχνά περιγράφονται στον ευρωπαϊκό Τύπο, σκληρός πλειοδοτικός διαγωνισμός όμως είναι με βεβαιότητα.

ΤΟΥ ΛΕΩΝΙΔΑ ΒΑΤΙΚΙΩΤΗ

Κι αυτό γιατί το έπαθλο σε περίπτωση που ευοδωθεί η προσπάθεια την οποία καταβάλουν τα μεγαλύτερα χρηματοπιστωτικά κέντρα της ΕΕ να πείσουν τις διοικήσεις των τραπεζών που ετοιμάζονται να μεταναστεύσουν από το Σίτι του Λονδίνου ότι αποτελούν τη βέλτιστη επιλογή είναι πολύ μεγαλύτερο απ’ όσο αρχικά φαινόταν. Στην κούρσα που επισήμως ξεκίνησε μετά το ιστορικής σημασίας βρετανικό δημοψήφισμα της 23ης Ιουνίου 2016, που για πρώτη φορά από την ίδρυση της ΕΕ αποφάσισε τη συρρίκνωσή της, στέκονται μέχρι στιγμής πέντε πόλεις – χρηματοοικονομικοί κόμβοι που κάλλιστα μπορούν να διακριθούν σε δύο κατηγορίες: Τα φαβορί (Παρίσι, Φρανκφούρτη) και τα αουτσάιντερ (Δουβλίνο, Άμστερνταμ και Λουξεμβούργο).
Το γενικό περίγραμμα του διακυβεύματος το καθόρισε πολύ έγκαιρα η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα όταν σε ανακοίνωσή της τόνισε πώς δεν είναι διατεθειμένη να δεχθεί ταχυδρομικές θυρίδες που θα διοικούνται με τηλεχειριστήριο από το Σίτι προκειμένου να φέρουν σε πέρας τις τραπεζικές εργασίες που πρέπει να διεκπεραιωθούν στο έδαφος της ΕΕ. Αυτό σημαίνει δεκάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας, στις οποίες πρέπει να συμπεριλάβουμε και μια στεφάνη υποστηρικτικών επιχειρήσεων (νομικές, πληροφορικής, κ.α.). Και για να έχουμε μια καλύτερη εικόνα των μεγεθών η συζήτηση αφορά 5.500 χρηματοπιστωτικές εταιρείες που θα χάσουν τα δικαιώματα να εκτελούν εργασίες από το Λονδίνο, μεταξύ των οποίων 40 διεθνούς βεληνεκούς τράπεζες. Η Ντόιτσε Μπανκ μόνο αναμένεται να μετακινήσει 4.000 θέσεις εργασίας από το Λονδίνο, από ένα σύνολο 9.000 απασχολουμένων που διαθέτει στη βρετανική πρωτεύουσα. Κι η Γκόλντμαν Σακς επίσης θα μειώσει στο μισό το προσωπικό της στο Λονδίνο μετακινώντας 1.000 θέσεις εργασίας. Κι ο δύο τράπεζες μάλιστα μέχρι στιγμής συγκαταλέγονται σε όσες έχουν επιλέξει που θα μεταφέρουν το σημαντικότερο τουλάχιστον τμήμα των προς μετακίνηση εργασιών τους μέχρι τον Μάρτιο του 2013 οπότε και αναμένεται να έχει ολοκληρωθεί η αποχώρηση της Αγγλίας από την ΕΕ.
Οι ευκαιρίες που προσφέρει στις πόλεις που ερίζουν η εγκατάσταση των τραπεζών μετά την αποχώρησή τους από το Λονδίνο φάνηκε πολύ καθαρά στις 7 Ιουλίου όταν ο γάλλος πρωθυπουργός Εντουάρ Φιλίπ επέλεξε τον τραπεζικό τομέα ως το πρώτο θέατρο πολέμου απ΄ όπου θα ξεκινήσει η μάχη για τα εργασιακά δικαιώματα. Συγκεκριμένα, ανακοίνωσε πώς …μόνο και μόνο για να βγει νικητής το Παρίσι στον υπό εξέλιξη (μειοδοτικό για τα εργασιακά δικαιώματα) διαγωνισμό προτίθεται να καταργήσει τον ανώτερο φορολογικό συντελεστή που αντιστοιχούσε στο ψηλότερο κλιμάκιο αμοιβών, να ελαστικοποιήσει τις εργασιακές σχέσεις στον τραπεζικό τομέα, να ακυρώσει μια προγραμματισμένη επέκταση του φόρου στις αγοραπωλησίες μετοχών κι επίσης, να ψηφίσει μια ευνοϊκή για τα διευθυντικά στελέχη εξαίρεση των μπόνους τους από δικαστικές διαμάχες. Η έδρα των τραπεζών επομένως αναδεικνύεται σε μια πολύ καλή αφορμή, απ’ αυτές που ακόμη κι όταν δεν υπάρχουν πρέπει να επινοούνται, ώστε να επιταχυνθεί η φιλελευθεροποίηση της οικονομίας. Γιατί, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το Σίτι λειτουργούσε σαν μαγνήτης για τις πιο διαφορετικές χρηματοπιστωτικές εταιρείες επί δεκαετίες λόγω των όρων επιχειρηματική δραστηριότητας που προσέφερε: δηλαδή ανυπαρξία οποιουδήποτε ρυθμιστικού εμποδίου ή …η χαρά το νεοφιλελεύθερου. Μάλιστα, η απορρύθμιση δεν αφορούσε μόνο τις εργασιακές σχέσεις αλλά και την ευρύτερη αγορά. Αυτό ακριβώς είναι το γέρας του διαγωνισμού ομορφιάς που διεξάγεται μεταξύ των 2 + 3 πόλεων.
Η Φρανκφούρτη αν κάτι έχει να επιδείξει είναι την έδρα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και του νεοπαγούς Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού που επιτηρεί τις τράπεζες. Η αδυναμία της ωστόσο έγκειται στα μεγέθη της πόλης, δεδομένου ότι η Φρανκφούρτη έχει πληθυσμό μικρότερο των 800.000 κατοίκων και τα τραπεζικά στελέχη όσο κι αν φημίζονται ότι η έκλυτη ζωή τους ξεκινάει και τελειώνει με το ωράριο εργασίας, είναι άλλο να μην απολαμβάνουν τις δυνατότητες που προσφέρει ένα μεγάλο αστικό κέντρο κι άλλο αυτές εξ ορισμού να μην υφίστανται… Τα πλήρως συγκρίσιμα με του Σίτι μεγέθη είναι το ισχυρότερο πλεονέκτημα της γαλλικής πρωτεύουσας. Το Δουβλίνο προσέρχεται στο διαγωνισμό με πιο δυνατό ατού την αγγλική γλώσσα. Το Άμστερνταμ επιδεικνύοντας το βιογραφικό του, ως έδρα μεγάλων τραπεζών, και η πρωτεύουσα του Μεγάλου Δουκάτου με την εξειδίκευση που έχει ήδη αναπτύξει στις πιο εκλεπτυσμένες και περίπλοκες χρηματοπιστωτικές αγορές (ιδιωτικών κεφαλαίων, διασυνοριακές δραστηριότητες, χρηματοπιστωτική τεχνολογία, κ.α.). Το μειονέκτημα των μικροσκοπικών μεγεθών του Λουξεμβούργου αντισταθμίζεται με την παντελή απουσία πολιτικού ρίσκου, δεδομένης της σταθερότητας που το διακρίνει.
Σύντομα θα μάθουμε το φιναλίστ ξέροντας ότι πρόκειται για μια επιλογή δίκοπο μαχαίρι…

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Νέα Σελίδα

Αρέσει σε %d bloggers: