Μακρά περίοδο ύφεσης και χρεοκοπιών φέρνει η αύξηση των επιτοκίων και ο ανένδοτος κατά του πληθωρισμού, του Λεωνίδα Βατικιώτη

Προς όφελος του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου η τιθάσευση του πληθωρισμού σε ΗΠΑ και Ευρώπη

Απαθής και ασυγκίνητη παρακολουθεί η οικονομική και πολιτική ηγεσία το ντόμινο καταρρεύσεων που πυροδότησε η άνοδος των επιτοκίων! Στο ερώτημα δε που αυθόρμητα προκύπτει αν οι κεντρικές τράπεζες θα σταματήσουν τις αυξήσεις των επιτοκίων δανεισμού, τώρα που έγιναν ορατές οι καταστρεπτικές, υφεσιακές επιπτώσεις τους η απάντηση είναι αρνητική. Η άνοδος των επιτοκίων θα συνεχιστεί!

Το πολύ – πολύ με ένα μικρότερο ρυθμό ή με χαμηλότερη ένταση όπως για παράδειγμα έκανε η αμερικανική κεντρική τράπεζα στις 2 Φεβρουαρίου και στις 22 Μαρτίου αυξάνοντας τα επιτόκια κάθε φορά μόνον κατά 0,25% για να φτάσουν στο 4,75%-5% που είναι το υψηλότερο σημείο τους από τον Οκτώβριο του 2007. Πριν δηλαδή ξεσπάσει η χρηματοπιστωτική κρίση στην αμερικανική αγορά ενυπόθηκων δανείων που στη συνέχεια γενικεύτηκε για να εξελιχθεί στην ευρωζώνη σε κρίση του ευρώ και στην Ελλάδα σε δημοσιονομική κρίση.

Είμαστε μόνο στην αρχή

Η αποφασιστικότητα των κεντρικών τραπεζών να συνεχίσουν την αύξηση των επιτοκίων δανεισμού, αδιαφορώντας για το οικονομικό και πολιτικό κόστος, υπογραμμίστηκε από μια σειρά γεγονότων. Από κοινού επιβεβαιώνουν ότι είμαστε μάρτυρες μιας κρίσης που θα κρατήσει χρόνια. Εντελώς ενδεικτικά:

  • Την δήλωση του γερμανού κεντρικού τραπεζίτη Χοακίμ Νάγκελ στις 24 Μαρτίου (αφού δηλαδή η μετοχή της Ντόιτσε Μπανκ είχε πέσει κατά 14%) ότι όχι μόνο πρέπει να συνεχιστούν οι αυξήσεις των επιτοκίων του ευρώ, αλλά πρέπει επίσης να παραμείνουν σε υψηλά επίπεδα. Με άλλα λόγια, η άνοδος να διατηρηθεί κι όχι να ακολουθήσει μια ραγδαία πτώση.
  • Την κριτική του ισχυρού άνδρα της JPMorgan προς τον επικεφαλής της αμερικανικής κεντρικής τράπεζας, Τζ. Πάουελ, κι ενώ μάλιστα σε 11 ημέρες είχαν καταρρεύσει 4 τράπεζες στις ΗΠΑ (Silicon Valley Bank, Signature Bank, Credit Suisse και First Republique), «με όλο τον σεβασμό, αλλά η κατάσταση με τον πληθωρισμό έχει ξεφύγει από τον έλεγχό του»…
  • Την προτροπή του ΟΟΣΑ προς τις κεντρικές τράπεζες, στις 17 Μαρτίου μια μέρα δηλαδή μετά την αύξηση των επιτοκίων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας κατά 0,5% στο 3,5%, να μην παρεκκλίνουν από την αύξηση των επιτοκίων που έχουν αποφασίσει, μέχρι να τιθασευθεί και ο δομικός πληθωρισμός.
  • Τέλος, τις προβλέψεις που διατυπώνονται και συντείνουν ότι η τρέχουσα αναστάτωση θα διαρκέσει τουλάχιστον 12 ως 18 μήνες. Ο ΟΟΣΑ για παράδειγμα εκτιμά ότι τα επιτόκια δεν θα μειωθούν πριν το 2024. Το ίδιο «ψήφισαν» κατά 53% και άνθρωποι της αγοράς στους οποίους απευθύνθηκε το πρακτορείο Bloomberg.

Ο λόγος για τον οποίο όλες οι κεντρικές τράπεζες επιστρέφουν σιγά – σιγά στα επιτόκια δανεισμού που υπήρχαν πριν την κρίση του 2008 είναι η τιθάσευση του πληθωρισμού ή η μονεταριστική ορθοδοξία, δεδομένου ότι στις ΗΠΑ, στην Ευρωζώνη και σε όλο σχεδόν τον δυτικό κόσμο τα επίπεδα του πληθωρισμού τα τελευταία δύο χρόνια είναι πρωτοφανή για τις τελευταίες δεκαετίες.

Οι αυξήσεις μάλιστα των επιτοκίων, που ξεκίνησαν το 2022, όπως και τα συνοδευτικά μέτρα περιορισμού της ρευστότητας μέσω της σταδιακής αναίρεσης των μέτρων νομισματικής χαλάρωσης, έχουν μέχρι τώρα επιδράσει θετικά στην αποκλιμάκωση του πληθωρισμού. Ο πληθωρισμός δηλαδή οριακά μεν, αλλά μειώθηκε. Ως αποτέλεσμα η αργή, αλλά ορατή πορεία επανόδου του πληθωρισμού στα προγενέστερα επίπεδα λειτουργεί κι ως πράσινο φως για τους διαμορφωτές της οικονομικής πολιτικής ώστε να συνεχίσουν την αύξηση των επιτοκίων, αδιαφορώντας για τις επιπτώσεις.

Μια πιο προσεκτική ματιά ωστόσο στις πηγές προέλευσης του πληθωρισμού δείχνει ότι κυρίως στη ευρωζώνη (στο αριστερό διάγραμμα) η άνοδος των τιμών προήλθε από την αύξηση στις τιμές της ενέργειας (κίτρινο χρώμα στα διαγράμματα), αρχής γενομένης από το 2021. Όταν συγκεκριμένα η ΕΕ εξήγγειλε ένα νέο πακέτο επιτάχυνσης της πράσινης μετάβασης, υπό τον γενικό τίτλο «προσαρμογή στο 55%» που περιλαμβάνει πλήθος νεοφιλελεύθερων και αντιλαϊκών μέτρων για την μείωση των εκπομπών επικίνδυνων αερίων του θερμοκηπίου κατά 55%. Στη συνέχεια οι κυρώσεις στη Ρωσία οδήγησαν σε περαιτέρω αύξηση των τιμών ενέργειας. Μιλώντας ωστόσο για την ευρωζώνη αυτό που ξεχωρίζει είναι ότι το πρόβλημα του πληθωρισμού ξεκινάει από την ενέργεια, ενώ (προς επίρρωση του προηγούμενου συμπεράσματος) ο δομικός πληθωρισμός αυξήθηκε δευτερογενώς ως αποτέλεσμα της αύξησης των τιμών στην ενέργεια, όταν οι επιπτώσεις τους άρχισαν να διαχέονται σε όλη την οικονομία παράγοντας νέα κύματα ανατιμήσεων.

Κατά συνέπεια, αν κυβερνήσεις και οργανισμοί πράγματι ήθελαν να μειώσουν τον πληθωρισμό σε ευρωζώνη, ΗΠΑ, Αγγλία κ.λπ. θα έπρεπε να αναιρέσουν τις αιτίες που τον δημιούργησαν, δηλαδή να τιθασεύσουν τις τιμές στην ενέργεια αλλάζοντας τα μέτρα πολιτικής για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής κι ανακαλώντας τις κυρώσεις στη Ρωσία.

Στο απυρόβλητο οι αιτίες του πληθωρισμού

Αντίθετα, η ακολουθούμενη οδός, αύξηση του κόστους του χρήματος μέσω της αύξησης των επιτοκίων που επιλέγουν Fed, ΕΚΤ και λοιποί μπορεί να κριθεί στο τέλος, πχ το 2024, αποτελεσματική, στο ενδιάμεσο όμως θα έχει προκαλέσει αλλεπάλληλες δραματικές αλλαγές στην οικονομία. Η αύξηση του κόστους εξυπηρέτησης των στεγαστικών και άλλων δανείων από  εκατομμύρια νοικοκυριά σε όλη την Ευρώπη και στις ΗΠΑ είναι η πρώτη συνέπεια και ισοδυναμεί με φτωχοποίηση. Επίσης, ισοδυναμεί με μεταφορά πλούτου από εργαζόμενους, αυτοαπασχολούμενους και μικρομεσαίους προς τους τραπεζίτες που θα επωφεληθούν με την είσπραξη επιπλέον τόκων για κεφάλαια τα οποία έχουν εδώ και καιρό καταβάλει.

Υπάρχουν ωστόσο και ζημιές για τους τραπεζίτες κι είναι αυτές ακριβώς οι ζημιές που οδήγησαν στις τραπεζικές καταρρεύσεις και τις απώλειες των τραπεζικών μετοχών την προτελευταία εβδομάδα του Μαρτίου. Η άνοδος των επιτοκίων προκαλεί απώλειες στα ομόλογα σταθερού επιτοκίου όσο εκδίδονται νέα ομόλογα με υψηλότερες αποδόσεις, που παίρνουν υπόψη τους το νέο επίπεδο των επιτοκίων. Για να μπορέσουν οι τράπεζες να ανταποκριθούν στις τρέχουσες υποχρεώσεις του, πχ αναλήψεις που μάλιστα θα είναι σημαντικά αυξημένες στο εξής επειδή ειδικά οι επιχειρήσεις όλο και περισσότερο θα χρησιμοποιούν τα αποθεματικά τους για επενδύσεις αντί του σχεδόν δωρεάν τραπεζικού χρήματος του παρελθόντος, είναι αναγκασμένες να ρευστοποιούν ομόλογα σταθερού εισοδήματος με ζημιά. Σε αυτό το πλαίσιο πίσω από τις ειδήσεις για αυξημένες αναλήψεις, όπως πχ συνέβη στις ΗΠΑ όπου οι καταθέσεις πραγματοποίησαν την μεγαλύτερη πτώση εδώ κι ένα χρόνο, κατά 98,4 δισ. ευρώ φτάνοντας στα 17,5 τρισ. δολ., σημασία έχουν οι ζημιές που αναλαμβάνουν οι τράπεζες πουλώντας ομόλογα για να καλύψουν τις αυξημένες αναλήψεις. Αυτή ακριβώς είναι η εστία των κλυδωνισμών που ταράσσουν τις τράπεζες, εδώ και λίγες εβδομάδες.

Κατά συνέπεια, οι εφησυχαστικές υποτίθεται διαβεβαιώσεις του γερμανού καγκελάριου Όλαφ Σολτς για τα κέρδη της Ντόιτσε Μπανκ ή ακόμη και των Ελλήνων πολιτικών για την ισχυρή κεφαλαιακή βάση των ελληνικών τραπεζών είναι από παντελώς άσχετες έως εντελώς παραπλανητικές. Το πρόβλημα σήμερα δεν είναι ριψοκίνδυνες τραπεζικές τοποθετήσεις, που παραπλανούσαν ρυθμιστές αρχές και πελάτες στο πλαίσιο ενός απορυθμισμένου χρηματοπιστωτικού τοπίου γενικευμένης ασυδοσίας, όπως συνέβαινε με τα δομημένα ομόλογα την πρώτη δεκαετία του 21ο αιώνα. Το πρόβλημα τον Μάρτιο του 2023 έγκειται στις πιο «καθαρές» και συνηθισμένες επενδύσεις, σε βαθμό κοινοτοπίας, που κάνουν οι τράπεζες: τις επενδύσεις σε ομόλογα.

Αυτές οι επενδύσεις είναι που επέφεραν απώλειες της τάξης του 14% όχι μόνο στην Ντόιτσε Μπανκ (υπόδειγμα διεφθαρμένης τράπεζας που έχει εμπλακεί στα κορυφαία σκάνδαλα των ημερών μας· από πορνεία και παιδοφιλία της παγκόσμιας ελίτ μέχρι μαζικό ξέπλυμα βρόμικου χρήματος) αλλά και σε όλες σχεδόν τις τράπεζες: από την γερμανική Commerzbank και την γαλλική Societe General που οι μετοχές τους έχασαν την Παρασκευή 24/3 αντίστοιχα 5,4% και 3,7%, μέχρι όλες τις ελληνικές συστημικές. Η διαφορά με τις ελληνικές τράπεζες είναι ότι λόγω των διαφημίσεων που αφειδώς μοιράζουν σε ιστοσελίδες και εφημερίδες ελάχιστα γίνονται γνωστές οι απώλειες τους. Μόνο λοιπόν την Παρασκευή 24 Μαρτίου οι ελληνικές τράπεζες – ζόμπι (που δεν έχουν χρεοκοπήσει επειδή πρώτο, δεν πληρώνουν φόρους εδώ και 10 χρόνια και δεύτερο τις έχουμε ανακεφαλαιοποιήσει 4 φορές) έχασαν: Alpha: -6%, Eurobank: -6%, Εθνική: -6% και Τράπεζα Πειραιώς: -5%.  

Πολιτικοί και οικονομικοί αξιωματούχοι επικαλούνται και μια δεύτερη γραμμή άμυνας για να καθησυχάσουν τους πολίτες, που αποδεικνύεται εξίσου πορώδη με την επίκληση στην ισχυρή κεφαλαιακή βάση ή τη ρευστότητα των τραπεζών: Το κεφάλαιο έκτακτης ανάγκης που έχει δημιουργηθεί στο πλαίσιο της ΕΚΤ από εισφορές των ίδιων των ευρωπαϊκών τραπεζών για να λειτουργήσει σαν σωσίβιο στην περίπτωση νέων τραπεζικών χρεοκοπιών. Ξεχνούν ωστόσο να πουν ότι η αξία του ανέρχεται μόλις σε 66 δισ. ευρώ! Το ποσό είναι σταγόνα στον ωκεανό. Οι αργυρώνητοι Έλληνες τραπεζίτες, που έχουν στραγγίσει την ελληνική οικονομία το έχουν για …κολατσιό. Η άνοδος των επιτοκίων εγκυμονεί τον κίνδυνο να απαιτηθούν επομένως πολλές δεκάδες δισ. ευρώ σε όλη την ευρωζώνη για να σωθούν οι τράπεζες που θα εγγράφουν συνεχώς ζημιές από την ρευστοποίηση ομολόγων με ζημιά.

Ακόμη ωστόσο κι αυτό το κόστος ο καπιταλισμός προθυμοποιείται ανεπιφύλακτα και χωρίς δεύτερης σκέψη να το αναλάβει για να πετύχει κάτι πολύ πιο σημαντικό: Την διασφάλιση του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου ως σύνολο, συλλογικά. Σε αυτό το βωμό μπορεί να θυσιάσει όχι μόνο την Silicon Valley Bank αλλά ακόμη και την εμβληματική Credit Swiss που είναι η δεύτερη μεγαλύτερη τράπεζα της Ελβετίας κι έχει μια ιστορία 167 ετών!

Μόνο τυχαία δεν ήταν η σύμπτωση της ανάδυσης του χρηματοπιστωτικού τομέα, την δεκαετία του ’80 ακόμη, με την μέχρι εσχάτων και νικηφόρα μάχη κατά του πληθωρισμού που έδωσε ο πρώιμος νεοφιλελευθερισμός, οδηγώντας στα ύψη τα επιτόκια και στα Τάρταρα τους μισθούς μαζί με κάθε έννοια σταθερότητας στην εργασία. Η διαφορά ωστόσο είναι ότι αν η μετεωρική άνοδος των επιτοκίων (ακόμη και στο επίπεδο του 20% το 1980) την περίοδο 1979 – 1982, που έμεινε γνωστή ως σοκ Βόλκερ από το όνομα του τότε επικεφαλής της κεντρικής τράπεζας των ΗΠΑ, προκάλεσε κρίση χρέους και αλλεπάλληλες κρατικές χρεοκοπίες σε όλον τον κόσμο, σήμερα το κόστος το πληρώνει κυρίως η Δύση, μόνη της, «τρώγοντας» αποκλειστικά και μόνο τα παιδιά της.

Η σταθερότητα των τιμών, ακόμη κι αν σημαίνει ύφεση, αποτελεί την εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση για την επέλαση του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου που θα μπορεί να δίνει την μάχη για τις αποδόσεις στα εταιρικά και κρατικά ομόλογα σταθερού και μη εισοδήματος, τις μετοχές, τα νομίσματα, τα παράγωγα, κοκ, χωρίς να κατατρώγει τις αποδόσεις και τις προσδοκίες ο πληθωρισμός. Το πάγωμα των τιμών έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία για το ευρώ, όπως δείχνει κι η φαινομενικά δογματική προσήλωση της ΕΚΤ στον στόχο του 2%, κι αυτό αποδείχτηκε με την άνοδο της ισοτιμίας του ευρώ έναντι του δολαρίου από το Οκτώβριο μέχρι σήμερα, οπότε και κατάφερε να διαβεί το ψυχολογικό όριο της 1 προς 1 ισοτιμίας. Τα αυξημένα επιτόκια επομένως βοήθησαν το ευρώ να ανακτήσει το στάτους του ως επενδυτικό προϊόν. Κι όσο για τους δανειολήπτες που πρέπει να πληρώνουν 100 ευρώ κάθε μήνα επιπλέον ποιος τους λογαριάζει…

Η πολιτική απόφαση της ευρωπαϊκής ηγεσίας να επιδεινωθούν οι συνθήκες χρηματοδότησης της οικονομίας προκαλώντας πτώση του ΑΕΠ, εταιρικές χρεοκοπίες και ανεργία, προκειμένου να διαφυλαχθούν τα κέρδη του χρηματοπιστωτικού τομέα ως σύνολο δεν θα ήταν τόσο οδυνηρή για τους λαούς αν ταυτόχρονα δεν επανέφεραν σε λειτουργία τις «εργοστασιακές ρυθμίσεις» της λιτότητας. Η συμφωνία επιστροφής στο Σύμφωνο Σταθερότητας από 1/1/2024 με τα συμπαρομαρτούντα, όπως για παράδειγμα η δέσμευση μείωσης του δημόσιου χρέους που υπερβαίνει το 60% κατά 5% ετησίως, επιβάλλεται σε μια περίοδο ραγδαίας και πρωτοφανούς αύξησης του δημόσιου χρέους ως αποτέλεσμα των δαπανών που καταβλήθηκαν για την διαχείριση της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης. Το παγκόσμιο δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ αυξήθηκε το 2020 στο 256% από 227% το 2019. Ούτε την χρονιά της πρώτης κρίσης του 21ου αιώνα, το 2008, δεν καταγράφηκε τέτοια αύξηση του δημόσιου χρέους παρότι ούτε και τότε δεν τσιγκουνεύτηκαν δημοσιονομικών δαπανών οι κυβερνήσεις για να διαχειριστούν την κρίση. Το 2021 και 2022, παρότι δεν υπάρχουν ακόμη επίσημα συγκεντρωτικά στοιχεία, η αύξηση ήταν ακόμη μεγαλύτερη. Η δε, αύξηση του χρέους το 2020 αποκλειστικά και μόνο στις προηγμένες οικονομικά χώρες ήταν ακόμη μεγαλύτερη από την παγκόσμια αύξηση που αποτυπώνεται στο κάτωθι διάγραμμα κι έφτασε το 300% του ΑΕΠ!

Πηγή: Fiscal Monitor, Διεθνές Νομισματικό Ταμείο

Η επιστροφή στην δημοσιονομική πειθαρχία, όπως συμφωνήθηκε στο πρόσφατο συμβούλιο υπουργών Οικονομικών της ευρωζώνης, με πρώτο θύμα τις κρατικές επιδοτήσεις στην ενέργεια, ισοδυναμεί με νέες μειώσεις δημοσίων δαπανών και επιπλέον φτώχεια για τους λαούς. Ή, με νέα Τέμπη και θυσία του δημόσιου συστήματος υγείας στο βωμό των κερδών…

Το δέντρο και το δάσος της υποτίμησης του ευρώ

Δυσοίωνες προοπτικές για την ελληνική οικονομία από την άνοδο των επιτοκίων

Τουλάχιστον η ευρωπαϊκή πολιτική και οικονομική ελίτ μπορεί να επαίρεται ότι ασχολείται έστω με το «δέντρο» που είναι τα επιτόκια του ευρώ και το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

Του Λεωνίδα Βατικιώτη

Η ομοβροντία πυρών που δέχεται η επικεφαλής του θεματοφύλακα του ενιαίου νομίσματος, Κριστίν Λαγκάρντ, φέρνει στην επιφάνεια μια αντιπαράθεση που αργά ή γρήγορα θα επηρεάσει την Ελλάδα με σφοδρότητα. Στο επίκεντρο της βρίσκεται η νομισματική πολιτική της ΕΚΤ, με τους επικριτές της να καλούν σε μία εσπευσμένη αυστηροποίηση της. Ειδικότερα, η άνοδος του πληθωρισμού τον Μάρτιο του 2022 στο 7,5% και η αντίστοιχη αύξηση του σε πολλά κράτη με προεξάρχουσα την Γερμανία όπου κατέρριψε ρεκόρ 40ετίας, έδωσε νέα ώθηση σε εκείνες τις φωνές που ζητούν άμεσα να τελειώσει το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων (που οδήγησε στην αγορά ομολόγων συνολικής αξίας 4,9 τρισ. ευρώ!) και αμέσως μετά να τερματιστεί η πολιτική των αρνητικών επιτοκίων που ξεκίνησε πριν οκτώ χρόνια· τον Δεκέμβριο του 2014!

Ως αποτέλεσμα, θεωρείται βέβαιο ότι στο τέλος του δευτέρου ή του τρίτου τριμήνου του 2022 η αγορά των ομολόγων θα τερματιστεί κι εντός του έτους θα ανακοινωθούν 2 ή 3 αυξήσεις επιτοκίων για να ακολουθήσουν άλλες 3 ή 4 το 2023. Στόχος είναι στο τέλος του επόμενου έτους τα επιτόκια να φτάσουν το 1,25%. Ακόμη κι αν αυτός ο προγραμματισμός αποδειχθεί σχέδιο επί χάρτου, το σίγουρο είναι πώς η ανοχή στις προβληματικές χώρες όπως είναι η Ιταλία και η Ελλάδα (που υπαγόρευε την παράταση της νομισματικής χαλαρότητας) τελειώνει.

Σε ό,τι αφορά τα καθ’ ημάς η αλλαγή της νομισματικής πολιτικής θα οδηγήσει τα επιτόκια δανεισμού σε άνοδο. Ήδη από τον Σεπτέμβριο του 2021, όταν η απόδοση του 10ετούς ελληνικού ομολόγου ήταν 0,59%, κάθε μήνα παρατηρείται σταθερή αύξηση για να φτάσει τον Μάρτιο του 2022 στο 2,61%. Το γεγονός ότι η αξιολόγηση των ελληνικών ομολόγων παραμένει στο επίπεδο των σκουπιδιών μέχρι και σήμερα, μειώνει κάθετα τις πιθανότητες ο τερματισμός της χαλαρής νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ να βρει την Ελλάδα στην βαθμίδα των επιλέξιμων προς επένδυση. Με δημόσιο χρέος 217% του ΑΕΠ στις 31/12/2021 από 194% το 2019 μόνο οικονομικοί δολοφόνοι συστήνουν την αγορά των συγκεκριμένων ομολόγων…

Συναλλαγματική ισοτιμία του ευρώ έναντι του δολαρίου

Πηγή: Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα

Περαιτέρω ώθηση στους υπέρμαχους της σφιχτής νομισματικής πολιτικής έδωσε η υποτίμηση του ευρώ, που στις 25/4/2022 έφτασε τα 1,07 δολ. Εντός του 2022 έχει χάσει 5,3% της αξίας του κι από τις 31/12/2020 σχεδόν 12,3%. Την δεινή θέση του ευρώ υπογραμμίζει η άνοδος του δολαρίου όχι μόνο έναντι του ευρώ, αλλά έναντι επίσης ενός καλαθιού έξι ανταγωνιστικών νομισμάτων και το ερώτημα των πολλών δισεκατομμυρίων που τίθεται είναι: Για την υποτίμηση του ευρώ έναντι του δολαρίου ευθύνεται μόνο η απόφαση της αμερικανικής κεντρικής τράπεζας να αυξήσει τα επιτόκια και η ολιγωρία της ΕΚΤ;

Μια σειρά λόγοι υποδεικνύουν το αντίθετο: Η άνοδος του πληθωρισμού στην Ευρώπη που ήρθε για να μείνει, η συρρίκνωση των ρυθμών μεγέθυνσης του ΑΕΠ, η σταθερή άνοδος του ευρωπαϊκού κόστους παραγωγής ως αποτέλεσμα της υποκατάστασης φθηνού ρωσικού φυσικού αερίου από ακριβό αμερικανικό εξ αιτίας των κυρώσεων και η μερική αναίρεση της παγκοσμιοποίησης που θα οδηγήσει τα κόστη επίσης σε υψηλότερα επίπεδα υποδεικνύουν ότι η υποτίμηση του ευρώ συμβολίζει κάτι πολύ βαθύτερο: την υποβάθμιση της ευρωζώνης. Και με αυτό το «δέντρο» δεν ασχολείται κανείς ούτε στην Ελλάδα ούτε στην Ευρώπη…

Ελλείψει Χαλάρωσης ας κουρέψουμε τα ομόλογα της ΕΚΤ

Με ψυχρολουσία ισοδυναμούσε η συνέντευξη Τύπου του επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Μάριο Ντράγκι, την Πέμπτη 7 Σεπτεμβρίου για την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, καθώς επιβεβαιώθηκε ακόμη πιο έντονα ο κίνδυνος να μην ενταχθεί ποτέ η Ελλάδα στο πρόγραμμα Ποσοτικής Χαλάρωσης (ή QE στην καθομιλουμένη, εκ του Quantitative Easing) της ΕΚΤ.

Tου Λεωνίδα Βατικιώτη

Να θυμίσουμε ότι τουλάχιστον εδώ κι ένα χρόνο ο ίδιος ο πρωθυπουργός χρύσωνε το χάπι των μέτρων  της δεύτερης αξιολόγησης  υποσχόμενος Ποσοτική Χαλάρωση, την αγορά δηλαδή εκ μέρους της Φρανκφούρτης ελληνικών κρατικών ομολόγων που κρατούν οι τράπεζες. Ένα μέτρο που υποτίθεται ότι θα έδειχνε την εμπιστοσύνη των Ευρωπαίων στην ελληνική οικονομία.

Οι Ευρωπαίοι ωστόσο άλλα διαμήνυαν, και μάλιστα κατηγορηματικά. Συγκεκριμένα, ο ίδιος ο πρόεδρος της ΕΚΤ, Μάριο Ντράγκι, μιλώντας στην Επιτροπή Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων του Ευρωκοινοβουλίου στις 6 Φεβρουαρίου 2017 είχε δηλώσει ότι υπάρχουν δύο προϋποθέσεις για την ένταξη της Ελλάδας στο Πρόγραμμα: Η ολοκλήρωση της αξιολόγησης και η βιωσιμότητα του χρέους!

Παρότι ο Ντράγκι δεν άφηνε κανένα περιθώριο συζήτησης ή χαλαρότερης ερμηνείας, ο πρωθυπουργός και οι κορυφαίοι υπουργοί του όπως ο Ευ. Τσακαλώτος διατυμπάνιζαν την ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα. Εξαπατούσαν έτσι την κοινωνία με διπλό τρόπο. Γιατί όχι μόνο ακόμη και η πιθανή ένταξη δε θα σηματοδοτούσε καμιά θετική εξέλιξη για τους εργαζόμενους, αλλά για κάτι ακόμη πιο απλό: Γιατί η Ελλάδα με ένα χρέος στο ύψος του 180% του ΑΕΠ και χωρίς να υπάρχει κανένα σαφές σχέδιο έστω και απομείωσης του στο ορατό μέλλον, απλώς, δεν πληροί τους όρους ένταξης! Πίστευαν με λίγα λόγια οι ΣΥΡΙΖΑίοι πώς θα μπορούσαν να μεταφέρουν τις λογικές ακροβασίες και τη θολούρα με την οποία συσκοτίζουν τη συζήτηση για το χρέος βαφτίζοντας το κρέας ψάρι και στην ΕΚΤ. Για την ΕΚΤ ωστόσο το χρέος είναι μη βιώσιμο, τελεία και παύλα…

Η συνέντευξη Τύπου του Ντράγκι την Πέμπτη 7 Σεπτεμβρίου ήταν ένα επιπλέον καρφί στο φέρετρο των μάταιων προσδοκιών των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Ο επικεφαλής της ΕΚΤ ανακοίνωσε κατ’ αρχήν ότι αφήνει ανέγγιχτα τα επιτόκια στο σημερινό τους ύψος, ή καλύτερα βάθος, καθώς το βασικό επιτόκιο αναχρηματοδότησης παρέμεινε στο 0%, το επιτόκιο οριακής χρηματοδότησης στο 0,25% και το επιτόκιο καταθέσεων στο -0,4%. Όπως φαίνεται στο διάγραμμα που παραθέτουμε τα επιτόκια ξεκίνησαν να μειώνονται στο τέλος του 2008, με το ξέσπασμα της κρίσης, ενώ στο σημερινό τους …βάθος βρίσκονται σχεδόν 1,5 χρόνο. Τα έκτακτα μέτρα διήρκεσαν σχεδόν μια δεκαετία που αντιπροσωπεύει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του ευρώ.

Καιρός επομένως για επιστροφή στην κανονικότητα δεδομένου μάλιστα ότι, με βάση όσα είπε ο Μ. Ντράγκι, οι στόχοι επετεύχθησαν. Ο κίνδυνος του αποπληθωρισμού που θα «ιαπωνοποιούσε» την ευρωπαϊκή οικονομία αντιμετωπίστηκε και φέτος ο πληθωρισμός αναμένεται να φτάσει το 1,5%, το 2018 το 1,2% και το 2019 το 1,5%. Επιπλέον, η ανάπτυξη …ήρθε! Όχι τίποτε σπουδαία πράγματα και πολύ περισσότερο ούτε συμμετρικά κατανεμημένα. Παρόλα αυτά, 2,2% για φέτος, 1,8% για το 2018 και 1,7% για το 2019 δεν είναι κι αδιάφορα… Και σε τελική ανάλυση, όπως το έλεγαν κι οι παλιότεροι οικονομολόγοι, το χρέος της ΕΚΤ σταμάτησε όταν οδήγησε το άλογο στο ποτάμι. Αν δεν ήπιε νερό δεν είναι δική της δουλειά…

Πέραν της αύξησης του πληθωρισμού και του ΑΕΠ, η ΕΚΤ ετοιμάζεται να μαζέψει τα εργαλεία έκτακτης ανάγκης που ξεδίπλωσε εξ αιτίας της αφόρητης πίεσης που ασκεί η Γερμανία η οποία επικρίνει την ΕΚΤ ότι υποσκάπτει τις προσπάθειές της για εφαρμογή αντιλαϊκών μέτρων. Το Βερολίνο συγκεκριμένα διακηρύσσει ότι πρώτο, η χαλαρή νομισματική πολιτική αναβάλλει την ψήφιση μέτρων για μείωση του εργατικού κόστους και του κράτους πρόνοιας, καθώς μόνο μέσω αυτών των οδών έρχεται η ανάπτυξη, και δεύτερο, τα 2 τρισ. ευρώ που έχει ρίξει η ΕΚΤ στην αγορά ή τα 60 δισ. ανά μήνα έχουν γεμίσει τον κόσμο φούσκες. Από τις τιμές των μετοχών στα χρηματιστήρια και τα κρυπτονομίσματα μέχρι τις τιμές των ειδών πολυτελείας (κοσμήματα, έργα τέχνης, κ.α.) όλα έχουν οδηγηθεί στη στρατόσφαιρα. Κι όσο γι’ αυτό έχουν δίκιο…

Έτσι, στη συνέντευξη Τύπου ο Μάριο Ντράγκι ανακοίνωσε ότι στη συνεδρίαση του Οκτωβρίου θα ξεκινήσει πιθανότατα η συζήτηση για τον τερματισμό της Ποσοτικής Χαλάρωσης, με τον ρυθμό της μείωσης να παραμένει ζητούμενος ώστε να αποφευχθούν τα σοκ. Πιθανότερος χρόνος που θα ξεκινήσει να κλείνει η στρόφιγγα της Ποσοτικής Χαλάρωσης είναι ο Ιανουάριος του 2018. Δηλαδή, σε τρεις μήνες. Πού καιρός επομένως για ένταξη της Ελλάδας στην Ποσοτική Χαλάρωση…

Πρέπει να ομολογήσουμε ωστόσο ότι το …ευγενές ιδανικό της ένταξης στην Ποσοτική Χαλάρωση δεν ενέπνευσε μόνο τους …οραματιστές του ΣΥΡΙΖΑ.

«Μεγάλη μας ελπίδα» αποκαλεί την ένταξη ο Βαγγέλης Βενιζέλος στο βιβλίο του Μύθοι και αλήθειες για το δημόσιο χρέος 2012-2017 (εκδ. Επίκεντρο, 2017). Γράφει κι άλλα ενδιαφέροντα και κυρίως …χρήσιμα πράγματα για την ΕΚΤ ο αντιπρόεδρος του Σαμαρά. Αναφέρει κατά λέξη στη σελ. 50: «Μήπως θα μπορούσαμε να κουρέψουμε τα ομόλογα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας; Εάν κουρεύαμε τα ομόλογα ελληνικού δημοσίου που είχε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, δεν θα μπαίναμε ποτέ ξανά στα προγράμματα τύπου QE, που είναι η μεγάλη μας ελπίδα τώρα. Διότι» συνεχίζει ο Βαγγέλης Βενιζέλος με το πομπώδες ύφος και το υπέρμετρο εγώ που υπερβαίνουν ακόμη και το δικό του εκτόπισμα «αυτά τα ομόλογα τα είχε πάρει η ΕΚΤ μέσω προγραμμάτων, που είναι ο προκάτοχός του QE… Άρα έπρεπε οπωσδήποτε να εξαιρεθεί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Ευρωσύστημα», καταλήγει ο πρώην πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, πάντα βαθιά πεπεισμένος για την αλήθεια των λεγομένων του.

Από τη στιγμή όμως που την Ποσοτική Χαλάρωση θα τη διαβάζουμε μόνο στις ειδήσεις, μήπως εκλείπει και ο λόγος που δεν κουρεύαμε τα ομόλογα της ΕΚΤ, σύμφωνα πάντα με τον Βαγγέλη Βενιζέλο;

Πηγή: Kommon

Ανάπτυξη ευχολογίων και λιτότητας

8Στη συστηματική καλλιέργεια προσδοκιών για την ανάπτυξη της οικονομίας επιδίδονται εν χορώ τα σημαντικότερα στελέχη της κυβέρνησης. Ο αντιπρόεδρος Γ. Δραγασάκης κατά τη συνάντηση του με τον πρόεδρο της ΕΣΕΕ, Βασ. Κορκίδη, δήλωσε πώς για πρώτη φορά συντρέχουν οι προϋποθέσεις πραγματικής ανάκαμψης, ενώ ο πρωθυπουργός Αλ. Τσίπρας χαρακτήρισε τους επόμενους πέντε μήνες κρίσιμους γιατί θα σηματοδοτήσουν τη στροφή της οικονομίας σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης.

Του Λεωνίδα Βατικιώτη

Πρόκειται για ευχολόγια που έρχονται να χρυσώσουν το χάπι της υπερφορολόγησης και των νέων μειώσεων στις επικουρικές συντάξεις που για 150.000 συνταξιούχους του ιδιωτικού τομέα θα φτάσουν ακόμη και το 40%. «Ξεχάστε τα 30 δις. φόρων που έχετε να πληρώσετε το δεύτερο εξάμηνο του 2016, έρχεται η ανάπτυξη…», λέει η κυβέρνηση. Λες και η αύξηση του ΑΕΠ πρόκειται να επαναφέρει μισθούς, συντάξεις και ανεργία στα επίπεδα του 2008.

Ύφεση δίνει η ΕΛΣΤΑΤ

Αξίζει όμως να δούμε που βρισκόμαστε τώρα. Με βάση πρόσφατες ανακοινώσεις της ελληνικής στατιστικής αρχής (ΕΛ.ΣΤΑΤ.) ο ετήσιος ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης το δεύτερο τρίμηνο του 2016 διαμορφώθηκε στο -0,39% (από -0,93% το πρώτο τρίμηνο του 2016). Καλύτερα λοιπόν για την κυβέρνηση αντί να υπόσχεται ανέξοδα για το μέλλον, θα ήταν να απολογηθεί για το παρόν, δηλαδή τη συνέχιση της ύφεσης, που είναι αποτέλεσμα της δικής της πολιτικής. Οι βασικότερες αιτίες της καταγεγραμμένης ύφεσης ήταν η συρρίκνωση των εξαγωγών και της ιδιωτικής κατανάλωσης. Η θετική μεταβολή των επενδύσεων προήλθε κατά κύριο λόγο από την αύξηση των αποθεμάτων (που δεν υποδηλώνει αύξηση του παραγωγικού δυναμικού) κι όχι του ακαθάριστου σχηματισμού πάγιου κεφαλαίου.

Αν λοιπόν «συνέτρεχαν για πρώτη φορά προϋποθέσεις πραγματικής ανάκαμψης» όπως δήλωσε απόλυτα βέβαιος ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης αυτές θα όφειλαν πχ να αντιστρέψουν στο άμεσο μέλλον την καθοδική πορεία των δύο παραπάνω μεγεθών: εξαγωγών και ιδιωτικής κατανάλωσης. Ωστόσο, αν κάτι προμηνύονται οι δρομολογημένες εξελίξεις είναι το αντίθετο: περαιτέρω πτώση των εξαγωγών και της ιδιωτικής κατανάλωσης.

Άνοδο των εξαγωγών θα είχαμε αν προβλεπόταν άνοδος του ρυθμού μεγέθυνσης στους σημαντικότερους εμπορικούς εταίρους της Ελλάδας, όπου κατά πλειοψηφία κατευθύνονται οι ελληνικές εξαγωγές και μπορούμε να υποθέσουμε, παραμένοντας όλα τα άλλα κριτήρια σταθερά και παραβλέποντας πλήθος άλλων ουσιαστικών όρων, ότι μια γενική άνοδος του ΑΕΠ θα συμπαρέσυρε  τη ζήτηση και τις εισαγωγές κι έτσι θα ευνοούνταν οι έλληνες εξαγωγείς. Οι σημαντικότεροι εμπορικοί εταίροι της Ελλάδας σχηματίζουν 3 ομόκεντρους κύκλους. Στο κέντρο είναι η ευρωζώνη που απορρόφησε το πρώτο τετράμηνο του 2016 το 41,7% των εξαγωγών (από 38% το 2015), μετά είναι ο ΟΟΣΑ που απορρόφησε το 57,7% (από 56,3%) και τέλος η ΕΕ των (πάλαι ποτέ) 28 που απορρόφησε το 58,6% (από 53,7%) των ελληνικών εξαγωγών.

Οι προοπτικές και για τα τρία αυτά οικονομικά κέντρα είναι απογοητευτικές. Στην ευρωζώνη ο ρυθμός μεγέθυνσης προβλεπόταν να αυξηθεί από 1,6% το 2015 σε 1,7% το 2016 και 1,9% το 2017. Στην ΕΕ των 28 ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ το 2015 και 2016 θα παραμείνει σταθερός στο 1,9% και το 2017 θα αυξηθεί (σχήμα λόγου το τελευταίο) στο 2%. Εξ ίσου αναιμική προβλέπεται η ανάκαμψη και στις 34 χώρες μέλη του ΟΟΣΑ με τις προβλέψεις (που πάντα αναθεωρούνται επί το δυσμενέστερο) να δίνουν 1,8% για το 2016 και 2,1% για το 2017. Μάλιστα, παρουσιάζοντας ο ΟΟΣΑ τα στοιχεία για την παγκόσμια ανάπτυξη την 1η Ιουνίου τόνισε ότι η διεθνής οικονομία βρίσκεται εγκλωβισμένη σε μια «παγίδα χαμηλής ανάπτυξης» (από την οποία προφανώς εξαιρείται η ελληνική υπερδύναμη, με βάση ις δηλώσεις των ΣΥΡΙΖΑίων…) ενώ παρότρυνε τις κυβερνήσεις να αυξήσουν τις δημόσιες δαπάνες. Πίσω από την έκκλησή του στο δημόσιο τομέα εύκολα ανιχνεύεται η απογοήτευση από την αλληλοτροφοδοτούμενη αποχή του ιδιωτικού τομέα από επενδύσεις και των καταναλωτών από ζήτηση…

Έξω …δεν πάμε καλά

Επομένως μια γενική άνοδος της ζήτησης στους εμπορικούς εταίρους της Ελλάδας που θα ωθούσε και τις ελληνικές εξαγωγές σε υψηλότερα επίπεδα, όπως συμβαίνει με μια παλίρροια που ανεβάζει κάθε μεγέθους σκάφος που πλέει, δεν αναμένεται!

Ας δούμε όμως τι προβλέπεται και με την ιδιωτική κατανάλωση που εξελίσσεται σε αχίλλεια πτέρνα. Κι εδώ δεν απαιτούνται μαγικές ικανότητες. Η μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος λόγω της αυξημένης άμεσης και έμμεσης φορολογίας, καθώς και των ασφαλιστικών κρατήσεων, μειώνει σταθερά την καταναλωτική ζήτηση. Με άλλα λόγια η «αριστερή» λιτότητα που επέβαλε το Μνημόνιο Τσίπρα τον Αύγουστο του 2015 αποκλείει εξ ορισμού το ενδεχόμενο να λειτουργήσει η ιδιωτική κατανάλωση ως ατμομηχανή της μεγέθυνσης. Θα συμβεί το αντίθετο: οι φόροι που ψηφίστηκαν και θα υιοθετηθούν με χρονοκαθυστέρηση υπόσχονται διαιώνιση των αιτιών της ύφεσης.

Το χειρότερο τουλάχιστον για τα μακροοικονομικά μεγέθη είναι πώς πλέον έχουν απενεργοποιηθεί κι οι μηχανισμοί που υποκατέστησαν επάξια την προηγούμενη 20ετία ακόμη κι αυτή την υποτυπώδη πολιτική αναδιανομής. Δηλαδή ο πιστωτικός κεϋνσιανισμός.

Τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας για τα έργα και τις ημέρες των τραπεζών ισοδυναμούν με ηλεκτροσόκ, καθώς, από την μια, η χρηματοδότηση του εγχώριου ιδιωτικού τομέα μειώνεται σταθερά! Τον Ιούλιο του 2016 το υπόλοιπο της χρηματοδότησης ανήλθε σε 200,55 δισ. ευρώ μειωμένο κατά 1,6% σε ετήσια βάση. Ανάλογη μείωση (ύψους 2%) παρατηρήθηκε και τον Ιούνιο και τον Ιούλιο. Από την άλλη κι αυτή η χρηματοδότηση που απελευθερώνεται, δίνεται με όρους τοκογλυφικούς, αποθαρρύνοντας την πρόσβαση στα γκισέ των τραπεζών. Συγκεκριμένα, το μέσο σταθμισμένο επιτόκιο όλων των νέων δανείων από 4,41% τον Μάιο του 2016 αυξήθηκε σε 4,59% τον Ιούλιο του 2016 (με τα καταναλωτικά να φθάνουν το 14,47%), την ίδια ώρα που το μέσο σταθμισμένο επιτόκιο όλων των νέων καταθέσεων ανήλθε σε 0,42% τον Ιούλιο (μειωμένο οριακά από τον Μάιο που ήταν στο 0,43%).

Τροχοπέδη οι τράπεζες

Η διαφορά του επιτοκίου είναι ένα πρώτης τάξεως μέτρο για την αδηφαγία των τραπεζών. Ναι, των τραπεζών που κεφαλαιοποιήθηκαν ξανά και ξανά και ξανά, από ΝΔ, ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ και τώρα, προς ηχηρή διάψευση των υπερφίαλων υποσχέσεων για αθρόα χρηματοδότηση της οικονομίας εάν κι εφόσον χρηματοδοτούνταν από τον δημόσιο κορβανά, τώρα, μετατρέπονται σε θηλιά στο λαιμό επιχειρήσεων και νοικοκυριών που σιγά – σιγά σφίγγει απειλώντας με πνιγμό ακόμη κι όσους γλίτωσαν τα χρόνια της κρίσης. Οι ζημιές τους μάλιστα παραμένουν σε τόσο υψηλά επίπεδα (σε 8,97 δισ. ζημιές το 2015, από 3,46 δισ. ευρώ ζημιές αναφέρεται η έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική της Τράπεζας της Ελλάδας 2015-2016, με τα καθαρά έσοδα από τόκους να φτάνουν το 2015 τα 7,28 δισ. ευρώ!) ώστε είναι σίγουρο πώς όσο θα υπάρχουν οι τράπεζες με τη σημερινή τους μορφή θα λειτουργούν σαν βδέλλες στο σώμα της οικονομίας.

Συμπερασματικά, η πολιτική του Μνημονίου που εφαρμόζουν ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ έχει επιφέρει ένα συντριπτικό πλήγμα σε νευραλγικά κέντρα της οικονομίας όπως η ιδιωτική κατανάλωση (που συνθλίβεται από τη λιτότητα και τη φορολογία) και το χρηματοπιστωτικό σύστημα (από τη στιγμή που επιλέγηκε να παραμείνει στους αποτυχημένους ιδιώτες), χωρίς να εξετάζουμε τις δημόσιες δαπάνες που έχουν πεταχτεί στο πυρ το εξώτερον ως αιτία του κακού. Τούτων δοθέντων, ακόμη κι αν έρθει η μεγέθυνση το 2017, πράγμα καθόλου δύσκολο μετά την πρωτοφανή ύφεση διάρκειας 8 ετών, δεν θα έρθει από …καλούς λόγους. Θα έρθει επειδή απλώς δεν πάει παρακάτω κι επίσης λόγω των χαμηλών μισθών και ημερομισθίων που θα προσελκύσουν διεθνείς επενδύσεις. Για ποιο λόγο τότε να χαρούν οι εργαζόμενοι κι οι άνεργοι;

Δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα kommon.gr στις 2 Σεπτεμβρίου 2016

Στροφή υπέρ λιτότητας και ΗΠΑ στην Ιαπωνία (Επίκαιρα, 17-23 Ιούνη 2010)

Στην πλήρη νόθευση της λαϊκής βούλησης όπως αποτυπώθηκε στις εκλογές της 30ης Αυγούστου συντείνει η ενδοκυβερνητική αλλαγή σκυτάλης που πραγματοποιήθηκε πριν δύο εβδομάδες στην Ιαπωνία. Το αποτέλεσμα των βουλευτικών εκλογών που πραγματοποιήθηκαν πριν δέκα μήνες στη χώρα του ανατέλλοντος ηλίου θεωρήθηκε ορόσημο καθώς σήμανε την ήττα του Φιλελεύθερου Δημοκρατικού Κόμματος που κυβερνά την δεύτερη οικονομία του πλανήτη εδώ και 50 χρόνια με μοναδική εξαίρεση την 11μηνη θητεία μιας συμμαχικής κυβέρνησης. Η νίκη του αντιπολιτευόμενου ως τότε Δημοκρατικού κόμματος προμηνυόταν ιστορικές αλλαγές στην πορεία της Ιαπωνίας γιατί στην προμετωπίδα του είχε δύο αιτήματα που ανάτρεπαν εκ βάθρων την ακολουθούμενη πολιτική. Το πρώτο αφορούσε την επανεξέταση της προνομιακής σχέσης με τις ΗΠΑ, ουσιαστικά τον απεγκλωβισμό της ιαπωνικής εξωτερικής πολιτικής από την πρόσδεση στην Ουάσιγκτον. Και το δεύτερο, την άσκηση μιας επεκτατικής οικονομικής πολιτικής με την στήριξη της ενεργού ζήτησης στο εσωτερικό της χώρας, ακόμη και την διερεύνηση της δυνατότητα επιστροφής στο κράτος ιδιωτικοποιημένων επιχειρήσεων, όπως για παράδειγμα του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου που αποτελούσε τον κόμβο γύρω από τον οποίο αρθρωνόταν η οικονομική ζωή της χώρας.

Όλα αυτά τα σχέδια αποτελούν πλέον παρελθόν. Η εγκατάλειψή τους μάλιστα συντελέστηκε πριν αναλάβει την πρωθυπουργία ο Ναότο Καν, υπουργός Οικονομικών μέχρι πρόσφατα. Ενώ ακόμη κυβερνούσε ο Γιουκίο Χατογιάμα, που κέρδισε την θριαμβευτική νίκη του προηγούμενου Αυγούστου, μια συμφωνία που υπέγραψε με τους Αμερικανούς στις 28 Μαΐου με βάση την οποία παρατείνεται η παραμονή της αμερικανικών βάσεων στην Οκινάουα, παρά κι ενάντια στην θέληση των κατοίκων του νησιού που μάχονται εδώ και χρόνια για την απομάκρυνσή της, επισφράγισε την εγκατάλειψη των προεκλογικών του υποσχέσεων. Και φυσικά την απογοήτευση των Ιαπώνων από την κυβέρνησή του, που καταγράφτηκε με τον πιο αδιάψευστο τρόπο με την ελεύθερη πτώση της δημοτικότητάς του.

Η επανάκαμψη της Ιαπωνίας στην αγκαλιά του μεγάλου αδελφού (που διατηρεί 90 στρατιωτικές βάσεις και 50.000 στρατιώτες στη νησιώτικη χώρα) επισημοποιήθηκε με το τηλεφώνημα που έκανε ο νέος πρωθυπουργός της Ιαπωνίας στον αμερικανό πρόεδρο, Μπαράκ Ομπάμα, το σαββατοκύριακο 5-6 Ιούνη, αμέσως μετά την ανάληψη των καθηκόντων του για να τον διαβεβαιώσει ότι οι ΗΠΑ παραμένουν στρατηγικός σύμμαχος της Ιαπωνίας. Κι επίσης ό,τι κάθε σκέψη για άσκηση μιας περισσότερο ανεξάρτητης και πολυμερούς διπλωματίας παραπέμπεται πλέον στις ελληνικές καλένδες, μαζί με τα σχέδια παρεμπόδισης των αμερικανικών παρεμβάσεων στην ασιατική πλευρά του Ειρηνικού.

Εξ ίσου θεαματική είναι η στροφή που υπόσχεται η νέα πολιτική ηγεσία της Ιαπωνίας και στο θέμα της οικονομίας. Με δύο λόγια: Τα προγράμματα εξοντωτικής λιτότητας τώρα και στην… Ιαπωνία. Το πρελούδιο της λιτότητας αποτέλεσε μια δραματική ομιλία του νέου πρωθυπουργού, με την οποία κινδυνολογούσε ότι η Ιαπωνία θα γίνει… Ελλάδα. Ως φόβητρο εμφάνισε την αύξηση του δημόσιου χρέους που πλέον είναι διπλάσιο του ΑΕΠ κι ως φάρμακο τον διπλασιασμό του καταναλωτικού φόρου από 5% στο 10%. Κι όμως το δημόσιο χρέος της Ιαπωνίας που το 2009 έφθασε το 192% του ΑΕΠ δεν δημιουργεί κινδύνους. Αδιάψευστος μάρτυρας τα πολύ χαμηλά επιτόκια με τα οποία απορροφώνται οι νέες εκδόσεις κρατικών ομολόγων. Για παράδειγμα τα δεκαετή ομόλογα αγοράζονται με επιτόκιο 1,3%, ενώ τα 30ετή με επιτόκιο μόλις 2%!

Το παραπάνω παράδοξο (παγκόσμιο χρυσό στο δημόσιο χρέος – με μοναδική εξαίρεση την Ζιμπάμπουε όπου το χρέος φθάνει το 304% του ΑΕΠ – με ταυτόχρονο χαμηλό ρεκόρ στις αποδόσεις) ερμηνεύεται αν πάρουμε υπ’ όψη μας την προέλευση των χρημάτων που καλύπτουν τα δημοσιονομικά ελλείμματα. Το 2008 στην Ιαπωνία , με βάση πρόσφατη έκθεση της εταιρείας συμβούλων McKinsey, από το συνολικό χρέος που έφθανε το 188% του ΑΕΠ, το 175% προερχόταν από εσωτερικό δανεισμό! Καμία άλλη δυτική χώρα δεν έχει τέτοιες επιδόσεις. Στην Ιταλία για παράδειγμα όπου το δημόσιο χρέος ανερχόταν το 2008 στο 101% του ΑΕΠ μόνο το 52% προερχόταν από εσωτερικό δανεισμό. Στη Γαλλία από το 73% του ΑΕΠ μόνο το 33%. Αντίστοιχες με τις ιαπωνικές επιδόσεις συναντάμε μόνο στον Καναδά όπου από το 60% του ΑΕΠ, που ήταν το δημόσιο χρέος το 2008, προερχόταν από εσωτερικό δανεισμό το 57% και στη Νότια Κορέα όπου από το 28% του ΑΕΠ, οι ίδιοι οι νοτιοκορεάτες κατείχαν το 26%. Το γεγονός ότι το ιαπωνικό δημόσιο προσφεύγει στην εσωτερική αγορά για να καλύψει τις δανειακές του ανάγκες, όπως είναι εμφανές το καθιστά σχεδόν απρόσβλητο από την κερδοσκοπική βουλιμία των αγορών και των κάθε λογής παρασίτων που αναπτύσσονται στη σκιά της: οίκοι αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας, συμβόλαια πιστωτικού κινδύνου, κ.λπ. Κατ’ επέκταση κίνδυνος να κλείσουν οι κρουνοί του δανεισμού και να μην μπορέσει να καλύψει τι δανειακές της ανάγκες η Ιαπωνία δεν υφίσταται, όπως μαρτυρούν και τα πολύ χαμηλά επιτόκια δανεισμού. Γίνεται εύκολα επομένως αντιληπτό πως αν κάτι εξυπηρετεί αυτή η κινδυνολογία είναι την δικαιολόγηση των αντιλαϊκών φορομπηχτικών μέτρων, όπως ο διπλασιασμός των φόρων επί της κατανάλωσης. Η απόφαση μάλιστα της κυβέρνησης προκάλεσε την δημόσια κατακραυγή επειδή είναι πολύ νωπές ακόμη οι μνήμες από την προηγούμενη αύξηση (από 3% στο 5% το 1997) που έδωσε την χαριστική βολή στην οικονομία. Όπως υπενθύμιζαν κι οι Financial Times στις 10 Ιούνη «η οικονομία βυθίστηκε στην ύφεση κι οι λιανικές πωλήσεις έπεφταν σταθερά τα επόμενα επτά χρόνια».

Οι αιτίες άλλωστε του δημόσιου χρέους της Ιαπωνίας εκεί ακριβώς αντοπίζονται, στην χρόνια ύφεση. Το ζήτημα δηλαδή δεν είναι ο αριθμητής (το δημόσιο χρέος), αλλά ο παρανομαστής (το ΑΕΠ). Έχοντας καταγράψει την τελευταία 12ετία κατά μέσο όρο ετήσια άνοδο το ΑΕΠ μόλις 0,5% (ενώ για φέτος προβλέπεται μείωση άνω του 5%) και τα προηγούμενα χρόνια ελεύθερη πτώση, ένα σχετικά σταθερό ως ποσό δημόσιο χρέος, όταν αποδίδεται ως ποσοστό του ΑΕΠ συνεχώς αυξάνει. Κι η κυβέρνηση αντί να αντιμετωπίσει το πρόβλημα στην καρδιά του, την χρόνια και παρατεταμένη ύφεση, το επιδεινώνει με μέτρα περιορισμού της κατανάλωσης, που αργά ή γρήγορα θα οδηγήσουν σε ακόμη μεγαλύτερη άνοδο του δημόσιου χρέους, όπως μετριέται σαν ποσοστό του ΑΕΠ.

Ο κίνδυνος όμως ξεπερνάει την μακρινή μας Ιαπωνία. Τις τελευταίες εβδομάδες όλες μα όλες οι μεγάλες χώρες του κόσμου κηρύσσουν ανένδοτο στα δημοσιονομικά ελλείμματα, ανακοινώνοντας άγριες περικοπές δημοσίων δαπανών. Για την Ευρώπη, από την Ισπανία, την Πορτογαλία και την Ιταλία, μέχρι την Ιρλανδία, την Αγγλία, την Ουγγαρία και τη Δανία, με τελευταίο κρούσμα την Γερμανία όπου η Μέρκελ ανακοίνωσε πρόγραμμα περικοπών ύψους 80 δισ. ευρώ και απολύσεων 15.000 δημοσίων υπαλλήλων, έχουμε αναφερθεί εκτενώς. Το κακό όμως μεταδίδεται. Η Ρωσία πριν μια εβδομάδα ανακοίνωσε ότι θα μειώσει τους δημόσιους υπαλλήλους κατά 20%. Ακόμη και στις ΗΠΑ, όπου φαινόταν να υιοθετείται μια πιο πραγματιστική προσέγγιση, το κλίμα αλλάζει με τους ιέρακες της δημοσιονομικής πειθαρχίας να παίρνουν το πάνω χέρι. «Σε μια στιγμή κατά την οποία πολλοί οικονομολόγοι προειδοποιούν ότι η οικονομική ανάκαμψη των ΗΠΑ είναι πιθανό να κινδυνεύσει από παρατεταμένη υψηλή ανεργία και χαμηλή μεγέθυνση, ο Ομπάμα ανακαλύπτει πως τα εργαλεία που διέθετε πέρυσι – μεγάλα πακέτα δημοσιονομικής στήριξης και παρεμβάσεις της κεντρικής τράπεζας – δεν διαθέτουν πλέον πολιτική στήριξη», ανέφερε η International Herald Tribune στις 10 Ιούνη. Και συνέχιζε: «Το κλίμα και στα δύο κόμματα του Κογκρέσου έχει αλλάξει σημαντικά σε μια κατεύθυνση κατά των ελλειμμάτων, υπό την έννοια πως τα προγράμματα δημιουργίας θέσεων εργασίας, που προωθούνταν από τον Λευκό Οίκο και τη δημοκρατική ηγεσία του Κογκρέσου περικόπτονται ξανά και ξανά. Είναι χαρακτηριστικό πώς ο Ομπάμα την Τρίτη χαιρέτησε μια πρωτοβουλία μείωσης των προϋπολογισμών των μεγαλύτερων κρατικών υπηρεσιών κατά 5%, όταν η συμβατική θεωρία θα απαιτούσε περισσότερες κρατικές δαπάνες για να ανορθωθεί η οικονομία». Εναντίον της «απλουστευτικής λιτότητας», με αφορμή τις δρακόντειες περικοπές δαπανών τάχθηκε κι ο καθηγητής Τζέφρεϋ Σακς, με άρθρό του στους Financial Times στις 8 Ιούνη, το οποίο προαναγγελλόταν από την πρώτη σελίδα της βρετανικής εφημερίδας με τον αποκαλυπτικό τίτλο «Αποχαιρετισμό στον Κέυνς»…

Το πρόβλημα έτσι είναι πολύ μεγαλύτερο από την κραυγαλέα αθέτηση των προεκλογικών υποσχέσεων των πολιτικών ελίτ από την Ουγγαρία μέχρι την Ιαπωνία που εκλέγονται πανηγυρικά υποσχόμενες ακύρωση των προγραμμάτων λιτότητας και ανακούφιση των ψηφοφόρων και …εντελώς ξαφνικά ανακαλύπτουν τον κίνδυνο να γίνουν Ελλάδα. Ο κίνδυνος πλέον είναι όλος ο κόσμος να βυθιστεί σε μια παρατεταμένη ύφεση κι η φτώχεια σε Ανατολή και Δύση, ελέω δημοσιονομικής σταθερότητας, να αγγίξει επίπεδα χωρίς προηγούμενο για ειρηνικές περιόδους.

Αρέσει σε %d bloggers: