Σε ένα ρεσιτάλ προκλήσεων χωρίς τέλος επιδίδεται το Ισραήλ προσβάλλοντας όχι μόνο τους Παλαιστινίους που ζουν στα κατεχόμενα και τα γειτονικά μουσουλμανικά κράτη, αλλά ακόμη και τις ίδιες τις ΗΠΑ.
Μένοντας μόνο στις τελευταίες τρεις εβδομάδες ξεχωρίζουμε: Πρώτο, την έναρξη λειτουργίας μιας εβραϊκής συναγωγής πολύ κοντά στον ιερότερο τόπο λατρείας των μουσουλμάνων στην ανατολική Ιερουσαλήμ που σε συνδυασμό με τις απαγορεύσεις και τις ταπεινώσεις των Αράβων που επιβλήθηκαν ταυτοχρόνως από τον ισραηλινό στρατό προκάλεσαν την έκρηξη των Παλαιστινίων. Καθημερινές συγκρούσεις νεαρών Παλαιστινίων, οπλισμένων με πέτρες, με πάνοπλους ισραηλινούς στρατιώτες που δε δίστασαν να σκοτώσουν τέσσερις μάλιστα νεαρούς, έδωσαν το έναυσμα στη Χαμάς να καλέσει για νέα τρίτη Ιντιφάντα.
Η δεύτερη πρόκληση ήταν και η μεγαλύτερη κι είχε στόχο τις ίδιες τις ΗΠΑ και τις προσπάθειες ειρήνευσης που διεξάγουν. Εκδηλώθηκε στις 9 Μάρτη κατά τη διάρκεια της επίσκεψης στο Ισραήλ του αμερικανού αντιπροέδρου, Τζο Μπάιντεν, εκ των θερμότερων οπαδών της αμερικανο-ισραηλινής φιλίας που διαθέτει το εβραϊκό κράτος στους κόλπους της κυβέρνησης Ομπάμα κι αφορούσε την ανακοίνωση της ανέγερσης 1.600 νέων εβραϊκών κατοικιών στην κατεχόμενη ανατολική Ιερουσαλήμ. Ο χρόνος που επέλεξε η εβραϊκή κυβέρνηση για να προβεί στην ανακοίνωση δεν ήταν καθόλου τυχαίος. Προτιμήθηκε μόνο και μόνο για να φέρει τις ΗΠΑ προ τετελεσμένων και να ναρκοθετήσει τις πρωτοβουλίες ειρήνης καθώς οποιαδήποτε επέκταση των εβραϊκών οικισμών αναιρεί τις ελπίδες ειρήνης που στηρίζονται στην αποχώρηση του Ισραήλ από τα εδάφη που κατέλαβε το 1967 – τα οποία θα αποτελέσουν το μελλοντικό παλαιστινιακό κράτος, με πρωτεύουσα την ανατολική Ιερουσαλήμ και δικαίωμα επιστροφής όλων των προσφύγων. Η επέκταση των εβραϊκών εποικισμών, που ήδη στεγάζουν περισσότερους από 500.000 υπερορθόδοξους Εβραίους εξτρεμιστές στη Δυτική Όχθη και την ανατολική Ιερουσαλήμ – συχνά μάλιστα στα πιο εύφορα, στρατηγικής σημασίας και υδροφόρα εδάφη καθιστά εκ των προτέρων κενό περιεχομένου κάθε διάλογο για επίλυση του Παλαιστινιακού. Το Ισραήλ μάλιστα, ενώ θα χρηματοδοτεί την επέκταση των εποικισμών, μπορεί να ισχυρίζεται ότι επιδιώκει τον διάλογο κι ότι είναι υπέρ της δημιουργίας παλαιστινιακού κράτους κερδίζοντας έτσι τις εντυπώσεις, ενώ ταυτόχρονα θα δημιουργεί τους όρους για να μην δημιουργηθεί ποτέ ένα βιώσιμο παλαιστινιακό κράτος. Αυτή ακριβώς άλλωστε είναι και η τακτική του όλες τις τελευταίες δεκαετίες: Δημιουργία τετελεσμένων που θα διαιωνίζουν την κατοχή, παράλληλα με την λεκτική, πλήρους υποκρισίας, αποδοχή της ανάγκης διαλόγου. Το Ισραήλ μάλιστα, στο άκρον άωτο του φαρισαϊσμού του, έφθασε στο σημείο να καταγγέλλει την Παλαιστινιακή Αρχή ότι δεν επιθυμεί τον διάλογο, επ’ αφορμή την επιλογή της να αποχωρήσει πριν ενάμισι χρόνο από τις άμεσες διαπραγματεύσεις για να καταγγείλει με αυτό τον τρόπο ένα νέο τότε σχέδιο επέκτασης των εβραϊκών εποικισμών.
Αυτή τη φορά όμως ήταν διαφορετικά, καθώς το χαστούκι δεν έπεσε στο πρόσωπο της Παλαιστινιακής Αρχής, αλλά της ίδιας της Ουάσινγκτον. Γι’ αυτό το λόγο κι η απαίτηση της αμερικανίδας υπουργού Εξωτερικών, Χίλαρι Κλίντον, από τον αντιπρόεδρο, Τζο Μπάιντεν, να «καταδικάσει» την ανακοίνωση κι όχι απλώς να «εκφράσει την ανησυχία του» σηματοδότησε το σοβαρότερο ρήγμα που έχει δημιουργηθεί στις σχέσεις των δύο χωρών τις τελευταίες δεκαετίες.
Η τρίτη και τελευταία πρόκληση σημειώθηκε την Κυριακή όταν ο ισραηλινός πρωθυπουργός τόνισε στο καθιερωμένο υπουργικό συμβούλιο ότι «η πολιτική μας στην Ιερουσαλήμ είναι η ίδια όπως όλων των προηγούμενων ισραηλινών κυβερνήσεων τα προηγούμενα 42 χρόνια και δεν έχει αλλάξει. Σ’ ότι μας αφορά η ανοικοδόμηση στην Ιερουσαλήμ είναι όπως η ανοικοδόμηση στο Τελ Αβίβ. Το καταστήσαμε σαφές στην αμερικανική κυβέρνηση»! Οι δηλώσεις του Μπενιαμίν Νετανιάχου, που εξισώνουν την κατεχόμενη ανατολική Ιερουσαλήμ με το Τελ Αβίβ, έχουν ιδιαίτερο πολιτικό βάρος για δύο λόγους. Κατ’ αρχήν επειδή έγιναν μόλις δυο μέρες μετά τη συνάντηση του Κουαρτέτου (ΗΠΑ, ΟΗΕ, ΕΕ, Ρωσία) στην Μόσχα όπου επιβεβαιώθηκε η πρόθεση του να δώσει μια νέα δυναμική στη διαδικασία ειρήνευσης, με ένα σαφές χρονοδιάγραμμα μάλιστα δύο ετών, εντός του οποίου θα πρέπει να έχει δημιουργηθεί παλαιστινιακό κράτος. Η θέση της διεθνούς κοινότητας έγινε γνωστή μάλιστα την Κυριακή που μας πέρασε από τον ίδιο τον γενικό γραμματέα του ΟΗΕ, Μπαν Κι Μουν, κατά τη διάρκεια επίσκεψής του στην αποκλεισμένη και μαρτυρική Γάζα ο οποίος καταδίκασε απερίφραστα την ισραηλινή κυβέρνηση, με τόνους μάλιστα που δεν συνηθίζονται: «Υπενθυμίζοντας ότι η προσάρτηση της ανατολικής Ιερουσαλήμ δεν είναι αναγνωρισμένη από τη διεθνής κοινότητα, το Κουαρτέτο καταδικάζει την απόφαση της κυβέρνησης του Ισραήλ να προχωρήσει στον σχεδιασμό νέων οικιστικών μονάδων στην ανατολική Ιερουσαλήμ».
Το ξεχωριστό πολιτικό βάρος των δηλώσεων του ισραηλινού πρωθυπουργού υπογραμμίζεται επίσης από το γεγονός ότι έγιναν μόλις μια μέρα πριν αναχωρήσει για την Ουάσιγκτον, καλεσμένος του πανίσχυρου εβραϊκού λόμπι AIPAC, όπου είχε προσκληθεί να μιλήσει. Στην Ουάσινγκτον επίσης αναμενόταν να συναντηθεί και με τον αμερικανό πρόεδρο. Στην πράξη έτσι μετέβη στον Λευκό Οίκο έχοντας εκ των προτέρων ανασκευάσει τις διορθωτικές κινήσεις που έκανε μετά την σύγκρουση με τις ΗΠΑ κι έχοντας επιπλέον απορρίψει τους πιο θεμελιώδεις όρους για την επανέναρξη των ειρηνευτικών συνομιλιών που αφορούν το πάγωμα της επέκτασης των εβραϊκών εποικισμών. Ο παράνομος χαρακτήρας αναφέρεται επίσης και σε συγκεκριμένη απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, την υπ. αρ. 446, που εκδόθηκε στις 22 Μαρτίου 1979, την οποία το Ισραήλ εξακολουθεί να γράφει στα παλαιότερα των υποδημάτων του…
Παρότι δεν υπάρχει αμφιβολία πως το Ισραήλ λειτουργούσε σχεδόν πάντα όχι απλώς υπό την ανοχή, αλλά την ανοιχτή ενθάρρυνση της Ουάσιγκτον, τον τελευταίο χρόνο είναι εμφανές ότι οι τακτικοί σχεδιασμοί των ΗΠΑ δεν συνάδουν πλήρως με την εμπρηστική στάση του Ισραήλ στην περιοχή. Η απόκλιση συμφερόντων ήρθε στην επιφάνεια από μια πρόσφατη δήλωση σε επιτροπή της αμερικανικής Γερουσίας του αμερικανού στρατιωτικού διοικητή στην ευρύτερη Μέση Ανατολή, Ντέιβιντ Πετρέους, ότι ο αντι-αμερικανισμός στην περιοχή υποκινείται από τη σύγκρουση στην Παλαιστίνη. Η σχετική απόκλιση αποκαλύπτεται επίσης αν δούμε τα βήματα προόδου που έχουν συντελεστεί στην εξομάλυνση των σχέσεων μεταξύ Συρίας και ΗΠΑ, με κορυφαίο παράδειγμα την αναμενόμενη αποστολή πρέσβη της Ουάσινγκτον στη Δαμασκό, για πρώτη φορά μετά το 2005 όταν ανακάλεσε τον πρέσβη της επ’ αφορμή την δολοφονία του Ραφίκ Χαρίρι στο Λίβανο. Η επαναλειτουργία των πρεσβειών θα δώσει το έναυσμα για την εκκίνηση εντατικών κι επίσημων πλέον διαπραγματεύσεων που θα αφορούν από την ένταξη της Συρίας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου μέχρι την διακοπή των σχέσεών της με τις ριζοσπαστικές, μαχητικές οργανώσεις της Παλαιστίνης και του Λιβάνου (Χαμάς, Λαϊκό Μέτωπο, Ισλαμική Τζιχάντ, Χεζμπολάχ), την αυστηρότερη φύλαξη των συνόρων με το Ιράκ και την απομάκρυνσή της από το Ιράν – αυτά τουλάχιστον θα είναι τα αιτήματα της Ουάσιγκτον. Πως μπορούν όμως να τεθούν ακόμη και στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων αν το Ισραήλ δυναμιτίζει οποιαδήποτε ελπίδα εξομάλυνσης;
Υπό το παραπάνω πρίσμα αποτελεί μονόδρομο για τις ΗΠΑ η αναθεώρηση της ειδικής σχέσης που διατηρούν με το Ισραήλ, αν θέλει η κυβέρνηση Ομπάμα να λάβει και πρακτικό περιεχόμενο η δέσμευσή της για κλείσιμο των μετώπων που άνοιξε η οκταετία Μπους στη Μέση Ανατολή και δημιουργία παλαιστινιακού κράτους. Διαθέτουν δε άπειρα μέσα για να την επιβάλλουν, με σημαντικότερο όλων την αθρόα οικονομική και στρατιωτική υποστήριξη που παρέχουν στο Ισραήλ. Κάλλιστα δηλαδή η συνέχισή της μπορεί στο εξής να είναι συνάρτηση της συμμόρφωσής του εβραϊκού κράτους στις αποφάσεις του Κουαρτέτου. Δεν στερούνται συνεπώς μέσων για να επιβάλλουν την πολιτική τους στη Μέση Ανατολή, ακόμη κι αν δεν καταφύγουν στα στρατιωτικά μέσα όπως έκαναν με το Ιράκ. Από το κατά πόσο θα χρησιμοποιήσουν τις δυνατότητες που έχουν για να επιβάλλουν την πολιτική τους θα φανεί κι η ειλικρίνεια των εξαγγελιών του Μπαράκ Ομπάμα το επόμενο διάστημα. Πολλώ δε μάλλον που ο χρόνος δεν κυλάει υπέρ του…
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.