Οι κερδισμένοι της δημοσιονομικής κρίσης (Πριν, 25 Απρίλη 2010)

Η δημοσιονομική κρίση στις περιφερειακές χώρες της ευρωζώνης είναι αποτέλεσμα της πίεσης που άσκησε η Γερμανία στα δικαιώματα των εργαζομένων στο εσωτερικό της και στα ισοζύγια των άλλων χωρών υποστηρίζει ένα κείμενο εργασίας – συμβολή στη ριζοσπαστική σκέψη – που εκδόθηκε στην Αγγλία από ομάδα επιστημόνων, με επικεφαλής τον Κώστα Λαπαβίτσα.

 «Οι κρατικές δαπάνες αυξήθηκαν σε αρκετές χώρες μετά το 2007 καθώς η διάσωση των τραπεζών αποδείχθηκε ακριβή. Υπ’ αυτό το πρίσμα το ελληνικό κράτος ήταν αντιπροσωπευτικό πολλών άλλων, περιλαμβανομένων των ΗΠΑ και της Αγγλίας»

Τις βαθύτερες αιτίες πίσω από την κρίση που μαστίζει την ευρωζώνη διερευνά κείμενο εργασίας που εξέδωσε τον προηγούμενο μήνα ομάδα ριζοσπαστών οικονομολόγων από την Αγγλία, με επικεφαλής τον Κώστα Λαπαβίτσα. Δυο βασικές ιδέες διατρέχουν την καίρια παρέμβασή της, που είναι αναρτημένη στην ιστοσελίδα www.researchonmoneyandfinance.org: Η όξυνση των αντιθέσεων εντός της ΕΕ με ευθύνη της Γερμανίας που αποδεικνύεται κι η κερδισμένη της διαδικασίας νομισματικής ενοποίησης κι επίσης η ένταση της ταξικής πάλης, που οδηγεί όλο και πιο χαμηλά τις κατακτήσεις της εργατικής τάξης από την μια άκρη της ευρωζώνης ως την άλλη.

Αφετηριακά, οι συγγραφείς υποστηρίζουν πως η νομισματική ενοποίηση εξαφάνισε ή περιόρισε την ελευθερία διαμόρφωσης νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής, μεταφέροντας τις πιέσεις της προσαρμογής στην αγορά εργασίας. Ειδικότερα, η ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων κι η συγκράτηση των μισθών αποτέλεσαν τα «οχήματα» μέσω των οποίων επιτεύχθηκε η καθοδική πορεία. Οι πρώτοι δε που υπέστησαν τις πιο άγριες περικοπές ήταν οι εργάτες της ίδιας της Γερμανίας, την επομένη κιόλας της ενοποίησης. Επίσης, οι άνισοι όροι υπό τους οποίους κλήθηκαν να συμμετάσχουν στον κατά τ’ άλλα ελεύθερο ανταγωνισμό με τη Γερμανία οι καπιταλιστικές χώρες της περιφέρειας διαμορφώθηκαν από την εκκίνηση κιόλας της νομισματικής ενοποίησης, χάρη στις υψηλές συναλλαγματικές ισοτιμίες με τις οποίες κλείδωσε η ένταξή τους στο ευρώ. Έτσι, με πρόσχημα την καταπολέμηση του πληθωρισμού, απώλεσαν ένα βασικότατο πλεονέκτημα για να ανταγωνιστούν την Γερμανία, με αποτέλεσμα η μετέπειτα εξέλιξη να έχει σε μεγάλο μέρος προδιαγραφεί.

Στην πορεία η επιπλέον ώθηση που έδωσε η Γερμανία στην ανταγωνιστικότητα των προϊόντων της, με τις βαθιές αντεργατικές τομές του Σρέντερ για παράδειγμα που περιλαμβάνονταν στην Ατζέντα 2010, μετουσιώθηκε σε πλεονασματικά ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών. Ειδικότερα σε δύο μεγάλες επιτυχίες: Πρώτο, τα εμπορικά πλεονάσματα και, δεύτερο, τις εξαγωγές κεφαλαίου που προήλθαν από τις άμεσες ξένες επενδύσεις και τον τραπεζικό δανεισμό. Κατά συνέπεια η δημοσιονομική κρίση στην οποία παραδέρνουν το τελευταίο εξάμηνο οι μεσογειακές χώρες και περισσότερο η Ελλάδα είναι το τίμημα που πληρώνει από την ιμπεριαλιστική επέκταση της Γερμανίας.

Στο κείμενο παρέμβασης αναφέρεται χαρακτηριστικά πως «οι περιφερειακές χώρες απώλεσαν ανταγωνιστικότητα σε σχέση με τη Γερμανία λόγω των αρχικών υψηλών συναλλαγματικών ισοτιμιών όπως επίσης και της ικανότητας των γερμανών εργοδοτών να εκμεταλλεύονται τους εργάτες περισσότερο. Το αποτέλεσμα ήταν ένα δομικό πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της Γερμανίας που αποτέλεσε το αντεστραμμένο είδωλο των δομικών ελλειμμάτων στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών των περιφερειακών χωρών».

Καθοριστικό ρόλο στις εκρηκτικές διαστάσεις που έλαβε η κρίση διαδραμάτισε η ιδιαίτερα επιλεκτική πολιτική παρεμβάσεων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Ο θεματοφύλακας του ευρώ παρότι δεν έμεινε αμέτοχος όταν κινδύνευσαν οι εμπορικές τράπεζες κι έσπευσε να τους παράσχει ρευστότητα για να αποφύγουν την χρεοκοπία, όταν ήρθαν τα κράτη στην ίδια θέση απλώς …κώφευσε παραπέμποντάς τα στην αγορά. «Μια καλά λειτουργούσα κεντρική τράπεζα δεν θα καθόταν απλώς και θα κοίταγε τους κερδοσκόπους να παίζουν αποσταθεροποιητικά παιχνίδια στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Στην καλύτερη περίπτωση θα είχε ξεδιπλώσει μέρος της επινοητικότητάς της όπως έπραξε αφειδώλευτα όταν χρειάστηκαν ρευστότητα οι ιδιωτικές τράπεζες το 2007-2008». Οι συγγραφείς του κειμένου με εύστοχο τρόπο περιγράφουν και τον τρόπο που οι σωτήριες για τις ιδιωτικές τράπεζες παρεμβάσεις της ΕΚΤ δυσκόλεψαν στη συνέχεια την απορρόφηση από τις αγορές των κρατικών ομολόγων, συμβάλλοντας έτσι στην έκρηξη της δημοσιονομικής κρίσης.

Η ΕΚΤ κατηγορείται επίσης ότι συνέβαλε στην «χρηματιστικοποίηση» της Ευρώπης (όπως περιγράφεται η υπερτροφική ανάπτυξη του χρηματοπιστωτικού τομέα σε βάρος του παραγωγικού) μέσω της ιδιαίτερης φροντίδας που έχει επιδείξει από την ίδρυσή της για την προστασία των συμφερόντων του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου. Για τους συγγραφείς, η τρέχουσα δημοσιονομική κρίση αντιπροσωπεύει το δεύτερο στάδιο της κρίσης που ξεκίνησε το 2007, την οποία χαρακτηρίζουν κρίση «χρηματιστικοποίησης», εντοπίζοντας τις αιτίες της στη σφαίρα της διανομής και κυκλοφορίας της υπεραξίας.

Στο τέλος του κειμένου εργασίας παρατίθενται οι τρεις διαφορετικές εναλλακτικές δυνατότητες που αναδύονται για τις περιφερειακές χώρες στη σημερινή ασυνήθιστη συγκυρία. Η πρώτη είναι η… πεπατημένη. Προγράμματα λιτότητας, κατ’ αντιγραφή των οδηγιών του ΔΝΤ, όπως αυτά που επέβαλε πρόσφατα η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, τα οποία όμως «πιθανά θα επιτείνουν την ύφεση, οδηγώντας τα κυβερνητικά έσοδα σε περαιτέρω πίεση κι οδηγώντας τους στόχους ακόμη πιο μακριά». Το χειρότερο ωστόσο του «ορθού δρόμου» είναι πως αφήνει στο απυρόβλητο τις υποκείμενες, δομικές αιτίες που οδήγησαν στο σημερινό αδιέξοδο. «Η αύξηση της παραγωγικότητας απαιτεί επενδύσεις, νέες τεχνολογίες και δημιουργία νέων πεδίων δραστηριότητας. Στην περίπτωση της Ελλάδας επίσης σημαίνει να απομακρυνθεί η χώρα από ένα υπόδειγμα μεγέθυνσης που στηρίχθηκε στην κατανάλωση στη βάση ενός αυξανόμενου χρέους των νοικοκυριών. Τέτοιες αλλαγές δεν επέρχονται από τη φιλελευθεροποίηση των αγορών».

 ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΕΣ ΛΥΣΕΙΣ: ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΩΝ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΕΩΝ

Έξοδος από το ευρώ και την ΟΝΕ

Η δεύτερη εναλλακτική λύση που αναφέρεται στο κείμενο εργασίας περιγράφεται κωδικά υπό την ονομασία «το καλό ευρώ». Περιλαμβάνει προτάσεις που έχουν ανά εποχές κατατεθεί από την ευρωπαϊκή Αριστερά και τη σοσιαλδημοκρατία και αφορούν: την αύξηση του προϋπολογισμού της ΕΕ μέχρι να φθάσει στο επίπεδο του 5-6%, την θεσμοθέτηση ενός ελάχιστου ευρωπαϊκού μισθού, την μεταρρύθμιση του πλαισίου δράσης της ΕΚΤ που θα θέτει τέλος στην υφιστάμενη -αντιδημοκρατική επί του περιεχομένου- περίφημη «ανεξαρτησία» της, κ.α. Ωστόσο, αναγνωρίζεται πως η στρατηγική του «καλού ευρώ» διέπεται από πολύ βαθιές αντιφάσεις, σε βαθμό να υφίσταται αναντιστοιχία μέσων και σκοπού. «Μια ριζοσπαστική μεταρρύθμιση ενδέχεται να οδηγήσει στην κατάρρευση της νομισματικής ένωσης», αναφέρεται χαρακτηριστικά. 

Τέλος, υπάρχει κι η τρίτη εναλλακτική επιλογή, της εξόδου από την ευρωζώνη, με την επαναφορά της δραχμής σε μια τέτοια ισοτιμία ως προς το ευρώ που θα συνιστούσε υποτίμηση. Τότε θα λυνόταν – έστω και στιγμιαία – το πρόβλημα της ανταγωνιστικότητας. Από αυτή την υπόθεση εκκινούν δύο διαφορετικές στρατηγικές, πλήρως ανταγωνιστικές μεταξύ τους. Η πρώτη, η συντηρητική εναλλακτική, μπορεί κάλλιστα να συμπληρώνει το πρόγραμμα βίαιης προσαρμογής του ΔΝΤ κι ως απώτερο ζητούμενο να έχει την ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας και την ώθηση των εξαγωγών. Παρότι θεωρητικά δεν αποκλείεται η «συντηρητική έξοδος», υπογραμμίζοντας ότι η προοπτική αποδέσμευσης από την ΟΝΕ δεν έχει αποκλειστικά και μόνο αριστερό περιεχόμενο, σε πρακτικό επίπεδο δεν διαθέτει εκείνες τις κοινωνικές δυνάμεις που θα την επιζητούσαν και θα την επέβαλλαν.

Έτσι, η έξοδος από το ευρώ στην πράξη συνιστά μια αριστερή, προοδευτική στρατηγική, που συμπληρώνεται από ένα ευρύ πρόγραμμα κοινωνικών και οικονομικών αναδιαρθρώσεων, το οποίο όμως δεν θα καταλήγει στην εθνική αυτάρκεια. Επιλεκτικά αναφέρουμε: την εθνικοποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος και τη δημιουργία ενός συστήματος δημοσίων τραπεζών, η αναγκαιότητα του οποίου γίνεται εμφανέστερη στο έδαφος της παρ’ ολίγον χρεοκοπίας των ιδιωτικών τραπεζών μεταξύ 2007 και 2009. Επίσης, την επιβολή ελέγχων στην κυκλοφορία του κεφαλαίου, τον δημόσιο έλεγχο σε μια σειρά τομείς της οικονομίας από τις μεταφορές και την ενέργεια μέχρι τις τηλεπικοινωνίες, την εφαρμογή βιομηχανικής πολιτικής, την εκπόνηση ενός προγράμματος δημόσιων και ιδιωτικών επενδύσεων, την διεύρυνση της φορολογίας εισοδήματος, την μείωση των έμμεσων φόρων, κ.α. Επιλογές που σύμφωνα και με την τελευταία πρόταση του κειμένου εργασίας «ανήκουν στην κοινωνία και όπως πάντα εξαρτώνται από τους αγώνες».

Ένδεκα και μία θέσεις για τη δημοσιονομική κρίση (Ουτοπία, 1ος-2ος/2010)

 

  1. Η δημοσιονομική κρίση των τριών τελευταίων δεκαετιών, εμφανίζεται σχεδόν ταυτόχρονα με την κρίση των αρχών της δεκαετίας του ’70. Είναι αποτέλεσμα κυρίως: Πρώτο, των αυξημένων παροχών προς το κεφάλαιο για να αντισταθμιστεί η πτωτική τάση του μέσου ποσοστού κέρδους και δεύτερο, της απότομης μείωσης των φορολογικών του υποχρεώσεων. Από την γέννησή της επομένως συνιστά μετάσταση και τρόπο ξεπεράσματος της υποκείμενης καπιταλιστικής κρίσης. Επομένως, η δημοσιονομική κρίση αποτελεί ίδιον του ολοκληρωτικού καπιταλισμού και ξεχωριστό χαρακτηριστικό του, εφ’ όσον η εμφάνισή τους συμπίπτει χρονικά. Προετοιμάστηκε δε την περίοδο της ταχείας ανόδου, όταν κινητήρια δύναμη είχε τα συνεχή δημοσιονομικά ελλείμματα που έκτοτε συσσωρεύονταν.
  2. Στην Ελλάδα ειδικότερα δεν είναι τυχαίο πως η δημοσιονομική κρίση εμφανίζεται την δεκαετία του ’80 επί κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ ταυτόχρονα με τις χαριστικές προς το κεφάλαιο ρυθμίσεις των «προβληματικών επιχειρήσεων» και την εμφάνιση ενός μαχητικού εργατικού ριζοσπαστισμού που έθεσε ορισμένα εμπόδια στην προσπάθεια του κράτους να μεταφέρει την κρίση στους εργαζόμενους[1].
  3. Η πρόσφατη δημοσιονομική κρίση πολύ πιο εμφανώς και ευθύγραμμα είναι αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης που ξέσπασε στις ΗΠΑ με επίκεντρο την κτηματική αγορά. Ο μηχανισμός που την πυροδότησε εντοπίζεται στα «πακέτα δημοσιονομικής στήριξης» που εκταμιεύθηκαν για να ξεπερασθεί η κρίση ρευστότητας – παράγωγο αποτέλεσμα και πλευρά της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους, που προκάλεσε την τρέχουσα κρίση[2].
  4. Η δημοσιονομική κρίση στην Ελλάδα το 2009 (όπως εκδηλώθηκε με την εκτίναξη του δημοσιονομικού ελλείμματος – της διαφοράς δηλαδή μεταξύ κρατικών εσόδων και δαπανών – στο 12,7% του ΑΕΠ και του δημόσιου χρέους στο 113% του ΑΕΠ[3]) είναι αποτέλεσμα ενός συγκερασμού δομικών και συγκυριακών παραγόντων, με καθοριστικότερους τους δεύτερους που προέρχονται από την εν εξελίξει κρίση. Ειδικότερα:
  5. Σε ότι αφορά το σκέλος των δημοσίων εσόδων, η δημοσιονομική κρίση είναι αποτέλεσμα: α) της συνεχούς μείωσης των φορολογικών συντελεστών την τελευταία δεκαπενταετία κι ειδικότερα κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες (από το 35% στο 25%) που ανακοίνωσε η ΝΔ (Σεπτέμβρης 2004), β) της θεσμοθετημένης φοροαπαλλαγής ή/και χαμηλής φορολόγησης ναυτιλιακών εταιρειών και τραπεζών και της κατοχυρωμένης στην πράξη φοροαπαλλαγής των μεσαίων και ανώτερων εισοδημάτων ελεύθερων επαγγελματιών γ) των πολύ χαμηλών συντελεστών φορολόγησης των υψηλών εισοδημάτων.
  6. Σε ότι αφορά το σκέλος των δημοσίων δαπανών, η δημοσιονομική κρίση είναι αποτέλεσμα: α) των υφιστάμενων αυξημένων υποχρεώσεων για την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους[4], β) των υπέρογκων στρατιωτικών δαπανών[5], γ) των κρατικών επιχορηγήσεων προς το κεφάλαιο μέσω των «αναπτυξιακών νόμων»[6], δ) της απότομης αύξησης του κόστους δανεικού χρήματος ως αποτέλεσμα της πρωτοφανούς παγκόσμιας ζήτησης από τα καπιταλιστικά κράτη για να χρηματοδοτηθεί η ιδιωτική οικονομία[7]. Αυτή είναι η αιτία πίσω από την εκτίναξη των επιτοκίων με τα οποία δανείζεται το ελληνικό δημόσιο, πέραν των κερδοσκοπικών παιχνιδιών και των πολιτικών πιέσεων.
  7. Η ΕΕ δεν αποτελεί μηχανισμό εξισορρόπησης των δημόσιων οικονομικών και επαναφοράς της δημοσιονομικής πειθαρχίας, αλλά μηχανισμό περαιτέρω όξυνσης της. Οι ευθύνες της ΕΕ στην εμφάνιση και τον εκτροχιασμό της κρίσης αφορούν: α) στην υποκίνηση της μείωσης των φορολογικών υποχρεώσεων του κεφαλαίου, με το επιχείρημα της ενθάρρυνσης της ανάπτυξης, β) στην απαγόρευση – από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ – της εσωτερικής χρηματοδότησης των ελλειμμάτων δια της κοπής νέου νομίσματος από τα κεντρικά πιστωτικά ιδρύματα και την υποχρεωτική έκτοτε προσφυγή του δημοσίου στις αγορές χρήματος, γ) στην απίσχναση της παραγωγικής βάσης της ελληνικής καπιταλιστικής οικονομίας (όπως εκφράζεται από την διεύρυνση του εμπορικού ελλείμματος) στο πλαίσιο ενός πανευρωπαϊκού καταμερισμού εργασίας που ευνοεί τα κεφάλαια υψηλότερης οργανικής σύνθεσης. Η ευκολία με την οποία η ΕΕ δια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας έσωσε τις εμπορικές τράπεζες προσφέροντας τους τη δυνατότητα ευνοϊκής χρηματοδότησης με επιτόκιο 1% αποκάλυψε και τα μέσα που θεωρητικά διέθετε για να διευκολύνει και τα εθνικά κράτη. Στην πραγματικότητα όμως τα παρέδωσε βορρά στις εμπορικές τράπεζες που τα δάνειζαν με επιτόκιο 5%!
  8. Το Πρόγραμμα Σταθερότητας και Ανάπτυξης (ΠΣΑ) δεν αποτελεί ένα «κοινωνικά ουδέτερο σύνολο μέτρων που καλεί όλους να βάλουν το χέρι στην τσέπη», όπως παρουσιάστηκε από την κυβέρνηση[8]. Αντίθετα συνεχίζει και οξύνει στο έπακρο την εφαρμοζόμενη αντιλαϊκή πολιτική μέσω κυρίως των ακόλουθων μέτρων: α) αύξησης των έμμεσων φόρων σε τσιγάρα και ποτά, β) κατάργησης φοροαπαλλαγών, γ) μείωσης κατά 10% του κονδυλίου επιδομάτων, δ) αναστολής προσλήψεων, ε) μείωση συμβάσεων ορισμένου χρόνου, στ) μείωση επιχορηγήσεων ασφαλιστικών ταμείων[9], ζ) μείωση υπερωριών και λοιπών πρόσθετων αμοιβών, η) μείωση δαπάνης προμηθειών νοσοκομείων, και θ) ενός προγράμματος ευρύτατων ιδιωτικοποιήσεων η αξία των οποίων θα φθάσει τα 2,5 τρισ. ευρώ. Τους στόχους μείωσης των κρατικών δαπανών και αύξησης των εσόδων εξυπηρετούν επιπλέον το νέο φορολογικό και ασφαλιστικό νομοσχέδιο που αναμένεται να κατατεθούν στη Βουλή το επόμενο τρίμηνο κι η εισοδηματική πολιτική.
  9. Απώτερο ζητούμενο του Προγράμματος Σταθερότητας και Ανάπτυξης δεν είναι η επίλυση της δημοσιονομικής κρίσης αλλά μια βαθιά αναδιανομή του κοινωνικού πλούτου, που θα βελτιώνει άμεσα τα δημόσια οικονομικά έτσι ώστε το αστικό κράτος να μπορεί να διευκολύνει την διευρυμένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου όποτε ξανά παραστεί ανάγκη.
  10. Στην πραγματικότητα, το αποτέλεσμά του ΠΣΑ πολύ πιθανά θα είναι μια παρατεταμένη παραγωγική καθίζηση, καθώς η εξίσωση των εσόδων με τις δαπάνες θα αποστερήσει την καπιταλιστική οικονομία κι από τις κρίσιμες εκείνες χρηματικές εισροές που τροφοδοτούσαν την διευρυμένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου, αυξάνοντας την απασχόληση[10]. Η συνταγή διαχείρισης επομένως της κρίσης πτώσης του μέσου ποσοστού κέρδους που έχει την αφετηρία της στην καπιταλιστική παραγωγή, θα την οξύνει και θα τη γενικεύσει μετατρέποντάς την σε ευρύτερη και καθολική (κρίση υποκατανάλωσης, πραγμοποίησης υπεραξίας, κ.λπ.). Γενικότερα δε, το μοντέλο επίλυσης που επιλέχτηκε (αθρόα παροχή ρευστού στα τμήματα του κεφαλαίου που βρέθηκαν στο επίκεντρο της κρίσης) έχει ήδη, από τώρα, δημιουργήσει τους όρους ξεσπάσματος της νέας κρίσης.
  11. Η παραπάνω συνταγή δημιουργίας και επίλυσης της κρίσης (αφειδώλευτες παροχές στο κεφάλαιο, πρωτοφανής λιτότητα για τους εργαζόμενους) εφαρμόστηκε απαρέγκλιτα από όλες τις δεξιές και σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Κατά συνέπεια οι εργαζόμενοι δεν έχουν να περιμένουν τίποτε από σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις ή κυβερνήσεις έκτακτης ανάγκης που πιθανά θα προκύψουν.
  12. Τέλος, η αστική τάξη χρησιμοποιεί την τρομοκρατία των ελλειμμάτων και επικαλείται τον κίνδυνο πτώχευσης για να πετύχει μια συνολική αναδιάρθρωση των όρων εκμετάλλευσης των εργαζομένων και αξιοποίησης του κεφαλαίου προς όφελός της. Ζητούμενο είναι συντριβή του εργατικού κινήματος κι ένα άλμα στην εκμετάλλευση. Το κεφάλαιο δηλαδή αξιοποιεί τη δημοσιονομική κρίση για να πετύχει πολύ ευρύτερους στόχους. Φάνηκε πεντακάθαρα στην επιστολή του ΙΟΒΕ[11], όπου από τις δύο κατηγορίες αντιλαϊκών μέτρων που προτείνονται[12] μόνο η πρώτη αφορά αυστηρά την επίλυση της δημοσιονομικής κρίσης. Η δεύτερη κατηγορία μέτρων στοχεύει στην φιλελευθεροποίηση της αγοράς, προς όφελος της μονοπωλιακής της οργάνωσης και της ουσιαστικής υπαγωγής κάθε δραστηριότητας στο κεφάλαιο. Η εργατική πάλη επομένως για την απόκρουση των οπισθοδρομικών μέτρων που περιλαμβάνονται στο Πρόγραμμα Σταθερότητας δεν μπορεί παρά να περιλαμβάνει κι ευρύτερους στόχους που αφορούν τη βελτίωση των αμοιβών, των εργασιακών σχέσεων, των όρων ασφάλισης, των κοινωνικών παροχών, κ.λπ

 


[1] Το δημόσιο χρέος στην Ελλάδα προσέλαβε τις σημερινές του διαστάσεις τη δεκαετία του ’80. Από 26% που ήταν το 1981, το 1990 φθάνει το 65% και το 1993, τελευταίο έτος της κυβέρνησης Μητσοτάκη φθάνει για πρώτη φορά το 99%.

[2] «Το αποτέλεσμα των χρηματοδοτικών πακέτων σε κάθε σχεδόν χώρα από την ομάδα των 20 μεγαλύτερων χωρών ήταν η άνοδος των ελλειμμάτων σε επίπεδα πρωτοφανή για καιρό ειρήνης, του χρέους σε επίπεδα τόσο υψηλά ώστε δεν θα υπάρχουν τα πολεμοφόδια για να διεξαχθεί άλλος οικονομικός πόλεμος και ένας λογαριασμός για να καθαρισθεί αυτή η ακαθαρσία τον οποίο οι φορολογούμενοι θα νιώθουν ακόμη και στην επόμενη γενιά. Οι τελευταίες εκτιμήσεις από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο δείχνουν ότι κατά μέσο όρο τα ελλείμματα των προηγμένων κρατών ανέρχονταν στο 1,9% του εθνικού εισοδήματος πριν ξεσπάσει η κρίση το 2007. Αυτό το χρόνο αναμένεται να φθάσουν το 9,7% και το 2010 το 8,7%. Το χρέος του δημόσιου τομέα αναμένεται να εκτιναχθεί από ένα μέσο όρο της τάξης του 78% το 2007 στο 118% το 2014», ανέφεραν οι Financial Times στις 26 Νοέμβρη 2009.

[3] Τα μεγέθη (ανακόλουθα με προγενέστερες αναφορές κυβερνητικών) αναφέρονται στο Πρόγραμμα Σταθερότητας και Ανάπτυξης που παρέδωσε η κυβέρνηση στην ΕΕ.

[4] Όπως αναφέρεται στην Εισηγητική Έκθεση του κρατικού προϋπολογισμού για το έτος 2010 (σελ. 52) για τόκους το 2009 καταβλήθηκαν 12,3 δισ. ευρώ. Αυτό το ποσό ισοδυναμούσε με το 17% των συνολικών δαπανών του τακτικού προϋπολογισμού που ανήλθαν σε 71,4 δισ. και με το 42% του δημοσιονομικού ελλείμματος που ανήλθε σε 29 δισ. ευρώ.

[5] Στον προϋπολογισμό του 2010 έχει προβλεφθεί να δοθούν 2 δισ. ευρώ για εξοπλιστικά προγράμματα. Συνολικά η Ελλάδα με βάση τις μέχρι τώρα «επιδόσεις» της κατέχει την πέμπτη θέση στην παγκόσμια κατάταξη των χωρών – εισαγωγέων πολεμικού υλικού.  

[6] Στις μέρες μας του νόμου 3299/2004 και προηγούμενα του 2601/1998.

[7] Για παράδειγμα, το βρετανικό δημόσιο το 2009 και το 2010 θα δανειστεί συνολικά περισσότερα χρήματα απ’ όσα έχει δανειστεί η βρετανική κυβέρνηση από το 1692 μέχρι το 1997.

[8] Προς επίρρωση να αναφέρουμε ότι ο πρόεδρος του ΣΕΒ, Δημ. Δασκαλόπουλος, το επικρότησε τονίζοντας πως «είναι προς την ορθή κατεύθυνση – αρκεί βέβαια τα προβλεπόμενα μέτρα να υλοποιηθούν χωρίς εκπτώσεις, χωρίς παλινωδίες» (τύπος, 15 Ιανουαρίου 2010).

[9] Στον κρατικό προϋπολογισμό του 2010 προβλέπεται μείωση των επιχορηγήσεων ως προς το 2009 στο σύνολο των ασφαλιστικών ταμείων κατά 8% (13,9 δισ. από 15,1 το 2009) κι ειδικότερα προς των ελεύθερων επαγγελματιών (ΟΑΕΕ) κατά 27% (από 1,5 δισ. το 2009, 1,1 φέτος).

[10] Καθόλου τυχαία υπό αυτή την έννοια δεν είναι η δήλωση του υπουργού Εργασίας, Ανδρέα Λοβέρδου, την Πέμπτη 14 Ιανουαρίου ότι το 2010 είναι πολύ πιθανό να φθάσουμε σε «ισπανικού τύπου ανεργία, με ποσοστό 20% έως 21%», πλήττοντας δηλαδή 1 εκ. εργαζόμενους.

[11] http://www.iobe.gr/index.asp?a_id=87&news_id=897

[12] «Δύο παράλληλες προσαρμογές πρέπει να επισυμβούν το ταχύτερο δυνατό στην ελληνική οικονομία. Η πρώτη είναι η δημοσιονομική. Η δεύτερη αφορά στην ανταγωνιστικότητα».

Αρέσει σε %d bloggers: