Η δημοσιονομική κρίση στις περιφερειακές χώρες της ευρωζώνης είναι αποτέλεσμα της πίεσης που άσκησε η Γερμανία στα δικαιώματα των εργαζομένων στο εσωτερικό της και στα ισοζύγια των άλλων χωρών υποστηρίζει ένα κείμενο εργασίας – συμβολή στη ριζοσπαστική σκέψη – που εκδόθηκε στην Αγγλία από ομάδα επιστημόνων, με επικεφαλής τον Κώστα Λαπαβίτσα.
«Οι κρατικές δαπάνες αυξήθηκαν σε αρκετές χώρες μετά το 2007 καθώς η διάσωση των τραπεζών αποδείχθηκε ακριβή. Υπ’ αυτό το πρίσμα το ελληνικό κράτος ήταν αντιπροσωπευτικό πολλών άλλων, περιλαμβανομένων των ΗΠΑ και της Αγγλίας»
Τις βαθύτερες αιτίες πίσω από την κρίση που μαστίζει την ευρωζώνη διερευνά κείμενο εργασίας που εξέδωσε τον προηγούμενο μήνα ομάδα ριζοσπαστών οικονομολόγων από την Αγγλία, με επικεφαλής τον Κώστα Λαπαβίτσα. Δυο βασικές ιδέες διατρέχουν την καίρια παρέμβασή της, που είναι αναρτημένη στην ιστοσελίδα www.researchonmoneyandfinance.org: Η όξυνση των αντιθέσεων εντός της ΕΕ με ευθύνη της Γερμανίας που αποδεικνύεται κι η κερδισμένη της διαδικασίας νομισματικής ενοποίησης κι επίσης η ένταση της ταξικής πάλης, που οδηγεί όλο και πιο χαμηλά τις κατακτήσεις της εργατικής τάξης από την μια άκρη της ευρωζώνης ως την άλλη.
Αφετηριακά, οι συγγραφείς υποστηρίζουν πως η νομισματική ενοποίηση εξαφάνισε ή περιόρισε την ελευθερία διαμόρφωσης νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής, μεταφέροντας τις πιέσεις της προσαρμογής στην αγορά εργασίας. Ειδικότερα, η ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων κι η συγκράτηση των μισθών αποτέλεσαν τα «οχήματα» μέσω των οποίων επιτεύχθηκε η καθοδική πορεία. Οι πρώτοι δε που υπέστησαν τις πιο άγριες περικοπές ήταν οι εργάτες της ίδιας της Γερμανίας, την επομένη κιόλας της ενοποίησης. Επίσης, οι άνισοι όροι υπό τους οποίους κλήθηκαν να συμμετάσχουν στον κατά τ’ άλλα ελεύθερο ανταγωνισμό με τη Γερμανία οι καπιταλιστικές χώρες της περιφέρειας διαμορφώθηκαν από την εκκίνηση κιόλας της νομισματικής ενοποίησης, χάρη στις υψηλές συναλλαγματικές ισοτιμίες με τις οποίες κλείδωσε η ένταξή τους στο ευρώ. Έτσι, με πρόσχημα την καταπολέμηση του πληθωρισμού, απώλεσαν ένα βασικότατο πλεονέκτημα για να ανταγωνιστούν την Γερμανία, με αποτέλεσμα η μετέπειτα εξέλιξη να έχει σε μεγάλο μέρος προδιαγραφεί.
Στην πορεία η επιπλέον ώθηση που έδωσε η Γερμανία στην ανταγωνιστικότητα των προϊόντων της, με τις βαθιές αντεργατικές τομές του Σρέντερ για παράδειγμα που περιλαμβάνονταν στην Ατζέντα 2010, μετουσιώθηκε σε πλεονασματικά ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών. Ειδικότερα σε δύο μεγάλες επιτυχίες: Πρώτο, τα εμπορικά πλεονάσματα και, δεύτερο, τις εξαγωγές κεφαλαίου που προήλθαν από τις άμεσες ξένες επενδύσεις και τον τραπεζικό δανεισμό. Κατά συνέπεια η δημοσιονομική κρίση στην οποία παραδέρνουν το τελευταίο εξάμηνο οι μεσογειακές χώρες και περισσότερο η Ελλάδα είναι το τίμημα που πληρώνει από την ιμπεριαλιστική επέκταση της Γερμανίας.
Στο κείμενο παρέμβασης αναφέρεται χαρακτηριστικά πως «οι περιφερειακές χώρες απώλεσαν ανταγωνιστικότητα σε σχέση με τη Γερμανία λόγω των αρχικών υψηλών συναλλαγματικών ισοτιμιών όπως επίσης και της ικανότητας των γερμανών εργοδοτών να εκμεταλλεύονται τους εργάτες περισσότερο. Το αποτέλεσμα ήταν ένα δομικό πλεόνασμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της Γερμανίας που αποτέλεσε το αντεστραμμένο είδωλο των δομικών ελλειμμάτων στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών των περιφερειακών χωρών».
Καθοριστικό ρόλο στις εκρηκτικές διαστάσεις που έλαβε η κρίση διαδραμάτισε η ιδιαίτερα επιλεκτική πολιτική παρεμβάσεων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Ο θεματοφύλακας του ευρώ παρότι δεν έμεινε αμέτοχος όταν κινδύνευσαν οι εμπορικές τράπεζες κι έσπευσε να τους παράσχει ρευστότητα για να αποφύγουν την χρεοκοπία, όταν ήρθαν τα κράτη στην ίδια θέση απλώς …κώφευσε παραπέμποντάς τα στην αγορά. «Μια καλά λειτουργούσα κεντρική τράπεζα δεν θα καθόταν απλώς και θα κοίταγε τους κερδοσκόπους να παίζουν αποσταθεροποιητικά παιχνίδια στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Στην καλύτερη περίπτωση θα είχε ξεδιπλώσει μέρος της επινοητικότητάς της όπως έπραξε αφειδώλευτα όταν χρειάστηκαν ρευστότητα οι ιδιωτικές τράπεζες το 2007-2008». Οι συγγραφείς του κειμένου με εύστοχο τρόπο περιγράφουν και τον τρόπο που οι σωτήριες για τις ιδιωτικές τράπεζες παρεμβάσεις της ΕΚΤ δυσκόλεψαν στη συνέχεια την απορρόφηση από τις αγορές των κρατικών ομολόγων, συμβάλλοντας έτσι στην έκρηξη της δημοσιονομικής κρίσης.
Η ΕΚΤ κατηγορείται επίσης ότι συνέβαλε στην «χρηματιστικοποίηση» της Ευρώπης (όπως περιγράφεται η υπερτροφική ανάπτυξη του χρηματοπιστωτικού τομέα σε βάρος του παραγωγικού) μέσω της ιδιαίτερης φροντίδας που έχει επιδείξει από την ίδρυσή της για την προστασία των συμφερόντων του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου. Για τους συγγραφείς, η τρέχουσα δημοσιονομική κρίση αντιπροσωπεύει το δεύτερο στάδιο της κρίσης που ξεκίνησε το 2007, την οποία χαρακτηρίζουν κρίση «χρηματιστικοποίησης», εντοπίζοντας τις αιτίες της στη σφαίρα της διανομής και κυκλοφορίας της υπεραξίας.
Στο τέλος του κειμένου εργασίας παρατίθενται οι τρεις διαφορετικές εναλλακτικές δυνατότητες που αναδύονται για τις περιφερειακές χώρες στη σημερινή ασυνήθιστη συγκυρία. Η πρώτη είναι η… πεπατημένη. Προγράμματα λιτότητας, κατ’ αντιγραφή των οδηγιών του ΔΝΤ, όπως αυτά που επέβαλε πρόσφατα η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, τα οποία όμως «πιθανά θα επιτείνουν την ύφεση, οδηγώντας τα κυβερνητικά έσοδα σε περαιτέρω πίεση κι οδηγώντας τους στόχους ακόμη πιο μακριά». Το χειρότερο ωστόσο του «ορθού δρόμου» είναι πως αφήνει στο απυρόβλητο τις υποκείμενες, δομικές αιτίες που οδήγησαν στο σημερινό αδιέξοδο. «Η αύξηση της παραγωγικότητας απαιτεί επενδύσεις, νέες τεχνολογίες και δημιουργία νέων πεδίων δραστηριότητας. Στην περίπτωση της Ελλάδας επίσης σημαίνει να απομακρυνθεί η χώρα από ένα υπόδειγμα μεγέθυνσης που στηρίχθηκε στην κατανάλωση στη βάση ενός αυξανόμενου χρέους των νοικοκυριών. Τέτοιες αλλαγές δεν επέρχονται από τη φιλελευθεροποίηση των αγορών».
ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΕΣ ΛΥΣΕΙΣ: ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΩΝ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΕΩΝ
Έξοδος από το ευρώ και την ΟΝΕ
Η δεύτερη εναλλακτική λύση που αναφέρεται στο κείμενο εργασίας περιγράφεται κωδικά υπό την ονομασία «το καλό ευρώ». Περιλαμβάνει προτάσεις που έχουν ανά εποχές κατατεθεί από την ευρωπαϊκή Αριστερά και τη σοσιαλδημοκρατία και αφορούν: την αύξηση του προϋπολογισμού της ΕΕ μέχρι να φθάσει στο επίπεδο του 5-6%, την θεσμοθέτηση ενός ελάχιστου ευρωπαϊκού μισθού, την μεταρρύθμιση του πλαισίου δράσης της ΕΚΤ που θα θέτει τέλος στην υφιστάμενη -αντιδημοκρατική επί του περιεχομένου- περίφημη «ανεξαρτησία» της, κ.α. Ωστόσο, αναγνωρίζεται πως η στρατηγική του «καλού ευρώ» διέπεται από πολύ βαθιές αντιφάσεις, σε βαθμό να υφίσταται αναντιστοιχία μέσων και σκοπού. «Μια ριζοσπαστική μεταρρύθμιση ενδέχεται να οδηγήσει στην κατάρρευση της νομισματικής ένωσης», αναφέρεται χαρακτηριστικά.
Τέλος, υπάρχει κι η τρίτη εναλλακτική επιλογή, της εξόδου από την ευρωζώνη, με την επαναφορά της δραχμής σε μια τέτοια ισοτιμία ως προς το ευρώ που θα συνιστούσε υποτίμηση. Τότε θα λυνόταν – έστω και στιγμιαία – το πρόβλημα της ανταγωνιστικότητας. Από αυτή την υπόθεση εκκινούν δύο διαφορετικές στρατηγικές, πλήρως ανταγωνιστικές μεταξύ τους. Η πρώτη, η συντηρητική εναλλακτική, μπορεί κάλλιστα να συμπληρώνει το πρόγραμμα βίαιης προσαρμογής του ΔΝΤ κι ως απώτερο ζητούμενο να έχει την ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας και την ώθηση των εξαγωγών. Παρότι θεωρητικά δεν αποκλείεται η «συντηρητική έξοδος», υπογραμμίζοντας ότι η προοπτική αποδέσμευσης από την ΟΝΕ δεν έχει αποκλειστικά και μόνο αριστερό περιεχόμενο, σε πρακτικό επίπεδο δεν διαθέτει εκείνες τις κοινωνικές δυνάμεις που θα την επιζητούσαν και θα την επέβαλλαν.
Έτσι, η έξοδος από το ευρώ στην πράξη συνιστά μια αριστερή, προοδευτική στρατηγική, που συμπληρώνεται από ένα ευρύ πρόγραμμα κοινωνικών και οικονομικών αναδιαρθρώσεων, το οποίο όμως δεν θα καταλήγει στην εθνική αυτάρκεια. Επιλεκτικά αναφέρουμε: την εθνικοποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος και τη δημιουργία ενός συστήματος δημοσίων τραπεζών, η αναγκαιότητα του οποίου γίνεται εμφανέστερη στο έδαφος της παρ’ ολίγον χρεοκοπίας των ιδιωτικών τραπεζών μεταξύ 2007 και 2009. Επίσης, την επιβολή ελέγχων στην κυκλοφορία του κεφαλαίου, τον δημόσιο έλεγχο σε μια σειρά τομείς της οικονομίας από τις μεταφορές και την ενέργεια μέχρι τις τηλεπικοινωνίες, την εφαρμογή βιομηχανικής πολιτικής, την εκπόνηση ενός προγράμματος δημόσιων και ιδιωτικών επενδύσεων, την διεύρυνση της φορολογίας εισοδήματος, την μείωση των έμμεσων φόρων, κ.α. Επιλογές που σύμφωνα και με την τελευταία πρόταση του κειμένου εργασίας «ανήκουν στην κοινωνία και όπως πάντα εξαρτώνται από τους αγώνες».
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.