Ισπανική υποχώρηση (Επίκαιρα, 18-24/2/2010)

«Δεν είμαστε Ελλάδα»! Αυτή είναι η γραμμή άμυνας της ισπανικής κυβέρνησης με την οποία επιχειρεί να βγάλει τη χώρα από το σκόπευτρο της διεθνούς κερδοσκοπίας και να αντιμετωπίσει τα εξευτελιστικά δημοσιεύματα του διεθνούς Τύπου, ακόμη και κορυφαίων οικονομολόγων, όπως ο βραβευμένος με Νομπέλ Οικονομίας Πολ Κρούγκμαν, που έγραφε στις 2 Φεβρουαρίου στους New York Times ότι «το μεγαλύτερο πρόβλημα δεν είναι η Ελλάδα, είναι η Ισπανία»!

Στην πραγματικότητα τα δημοσιονομικά προβλήματα που ταλανίζουν τόσο την Ελλάδα, όσο και την Ισπανία δεν είναι καθόλου διαφορετικά από τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν όλες, μα όλες οι ανεπτυγμένες χώρες, που στο αποκορύφωμα της κρίσης εντάχθηκαν στο διεθνές κλαμπ «ξόδεψε τώρα, πλήρωσε αργότερα». Στις αληθινές του διαστάσεις το πρόβλημα τέθηκε από το περιοδικό Time, στις 2 Φεβρουαρίου: «Ο πρόεδρος Ομπάμα μπορεί να άφησε τον κόσμο με τα σαγόνια ανοιχτά όταν πρότεινε προϋπολογισμό ύψους 3,8 τρισ. για το οικονομικό έτος του 2011 – που προβλέπει ένα εκπληκτικό έλλειμμα ύψους 1,6 τρισ. δολ. – δεν είναι ωστόσο το μοναδικό μέλος του κλαμπ “ξόδεψε τώρα, πλήρωσε αργότερα”. Στην Ευρώπη, οι κυβερνήσεις συνήθισαν τόσο πολύ να αναλαμβάνουν χρέη κατά τη διάρκεια των δύσκολων οικονομικά χρόνων ώστε ορισμένοι ειδικοί αρχίζουν να ανησυχούν αν θα επιστρέψουν ποτέ σε βιώσιμα επίπεδα ελλείμματος – ούτε κατά διάνοια σε ισορροπημένους προϋπολογισμούς – κάποια στιγμή στο σύντομο μέλλον. Οι ΗΠΑ αντιπροσωπεύουν από μόνες τους μια κατηγορία χρέους. Το προτεινόμενο έλλειμμα από τον Ομπάμα ανέρχεται στο 11% του ΑΕΠ… Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, 20 από τα 27 μέλη της χρησιμοποιούν ελλείμματα για να αντεπεξέλθουν στην παγκόσμια ύφεση, με τον μέσο όρο να βρίσκεται αυτό το χρόνο στο 7,5%. Τρία χρόνια πριν ο μέσος όρος του ελλείμματος βρισκόταν στο 0,8% του ΑΕΠ της. Το μέγεθος αυξήθηκε στο 2,3% το 2008 και τον προηγούμενο χρόνο εκτινάχθηκε στο 6,9%. Το χειρότερο ωστόσο είναι ότι τα ελλείμματα αυξήθηκαν με την μεγαλύτερη ταχύτητα στην ομάδα της ευρωζώνης, που απαιτεί από τα μέλη της να περιορίσουν το έλλειμμα του προϋπολογισμού τους στο 3% του ΑΕΠ». Στη συνέχεια το αμερικανικό περιοδικό περιγράφει με ακρίβεια τις αιτίες της ανόδου του ελλείμματος: «Οι χώρες της ΕΕ συνολικά δαπάνησαν 1,5 δισ. δολ. για να διασώσουν τους προβληματικούς τραπεζικούς τομείς τους και 200 δισ. επιπλέον σε πακέτα δημοσιονομικής στήριξης για να αναζωογονήσουν τις οικονομίες τους. Παρότι τα τελευταία βοήθησαν την ευρωζώνη των 16 να εξέλθει από την ύφεση στα μέσα του 2009, ανέβασαν επίσης τα ήδη θεόρατα ελλείμματα ακόμη υψηλότερα κι έφεραν την Ελλάδα και την Ισπανία επικίνδυνα κοντά στη χρεοκοπία. Στο τέλος του προηγούμενου χρόνου η Ευρωπαϊκή Επιτροπή σήμανε τον συναγερμό για παρόμοιους κινδύνους και για μια άλλη ομάδα χωρών στην οποία περιλαμβάνεται η Γαλλία κι η Ιρλανδία»!

Το πρόβλημα επομένως δεν είναι ελληνικό ή ισπανικό ή μεσογειακό. Ο δημοσιονομικός εκτροχιασμός παρατηρείται σε όλες τις ανεπτυγμένες χώρες και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Σε ορισμένες μάλιστα χώρες τα διακυβεύματα είναι πολύ σοβαρότερα γιατί η δημοσιονομική κρίση συνοδεύεται με μια οξύτατη οικονομική κρίση, που πλήττει τα θεμέλια της οικονομικής δραστηριότητας, όπως συμβαίνει για παράδειγμα στην Ισπανία, που είναι η μοναδική από την ομάδα των 20 πλουσιοτέρων χωρών του κόσμου (G20) που ακόμη δεν έχει εξέλθει από την ύφεση κι η οικονομία της εξακολουθεί να συρρικνώνεται. Το μέλλον δε για την πέμπτη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης είναι ζοφερό καθώς και για το τρέχον έτος αν κάτι προβλέπεται είναι συρρίκνωση του ΑΕΠ κατά 0,6%, όταν για την ευρωζώνη των 16 χωρών προβλέπεται άνοδος της τάξης του 1%, ενώ το δημόσιο χρέος της από 55% πέρυσι προβλέπεται το 2010 να ξεπεράσει το 74%. Το χειρότερο ωστόσο για την Ισπανία, πολύ χειρότερο ακόμη κι από την άνοδο του ελλείμματος στο 11,2% του ΑΕΠ το 2009, είναι η σταθεροποίηση της ανεργίας στο 19% εδώ και ένα σχεδόν χρόνο. Δεδομένου δε ότι άπαντες οι διεθνείς οργανισμοί προβλέπουν πως η υπό εξέλιξη ανάκαμψη θα είναι αναιμική και δεν θα δημιουργεί θέσεις εργασίας, χωρίς κανένα ρίσκο μπορούμε να προβλέψουμε την ραγδαία όξυνση του κοινωνικού ζητήματος στην Ισπανία.

Ήδη οι τριγμοί είναι εμφανείς, αναγκάζοντας την κυβέρνηση του Θαπατέρο σε πολιτικές υποχωρήσεις υπό το βάρος των κοινωνικών αντιδράσεων. Γιατί, η μεγαλύτερη παραδοξότητα των ημερών μας είναι πως τα ελλείμματα και τα χρέη δημιουργήθηκαν μεν από την φούρια των κυβερνήσεων να σώσουν με κρατικό χρήμα τους κλυδωνιζόμενους τομείς της ιδιωτικής οικονομίας κι όχι από τις γενναίες κοινωνικές παροχές, ο λογαριασμός ωστόσο μεταφέρεται στους εργαζόμενους! Το παράδειγμα της Ισπανίας είναι από κάθε άποψη χαρακτηριστικό καθώς η κυβέρνηση το αμέσως προηγούμενο διάστημα εισηγήθηκε δύο νόμους που προκάλεσαν σοβαρές αντιδράσεις. Ο πρώτος αφορούσε τις εργασιακές σχέσεις και προήγαγε την ελαστικοποίησή τους, διευκολύνοντας για παράδειγμα τις απολύσεις. Πρόταση που ισοδυναμεί με λάδι στη φωτιά της αυξανόμενης ανεργίας. Ο δεύτερος νόμος αφορούσε το ασφαλιστικό. Στην αρχική του εκδοχή περιελάμβανε δύο άρθρα φωτιά: Κατ’ αρχήν την αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης από τα 65 στα 67 έτη. Αλλαγή που θα προκαλέσει την απώλεια του συνταξιοδοτικού δικαιώματος για εκατοντάδες χιλιάδες αν όχι εκατομμύρια εργαζόμενους και την υποβάθμιση της ποιότητας ζωής εκατομμυρίων άλλων που θα απολέσουν θεμελιωμένα δικαιώματά τους για να καλυφθούν οι μαύρες τρύπες που άφησαν στα δημόσια ταμεία τα πακέτα διάσωσης των τραπεζών. Το δεύτερο άρθρο του ισπανικού αντι-ασφαλιστικού νομοσχεδίου περιελάμβανε την αλλαγή του τρόπου υπολογισμού της σύνταξης, με την επιμήκυνση από τα 15 στα 25 χρόνια του χρονικού διαστήματος που θα λαμβάνεται υπ’ όψη για τον υπολογισμό της σύνταξης. Η πρόταση αυτή αποσκοπούσε στη μείωση των συντάξεων δεδομένου ότι όσο περισσότερα χρόνια συνυπολογίζονται τόσο χαμηλότερα πέφτει ο μέσος όρος των συντάξιμων αποδοχών. Τόσο πολύ άρεσε μάλιστα αυτή η πρόταση της υπουργού Οικονομικών, Έλενα Σαλγάδο, που έχει αναλάβει το ρόλο του ιμάντα μεταβίβασης των οδηγιών της Κομισιόν στη Μαδρίτη, ώστε η σοσιαλιστική κατά τ’ άλλα κυβέρνηση την περιέβαλε και στο Πρόγραμμα Σταθερότητας που υπέβαλε στις Βρυξέλες. Την ίδια μέρα όμως την Τετάρτη 3 Φεβρουαρίου 3 ώρες μετά την αποστολή του Προγράμματος Σταθερότητας η ισπανική κυβέρνηση αποστέλλει νέο κείμενο από το οποίο έχει αφαιρεθεί η επίμαχη παράγραφος! Ούτε μία αναφορά δεν υπάρχει στο νέο κείμενο στο ενδεχόμενο αλλαγής του τρόπου υπολογισμού των συντάξεων, ενώ από την Μαδρίτη ο κυβερνητικός εκπρόσωπος διαβεβαιώνει πως «η κυβέρνηση ούτε εξετάζει ούτε έχει εξετάσει αυτή την επιλογή».

Τι μεσολάβησε; Όπως αποκάλυψε η ισπανική εφημερίδα El Pais στις 8 Φεβρουαρίου στο υπουργικό συμβούλιο της 29ης Ιανουαρίου όπου υιοθετήθηκε κατ’ αρχήν η πρόταση για αύξηση των ηλικιακών ορίων και των ετών υπολογισμού της σύνταξης, ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Μανουέλ Τσάβες πρόβαλε σθεναρή αντίσταση και τελικά με την πάροδο λίγων ημερών κατάφερε να πείσει τους συναδέλφους του να μην συμπεριληφθεί η επίμαχη πρόταση. Το πέτυχε δε, υπενθυμίζοντάς τους ότι το 1985 η κυβέρνηση του Φελίπε Γκονθάλες πέρασε την μεγαλύτερη δοκιμασία της όταν προσπάθησε να αυξήσει πάλι τα έτη που προσμετρούνται για τον υπολογισμό της σύνταξης από 10 σε 15. Το αποτέλεσμα ήταν για πρώτη φορά μετά την πτώση του Φράνκο να οργανωθεί γενική απεργία. Ο δε υπουργός Εργασίας του Γκονθάλεθ ανέλαβε προσωπικά την ευθύνη για το αντεργατικό πραξικόπημα που επιχειρήθηκε, λειτουργώντας πιθανά κι ως αποδιοπομπαίος τράγος, με αποτέλεσμα ακόμη και σήμερα το όνομά του να είναι στιγματισμένο. Για την ιστορία λεγόταν Χοακίν Αλμούνια και πολύ πιθανά από τότε ήταν ο άνθρωπος για όλες τις βρόμικες πολιτικές δουλειές…

Το πρόβλημα ωστόσο είναι πως υποχωρήσεις όπως η παραπάνω αποτελούν την εξαίρεση στον κανόνα. Ενώ, οι βρόμικες δουλειές που φέρνουν τελικά σε πέρας οι κυβερνήσεις είναι τόσες πολλές ώστε ρίχνουν τα εκλογικά τους ποσοστά στα Τάρταρα, όπως βεβαιώνει και το παράδειγμα του Σοσιαλιστικού Κόμματος της Ισπανίας που σε όλες τις δημοσκοπήσεις είναι δεύτερο κόμμα, με το Λαϊκό Κόμμα της Δεξιάς να το ξεπερνάει με 6 μονάδες.

Μετά τη μετάσταση στα δημοσιονομικά, η μετάσταση στην πολιτική αποδεικνύεται τελικά η πιο επικίνδυνη υποτροπή της οικονομικής κρίσης…

Φτώχεια και ύφεση θα φέρουν τα μέτρα Παπανδρέου (Πριν, 7/2/2010)

ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ: Η μείωση μισθών και συντάξεων θα περιορίσει με έμμεσο τρόπο ακόμη περισσότερο τα κρατικά έσοδα, διευρύνοντας έτσι το έλλειμμα!

Τον κίνδυνο μιας παρατεταμένης παραγωγικής καθίζησης, μιας ύφεσης χωρίς προηγούμενο με δραματικές κοινωνικές επιπτώσεις αντιμετωπίζει η οικονομία αν εφαρμοστούν τα αντιλαϊκά μέτρα που εξήγγειλε ο πρωθυπουργός με το διάγγελμα της προηγούμενης Δευτέρας. Τα μέτρα που ανακοίνωσε ο Γ. Παπανδρέου (λίγες μέρες πριν ξεκινήσει για την Ινδία και μετά για το Παρίσι και το Στρασβούργο κι από κει – μετά από λίγες ώρες τράνζιτ στην Αθήνα – για την Μόσχα) θα προκαλέσουν μια πρωτοφανή αναδιανομή του κοινωνικού πλούτου προς όφελος της αστικής τάξης, θα βαθύνουν τη φτώχεια για την εργαζόμενη πλειοψηφία και θα εκτινάξουν την ανεργία σε ισπανικά επίπεδα της τάξης του 20%. Το πάγωμα των μισθών, η αύξηση των φόρων και των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης συνιστούν μια θεραπεία – σοκ εφάμιλλη αυτών που επέβαλε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στην Ασία για να οδηγήσει τις πάλαι ποτέ τίγρεις στην αποσάρθρωση του παραγωγικού τους ιστού και την κοινωνική πλειοψηφία αυτών των χωρών στην εξαθλίωση. Το ίδιο θα συμβεί και στην Ελλάδα αν οι εργαζόμενοι δεν ανατρέψουν με τους αγώνες τους αυτή την πολιτική.

Τα μέτρα που εξήγγειλε ο Γ. Παπανδρέου μέσα σε ένα εμπόριο πατριωτισμού και ρεσιτάλ κινδυνολογίας, για να τσιμπήσει κι ο Γ. Καρατζαφέρης με τα 61 σπίτια στο πόθεν έσχες του – όσο κι αν φαίνεται παράδοξο – δεν πρόκειται να λύσουν το πρόβλημα των υψηλών δημοσιονομικών ελλειμμάτων (της διαφοράς δηλαδή μεταξύ κρατικών εσόδων και δαπανών) και του υπέρογκου δημόσιου χρέους (που συνάπτει το δημόσιο για να καλύψει τις χρηματοδοτικές του ανάγκες). Μια ματιά να ρίξει κανείς στους παράγοντες που καθόρισαν το έλλειμμα, όπως παρουσιάζονται στο Πρόγραμμα Σταθερότητας και Ανάπτυξης, στην πρώτη θέση και με διαφορά, συνεισφέροντας τις 6 ποσοστιαίες μονάδες από τις 10,7 του ελλείμματος του 2009, είναι τα έσοδα – κι όχι οι δαπάνες που συνήθως χαρακτηρίζονται υπαίτιες. Η υστέρηση των εσόδων, που οδήγησε στην εκτίναξη του ελλείμματος, ήταν με έμμεσο και άμεσο τρόπο αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης. Οι υποχρεώσεις αντιθέτως των νοσοκομείων – από την πλευρά των δαπανών, που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν έξοδα κοινωνικής πολιτικής, ήταν μόλις 0,9%, Ούτε δηλαδή στο 10% του ελλείμματος δεν συνέβαλαν. Η πρώτη διαπίστωση λοιπόν είναι πως κατά βάση, το δημοσιονομικό έλλειμμα δεν είναι πρόβλημα δαπανών, δεν είναι πρόβλημα δηλαδή του «σπάταλου κράτους» ή των γενναίων παροχών που απολαμβάνουν οι εργαζόμενοι, αλλά ανεπαρκών εσόδων. Η δεύτερη διαπίστωση για το δυναμικό παράγοντα που κινεί την καπιταλιστική οικονομία στην Ελλάδα περιγράφεται πάλι στο Πρόγραμμα Σταθερότητας κι αφορά τις αιτίες για την μείωση του ΑΕΠ κατά 1,2% το 2009: «Η μείωση του προϊόντος οφείλεται ως επί το πλείστον στη αρνητική συμβολή κατά 6,1 μονάδες της ως πρόσφατα δυναμικής εγχώριας ζήτησης». Τα δύο τελευταία μαζί μας δίνουν το εξής αντίδοτο στην κρίση: Αυξάνεται η εγχώρια ζήτηση για να αυξηθεί το προϊόν, αυτό να αυξήσει τα δημόσια έσοδα κι αυτά με τη σειρά τους να μειώσουν το δημοσιονομικό έλλειμμα, που θα πάψει πλέον να πυροδοτεί την αύξηση του δημόσιου χρέους και τη λύσσα των Βρυξελλών. Αντί αυτής της προφανούς παρότι μηχανικής λύσης, το ΠΑΣΟΚ με τη σύμφωνη γνώμη της ΕΕ και των βιομηχάνων τι προτείνει; Κάθετη μείωση μισθών – ημερομισθίων και εγχώριας ζήτησης, που πλέον δεν θα μπορεί να τροφοδοτηθεί ούτε με δανεικά όπως συνέβαινε την προηγούμενη δεκαπενταετία με την φρενήρη πιστωτική επέκταση! Μα αυτό θα την «κάψει» την οικονομία! Θα φέρει μαζί με φτώχεια, ανεργία και χιλιάδες άστεγους, χρόνια και παρατεταμένη ύφεση, «λουκέτα» και «κανόνια»! Τις πιο ζοφερές προοπτικές υπογραμμίζει κι η τελευταία έρευνα του ΙΟΒΕ, βάση της οποίας το 2009 παρατηρήθηκε μείωση των βιομηχανικών επενδύσεων κατά 45% σε σχέση με τον προηγούμενο χρόνο. Πρόκειται για μείωση που όσο κι αν αντιστραφεί τα επόμενα χρόνια θα ρίχνει βαριά τη σκιά της στην βιομηχανική παραγωγή και τις θέσεις εργασίας για την επόμενη πενταετία.

Αυτό προφανώς το συνειδητοποιεί κι η κυβέρνηση, η οποία είναι ηλίου φαεινότερο ότι στην πράξη ασπάζεται το «φετιχισμό του ελλείμματος» που αποδοκίμαζε ο Στίγκλιτς στο συνέδριο του Εκόνομιστ και επιλέγει μια γραμμή βίαιης αναδιάρθρωσης, ανάλογης του γραμμής του Μητσοτάκη την περίοδο ’90-’93, με δύο ζητούμενα: Υπό την επίκληση της δημοσιονομικής κρίσης και των έξωθεν πιέσεων για εξορθολογισμό των δημόσιων οικονομικών μια αναδιάταξη του επιχειρηματικού χάρτη, προς όφελος του μεγάλου εγχώριου και διεθνούς κεφαλαίου κι επίσης μια άνευ προηγουμένου μείωση του καθαρού εισοδήματος των εργαζομένων και συντριβή κατοχυρωμένων δικαιωμάτων τους, όπως τα ασφαλιστικά και τα φορολογικά. Η κυβέρνηση επομένως δεν θέλει να μειώσει το έλλειμμα και το χρέος. Εκ του πονηρού τα επικαλείται σείοντάς τα εκφοβιστικά για να νομιμοποιήσει και να συγκαλύψει την αντιλαϊκή της επίθεση, παρουσιάζοντάς την ως εθνική ανάγκη.

Εξετάζοντας άλλωστε τις αιτίες που προκάλεσαν την έκρηξη του δημόσιου χρέους το αποτύπωμα της αστικής τάξης είναι ανεξίτηλο από την πρώτη στιγμή που το χρέος στην Ελλάδα πήρε απειλητικές διαστάσεις μέχρι σήμερα. Το δημοσιονομικό πρόβλημα δηλαδή το δημιούργησε το κεφάλαιο κι όχι η εργασία. Πιάνοντας πάλι το νήμα από την άκρη των δημόσιων εσόδων η τελευταία έκθεση του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας για το 2008, περιέγραφε με κάθε λεπτομέρεια τον… ένοχο: «τα έσοδα από τη φορολογία εισοδήματος νομικών προσώπων μειώθηκαν κατά 10% έναντι του προηγούμενου έτους και υστέρησαν κατά 13,9% σε σχέση με το στόχο του προϋπολογισμού, παρά τη σημαντική αύξηση των κερδών το 2007 κατά 26%. Η εξέλιξη αυτή οφείλεται στη μείωση του φορολογικού συντελεστή κατά 13,8% (από 29% σε 25%) για τα κέρδη του 2007»! Τα έσοδα λοιπόν υστερούν, προκαλώντας έλλειμμα, λόγω της κρίσης που περιορίζει την οικονομική δραστηριότητα κι επομένως τους αναλογούντες φόρους κι επίσης λόγω των μειωμένων συντελεστών φορολόγησης του κεφαλαίου. Παράγοντας που για μια ακόμη φορά έμεινε στο απυρόβλητο από τις ανακοινώσεις του Γ. Παπανδρέου, ο οποίος παρά να αυξήσει τους συντελεστές φορολόγησης των επιχειρήσεων προτίμησε να αυξήσει τα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης των εργαζομένων επικαλούμενος την αύξηση του προσδόκιμου όρου ζωής – λες κι όλοι οι άνθρωποι μπορούν να κάνουν τη ζωή που κάνει ο ίδιος κι ο συνοδοιπόρος του Καρατζαφέρης.

Την μερίδα του λέοντος επίσης για την άνοδο του ελλείμματος και του χρέους έχει και το διεθνές κεφάλαιο που απαιτεί εδώ και τώρα και με κάθε κόστος την τιθάσευσή τους. Η διεθνής κερδοσκοπία με άλλα λόγια με το ένα χέρι θησαυρίζει από τα δάνεια που έχει δώσει και συνεχίζει να δίνει σε κάθε αστικό κράτος, υποσκάπτοντας κάθε δυνατότητα να ξεφύγει από αυτό τον φαύλο κύκλο, και το άλλο χέρι το χρησιμοποιεί για να διδάσκει την δημοσιονομική πειθαρχία και να απειλεί θεούς και δαίμονες. Αρκεί η παράθεση ορισμένων μεγεθών από τον κρατικό προϋπολογισμό του τρέχοντος έτους για να φανεί πόσο επωφελής είναι η «βιομηχανία του χρέους»: Το συνολικό δημοσιονομικό έλλειμμα για παράδειγμα ανέρχεται σε 22,5 δισ. ευρώ, αντιστοιχώντας στο 9,2% του ΑΕΠ. Για τόκους μόνο οι τοκογλύφοι της διεθνούς κερδοσκοπίας θα πάρουν φέτος από τον κρατικό προϋπολογισμό και τους φορολογούμενους 13 δισ. ευρώ (ποσό που ισοδυναμεί σχεδόν με τους μισθούς των εργαζομένων στην κεντρική διοίκηση). Δηλαδή σχεδόν το 60% του ελλείμματος προέρχεται από τους τόκους που πληρώνουμε για να εξυπηρετήσουμε δάνεια που έχουν δοθεί εδώ και δεκαετίες. Για χρεολύσια δε φέτος θα δοθούν 19,5 δισ. ευρώ ή το 87% του δημοσιονομικού ελλείμματος. Αν δηλαδή αποφάσιζε η σύγχρονη Ελλάδα να τιμήσει τον αρχαίο νομοθέτη Σόλωνα επαναφέροντας τη Σεισάχθεια, κι αρνούταν να πληρώσει τόκους και χρεολύσια, το έλλειμμα θα εξαφανιζόταν μονομιάς και στη θέση του θα είχαμε ένα πλεόνασμα ύψους 10 δισ. ευρώ, ικανό να χρηματοδοτήσει την πιο γενναιόδωρη και φιλολαϊκή πολιτική παροχών!

Ακούγεται εξωπραγματικό και ανεφάρμοστο. Μήπως όμως είναι μονόδρομος αν σκεφτούμε τι θυσίες απαιτούνται από δεκάδες εκατομμύρια εργαζόμενους στην Ελλάδα, την Πορτογαλία, την Ισπανία, την Ιρλανδία, την Αγγλία και αλλού προκειμένου να περιοριστούν χρέη και ελλείμματα δηλαδή να θησαυρίσει μια χούφτα τοκογλύφων;

Μια κρίση που αλλάζει το πρόσωπο του καπιταλισμού (Τετράδια, Άνοιξη-Καλοκαίρι 09)

Ενώπιον μιας βαθιάς οικονομικής κρίσης δομικού χαρακτήρα, που θα αλλάξει δραματικά την μορφή του σύγχρονου καπιταλισμού βρίσκονται όλες οι χώρες του πλανήτη από την άνοιξη του 2007. Εδώ και δύο χρόνια, αφού οι πρώτες προβλέψεις που προδίκαζαν μια πρόσκαιρη καθοδική πορεία κυκλικού χαρακτήρα διαψεύστηκαν, η μια αρνητική πρόβλεψη είναι χειρότερη από την άλλη.

Τα τελευταία ζοφερά στοιχεία προήλθαν από τον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης και δημοσιεύτηκαν στις 30 Μαρτίου[1] προβλέποντας ότι το ΑΕΠ των ανεπτυγμένων χωρών για το τρέχον έτος θα συρρικνωθεί κατά 4,3% – γεγονός χωρίς προηγούμενο κατά την μεταπολεμική περίοδο – ενώ το 2010 θα υπάρξει στασιμότητα. Ούτε καν δηλαδή οριακή άνοδος του ΑΕΠ δεν αναμένεται. Πολύ πιο σοβαρά θα πληγούν δε οι χώρες με έντονο εξαγωγικό προσανατολισμό, που τα προηγούμενα χρόνια επωφελήθηκαν τα μέγιστα από την μεγέθυνση της παγκόσμιας οικονομίας. Σ’ αυτή την κατηγορία εντάσσεται η δεύτερη σε μέγεθος οικονομία του κόσμου, η Ιαπωνία, που τον Φεβρουάριο είδε τις εξαγωγές της να μειώνονται κατά 49%, αλλά και η Γερμανία που προβλέψεις από την τράπεζα Commerzbank θέλουν το ΑΕΠ της να συρρικνώνεται κατά 7%! Με βάση προβλέψεις του ΟΟΣΑ πάλι, που στους κόλπους περιλαμβάνει του 30 χώρες, τον επόμενο χρόνο, το 2010, προβλέπεται επίσης εκρηκτική άνοδος της ανεργίας που από 6% κατά μέσο όρο το 2008 θα φτάσει το 10%. Τουλάχιστον 1 στους 10 εργαζόμενους στις ανεπτυγμένες χώρες θα χάσει τη δουλειά του, κι αυτό «πρακτικά χωρίς καμία εξαίρεση», δήλωσε εκπρόσωπος του οργανισμού που έκανε λόγο για «25 περίπου εκ. άτομα, μακράν η μεγαλύτερη και πιο ταχεία αύξηση της ανεργίας στον ΟΟΣΑ κατά την μεταπολεμική περίοδο».

Πλάι στην διόγκωση γνωστών και χρόνιων προβλημάτων, όπως η ανεργία, στο πλαίσιο της τρέχουσας κρίσης κάνουν την απειλητική εμφάνισή τους κι άλλα που περιορίζουν ασφυκτικά το πλαίσιο άσκησης αντικυκλικής πολιτικής, όπως είναι ο αποπληθωρισμός που αποτέλεσε ανυπέρβλητο εμπόδιο για την Ιαπωνία αφότου διέβη τον Ρουβικώνα της ύφεσης. Έτσι, η πτώση του επιπέδου τιμών σε ετήσια βάση κατά 0,1% στην Ισπανία τον Μάρτιο έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου, στο βαθμό που το φαινόμενο ενδέχεται να προσλάβει απειλητικές και γενικευμένες διαστάσεις. Οι κίνδυνοι υπογραμμίζονται και από την πτώση του πληθωρισμού στην ευρωζώνη κατά τον Μάρτιο στο 0,6%, σε ετήσια βάση, επίπεδο ρεκόρ από το 1996 όταν ξεκίνησε να μετριέται ο πληθωρισμός στην ευρωζώνη. Καθοριστικό ρόλο σ’ αυτή την εξέλιξη διαδραματίζουν τα μηδενικά επιτόκια που είναι ήδη γεγονός στις ΗΠΑ και την Αγγλία (0-0,25% και 0,5% αντίστοιχα). Στη δε ευρωζώνη, μετά την απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας την Πέμπτη 2 Μαρτίου που ήταν η έκτη σχετική απόφαση από τον Οκτώβρη του 2008 όταν το επιτόκιο του ευρώ βρισκόταν στο 4,25% να μειώσει το επιτόκιο στο 1,25% – επίπεδο ρεκόρ από τη δημιουργία του ευρώ – και τη διαφαινόμενη ως βέβαιη απόφαση περαιτέρω μείωσης τον Ιούνιο τουλάχιστον στο 1%, θεωρείται θέμα χρόνου το πέρασμα στη ζώνη των μηδενικών ονομαστικών επιτοκίων.

Το ενδεχόμενο εμφάνισης αποπληθωρισμού δεν αποτελεί τεχνικό θέμα, όσο κι αν οι συνέπειές του στο επίπεδο ζωής των εργαζομένων δεν είναι τόσο άμεσες. Αλλά, υπογραμμίζει τους αυξημένους κινδύνους που εμφανίζονται ώστε τα μέτρα που λαμβάνονται για να αντιμετωπιστεί η κρίση, όπως η πτώση των επιτοκίων, να μετατραπούν σε μπούμερανγκ.

Για να επισημανθεί ο ανεξίτηλος τρόπος με τον οποίο η τρέχουσα κρίση θα σημαδέψει τις μελλοντικές εξελίξεις και την ταξική πάλη είναι χρήσιμο να σταθούμε στα συμπεράσματα από μια συγκριτική μελέτη[2] των συνεπειών ορισμένων πρόσφατων κρίσεων. Προς διάψευση λοιπόν της υποτίμησης των συνεπειών, επισημαίνεται γενικά ότι η επόμενη μέρα των οικονομικών κρίσεων σφραγίζεται από τρία χαρακτηριστικά. Πρώτον, τη παρατεταμένη χρονικά και βαθιά κατάρρευση των τιμών των περιουσιακών στοιχείων. Οι τιμές των κατοικιών έτσι κατέγραψαν πτώση της τάξης του 35% η οποία κράτησε 6 ολόκληρα χρόνια, ενώ η πτώση των τιμών των μετοχών κυμάνθηκε γύρω στο 55% και διήρκεσε 3,5 χρόνια. Δεύτερο χαρακτηριστικό είναι η σοβαρή μείωση της παραγωγής και του επιπέδου απασχόλησης. Η ανεργία αυξάνεται κατά μέσο όρο κατά 7% διαρκώντας 5 χρόνια. Οι ανεπτυγμένες καπιταλιστικά δε χώρες εμφανίζουν μεγαλύτερη δυστοκία να μειώσουν την ανεργία. Η παραγωγή για μια περίοδο 2 ετών πέφτει από το ανώτερο σημείο της κατά 9%. Συνέπεια αυτών είναι η μείωση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ κατά 9% η οποία διαρκεί σχεδόν 2 χρόνια. Τρίτο, η πραγματική αξία του δημόσιου χρέους οδηγείται σε έκρηξη καθώς αυξάνει κατά 86%! Η σημαντικότερη μάλιστα αιτία αυτής της ανόδου δεν είναι οι κρατικές χρηματοδοτήσεις για την αναπλήρωση του κεφαλαίου των τραπεζών που έχει διαβρωθεί λόγω των «κακών δανείων» ή τη διάσωσή τους, αλλά η κατάρρευση των φορολογικών εσόδων και οι φιλόδοξες κρατικές χρηματοδοτήσεις για την αναθέρμανση της οικονομίας. Το πιο ανησυχητικό δε απ’ όλα είναι το γεγονός ότι η τρέχουσα κρίση μέχρι στιγμής – ακόμη δηλαδή κι αν αύριο ανακάμψει η οικονομία κάτι που είναι αδύνατο – είναι πολύ πιο βαθιά, δομικού χαρακτήρα, από τις 18 τραπεζικές κρίσεις που σημάδεψαν την μεταπολεμική εποχή κι ειδικότερα τις 5 μεγάλες (Ισπανία 1977, Νορβηγία 1987, Φινλανδία 1991, Σουηδία 1991 και Ιαπωνία 1992) μαζί με ορισμένες ακόμη που παρατηρήθηκαν σε αναδυόμενες καπιταλιστικές αγορές (ασιατική κρίση 1997 – 1998: Χονγκ Κονγκ, Ινδονησία, Μαλαισία, Φιλιππίνες και Ταϊλάνδη), Κολομβία 1998 και Αργεντινή 2001. Είναι αυτές ακριβώς οι κρίσεις που αποτέλεσαν την πρώτη ύλη για το εν λόγω επιστημονικό άρθρο. Καθόλου τυχαίο έτσι δεν είναι το γεγονός ότι στην Ισλανδία και την Αυστρία η πτώση των τιμών των μετοχών την τελευταία διετία είναι κατά πολύ ανώτερη του παραπάνω μέσου όρου. Φαίνεται επομένως ότι πρόκειται για μια διαδικασία η οποία θα εξελιχθεί σε βάθος χρόνου, με ασυνήθιστα δραματικές συνέπειες στο επίπεδο διαβίωσης της εργαζόμενης πλειοψηφίας.

Το μέτρο που ενστικτωδώς υιοθέτησαν οι κυβερνήσεις όλου του κόσμου για να μετριάσουν τις συνέπειες της κρίσης αφορούσε αρχικά χρηματοδοτικά προγράμματα – μαμούθ με στόχο την αναπλήρωση κεφαλαίου όσων τραπεζών είχαν εκτεθεί σε «τοξικά ομόλογα» της αμερικανικής αγοράς κτηματικής πίστης. Στήθηκε έτσι ένας χορός δισεκατομμυρίων πραγματική πρόκληση για τους εργαζόμενους, τους ανέργους και τους συνταξιούχους που έβλεπαν επί χρόνια κάθε αίτημά τους για αυξήσεις να απορρίπτεται με την επίκληση της δημοσιονομικής πειθαρχίας και σταθερότητας. Σε αυτό το πλαίσιο[3] και μένοντας μόνο σε Ευρώπη και ΗΠΑ οι Ηνωμένες Πολιτείες ξόδεψαν 195,1 δισ. ευρώ (Citigroup 46.522 εκ. ευρώ, Bank of America 34.891, AIG 31.014, Wells Fargo 19.384, JP Morgan Chase 19.384, Fannie Mae 11.785, Freddie Mac 10.700, Morgan Stanley 7.753, Goldman Sachs 7.753 και PNC Financial Services 5.876), η Αγγλία 44 δισ. (Royal Bank of Scotland 21.775 εκ. ευρώ, HBOS 12.509, Lloyds 5.982 και Northern Rock 3.698), η Ολλανδία 16,3 δισ. (ING 10.000 εκ. ευρώ, Fortis 4.000 και Aegon 2.326), η Δανία 503 εκ. (Roskilde Bank), το Βέλγιο 12,2 δισ. (KBC 5.500 εκ. ευρώ, Fortis 4.700 και Dexia 2.000), η Γαλλία 8,2 δισ. (Credit Agricole 3.000 εκ. ευρώ, BNP Paribas 2.550, Societe Generale 1.700 και Dexia 1.000), η Ελβετία 3,9 δισ. (UBS) και η Γερμανία 27 δισ. ευρώ (Commerzbank 18.200 εκ. ευρώ, Bayerische Landesbank 14.800, West LB 5.000 και ΙKB 2.300)!

Οι πακτωλοί χρημάτων που απελευθερώθηκαν εν μία νυκτί με την επίκληση του στόχου αποτροπής του κινδύνου μιας συστημικής κατάρρευσης, όπως αυτής που προκλήθηκε το 1930 κι απειλήθηκε στις 15 Σεπτέμβρη 2008 με τη χρεοκοπία της Lehman Brothers, έδειξαν ότι η χρόνια λιτότητα και η πολιτική μείωσης των μισθών που ακολουθήθηκε στην Ευρώπη όλα τα τελευταία χρόνια στο πλαίσιο της νομισματικής ενοποίησης δεν ήταν μονόδρομος. Χρήματα με τα οποία θα μπορούσε να χρηματοδοτηθεί η κοινωνική πολιτική υπήρχαν! Εφικτή επίσης αποδεικνύεται πως είναι ακόμη και τώρα μια πολιτική ανακούφισης των εργαζομένων από τις συνέπειες της κρίσης. Για παράδειγμα, γιατί όλα αυτά τα δισ. να μην είχαν δοθεί για να εξαγορασθούν από το κράτος τα σπίτια που έβγαιναν στον πλειστηριασμό στις ΗΠΑ κι όλο αυτό το απόθεμα κατοικιών στη συνέχεια να αποτελούσε κρατική περιουσία που να δινόταν σε χαμηλόμισθους και ανέργους στο πλαίσιο μιας σύγχρονης κοινωνικής πολιτικής στήριξης της εργατικής κατοικίας; Με αυτό τον τρόπο μάλιστα θα σωζόντουσαν κι οι τράπεζες που θα εισέπρατταν από το κράτος τα ληξιπρόθεσμα δάνεια, ενώ δεν θα έβγαιναν στο δρόμο τουλάχιστον 2,5 εκ. νοικοκυριά, όπως συνέβη στις ΗΠΑ αποχαιρετώντας μια για πάντα το όνειρο απόκτησης ιδιόκτητης κατοικίας κι οδηγώντας το κοινωνικό ζήτημα σε νέα όξυνση…

Σε μια κατεύθυνση διαμετρικά αντίθετη τέτοιων μέτρων που θα ανακούφιζαν τους εργαζόμενους, αυτό που συντελείται σε όλο τον κόσμο τους τελευταίους μήνες επάνω στην κινούμενη άμμο της κρίσης είναι μια προσπάθεια μεταφοράς όλου του κόστους για την επίλυσή της στις πλάτες των εργαζομένων. Από την Ελλάδα και τις ΗΠΑ μέχρι την Ασία, αστικές κυβερνήσεις και κεφάλαιο επιχειρούν να θωρακίσουν τα κέρδη, μειώνοντας τους μισθούς και καταργώντας ιστορικές κατακτήσεις της εργατικής τάξης. Σε αυτό το πλαίσιο λοιπόν παρατηρούνται δύο εξελίξεις.

Η πρώτη έχει ως επίκεντρο το αστικό κράτος και αφορά τον τρόπο αντιμετώπισης της δημοσιονομικής κρίσης.

Οι αποφάσεις που λαμβάνουν οι κυβερνήσεις για την επιδότηση του κεφαλαίου και τη διάσωση των τραπεζών, όπως συνέβη και στην Ελλάδα με τα 28 δισ. που έδωσε η κυβέρνηση της ΝΔ στους τραπεζίτες, δημιουργούν τους όρους ώστε η χρόνια δημοσιονομική κρίση να οδηγηθεί σε παροξυσμό. Έτσι αν η δημοσιονομική κρίση του κράτους έλκυε μέχρι τώρα την καταγωγή της από την δομική κρίση του 1970 – μετάσταση και υποτροπή της οποίας είναι και η τρέχουσα κρίση – τους έξι τελευταίους μήνες δημιουργούνται οι όροι για μια νέα έκρηξη της. Το εύφλεκτο υλικό της θα αποτελείται από τα πακέτα διάσωσης που χορηγούν οι κυβερνήσεις προς το κεφάλαιο. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι στην Ελλάδα για παράδειγμα, όπου υφίστανται και μια χρόνια δημοσιονομική κρίση ως αποτέλεσμα μακροχρόνιων δυσκολιών της διευρυμένης αναπαραγωγής του κεφαλαίου, στο χώρο των δημόσιων οικονομικών έκανε την εμφάνισή της πρώτη φορά η κρίση πριν εκδηλωθεί στο χώρο του παραγωγικού κεφαλαίου. Η ευκολία δε με την οποία η κυβέρνηση «στοχοποίησε» τους δημόσιους υπάλληλους και τους συνταξιούχους με την μηδενική εισοδηματική πολιτική που ανακοίνωσε ο υπουργός Οικονομίας Γ. Παπαθανασίου δείχνει τον στρατηγικό ρόλο που αποκτά το κράτος για την υπέρβαση της κρίσης και ταυτόχρονα την κατεύθυνση από την οποία θα αντληθούν οι αναγκαίοι πόροι γι αυτή την υπέρβαση.

Στις ΗΠΑ ο ταξικός χαρακτήρας της πολιτικής του Μπαράκ Ομπάμα να διαθέσει 500 δισ. δολ. για τη διάσωση των τραπεζών τον Μάρτιο, μέσω της δημιουργίας κοινών επιχειρηματικών σχημάτων του δημόσιου με τον ιδιωτικό τομέα επικρίθηκε σφοδρά ακόμη κι από οικονομολόγους που εντάσσονται στο σοσιαλδημοκρατικό ρεύμα, όπως για παράδειγμα ο οικονομολόγος Τζόζεφ Στίκλιτς[4] που έγραψε σχετικά: «Αυτό που κάνει η κυβέρνηση Ομπάμα είναι πολύ χειρότερο από εθνικοποίηση. Είναι ένα κακέκτυπο καπιταλισμού, η ιδιωτικοποίηση των κερδών και η κοινωνικοποίηση των ζημιών. Είναι μια “σύμπραξη” στην οποία ο ένας συνέταιρος κλέβει τον άλλο. Και τέτοιες συμπράξεις – με τον ιδιωτικό τομέα να έχει τον έλεγχο – έχουν ανορθολογικά κίνητρα, ακόμη χειρότερα κι από εκείνα που μας οδήγησαν στην καταστροφή. Ήδη υποφέρουμε από μια κρίση εμπιστοσύνης. Όταν γίνει εμφανές το υψηλό κόστος του κυβερνητικού σχεδίου, η εμπιστοσύνη θα διαβρωθεί περαιτέρω. Σε εκείνο το σημείο, το έργο της νεκρανάστασης της οικονομίας θα είναι ακόμη πιο επώδυνο»!

Η ευκολία με την οποία όμως οι αστικές κυβερνήσεις ανακοινώνουν το ένα πακέτο χρηματοδοτικής ενίσχυσης μετά το άλλο δεν οξύνει μόνο το κοινωνικό ζήτημα στο εσωτερικό κάθε κοινωνικού σχηματισμού, στο βαθμό που τέτοιες λύσεις ενισχύουν τη θέση της αστικής τάξης εις βάρος των δυνάμεων της εργασίας, αλλά ταυτόχρονα δημιουργεί και νέου τύπου ανισορροπίες σε διεθνές επίπεδο. Πρωταγωνιστές είναι το δίδυμο Ομπάμα – Μπράουν που ηγούνται παγκοσμίως του ράλι αφειδώλευτης χρηματοδότησης του κεφαλαίου. Για να μπορέσουν όμως να χρηματοδοτήσουν αυτά τα ανοίγματα έχουν επιδοθεί σε μια παράλληλη κούρσα «μέτρων διευκόλυνσης», όπως διακριτικά αποκαλείται η εκτύπωση χρήματος από τις κεντρικές τους τράπεζες. Έτσι τους τελευταίους μήνες και με απώτερο σκοπό να αγοράσουν τα ομόλογα που εκδίδουν οι ίδιες οι κυβερνήσεις[5] οι ΗΠΑ έχουν εκτυπώσει δολάρια αξίας μεγαλύτερης του 1 τρισ. δολ. και η Αγγλία βρετανικές λίρες που υπερβαίνουν τα 75 δισ. (107,3 δισ. δολ.)! Ως αποτέλεσμα στην αγορά των επιτοκίων τα στοιχήματα για σοβαρή άνοδο του πληθωρισμού στις ΗΠΑ και την Αγγλία κατά το προσεχές μέλλον έχουν πάρει φωτιά, ενώ όσοι έχουν ήδη συμφέροντα επάνω στο δολάριο έχουν πάρει τ’ όπλο τους. Και πρώτη απ’ όλους η κυβέρνηση της Κίνας που διατηρεί τα μεγαλύτερα δολαριακά αποθέματα εκτός ΗΠΑ, αξίας ανώτερης του 1 τρισ. δολαρίων. Η αντίδραση επομένως του κινέζου πρωθυπουργού στην πλημμυρίδα ρευστού του αμερικανικού υπουργείου Οικονομικών, ο οποίος στις παραμονές της συνεδρίασης του G20 έφτασε να ζητήσει να πάψει το δολάριο να έχει την θέση που διατηρεί σήμερα στις διεθνείς συναλλαγές και τα νομισματικά αποθέματα ήταν πέρα για πέρα δικαιολογημένη κι ως κίνητρο είχε τη διαφύλαξη της αξίας αυτών των αποθεμάτων. Μαζί με την Κίνα αντέδρασε κι η Γερμανία μέσω του υπουργού Οικονομικών, Πέερ Στάινμπρουκ, ο οποίος προειδοποίησε[6] ότι «τα νέα χρηματοδοτούμενα από χρέη προγράμματα υποστήριξης της οικονομίας θα συνθλίψουν τους κρατικούς προϋπολογισμούς, θα καταστρέψουν την αξία των νομισμάτων και θα θέσουν τις βάσεις για την επόμενη κρίση». Παρατηρήσεις εύστοχες, όσο κι αν διατυπώνονται για να δικαιολογήσουν μια σφιχτή δημοσιονομική πολιτική, μηδενικών ελλειμμάτων.

Η τεράστια ζήτηση ρευστού από τις ΗΠΑ και την Αγγλία δυσχεραίνει παράλληλα αφάνταστα και τη χρηματοδότηση των ελλειμμάτων των υπόλοιπων χωρών του κόσμου στο βαθμό που οι όροι υπό τους οποίους ζητάει χρήμα το αμερικανικό δημόσιο είναι κατά πολύ ευνοϊκότεροι αυτών που ζητούν οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, για παράδειγμα. Επίσης η βεβαιότητα που προσφέρει το αμερικανικό δημόσιο, ακόμη και τώρα, που η εκτύπωση νέου χρήματος γεννάει με μαθηματική βεβαιότητα πληθωρισμό, είναι ασύγκριτα μεγαλύτερη από αυτήν που προσφέρει κάθε άλλο κράτος. Κατ’ επέκταση και η κοινωνικά επώδυνη[7] εκτίναξη του επιτοκίου με το οποίο δανείζεται το ελληνικό δημόσιο, σε σχέση με το γερμανικό, μπορεί μεταξύ άλλων να θεωρηθεί κι αποτέλεσμα μιας αλυσιδωτής αντίδρασης που στην έναρξη της είχε την απότομη αύξησης της ζήτησης ρευστού από τις ιμπεριαλιστικές χώρες για να σώσουν τις τράπεζές τους. Πολύ πιο ακριβά ωστόσο πλήρωσαν την αμερικανική πολιτική άλλες χώρες που εξ αιτίας αυτών ακριβώς των συνθηκών αναγκάστηκαν να καταφύγουν στο ΔΝΤ. «Τα νομίσματα βυθίζονται από το Μεξικό μέχρι την Μαλαισία καθώς δανειστές κι επενδυτές αποσύρουν τα χρήματά τους για να τα παρκάρουν στα ομόλογα του αμερικανικού υπουργείου Οικονομικών. Το Πακιστάν, η Ισλανδία, η Τουρκία και το Ελ Σαλβαδόρ με αρκετές ανατολικοευρωπαϊκές χώρες έχουν ήδη ζητήσει τη βοήθεια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για να πληρώσουν τους διεθνείς πιστωτές τους»[8].

          Μια επιπλέον παράπλευρη συνέπεια του άτυπου πλειοδοτικού διαγωνισμού που έχει στηθεί στη Δύση για την εύρεση ρευστού είναι η χρηματοδοτική ξηρασία που πλήττει το Νότο και ειδικότερα τις υπανάπτυκτες χώρες. «Στην πραγματικότητα όλες οι χώρες χαμηλού εισοδήματος αντιμετωπίζουν πολύ σοβαρό πρόβλημα», δήλωνε πρόσφατα[9] στέλεχος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου επισημαίνοντας ακόμη πως «αυτό είναι το τρίτο κύμα της χρηματοοικονομικής κρίσης. Η ροή ιδιωτικού κεφαλαίου στις αναδυόμενες αγορές έχει στεγνώσει». Με βάση εκτιμήσεις του διεθνούς μισητού ιμπεριαλιστικού οργανισμού οι ροές κεφαλαίου προς τις αποκαλούμενες αναδυόμενες αγορές από 928 δισ. δολ. το 2007, μειώθηκαν στα 466 τον προηγούμενο χρόνο και φέτος εκτιμάται ότι θα πέσουν στα 165 δισ. δολ. Καθόλου τυχαία επομένως δεν είναι η προειδοποίηση της Παγκόσμιας Τράπεζας ότι φέτος οι άνθρωποι που ζουν με λιγότερα από 2 δολ. την ημέρα θ’ αυξηθούν κατά 50 εκ.!

          Τα μέτρα διάσωσης που εφαρμόζουν επομένως οι ΗΠΑ οξύνουν τις διεθνείς αντιθέσεις καθώς βελτιώνουν τη θέση τους, εις βάρος άλλων χωρών που καταποντίζονται.

          Στο εσωτερικό τώρα των χωρών, εδώ και λίγους μήνες βρίσκεται σε εξέλιξη μια τεράστια επιχείρηση καθαρής μείωσης των εργατικών μισθών και βίαιης ανατροπής των εργασιακών σχέσεων. Αστική τάξη και κράτος το επιτυγχάνουν θέτοντας στους εργαζόμενους το δίλημμα απολύσεις ή μοίρασμα της εργασίας. Το αποτέλεσμα αυτών των μέτρων (που με εκπληκτική ομοιομορφία εφαρμόζονται από την κοιτίδα της αμερικανικής αυτοκινητοβιομηχανίας στο Ντιτρόιτ, μέχρι την Αγγλία και τα εργοστάσια της Βοιωτίας) είναι να πάψουν πλέον τα όρια μεταξύ εργαζομένων και ανέργων να είναι τόσο ευδιάκριτα, ενώ τα μόνα σαφώς οριοθετημένα θα είναι τα κέρδη του κεφαλαίου που θα μείνουν στο απυρόβλητο, καθώς το κόστος της κρίσης θα μεταφέρεται ακέραιο στους εργαζόμενους. Αυτή ακριβώς είναι και η δεύτερη εξέλιξη, που σε συγκερασμό με τον Κεϋνσιανισμό για τους πλουσίους σκιαγραφεί τις κυρίαρχες πολιτικές για την υπέρβαση της κρίσης από την μεριά του κεφαλαίου.

Η επιμονή του κεφαλαίου να αναζητά την υπέρβαση της κρίσης στο χώρο της παραγωγής, εκεί που δημιουργούνται οι νέες αξίες επιβεβαιώνει την εκτίμηση ότι η κρίση δεν είναι κρίση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, δεν είναι κρίση ρευστότητας, ούτε κρίση εμπιστοσύνης, όσο κι αν σε διαφορετικές χρονικές στιγμές εμφανίζεται ως τέτοια. Πριν απ’ όλα είναι κρίση πτώσης του ποσοστού κέρδους, όπως ορίστηκε από τον Κ. Μαρξ στον τρίτο τόμο του Κεφαλαίου, που φέρνει στην επιφάνεια την σύγκρουση των παραγωγικών δυνάμεων με τις παραγωγικές σχέσεις και τον βαθιά οπισθοδρομικό χαρακτήρα των σύγχρονων κοινωνικών σχέσεων παραγωγής, καθώς όρος επιβίωσής τους είναι ο ακρωτηριασμός των σύγχρονων, κοσμογονικών δυνατοτήτων που γεννάει η εποχή μας, επιτρέποντας την απελευθέρωση του ανθρώπου από κάθε είδους δεσμά[10].

Τέλος, σημείο αισιοδοξίας που μας επιτρέπει να ελπίζουμε ότι η τρέχουσα κρίση μπορεί να σηματοδοτήσει την αντεπίθεση των δυνάμεων της εργασίας και των πολιτικών εκείνων δυνάμεων που αναφέρονται στην απελευθέρωση της ανθρωπότητας είναι ο μαχητικός κοινωνικός ριζοσπαστισμός που γεννιέται: από την εξέγερση του Δεκέμβρη στην Ελλάδα μέχρι τις ομηρίες διευθυντικών στελεχών από οργισμένους εργάτες στη Γαλλία.


[1] Financial Times, 31 Μαρτίου 2009.

[2] Reinhart Carmen M., Kenneth S. Rogoff, «The aftermath of financial crises», Paper prepared for presentation at the American Economic Association meeting in San Francisco, 3 Ιανουαρίου 2009.

[3] El Pais, 15 Mαρτίου 2009.

[4] New York Times, Obama’s ersatz capitalism, 2 Απρίλη 2009.

[5] Wall Street Journal, A dangerous lure: inflation curbs debt, 30 Μαρτίου 2009.

[6] Spiegel Online, A summit at the abyss – Can the G 20 save the world?, 30 Μαρτίου 2009.

[7] «Το επιπλέον ετήσιο κόστος για τους τόκους από τον μέχρι στιγμής δανεισμό λόγω της ανόδου της διαφοράς των ελληνικών επιτοκίων σε σχέση με τα γερμανικά ξεπερνούν τα 900 εκ. ευρώ. Ακόμη και σε σχέση με την Ιταλία, με την οποία δανειζόμασταν περίπου στα ίδια επίπεδα μέχρι πριν λίγους μήνες, θα επιβαρυνθούμε περίπου 520 εκ. ευρώ παραπάνω για τα ίδια ποσά δανεισμού… Με τα 520 εκ. ευρώ που πληρώνουμε επιπλέον σε σχέση με την Ιταλία θα μπορούσε να αυξηθεί το επίδομα ανεργίας από το 55% του βασικού μισθού που είναι σήμερα στο 70%… και να ενισχυθεί με επιπλέον 160 εκ. ευρώ το Ταμείο κατά της Φτώχειας για δράσεις ανακούφισης συμπολιτών μας με ιδιαίτερα χαμηλά εισοδήματα», Ενημερωτικό σημείωμα από τον τομέα Οικονομίας του ΠΑΣΟΚ, 1 Απριλίου 2009.

[8] International Herald Tribune, Averting a catastrophe in the developing world, 6 Μαρτίου 2009.

[9] International Herald Tribune, Crisis sends dollars flowing back to U.S., 9 Μαρτίου 2009.

[10] «Η αντίθεση μεταξύ παραγωγικών σχέσεων και παραγωγικών δυνάμεων σε κάποιο σημείο της ιστορίας κάθε τρόπου παραγωγής εξακολουθεί να είναι η αντικειμενική βάση στην οποία οφείλουν να εδράζονται οι προσπάθειες για την υπέρβαση του συστήματος» (Θανάσης Μανιάτης, Κρίση της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας; Περιλαμβάνεται στον συλλογικό τόμο: Για το σοσιαλισμό του 21ου αιώνα, Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς, Αθήνα 2009).

Αρέσει σε %d bloggers: