Δυσοίωνες προοπτικές για την ελληνική οικονομία από την άνοδο των επιτοκίων
Τουλάχιστον η ευρωπαϊκή πολιτική και οικονομική ελίτ μπορεί να επαίρεται ότι ασχολείται έστω με το «δέντρο» που είναι τα επιτόκια του ευρώ και το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Του Λεωνίδα Βατικιώτη
Η ομοβροντία πυρών που δέχεται η επικεφαλής του θεματοφύλακα του ενιαίου νομίσματος, Κριστίν Λαγκάρντ, φέρνει στην επιφάνεια μια αντιπαράθεση που αργά ή γρήγορα θα επηρεάσει την Ελλάδα με σφοδρότητα. Στο επίκεντρο της βρίσκεται η νομισματική πολιτική της ΕΚΤ, με τους επικριτές της να καλούν σε μία εσπευσμένη αυστηροποίηση της. Ειδικότερα, η άνοδος του πληθωρισμού τον Μάρτιο του 2022 στο 7,5% και η αντίστοιχη αύξηση του σε πολλά κράτη με προεξάρχουσα την Γερμανία όπου κατέρριψε ρεκόρ 40ετίας, έδωσε νέα ώθηση σε εκείνες τις φωνές που ζητούν άμεσα να τελειώσει το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων (που οδήγησε στην αγορά ομολόγων συνολικής αξίας 4,9 τρισ. ευρώ!) και αμέσως μετά να τερματιστεί η πολιτική των αρνητικών επιτοκίων που ξεκίνησε πριν οκτώ χρόνια· τον Δεκέμβριο του 2014!
Ως αποτέλεσμα, θεωρείται βέβαιο ότι στο τέλος του δευτέρου ή του τρίτου τριμήνου του 2022 η αγορά των ομολόγων θα τερματιστεί κι εντός του έτους θα ανακοινωθούν 2 ή 3 αυξήσεις επιτοκίων για να ακολουθήσουν άλλες 3 ή 4 το 2023. Στόχος είναι στο τέλος του επόμενου έτους τα επιτόκια να φτάσουν το 1,25%. Ακόμη κι αν αυτός ο προγραμματισμός αποδειχθεί σχέδιο επί χάρτου, το σίγουρο είναι πώς η ανοχή στις προβληματικές χώρες όπως είναι η Ιταλία και η Ελλάδα (που υπαγόρευε την παράταση της νομισματικής χαλαρότητας) τελειώνει.
Σε ό,τι αφορά τα καθ’ ημάς η αλλαγή της νομισματικής πολιτικής θα οδηγήσει τα επιτόκια δανεισμού σε άνοδο. Ήδη από τον Σεπτέμβριο του 2021, όταν η απόδοση του 10ετούς ελληνικού ομολόγου ήταν 0,59%, κάθε μήνα παρατηρείται σταθερή αύξηση για να φτάσει τον Μάρτιο του 2022 στο 2,61%. Το γεγονός ότι η αξιολόγηση των ελληνικών ομολόγων παραμένει στο επίπεδο των σκουπιδιών μέχρι και σήμερα, μειώνει κάθετα τις πιθανότητες ο τερματισμός της χαλαρής νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ να βρει την Ελλάδα στην βαθμίδα των επιλέξιμων προς επένδυση. Με δημόσιο χρέος 217% του ΑΕΠ στις 31/12/2021 από 194% το 2019 μόνο οικονομικοί δολοφόνοι συστήνουν την αγορά των συγκεκριμένων ομολόγων…
Συναλλαγματική ισοτιμία του ευρώ έναντι του δολαρίου
Πηγή: Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα
Περαιτέρω ώθηση στους υπέρμαχους της σφιχτής νομισματικής πολιτικής έδωσε η υποτίμηση του ευρώ, που στις 25/4/2022 έφτασε τα 1,07 δολ. Εντός του 2022 έχει χάσει 5,3% της αξίας του κι από τις 31/12/2020 σχεδόν 12,3%. Την δεινή θέση του ευρώ υπογραμμίζει η άνοδος του δολαρίου όχι μόνο έναντι του ευρώ, αλλά έναντι επίσης ενός καλαθιού έξι ανταγωνιστικών νομισμάτων και το ερώτημα των πολλών δισεκατομμυρίων που τίθεται είναι: Για την υποτίμηση του ευρώ έναντι του δολαρίου ευθύνεται μόνο η απόφαση της αμερικανικής κεντρικής τράπεζας να αυξήσει τα επιτόκια και η ολιγωρία της ΕΚΤ;
Μια σειρά λόγοι υποδεικνύουν το αντίθετο: Η άνοδος του πληθωρισμού στην Ευρώπη που ήρθε για να μείνει, η συρρίκνωση των ρυθμών μεγέθυνσης του ΑΕΠ, η σταθερή άνοδος του ευρωπαϊκού κόστους παραγωγής ως αποτέλεσμα της υποκατάστασης φθηνού ρωσικού φυσικού αερίου από ακριβό αμερικανικό εξ αιτίας των κυρώσεων και η μερική αναίρεση της παγκοσμιοποίησης που θα οδηγήσει τα κόστη επίσης σε υψηλότερα επίπεδα υποδεικνύουν ότι η υποτίμηση του ευρώ συμβολίζει κάτι πολύ βαθύτερο: την υποβάθμιση της ευρωζώνης. Και με αυτό το «δέντρο» δεν ασχολείται κανείς ούτε στην Ελλάδα ούτε στην Ευρώπη…
Η άνοδος της άκρας Δεξιάς και η φτωχοποίηση των Ιταλών που συνοδεύει τον νέο πολιτικό γάμο αλά ιταλικά δείχνει και την άλλη, τη σκοτεινή όψη των χρηματοδοτήσεων του Ταμείου Ανάκαμψης. Επιβεβαιώνει δηλαδή ότι η είσπραξή τους δεν ισοδυναμεί με ανάπτυξη και δημιουργία καλοπληρωμένων και ποιοτικών θέσεων εργασίας. Τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης ισοδυναμούν με νέα Μνημόνια.
Το «μικρότερο κακό» επελέγη για την προεδρία της Ιταλίας με την ανανέωση της θητείας του προέδρου Σέρτζιο Ματαρέλα. Η επιλογή του δεν ενθουσίασε κανέναν, ούτε καν τον ίδιο τον 80χρονο πολιτικό που είχε δηλώνει προς κάθε κατεύθυνση ότι δεν επιθυμεί την ανανέωση της θητείας του, που έληξε στις 3 Φεβρουαρίου.
Του Λεωνίδα Βατικιώτη
Δεν ενθουσίασε ωστόσο ούτε κι εκείνα τα κέντρα που επέβαλαν τον Φεβρουάριο του 2021 τον πρώην πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και στέλεχος της τράπεζας Γκόλντμαν Σακς στο απώτερο παρελθόν, Μάριο Ντράγκι, ως δοτό, τεχνοκράτη πρωθυπουργό της χώρας.
Το ιδανικό σχέδιο προέβλεπε την μετακίνηση του Μάριο Ντράγκι στην προεδρία της χώρας. Ήταν ο πιο ασφαλής τρόπος για να συνεχίσει να χειραγωγεί τις πολιτικές εξελίξεις στη γειτονική χώρα για το μεγαλύτερο δυνατό χρονικό διάστημα καθώς η θητεία του προέδρου διαρκεί επτά ολόκληρα χρόνια. Πρόκειται για χρονικό διάστημα που φαντάζει με αιώνα στην πολιτική ζωή της Ιταλίας όπου η ρευστότητα, οι «ανίερες» πολιτικές συμμαχίες και οι πρόωρες εκλογές αποτελούν την κανονικότητα. Δεδομένου ότι ο πρόεδρος στη γειτονική χώρα διορίζει πρωθυπουργούς, οι οποίοι στη συνέχεια χρειάζονται την ψήφο της Βουλής, και διαθέτει δικαίωμα βέτο στον ορισμό υπουργών, η μετακόμιση του Ντράγκι στο Κυρηνάλιο θα εξασφάλιζε την διαιώνιση του μεγαλύτερου σε διάρκεια πραξικοπήματος που άτυπα συντελείται στην Ιταλία: οι ψηφοφόροι να εκλέγουν σταθερά και κατά πλειοψηφία κόμματα που αντιτίθενται στο ευρώ και την ΕΕ και κυβέρνηση να σχηματίζουν διαπρύσιοι υποστηρικτές του ευρώ και της ΕΕ.
Η αναβάθμιση του τραπεζίτη Ντράγκι, που η φήμη του στην ιταλική ελίτ εδραιώθηκε το 1992 όταν ως διευθυντής του υπουργείου Οικονομικών διαχειρίστηκε την κρίση χρέους της Ιταλίας που την οδήγησε προσωρινά εκτός του μηχανισμού συναλλαγματικών ισοτιμιών της ΕΕ, ήταν απαραίτητη για τις Βρυξέλλες και τα φιλικά προς την ΕΕ κέντρα εντός της Ιταλίας για έναν, πολύ συγκεκριμένο λόγο, πέραν των γενικών: την υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων που συνοδεύουν την εκταμίευση των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης. Ειδικότερα η Ιταλία αναμένεται να λάβει μέχρι το 2026 από το Ταμείο Νέα Γενιά 192 δισ. ευρώ, εκ των τα 69 δισ. ευρώ είναι χορηγήσεις και τα 123 δισ. ευρώ είναι δάνεια. Η Ιταλία επομένως στην ωρολογιακή βόμβα των 2,6 τρισ. ευρώ δημοσίου χρέους επάνω στην οποία ήδη κάθεται θα προσθέσει και 123 δισ. ευρώ επιπλέον… Το χειρότερο ωστόσο δεν είναι η αύξηση του δημοσίου χρέους που θα επιφέρει η …γενναιοδωρία της ΕΕ. Είναι οι όροι υπό τους οποίους θα εκταμιευθούν οι δόσεις: Είναι τόσο αντιλαϊκοί που μόνο ένας δοτός πρωθυπουργός και πρώην τραπεζίτης που ξέρει ότι δεν θα ζητήσει ποτέ τη λαϊκή ψήφο θα μπορούσε να τους υλοποιήσει ανεπιφύλακτα! Μετά τα 24,9 δισ. που εκταμιεύθηκαν τον Αύγουστο του 2021, η επόμενη δόση των 21 δισ. θα εγκριθεί υπό την αυστηρή προϋπόθεση της ψήφισης και υλοποίησης 51 αντιλαϊκών μεταρρυθμίσεων. Εντός του έτους η ιταλική βουλή πρέπει να ψηφίσει 100 νεοφιλελεύθερους νόμους για να μπορέσει να εισπράξει συνολικά 40 δισ. ευρώ. Το ιταλικό σχέδιο είναι ασυνήθιστα εμπροσθοβαρές ώστε να αξιοποιηθεί στο έπακρο κι όσο υπάρχει η κυβέρνηση προθύμων του Ντράγκι, καθώς όλοι αναγνωρίζουν ότι η υπάρχουσα εύθραυστη ισορροπία έχει διάρκεια ζωής το πολύ μέχρι το καλοκαίρι του 2022. Από Σεπτέμβριο ξεκινάει η προεκλογική εκστρατεία που θα οδηγήσει στην αναμέτρηση του Ιουνίου του 2023, οπότε θα είναι εξαιρετικά δύσκολο να ψηφιστούν αντιλαϊκοί νόμοι, όπως αυτοί που ζητάει η ΕΕ για να εγκρίνει τις δόσεις του Ταμείου Ανάκαμψης. Η αποφασιστικότητα της δε να τηρηθούν στο ακέραιο οι δεσμεύσεις της Ιταλίας φάνηκαν τον Νοέμβριο του 2021, όταν έριξε τις πρώτες προειδοποιητικές βολές με αφορμή την απροθυμία της να μειώσει το έλλειμμά της από 9,4% το 2021 σε επίπεδα χαμηλότερα του 5,6% του ΑΕΠ για το 2022. Τα μέτρα που καλούνται να ψηφίσουν οι ιταλοί βουλευτές και γερουσιαστές περιλαμβάνουν φορολογική μεταρρύθμιση που θα αυξήσει τη φορολογία για τους φτωχούς και μια συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση που θεωρείται σχεδόν βέβαιο ότι θα απειλήσει τη συνοχή της κυβέρνησης του δοτού πρωθυπουργού Ντράγκι.
Η συστράτευση όλων σχεδόν των κομμάτων πίσω από τον Ντράγκι, από το Κίνημα των Πέντε Αστέρων που ίδρυσε ο Μπέπε Γκρίλιο μέχρι το κεντροαριστερό Δημοκρατικό Κόμμα του Ενρίκο Λέτα και την σκληρή αντιμεταναστευτική Δεξιά της Λίγκας που ηγείται ο Ματέο Σαλβίνι έχει αυξήσει τις φυγόκεντρες τάσεις στο εσωτερικό τους, υπονομεύοντας από τώρα την συνοχή τους. Στο Κίνημα των Πέντε Αστέρων για παράδειγμα ο επικεφαλής του Τζιουσέπε Κόντε στρέφεται δημόσια εναντίον του πρώην ηγέτη Λουίτζι ντι Μάιο που είναι υπουργός Εξωτερικών και τα νέα μέλη του κόμματος λύνουν τις διαφορές τους στα δικαστήρια με τα παλιά, σχετικά με το δικαίωμα ψήφου που έχουν στα εσωκομματικά δημοψηφίσματα. Η κρίση τους είναι τόσο γενικευμένη που θεωρείται αδύνατο να διατηρήσουν και στις επόμενες εκλογές την πρώτη θέση που κέρδισαν στις εκλογές του 2018, όταν εξελέγη η πιο ευρωσκεπτικιστική Βουλή στην ιστορία της Ιταλίας που κατάντησε να εκλέξει έναν αλεξιπτωτιστή – εκτελεστή οικονομικών συμβολαίων, όπως τον Ντράγκι, ως πρωθυπουργό. Η έκπληξη ωστόσο σε τέτοιες ακραίες καταστάσεις πολιτικής πολτοποίησης, όπως ξέρουμε καλά στην Ελλάδα, έρχεται πάντα από την άκρα δεξιά. Στην Ιταλία μάλιστα είναι το κόμμα «Αδελφοί της Ιταλίας», μια σοβαρή Χρυσή Αυγή όπως ζητούσε ο δημοσιογράφος και νυν βουλευτής της ΝΔ Μπάμπης Παπαδημητρίου από την τηλεόραση του Σκάι, που έχει κερδίσει τα πρωτεία από την Λίγκα του Σαλβίνι και στην πιο πρόσφατη δημοσκόπηση κέρδιζε 21% των προτιμήσεων, δηλαδή 5% πάνω από την Λίγκα και 2% υψηλότερα από την προηγούμενη δημοσκόπηση σε ένα διαρκές σερί δημοσκοπικής ανόδου, που μόνο ανησυχία προκαλεί.
Η ανησυχία ωστόσο της ευρωπαϊκής και ιταλικής πολιτικής ελίτ δεν σχετίζεται με την άνοδο της άκρας Δεξιάς που εμφανίζεται ως το αντίβαρο απέναντι σε ένα πολιτικό σύστημα που παραδόθηκε αμαχητί στην τραπεζοκρατία και την παγιδευμένη βοήθεια των Βρυξελλών. Σχετίζεται με το αν θα καταφέρει ο εκλεκτός τους Μάριο Ντράγκι να φτάσει έστω μέχρι τον Ιούνιο του 2023, μετά την ήττα των πιο μακροπρόθεσμων σχεδίων τους: να αναρριχηθεί στην θέση του προέδρου, οπότε θα κατάφερναν ένας μη εκλεγμένος άνθρωπος των παρασκηνίων να βρεθεί στο ανώτατο πολιτειακό αξίωμα. Έγκαιρα ωστόσο συνειδητοποίησαν ότι κανένας άλλος πλην του διορισμένου τραπεζίτη δεν μπορούσε να κρατήσει ενωμένο το συνονθύλευμα που συγκροτεί την κυβέρνηση εθνικής ενότητας της Ιταλίας.
Η άνοδος της άκρας Δεξιάς και η φτωχοποίηση των Ιταλών που συνοδεύει τον νέο πολιτικό γάμο αλά ιταλικά δείχνει και την άλλη, τη σκοτεινή όψη των χρηματοδοτήσεων του Ταμείου Ανάκαμψης. Επιβεβαιώνει δηλαδή ότι η είσπραξή τους δεν ισοδυναμεί με ανάπτυξη και δημιουργία καλοπληρωμένων και ποιοτικών θέσεων εργασίας. Τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης ισοδυναμούν με νέα Μνημόνια. Οι δε δόσεις τους εργαλεία εκβιασμού εκλεγμένων κυβερνήσεων και μηχανισμοί παρέμβασης στην πολιτική ζωή, μέχρι του σημείου διορισμού μη εκλεγμένων πρωθυπουργών, υπό την επίκληση του …βολικού κινδύνου δημοσιονομικού εκτροχιασμού που γεννάει η αύξηση του ιταλικού δημόσιου χρέους στο 153% του ΑΕΠ.
Οι νόμοι και οι αποφάσεις υπάρχουν για να παραβιάζονται ή τουλάχιστον για να χρησιμοποιούνται επιλεκτικά.
Του Λεωνίδα Βατικιώτη
Μάρτυρας η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και αφορμή η απόφασή της στις 16 Δεκεμβρίου για τα ελληνικά ομόλογα, που κάθε άλλο παρά αναμενόμενη ήταν. Η θετική στάση της Φρανκφούρτης απέναντι στην Ελλάδα από την έναρξη της πανδημίας που επέτρεψε την αγορά τίτλων αξίας 32 δισ. ευρώ, παρότι τα ελληνικά ομόλογα εντάσσονται στην επενδυτική κατηγορία των σκουπιδιών (junk), είχε τεράστια σημασία γιατί έκρινε την πορεία των επιτοκίων των ελληνικών ομολόγων στην δευτερογενή αγορά και την ικανότητα της Ελλάδας να αναχρηματοδοτεί το χρέος της, που βρίσκεται σε επίπεδα ρεκόρ: 350 δισ. ευρώ ή 197% του ΑΕΠ το 2021 βάσει όσων αναφέρει ο προϋπολογισμός του 2022 (και 210% τον Απρίλιο του 2021). Είναι η τρίτη χειρότερη επίδοση παγκοσμίως μετά την Ιαπωνία και το Σουδάν!
Η αγορά των ομολόγων από την ΕΚΤ την προηγούμενη περίοδο εξασφάλισε έτσι τόσο τη ρευστότητα, όσο και την καθήλωση των ονομαστικών επιτοκίων, σε μια περίοδο που απαιτήθηκαν πακτωλοί ρευστού για τη χρηματοδότηση των προγραμμάτων ενίσχυσης κατά της πανδημίας και δημοσιονομικής επέκτασης. Η δυνατότητα αυτή υλοποιήθηκε ωστόσο κατ’ εξαίρεση, δεδομένης της απόφασης της ΕΚΤ να αποκλείει από τα προγράμματα αγοράς ομολόγων όσα δεν εντάσσονται σε επενδυτική βαθμίδα, ανήκουν δηλαδή στην κατηγορία των σκουπιδιών, όπως τα ελληνικά. Επομένως, τυχόν επιστροφή στο προγενέστερο καθεστώς επιλεξιμότητας δυσχεραίνει σημαντικά τις άμεσες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.
Το ευρύτερο περιβάλλον που επέβαλλε στην ΕΚΤ την επανεξέταση και αναθεώρηση της πολιτικής της, σηματοδοτώντας το τέλος του προγράμματος αγοράς ομολόγων PEPP (Pandemic Emergency Purchase Program), σχετίζεται με την άνοδο του πληθωρισμού. Μέχρι στιγμής οι περισσότερες κεντρικές τράπεζες του κόσμου έχουν οδηγηθεί σε αναθεώρηση των προγραμμάτων πιστωτικής χαλάρωσης, μέσω της αγοράς κρατικών ομολόγων ακόμη και ομολόγων ιδιωτικών εταιρειών. Ενδεικτικά, η αμερικανική κεντρική τράπεζα με απόφαση της στις 16 Δεκεμβρίου ανακοίνωσε την επιτάχυνση της μείωσης αγορών ομολόγων, με στόχο το πρόγραμμα αγορών να λήξει στις αρχές κι όχι στα μέσα του 2022 και στη συνέχεια να προχωρήσει σε τρεις(!) αυξήσεις επιτοκίων. Αυξήσεις επιτοκίων προανήγγειλε ακόμη για το 2023 και για το 2024, με στόχο στο τέλος του 2024 να φτάσουν τα επιτόκια του δολαρίου στο 2,1%. Άνοδο των επιτοκίων έχουν ανακοινώσει οι κεντρικές τράπεζες της Νορβηγίας, της Τσεχίας, τη Βραζιλίας κ.α., ενώ δεν λείπουν κι εκείνες που κρατούν στάση αναμονής όπως της Αγγλίας και της Ιαπωνίας, μέχρι στιγμής τουλάχιστον.
Ακόμη ωστόσο και οι κεντρικές τράπεζες που διατήρησαν αμετάβλητα τα επιτόκια τους το έπραξαν για να μην πλήξουν τους ρυθμούς μεγέθυνσης της οικονομίας. Ξέρουν ότι τα κεφάλαια που απελευθέρωσαν ποικιλοτρόπως από την άνοιξη του 2020 (αν όχι απ’ όταν ξεκίνησε η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008) μπορεί να μην έφεραν την πολυπόθητη ανάπτυξη, το κλείσιμο της στρόφιγγας όμως μπορεί να εξελιχθεί στη χαριστική βολή που θα φέρει την στασιμότητα. Ενώ την ίδια ώρα, ο πληθωρισμός θα παραμένει στο ύψος του υποκινούμενος κυρίως από τη διάρρηξη των παγκόσμιων αλυσίδων αξίας και ανεφοδιασμού, τις αυξήσεις στα ενεργειακά αγαθά και την προσπάθεια του κεφαλαίου (κυρίως του εφοπλιστικού) να καλύψει τις ζημιές που κατέγραψε το 2020. Με άλλα λόγια, για τον κίνδυνο του πληθωρισμού δεν ανησυχούν, ούτε αμφιβάλλουν. Ανησυχούν μόνο για τις παρενέργειες της ανόδου των επιτοκίων.
Η συγκεκριμένη διαπίστωση έχει ιδιαίτερη σημασία γιατί σχετίζεται με το αιτιολογικό στο οποίο στηρίχθηκε η ΕΚΤ για τη στάση της από δω και πέρα. Η απόφασή της για μια «ήπια προσγείωση», με μείωση των αγορών ομολόγων και διακοπή του προγράμματος τον Μάρτιο κι όχι με άνοδο των επιτοκίων, δικαιολογήθηκε στη βάση προβλέψεων για τον πληθωρισμό. Αυτές οι προβλέψεις ωστόσο αμφισβητήθηκαν! Ρεπορτάζ του Reuters έριξε φως στα παρασκήνια της συνεδρίασης της ΕΚΤ αναδεικνύοντας ότι υπήρξαν τέσσερις κεντρικοί τραπεζίτες που δεν συναίνεσαν στην πρόταση της Κριστίν Λαγκάρντ. Τρεις εξ αυτών, της Γερμανίας, της Αυστρίας και του Λουξεμβούργου, καταψήφισαν, ενώ ο Βέλγος που στερείται δικαιώματος ψήφου, απλώς εξέφρασε τη διαφωνία του. Οι τέσσερις αντέτειναν ότι οι προβλέψεις του επικεφαλής οικονομολόγου της ΕΚΤ, για επιστροφή του πληθωρισμού στο 1,9% στο τέταρτο τρίμηνο του 2022, είναι αυθαίρετες και θα διαψευστούν. Μάρτυρας η άνοδος του στο 4,9% το Νοέμβριο, που αποτελεί επίπεδο ρεκόρ για την ευρωζώνη. Στην ίδια κατεύθυνση συγκλίνει επίσης και η εξωφρενική, πάνω από κάθε πρόβλεψη, πορεία των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας στην χονδρεμπορική που στις 22 Δεκεμβρίου ξεπέρασαν τα 400 ευρώ στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης, λόγω της υψηλής συμμετοχής του φυσικού αερίου στο ενεργειακό τους μίγμα. Και λόγω επίσης της φαιδρότητας του ευρωπαϊκού ενεργειακού σχεδιασμού, που έχει εξελιχθεί στο μεγαλύτερο τεκμήριο προχειρότητας και απρονοησίας των μανδαρίνων της ΕΕ, που κλεισμένοι και καλοζωισμένοι στους γυάλινους πύργους τους δεν μπορούν να καταλάβουν τι σημαίνει ο διπλασιασμός κι ο τριπλασιασμός της τιμής του ηλεκτρικού για μια εργατική οικογένεια. Ούτε καν για μια επιχείρηση· κι εδώ βρίσκεται η ανικανότητα τους. Αλλά αυτό είναι άλλο θέμα…
Η απόφαση ωστόσο της ΕΚΤ, που υπονομεύθηκε ακόμη παραπέρα μετά τη συνεδρίαση με την προσθήκη επιπλέον κεντρικών τραπεζιτών (από την Λιθουανία και την Πορτογαλία) στη χορεία των θρηνούντων για την άνοδο του πληθωρισμού και την ακύρωση των προβλέψεων του θεματοφύλακα του ευρώ, δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένη. Η ίδια η διατύπωσή της μάλιστα επιτρέπει την επανεξέταση και αναθεώρησή της επί το δυσμενέστερο, αν για παράδειγμα η Γερμανία αποφασίσει να κάνει κι εντός της ευρωζώνης την επίδειξη δύναμης που κάνει εκτός, προς τη Ρωσία. Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο οι προοπτικές για την Ελλάδα μόνο ευχάριστες δεν είναι.
Επίσης, δεν περνάει απαρατήρητο πώς παρότι η απόφαση της ΕΚΤ ήταν η καλύτερη δυνατή για την Ελλάδα, οι αγορές δεν ένιωσαν καμμιά ασφάλεια. Μάρτυρας οι αποδόσεις του δεκαετούς ελληνικού ομολόγου που συνεχίζουν να αυξάνονται σταθερά από τον Αύγουστο, όταν ξεκίνησαν οι κεντρικές τράπεζες να στέλνουν σημάδια μεταστροφής της νομισματικής πολιτικής. Πιθανότατα, αν η Κριστίν Λαγκάρντ δεν προχωρούσε και σε αυτή τη δήλωση υποστήριξης που έκανε, η απόδοση να είχε ήδη φτάσει στο 3% ή 4%, εκεί δηλαδή που βρισκόταν το 2019 ή στο 7% που ήταν το 2017. Αυτό όμως που δεν δικαιολογείται είναι το κλίμα εφησυχασμού που εκπέμπει η κυβέρνηση, σαν να μην έχει δει την σταθερή ανοδική πορεία των αποδόσεων που -εννοείται- δεν πρόκειται να ανακοπεί. Ενώ, αν τύχει και κάποια αρνητική εξέλιξη, τότε οι αποδόσεις του θα ξεφύγουν, θέτοντας σε κίνδυνο το πρόγραμμα εξόδου στις αγορές…
Σε κάθε περίπτωση ωστόσο αποκαλύπτεται ότι ακόμη κι εντός της Ευρωζώνης, οι περίφημοι σιδερένιοι κανόνες λειτουργίας, που υποτίθεται δημιουργήθηκαν για να αποκλείουν κάθε διακριτική εφαρμογή, ελαστικοποιούνται σε βαθμό ακυρώσεως όταν πρέπει να εξυπηρετηθεί μια φιλική, δεξιά κυβέρνηση όπως της ΝΔ στην Ελλάδα, που αναντίρρητα και ασμένως σπεύδει να εφαρμόζει την πιο αντιλαϊκή πολιτική: από την αποστολή στρατού στο Σαχέλ μέχρι την υλοποίηση ενός προγράμματος πράσινης μετάβασης καθ’ υπόδειξη των γερμανικών μονοπωλίων, που είναι σε βάρος και των εργαζόμενων και του περιβάλλοντος. Ταυτόχρονα, η αλα καρτ εφαρμογή των κανόνων της ευρωζώνης δείχνει σε όποιο κόμμα είναι στη σειρά να γίνει χαλίφης στη θέση του …χαλίφη ότι όλα επιτρέπονται αρκεί να γίνουν οι δέουσες υποχωρήσεις και οι αναγκαίοι συμβιβασμοί…
Σε διαφορετική περίπτωση τη θέση των υψηλών προσδοκιών, που επιτρέπουν στο ελληνικό υπουργείο Οικονομικών να κάνει το 2022 αγώνα δρόμου ώστε όταν θα λήξει οριστικά ακόμη και το πρόγραμμα επανατοποθέτησης, να έχει εισέλθει στην επενδυτική βαθμίδα, θα διαδεχθεί η σκληρή πραγματικότητα. Αυτή που κρύβεται συστηματικά από τα εγχώρια ΜΜΕ (για να μην θιγεί το κύρος της κυβέρνησης Μητσοτάκη) και θέλει τα ελληνικά ομόλογα από το 2009 μέχρι και σήμερα να είναι επιλέξιμα μόνο για κερδοσκόπους, όπως δηλώνει η αξιολόγησή τους, από τους τρεις μεγαλύτερους οίκους αξιολόγησης. Και να βρίσκονται στην ίδια επενδυτική βαθμίδα με τα ομόλογα από τις Μπαχάμες, τη Σενεγάλη και την εξωτική Αρούμπα της Καραϊβικής…
Οι συζητήσεις όπως αυτή που κάναμε με τον οικονομολόγο και αρθρογράφο Λεωνίδα Βατικιώτη είναι από εκείνες τις συζητήσεις, το τέλος των οποίων σε βρίσκει «περικυκλωμένο» από σκέψεις και στοιχεία που αναντίρρητα- παρά τις όποιες πολιτικές ενστάσεις που μπορεί να έχεις- σε βοηθούν να ενώσεις τα κομμάτια του σύγχρονου πολιτικού και κοινωνικού πάζλ.
Συνέντευξη του ΛΕΩΝΙΔΑ ΒΑΤΙΚΙΩΤΗ στον ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΟΥΛΑΛΗ
Οι συζητήσεις όπως
αυτή που κάναμε με τον οικονομολόγο και αρθρογράφο Λεωνίδα Βατικιώτη είναι από
εκείνες τις συζητήσεις, το τέλος των οποίων σε βρίσκει «περικυκλωμένο» από
σκέψεις και στοιχεία που αναντίρρητα- παρά τις όποιες πολιτικές ενστάσεις που
μπορεί να έχεις- σε βοηθούν να ενώσεις τα κομμάτια του σύγχρονου πολιτικού και
κοινωνικού πάζλ.
Πώς οι Έλληνες
φορτώθηκαν τα βάρη της διάσωσης γαλλογερμανικών τραπεζών; Πότε άλλαξε καπετάνιο
το οικονομικό πηδάλιο της Ελλάδας; Η «κοινωνική Ευρώπη» που πνίγηκε στα κανάλια
του Μάαστριχτ, τα «Κίτρινα Γιλέκα», η άνοδος της άκρας Δεξιάς, η ρήξη «από τα
κάτω» και το ενδεχόμενο μιας γενικευμένης πολεμικής σύρραξης είναι μερικά μόνο
απ’ όσα λέχθηκαν στην κουβέντα που έγινε μ’ αφορμή το βιβλίο «Έξοδος-
Αδιέξοδος», το οποίο επιμελήθηκε ο ίδιος.
Ξεκινώντας,
ας δώσουμε περιληπτικά το περιεχόμενο του βιβλίου «Έξοδος- Αδιέξοδος», το οποίο
επιμεληθήκατε.
Το
βιβλίο Έξοδος – Αδιέξοδος ξεκίνησε να σχεδιάζεται και να γράφεται το 2017, πριν
καν την απόφαση του Γιούρογκρουπ τον Ιούνιο εκείνης της χρονιάς. Έκτοτε
μεσολάβησε επίσης κι η απόφαση του Γιούρογκρουπ του Ιουνίου του 2018, που
καθόρισε εξ ίσου ασφυκτικά το σχήμα και τη μορφή της επόμενης μέρας των
Μνημονίων. Παρόλα αυτά τόσο οι προθέσεις όσο και οι αποφάσεις των πιστωτών ήταν
σαφείς: να επιβάλλουν ένα πάγιο, ανελαστικό κι αναπόδραστο καθεστώς παρατεταμένης
λιτότητας, πολύ πιο επώδυνο μάλιστα σε σχέση με άλλες χώρες στις οποίες
επιβλήθηκαν μνημόνια (Ιρλανδία, Πορτογαλία, Κύπρος). Το περιεχόμενο του βιβλίου
εξετάζει στις ποικίλες του διαστάσεις (πολιτικές, οικονομικές, πολιτιστικές,
κ.α.) αυτό το καθεστώς, που έχει σχεδιαστεί για να διαρκέσει πολλές δεκαετίες.
Σε ό,τι αφορά τα δημοσιονομικά πλεονάσματα λόγου χάρη μέχρι το 2060.
Στόχος
μας ήταν να διαρρήξουμε το πέπλο σιωπής με το οποίο πολλοί περιέβαλαν αυτό το
καθεστώς: Η κυβέρνηση για να μπορεί να εμφανίζεται ως νικητής και να μιλά για
έξοδο από τα Μνημόνια χωρίς να καταβάλλει το πολιτικό κόστος που της αναλογεί.
Οι πιστωτές και δη η ΕΕ για να μπορεί να επαίρεται για την ευρωπαϊκή αλληλεγγύη
συσκοτίζοντας έτσι τις κτηνώδεις πολιτικές που επέβαλε, ζηλεύοντας δόξα
τοκογλύφου για να σώσει τις γερμανο-γαλλικές τράπεζες από τη χρεοκοπία,
κοκ.
Τον
περασμένο Αύγουστο, η Ελλάδα εξήλθε τυπικά από το τρίτο πρόγραμμα δημοσιονομικής
προσαρμογής . Από την πλευρά της, η κυβέρνηση έκανε λόγο για «οριστική έξοδο
από τα μνημόνια». Στον αντίποδα, εσείς προβλέπετε ακόμη πιο «ζοφερές
προοπτικές» για τη χώρα με την οικονομία της «επιρρεπή σε εκτροχιασμούς». Ποια
εκείνα τα οικονομικά (κι όχι μόνο) στοιχεία που σας οδηγούν σ’ αυτό το
συμπέρασμα;
Η
Ελλάδα εξακολουθεί να είναι φτερό στον άνεμο της οικονομικής συγκυρίας γιατί
εφαρμόζοντας ένα ακραίο νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα στερήθηκε δια παντός εργαλείων
και πολιτικών που θα επέτρεπαν όχι μόνο αναδιανομή προς όφελος των λαϊκών
στρωμάτων αλλά ακόμη και τη δυνατότητα να χαράσσει μια ας πούμε βιομηχανική
πολιτική. Οι συζητήσεις για την τέταρτη βιομηχανική επανάσταση και την
εφαρμογή/διάδοση της τεχνητής νοημοσύνης περιλαμβάνουν ως στοιχείο εκ των ων
ουκ άνευ την κρατική παρέμβαση, δοθείσης
της εγγενούς αδυναμίας του ιδιωτικού τομέα να δράσει με μακροχρόνια στρατηγική.
Δείτε
για παράδειγμα όσα προβλέπει ο κρατικός προϋπολογισμός για το Πρόγραμμα
Δημοσίων Επενδύσεων το 2019: μόλις 6,75 δισ. όταν το 2009 ήταν 9,6 δισ. ευρώ κι
αυτά μάλιστα εντός ενός πλαισίου, με όρους δηλαδή που υπόσχονται ελάχιστα
ουσιαστικά αποτελέσματα. Δείτε επίσης τα «επιτεύγματα» της κυβέρνησης στο
μέτωπο των ιδιωτικοποιήσεων: έσοδα 4,32 δις. από το 2015 ως το 2018, όταν την
προηγούμενη 4ετία (2011-2014) οι πιο αντιλαϊκές μνημονιακές κυβερνήσεις
κατάφεραν να συγκεντρώσουν μόνο τα μισά σχεδόν έσοδα: 2,63 δις. ευρώ. Για να
μην αναφερθούμε σε συγκεκριμένα παραδείγματα, όπως το ξεπούλημα των 14
περιφερειακών αεροδρομίων στη Φράπορτ, που συντελέστηκε με νεοαποικιακούς όρους και, σε τελική ανάλυση,
την εγγύηση του ελληνικού δημοσίου. Αγγίζει τα όρια του γελοίου: Οι πολύφερνοι
γερμανοί επενδυτές έβαλαν μπροστά το χρεοκοπημένο ελληνικό κράτος για να τους
εγγυηθεί τα ούτως ή άλλως εγγυημένα έσοδα, καθώς από τα 39 περίπου περιφερειακά
αεροδρόμια της Ελλάδας οι Γερμανοί «ψώνισαν» μόνο τα 14 κερδοφόρα.
Αρκετοί
ισχυρίζονται ότι τα δανειακά προγράμματα αποτελέσαν τον εκτελεστικό- πολιτικό
βραχίονα της εγχώριας οικονομικής εξουσίας για την παγίωση συγκεκριμένων
οικονομικών μέτρων. Έχει βάση μια τέτοια άποψη; Δικαιούμαστε δηλαδή, να πούμε
πως τα μνημόνια ήταν το καταληκτικό στάδιο μιας προϋπάρχουσας πορείας; Αν ναι,
ποιος ο ρόλος διεθνών οργανισμών όπως το ΔΝΤ και η ΕΚΤ στην κυρίαρχη εν Ελλάδι
οικονομική πολιτική;
Δε
συμφωνώ με την άποψη που διατυπώσατε αρχικά. Προφανώς η εγχώρια οικονομική ελίτ
ωφελήθηκε πολλαπλά από τα μνημόνια. Η κατάργηση των συλλογικών
διαπραγματεύσεων, η μείωση των μισθών κι άλλα μέτρα λειτούργησαν σαν βατήρας
για το νέο κύκλο ανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού που ξεκίνησε το 2015.
Ταυτόχρονα, η ελληνική αστική τάξη επλήγη από το καθεστώς χρεοκρατίας. Έχασε
τις τράπεζες κι επενδύσεις στα Βαλκάνια. Η θέση της στη διεθνή κατάταξη
υποβαθμίστηκε ραγδαία, κινδύνεψε ακόμη κι η παραμονή της στο ευρώ. Δεν μπορούμε
συνεπώς να υποβαθμίζουμε τις αντιθέσεις μεταξύ ελληνικής αστικής τάξης και
ευρωπαϊκής, προάγοντας μια απλοϊκή ανάλυση «τάξης ενάντια σε τάξη». Μια τέτοια
ανάλυση θα έχανε από την οπτική τα αντικρουόμενα συμφέροντα και τις
ενδοκαπιταλιστικές αντιθέσεις που γύρω στο 2011 οδηγήθηκαν σε παροξυσμό.
Τα
μνημόνια δεν ήταν η νέμεση των ελλειμμάτων της διακυβέρνησης Καραμανλή, ούτε η
μοναδική διέξοδος της κυκλικής κρίσης που ξέσπασε το 2008. Ήταν επιλογή κυρίως
του ευρωπαϊκού χρηματοπιστωτικού τομέα που το 2010 διέκρινε τον κίνδυνο να
εγγράψει ζημιές. Αυτή την επιλογή σε δεύτερο χρόνο κι ενίοτε εξ ανάγκης
ακολούθησαν και υπηρέτησαν πιστά τα αστικά πολιτικά κόμματα της Ελλάδας.
Οι
διεθνείς οργανισμοί που αναφέρετε, ΔΝΤ και ΕΚΤ, πήραν το πηδάλιο από τα χέρια
της ελληνικής αστικής τάξης κυρίως το 2010-2011, κι άσκησαν άμεσα κι
αδιαμεσολάβητα πολιτική με τα ανδρείκελα της κυβέρνησης Παπαδήμου, προκειμένου
να εφαρμοστεί για παράδειγμα η ανταλλαγή των ομολόγων με το PSI
τον «βαρύ» χειμώνα του 2012. Όχι ότι και τότε δεν έκαναν τραγικά λάθη, ας μην
αντιμετωπίζουμε με δέος τις ικανότητές τους. Παρόλα αυτά έφεραν σε πέρας μια
σύνθετη και δύσκολη αποστολή.
Στο βιβλίο
μιλάτε για «χρησιμοποίηση της Ελλάδας ως πειραματόζωο». Δώστε μας παρακαλώ, τα
δεδομένα εκείνα που νομιμοποιούν αυτόν
τον ισχυρισμό.
Η
διαχείριση της ελληνικής κρίσης, εκ μέρους του κεφαλαίου, είχε να ξεπεράσει
πολλές δυσκολίες. Απαριθμώ: Να σώσει την Ντόιτσε Μπανκ και τη Σοσιετέ Ζενεράλ
ρίχνοντας την ευθύνη στον ελληνικό λαό, να εντάξει το ΔΝΤ στη «διάσωση»
ξεπερνώντας το πρόβλημα που δημιουργούσε η μικρή συμμετοχή της Ελλάδας στο
κεφάλαιό του, να πετύχει την προσαρμογή χωρίς την εύκολη λύση της υποτίμησης
της διεθνούς ισοτιμίας του νομίσματος, να κουρέψει οριζόντια τα ομόλογα χωρίς
όμως να θίξει όσα διακρατούσε η ΕΚΤ, και πολλά άλλα. Ξεπερνώντας αυτά τα
προβλήματα κυνικά και αδίστακτα άνοιξαν νέα κεφάλαια στη διαχείριση των κρίσεων
επί ευρωπαϊκού εδάφους. Για παράδειγμα οι στρατηγικές εσωτερικής υποτίμησης
όπως αποκαλέστηκαν τα μέτρα μείωσης της αξίας της εργατικής δύναμης κι
ελαστικοποίησης των εργασιακών σχέσεων ή το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο που θα
αποτελέσει το διάδοχο σχήμα του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας. Πρόκειται
για νέες ποιότητες.
Το
σημαντικότερο ωστόσο είναι ότι όλα τα προηγούμενα χρόνια η Ελλάδα
χρησιμοποιήθηκε στην Ευρώπη κι αλλού ως παράδειγμα προς αποφυγή με στερεότυπα
και κοινοτοπίες που επαναλάμβαναν ότι οι αθρώες παροχές οδηγούν σε χρεοκοπία.
Έτσι, στο απόγειο της ελληνικής κρίσης η Γερμανία επέβαλλε ριζικές
μεταρρυθμίσεις στη λειτουργία της ΕΕ, που συμπυκνώνονται στο περίφημο Ευρωπαϊκό
Εξάμηνο, κι από κοινού παγιοποιούν τη λιτότητα και τις περικοπές επί ευρωπαϊκού
εδάφους.
Πριν δύο
χρόνια, το πρώην μέλος του γνωμοδοτικού συμβουλίου του γερμανικού υπουργείου
Οικονομικών Γιοργκ Ρόχολ, δήλωσε ότι «τα ελλείμματα της Ελλάδας ήταν τα
πλεονάσματα της Γερμανίας». Πώς μεταφράζεται αυτή η κυνική δήλωση σε
οικονομικά- πραγματικά στοιχεία;
Το
κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα αποτέλεσε ιστορικής σημασίας επίτευγμα για το γερμανικό
ιμπεριαλισμό επειδή κατάφερε να μετατρέψει όλη την ευρωζώνη σε μια ενιαία
εσωτερική αγορά. Να εξάγει επομένως αυτοκίνητα και ηλεκτρικές συσκευές στην
Ανδαλουσία, την Εμίλια Ρομάνα και τις Κυκλάδες με το ίδιο συναλλακτικό κόστος
και κίνδυνο, δηλαδή ίσο με μηδέν, που εξάγει στην Έσση. Αυτή η επέκταση και οι συνακόλουθες
οικονομίες κλίμακας προκάλεσαν πλήθος αλυσιδωτών αντιδράσεων. Ξεχωρίζουμε την
συντριβή των κλάδων των διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων που ανταγωνίζονταν τα
γερμανικά οδηγώντας σε πολλαπλά ελλείμματα: παραγωγικά, εμπορικά,
δημοσιονομικά, κ.λπ. Ωστόσο έχουμε να κάνουμε με τάση, που προκαλεί κι
αντίρροπες δυνάμεις. Μεσούσης πχ της ελληνικής κρίσης οι μόνιμες ανισορροπίες
στο ελληνικό εμπορικό ισοζύγιο διορθώθηκαν, επειδή κατέρρευσε η εγχώρια ζήτηση.
Με τους ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς τα δημοσιονομικά ελλείμματα τείνουν
προς εξαφάνιση με τις κοινωνικές δαπάνες να μετατρέπονται σε μηχανισμό απορρόφησης
των κραδασμών που προκαλούν οι ερπύστριες της γερμανικής επέκτασης, κοκ. Από δω
ας κρατήσουμε ότι όπως τα ελλείμματα, έτσι κι η λιτότητα θα εκτείνεται στο διηνεκές
διαρκώς διογκούμενη θυμίζοντας φτωχό τοξικοεξαρτημένο που αναζητά διαρκώς
μεγαλύτερη δόση… Επιπλέον ότι χάριν αυτών των μηχανισμών τα ελλείμματα μπορεί
να μη κάνουν τόσο εμφανή την παρουσία τους όπως παλιά, αλλά θα εκδηλώνονται υπό
την μορφή μιας συνεχούς φτωχοποίησης όλης της κοινωνίας.
Από την άλλη μεριά, το πλεόνασμα της Γερμανίας θα στέκει στο ύψος του αγέρωχο, είτε το δημοσιονομικό (1,75% επί του ΑΕΠ το 2018 από 1,1% το 2017), είτε το εμπορικό (301 δισ. ευρώ το 2017).
Στο σημείωμα
σας στο βιβλίο, αναφέρεστε στον Κανονισμό 472/13 της ΕΕ, ο οποίος προβλέπει τη
διατήρηση ενός κράτους- μέλους της ΕΕ σε κατάσταση εποπτείας μέχρι την εξόφληση
τουλάχιστον του 75% της χρηματοδότησης που έχει λάβει. Ως εκ τούτου, θεωρείτε
ότι μπορεί να υπάρξει διέξοδος για τον
τόπο εντός του ευρωενωσιακού πλαισίου ή θα πρέπει να αναζητηθεί σ’ άλλες
πολιτικές κατευθύνσεις;
Η
αυξημένη εποπτεία για την Ελλάδα, με βάση όσα προβλέπει ο κανονισμός που
αναφέρετε, θα φτάσει μέχρι το 2050. Σε αυτό το πλαίσιο η Ευρωπαϊκή Ένωση
διαθέτει εργαλεία παρέμβασης κι εκβιασμού όπως για παράδειγμα τη δυνατότητα να
μην εγκρίνει τις δόσεις της επιστροφής των κερδών από τα ομόλογα που διατηρούν
οι εθνικές κεντρικές τράπεζες του ευρωσυστήματος και η ΕΚΤ. Η αυξημένη εποπτεία
επομένως είναι κάτι παραπάνω από μια συζυγική κρεβατομουρμούρα σε διακρατικό ή
ευρωπαϊκό επίπεδο, συνιστά κακοποίηση, κατ’ εξακολούθηση μάλιστα που
δικαιολογεί το διαζύγιο.
Αυτή
η ρήξη ωστόσο πρέπει να συντελεστεί από τα αριστερά και με όρους κινήματος,
τουλάχιστον με την ύπαρξη ενός τμήματος της κοινωνίας στους δρόμους που θα
διεκδικεί συγκροτώντας ένα αντίπαλο δέος. Σε διαφορετική περίπτωση, αν δηλαδή η
σύγκρουση με την ΕΕ συντελεστεί από τα δεξιά είναι ορατός ο κίνδυνος να έχουμε
επιτάχυνση της στροφής προς τα δεξιά. Τα παραδείγματα της Ιταλίας και της
Ουγγαρίας είναι πολύ χαρακτηριστικά με τον Σαλβίνι και τον Όρμπαν να
επιτίθενται στην ΕΕ κατηγορώντάς την ότι τα τείχη του φρουρίου Ευρώπη που έχει
οικονομήσει δεν είναι αρκούντως υψηλά.
Όσο
δεδομένη κι αναντίρρητη κι αν είναι ωστόσο η βλαπτική σχέση με την ΕΕ δεν
μπορούμε να προσπεράσουμε τις δυσκολίες που συναντά η κριτική κι η δημιουργία
ενός κινήματος εναντίον της. Πέραν των αντικειμενικών αιτιών (πχ ΕΣΠοποίηση
ακόμη και της κοινωνικής πολιτικής) αυτό σημαίνει ότι τα αιτήματα της ρήξης και
ο στόχος της εξόδου δεν μπορούν να λειτουργούν διχαστικά στο κίνημα. Πρέπει να
ενώνουν κι όχι να διασπούν.
Ο έγκριτος
κοινωνιολόγος- οικονομολόγος Βόλφγκανγκ Στρεκ όταν τον ρώτησα πριν λίγο καιρό
για το ενδεχόμενο μιας νέας, μεγαλύτερης οικονομικής κρίσης είχε απαντήσει καταφατικά. Την ίδια άποψη
συμμερίζονται και οι πάλαι ποτέ κραταιοί εκπρόσωποι του κεφαλαιοκρατικού
συστήματος, Άλαν Γκρίνσπαν και Λάρι
Σάμερς. Συμφωνείτε μ’ αυτή την εκτίμηση; Πώς μπορεί να αποκρυσταλλωθεί αυτή η
«πρόβλεψη» στις (ευρω)κάλπες του ερχόμενου Μαΐου;
Πράγματι
εδώ και 2-3 χρόνια συνωστίζονται οι θρυαλλίδες που θα οδηγήσουν στη νέα κρίση:
Από το δημόσιο χρέος της Κίνας και τα φοιτητικά δάνεια στις ΗΠΑ, μέχρι τις
τιμές των μετοχών που είναι στη στρατόσφαιρα. Η προσπάθεια των ΗΠΑ είναι να
μεταφέρει τις πιέσεις της κρίσης εκτός των συνόρων της, στους ανταγωνιστές της στους
οποίους συμπεριλαμβάνονται κι οι Ευρωπαίοι. Οι αλλαγές που έχουν ήδη
δρομολογηθεί στην ΕΕ κι όσες θα ανακοινωθούν μετά τις ευρωεκλογές (δημιουργία
ΕΕ πολλών ταχυτήτων) αποτελούν την καθυστερημένη απάντηση του ευρωπαϊκού
κατεστημένου. Οι ευρωεκλογές του Ιουνίου ρητά ή άρρητα θα επηρεασθούν από αυτή
την πολιτική ατζέντα και θα την διαμορφώσουν στη συνέχεια.
Τα
πράγματα δυσκολεύουν ακόμη περισσότερο δεδομένης της απροθυμίας της κυρίαρχης
Αριστεράς να αποκαλύψει το ρόλο της ΕΕ και να θέσει καθαρά το θέμα της ρήξης
και της εξόδου, έστω ως μακροπρόθεσμη αναγκαιότητα κι όχι ως άμεσο στόχο πάλης.
Σε αυτό το πλαίσιο αναπολεί μια κοινωνική Ευρώπη που πνίγηκε στα κανάλια του
Μάαστριχτ προ 30ετίας σχεδόν, περιορίζοντας ασφυκτικά τους στόχους πάλης πολύ
κάτω του αναγκαίου για να πεισθεί ο σημερινός εργαζόμενος, πολύ εντός του
εφικτού ωστόσο – αλλά ποιος νοιάζεται; Η αποχή των ευρωπαίων πολιτών που θα
καταγράψει νέο ρεκόρ φέρνει στην επιφάνεια όχι μόνο τη βεβαιότητα των Ευρωπαίων
πώς δεν μπορούν να αλλάξουν τη ροή των πραγμάτων στην ΕΕ, αλλά και τα αδιέξοδα
μιας γραμμής στην Αριστερά που πίσω από τη «φιλοευρωπαϊκή» ταμπέλα έκρυψε την
υποταγή της στην ΕΕ.
Έχουμε τρία,
κομβικά για την πορεία της Ευρώπης ζητήματα αυτή τη στιγμή: Την πορεία της Μ.
Βρετανίας προς το ΒREXIT, τη
συνέχιση των κινητοποιήσεων των «Κίτρινων Γιλέκων» στη Γαλλία και τη δυναμική
επανεμφάνιση της άκρας Δεξιάς στο πολιτικό προσκήνιο. Θα ήθελα το σχόλιό σας
πάνω σ’ αυτά.
Τα
κίτρινα γιλέκα είναι ένα γνήσιο λαϊκό κίνημα κι έχουν προκαλέσει μια αμηχανία
στην Αριστερά για πολλούς λόγους. Επειδή πρωταγωνιστούν κοινωνικά στρώματα που
είναι σε απόσταση από την παραδοσιακή κοινωνική, ηλικιακή και ιδεολογική της
βάση. Επειδή δεν αναπτύχθηκαν κατ’ εντολή της κι αυτό πάντα προκαλεί μια
καχυποψία και τέλος, επειδή αρνούνται να ενταχθούν στον συνήθη κύκλο των
κινητοποιήσεων με την κορύφωση, τις διαπραγματεύσεις, τις ψευτο-παροχές και την
υποχώρηση, που επιτρέπουν και την πολιτική τους ενσωμάτωση, κοκ. Δεν
εξιδανικεύω ούτε και σνομπάρω. Είναι ένα πραγματικό κίνημα καταπιεσμένων και
απελπισμένων ανθρώπων που χρειάζεται κατεπειγόντως την ανυστερόβουλη κι
αμέριστη αλληλεγγύη μας. Αργότερα θα κάνουμε και τις αναλύσεις μας. Ας
θυμηθούμε την ώθηση που μας έδιναν επί ελληνικών πλατειών τα μηνύματα
αλληλεγγύης από τον άλλο κόσμο.
Η
άνοδος της άκρας Δεξιάς είναι η απάντηση του κεφαλαίου στην οικονομική κρίση
και την πρωτοφανή ανυποληψία στην οποία έχουν περιπέσει τα αστικά κόμματα,
συμπεριλαμβανομένων και των αριστερών. Δεν πρόκειται για γραφικούς νοσταλγούς.
Για παράδειγμα, η Εναλλακτική για την Γερμανία απαιτεί αλλαγές στην ΕΕ, αλλιώς
θα θέσει θέμα εξόδου της Γερμανίας. Κι οι αλλαγές που ζητά είναι ό,τι
διεκδικούσε ο Σόιμπλε κι οι άλλοι το 2015 κι είχαν απορριφθεί ως ακραία.
Σε
ό,τι αφορά το Brexit ας διδαχθεί η Αριστερά από την αδιαλλαξία
των Τόρηδων που δεν κάνουν βήμα πίσω από το δημοψήφισμα του 2016, ζητώντας
σκληρό Brexit και τίποτε λιγότερο, μη διστάζοντας ακόμη
και να ταπεινώνουν τη δική τους πρωθυπουργό…
Ο πόλεμος
στη Συρία φαίνεται να τελειώνει. Παρόλα αυτά, όλες οι πλευρές βρίσκονται με το
χέρι στη σκανδάλη. Ακόμη, οι πολεμικές δαπάνες αυξήθηκαν από το 2002 κατά 44%,
ενώ οι ανταγωνισμοί μεταξύ των ισχυρών γεωοικονομικά παικτών οξύνονται συνεχώς.
Βρισκόμαστε πιστεύετε μπροστά στο ενδεχόμενο μιας γενικευμένης σύρραξης; Ποιος
ο ρόλος της χώρας μας μέσα σε αυτή την διελκυστίνδα;
Η
κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ (κι ΑΝΕΛ ως πρόσφατα) έχουν επιλέξει τον αυτόματο πιλότο της
συμπόρευσης με τον ιμπεριαλισμό, ακολουθώντας απαρέγκλιτα τα χνάρια όλων των
προηγούμενων κυβερνήσεων μετά το 2009, καλλιεργώντας την αυταπάτη ότι έτσι θα αποφύγουν
διλήμματα και συγκρούσεις. Δε διδάχθηκαν τίποτε από την κρίση της Ουκρανίας
όταν οι ΗΠΑ ώθησαν τα δικά τους υπάκουα και πιστά παιδιά στον εμφύλιο, κι όχι
ένα εχθρικό καθεστώς, προκειμένου να πλήξουν τη Ρωσία. Κι ο Άσαντ επίσης φιλικό
καθεστώς ήταν για τις ΗΠΑ. Μετά την 11η Σεπτέμβρη παρέδωσε πολλούς
ύποπτους στις ΗΠΑ. Παρόλα αυτά δεν απέτρεψε το σχέδιο να γίνει η Συρία με
σπουδαία και λαμπρή ιστορία μια «έρημη χώρα», έστω κι αν χάρη στη Ρωσία οι ΗΠΑ
υπέστησαν στα συριακά εδάφη την πρώτη τους στρατιωτική ήττα. Η κυβέρνηση του
ΣΥΡΙΖΑ επομένως είναι μέρος του προβλήματος και με τις πράξεις της, είτε το
συνειδητοποιεί είτε όχι, αποτελεί απειλή για την ειρήνη και τη σταθερότητα. Ας
κρατήσουμε ότι για πρώτη φορά μετά από πολλές δεκαετίες επί ΣΥΡΙΖΑ οι ΗΠΑ
απέκτησαν στην Ελλάδα τρεις νέες στρατιωτικές βάσεις: σε Αλεξανδρούπολη, Λάρισα
και Κάρπαθο!
Η υποχώρηση των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή τις οδηγεί ακόμη πιο πιεστικά σε μια κατεύθυνση συνολικής αναμέτρησης με τους ανταγωνιστές τους. Επομένως, το ενδεχόμενο ενός γενικευμένου πολέμου είναι πιο κοντά από ποτέ τα τελευταία πενήντα χρόνια, θέτοντας σε όλους εμάς το καθήκον να προασπίσουμε την ειρήνη.
Με ψυχρολουσία ισοδυναμούσε η συνέντευξη Τύπου του επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Μάριο Ντράγκι, την Πέμπτη 7 Σεπτεμβρίου για την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, καθώς επιβεβαιώθηκε ακόμη πιο έντονα ο κίνδυνος να μην ενταχθεί ποτέ η Ελλάδα στο πρόγραμμα Ποσοτικής Χαλάρωσης (ή QE στην καθομιλουμένη, εκ του Quantitative Easing) της ΕΚΤ.
Tου Λεωνίδα Βατικιώτη
Να θυμίσουμε ότι τουλάχιστον εδώ κι ένα χρόνο ο ίδιος ο πρωθυπουργός χρύσωνε το χάπι των μέτρων της δεύτερης αξιολόγησης υποσχόμενος Ποσοτική Χαλάρωση, την αγορά δηλαδή εκ μέρους της Φρανκφούρτης ελληνικών κρατικών ομολόγων που κρατούν οι τράπεζες. Ένα μέτρο που υποτίθεται ότι θα έδειχνε την εμπιστοσύνη των Ευρωπαίων στην ελληνική οικονομία.
Οι Ευρωπαίοι ωστόσο άλλα διαμήνυαν, και μάλιστα κατηγορηματικά. Συγκεκριμένα, ο ίδιος ο πρόεδρος της ΕΚΤ, Μάριο Ντράγκι, μιλώντας στην Επιτροπή Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων του Ευρωκοινοβουλίου στις 6 Φεβρουαρίου 2017 είχε δηλώσει ότι υπάρχουν δύο προϋποθέσεις για την ένταξη της Ελλάδας στο Πρόγραμμα: Η ολοκλήρωση της αξιολόγησης και η βιωσιμότητα του χρέους!
Παρότι ο Ντράγκι δεν άφηνε κανένα περιθώριο συζήτησης ή χαλαρότερης ερμηνείας, ο πρωθυπουργός και οι κορυφαίοι υπουργοί του όπως ο Ευ. Τσακαλώτος διατυμπάνιζαν την ένταξη της Ελλάδας στο πρόγραμμα. Εξαπατούσαν έτσι την κοινωνία με διπλό τρόπο. Γιατί όχι μόνο ακόμη και η πιθανή ένταξη δε θα σηματοδοτούσε καμιά θετική εξέλιξη για τους εργαζόμενους, αλλά για κάτι ακόμη πιο απλό: Γιατί η Ελλάδα με ένα χρέος στο ύψος του 180% του ΑΕΠ και χωρίς να υπάρχει κανένα σαφές σχέδιο έστω και απομείωσης του στο ορατό μέλλον, απλώς, δεν πληροί τους όρους ένταξης! Πίστευαν με λίγα λόγια οι ΣΥΡΙΖΑίοι πώς θα μπορούσαν να μεταφέρουν τις λογικές ακροβασίες και τη θολούρα με την οποία συσκοτίζουν τη συζήτηση για το χρέος βαφτίζοντας το κρέας ψάρι και στην ΕΚΤ. Για την ΕΚΤ ωστόσο το χρέος είναι μη βιώσιμο, τελεία και παύλα…
Η συνέντευξη Τύπου του Ντράγκι την Πέμπτη 7 Σεπτεμβρίου ήταν ένα επιπλέον καρφί στο φέρετρο των μάταιων προσδοκιών των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Ο επικεφαλής της ΕΚΤ ανακοίνωσε κατ’ αρχήν ότι αφήνει ανέγγιχτα τα επιτόκια στο σημερινό τους ύψος, ή καλύτερα βάθος, καθώς το βασικό επιτόκιο αναχρηματοδότησης παρέμεινε στο 0%, το επιτόκιο οριακής χρηματοδότησης στο 0,25% και το επιτόκιο καταθέσεων στο -0,4%. Όπως φαίνεται στο διάγραμμα που παραθέτουμε τα επιτόκια ξεκίνησαν να μειώνονται στο τέλος του 2008, με το ξέσπασμα της κρίσης, ενώ στο σημερινό τους …βάθος βρίσκονται σχεδόν 1,5 χρόνο. Τα έκτακτα μέτρα διήρκεσαν σχεδόν μια δεκαετία που αντιπροσωπεύει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του ευρώ.
Καιρός επομένως για επιστροφή στην κανονικότητα δεδομένου μάλιστα ότι, με βάση όσα είπε ο Μ. Ντράγκι, οι στόχοι επετεύχθησαν. Ο κίνδυνος του αποπληθωρισμού που θα «ιαπωνοποιούσε» την ευρωπαϊκή οικονομία αντιμετωπίστηκε και φέτος ο πληθωρισμός αναμένεται να φτάσει το 1,5%, το 2018 το 1,2% και το 2019 το 1,5%. Επιπλέον, η ανάπτυξη …ήρθε! Όχι τίποτε σπουδαία πράγματα και πολύ περισσότερο ούτε συμμετρικά κατανεμημένα. Παρόλα αυτά, 2,2% για φέτος, 1,8% για το 2018 και 1,7% για το 2019 δεν είναι κι αδιάφορα… Και σε τελική ανάλυση, όπως το έλεγαν κι οι παλιότεροι οικονομολόγοι, το χρέος της ΕΚΤ σταμάτησε όταν οδήγησε το άλογο στο ποτάμι. Αν δεν ήπιε νερό δεν είναι δική της δουλειά…
Πέραν της αύξησης του πληθωρισμού και του ΑΕΠ, η ΕΚΤ ετοιμάζεται να μαζέψει τα εργαλεία έκτακτης ανάγκης που ξεδίπλωσε εξ αιτίας της αφόρητης πίεσης που ασκεί η Γερμανία η οποία επικρίνει την ΕΚΤ ότι υποσκάπτει τις προσπάθειές της για εφαρμογή αντιλαϊκών μέτρων. Το Βερολίνο συγκεκριμένα διακηρύσσει ότι πρώτο, η χαλαρή νομισματική πολιτική αναβάλλει την ψήφιση μέτρων για μείωση του εργατικού κόστους και του κράτους πρόνοιας, καθώς μόνο μέσω αυτών των οδών έρχεται η ανάπτυξη, και δεύτερο, τα 2 τρισ. ευρώ που έχει ρίξει η ΕΚΤ στην αγορά ή τα 60 δισ. ανά μήνα έχουν γεμίσει τον κόσμο φούσκες. Από τις τιμές των μετοχών στα χρηματιστήρια και τα κρυπτονομίσματα μέχρι τις τιμές των ειδών πολυτελείας (κοσμήματα, έργα τέχνης, κ.α.) όλα έχουν οδηγηθεί στη στρατόσφαιρα. Κι όσο γι’ αυτό έχουν δίκιο…
Έτσι, στη συνέντευξη Τύπου ο Μάριο Ντράγκι ανακοίνωσε ότι στη συνεδρίαση του Οκτωβρίου θα ξεκινήσει πιθανότατα η συζήτηση για τον τερματισμό της Ποσοτικής Χαλάρωσης, με τον ρυθμό της μείωσης να παραμένει ζητούμενος ώστε να αποφευχθούν τα σοκ. Πιθανότερος χρόνος που θα ξεκινήσει να κλείνει η στρόφιγγα της Ποσοτικής Χαλάρωσης είναι ο Ιανουάριος του 2018. Δηλαδή, σε τρεις μήνες. Πού καιρός επομένως για ένταξη της Ελλάδας στην Ποσοτική Χαλάρωση…
Πρέπει να ομολογήσουμε ωστόσο ότι το …ευγενές ιδανικό της ένταξης στην Ποσοτική Χαλάρωση δεν ενέπνευσε μόνο τους …οραματιστές του ΣΥΡΙΖΑ.
«Μεγάλη μας ελπίδα» αποκαλεί την ένταξη ο Βαγγέλης Βενιζέλος στο βιβλίο του Μύθοι και αλήθειες για το δημόσιο χρέος 2012-2017 (εκδ. Επίκεντρο, 2017). Γράφει κι άλλα ενδιαφέροντα και κυρίως …χρήσιμα πράγματα για την ΕΚΤ ο αντιπρόεδρος του Σαμαρά. Αναφέρει κατά λέξη στη σελ. 50: «Μήπως θα μπορούσαμε να κουρέψουμε τα ομόλογα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας; Εάν κουρεύαμε τα ομόλογα ελληνικού δημοσίου που είχε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, δεν θα μπαίναμε ποτέ ξανά στα προγράμματα τύπου QE, που είναι η μεγάλη μας ελπίδα τώρα. Διότι» συνεχίζει ο Βαγγέλης Βενιζέλος με το πομπώδες ύφος και το υπέρμετρο εγώ που υπερβαίνουν ακόμη και το δικό του εκτόπισμα «αυτά τα ομόλογα τα είχε πάρει η ΕΚΤ μέσω προγραμμάτων, που είναι ο προκάτοχός του QE… Άρα έπρεπε οπωσδήποτε να εξαιρεθεί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Ευρωσύστημα», καταλήγει ο πρώην πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, πάντα βαθιά πεπεισμένος για την αλήθεια των λεγομένων του.
Από τη στιγμή όμως που την Ποσοτική Χαλάρωση θα τη διαβάζουμε μόνο στις ειδήσεις, μήπως εκλείπει και ο λόγος που δεν κουρεύαμε τα ομόλογα της ΕΚΤ, σύμφωνα πάντα με τον Βαγγέλη Βενιζέλο;
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.