Η οικονομική φτώχεια που φέρνουν οι νέοι δημοσιονομικοί κανόνες της ΕΕ και η πολιτική φτώχεια της Αριστεράς, του Λεωνίδα Βατικιώτη

Η ΕΕ ενώ απορρίπτει την πρόταση εξαίρεσης των επενδύσεων από τον υπολογισμό του ελλείμματος συζητάει σοβαρά την εξαίρεση των πολεμικών δαπανών. Προφανώς ο μιλιταρισμός δεν γνωρίζει δημοσιονομικά όρια…

Όταν φθάνουν ακόμη και Γαλλία, Ιταλία να δηλώνουν την αντίθεσή τους στο νέο δημοσιονομικό πλαίσιο που προτείνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή οι δηλώσεις της Αθήνας περί ικανοποίησης, επειδή υποτίθεται ότι προβλέπει μία κάποια χαλάρωση των δημοσιονομικών κανόνων, μόνο μειδιάματα προκαλούν. Είναι η παραδοσιακή ελληνική πρακτική της ανεπιφύλακτης αποδοχής των ευρωπαϊκών όρων που έχει καταδικάσει την Ελλάδα να είναι η μοναδική ακόμη χώρα στην ΕΕ η οποία δεν έχει συνέλθει από την δημοσιονομική κρίση και το ΑΕΠ της υπολείπεται κι όσων πέτυχε την δεκαετία του 2000 – που και τότε ουραγός ήταν.

Αυτή η πραγματικότητα ωστόσο ουδόλως ανησυχεί την κυβέρνηση ή το κεφάλαιο. Ούτε και ότι το 2022 το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών ξεπέρασε τα 20 δισ. ευρώ, επιτυγχάνοντας αρνητικό ρεκόρ 12ετίας! Μόνο τη χρονιά που πέρασε η αύξηση του ελλείμματος ήταν της τάξης των 8 δισ. ευρώ, οφειλόμενη στην αρκετά μεγαλύτερη αύξηση των εισαγωγών έναντι των εξαγωγών, τόσο σε αξία όσο και σε όγκο.

Από την άλλη, τη φωτεινή πλευρά του ελληνικού καπιταλισμού, τα κέρδη ρεκόρ ύψους 8,9 δισ. ευρώ που εξασφάλισαν οι 129 εισηγμένες εταιρείες το 2022, ισοδυναμούν με την δεύτερη καλύτερη επίδοση όλων των εποχών, μετά τα 11,3 δισ. ευρώ που κέρδισαν οι εισηγμένες του 2007. Το ρεκόρ της αφρόκρεμας των ελληνικών επιχειρήσεων είναι άξιο προσοχής για δυο κυρίως λόγους.

Κατ’ αρχάς επειδή η σύμπτωση της έκρηξης κερδών με την φτωχοποίηση της ελληνικής κοινωνίας δείχνει τον ένοχο των ανατιμήσεων. Πίσω από τα αυξημένα κέρδη κρύβονται οι αυξήσεις τιμών. Μάρτυρας τα κατορθώματα των δύο διυλιστηρίων, ΕΛΠΕ του Λάτση και Μότορ Όιλ του Βαρδινογιάννη, που εμφάνισαν καθαρή κερδοφορία 1 δισ. ευρώ έκαστο. Όσο κάθε εργατικό νοικοκυριό ερχόταν σε απόγνωση βλέποντας τον λογαριασμό του ηλεκτρικού, τόσο η αστική τάξη άνοιγε σαμπάνιες για τα μυθικά της κέρδη.

Κατά συνέπεια, η μείωση – ρεκόρ του πραγματικού μισθού στην Ελλάδα μεταξύ 2022 και 2021, κατά 7,4% (μόνο η Εσθονία μας ξεπέρασε!) όπως καταγράφηκε από τον ΟΟΣΑ δεν οφείλεται ούτε σε τυχαία ούτε σε φυσικά φαινόμενα…

Δεύτερο, επειδή το ρεκόρ κερδών δείχνει ότι ακόμη και σε ένα φθίνον μακροοικονομικό περιβάλλον, με ελάχιστες επενδύσεις που κι αυτές τοποθετούνται πρωτευόντως στον τουρισμό και την αγορά ακινήτων – τη χαρά της αρπαχτής δηλαδή – το κεφάλαιο μπορεί να θάλλει, μένοντας αδιάφορο για τους φθίνοντες μακροχρόνιους όρους αναπαραγωγής. Κι όσο θα απουσιάζουν οι όροι μιας σταθερά διευρυμένης αναπαραγωγής τόσο πιο αναγκαία γίνεται μια κυβέρνηση Μητσοτάκη με αποστολή να δίνει το πράσινο φως για υπερκέρδη από ανατιμήσεις.

Αυτό το μακροοικονομικό περιβάλλον θα γίνει ακόμη πιο δυσμενές και η φτώχεια ακόμη πιο μεγάλη αν υιοθετηθεί το νέο δημοσιονομικό πλαίσιο που έθεσε προς συζήτηση η Ευρωπαϊκή Επιτροπή κι αναμένεται να τεθεί σε ισχύ τον Ιανουάριο του 2024. Εντός του 2023 κι ενώ θα είναι ακόμη σε ισχύ η ρήτρα διαφυγής που τέθηκε σε εφαρμογή για να αντιμετωπιστεί η κρίση της πανδημίας, οι προτάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής θα οριστικοποιηθούν και θα αποφασιστούν στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο και θα ψηφιστούν από το Ευρωκοινοβούλιο, στο οποίο αναλογεί ο ρόλος της …γλάστρας που ψηφίζει.

Το νέο δημοσιονομικό πλαίσιο εισάγει μια νέα αρχή, που έχει προκαλέσει έναν μικρό εκνευρισμό στο Τέταρτο Ράιχ και τον παραδοσιακό του σύμμαχο, την Ολλανδία. Υποκαθιστά το άκαμπτο και κοινά αποδεκτό πολυμερές πλαίσιο των σιδερένιων και κοινά συμφωνημένων κανόνων του Μάαστριχτ, με διμερείς συμφωνίες που θα υπογράφει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή με κάθε κράτος – μέλος. Στο νέο αυτό πλαίσιο το κέντρο βάρους μεταφέρεται στις γραπτές δεσμεύσεις των κυβερνήσεων προς την Κομισιόν.

Η αλλαγή αυτή είναι εν μέρει δικαιολογημένη και επιβεβλημένη. Τι στ’ αλήθεια νόημα έχουν οι συνεχείς έλεγχοι για τα «σιδερένια» υποτίθεται κριτήρια του Μάαστριχτ (όριο 3% στο δημοσιονομικό έλλειμμα και 60% στο δημόσιο χρέος) τα οποία ενσωματώθηκαν ατόφια στο Σύμφωνο Σταθερότητα και Ανάπτυξης, όταν η συντριπτική πλειοψηφία των κρατών μελών της ΕΕ παρανομεί εδώ και χρόνια και μια μικρή μειοψηφία – η ίδια κάθε χρόνο – συμμορφώνεται πλήρως ακόμη και σε περιόδους κρίσης;

Κυρίως όμως η συζητούμενη αλλαγή είναι ήσσονος σημασίας, επειδή αφορά τον τρόπο επίτευξης των στόχων, κι επ’ ουδενί την αναγκαιότητα επίτευξής τους ή όχι. Τα όρια του 3% και του 60% παραμένουν αμετακίνητα και γι’ αυτό στην Ελλάδα ο κρατικός προϋπολογισμός του τρέχοντος έτους προβλέπει, για πρώτη φορά μετά από 3 συναπτά έτη, την επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος ύψους 1,67 δισ. ευρώ ή 0,7% του ΑΕΠ, με έναν πολύ χαμηλό μάλιστα προβλεπόμενο ρυθμό μεγέθυνσης της τάξης του 1,8%. Γ’ αυτό επίσης το υπουργείο Οικονομικών επιδίδεται στην γνωστή του τέχνη της απόκρυψης της άσχημης πραγματικής κατάστασης της ελληνικής οικονομίας όπως αποκάλυψε ο πρώην αρμόδιος υπουργός Αλέκος Παπαδόπουλος.

Το νέο δημοσιονομικό πλαίσιο εισάγει επίσημα δύο πρωτοτυπίες, υπό το βάρος της αύξησης του δημόσιου χρέους μετά την πανδημία.

Η πρώτη αφορά τις συμφωνίες που θα συνάπτει κάθε «δημοσιονομικά παραβατικό» κράτος – μέλος της ΕΕ με την ίδια την Επιτροπή, στους όρους της οποίας θα προβλέπονται ο ρυθμός και τα μέσα επίτευξης της δημοσιονομικής ισορροπίας. Η συμφωνία θα έχει διάρκεια 4 ετών και θα μπορεί να επιμηκυνθεί για 3 έτη ακόμη. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι οι χρηματοδοτήσεις εξαρτώνται από την συμμόρφωση του κράτους – μέλους προς τους δημοσιονομικούς στόχους.

Έτσι, η Επιτροπή αποκτά το δικαίωμα σε περίπτωση απόκλισης να κόβει αδιακρίτως κονδύλια, κι ας χρηματοδοτούν την κοινωνική πολιτική…

Η δεύτερη αλλαγή αφορά το ύψος του δημόσιου χρέους που θα πρέπει να μειώνεται κάθε χρόνο σε όσα κράτη μέλη υπερβαίνει το 60% του ΑΕΠ. Μέχρι τώρα η δέσμευση ήταν για μείωση κατά 1/20 ετησίως σε εκείνο το μέρος που ξεπερνάει το ιερό κι απαραβίαστο όριο. Εν τω μεταξύ κανείς 30 χρόνια τώρα δεν μας έχει εξηγήσει γιατί η διαχωριστική γραμμή του «καλού» χρέους από το «κακό» έχει τεθεί σε αυτό το όριο κι όχι στο 50% ή στο 70% ή στο 80% του ΑΕΠ… Ο στόχος της ετήσιας μείωσης του χρέους κατά 1/20 ήταν πολύ φιλόδοξος για να είναι επιτεύξιμος για τους ιέρακες της δημοσιονομικής πειθαρχίας. Κοινώς ανεφάρμοστος! Γι’ αυτό έπρεπε να αλλάξει.

Η πρόταση που κατέθεσαν οι ανεξέλεγκτοι κι αργυρώνητοι αργόσχολοι της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είναι ότι το χρέος πρέπει να μειώνεται κατά 0,5% ετησίως (κι όχι 5%) σε εκείνο το κομμάτι που υπερβαίνει το 60% για όλες τις χώρες μάλιστα με χρέος άνω του 60% κι όχι μόνον για εκείνες που έχουν τεθεί στην επιτηρητική Διαδικασία του Υπερβολικού Ελλείμματος. Πιθανά αυτή η διεύρυνση να ενόχλησε την Γερμανία που πλέον έχει χρέος 67% του ΑΕΠ της, το οποίο αναμένεται να αυξηθεί ραγδαία στο μέλλον τόσο λόγω της κρίσης και του μοιραίου υποβιβασμού της εξ αιτίας της διακοπής των σχέσεων της με την Ρωσία, όσο και λόγω των αυξανόμενων στο εξής πολεμικών δαπανών.

Η ΕΕ μάλιστα ενώ απορρίπτει την πρόταση εξαίρεσης των επενδύσεων από τον υπολογισμό του ελλείμματος συζητάει σοβαρά την εξαίρεση των πολεμικών δαπανών. Προφανώς ο μιλιταρισμός δεν γνωρίζει δημοσιονομικά όρια…

Σε κάθε περίπτωση η προαναφερθείσα μεταρρύθμιση του δημοσιονομικού πλαισίου κρίθηκε υποδεέστερη της αναμενόμενης και απορρίφθηκε ακόμη κι από Γαλλία, Ιταλία. Το ενδιαφέρον τους εξηγείται επειδή μετά την πανδημία η αύξηση του χρέους ήταν μεγαλύτερης στις χώρες της περιφέρειας σε σχέση με τις χώρες του ευρωπαϊκού κέντρου.

Η μεν πρώτη επειδή ο στόχος του ελλείμματος 3% παραμένει, δημιουργώντας ασφυξία στους κρατικούς προϋπολογισμούς, η δε Ιταλία επειδή το αίτημα της να εξαιρεθούν οι επενδύσεις από τον υπολογισμό του δημοσιονομικού ελλείμματος ώστε να δοθεί μια γερή ώθηση στη συσσώρευση του κεφαλαίου έπεσε στο κενό.

Καμιά ωστόσο χώρα δεν έθεσε στο επίκεντρο τις τεράστιες κοινωνικές επιπτώσεις που θα σημάνει η παραμονή ακόμη και στο νέο δημοσιονομικό πλαίσιο των ορίων μείωσης του ελλείμματος και του χρέους 3% και 60% ακόμη κι αν οι τρόποι επίτευξης τους μεταβληθούν! Γιατί είναι σίγουρο πώς όσο παραμένουν τα παραπάνω όρια, τόσο οι χρηματοδοτήσεις στην υγεία, την παιδεία και τις δημόσιες υποδομές θα συρρικνώνονται. Η δε αλλαγή του πλαισίου συμφωνίας από πολυμερές σε διμερές, ανοήτως ανησυχεί την Γερμανία ότι θα δώσει χώρο σε αδιαφανείς πολιτικές συμφωνίες. Αρκεί μια ματιά στην Ελλάδα την περίοδο 2009 – 2018 για να πειστεί κι ο πιο καχύποπτος πώς η «ιδιοκτησία» των προγραμμάτων λιτότητας, κατά την ορολογία του ΔΝΤ που αντιγράφει ακέραια τώρα η ΕΕ, συνοδευόμενη από τη δυνατότητα εκβιασμού με τις χρηματοδοτήσεις, που μετατρέπονται άλλοτε σε μαστίγιο και άλλοτε σε καρότο, αποτελεί την πιο αποτελεσματική μέθοδο πειθαναγκασμού των κυβερνήσεων να πλειοδοτήσουν σε μέτρα λιτότητας και φτωχοποίησης της κοινωνίας.

Η Αριστερά απέναντι στο νέο δημοσιονομικό πλαίσιο

Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν εξέδωσε καν μια ανακοίνωση να αποδοκιμάσει το νέο και υπό διαμόρφωση ακόμη πλαίσιο, δηλώνοντας έτσι την πρόθεσή του να προσαρμοστεί αναντίρρητα στις προδιαγραφές του, όποτε κερδίσει τις εκλογές. Η ανάγκη διαφοροποίησης του ΣΥΡΖΑ από τις προτάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ήταν επιβεβλημένη επειδή ισοδυναμεί με την ακύρωση ακόμη κι αυτών των ρηχών εξαγγελιών του, που δεν σηματοδοτούν καμιά βελτίωση στη θέση των εργαζομένων. Την περίοδο 2015 – 2019 άλλωστε έδειξε ότι δεν διστάζει να υλοποιήσει καμιά απαίτηση της ΕΕ αν πρόκειται να εξασφαλίσει το χρίσμα της. Γιατί να μην το επαναλάβει και τώρα;

Την έκπληξη πάντως εδώ την είδαμε από το νεοπαγές σχήμα «ΜΕΡΑ 25 Συμμαχία για τη Ρήξη». Κι ήταν έκπληξη αρνητική. Από την ίδρυση του ΜΕΡΑ 25 η ηγεσία του κατέβαλε μια επίμονη προσπάθεια να απαλλαγεί από τα βαρίδια του πρώτου εξαμήνου του 2015: Ευθύνη για συμφωνία 20ης Φεβρουαρίου, αποδοχή 70% των μνημονίων, κοκ. Αυτή η απομάκρυνση θα μπορούσε να γίνει δεκτή, αν συνοδευόταν από μια άλλη αντίληψη για τις υποκείμενες αιτίες. Είναι άλλο ένα να λες «δεν ήξερα το χαρακτήρα της ΕΕ, έσφαλα και τώρα αντιπαλεύω την ΕΕ γιατί θα μας στριμώξουν ξανά στα σχοινιά», κι άλλο «δεν μπορούσα να προβλέψω τις συνέπειες», όταν μάλιστα ένα αξιόλογο ποσοτικά και ποιοτικά δυναμικό προέβλεπε από το 2010 ακόμη ότι το ερώτημα ήταν «δραχμή ή μνημόνια». Εντός του ευρώ και της ΕΕ τα μνημόνια ήταν αναπόδραστα, όπως αποδείχτηκε. Το δε «σκίσιμο των Μνημονίων» ισοδυναμούσε με έξοδο από ευρώ και ΕΕ…

Και σήμερα μάλιστα οι μύδροι κατά των Μνημονίων όσο οι κινητήριες δυνάμεις τους παραμένουν στο απυρόβλητο αναπαράγει ψευδαισθήσεις και ήττες.

Εσχάτως, η διεύρυνση του ΜΕΡΑ 25 με δυνάμεις που έθεσαν έγκαιρα και με πειστικό τρόπο, αν και ολίγον δογματικά και μονοσήμαντα, το θέμα της εξόδου από το ευρώ, δημιούργησε τη δυναμική ώστε η αυτοκριτική του ΜΕΡΑ 25 να φτάσει στο φυσιολογικό της τέλος. Δηλαδή να ολοκληρωθεί υιοθετώντας και το αίτημα της διπλής εξόδου. Κι αντί γι’ αυτή την στροφή προς τα αριστερά είδαμε να εμπεδώνονται οι αμφιλεγόμενες διακηρύξεις που, στο τέλος της ημέρας, αφήνουν ανοιχτούς όλους τους δρόμους. Ο προ-κυβερνητικός ΣΥΡΙΖΑ μάλιστα πρέπει να ομολογήσουμε πώς ήταν πιο θαρραλέος στην υιοθέτηση αριστερών αιτημάτων…

Η παραμονή στο πολυσήμαντο κενό του κέντρου επισημοποιήθηκε με το σχέδιο Δήμητρα, που παρουσιάστηκε μάλιστα δημόσια ενώ κορυφωνόταν η διαπάλη για τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες της ΕΕ. Το σχέδιο Δήμητρα δεν είναι σχέδιο σωτηρίας, ούτε καν ένα σχέδιο που προσπερνάει τις βασιλικές οδούς της λιτότητας. Είναι σχέδιο συσκότισης των πραγματικών αιτιών της λιτότητας, της φτωχοποίησης και της μετατροπής της Ελλάδας σε αποικία χρέους.

Επί της ουσίας, η προσπέραση των τραπεζών μέσω ενός δικτύου συμψηφισμών χρεώσεων και πιστώσεων από την μεριά του κράτους, των εργαζομένων και των ιδιωτών κανείς δεν θα διαφωνήσει ότι είναι όχι μόνο εφικτό αλλά κι αναγκαίο. Μόνο χρυσοπληρωμένα παπαγαλάκια της τραπεζικής μαφίας συνεχίζουν να εμφανίζουν τις χρεοκοπημένες τράπεζες – ζόμπι ως αιμοδότη ή νευρικό σύστημα της ελληνικής οικονομίας.

Ωστόσο ανάλογα σχέδια κατατέθηκαν ξανά και ξανά στο παρελθόν. Ας θυμηθούμε τα ευρω-ομόλογα και τα «αιώνια ομόλογα» βάσει των οποίων η Ελλάδα υποτίθεται θα μπορούσε να ξεπεράσει το πρόβλημα της πρόσβασης στις αγορές και να αναδιαρθρωθεί το ελληνικό δημόσιο χρέος – χωρίς διαγραφή, παραπέμποντας στο μέλλον την αποπληρωμή τους. Ενώ η ΕΕ τα χρησιμοποίησε για να χρηματοδοτήσει μερικώς το Ταμείο Ανάκαμψης, απέτυχαν να αποτελέσουν μια εναλλακτική φιλολαϊκή, αριστερή λύση επειδή το πρόβλημα του ελληνικού χρέους ποτέ δεν ήταν τεχνικό. Ήταν πολιτικό! Έτσι και τώρα, το πρόβλημα των ελληνικών τραπεζών, που υποτίθεται θα υπερβεί η Δήμητρα, δεν είναι τεχνικό, αλλά πολιτικό. Οι χρεοκοπημένες ελληνικές τράπεζες, που συνεχίζουν να λειτουργούν επειδή έχουν εξαιρεθεί από τη πληρωμή φόρων, θα εξελιχθούν σε σιδερένια γροθιά του κεφαλαίου, όπως συνέβη και το 2015 πριν και μετά το δημοψήφισμα, επειδή αποτελούν συμπύκνωση της σύγχρονης πολιτικής και οικονομικής εξουσίας, βάσει των αρμοδιοτήτων που εκχωρεί στις τράπεζες η ΕΚΤ και η ίδια η ΕΕ. Αλλοίμονο σε όσους δεν το κατάλαβαν τότε κι εξακολουθούν να μην το καταλαβαίνουν ακόμη και σήμερα…

Έξω από την ΕΕ, αλλά όχι έξω από το ευρώ

Αντί παρένθεσης, η πρόταξη της δραχμής δεν ισοδυναμεί με καμιά επιστροφή σε κάποιο ειδυλλιακό παρελθόν που ουδέποτε υπήρξε, αλλά ακόμη κι αν υπήρξε κάθε επιστροφή στο παρελθόν είναι εξ ορισμού οπισθοδρομική κι αντιδραστική, πέρα από γραφική είτε στην ρετρό είτε στην vintage εκδοχή της. Η πρόταξη της δραχμής δεν ισοδυναμούσε ούτε με την καθαγίαση του καπιταλισμού της δραχμής όπως υποστήριζαν το 2012-2015 μαρξιστές διανοούμενοι του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και το ΚΚΕ πολεμώντας το αίτημα για εθνικό νόμισμα. Οι μεν για να προσδώσουν μια μαρξιστική αχλή στο προφίλ του ΣΥΡΙΖΑ και οι δε για να καταθέσουν πειστήρια υπευθυνότητας στο κεφάλαιο σε μια περίοδο τριγμών, που το «ευρωπαϊκό όραμα» δέχθηκε την μεγαλύτερη του αμφισβήτηση. Εκτός κι αν το αίτημα του ΚΚΕ για έξοδο από την ΕΕ, το ΝΑΤΟ και την απομάκρυνση των αμερικανικών βάσεων από την Ελλάδα – αιτήματα που με συνέπεια προτάσσει εδώ και χρόνια, ισοδυναμούν με μια Ελλάδα εκτός ΕΕ και ΝΑΤΟ μεν, καπιταλιστική δε. Με άλλα λόγια όπως το αίτημα για έξοδο από την ΕΟΚ παλιότερα και την ΕΕ σήμερα δεν ισοδυναμεί με την αναπόληση μιας καπιταλιστικής Ελλάδας εκτός ιμπεριαλιστικών ολοκληρώσεων, ούτε επιβάλλεται από καπιταλιστές που έχουν συμφέρον από την έξοδο, έτσι και το αίτημα για έξοδο από το ευρώ δεν αποτελούσε αυτοσκοπό. Συμπύκνωνε τις αντιθέσεις της συγκυρίας, προκαλούσε ρήγματα στο αστικό στρατόπεδο, εξυπηρετούσε τα λαϊκά συμφέροντα γιατί αδρανοποιούσε τον έναν από τους δύο εχθρούς και μπορούσε να δημιουργήσει αυτοπεποίθηση αν υλοποιούνταν με αριστερούς όρους – κι όχι με όρους Σόιμπλε.

Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, από την άλλη, υποτιμώντας την αυτοτέλεια του αιτήματος της εξόδου από το ευρώ και ταυτίζοντας το με το αίτημα της εξόδου από την ΕΕ, απέτυχε να συμπορευτεί και να εκφράσει ευρύτερα τμήματα του λαού που συνειδητοποιούσαν για πρώτη φορά  τον πολιτικό ρόλο του κοινού νομίσματος κι δήλωναν διατεθειμένα να αντιπαλέψουν την πιο προωθημένη μορφή της ιμπεριαλιστικής ενοποίησης τη νομισματική. Κι έτσι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ αντί να ενώνει, διασπούσε. Όπως και σήμερα με την πολιτική τακτική της.

Τούτων δοθέντων το αίτημα της ακύρωσης των νέων δημοσιονομικών κανόνων, έστω ως ευαίσθητος σεισμογράφος, δεν αποτελεί μόνο όρο εκ των ων ουκ άνευ για μια φιλολαϊκή πολιτική, αλλά και κριτήριο για την ψήφο των αριστερών. Κι οι δυνάμεις της Αριστεράς στη σημερινή συγκυρία αδυνατούν να το διαχειριστούν ενωτικά και με ελπίδες νίκης.

Ανατρεπτικά και ενωτικά προς τις εκλογές του 2023, της Κατερίνα Θανοπούλου και του Λεωνίδα Βατικιώτη

Από το «Όχι» του λαϊκού κινήματος στη σκληρή φτώχεια και τη μεταμοντέρνα αφήγηση. Τι ηττήθηκε; Ποια είναι η ατομική, συλλογική και κομματική εμπειρία που αποκομίσαμε; Μπορούμε να βγούμε από τα αδιέξοδα και πώς;

Υπάρχουσα κατάσταση

Το πολιτικό – κοινωνικό τοπίο επί του οποίου διεξάγονται οι ζυμώσεις και οι προβληματισμοί εν όψει των εκλογών του 2023 καθορίζεται από τη βιαιότητα της επίθεσης του κεφαλαίου σε αλληλεπίδραση με την στρατηγική ήττα της Αριστεράς και των εργατικών αγώνων.

Οι αλλαγές που έχουν συντελεστεί στο οικονομικό, εργασιακό, περιβαλλοντικό και κοινωνικό επίπεδο, από την κρίση χρέους και τη μνημονιακή εξαρτησιακή διαχείρισή της από όλες τις κυβερνήσεις μέχρι σήμερα, δημιουργούν ένα νέο πλαίσιο.

Σε αδρές γραμμές χαρακτηρίζεται από:

– την αυξανόμενη φτωχοποίηση όλο και μεγαλύτερου μέρους της κοινωνίας μας, με πτώση του βιοτικού επιπέδου και της αγοραστικής δύναμης, αύξηση της ελαστικής εργασίας και επισφάλειας,

– τη συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους, την εκποίηση δημόσιων δομών και περιουσίας, την ιδιωτικοποίηση παραγωγικού πλούτου, την ένταση στην ταξική διάσταση και την απαξίωση της δημόσιας Παιδείας και Υγείας,

– τις δομικές αλλαγές στο εργασιακό πλαίσιο (συλλογικές συμβάσεις, μισθοί, έλεγχος, λειτουργία σωματείων, κ.ά.), με ταυτόχρονες νομοθετικές ρυθμίσεις ελέγχου και καταστολής σε απεργίες και κινητοποιήσεις.

Οι παραπάνω αλλαγές που αναδεικνύουν τη βίαιη επίθεση του κεφαλαίου αλληλεπιδρούν με την ήττα της Αριστεράς και τις συνέπειες της σε όλα τα επίπεδα.

Πριν, όμως, καταλήξουμε στα διδάγματα της περιόδου, ώστε να μπορέσουμε να προχωρήσουμε, θα πρέπει να διανύσουμε αυτό που οι ψυχαναλυτές θεωρούν αναγκαία στάδια πένθους (Άρνηση, Θυμός, Διαπραγμάτευση, Κατάθλιψη, Αποδοχή) και οι μαρξιστές αυτοκριτική και κριτική, μελέτη και γνώση των υποκειμενικών παραγόντων και των αντικειμενικών συνθηκών, επίγνωση των μεταβολών σε παραγωγικές δυνάμεις και παραγωγικές σχέσεις, με στόχους την υπεράσπιση της ζωής, της εργασίας και της αξιοπρέπειας των λαϊκών στρωμάτων και σκοπό την αλλαγή αυτού του συστήματος εκμετάλευσης.

Η παραμονή της Αριστεράς σε κάποιο από τα παραπάνω τέσσερα στάδια αλλά όχι στο απελευθερωτικό τελευταίο οδηγεί και στην αμηχανία της στην εκφορά ενός ολοκληρωμένου πολιτικού σχεδίου τόσο εδώ όσο και παγκόσμια. Αναδεικνύονται, και υπό αυτή την οπτική, οι ελλείψεις στην ιδεολογική, πολιτική συζήτηση και σύνθεση, οι ανοιχτές, ακόμα, πληγές από τις αλλεπάλληλες διασπάσεις, οι εύλογες φοβίες σε συνθετικές, συλλογικές, ενωτικές διαδικασίες, η δυστοκία στη διαχείριση του τώρα και της διαλεκτικής του σχέσης με το στρατηγικό σκοπό, οι αδυναμίες και τα λάθη στις κομματικές, συνδικαλιστικές και ευρύτερα κοινωνικές διαδικασίες και λειτουργίες που αντί να χειραφετούν προσπαθούν να χειραγωγήσουν.

Οι απαντήσεις, κατά τη γνώμη μας, δεν είναι εύκολες και απαιτούν μία νέα αρχή και μία ειλικρινή επανεκκίνηση που θα θέτει ξανά την αναγκαιότητα μιας απελευθερωτικής, κομμουνιστικής κοινωνίας.

Σε όλα τα προηγούμενα πρέπει να προστεθούν:

– η δεξιά μετακίνηση όλου του πολιτικού φάσματος

– η άνοδος της ρατσιστικής, ξενοφοβικής και ακροδεξιάς ιδεολογίας, και

– η διαφοροποίηση στην ψυχολογία ατόμου και μάζας.

Η ατομική λύση κερδίζει έναντι του συλλογικού αγώνα, η Αριστερά φαντάζει συνολικά αναξιόπιστη σε μία κοινωνία μουδιασμένη και διαρκώς συντηρητικοποιούμενη.

Με βάση την εντροπία το κενό στη φύση καταλαμβάνεται. Το ίδιο συμβαίνει και στην πολιτική. Άρα η ιστορική στιγμή και ο ιστορικός χρόνος είναι καθοριστικής σημασίας για το μετά.

Σε αυτή, λοιπόν, τη συγκυρία, το ζητούμενο κάθε πιθανού σχεδίου εκ μέρους της Αριστεράς είναι η αντιμετώπιση αυτής της διπλής πρόκλησης.

Δηλαδή:

– της ανακοπής της αστικής επίθεσης, ή ακόμα και της ήττας της σε επιμέρους πεδία

– της ανάταξης και αντεπίθεσης του κινήματος.

Πολιτικές προτάσεις

Τα υπάρχοντα σχέδια στο χώρο της Αριστεράς (όπου προφανώς δεν ανήκει ο ΣΥΡΙΖΑ, ως πολιτικός φορέας και όχι ως κοινωνική βάση) απέχουν από τους παραπάνω στόχους σε διαφορετικό βαθμό και για διαφορετικούς λόγους:

Το ΚΚΕ παρά τα πρόσφατα ανοίγματα θέτει ως προϋπόθεση για την κοινή δράση την ένταξη στις γραμμές του. Όποιος διαφωνεί με το πρόγραμμά του (πχ για τον «σοσιαλισμό που γνωρίσαμε») μένει κι εκτός της μαζικής πάλης, όπως την προωθεί το ΚΚΕ, προφανώς με μαχητικότητα, αυταπάρνηση, κ.λ.π. Η κοινωνική και ταξική του γείωση, όπως και η ιστορική εμπειρία του, ενώ θα μπορούσαν να αποτελέσουν τη βάση σ΄ ένα γενναίο κάλεσμα μετωπικής συμπόρευσης, συρρικνώνονται στο όνομα της διατήρησης δυνάμεων, της ιδεολογικής καθαρότητας και της εκ του αποτελέσματος δικαίωσης.

Η πλειοψηφία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, παρά την συρρίκνωσή της, δίνει μια εναγώνια μάχη διατήρησης του κομματικού της κεκτημένου με την αυτάρκεια ότι «μία είναι η αντικαπιταλιστική γραμμή». Ταυτόχρονα, απορρίπτει την μετωπική πολιτική, που την βαφτίζει υποχώρηση, ενώ καλεί -κι αυτή- σε ένταξη στο υπάρχον σχήμα, ψήφο εμπιστοσύνης δηλαδή στην υπάρχουσα γραμμή. Η πρωτοβουλία του ΣΕΚ καθώς και ανένταχτων μελών της να ανοίξουν το διάλογο για μία ευρύτερη συμπόρευση στο πλαίσιο της Πρωτοβουλίας για μια Ενωτική Κίνηση της Ριζοσπαστικής κι Αντικαπιταλιστικής Αριστεράς θα έπρεπε να αναδειχθεί ως πολιτική διέξοδος και αφετηρία μεγαλύτερων και πιο ελπιδοφόρων αγώνων. Χαρακτηριστική και αναλυτική ήταν η ομιλία του Κώστα Παπαδάκη στον κινηματογράφο Στούντιο στις 19 Δεκεμβρίου 2022.

ΚΚΕ και ΑΝΤΑΡΣΥΑ επομένως καλούν σε ενότητα πίσω από τις γραμμές τους, μέσα από τις οργανώσεις τους και κάτω από τις σημαίες τους…

Εκ μέρους του ΜΕΡΑ 25, ακόμη και οι 7+1 προτάσεις που αποτελούν την πιο αριστερή εκδοχή του δημόσιου λόγου του, κινούνται πιο δεξιά ακόμη κι από τις θέσεις του προ-κυβερνητικού ΣΥΡΙΖΑ. Η ΕΕ δεν μεταρρυθμίζεται μεν, αλλά δεν τίθεται θέμα εξόδου, ούτε καν εξόδου από το ευρώ! Το ίδιο και για το ΝΑΤΟ· πουθενά δεν τίθεται πρόταση εξόδου. Η δυνατότητα τους δε να ερμηνευτούν ποικιλοτρόπως αφήνουν ανοικτό κάθε ενδεχόμενο για την υλοποίησή τους. Η μετατόπιση θέσεών του σε πιο αριστερές γραμμές (Η Προγραμματική Συστράτευση της Ριζοσπαστικής Αριστεράς και των Κινημάτων που οραματιζόμαστε), η ευφυής τακτική και επικοινωνία αρκετές φορές και η συμμετοχή του σε επιμέρους κινήματα κινούνται σε ένα ασαφές ιδεολογικό και πολιτικό πεδίο, τόσο ως προς το συνολικό πρόγραμμα ρήξης και τον στρατηγικό σκοπό όσο και ως προς την οργανωτική του λειτουργία. Η μεταμοντέρνα φρασεολογία δημιουργεί εν τέλει αναξιοπιστία ως προς την κοινωνική γείωση του ΜΕΡΑ 25 και την ταξική του αναφορά. H συμπόρευση στη βάση κοινών στόχων σε κινηματικά πεδία και κοινωνικές διεκδικήσεις είναι αναγκαία και δημιουργεί τις επικοινωνιακές λαϊκές και ταξικές γέφυρες στη βάση των προβλημάτων και της λύσης τους, όμως η εκλογική συνεργασία υπηρετεί τελικά ένα άλλο πολιτικό σχέδιο.

Η εμπειρία του παρελθόντος και η αξιοποίησή της ως εργαλείου επανασύνθεσης

Στην απόφαση για την πορεία κάθε πολιτικού – ιδεολογικού ρεύματος μέχρι τις εκλογές πρέπει να βαρύνει, πέραν της συγκυρίας και των προγραμμάτων και το πρόσφατο (πλούσιο σε πειραματισμούς και ήττες) παρελθόν. Τα μελανά του χρώματα δεν διαμορφώθηκαν τόσο από τον βερμπαλιστικό αναχωρητισμό όσο, κυρίως, από τις αυταπάτες (για τον ριζοσπαστισμό και την συγκρουσιακή δυναμική του ΣΥΡΙΖΑ) και τις διαψεύσεις, που οδήγησαν τον κόσμο της Αριστεράς μέσω των κυβερνητικών λύσεων είτε στην θαλπωρή των θώκων είτε στον συντηρητισμό και στην απογοήτευση. Η διάψευση του οράματος μίας κυβέρνησης της Αριστεράς που θα μπορούσε να οδηγήσει σε κοινωνικό μετασχηματισμό, λαϊκή χειραφέτηση και εξέγερση και η αδυναμία των υπόλοιπων τμήματων και ρευμάτων να κινηθούν ως εκφραστές της λαϊκής αγανάκτησης έχει οδηγήσει, μοιραία, σε υποχωρήσεις, επαναφορές σε μήτρες ή και οπορτουνισμούς.

                Η πρώτη αιτία της υποχώρησης ήταν ότι τα φιλόδοξα σχέδια βρίσκονταν σε πλήρη αναντιστοιχία με την κατάσταση του κινήματος, της εργατικής τάξης και τους ταξικούς συσχετισμούς. Παρότι μια κυβέρνηση της Αριστεράς μπορεί, να ανοίξει τον δρόμο για την επαναστατική αλλαγή, υπό ορισμένους αυστηρούς όρους, η πορεία της δεν θα κριθεί από τις βουλευτικές έδρες όσων επαγγέλλονται την Αριστερά ή την ρήξη αλλά από την ταυτόχρονη και διαρκή κοινωνική, εργατική διεκδίκηση και έλεγχο, από τις πολύμορφες κοινωνικές και πολιτισμικές διεργασίες που θα προάγουν την αυτενέργεια στις γειτονιές και τους χώρους εργασίας, από την θεωρητική ανάταση της Αριστεράς, από την υπαγωγή κάθε θεσμικής αλλαγής στη βάσανο του συνολικού πλαισίου σύγκρουσης, ρήξης και επαναδημιουργίας. Αυτή η κοινωνική δυναμική μπορεί να αποτελέσει τη βάση στήριξης και να παρέχει την δύναμη ώθησης μιας μαχόμενης Αριστεράς που θέλει να φτάσει μέχρι το τέλος, υπηρετώντας τις δυνατότητες της εποχής μας για δίκαιη αναδιανομή του πλούτου, κοινωνικό και εργατικό του έλεγχο, αρμονική συνύπαρξη με το περιβάλλον, συνδιαμόρφωση και συμπερίληψη.

Το 2015 βιώσαμε αυτήν την αναντιστοιχία σε τέτοιο βαθμό ώστε ακόμα και η ισχυρή κοινοβουλευτική ομάδα της μετέπειτα ΛΑΕ δεν κατάφερε να βάλει φρένο στο χειρότερο Μνημόνιο από όσα ψηφίστηκαν από το 2010, παρότι η ίδια δεν το ψήφισε. Οι ταξικοί και πολιτικοί συσχετισμοί του 2023 (όπως ενδεικτικά μετριώνται με το ύψος του πραγματικού μισθού και τη δημοκρατία στους χώρους εργασίας) δεν θα ήταν τόσο δραματικοί αν δεν είχε προηγηθεί η ταπεινωτική υποχώρηση του ΣΥΡΙΖΑ.

                Η δεύτερη (συνδεόμενη με την πρώτη) αιτία για την υποχώρηση ήταν η υποτίμηση της δύναμης του κεφαλαίου και των πολυπλόκαμων μηχανισμών άσκησης εξουσίας που διαθέτει ο καπιταλισμός. Η σύγκρουση προϋποθέτει τη μελέτη του αντίπαλου, προκειμένου να υπάρξει προετοιμασία οικονομική, κοινωνική, παραγωγική για κάθε ενδεχόμενο και ικανή κοινωνική βάση στήριξης. Αν υπήρχε στοιχειώδης επίγνωση γι’ αυτούς που βρίσκονται στην απέναντι όχθη, θα ήταν λιγότερο αβάσταχτη η ελαφρότητα των υποσχέσεων.

Η ίδια έλλειψη βάθους και προοπτικής χαρακτηρίζει και τα σημερινά σχέδια εκλογικής συνεργασίας με το ΜΕΡΑ25. Η εκλογική εκπροσώπηση δεν μπορεί να αποτελεί τη ραχοκοκκαλιά των πολιτικών συνεργασιών και τον ιεραρχικά πρώτο στόχο, γιατί μετακινεί το πολιτικό επίδικο της συγκυρίας από την ενωτική ταξική, κοινωνική συμπόρευση και ανάταση στην τακτική και επιβιωτική ανάθεση και ενδεχομένως σε άλλη μία ήττα στις σωρρευμένες ήττες της Αριστεράς.

Απέναντι στην άνευ όρων ιεράρχηση του στόχου της κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης πρέπει να γίνει κατανοητό ότι σε ορισμένες εξόχως αρνητικές συγκυρίες, όπως η τρέχουσα, προέχει η συγκέντρωση δυνάμεων και η ανασυγκρότησή τους. O στόχος της συγκέντρωσης και μη έκθεσης δυνάμεων σε ναρκοθετημένες πολιτικές προτάσεις προέχει ακόμη και μιας επιλογής που θα προκρίνει για ψήφο το «μικρότερο κακό», μεταξύ μάλιστα δυνάμεων που αρνήθηκαν το πολιτικό μέτωπο…

Υπάρχει διέξοδος;

Απουσιάζει σήμερα, με άλλα λόγια, ένα μαχητικό ρεύμα διεκδικήσεων στην κοινωνία που να βρίσκεται σε διαλεκτική αλληλεπίδραση με τις πολιτικές ζυμώσεις.

Η ύφεση στη λαϊκή και κοινωνική συμμετοχή, στη συλλογική έκφραση και διεκδίκηση με την ταυτόχρονη κρίση εκπροσώπησης και την αποχή από τη σωματειακή λειτουργία, λειτουργούν ανασταλτικά σε θεωρητικούς σχεδιασμούς ρήξης και θα πρέπει να ληφθούν υπόψη στον οποιοδήποτε πολιτικό σχεδιασμό. Οι μικρές νίκες της εργατικής τάξης (Cosco, e-food, κ.λπ.) δημιουργούν αισιοδοξία, δείχνουν τον δρόμο και την δυνατότητα νίκης ακόμη και σήμερα, δεν αλλάζουν αυτή την εικόνα.

Το συνολικό πολιτικό σκηνικό φαίνεται μετατοπισμένο στα δεξιά. Μια ακραία νεοφιλελεύθερη ΝΔ, με ακροδεξιούς σχηματισμούς να επανέρχονται στο προσκήνιο, υπηρετεί στο ακέραιο τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης και των ευρωπαϊκών και διεθνών προστατών μας. Ο ΣΥΡΙΖΑ αδυνατεί να αντιπολιτευτεί, καθώς έχει απωλέσει τα αριστερά, ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά του και να αυξήσει το ποσοστό του, καθώς είναι αναξιόπιστος σε μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας, μετά την υποχώρηση και την επί της ουσίας συναίνεση στα κομβικά και μεγάλα επίδικα.

Η σοσιαλδημοκρατία ακροβατεί, στην πολιτική της εκπροσώπηση μεταξύ τριών κομματικών σχηματισμών, που δεν είναι ομοιογενείς εσωτερικά. Στον ΣΥΡΙΖΑ, που επαναφέρει το αίτημα της άλλης μια φοράς κυβέρνησης ή συγκυβέρνησης της Αριστεράς, κυρίως μέσω αντι-δεξιών αντανακλαστικών και συνεργασιών. Ο πόλος του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, που χωρίς να διακηρύττει κάτι ουσιαστικά διαφορετικό, αυξάνει τις δυνάμεις του, καρπώνοντας την υπεραξία της επί σειράς ετών κυβερνητικής και συνδικαλιστικής εξουσίας. Ο χώρος του ΜΕΡΑ25, που πια μη μπορώντας να εκφράσει πραγματικά ή θεωρητικά το λαϊκό και ταξικό αντι-μνημονιακό «Όχι», το οποίο είτε εξοστρακίστηκε, είτε ιδιώτευσε, είτε ενσωματώθηκε, είτε διοχετεύτηκε στην αριστερή πανσπερμία, προσπαθεί να διασωθεί εκλογικά. Ειδικά μετά την αποχώρηση του ενός τρίτου των βουλευτών του το ΜΕΡΑ25, απορροφά άτομα και στελέχη, μέσω μη ισότιμων, στην πράξη, και ανεξάρτητων συνεργασιών, υιοθετώντας πιο αριστερές θέσεις και ευαγγελιζόμενο την ενότητα ενός ευρύτερου μετώπου που θα οδηγούσε σε μία, ως αναφέρει, «πραγματικά προοδευτική κυβέρνηση».

Ωστόσο, ως επωφελή για την εργατική τάξη εμφανίζει την εκλογική του επιτυχία και το ΚΚΕ, το οποίο, όμως, διαθέτει εδραιωμένους δεσμούς με την τάξη και το συνδικαλιστικό της κίνημα.

Είναι φανερή, λοιπόν, η αναντιστοιχία ανάμεσα στις κοινωνικές ανάγκες και την πολιτική τους έκφραση.

Στην βάση των παραπάνω ισχυροποιείται η ανάγκη μιας προωθητικής συγκρότησης και συνεργασίας για την οικοδόμηση ενός πολιτικού μετώπου της αντικαπιταλιστικής, αντισυστημικής και ανεξάρτητης Αριστεράς, όπως συζητήθηκε στην επιτυχημένη εκδήλωση στον κινηματογράφο Στούντιο στις 19 Δεκεμβρίου 2022, με στόχους τόσο τους κοινούς αγώνες όσο και την κοινή εκλογική κάθοδο. Η ανταλλαγή απόψεων που ξετυλίχθηκε έθεσε εκ νέου και σε ανώτερο επίπεδο τους άξονες που είχαν τεθεί στην Αριστερή Πρωτοβουλία Διαλόγου και Δράσης, με τη συμμετοχή των οργανώσεων Αναμέτρηση, ΑΡΑΝ, ΛΑΕ, Σύγχρονο Κομμουνιστικό Σχέδιο και ΣΕΚ.

Το δημοσιευμένο κείμενο Τι μπορεί να κάνει η ριζοσπαστική και αντικαπιταλιστική Αριστερά στις εκλογές; των Χρίστου Τουλιάτου και Κώστα Μάρκου δίνει αρκετά αναλυτικά τις αδρές γραμμές και τα επίπεδα μιας μετωπικής συμπόρευσης που δεν θα αποκλείει κοινωνικά και κινηματικά αλλά θα θέτει όρους εκλογικά.

Μένει να δούμε αν η υπέρβαση και η εκφραζόμενη διάθεση τόσο σχημάτων όσο και ανένταχτων, με διαφορετικές διαδρομές και με διακριτή τη συμβολή τους στο κίνημα, τους αγώνες, την Αριστερά και την επαναστατική θεωρία, θα μπορέσουν να λειτουργήσουν καταλυτικά και ενοποιητικά, ώστε, άμεσα, να σαρκωθεί η κοινή μετωπική συνεργασία.

Ο ειλικρινής διάλογος όπως και η αγωνιστική συμπόρευση δεν σταματούν. Η Αριστερά οφείλει στο ρόλο της την ανάδειξη ενός επικαιροποιημένου, σύγχρονου σχεδίου ανασυγκρότησης, υπεράσπισης και αντεπίθεσης. Κάθε κρίκος, κάθε μονάδα, κάθε ιστορικό ρεύμα, κάθε συλλογικότητα ας επιλέξει τη διαδρομή που είτε θα λειτουργήσει προωθητικά, ως αφετηρία μια μακράς μάχης για την αντεπίθεση του κινήματος και την αντικαπιταλιστική ανατροπή είτε ανασχετικά, μέσα είτε από αναποτελεσματικούς κατακερματισμούς είτε από συγκυριακές ενοποιήσεις.

Το σύνθημα «Λαός ενωμένος ποτέ νικημένος» αντικαθιστώντας το Λαό με την Αριστερά που οραματιζόμαστε, στο πλαίσιο που περιγράψαμε, όπως και η δυναμική μιας τέτοιας μετωπικής έκφρασης και συγκρότησης είναι οι καθοριστικοί παράγοντες για μια επιτυχημένη συμμετοχή στις εκλογές.

Αρέσει σε %d bloggers: