Στη Σούπερ Τρίτη, όπως αποκαλείται η Τρίτη 3 Μαρτίου, είναι στραμμένα τα βλέμματα των Δημοκρατικών, δεδομένου ότι τότε θα ψηφίσουν περισσότερες από 12 πολιτείες, μεταξύ των οποίων η Καλιφόρνια και το Τέξας, για να εκφράσουν την προτίμησή τους στον υποψήφιο των Δημοκρατικών που θα αναμετρηθεί στις 3 Νοεμβρίου με τον Τραμπ. Μέχρι τότε οι μηχανές ανεβάζουν …ταχύτητα κι όσο περνάει ο καιρός η σύγκρουση μεταξύ των Δημοκρατικών υποψηφίων για το χρίσμα γίνεται όλο και πιο έντονη.
ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΒΑΤΙΚΙΩΤΗΣ
Μια μικρή γεύση αυτής της αντιπαράθεσης δοκιμάσαμε μεταξύ των 2 από τους 11 υποψηφίους, του Μπέρνι Σάντερς και του Πίτε Μπούτεντζεντζ εν όψει των προκριματικών εκλογών του Νιου Χαμπσάιρ. Οι δύο αυτοί υποψήφιοι εκφράζουν τα δύο άκρα μεταξύ των Δημοκρατικών υποψηφίων. Εκ πρώτης όψης αντιπροσωπεύουν τα δύο ηλικιακά άκρα, με τον Μπέρνι Σάντερς στα 78 του χρόνια και τον Πίτε Μπούτεντζεντζ στα 38. Η ουσιαστική διαφορά όμως βρίσκεται στις απόψεις. Ο 78χρονος γερουσιαστής από το Βερμόντ δηλώνει σοσιαλιστής και στο στόχαστρό του έχει τοποθετήσει κλάδους που είναι συνώνυμοι της αλαζονείας και της καταστρατήγησης θεμελιωδών δικαιωμάτων των αμερικανών πολιτών: η πολεμική βιομηχανία, οι φαρμακευτικές, οι ιδιωτικές εταιρείες φυλακών, η Γουόλ Στριτ, οι πετρελαϊκές, κοκ. Ο Μπούτεντζεντζ δεν έχει πρόβλημα να δηλώσει ότι χρηματοδοτείται από μεγάλες εταιρείες που αποτελούν κόκκινο πανί για τους Δημοκρατικούς, ενώ επικεντρώνει την κριτική του κατά του Σάντερς στο κόστος του προγράμματος κοινωνικής πολιτικής. Κατηγορεί συγκεκριμένα τον Σάντερς ότι για να υλοποιήσει την εξαγγελία του για καθολική υγειονομική περίθαλψη, και να πάψουν έτσι οι ΗΠΑ να είναι η μοναδική μεγάλη χώρα χωρίς υγεία για όλους, θα πρέπει να αυξήσει τους φόρους. Προκειμένου μάλιστα να ερεθίσει παραπέρα τα συντηρητικά αντανακλαστικά της αμερικανικής κοινωνίας και να τα κινητοποιήσει υπέρ της δικής του υποψηφιότητας δείχνει ξανά και ξανά βιντεάκι με τον Σάντερς να προσπαθεί να δικαιολογήσει το που θα βρεθεί χρήματα για να καλύψει την επέκταση της υγειονομικής περίθαλψης… Αναπαράγει έτσι την επιχειρηματολογία των Ρεπουμπλικάνων ότι η πολιτική πρόνοιας θα αυξήσει τη φορολογία και θα λειτουργήσει σε βάρος των μεσαίων στρωμάτων, όπου πιστεύουν ότι ανήκουν όλοι οι Αμερικάνοι. Τουλάχιστον… Σάντερς και Μπούτεντζεντζ τερμάτισαν πρώτοι στις επεισοδιακές εκλογές της Αϊόβας, με τον Μπούτεντζεντζ να προηγείται κατά 0,1% (26,2% έναντι 26,1%). Η μάχη της συγκεκριμένης πολιτείας είχε ξεχωριστή σημασία δεδομένου ότι από το 1976 μόνο δύο φορές ο νικητής της Αϊόβας δεν έγινε ο επίσημος υποψήφιος των Δημοκρατικών.
Με βάση τις δημοσκοπήσεις σε εθνικό επίπεδο προηγείται ο Τζο Μπάιντεν, αντιπρόεδρος του προέδρου Μπαράκ Ομπάμα, ο οποίος συγκεντρώνει το 27% των προτιμήσεων. Ακολουθεί ο Μπέρνι Σάντερς, με 24%, κι η Ελίζαμπεθ Γουόρεν με 14% που κι αυτή όπως ο Σάντερς ανήκει στην αριστερά πτέρυγα των Δημοκρατικών. Στην τέταρτη θέση βρίσκεται ο ζάμπλουτος Μάικλ Μπλούμπεργκ ιδιοκτήτης του ομώνυμου ειδησεογραφικού πρακτορείου, που ανακοίνωσε τη συμμετοχή του μόλις τον Νοέμβριο του 2019, και στην πέμπτη θέση βρίσκεται ο εξ ίσου συντηρητικός Μπούτεντζεντζ. (Όσο για την προφορά του ονόματός του μην ανησυχείτε, όλος ο κόσμος το ίδιο πρόβλημα αντιμετωπίζει και γι’ αυτό από εφημερίδες μέχρι ιστοσελίδες δίνουν οδηγίες για την σωστή προφορά.) Ο Μπέρνι Σάντερς διατηρεί το ρεκόρ στις οικονομικές ενισχύσεις έχοντας συγκεντρώσει 95,9 εκ. δολ. κι ένα ακόμη ρεκόρ, μιας και είναι πρώτος στις ειδήσεις. Δεύτερος στη συγκέντρωση χρηματοδοτήσεων έρχεται ο Μπούτεντζεντζ με 76,2 εκ. και τρίτη στη σειρά η Ελίζαμπεθ Γουόρεν. Ξεχωριστή και ιδιαίτερα σημαντική είναι η επίδοση του Σάντερς σε ένα άλλο επίπεδο: τον αριθμό των ατόμων που χρηματοδότησαν την καμπάνια του, αποδεικνύοντας ότι κατάφερε να εξασφαλίσει λίγα από πολλούς: 1,4 εκ. άτομα τον έχουν υποστηρίξει οικονομικά ως τώρα στο πλαίσιο ενός δικτύου που συγκροτήθηκε πρώτη φορά το 2016 όταν έδινε την μάχη εναντίον τη Χίλαρι Κλίντον, ενώ ακολουθούν η Γουόρεν με 892.000 άτομα, ο Μπούτεντζεντζ με 741.000 και ο Μπάιντεν με 451.000 άτομα.
Το ύψος των οικονομικών ενισχύσεων είναι ενδεικτικό του υλικού ενδιαφέροντος που προκαλεί κάθε υποψηφιότητα είτε στην οικονομική ελίτ είτε στην κοινωνία. Δεν οδηγεί ωστόσο πάντα στην νίκη. Για παράδειγμα, το 2016 «οικονομικός» νικητής των Ρεπουμπλικάνων αναδείχθηκε ο Τζεμπ Μπους, που έχασε όμως από τον Τραμπ. Τα χρήματα επίσης που συγκεντρώνουν από τους οπαδούς ή την οικονομική ελίτ δεν προδικάζουν και το κόστος της προεκλογικής καμπάνιας κάθε υποψηφίου. Έτσι, για παράδειγμα ο Μάικ Μπλούμπεργκ που μέχρι στιγμής δεν έχει συγκεντρώσει ούτε ένα δολάριο έχει δαπανήσει περισσότερα από όλους τους υποψηφίους: 188,4 εκ. δολ. Στη λίστα των πιο «κιμπάρηδων» ακολουθεί ο έτερος δισεκατομμυριούχος υποψήφιος των Δημοκρατικών, ΤομΣτάγιερ, που έχει δαπανήσει 153,7 εκ. δολ. ο οποίος μάλιστα πρόβαλε διαφήμιση του ακόμη και στο SuperBowl, διάρκειας 60 δευτερολέπτων που στοίχισε 10 εκ. δολ. Στη λίστα με τους υποψηφίους που έχουν δαπανήσει τα περισσότερα ακολουθούν Μπέρνι Σάντερς (50,1 εκ.), Πίτε Μπούτεντζεντζ (34,1 εκ.) Ελίζαμπεθ Γουόρεν (33,7 εκ.), κοκ. Κι εδώ τα πρωτεία ανήκουν όχι σε αυτούς που παίρνουν πολλά από λίγους, αλλά σε όσους ανήκουν στους λίγους, σε εκείνο το μισητό 1%…
Πηγή : Νέα Σελίδα
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.