Εκλογές πλήξης στη Γερμανία (Μετροπόλιταν, 20/9/2009)

Στις πιο βαρετές εκλογές οδηγείται η Γερμανία την επόμενη Κυριακή, 27 Αυγούστου, με τους εκλογείς να έχουν γυρίσει την πλάτη τους σε όλα σχεδόν τα πολιτικά κόμματα. Τα αποτελέσματα πρόσφατης δημοσκόπησης που δημοσίευσε η International Herald Tribune ήταν αποκαλυπτικά και με μια δεύτερη ματιά βαθιά ανησυχητικά, καθώς το συντριπτικά υψηλό ποσοστό του 84% των γερμανών εκλογέων χαρακτήρισε την εκλογική διαδικασία ως βαρετή κι απ’ αυτούς το 38% παντελώς αδιάφορη!

Η αποστροφή των Γερμανών προς την κορυφαία κατά τ’ άλλα πολιτική διαδικασία εκφράζεται επίσης και με τα χαμηλά ποσοστά που συγκεντρώνουν τα ισχυρότερα και παραδοσιακότερα πολιτικά κόμματα. Για παράδειγμα το δεξιό κόμμα της καγκελάριου Άγκελα Μέρκελ, η Χριστιανοδημοκρατική Ένωση (CDU), παρότι όλοι προεξοφλούν ότι θα κερδίσει με άνεση τις εκλογές της επόμενης Κυριακής, κάτι που διαφαίνεται κι από τα αποτελέσματα των μέχρι σήμερα δημοσκοπήσεων με βάση τα οποία αναμένεται να κερδίσει το 35% των ψήφων, ήταν ο μεγάλος χαμένος των εκλογών που διενεργήθηκαν στις 30 Αυγούστου σε τρία κρατίδια. Δέκα ολόκληρες μονάδες έχασε σε δύο απ’ αυτά, τη Θουριγγία και τη Σάαρλαντ, βεβαιώνοντας έτσι πόσο εύθραυστη θα είναι η νίκη της την επόμενη Κυριακή, όταν οι Γερμανοί θα το επιλέξουν προφανώς ως το μικρότερο κακό. Εξ ίσου άσχημα τα πήγε και το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD). Το χειρότερο μάλιστα για τους σοσιαλδημοκράτες είναι ότι στις εκλογές της επόμενης Κυριακής αναμένεται να καταγράψουν ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά της ιστορίας τους. Ειδικότερα οι προβλέψεις, και δη αυτή που διενήργησε το περιοδικό Stern κι ο τηλεοπτικός σταθμός RTL, δίνουν στο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα 21%. Η βαθιά κρίση την οποία διέρχεται το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα γίνεται εμφανής κι από την υποχώρηση που καταγράφει στα κρατίδια. Το 1998 για παράδειγμα, όταν εκλέχτηκε πρώτη φορά ο Γκέρχαρντ Σρέντερ κι οι ελπίδες για μια οριστική υπέρβαση του σκληρού νεοσυντηρητικού χειμώνα της εποχής Κολ μεσουρανούσαν, το SPD ήλεγχε τα 11 από τα 16 κρατίδια. Σήμερα έχει κυβερνήσεις μόνο σε 5, στα 2 εκ των οποίων συγκυβερνά με τη Δεξιά, όπως ακριβώς κάνει και σε ομοσπονδιακό επίπεδο.

Αυτή ακριβώς η συγκυβέρνηση, που βεβαιώνει με τον πιο ανάγλυφο τρόπο τη δεξιά στροφή του SPD, αποτελεί την βαθύτερη αιτία της αποστροφής των Γερμανών και κατ’ επέκταση των τριγμών που δέχεται το πολιτικό σύστημα της Γερμανίας. Άμεσο αποτέλεσμα της ανοιχτής συναίνεσης των δύο μεγαλύτερων κομμάτων, είναι τα πιο ουσιώδη πολιτικά ζητήματα να βρίσκονται εκτός ημερήσιας διάταξης. Χριστιανοδημοκράτες και σοσιαλδημοκράτες, μόνο και μόνο για να μην υπονομεύσουν τα θεμέλια της πολιτικής τους συμφωνίας δε λένε λέξη για το Αφγανιστάν, για την οικονομική κρίση και τις εντεινόμενες κοινωνικές αντιθέσεις. Αυτά ακριβώς όμως είναι τα σημαντικότερα διακυβεύματα της τρέχουσας συγκυρίας στην οικονομική ατμομηχανή της Ευρώπης και τέταρτη μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη.

Το θέμα του Αφγανιστάν, υπό τη μορφή της τύχης που θα έχει η αποστολή των 4.200 γερμανών στρατιωτών τέθηκε με πρωτοφανή έμφαση την Παρασκευή 4 Σεπτέμβρη, όταν γερμανός αξιωματικός διέταξε σφαγή αμάχων! Τουλάχιστον 125 άμαχοι σκοτώθηκαν με εντολή γερμανού διοικητή, σύμφωνα με την αμερικανική Washington Post που μετά χαράς θα είδε να μοιράζονται επιτέλους κι άλλες χώρες του ΝΑΤΟ την πολιτική ευθύνη και την διεθνή κατακραυγή για τις σφαγές των αμάχων. Ο πρωταγωνιστικός πλέον ρόλος της Γερμανίας στο λουτρό αίματος που ποτίζει καθημερινά την άνυδρη γη του Αφγανιστάν οδήγησε σε νέα ύψη τις αντιδράσεις των Γερμανών που, όπως κι οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι,  κατά δύο τρίτα διαφωνούν με την αποστολή στο Αφγανιστάν. Παρότι όμως οι Γερμανοί δεν θέλουν το στρατό τους σε αποστολές στο εξωτερικό Χριστιανοδημοκράτες και Σοσιαλδημοκράτες αρνούνται να συζητήσουν οποιοδήποτε ενδεχόμενο αποχώρησης. Σε ομιλία της στη γερμανική Βουλή η καγκελάριος, Άγκελα Μέρκελ, που συνέχισε να περιγράφει ως «επιχείρηση σταθεροποίησης» την εισβολή και κατοχή του Αφγανιστάν αποφεύγοντας ακόμη και να πει τη λέξη πόλεμος, παρέπεμψε σε εξεταστική επιτροπή όσους χαρακτήρισαν εγκληματική την απόφαση βομβαρδισμού. Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε κι ο ηγέτης των σοσιαλδημοκρατών, Φρανκ Βάλτερ Στάινμαγιερ, υπουργός Εξωτερικών της κυβέρνησης συνεργασίας κι αναπληρωτής καγκελάριος, ο οποίος χαρακτήρισε ως «ανευθυνότητα» οποιαδήποτε πρόταση αποχώρησης του γερμανικού στρατού. Το αστείο ωστόσο είναι ότι αυτό το ενδεχόμενο έχει αρχίσει πλέον να ακούγεται όλο και πιο έντονα ακόμη κι από επίσημα αμερικανικά χείλη που βλέπουν ότι εννιά σχεδόν χρόνια μετά την εισβολή δεν έχουν να επιδείξουν την παραμικρή επιτυχία… Κανείς βέβαια δεν ξεχνάει πως επί της συμμαχικής κυβέρνησης Σοσιαλδημοκρατών και Πράσινων, επί καγκελαρίας Σρέντερ και με προορισμό τα Βαλκάνια, πέρασε ο γερμανικός στρατός για πρώτη φορά τα σύνορα της χώρας του μετά το θάνατο του Χίτλερ. Οι σοσιαλδημοκράτες επομένως παρότι θα έπρεπε να είναι οι πιο διαπρύσιοι φιλειρηνιστές, εμφανίζονται ως  τα γεράκια της Μπούντεσβερ.

Η αρνητική κληρονομιά του Σρέντερ ακολουθεί το SPD και σ’ ότι αφορά το κοινωνικό ζήτημα. Η εφαρμογή δε της Ατζέντας 2010 όπως είχε ονομάσει ο Σρέντερ ένα σαρωτικό πρόγραμμα αντεργατικών μεταρρυθμίσεων με το οποίο πέρασε στην ιστορία το αξιοζήλευτο κράτος πρόνοιας της Γερμανίας, συνέπεσε χρονικά με τον εκλογικό καταποντισμό του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, από τον οποίο ακόμη δεν έχει συνέλθει.

Κατ’ επέκταση, οι προεκλογικές εξαγγελίες του ηγέτη των σοσιαλδημοκρατών για δημιουργία 4 εκατ. θέσεων εργασίας και την επίτευξη πλήρους απασχόλησης μέχρι το 2020, ήταν εντελώς αναμενόμενο να μη συγκινήσουν κανέναν. Πολύ περισσότερο όταν τα πιο κρίσιμα και στρατηγικής σημασίας ζητήματα που ανέδειξε η κρίση μένουν εκτός συζήτησης, όπως είναι για παράδειγμα το μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης. Η Γερμανία βίωσε με το πιο δραματικό τρόπο την διεθνή οικονομική κρίση, βλέποντας το ΑΕΠ της να μειώνεται κατά 7 ποσοστιαίες μονάδες στη διάρκεια τεσσάρων τριμήνων, λόγω του ότι οι εξαγωγές της (που λόγω της συρρίκνωσης της διεθνούς ζήτησης μειώθηκαν κατά 17%) συνεισφέρουν στο 47% του ΑΕΠ. Στην πράξη αυτό που κατέρρευσε στη Γερμανία ήταν ένα μοντέλο ανάπτυξης που από τη μια πλευρά έχει τις εξαγωγές κι από την άλλη τη λιτότητα. Αντί λοιπόν οι σοσιαλδημοκράτες να δώσουν το εναρκτήριο λάκτισμα για τον αναπροσανατολισμό της οικονομικής πολιτικής με στόχο στη στήριξη του εισοδήματος, αφήνουν στο απυρόβλητο το νοσηρό αυτό μοντέλο, εξαντλώντας την ευαισθησία τους σε επιμέρους διορθωτικές παρεμβάσεις και την άμβλυνση των πιο ακραίων αρνητικών συνεπειών του. Αποτέλεσμα αυτής της οικονομικής πολιτικής είναι κι η όξυνση των κάθε λογής αντιθέσεων: κοινωνικών, οικονομικών και περιφερειακών. Στο απώτερο άκρο τους βρίσκεται το αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ των κατοίκων της πάλαι ποτέ Ανατολικής και Δυτικής Γερμανίας (των Ossis και Wessis) με αποτέλεσμα το 10% των πρώτων να δηλώνει ότι πέρναγε καλύτερα στη Γερμανία του Χόνεκερ δίνοντας νέα ώθηση στην λεγόμενη …Οσταλγία! Κι αυτό μάλιστα ακριβώς στην επέτειο της εικοσαετίας από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου.

Ως αποτέλεσμα όλων των παραπάνω μοναδικό διακύβευμα των εκλογών της επόμενης Κυριακής στη Γερμανία είναι η σύνθεση του συνασπισμού που θα κυβερνήσει, με το δίλημμα που κυριαρχεί να συνοψίζεται στο …Τζαμάικα ή φανάρι. Συγκεκριμένα, στόχος της Μέρκελ είναι να ξεφορτωθεί τους Σοσιαλδημοκράτες, που δεν έχουν φυσικά καμιά αναστολή να συγκυβερνήσουν με τη Δεξιά για μια ακόμη τετραετία, και στη θέση τους να συμμαχήσει με το φιλοεπιχειρηματικό, νεοφιλελεύθερο κόμμα των Ελεύθερων Δημοκρατών (FDP) που φαίνεται να κερδίζει το 14%. Το πρόβλημα για τη γερμανική Δεξιά είναι πως μάλλον αποκλείεται να μπορέσουν αυτά τα δύο κόμματα να συγκεντρώσουν την απόλυτη πλειοψηφία. Υπό το πρίσμα αυτής της αδυναμίας μπαίνουν στο τραπέζι δύο άλλες επιλογές. Η πρώτη είναι να εμπλουτιστεί αυτή η συμμαχία και με τους Πράσινους. Ένας συνδυασμός που με βάση τα χαρακτηριστικά χρώματα των τριών αυτών κομμάτων (μαύρο, κίτρινο και πράσινο) παραπέμπει στη σημαίας της Τζαμάικας. Για τους ηγέτες των Πρασίνων ωστόσο, «η Τζαμάικα παραμένει στην Καραϊβική» κι όχι στα πολιτικά τους σχέδια. Το δεύτερο σενάριο περιλαμβάνει τους νεοφιλελεύθερους του FDP και τους Πράσινους αλλά στη θέση των Χριστιανοδημοκρατών μπαίνουν οι Σοσιαλδημοκράτες. Συνδυασμός που παραπέμπει στα χρώματα του φωτεινού σηματοδότη και για τους ηγέτες των FDP κινείται στη σφαίρα της φαντασίας καθώς απορρίπτουν οποιαδήποτε συμμαχία με τους Σοσιαλδημοκράτες. Οι ίδιοι οι Σοσιαλδημοκράτες δεν έχουν κανένα πρόβλημα να κυβερνήσουν με τους λάτρεις του πιο ακραίου νεοφιλελευθερισμού, ενώ αντίθετα απορρίπτουν κατηγορηματικά οποιοδήποτε ενδεχόμενο συγκυβέρνησης με το Αριστερό Κόμμα του Λαφονταίν το οποίο στις δημοσκοπήσεις φαίνεται να κερδίζει ακόμη και το 14% των ψήφων συγκεντρώνοντας όλη την αριστερή διαμαρτυρία.

Οποιοδήποτε σενάριο ωστόσο κι αν επιλεγεί λύνοντας άμεσα το πρόβλημα σχηματισμού κυβέρνησης, αυτό που θα αιωρείται θα είναι ένα τεράστιο κενό στην πολιτική αντιπροσώπευση αποτέλεσμα της απουσίας πολιτικών αντιπαραθέσεων και της ευκαιριακής σύγκλισης των κορυφών των μεγαλύτερων κομμάτων.

Ιδιωτικοποιήσεις (Πριν, 9/5/2008)

Αιχμή του δόρατος της επίθεσης του κεφαλαίου

Η πώληση του ΟΤΕ σημείο κορύφωσης και τομής της μακροχρόνιας και διεθνούς επιχείρησης ξεπουλήματος

Σημείο τομής στη μακροχρόνια διαδικασία ιδιωτικοποιήσεων όχι μόνο από συμβολική αλλά και από ουσιαστική άποψη αποτελεί η πώληση του ΟΤΕ στον γερμανικό τηλεπικοινωνιακό κολοσσό, Ντόιτσε Τέλεκομ. Για συμβολικούς λόγους, στο βαθμό που το ξεπούλημα του ΟΤΕ αποτέλεσε το 1993 (όταν άνοιγε με τον πιο θεαματικό και βίαιο τρόπο η αυλαία των ιδιωτικοποιήσεων) την πιο μεγάλη πρόκληση της κυβέρνησης Μητσοτάκη προς τους εργαζόμενους και τα διαπλεκόμενα συμφέροντα, για να σημάνει τελικά και την πρόωρη πτώση της. Η επιτυχημένη τώρα πώληση του ΟΤΕ από την κυβέρνηση της ΝΔ με πολύ μικρότερες αντιδράσεις κλείνει έτσι έναν κύκλο στην επίθεση του κεφαλαίου που μπορεί να κράτησε πολύ περισσότερο χρόνο απ’ όσο αρχικά εκτιμούσε, δεν μπορεί ωστόσο παρά να αποτελεί για το ίδιο κορυφαία επιτυχία. Κι αυτό γιατί ο ΟΤΕ, κι εδώ είναι οι ουσιαστικοί λόγοι, δεν είναι μια τυχαία επιχείρηση. Επί πολλά χρόνια – πριν εισέλθουν στην αγορά οι ιδιώτες και αρχίσει ο ΟΤΕ από τα κέρδη του να χρηματοδοτεί τα πρώτα βήματα και την επέκτασή τους – βρισκόταν στην κορυφή των κερδοφόρων ελληνικών επιχειρήσεων, με χιλιάδες ακίνητα κι όλα …γωνία, δεκάδες χρυσοφόρες θυγατρικές και προνομιακή πρόσβαση σε πλήθος ξένων, βαλκανικών αγορών. Όλα αυτά τώρα τα παίρνουν προίκα οι Γερμανοί! Κλείνοντας αυτός ο κύκλος αξίζει να γίνει μια αποτίμηση των αποτελεσμάτων των ιδιωτικοποιήσεων. Με την πρώτη ματιά φαίνεται ότι οι μεγαλύτεροι χαμένοι ήταν οι καταναλωτές, δηλαδή οι εργαζόμενοι καταναλωτές μια και αυτοί υφίστανται τη μεγαλύτερη απώλεια εισοδήματος από τις ανατιμήσεις, στο όνομα των οποίων υποτίθεται ότι υλοποιήθηκαν οι ιδιωτικοποιήσεις. Το επιχείρημα (της ποσοτικής θεωρίας του ανταγωνισμού) σε απλά ελληνικά έλεγε ότι η απελευθέρωση των αγορών και η είσοδος των ιδιωτών θα αυξήσει τον ανταγωνισμό μεταξύ τους, καθώς ο ένας θα πουλάει πιο φθηνά από τον άλλον για να μη μας χάσει από πελάτες κι έτσι όλα θα είναι στα πόδια μας πάμφθηνα κι εν πλήρη αφθονία. Όλα αυτά τα χρόνια όμως που η αγορά «απελευθερώθηκε» από τα κρατικά μονοπώλια και τον κρατικό καθορισμό των τιμών τα εισιτήρια στα ακτοπλοϊκά πλοία εκσφενδονίστηκαν και για τους λογαριασμούς τηλεφωνίας και ηλεκτρικής ενέργειας δουλεύουμε πολλές περισσότερες ώρες ακόμη και μέρες. Μεγάλος χαμένος επίσης είναι οι εργαζόμενοι και το υψηλό επίπεδο των εργατικών κατακτήσεων, όπως η μονιμότητα και οι σχετικά καλές εργασιακές σχέσεις, που θυσιάστηκε στο βωμό της ιδιωτικοποίησης του ΟΤΕ. Υπήρξαν ωστόσο και κερδισμένοι. Στην Ελλάδα αυτός που ωφελήθηκε περισσότερο, από την εν εξελίξει διαδικασία ιδιωτικοποίησης καθαυτή, ήταν ο Βγενόπουλος της Μαρφίν, που από την διαμεσολάβηση (μαζεύοντας δηλαδή τις μετοχές του Οργανισμού από την ελληνική αγορά και πουλώντας τις στους Γερμανούς με καπέλο επειδή παίρνουν μαζί και το μάνατζμεντ) υπολογίζεται ότι θα κερδίσει 800 εκ. ευρώ! Παρόλα αυτά δεν πρόκειται για ελληνική ιδιαιτερότητα. Προκαλούν έκπληξη, απεναντίας, οι τρανταχτές ομοιότητες που παρουσιάζει η ιδιωτικοποίηση του ΟΤΕ με την αντίστοιχη βρετανική εμπειρία, σε ότι αφορά τα κέρδη που αποκόμισε το παρασιτικό χρηματιστικό κεφάλαιο! Τονίζει για του λόγου το αληθές ο βρετανός μαρξιστής Άντριου Γκλιν στο βιβλίο του Capitalism Unleashed (Oxford, 2006): «οι μεγάλοι κερδισμένοι από την ιδιωτικοποίηση ήταν αυτοί που κερδοσκόπησαν με τις μετοχές (πουλώντας τις με σκοπό το γρήγορο κέρδος), οι εταιρείες του Σίτι που κέρδισαν τεράστιες προμήθειες από τη διευθέτηση των ιδιωτικοποιήσεων και του μάνατζμεντ, η πληρωμή των οποίων παρέμεινε στα ύψη»! Οι ομοιότητες γίνονται ακόμη πιο εξόφθαλμες αν παραθέσουμε και την αμέσως επόμενη πρόταση όπου τονίζει πως «οι κύριοι χαμένοι ήταν εκείνοι οι εργάτες που έχασαν τις σχετικά καλοπληρωμένες συνδικαλισμένες θέσεις εργασίας»! Ότι ακριβώς συνέβη και στην Ελλάδα! Κατ’ εξοχήν κερδισμένος ωστόσο είναι το ιδιωτικό κεφάλαιο που ιδιοποιείται και εκμεταλλεύεται επενδύσεις μυθικής αξίας, οι οποίες ουδέποτε θα είχαν πραγματοποιηθεί αν δεν χρηματοδοτούνταν επί δεκαετίες από το υστέρημα μιας ολόκληρης κοινωνίας. Με αυτή την έννοια οι ιδιωτικοποιήσεις στρέφονται εναντίον του δημοσίου συμφέροντος στο βαθμό που συνιστούν καταλήστευση και οικειοποίηση από το κεφάλαιο κοινωνικών πόρων. Ο τρίτος στη σειρά που κερδίζει τα μέγιστα από τις ιδιωτικοποιήσεις είναι το κράτος που διευθύνει την επιτυχή υλοποίησή τους και εισπράττει το τίμημα, καταφέροντας με αυτό τον τρόπο να μειώσει το δημόσιο χρέος. Ενδεικτικά από τον Μάρτιο του 2004, που ανέλαβε η ΝΔ, μέχρι πρόσφατα και χωρίς να υπολογίζονται τα έσοδα από το ξεπούλημα του ΟΤΕ, είχαν εισρεύσει στα κρατικά ταμεία από ιδιωτικοποιήσεις 6,23 δισ.! Αναδεικνύεται ωστόσο με αυτό τον τρόπο, των ταμειακών ωφελειών, ότι οι ιδιωτικοποιήσεις δεν είναι απλά άρρηκτα συνυφασμένες με την πιο προωθημένη νεοφιλελεύθερη πολιτική, αλλά η αιχμή του δόρατός της! Διαφορετικά ειπωμένο, οι ιδιωτικοποιήσεις αποτελούν την πιο εύκολη λύση για τη σταθεροποίηση των δημόσιων οικονομικών (υπό τον όρο βέβαια ότι οι δωρεές προς το κεφάλαιο δεν αυξάνονται ανεξέλεγκτα όπως συμβαίνει τώρα), τη μείωση του δημόσιου τομέα, την εισβολή των κανόνων της αγοράς σε κάθε τομέα κοινωνικής δραστηριότητας και τη μαζική καταστροφή ανεπαρκώς αξιοποιούμενου κεφαλαίου. Αυτή η πλευρά λύνει πιθανά και το ερώτημα που φυσιολογικά γεννιέται για την αδυναμία που έδειξε το εργατικό κίνημα τόσες δεκαετίες τώρα σε Ανατολή και Δύση να αποτρέψει τη λαίλαπα των ιδιωτικοποιήσεων. Η τεράστια σημασία που διαδραματίζουν για το κεφάλαιο οι ιδιωτικοποιήσεις φαίνεται και από τη συναίνεση που υπάρχει μεταξύ ΠΑΣΟΚ και ΝΔ. Προκαλεί για παράδειγμα γέλιο αλλά και οργή η απουσία πρωτοτυπίας από το νυν και τον πρώην υπουργό Οικονομίας όταν δείχνουν την επιμονή τους στο ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας. Αναφέρει χαρακτηριστικά ο Γ. Αλογοσκούφης στην εισηγητική έκθεση του φετινού κρατικού προϋπολογισμού (σελ. 133): «Οι ιδιωτικοποιήσεις είναι κεντρικός άξονας της οικονομικής πολιτικής». Και ο προκάτοχός του, Ν. Χριστοδουλάκης, στο βιβλίο του Το νέο τοπίο της ανάπτυξης (Καστανιώτης, 1988), (σελ. 93): «Σήμερα οι ιδιωτικοποιήσεις αποτελούν βασική συνιστώσα του προγράμματος διαρθρωτικών αλλαγών που εξήγγειλε η κυβέρνηση τον Μάρτιο του 1988». «Κεντρικός άξονας» για τη ΝΔ, λοιπόν, «βασική συνιστώσα» για το ΠΑΣΟΚ οι ιδιωτικοποιήσεις! Οι τραγικές για τους εργαζόμενους επιδόσεις του ΠΑΣΟΚ στις ιδιωτικοποιήσεις, που κάνουν να ηχούν αστείες οι σημερινές καταγγελίες του, φαίνονται καλύτερα στον επόμενο πίνακα, που προέρχεται από την τελευταία έκθεση του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ, με τίτλο Η ελληνική οικονομία και η απασχόληση (σελ. 232) και δείχνει τις ιδιωτικοποιήσεις που έγιναν κάθε χρόνο: 1991: Τράπεζα Πειραιώς 1992: ΑΓΕΤ, Λεωφορεία Αθήνας, Ναυπηγεία Εκλευσίνας. 1993: Τράπεζα Αθηνών, Ελληνική Εταιρεία Ζάχαρης, άδειες κινητής τηλεφωνίας. 1994: Ναυπηγεία Νεωρίου Σύρου 1996: ΟΤΕ Ι 1997: ΟΤΕ ΙΙ 1998: Τράπεζα Μακεδονίας – Θράκης, Γενική Τράπεζα, Τράπεζα Κρήτης, Ελληνικά Πετρέλαια Ι, Τράπεζα Κεντρικής Ελλάδας, ΟΤΕ ΙΙΙ, ΧΑΑ Ι. 1999: Ιονική Τράπεζα, ΟΤΕ ΙV, ΔΕΠΑ, ΕΥΔΑΠ, Ολύμπικ Κέτερινγκ Ι, Ολύμπικ Κέτερινγκ ΙΙ, Ντιούτι Φρι, ΕΛΠΕ ΙΙ. 2000: ΕΤΒΑ Ι, ΕΛΠΕ ΙΙΙ, ΕΛΒΟ, ΧΑΑ ΙΙ, Κοσμοτέ, Εμπορική Τράπεζα, Αγροτική Τράπεζα. 2001: ΟΠΑΠ Ι, Διώρυγα Κορίνθου, ΟΛΘ, ΕΥΑΘ, Ναυπηγεία Σκαραμαγκά, ΔΕΗ Ι, ΟΤΕ V. 2002: ΕΤΒΑ ΙΙ, ΟΠΑΠ ΙΙ, ΟΤΕ VI, Μαρίνες Αττικής, ΔΕΗ ΙΙ, Ολύμπικ Κέτεριγνκ ΙΙΙ. 2003: ΕΛΠΕ IV, Ντιούτι Φρι ΙΙ, Αγνό, Μον Παρνέ, ΟΠΑΠ ΙΙΙ, ΧΑΑ ΙΙΙ, ΟΛΠ, ΕΤΕ Ι, ΔΕΗ ΙΙΙ. 2004: Εθνική Τράπεζα, ΕΛΠΕ V. 2005: ΟΠΑΠ IV, OTE VIΙI. 2006: ATE, Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο, ΕΛΤΑ, Εμπορική Τράπεζα. 2007: ΟΤΕ ΙΧ, Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο ΙΙ. Δεν είναι μετά υποκρισία να διαμαρτύρεται το ΠΑΣΟΚ για τις ιδιωτικοποιήσεις της επάρατου; Ή, να παρουσιάζει ως βάλσαμο τις μετοχοποιήσεις όταν γίνεται σήμερα φανερό πως αυτές άνοιξαν το δρόμο για το οριστικό και αμετάκλητο ξεπούλημα, χώρια φυσικά του γεγονότος ότι το τμηματικό ξεπούλημα αποτελούσε κίνηση ανάγκης για το κεφάλαιο, καθώς κανείς δεν είχε τη δυνατότητα να αγοράσει για παράδειγμα ολόκληρο τον ΟΤΕ; Ίδια φυσικά σπουδή στην υλοποίηση των ιδιωτικοποιήσεων επέδειξαν οι μεταλλαγμένοι σοσιαλιστές σε όλο τον κόσμο. Ακόμη και στη Γαλλία το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’90 η κυβέρνηση του Λαϊονέλ Ζοσπέν, της «πλουραλιστικής Αριστεράς» όπως παρουσιαζόταν, ιδιωτικοποίησε περισσότερες δημόσιες επιχειρήσεις απ’ όσες είχαν ιδιωτικοποιήσει οι έξι προηγούμενες κυβερνήσεις μαζί! Παρότι κανείς δεν αμφιβάλλει ότι οι ιδιωτικοποιήσεις αποτελούν σανίδα σωτηρίας για το κεφάλαιο στο βαθμό που με την απόσυρση των κρατικών επιχειρήσεων ή το άνοιγμα των αγορών τού προσφέρονται νέοι παρθένοι σχετικά τομείς δραστηριοποίησης, παρόλα αυτά οι ιδιωτικοποιήσεις δεν επιλύουν αλλά, μακροπρόθεσμα, οξύνουν την κρίση. Μέχρι στιγμής οι κρατικές επιχειρήσεις ακόμη κι όταν χαράτσωναν τους εργαζόμενους με τα τιμολόγιά τους, απέναντι στο κεφάλαιο εξαντλούσαν όλη τους την εύνοια, προσφέροντάς του από φθηνές έως δωρεάν εισροές. Λειτουργούσαν έτσι ενίοτε και σαν ένας συγκαλυμμένος μηχανισμός αναδιανομής. Με αυτό τον τρόπο διευκόλυναν την αναπαραγωγή του κεφαλαίου κατά τη διάρκεια όλης της μεταπολεμικής περιόδου όταν ο κρατικός τομέας γνώρισε τη μεγαλύτερη ανάπτυξη από καταβολής καπιταλισμού. Το τσάμπα χρήμα που έδιναν στην Ελλάδα οι κρατικές τράπεζες (κοινώς θαλασσοδάνεια) επί δεκαετίες είναι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα, άλλο παράδειγμα το φθηνό ρεύμα της ΔΕΗ στην Πεσινέ. Όταν όμως τη θέση της πάντα πρόθυμης να εξυπηρετήσει κρατικής υπηρεσίας πάρει το ίδιο το κεφάλαιο οι διευκολύνσεις κόβονται και ο ανταγωνισμός φτάνει μέχρι το τέρμα. Τότε επιχειρήσεις κλείνουν επειδή πνίγονται από τους τόκους και τους λογαριασμούς του ρεύματος και η κρίση του κεφαλαίου οξύνεται αφού πρώτα έχει ρίξει στη μάχη άλλη μια εφεδρεία. Οι αστρονομικοί λογαριασμοί ρεύματος που πλήρωναν οι επιχειρήσεις στην Καλιφόρνια το 2002 και τα εξωφρενικά τέλη διοδίων που είχαν επιβάλλει στους ιδιωτικούς αυτοκινητόδρομους της Αργεντινής οι διαχειριστές τους κατά το αποκορύφωμα της κρίσης είναι τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα των καταστροφικών αποτελεσμάτων των ιδιωτικοποιήσεων!

Αρέσει σε %d bloggers: