“Λίγα και καλά” δημοσιονομικά πειθαρχημένα κράτη θέλει η Μέρκελ (Πριν, 4.12.2011)

Με σταθερά βήματα Βερολίνο και Παρίσι οδεύουν προς τη σύνοδο κορυφής της Παρασκευής 9 Δεκεμβρίου χωρίς να λογαριάζουν, ούτε στο ελάχιστο τη γνώμη των υπόλοιπων «εταίρων». «Δεν μιλάμε απλώς και μόνο για μια δημοσιονομική ένωση, αντίθετα έχουμε αρχίσει να την δημιουργούμε», δήλωσε η γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ προχθές Παρασκευή μιλώντας στη Βουλή, όπου έδωσε και το περίγραμμα των συζητούμενων αλλαγών. Εν ολίγοις, στη θέση των σημερινών συμφωνιών, να εισαχθούν νομικά δεσμευτικές ρυθμίσεις, εισαγωγή σε όλα τα κράτη μέλη ή όσα θέλουν να ακολουθήσουν «φρένου χρέους» με συνταγματική ισχύ, που σημαίνει την πλήρη νομοθετική απαγόρευση της δημιουργίας ελλειμμάτων, αυτόματες κυρώσεις για όποιες χώρες παραβιάζουν τους κανόνες και καταφεύγουν σε ελλειμματικούς προϋπολογισμούς, κ.α. Στο ίδιο ακριβώς μήκος κύματος κινήθηκε και η ομιλία του Νικολά Σαρκοζύ μια μέρα πριν, την Πέμπτη, στην γαλλική πόλη Τουλόν, όπου κι αυτός επεσήμανε την ανάγκη αλλαγών στην λειτουργία της ΕΕ. Μια ακόμη πιο ξεκάθαρη εικόνα της νέας ΕΕ που σχεδιάζουν Βερολίνο και Παρίσι (με την σύμφωνη γνώμη της Ρώμης όπως έδειξε η συνάντηση Μέρκελ – Σαρκοζύ – Μόντι την προηγούμενη Κυριακή) θα δοθεί τη Δευτέρα, στη συνέντευξη Τύπου που θα ακολουθήσει τη συνάντηση των ηγετών του γαλλο-γερμανικού άξονα. Σε αδρές γραμμές πρόκειται για μια εκ βάθρων και βαθιά συντηρητική, επί το δεξιότερο δηλαδή, ανατροπή των καταστατικών κειμένων που διέπουν την λειτουργία της ΕΕ και της ευρωζώνης, με την δημοσιονομική πειθαρχία, δηλαδή τη φτώχεια για τους ευρωπαϊκού λαούς να γίνεται εξ αρχής κριτήριο για την ένταξη στη νέα ΕΕ των πολλών ταχυτήτων.

Οι αλλαγές που προωθούνται είναι βαθιά αντιδημοκρατικές. Βερολίνο και Παρίσι ανατρέποντας όσα ισχύουν μέχρι σήμερα δεν πρόκειται να συζητήσουν με τα άλλα κράτη μέλη τους νέους όρους. Δεν θα υπάρχει κανένα περιθώριο διαπραγμάτευσης. Αντίθετα τα υπόλοιπα 25 ή 24 μέλη της ΕΕ θα κληθούν να συμφωνήσουν ή όχι. Έτσι αυτόματα μεταξύ των 27 της ΕΕ και των 17 της ευρωζώνης θα δημιουργηθεί μια νέα κατηγορία που θα συμπεριλαμβάνει κράτη μέλη τα οποία ανήκουν στην ΕΕ αλλά δεν ανήκουν στην ευρωζώνη, ενώ δεν θα συμπεριλαμβάνει υπάρχοντα μέλη της ευρωζώνης, τα οποία απλώς αδυνατούν να ακολουθήσουν τον Γολγοθά. Κι αυτό δεν εξαρτάται από την ενδοτικότητά τους ή την τυφλή προσήλωση στην Γερμανία του κάθε Παπαδήμου, που θα τοποθετηθεί στην πρωθυπουργία των κλυδωνιζόμενων κρατών μελών.

Γιατί, αυτό που υποτιμάται συνεχώς είναι η αιτία των δημοσιονομικών αποκλίσεων. Τόσο οι  Γερμανοί και οι συνεργάτες τους στην Αθήνα όσο και η ευρωλάγνα Αριστερά παραγνωρίζουν το γεγονός ότι η συμμετοχή στην ευρωζώνη είναι που γεννά ελλείμματα. Ακόμη δηλαδή κι αν ως δια μαγείας εξαφανίζονταν οι σημερινές δημοσιονομικές αποκλίσεις, μέσα από ένα βάρβαρο πρόγραμμα λιτότητας, η συνέχιση της παραμονής στην ευρωζώνη θα δημιουργούσε εκ νέου ελλείμματα και θα αύξανε το χρέος. Το αποτέλεσμα είναι πως κανένα «φρένο χρέους», σαν κι αυτό που επέβαλε στην Ισπανία την προεκλογική ακόμη περίοδο η κυβέρνηση του Θαπατέρο διευκολύνοντας την δεξιά κυβέρνηση του Μαριάνο Ραχόι που εξελέγη την προηγούμενη Κυριακή, δεν πρόκειται να επιλύσει το πρόβλημα των ελλειμμάτων, δεδομένου ότι δεν γεννάται από τις πλουσιοπάροχες κοινωνικές παροχές. Ως συμπέρασμα ο ακρωτηριασμός των κοινωνικών δαπανών και η επαναφορά των ισοσκελισμένων προϋπολογισμών δεν αποτελεί μονόπρακτο. Αντίθετα η απόφαση παραμονής στην ζώνη του ευρώ από ‘δω και πέρα θα σημαίνει μια συνεχή προσπάθεια περιορισμού των κοινωνικών δαπανών που θα θυσιάζονται στον βωμό της κάλυψης των ελλειμμάτων τα οποία δημιουργεί η γερμανική οικονομική επέκταση. Σε αυτό το πλαίσιο είναι περιττό να ειπωθεί πως κανένα ευρωομόλογο (ή καλύτερα «ομόλογο σταθερότητας», όπως αποκαλείται στις Βρυξέλλες) δεν πρόκειται να αποτελέσει λύση της υπό εξέλιξη κρίσης. Γι’ αυτό τον λόγο και η Γερμανία αρνείται πεισματικά την παραχώρησή του, ξέροντας ότι δεν θα επιβαρυνθεί μόνο με 42 δισ. ευρώ ετησίως όπως έχει υπολογίσει το Βερολίνο τους τόκους που θα κληθεί να καταβάλει λόγω του αυξημένου επιτοκίου, αλλά και με μια συνεχή μετάγγιση αίματος που θα εξαφανίζει τα κέρδη του από την ενσωμάτωση στη νομισματική ενοποίηση των περιφερειακών χωρών. Γιατί να θυσιάσει τα κέρδη του;

Το δικό του άμεσο όφελος άλλωστε, από κοινού με αυτό της Γαλλίας και της Ιταλίας, είναι που ωθεί το Βερολίνο στην εξεύρεση λύσης εδώ και τώρα στην κρίση χρέους. Ειδικότερα, το πρόβλημα που έχει να αντιμετωπίσει η «αγία τριάδα» της νέας ΕΕ σχετίζεται με τα τεράστια ποσά που πρέπει να καταβάλει το 2012 για την αναχρηματοδότηση των κρατικών χρεών και την πληρωμή τόκων. Χωρίς να υπολογίζεται η ανάγκη κάλυψης των πρωτογενών ελλειμμάτων ή τα χρήματα που θα απαιτηθούν για την αναπλήρωση του κεφαλαίου των τραπεζών, το ποσό αυτό φθάνει το 1,2 τρις. ευρώ. Στην πράξη όλοι αντιλαμβάνονται ότι τα αναγκαία κεφάλαια θα αυξηθούν σημαντικά, ενώ η μέχρι τώρα πορεία των επιτοκίων αν κάτι εγγυάται είναι πως ο δανεισμός θα γίνει με τους χειρότερους όρους. Όταν για παράδειγμα στις 25 Νοέμβρη η Ιταλία δανείστηκε με δεκαετή ομόλογα με επιτόκιο της τάξης του 7,1%, η Ισπανία με 6,6%, το Βέλγιο με 5,7%, η Γαλλία με 3,7%, καταγράφοντας όλες αυτές οι χώρες ρεκόρ, ενώ ακόμη και η Γερμανία αδυνατεί να δανειστεί με τους όρους που θέτει οδηγώντας η ίδια σε ναυάγιο πρόσφατη δημοπρασία ομολόγων της, είναι εμφανές ότι έχουν δημιουργηθεί οι όροι ώστε η κρίση να πλήξει και την ίδια την Γερμανία, όπως και τις υπόλοιπες χώρες του κέντρου, που ήδη δανείζονται ακριβότερα.

Εν είδει παρενθέσεως, δεν μπορεί να διαφύγει της προσοχής όποιου παρατηρεί τους πίνακες με τα επιτόκια δανεισμού τα χαμηλά ρεκόρ που καταγράφουν οι ευρωπαϊκές χώρες εκτός της ευρωζώνης. Όπως για παράδειγμα η Σουηδία που 8 χρόνια μετά το «όχι» που είπαν οι πολίτες στης σε δημοψήφισμα για την συμμετοχή της χώρας τους στην ευρωζώνη δεν έγιναν Αλβανία του Χότζα, κατά Πάγκαλο και άλλους, ούτε χαμένη Ατλαντίδα, αλλά δανείζονται με επιτόκιο 1,7% (χαμηλότερα δηλαδή κι από τη Γερμανία), ενώ πέρυσι κατέγραψαν ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ 5,7% και φέτος αναμένεται να φθάσει το 4,4%! Η οικονομία της δε, με το 50% περίπου της παραγωγής να φεύγει εκτός των συνόρων της (ποσοστό υπερδιπλάσιο του ελληνικού) ουδόλως έχει στερηθεί την πρόσβαση στις διεθνείς αγορές.

Επιστρέφοντας στα δικά μας, ο δεύτερος λόγος για τον οποίο η Γερμανία επιλέγει μια βίαιη ανατροπή των υπαρχουσών συνθηκών ίδρυσης και λειτουργίας της ΕΕ και της ευρωζώνης σχετίζεται με τα όρια στα οποία ήδη προσκρούουν οι ήπιες, συμβατές με τη μέχρι σήμερα δομή, μορφές διαχείρισης της κρίσης. Όπως συμβαίνει για παράδειγμα, πρώτο, με την αγορά ομολόγων από την ΕΚΤ, δεύτερο, με τα σχέδια επέκτασης της δύναμης πυρός του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας και, τρίτο, με την πρόσφατη συντονισμένη παρέμβαση των μεγαλύτερων κεντρικών τραπεζών του κόσμου.

Σε ένα απέραντο στρατόπεδο φτώχειας και ανεργίας

θα μετατραπεί η Ευρώπη με τις αποφάσεις της 9ης Δεκεμβρίου

Η ΕΚΤ παρεμβαίνοντας στη δευτερογενή αγορά ομολόγων, παρά την αρχική αντίδραση της Γερμανίας που οδήγησε και σε αποχώρηση στις αρχές Σεπτεμβρίου από τη διοίκηση της ΕΚΤ του εκπροσώπου της, είχε μέχρι τα τέλη Οκτωβρίου συγκεντρώσει ομόλογα αξίας περίπου 175 δις. ευρώ. Για να γίνει εμφανής ο φρενήρης και κατά συνέπεια μη βιώσιμος ρυθμός με τον οποίο η Φρανκφούρτη μαζεύει ομόλογα από την αγορά εκτονώνοντας έτσι τις κερδοσκοπικές πιέσεις αρκεί να αναφέρουμε ότι το ποσό που είχε συγκεντρώσει μέχρι τον Μάιο ανερχόταν «μόνο» σε 75 δις. ευρώ. Και παρόλα αυτά, παρά το γεγονός δηλαδή ότι η ΕΚΤ τείνει να μετατραπεί σε μια προβληματική τράπεζα, με αποτέλεσμα να πληθαίνουν οι ανησυχίες ότι σύντομα θα χρειαστεί κι αυτή αναπλήρωση κεφαλαίου, δεν έχει καταφέρει να ρίξει τα επιτόκια κάτω από την γραμμή του κινδύνου.

Σε παταγώδη αποτυχία εκτυλίσσεται και η προσπάθεια αύξησης της δύναμης πυρός του ΕΤΧΣ, έτσι ώστε από τα 440 δις. ευρώ που διαθέτει σήμερα θεωρητικά (ενώ πρακτικά μόνο 250) να φτάσει ακόμη και τα 2 τρισ. όπως είχε αρχικά σχεδιασθεί. Ζητούμενο ήταν να μπορεί να ανταποκριθεί στο καθήκον διάσωσης ακόμη και της Ιταλίας που έχει δημόσιο χρέος ύψους 1,9 δισ. ευρώ. Η απροθυμία ωστόσο της Κίνας να σώσει το καράβι που βυθίζεται οδηγεί στην εγκατάλειψη αυτού του σχεδίου, που χώρια των άλλων αδυναμιών του ήταν και έντονα κερδοσκοπικό καθώς ενσωμάτωνε όλα τα εργαλεία χρηματοοικονομικής που αξιοποιήθηκαν στο έπακρο στην αμερικανική αγορά στεγαστικών δανείων, δημιουργώντας την μεγαλύτερη φούσκα όλων των εποχών.

Περιορισμένη χρονική διάρκεια έχει και η συντονισμένη παρέμβαση των μεγαλύτερων κεντρικών (ΕΚΤ, ΗΠΑ, Αγγλία, Ιαπωνία, Καναδάς και Ελβετία) όπως σημειώθηκε την Τετάρτη με σκοπό να διευκολύνει την ρευστότητα στη διατραπεζική αγορά. Να σημειωθεί πως ανάλογη κίνηση είχε γίνει στο παρελθόν μετά την κατάρρευση της Λίμαν Μπράδερς τον Σεπτέμβριο του 2008. Παρόλα αυτά η παρέμβαση αφορούσε τα συμπτώματα κι όχι την άμεση αιτία που σχετίζεται με τον ασύλληπτο όγκο «κακού» δημόσιου χρέους που έχουν μαζέψει οι τράπεζες με αποτέλεσμα να θεωρούνται αφερέγγυες.

Συμπερασματικά, στην μάχη της διάσωσης του ευρώ (όπως και στην πολιτική) έχουν πέσει μέχρι στιγμής όλες οι εφεδρείες, με τεράστιο κόστος, χωρίς τα επιθυμητά αποτελέσματα, υπογραμμίζοντας με αυτό τον τρόπο τα όρια που έχει στην αντιμετώπιση της κρίσης η νομισματική διαχείριση. Κατόπιν τούτων των αποτυχιών η Γερμανία ξαναφτιάχνει την  ευρωζώνη, πετώντας έξω τα κλυδωνιζόμενα κράτη μέλη. Απέναντι σε αυτή την προοπτική η έξοδος από το ευρώ και η ΕΕ αποτελούν αναγκαία αν και μη ικανή συνθήκη για την αντιμετώπιση της φτώχειας και της ανεργίας, του γενικού ξεπουλήματος και της οικονομικής κατοχής.

Πολιτικά στιχάκια κάνει το στοιχειό του Δ’ Ράιχ η Γαλλία (Επίκαιρα, 24/2-2/3/2011)

Το Παρίσι βάζουν μπροστά οι Γερμανοί για να εξωραΐσουν τις δραματικές κοινωνικές επιπτώσεις που θα έχει η υιοθέτηση του περίφημου Συμφώνου Ανταγωνιστικότητας στην επόμενη Σύνοδο Κορυφής των ηγετών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η γερμανική πρόταση μέχρι στιγμής, που ισοδυναμεί με αιώνια λιτότητα, περιλαμβάνει την αποσύνδεση των αυξήσεων στους μισθούς από την πορεία του πληθωρισμού, την τροποποίηση των συνταγμάτων ώστε να περιληφθεί άρθρο που θα απαγορεύει τα χρέη και τα ελλείμματα και την αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης στα 67 έτη. Επιπλέον, η απόφαση που έλαβε την προηγούμενη Τετάρτη το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο με συντριπτική μάλιστα πλειοψηφία (535 ψήφοι υπέρ, έναντι 85 κατά και 57 αποχών) δείχνει την συναίνεση που έχει δημιουργηθεί σε κάθε είδους θεσμικό όργανο της ΕΕ (εκλεγμένο και μη) στην κατεύθυνση μετακύλησης του βάρους της κρίσης στις πλάτες των εργαζομένων και καταστρατήγησης κυριαρχικών δικαιωμάτων των εθνικών κρατών.

Το Σύμφωνο Ανταγωνιστικότητας που είναι πολύ πιο δεσμευτικό από προγενέστερες συνθήκες, όπως για παράδειγμα της Λισσαβόνας του 2000 ή το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης που υιοθετήθηκε το 1996, συμπυκνώνει και μεταφράζει σε ευρωπαϊκό επίπεδο τα τεράστια οικονομικά οφέλη της Γερμανίας από την νομισματική ενοποίηση. Ταυτόχρονα αν γίνει δεκτό θα οξύνει στο έπακρο τις αντιθέσεις μεταξύ των χωρών του πυρήνα και ειδικότερα της Γερμανίας και αυτών της περιφέρειας της ευρωζώνης, από την άλλη. Αυτό θα είναι το αντίτιμο για να δώσει την έγκρισή της η Γερμανία στην αύξηση των διαθέσιμων κεφαλαίων του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας ώστε να στηρίξει επιπλέον επιχειρήσεις «διάσωσης» περιφερειακών χωρών της ευρωζώνης.

Η συμμαχία του Βερολίνου με το Παρίσι στοχεύει να αμβλύνει αυτές ακριβώς τις εντυπώσεις και τις ανησυχίες. Στην πραγματικότητα η Γερμανία κρύβει τις οικονομικά επεκτατικές και εκ φύσεως αποσταθεροποιητικές της φιλοδοξίες πίσω από τα γαλλικά πολιτικά σχέδια, βάση των οποίων η οικονομική διακυβέρνηση της ΕΕ βαθαίνει εκ των πραγμάτων την πολιτική ενοποίηση, κλείνει δηλαδή το πολιτικό κενό που ανέκαθεν υπήρχε στην συγκρότηση της ΕΕ. Η συμμαχία μεταξύ τους εξαιρετικά βραχύ χρονικό ορίζοντα, στον βαθμό που η ομπρέλα προστασίας που απλώνει η Γερμανία πάνω από την Γαλλία, δεν μπορεί να κρύβει την πολυεπίπεδη και εξελισσόμενη υποβάθμισή της για πολύ καιρό.

Σαφές δείγμα της ανίερης συμμαχίας που έχει δημιουργηθεί με την Γαλλία να γίνεται «φερέφωνο» και εκλαϊκευτής των οπισθοδρομικών προτάσεων του Βερολίνου, χωρίς παρόλα αυτά να πείθει ούτε όμως και να γλιτώνει την ταπείνωση, αποτέλεσε η συνέντευξη που παραχώρησε η υπουργός Οικονομικών της Γαλλίας, Κριστίν Λαγκάρντ, στο γερμανικό περιοδικό Der Spiegel. Από την πρώτη της ερώτηση η γερμανίδα δημοσιογράφος την ρωτάει κατά πόσο το Σύμφωνο Ανταγωνιστικότητας «που καταστρώθηκε στην καγκελαρία στο Βερολίνο αποτελεί την αρχή της γερμανικής Ευρώπης». «Ευτυχώς, οι μέρες των διαταγών και των ηγεμονιών στην Ευρώπη έχουν περάσει», απαντάει η γαλλίδα υπουργός, αναλαμβάνοντας η ίδια να ανατρέψει την γερά εδραιωμένη πλέον αντίληψη για την «γερμανική Ευρώπη» που οικοδομεί το Σύμφωνο Ανταγωνιστικότητας. Μια αντίληψη που υιοθετείται πλέον και από τον γερμανικό Τύπο, όπως η εφημερίδα Die Zeit που είχε κάνει πρωτοσέλιδο τίτλο την «γερμανική Ευρώπη». Παρόλα αυτά η γαλλίδα υπουργός το διαψεύδει. Η γερμανίδα δημοσιογράφος από την άλλη ανακαλεί παλιότερες δηλώσεις της Λαγκάρντ, όταν το Παρίσι καταδείκνυε – πολύ ορθά – τα γερμανικά πλεονάσματα ως απώτερη αιτία των ελλειμμάτων της ευρωζώνης. «Εσείς η ίδια επικρίνατε σφοδρά τα γερμανικά εμπορικά πλεονάσματα πριν ένα χρόνο, αλλά έκτοτε έχετε αλλάξει γνώμη», της λέει η δημοσιογράφος! Η απάντηση της Κρ. Λαγκάρντ ωστόσο δεν έπεισε κανέναν: «Αυτό που έχει αλλάξει θεμελιωδώς τους λίγους τελευταίους μήνες είναι η προέλευση της γερμανικής μεγέθυνσης. Αντίθετα με ότι συνέβαινε μέχρι πριν λίγους μήνες, η μεγέθυνση στη χώρα σας δεν ωθείται πλέον αποκλειστικά από τις εξαγωγές, αλλά επίσης από την εγχώρια ζήτηση».

Η πραγματικότητα δεν επιβεβαιώνει τους ισχυρισμούς της γαλλίδας υπουργού. Για την ακρίβεια, πράγματι η εγχώρια ζήτηση στη Γερμανία εμφάνισε μια αύξηση το προηγούμενο διάστημα. Κυρίως όμως ήταν αποτέλεσμα της ζήτησης επενδυτικών και όχι καταναλωτικών αγαθών. Δεν ήταν αποτέλεσμα δηλαδή της βελτίωσης του επιπέδου ζωής των γερμανών εργαζομένων ή τυχόν γενναίων μισθολογικών αυξήσεων, αλλά των σχεδίων επέκτασης ή εκσυγχρονισμού της γερμανικής βιομηχανίας ως αποτέλεσμα των κερδών που έχει συσσωρεύσει. Εντελώς χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι η ανεργία, παρά τις συνεχείς μειώσεις, παραμένει στο 7,5%. Ενώ, η υλοποίηση του προγράμματος λιτότητας ύψους 80 δισ. ευρώ που ψηφίσθηκε το 2010 θα μειώσει ακόμη παραπέρα τις καταναλωτικές δαπάνες.

Τα επιχειρήματα της γαλλίδας υπουργού έρχονται σε σύγκρουση και με πρόσφατα στοιχεία που αφορούν το γερμανικό εμπορικό ισοζύγιο. Την περίοδο Ιανουαρίου – Νοεμβρίου 2010 συγκεκριμένα, το γερμανικό πλεόνασμα έφθασε τα 140 δισ. ευρώ, όταν τον αντίστοιχο 11μηνο του 2009 ήταν 126! Μέσα σε ένα χρόνο δηλαδή αυξήθηκε περισσότερο από 10%. Επρόκειτο μάλιστα για μια χρονική περίοδο που χαρακτηρίστηκε από συρρίκνωση του εισοδήματος και της παραγωγής στην περιφέρεια της ευρωζώνης, όπου προνομιακά εξάγει το Τέταρτο Ράιχ. Στην άλλη πλευρά της διελκυστίνδας βρίσκονται οι περιφερειακές χώρες της ευρωζώνης που είδαν το εμπορικό τους έλλειμμα να μεγεθύνεται, προς όφελος φυσικά της Γερμανίας! Σε αυτές δεν περιλαμβάνονται μόνο οι συνήθεις ύποπτοι, αλλά μαζί τους και η Γαλλία. Κι εδώ ακριβώς έγκειται η θεμελιακή απόκλιση μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας που προσδίδει στο σχετικό πολιτικό άξονα όχι μόνο ευκαιριακό, αλλά και εντελώς πρόσκαιρο χαρακτήρα. Τα ανταγωνιστικά δε συμφέροντα μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας, όπως φαίνονται από την κλιμάκωση των εμπορικών ελλειμμάτων της πρώτης και των πλεονασμάτων της δεύτερης, καθιστούν τους ισχυρισμούς της Κριστίν Λαγκάρντ εντελώς αυθαίρετους.

Το πόσο σαθρό και ιδιοτελές είναι το γερμανικό επεκτατικό όραμα φαίνεται κι από τους κλυδωνισμούς που αντιμετωπίζει η κυβέρνηση της Μέρκελ στο εσωτερικό της Γερμανίας. Η πανηγυρική ήττα που δέχτηκε την Κυριακή η γερμανική Δεξιά στις εκλογές στο κρατίδιο του Αμβούργου, όπου άνοιξε η αυλαία για τις επτά συνολικά κρατιδιακές εκλογές που θα γίνουν φέτος, αποτέλεσε το επισφράγισμα μιας σειράς εξελίξεων που περιορίζουν τη νομιμοποίηση της κυβέρνησης της Μέρκελ. Χαστούκι επίσης στην διεθνή αξιοπιστία και τη σοβαρότητα της Γερμανίας αποτέλεσε η αποκάλυψη πως ο υπουργός Άμυνας, Καρλ Θέοντορ Γκούτενμπεργκ, είχε αντιγράψει το διδακτορικό του! Αν συνυπολογίσουμε δε τις ακραίες περιπτώσεις, συστηματικής μάλιστα, χρόνιας διαφθοράς στις οποίες πρωταγωνιστούν κορυφαίες και όχι περιθωριακές γερμανικές πολυεθνικές, από την Siemens και την Ferrostaal μέχρι την Mercedes Benz φαίνεται πόσο μεγάλη υποκρισία και διπροσωπία κρύβουν οι απαξιωτικές και ρατσιστικές κατηγορίες της Γερμανίας απέναντι στις χώρες της περιφέρειας. Αποδεικνύουν επίσης πως η Γερμανία στερείται – ακόμη και σήμερα – του ηθικού πλεονεκτήματος για να επιβάλει την άποψή της στην υπόλοιπη Ευρώπη.

Τις αντοχές του ευρώ δοκιμάζει το Τέταρτο Ράιχ (Πριν, 12/12/2010)

Πολιτική κρίση στην ευρωζώνη προκαλεί η πεισματική άρνηση της Γερμανίας να εκδοθεί ευρω-ομόλογο και να αυξηθούν τα κονδύλια παρεμβάσεων

Όλοι, αν και για διαφορετικούς λόγους, κατηγορούν την Ευρώπη. Υπάρχει μια ισχυρή φυγόκεντρη τάση αυτή τη στιγμή! Τα λόγια του Όλι Ρεν (όσο και αν αφήνουν ασχολίαστες τις αιτίες που αφορούν αποκλειστικά και μόνο την λιτότητα) δεν αφήνουν καμιά αμφιβολία για τη σύγκρουση που μαίνεται στο εσωτερικό της ΕΕ και την πρωτοφανή κρίση νομιμοποίησής της στη συνείδηση των λαών της γηραιάς ηπείρου.

Η διαμάχη, που αναμένεται να κορυφωθεί την επόμενη εβδομάδα με αφορμή τη Σύνοδο Κορυφής την Πέμπτη και Παρασκευή 16 και 17 Δεκέμβρη στις Βρυξέλλες, πήρε απρόσμενη διάσταση από την Δευτέρα κιόλας με αφορμή ένα άρθρο που δημοσιεύτηκε στους Φαϊνάνσιαλ Τάιμς. Συγγραφείς του ήταν ο Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, πρωθυπουργός και υπουργός Οικονομικών του Λουξεμβούργου και επίσης επικεφαλής των υπουργών Οικονομικών της ευρωζώνης (Γιούρογκρουπ) και ακόμη ο υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών της Ιταλίας, Τζιούλιο Τρεμόντι. Με το άρθρο τους έθεταν και επίσημα προς τη Γερμανία ένα αίτημα που έχει διατυπωθεί εδώ και μήνες αν όχι χρόνια: Την έκδοση, ειδικότερα, ενός ευρω-ομολόγου από μια Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Χρέους που θα ιδρυθεί για να διαδεχθεί τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, ο οποίος δημιουργήθηκε τον περασμένο Μάιο. Η πρόταση έκδοσης ευρω-ομολόγου αναμφισβήτητα θα λειτουργούσε εκτονωτικά απέναντι στις κερδοσκοπικές πιέσεις που δέχονται οι υπερχρεωμένες χώρες της ευρωζώνης, οδηγώντας στα ύψη τα επιτόκια δανεισμού τους και θα ενίσχυε τις κεντρομόλες δυνάμεις ακυρώνοντας ή και αναστρέφοντας τον ντε φάκτο διαχωρισμό της ευρωζώνης σε δύο κομμάτια, όπως έχει συντελεσθεί το τελευταίο έτος.

Στο πρώτο κομμάτι ανήκουν τα «3 Α» αν και όχι όλα. Οι χώρες δηλαδή που απολαμβάνουν τους υψηλότερους βαθμούς αξιολόγησης της πιστοληπτικής τους ικανότητας, από τους αμερικανικούς οίκους αξιολόγησης, και είναι: με επικεφαλής την Γερμανία, η Αυστρία, η Ολλανδία, η Φινλανδία και το Λουξεμβούργο. Στην ίδια κατηγορία, της ανώτατης αξιολόγησης, εντάσσεται και η Γαλλία. Παρόλα αυτά η θέση της στην πρώτη ταχύτητα όλο και συχνότερα αμφισβητείται από το Βερολίνο, παρά τις άοκνες προσπάθειες του Σαρκοζύ να διατηρήσει ζωντανό τον γαλλο-γερμανικό άξονα, υποστηρίζοντας για παράδειγμα – και παρέχοντας νομιμοποίηση με αυτό τον τρόπο – ακόμη και τις πιο επιθετικές και διχαστικές γερμανικές προτάσεις, όπως την ελεγχόμενη χρεοκοπία. Τελευταίο κρούσμα και πλήρως δηλωτικό της υποταγής του στο Βερολίνο ήταν η δημόσια αποκήρυξη από το Παρίσι της πρότασης έκδοσης ευρω-ομολόγου. Ο Σαρκοζύ επανέλαβε αυτή τη θέση από τη γερμανική πόλη Φράιμπουργκ την Παρασκευή, παρουσία της γερμανίδας καγκελαρίου, όπου έγινε επίσης γνωστό ότι στην κρίσιμη σύνοδο κορυφής της επόμενη εβδομάδας Βερολίνο και Παρίσι θα εμφανιστούν με κοινές θέσεις. Καλύτερα, ότι το Παρίσι προκειμένου να παραμείνει στην πρώτη ταχύτητα θα δώσει γη και ύδωρ στο Βερολίνο, που νιώθει πια να μην έχει την ανάγκη του γαλλογερμανικού άξονα, στο πλαίσιο του οποίου με τα κονδύλια του αγόραζε πολιτική νομιμοποίηση και λήθη για τα ναζιστικά εγκλήματα.

Στην άλλη, τη δεύτερη ταχύτητα ανήκουν πρώτα και κύρια όλες οι υπερχρεωμένες χώρες: Αρχικά η Ελλάδα. Μετά η Ιρλανδία, που είναι η δεύτερη χώρα η οποία εντάχθηκε στο σφαγείο του «μηχανισμού διάσωσης» δανειζόμενη 85 δισ. ευρώ για να σωθούν οι ξένοι πιστωτές της, που είναι το ζητούμενο όλων αυτών των παρεμβάσεων. Προς επίρρωση η ακόλουθη «ομολογία» από τους Φαϊνάνσιαλ Τάιμς της Τετάρτης: «Στο τέλος του 2009 οι κοινές απαιτήσεις των γαλλικών και γερμανικών τραπεζών από τα 4 πιο ευπρόσβλητα μέλη της ευρωζώνης ήταν αντίστοιχα 15% και 16% του ΑΕΠ τους. Για τις ευρωπαϊκές τράπεζες, ως ομάδα, στο 14% του ΑΕΠ τους… Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι Ιρλανδοί “πείστηκαν” να διασώσουν τους κύριους πιστωτές των τραπεζών τους σε βάρος των φορολογουμένων τους», καταλήγει η εφημερίδα υποδεικνύοντας για χάρη τίνων μειώθηκαν κατά 4% οι συντάξεις, κατά 10 ευρώ την εβδομάδα τα επιδόματα παιδιών και κατά 1 ευρώ το ελάχιστο ωρομίσθιο. Κάνοντας μια παρένθεση αξίζει να αναφέρουμε πως, σύμφωνα με ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, από τον Οκτώβρη του 2008 μέχρι τώρα οι ευρωπαϊκές τράπεζες έχουν απορροφήσει από τα κράτη 4,589 τρισ.  ευρώ, το 76% από τα οποία είχε την μορφή εγγυήσεων. Επίσης, με βάση ανακοινώσεις της προηγούμενης εβδομάδας, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα από τον Μάιο οπότε κορυφώθηκε η κρίση έχει αγοράσει ομόλογα ύψους 69 δισ. ευρώ από τις υπερχρεωμένες χώρες. Στην ίδια δεύτερη ταχύτητα εντός της ευρωζώνης περιλαμβάνεται επίσης η Ισπανία, η Πορτογαλία, η Ιταλία και όχι μόνο. Σε μια επικίνδυνη υποτροπή της κρίσης δανεισμού η δεύτερη ταχύτητα της ΕΕ διευρύνεται ολοένα και περισσότερο περιλαμβάνοντας επιπλέον χώρες. Τελευταίο κρούσμα, για παράδειγμα, το Βέλγιο, λόγω όχι μόνο του υψηλού του δημόσιου χρέους αλλά και της χρόνιας πολιτικής κρίσης.

Η έκδοση του ευρω-ομολόγου κατά τους υποστηρικτές της πρότασης θα απέτρεπε την μετάδοση της κρίσης δημιουργώντας ένα τείχος προστασίας των οικονομιών της ευρωζώνης. Η αντίδραση της Γερμανίας παρότι μπορούσε να προβλεφθεί οδήγησε σε νέα ύψη την διαμάχη στο εσωτερικό της ευρωζώνης. Συγκεκριμένα, το Βερολίνο απέρριψε την πρόταση υποστηρίζοντας τυπικά ότι για κάτι τέτοιο απαιτείται αλλαγή των συνθηκών. Επί της ουσίας υποστήριξε ότι από τη στιγμή που η έκδοση ευρω-ομολόγου θα οδηγούσε σε ένα ενιαίο επιτόκιο δανεισμού για τις χώρες της ευρωζώνης, στο μέσο του χαμηλότατου γερμανικού και των πολύ υψηλών επιτοκίων των υπερχρεωμένων χωρών, αυτόματα θα σήμαινε επιπλέον βάρη για τους γερμανούς φορολογούμενους που θα έβλεπαν το κόστος δανεισμού τους να αυξάνεται. «Χρειαζόμαστε κίνητρα και κυρώσεις», υποστήριξε ο γερμανός υπουργός Οικονομικών, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, στην ίδια εφημερίδα παίρνοντας θέση απέναντι στην πρόταση έκδοσης ευρω-ομολόγου. Τα κίνητρα προφανώς αφορούν τα χαμηλά επιτόκια δανεισμού και οι κυρώσεις τα τοκογλυφικά επιτόκια που πληρώνουν οι υπερχρεωμένες χώρες τα οποία μάλιστα καταρρίπτουν το ένα ρεκόρ μετά το άλλο, κινούμενα στα υψηλότερα επίπεδα από την ένταξή τους στην ευρωζώνη. Η απάθεια της Γερμανίας οδήγησε τον Γιούνκερ σε μια εντελώς ασυνήθιστη αντίδραση, καθώς την κατηγόρησε μια μέρα μετά, σε γερμανική μάλιστα εφημερίδα, ότι απέρριψε την πρότασή τους πριν καν την μελετήσει, ενώ επέκρινε την Γερμανία ότι χειρίζεται τις ευρωπαϊκές υποθέσεις με «λίγο απλοϊκό» και «μη-ευρωπαϊκό τρόπο».

Το επεισόδιο μεταξύ Γιούνκερ και Βερολίνου έχει ιδιαίτερη σημασία στον βαθμό που ο πρόεδρος του Γιούρογκρουπ έχει μέχρι στιγμής υπηρετήσει τα γερμανικά συμφέροντα με τον πιστό τρόπο. «Το στοιχείο της έκπληξης από τη λογομαχία με τον Γιούνκερ προέρχεται απ’ το ότι θεωρούταν παραδοσιακά στενός σύμμαχος της Γερμανίας», ανέφερε την Πέμπτη η βρετανική εφημερίδα από τις στήλες της οποίας ξεκίνησε η αντιπαράθεση και η οποία συνεχίστηκε στη συνεδρίαση των υπουργών Οικονομικών της ευρωζώνης την Δευτέρα και την Τρίτη, όπου η απάντηση της Γερμανίας προσέλαβε και πιο επίσημο χαρακτήρα. Εκεί το Βερολίνο απέρριψε και επίσημα τις δύο προτάσεις που διατυπώθηκαν για να δοθεί μια άμεση λύση στην κρίση χρέους: η έκδοση ευρω-ομολόγου και η αύξηση του ποσού των 440 δισ. ευρώ με το οποίο προικοδοτήθηκε ο «μηχανισμός διάσωσης», πρόταση που έρχεται να προλάβει τα χειρότερα: ένα ντόμινο πτωχεύσεων για το οποίο σήμερα δεν υπάρχουν τα αναγκαία μέσα για να το σταματήσουν. Εντελώς χαρακτηριστική είναι για παράδειγμα η περίπτωση της Ισπανίας, καθώς το δημόσιο χρέος της μπορεί να κινείται στο φαινομενικά ακίνδυνο ποσοστό του 53,2% του ΑΕΠ (χαμηλότερο ακόμη και από το αντίστοιχο γερμανικό που φθάνει το 73,4%) ωστόσο το 2009 αντιστοιχούσε σε 561 δισ. ευρώ. Το δε ιταλικό δημόσιο χρέος (που είναι υψηλό και ως ποσοστό φθάνοντας το 116%) είναι υπερτριπλάσιο του ισπανικού και ανερχόταν σε 1,764 τρισ.! Πρόκειται για ποσά τα οποία προκαλούν ζάλη. Μπροστά τους μάλιστα η «ελληνική κρίση» (με ένα δημόσιο χρέος που το 2009, βάση της τελευταίας επικαιροποίησης της Γιούροστατ στις 15 Νοέμβρη, έφθανε «μόνο» τα 298 δισ.) μοιάζει με πταίσμα…

Η κρίση στην ευρωζώνη επομένως, που θα κορυφωθεί την επόμενη εβδομάδα όταν στη σύνοδο κορυφής η Γερμανία θα επιβάλλει το σχέδιο ελεγχόμενης χρεοκοπίας, πυροδοτείται από τους ιμπεριαλιστικούς, επιθετικούς σχεδιασμούς  της Γερμανίας που αφού εκμεταλλεύτηκε τις περιφερειακές αγορές στο πλαίσιο της ΟΝΕ τώρα τις πετάει στον Καιάδα της κρίσης, υπονομεύοντας την αξιοπιστία του ευρώ και επίσης και επίσης τη σταθερότητα και τη συνοχή της ευρωζώνης. Γι’ αυτό το λόγο εξεγείρονται οι παραδοσιακοί της σύμμαχοι. Αυτό το ρευστό περιβάλλον από την άλλη αποτελεί το πιο κατάλληλο έδαφος για τους εργαζόμενους και την Αριστερά να θέσουν άμεσα το αίτημα εξόδου από το ευρώ και την ΟΝΕ, μαζί με την παύση πληρωμών του δημοσίου χρέους, την εθνικοποίηση τραπεζών και επιχειρήσεων στρατηγικής σημασίας και την επιβολή φραγμών στην κίνηση κεφαλαίων, ως άμεσων στόχων για την επίλυση της κρίσης προς όφελος των εργαζομένων.

Ευρωεκλογές εν μέσω κρίσης (Διπλωματία, 5ος/2009)

ΑΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΑΠΟΧΗΣ ΑΝΑΜΕΝΕΤΑΙ ΣΤΙΣ 7 ΙΟΥΝΗ

ΚΑΤΩΤΕΡΗ ΤΩΝ ΠΡΟΣΔΟΚΙΩΝ ΑΠΟΔΕΙΧΤΗΚΕ Η ΕΕ

Με την αποχή, που αναμένεται να φθάσει σε ύψη ρεκόρ στις προσεχείς ευρωεκλογές, θα εκφράσουν οι πολίτες των 27 χωρών μελών της ΕΕ τη δυσφορία τους για τον τρόπο που χειρίζεται η Ευρωπαϊκή Ένωση την οικονομική κρίση. Απόλυτα σεβαστή θα γίνει κι αυτή τη φορά η παράδοση που θέλει κάθε εκλογική αναμέτρηση για το ευρωκοινοβούλιο να καταρρίπτει το ρεκόρ αποχής των προηγούμενων ευρωεκλογών. Αρκεί μια ματιά να ρίξει κανείς στα ποσοστά συμμετοχής για να πεισθεί ότι πρόκειται για μια τάση που επαναλαμβάνεται σταθερά. Έτσι, το 1979 το ποσοστό συμμετοχής ήταν 62%, το 1984 59%, το 1989 58%, το 1994 57%, το 1999 50% και το 2004 μόλις 45%. Ίδια ακριβώς είναι η τάση που καταγράφεται και στην Ελλάδα, παρότι τα ποσοστά συμμετοχής είναι σημαντικά υψηλότερα λόγω του υποχρεωτικού χαρακτήρα της συμμετοχής στις ευρωεκλογές – κάτι που δεν ισχύει στις περισσότερες ευρωπαϊκές – και της πολιτικής φόρτισης που τις συνοδεύει. Το 1984 η συμμετοχή έφθασε το 81%, το 1989 στο 80%, το 1994 στο 73%, το 1999 στο 70% και το 2004 η συμμετοχή των Ελλήνων πολιτών στις ευρωεκλογές έφθασε το 63%. Στις επικείμενες ευρωεκλογές που σε κάθε μία από τις 27 χώρες της ΕΕ θα διεξαχθούν από τις 4 έως τις 7 Ιουνίου η αποχή αναμένεται να είναι ακόμη μεγαλύτερη. Πρόσφατη έρευνα του ευρωβαρόμετρου έδειξε ότι μόνο το 34% από τα 375 εκ. ψηφοφόρων πρόκειται να προσέλθουν στις κάλπες – αριθμός που όσο κι αν αυξηθεί ως αποτέλεσμα της διαφημιστικής εκστρατείας και της ανόδου του ενδιαφέροντος όσο πληθαίνουν οι αναφορές και οι πολιτικές αντιπαραθέσεις, δεν πρόκειται να οδηγήσει σε αναστροφή της τάσης αύξησης της αποχής. Η επιλογή των Ευρωπαίων να αδιαφορήσουν για τις ευρωεκλογές και τη σύνθεση του ευρωκοινοβουλίου δε προδίδει άγνοια του καθοριστικού ρόλου που διαδραματίζουν οι αποφάσεις που λαμβάνονται στα όργανα της ΕΕ και του γεγονότος ότι οι 3 στους 4 νόμους συνιστούν προσαρμογή του κοινοτικού δικαίου στο εθνικό. Το γεγονός αντίθετα ότι οι Ευρωπαίοι γυρίζουν την πλάτη τους στους θεσμούς της ΕΕ (γεγονός αναμφισβήτητα αρνητικό καθώς εκλείπει η λαϊκή πίεση στους ευρωβουλευτές και η επακόλουθη λογοδοσία) με την ίδια ταχύτητα που αυξάνει η σημασία της στα εσωτερικά πολιτικά πράγματα σε δύο ερμηνείες οδηγεί. Η πρώτη είναι μια αυξανόμενη συνειδητοποίηση του υποβαθμισμένου ρόλου που έχει το Ευρωκοινοβούλιο στο όλο σύστημα αποφάσεων της ΕΕ. Πρόκειται για το λεγόμενο δημοκρατικό έλλειμμα το οποίο έθιξε και ο πρόεδρος της Δημοκρατίας, Κάρολος Παπούλιας από τη Φινλανδία που επισκέφθηκε στις αρχές Μαΐου και κορυφώθηκε με τη δημιουργία του ευρώ και την εκχώρηση της νομισματικής πολιτικής στους τεχνοκράτες της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Η θωράκισή τους από την επιρροή εκλεγμένων κυβερνήσεων και ηγετών, στο όνομα της «ανεξαρτησίας», οδήγησε πολλές φορές ακόμη και συντηρητικούς πολιτικούς αρχηγούς, όπως ο πρόεδρος της Γαλλίας Νικολά Σαρκοζύ, να ζητήσουν την αναθεώρηση των προνομίων τους και τον δημοκρατικό έλεγχο στην ΕΚΤ. Πλευρά του δημοκρατικού ελλείμματος είναι και η απροθυμία των ευρωπαίων ηγετών και πολύ περισσότερων των κυβερνήσεων να θέσουν σε δημοψήφισμα το Ευρωσύνταγμα αρχικά και την Συνθήκη της Λισσαβόνας που το αντικατέστησε στη συνέχεια. Ο φόβος απόρριψης τους από τους πολίτες που θα ανάγκαζε την ΕΕ να αναθεωρήσει τα κείμενα, όπως συνέβη στη Γαλλία και την Ιρλανδία με το Ευρωσύνταγμα, οδήγησε τις κυβερνήσεις να τα εγκρίνουν εν κρυπτώ από τα εθνικά κοινοβούλια χωρίς να γίνουν θέμα δημόσιας συζήτησης και αντιπαράθεσης. Η δεύτερη αιτία που ερμηνεύει την χαμηλή συμμετοχή στις εωρωεκλογές αφορά την μη ικανοποίηση ή ακόμη και την απογοήτευση των ευρωπαίων πολιτών για την στάση της ΕΕ σε μια σειρά από κρίσιμα θέματα. Κι όσο για την περίοδο δε που συζητάμε – τι άλλο; – από τον τρόπο που χειρίστηκε την πρωτοφανή για τα μεταπολεμικά δεδομένα οικονομική κρίση. Αξίζει αρχικά να δούμε το περίγραμμα του οικονομικού περιβάλλοντος εντός του οποίου πραγματοποιούνται οι ευρωεκλογές. Σύμφωνα με εκτιμήσεις του ΔΝΤ, που δημοσιεύτηκαν στις 12 Μαΐου, το ΑΕΠ των 16 χωρών της ευρωζώνης το 2009 θα συρρικνωθεί κατά 4,2% και το 2010 κατά 0,4%. Το ΑΕΠ των Ηνωμένων Πολιτειών αντίθετα γι αυτή τη χρονιά θα μειωθεί κατά 2,8% ενώ για τον επόμενο χρόνο προβλέπεται στασιμότητα. Φαίνεται έτσι ότι η κρίση πλήττει πολύ πιο βαριά τη γηραιά ήπειρο απ’ ότι τις ΗΠΑ. Οπότε διαψεύδονται με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο οι επανειλημμένες διαβεβαιώσεις των ηγετών της ΕΕ ότι πρώτον, το επίκεντρο της αναστάτωσης συνεχίζεται να βρίσκεται στις ΗΠΑ κι εκεί είναι που πρέπει να ληφθούν μέτρα και δεύτερο ότι τα μέτρα που έχουν λάβει οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις είναι επαρκή. Αυτό που δείχνουν οι προβλέψεις του ΔΝΤ αντίθετα είναι ότι η κρίση (που με τα δικά του λόγια προβλέπεται «βαθιά και διαρκείας» αμφισβητώντας έτσι αισιόδοξες προβλέψεις για τον γρήγορο τερματισμό της) έχει κάνει εδώ και καιρό μετάσταση στην Ευρώπη κι ότι τα μέτρα που λαμβάνονται είναι ανεπαρκή. Ως αποτέλεσμα αναμένεται έκρηξη της ανεργίας. Η ίδια η Επιτροπή εκτιμά ότι στα 20 εκ. άνεργους αναμένεται να προστεθούν 8,5 εκ. ακόμη! Απέναντι λοιπόν σ’ αυτή την εκρηκτική κατάσταση αξίζει να δούμε τη στάση που κράτησε η Ευρωπαϊκή Ένωση. Αρχικά, υπήρξε η απροθυμία των κυβερνήσεων της ΕΕ να εγκρίνουν χρηματοδοτικά πακέτα στήριξης της οικονομίας που δεν παύουν να αποτελούν τη μοναδική ενδεδειγμένη λύση άμεσα κι όχι μακροχρόνια «όταν όλοι θα είμαστε νεκροί», για να θυμηθούμε τη ρήση του Κέυνς που είχε διατυπωθεί μάλιστα σε μια ακριβώς όμοια οικονομική συγκυρία όταν και τότε οι αναγκαίες παρεμβάσεις του κράτους θεωρούνταν περιττές λόγω της πίστης στην ικανότητα της αγοράς να ισορροπεί – μακροχρόνια πάντα. Οι χρηματοδοτικές ενισχύσεις αποτελούν μονόδρομο ανεξάρτητα μάλιστα από το γεγονός ότι η χορήγησή τους συνοδεύεται από μια σειρά αβεβαιότητες: πώς, πότε και με τι κόστος π.χ. θα αποπληρωθεί το αστρονομικό ποσό των 2 τρισ. δολ. (διπλάσιο από πέρυσι) που σκοπεύει να δανειστεί το αμερικανικό δημόσιο φέτος. Έτσι μέχρι στιγμής ενώ οι χρηματοδοτήσεις που έχουν εγκριθεί στις ΗΠΑ ισοδυναμούν με το 4,8% του ΑΕΠ τους και στην Κίνα με το 4,4%, στην Ευρώπη οι χρηματοδοτήσεις ισοδυναμούν με το 3,4% του ΑΕΠ της Γερμανίας και μόλις το 1,3% της Γαλλίας. Ακόμη χεορότερα ενώ σε όλο τον κόσμο η καταφυγή στα δημοσιονομικά ελλείμματα αναγνωρίζεται ως η μοναδική έξοδος κινδύνου, στην ΕΕ δοξάζεται η βασιλική οδός της δημοσιονομικής πειθαρχίας και των ισοσκελισμένων προϋπολογισμών. Ο δογματισμός της ΕΕ μάλιστα γίνεται παροιμιώδης αν δούμε ότι συνεχίζει να μένει προσκολλημένη σε μια αρχή ακόμη κι όταν παραβιάζεται – για λόγους ανάγκης προφανώς – από τη συντριπτική πλειοψηφία των κρατών μελών της. Για την ακρίβεια 13 από τις 16 χώρες που χρησιμοποιούν το ευρώ αναμένεται το 2010 να έχουν ελλείμματα άνω του 3%. Οι ισχυρότερες δε οικονομίες της ευρωζώνης όπως η Γερμανία, η Γαλλία, η Ιταλία και η Ισπανία θα έχουν έλλειμμα της τάξης του 6%, 7,1%, 6,1% και 11,2%! Κι αντί η ΕΕ να προσαρμόσει την οικονομική της πολιτική στα νέα αυτά δεδομένα, με κριτήριο τη διαφύλαξη των θέσεων απασχόλησης και της κοινωνικής σταθερότητας που διασφαλίζει το κράτος πρόνοιας και το σταθερό εργασιακό περιβάλλον καλεί σε λιτότητα και δια στόματος του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Μανουέλ Μπαρόζο, σε μείωση των ωρών εργασίας και των μισθών. Οι πρώτοι που βίωσαν τις αρνητικές συνέπειες αυτής της πολιτικής ήταν οι μετανάστες (αμορτισέρ που τις τελευταίες δεκαετίες περιλαμβάνεται στο μόνιμο εξοπλισμό κάθε ευρωπαϊκής αγοράς εργασίας) που λειτούργησαν με διπλό τρόπο. Από τη μια οι σχετικά πιο καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας των ίδιων των ευρωπαίων δεν επηρεάστηκαν τόσο γρήγορα από την κρίση, από την άλλη η απόγνωση και η βία, που είναι το αναγκαίο συνοδευτικό της ανεργίας και της φτώχειας, εξαπλώθηκε σε κοινωνικά στρώματα και γεωγραφικές περιοχές που δεν είναι ορατά δια γυμνού οφθαλμού στην πλειοψηφία. Το ερώτημα ωστόσο είναι μέχρι πότε, αν σκεφτούμε ότι στη Γερμανία οι μετανάστες ανέρχονται σε 3,5 εκ., στην Ισπανία και την Αγγλία από 1,8 εκ., στην Ιταλία 1,5 εκ. και στη Γαλλία ζουν 1,4 εκ. μετανάστες. Ωστόσο οι μαζικές κινητοποιήσεις στο Παρίσι, τη Ρίγα, το Βίλνιους, τη Βουδαπέστη, το Ρέυκιαβικ και πιο πρόσφατα τα βίαια επεισόδια που έγιναν από εργάτες της βιομηχανίας χάλυβα στο Λουξεμβούργο στις 12 Μαΐου, έδειξαν ότι οι συνέπειες της κρίσης δεν είναι αισθητές πλέον μόνο στο περιθώριο της κοινωνίας ή τα πιο ευάλωτα τμήματα της εργασίας. Απογοήτευση επίσης και το μεγαλύτερο δυνατό διασυρμό της «ενιαίας» κατά τ’ άλλα Ευρώπης προκάλεσε η απάντηση της ΕΕ στα μέλη της που εκτέθηκαν περισσότερο στην κρίση. Μια σειρά κατ’ αρχήν από χώρες παραπέμφθηκαν στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (Ουγγαρία, Λετονία και Λετονία) για να λύσουν τα χρηματοδοτικά τους προβλήματα. Από τη στιγμή που τόσο η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα όσο κι άλλα κεντρικά πιστωτικά ιδρύματα σ’ όλο τον κόσμο δε δίστασαν να προβούν σε αντισυμβατικές δραστηριότητες (η FED για παράδειγμα έφθασε να δανείσει απ’ ευθείας επιχειρήσεις ασκώντας λειτουργίες εμπορικής τράπεζας) γιατί θα έπρεπε χώρες που ήδη δοκιμάζονται από την κρίση να υποστούν τους επαχθείς όρους υπό τους οποίους δανείζει το ΔΝΤ και να μην τύχουν της δανειοδότησης της ΕΚΤ με το προνομιακό της επιτόκιο; Γιατί, με άλλα λόγια, το επιτόκιο του 1% (από 4,25% που ήταν τον Οκτώβρη του 2008), όπως διαμορφώθηκε στις 7 Μαΐου, να το απολαμβάνουν μόνο οι εμπορικές τράπεζες και τις πιο πολλές φορές μάλιστα προς δική τους και μόνο ωφέλεια, και όχι τα κράτη – μέλη; Πολύ περισσότερο εκείνα που έχουν εκχωρήσει στη Φρανκφούρτη το προνόμιο άσκησης νομισματικής πολιτικής… Αναντίστοιχη των προσδοκιών ήταν η ανταπόκριση της ΕΕ και στα διορθωτικά μέτρα ρύθμισης των αγορών που συμφωνήθηκαν μετά τη συνεδρίαση του G20 στις 2 Απρίλη. Τα μέτρα που έδωσε στη δημοσιότητα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή με στόχο να επιβάλλει διαφάνεια στην αγορά των αντισταθμιστικών κεφαλαίων (hedge funds) που σε παγκόσμιο επίπεδο το μέγεθός της ανέρχεται σε 1,4 τρισ. δολ. κρίθηκαν όχι απλώς λίγα αλλά και επικίνδυνα. Η γαλλίδα υπουργός Οικονομίας, Κριστίν Λαγκάρ, από την εφημερίδα Figaro επεσήμανε τον κίνδυνο, χάρη αυτών ακριβώς των ρυθμίσεων, η Ευρώπη να αλωθεί από κερδοσκοπικά κεφάλαια με έδρα τα νησιά Κεϊμάν που θα λειτουργήσουν σαν Δούρειοι Ίπποι. Για την ίδια πρόταση ο Πολ Ρασμούσεν, δανός ευρωβουλευτής και πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος (που στις 9 Μαΐου παραβρέθηκε Στο Εθνικό Συμβούλιο του ΠΑΣΟΚ) δήλωσε πως «έχει περισσότερες τρύπες από ελβετικό τυρί». Το γεγονός ότι η ΕΕ δεν μπόρεσε να πρωταγωνιστήσει στον αγώνα δρόμου που γίνεται για να αναδιοργανωθεί η αρχιτεκτονική του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος έχει ξεχωριστή σημασία καθώς η ΕΕ – και δη ο γαλλογερμανικός άξονας – προβάλλει ως ο φανατικότερος πολέμιος του σημερινού καθεστώτος απορύθμισης. Στο παραπάνω πλαίσιο οι κάλπες της 7ης Ιουνίου δεν θα βγάλουν θεαματικά αποτελέσματα που να ανατρέπουν την σημερινή εικόνα βάση της οποίας από τους 785 βουλευτές 288 ανήκουν στην ομάδα του Λαϊκού Κόμματος, 217 στη Σοσιαλιστική, 100 στη Συμμαχία Φιλελεύθερων Δημοκρατών, 44 στην Ένωση για την Ευρώπη των Εθνών, 43 στους Πράσινους, 41 στην Ομάδα της Αριστεράς, κλπ. Οι σοσιαλιστές θα συνεχίσουν να είναι στη δεύτερη θέση αδυνατώντας να εκμεταλλευθούν τη δυσφορία που γεννά η οικονομική κρίση. Δεν αποκλείεται μάλιστα το ΠΑΣΟΚ να καταγράψει την μεγαλύτερη άνοδο σε σχέση με άλλα συγγενή του κόμματα λόγω της υποχώρησης της ΝΔ και του χαμηλού σημείου από το οποίο ξεκινάει κάθε σύγκριση μια και το 2004 είχε πάρει μόλις 34%. Ξεχωριστή σημασία ως τάση – κι όχι αριθμητικά – ίσως να έχει η καταγραφή στα εκλογικά αποτελέσματα των φυγόκεντρων τάσεων που ήδη παρατηρούνται σε όλη την έκταση της ΕΕ. Όπως για παράδειγμα η πιθανολογούμενη εκλογή ενός ευρωβουλευτή από το ακροδεξιό αντι-μεταναστευτικό Βρετανικό Εθνικό Κόμμα κι άλλων δύο από αντι-ισλαμικά αντι-μεταναστευτικά κόμματα της Δανίας. Έσπειραν ανέμους και θερίζουν θύελλες…

Αρέσει σε %d bloggers: