Γερμανία: Μεγάλος συνασπισμός για την κατάκτηση της Ευρώπης (Επίκαιρα, 5-11/12/2013)

merkel-gabriel-seehoferΤέλος καλό, όλα καλά άραγε μετά την συμφωνία των Σοσιαλδημοκρατών και της Δεξιάς επάνω στο κείμενο έκτασης 185 σελίδων με τίτλο Διαμορφώνοντας το μέλλον της Γερμανίας, που αποτελεί την βάση για την κυβέρνηση συμμαχίας; Για την ίδια την Γερμανία κι ειδικότερα για τα κόμματα που θα μοιραστούν την εξουσία ναι, για την υπόλοιπη Ευρώπη όχι! Η νέα κυβέρνηση συνασπισμού μόνο δεινά θα προκαλέσει.

Αν και το κείμενο που αποτελεί την βάση συμφωνίας για την τρίτη θητεία της Μέρκελ στην καγκελαρία μένει να εγκριθεί από τα 475.000 μέλη του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος που θα ψηφίσουν σε εσωκομματικό δημοψήφισμα στις 15 Δεκεμβρίου, έτσι ώστε να ανοίξει και επίσημα ο δρόμος για να αναλάβει τα καθήκοντά της η Μέρκελ στις 17 Δεκεμβρίου, στην πραγματικότητα καμία έκπληξη δεν αναμένεται. Δημοσκοπήσεις που έχουν ήδη δει το φως της δημοσιότητας προεξοφλούν ότι ένα πολύ υψηλό ποσοστό μεταξύ των μελών του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος (SPD) που φτάνει ακόμη και το 78% εγκρίνουν την δημιουργία του λεγόμενου μεγάλου συνασπισμού.

 

ΤΟΥ ΛΕΩΝΙΔΑ ΒΑΤΙΚΙΩΤΗ

Η στροφή των σοσιαλδημοκρατών υπέρ της συγκυβέρνησης επιτεύχθηκε μετά την συμφωνία της Μέρκελ που ηγείται της δεξιάς συμμαχίας (CDU/CSU) να συμπεριλάβει στην προγραμματική συμφωνία δύο αιτήματα που αποτελούσαν αυστηρούς όρους για το SPD. Το πρώτο σχετίζεται με την εισαγωγή βασικού ωρομισθίου, ύψους 8,5 ευρώ, καθώς η Γερμανία ήταν από τις ελάχιστες χώρες της Ευρώπης που δεν είχαν βασικό μισθό ή ωρομίσθιο. Η εισαγωγή του θα αποτρέψει ακραία φαινόμενα εκμετάλλευσης που είχαν εμφανιστεί στην αγορά εργασίας τα τελευταία χρόνια ως αποτέλεσμα της διαμόρφωσης μιας αγοράς εργασίας δύο ταχυτήτων, με την κατώτερη ταχύτητα στο πλαίσιο των «μίνι δουλειών» να δουλεύει υπό καθεστώς μεσαίωνα. Παρόλα αυτά δεν διαφεύγει της προσοχής το γεγονός ότι ο βασικός μισθός θα εισαχθεί την 1/1/2015 και θα ισχύει μόνο για εκείνες τις επιχειρήσεις στις οποίες δεν έχει συμφωνηθεί κάτι διαφορετικό. Όρος που δίνει το χρονικό περιθώριο ενός ολόκληρου έτους στην γερμανική εργοδοσία να συμμαζέψει τα του οίκου της, έστω και σε επίπεδο επιχείρησης, ώστε να αποφύγει την υιοθέτηση του ωρομισθίου των 8,5 ευρώ. Το βασικό ωρομίσθιο παρόλα αυτά θα σημάνει αυξήσεις για ένα διόλου ευκαταφρόνητο κομμάτι εργαζομένων στην Γερμανία. Και δεν είναι το μοναδικό φιλεργατικό μέτρο. Εξ ίσου φιλεργατικές είναι κι οι αλλαγές που υπόσχεται ο μεγάλος συνασπισμός στο συνταξιοδοτικό καθεστώς. Ειδικότερα, προβλέπεται η πρόωρη συνταξιοδότηση στα 63 χρόνια όσων εργαζομένων έχουν συμπληρώσει 45 χρόνια δουλειάς και επιπλέον παροχές για γυναίκες που εγκαταλείπουν την δουλειά για να μεγαλώσουν τα παιδιά τους. Παρότι αυτά τα μέτρα δεν σηματοδοτούν το τέλος της πολιτικής λιτότητας και κατεδάφισης του κράτους πρόνοιας που εισήχθη επί Σρέντερ με την λεγόμενη Ατζέντα 2010, εξασφαλίζουν ορισμένες παροχές για ένα κομμάτι εργαζομένων που δεν συγκαταλέγεται στην επισφάλεια κι αποτελεί προνομιακή δεξαμενή ψήφων κυρίως για την Δεξιά.

Παροχές στη Γερμανία, περικοπές στην Ελλάδα

Σε αυτό το σημείο δεν μπορούν να αποφευχθούν οι συγκρίσεις με την Ελλάδα (και τις άλλες χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας) όπου έχει επιβληθεί καθεστώς έκτακτης ανάγκης, με αφορμή την δημοσιονομική κρίση. Στην Ελλάδα για παράδειγμα η Γερμανία, που στην δική της αγορά εργασίας εισάγει τον βασικό μισθό, απαίτησε μέσω της Τρόικας και των γκαουλάιτερ της Τασκ Φορς την κατάργηση του βασικού μισθού, όπως διαμορφωνόταν μέσα από ελεύθερες διαπραγματεύσεις εργοδοτών και εργαζομένων και την κάθετη μείωση μισθών και ημερομισθίων. Ενώ την ίδια ώρα που η Γερμανία αυξάνει τις συνταξιοδοτικές παροχές στην Ελλάδα η Τρόικα πιέζει για νέα αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης ακόμη και κατά 2-3 έτη, για αλλαγή του τρόπου υπολογισμού των συντάξεων, ακόμη και για μείωση των βασικών συντάξεων που μέχρι στιγμής δεν έχουν θιχτεί, όπως με σαφήνεια υπέδειξε ο ΟΟΣΑ σε πρόσφατη έκθεση του. Η δυνατότητα της Γερμανίας να ενισχύει την συνοχή στο εσωτερικό της δεν είναι άσχετη με την διάλυση που επιβάλλει στην ευρωπαϊκή περιφέρεια. Η όξυνση της κρίσης δημόσιου χρέους, μέσω των μέτρων λιτότητας που απαιτούν τα Μνημόνια, αυξάνει τα γερμανικά πλεονάσματα (δημοσιονομικά και εμπορικά) επιτρέποντας στην Γερμανία να ασκεί κοινωνική πολιτική, σε μια εποχή που και μόνο η επίκλησή της στην υπόλοιπη Ευρώπη τείνει να χαρακτηριστεί ύβρις και αιτία πολέμου. Ενδεικτικό της προτεραιότητας που αναγνωρίζει η γερμανική ελίτ στην σφυρηλάτηση του εσωτερικού μετώπου είναι κι ένα ακόμη ασυνήθιστο μέτρο που περιλαμβάνεται στην συμφωνία: Η επιβολή διοδίων στους αυτοκινητοδρόμους αποκλειστικά για ξένους κι ας αποτελούν μόνο το 5% της κίνησης. Για να είναι μάλιστα τύποις συμβατό με το ευρωπαϊκή δίκαιο αυτό το μέτρο και να μην μπορεί να κατηγορηθεί η Γερμανία για διακρίσεις σε βάρος των υπόλοιπων ευρωπαίων πολιτών, η ελάφρυνση των Γερμανών θα επέλθει μέσω φορολογικών επιστροφών. Επί της ουσίας όμως πρόκειται για κατάφωρη παραβίαση της αρχής της ίσης αντιμετώπισης. Κι αυτό συμβαίνει την ίδια ώρα που στην Ελλάδα τα διόδια αναμένεται να αυξηθούν ακόμη και κατά 60% (τα διόδια των Αφιδνών για παράδειγμα από 2,10 θα φτάσουν τα 3,35 ευρώ) ως αποτέλεσμα της αναθεώρησης των συμβάσεων που πάγωσαν το 2010, ενώ αναμένεται να τοποθετηθούν πολλοί ακόμη καινούργιοι σταθμοί. Αξίζει εδώ να σκεφτούμε τι αντιδράσεις θα δημιουργούνταν αν επιχειρούταν να εφαρμοστεί ένα ανάλογο μέτρο και στην Ελλάδα που έχει πολύ περισσότερους λόγους εξ αιτίας της αυξημένης σημασίας του οδικού τουρισμού. Οι αντιδράσεις δε, δεν θα προέρχονταν μόνο από τις κοινοτικές αρχές που θα επέβαλαν εν μία νυκτί δυσβάστακτα και παραδειγματικά πρόστιμα, αλλά ακόμη κι από πολιτικούς και τον Τύπο, που συλλήβδην θα χαρακτήριζαν το μέτρο αντι-ευρωπαϊκό, κατηγορώντας όποιον το πρότεινε για επαρχιωτισμό και θιασώτη του εθνικού απομονωτισμού. Όταν το κάνει όμως η Γερμανία, τότε …σιγή ιχθύος!

Δικομματική συναίνεση η ευρωπαϊκή διχοτόμηση

Το σημαντικότερο όμως μέρος της συμφωνίας που επήλθε μεταξύ των δύο δεξιών κομμάτων και των σοσιαλδημοκρατών δεν αφορά την Γερμανία, όπου τα αποτελέσματα της συνεχιζόμενης λιτότητας θα διορθώνονται εν μέρει με μέτρα όπως τα προηγούμενα ρευστοποιώντας τα οφέλη που αποκομίζει από την ευρωζώνη, αλλά την Ευρώπη. Πίσω από τις δηλώσεις της Μέρκελ και του ηγέτη του SPD, Σίγκμαν Γκάμπριελ, ότι η Ευρώπη δεν θα μετατραπεί σε ένωση χρέους και πίσω από την εκνευριστικά επαναλαμβανόμενη λέξη «ανταγωνισμός», που υπάρχει 42 φορές στο επίμαχο κείμενο της συμφωνίας, κρύβεται μια στρατηγική συναίνεση για την διαιώνιση της αποικιοκρατικής πολιτικής που εφάρμοσε η Μέρκελ κατά τις δύο προηγούμενες θητείες της, οδηγώντας στην καταστροφή τις περιφερειακές χώρες. Αυτό άλλωστε εγγυάται η παραμονή του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε στο υπουργείο Οικονομικών. Στο εξής τα καταστροφικά «σχέδια διάσωσης» για τις περιφερειακές χώρες της ευρωζώνης που θα φέρνει προς συζήτηση και ψήφιση στην γερμανική βουλή (Μπούντεστανγκ) δεν θα αντιμετωπίζουν την αντιπολίτευση των σοσιαλδημοκρατών, όπως συνέβαινε τα προηγούμενα χρόνια, αλλά θα έχουν την εκ των προτέρων έγκρισή τους. Θα καμφθεί επίσης κι η δυσπιστία του συνταγματικού δικαστηρίου της Καρλσρούης. Το σημαντικότερο ωστόσο είναι ότι όλο και περισσότεροι Γερμανοί θα σέρνονται πίσω από το επιθετικό άρμα της Μέρκελ στην εκστρατεία της να κατακτήσει εκ νέου την Ευρώπη, περιμένοντας το δικό τους μερίδιο, που μπορεί να μην έλθει και ποτέ. Ποιός εγγυάται άλλωστε ότι η κυβέρνηση δεν θα επικαλεστεί έκτακτους λόγους ώστε οι παραπάνω υποσχέσεις να μην εφαρμοστούν ποτέ ή να εφαρμοστούν με τέτοιους όρους που θα είναι δώρο άδωρο;

Τα όσα διατυπώνονται για την Ελλάδα στην συμφωνία επιβεβαιώνουν την απειλή που συνιστά για την Ευρώπη ο μεγάλος συνασπισμός. Διαψεύδοντας όσους πρόβλεπαν ότι η συμμετοχή του SPD στην κυβέρνηση θα ελαφρύνει τις πιέσεις στη χώρα μας, η «βοήθεια» που επιφυλάσσει ο μεγάλος συνασπισμός για την Ελλάδα περνάει μέσα από αποικιοκρατικούς θεσμούς, όπως της λεγόμενης ελληνογερμανικής φιλίας με επίκεντρο την τοπική αυτοδιοίκηση που καθοδηγείται από τον κατοχικό διοικητή Φούχτελ και στο επίκεντρό του έχει την λεηλασία της Ελλάδας και την αναίρεση των κυριαρχικών της δικαιωμάτων. Τα ίδια και χειρότερα δηλαδή μας περιμένουν στο μέλλον.

Εν κατακλείδι ο μεγάλος συνασπισμός που ενώνει τους δύο μεγάλους πολιτικούς χώρους της Γερμανίας διασπά την Ευρώπη. Θα κάνει πιο επιθετική την Γερμανία απέναντι όχι μόνο στην δεύτερη ταχύτητα της ευρωζώνης και της ΕΕ (νότιες χώρες, ανατολική Ευρώπη) αλλά και απέναντι σε παραδοσιακούς συμμάχους της, όπως η Γαλλία. Υπ’ αυτό το πρίσμα μόνο δεινά θα επιφέρει.

Μονόδρομος η παύση πληρωμών και η έξοδος από το ευρώ (Hellenic Nexus, Οκτώβρης 2010)

Μήνας του μέλιτος θα φαντάζει για την κυβέρνηση και την τρόικα το πρώτο τρίμηνο από την υιοθέτηση του μνημονίου όσο περνάει ο καιρός και πυκνώνουν τα ανησυχητικά σημάδια στην οικονομία. Το πρώτο διάστημα από την υιοθέτηση των πρωτοφανών σε αγριότητα και κοινωνικά οδυνηρών μέτρων που επιβλήθηκαν με αντάλλαγμα την είσπραξη των 110 δισ. ευρώ από τον μηχανισμό ΔΝΤ – ΕΕ θα ισοδυναμεί με το αποκορύφωμα της αποδοτικότητάς τους για έναν και απλό λόγο: Επειδή η ύφεση, που θα έλθει ως άμεσο αποτέλεσμα αυτών των οικονομικών μέτρων, θα οδηγήσει στο ναδίρ τα δημόσια έσοδα και σε θεαματική απόκλιση από τους στόχους που ορίζονται στο μνημόνιο.

Οι ανησυχίες κατ’ επέκταση που διατυπώνονται για το πόρισμα των ελεγκτών της τρόικας στο πλαίσιο της τακτικής εξέτασης της πορείας της ελληνικής οικονομίας στα μέσα Οκτώβρη είναι πέρα για πέρα βάσιμες. Τα δε δημοσιεύματα για πιέσεις ώστε να εφαρμοστούν νέα μέτρα εις βάρος των οικονομικά ασθενέστερων κάθε άλλο παρά τυχαία. Κι η δήλωση άλλωστε του πρωθυπουργού από τη Θεσσαλονίκη, κατά τη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου την Κυριακή 12 Σεπτέμβρη δεν άφηνε περιθώρια αισιοδοξίας: «όσο πηγαίνουνε καλά δεν χρειάζεται κανένα νέο μέτρο». Και σε αυτή τη δήλωση φυσικά ο τόνος πέφτει στις τρεις πρώτες λέξεις. Το ερώτημα που προκύπτει επομένως είναι αν… πηγαίνουμε καλά. Κι η απάντηση είναι, όχι! Δεν πηγαίνουμε καλά, με ευθύνη φυσικά της κυβέρνησης, του ΔΝΤ και της ΕΕ που επέβαλαν αυτά τα εξοντωτικά μέτρα.

Η πτώση με στοιχεία

Προς επίρρωση της διαπίστωσής μας ότι «δεν πηγαίνουνε καλά», για να χρησιμοποιήσουμε την πρωθυπουργική ορολογία, αρκεί η αναφορά στην απογοητευτική πορεία που καταγράφουν μια σειρά από κρίσιμα μεγέθη η αξιοπιστία των οποίων δεν επιδέχεται καμία αμφισβήτηση:

  • Πτώση στις πληρότητες των ξενοδοχειακών μονάδων κατά το δίμηνο Ιουλίου – Αυγούστου ακόμη και της τάξης του 30%.
  • Μείωση του ΑΕΠ το δεύτερο τρίμηνο του έτους κατά 3,7%, όταν το πρώτο είχε πάλι μειωθεί κατά 2,3%.
  • Ελεύθερη πτώση των ακαθάριστων επενδύσεων πάγιου κεφαλαίου κατά 18,6% το δεύτερο τρίμηνο του έτους, σε ετήσια βάση.
  • Μείωση της οικοδομικής δραστηριότητας τον Ιούνιο, σε σχέση με τον προηγούμενο χρόνο, από όποια σκοπιά και να την εξετάσει κανείς: Με βάση τις άδειες κατά 13%, την επιφάνεια κατά 32% και τον όγκο κατά 29%.
  • Μείωση της βιομηχανικής παραγωγής τον Ιούνιο κατά 8,6% σε σύγκριση με τον αντίστοιχο μήνα του προηγούμενου έτους και για το επτάμηνο Ιανουαρίου – Ιουλίου κατά 6,3%, όταν και πέρυσι το ίδιο επτάμηνο η μείωση είχε ξεπεράσει το 10%.
  • Επιδημία λουκέτων σε μικρές και μεγάλες επιχειρήσεις που έχει πλήξει το 10% των καταστημάτων στην Αθήνα και το 15% στη Θεσσαλονίκη.
  • Εκτίναξη του πληθωρισμού τον Αύγουστο στο 5,5%, από 0,9% που ήταν πέρυσι, λόγω των πρόσφατων φόρων.
  • Τέλος, το χειρότερο όλων, εκτίναξη της ανεργίας τον Ιούνιο στο 11,6%, που θίγει πλέον 582.000 άτομα, 155.000 περισσότερους από πέρυσι τον ίδιο μήνα.

Τα παραπάνω αντιπροσωπευτικά μεγέθη αποτυπώνουν την ζοφερή κατάσταση της ελληνικής οικονομίας στα τέλη Σεπτεμβρίου του 2010. Τι πιο φυσιολογικό επομένως από την συρρίκνωση των δημοσίων εσόδων; Από πού να εισρεύσουν έσοδα στον δημόσιο κορβανά όταν η αγορά βιώνει… πολικές θερμοκρασίες και ακόμη όσοι μπορούν να ξοδέψουν ανησυχούν για τις χειρότερες μέρες, που ξέρουν ότι είναι μπροστά μας και όχι πίσω, αφήνοντας τις αγορές τους για το μέλλον. Φυσιολογική κι αναμενόμενη επομένως η απόκλιση που καταγράφηκε στους στόχους των δημοσίων εσόδων για το πρώτο οκτάμηνο του έτους, όταν το έλλειμμα μειώθηκε κατά 32%, ενώ το μνημόνιο προέβλεπε μείωση κατά 39%. Με βάση τα στοιχεία που έδωσε το ίδιο το υπουργείο Οικονομικών στη δημοσιότητα στις 10 Σεπτέμβρη και αφορούσαν την εκτέλεση του κρατικού προϋπολογισμού, ήταν η πρώτη φορά που ο στόχος μείωσης του ελλείμματος έμεινε στα χαρτιά. Γεγονός που είναι πολύ πιθανό να σηματοδοτεί την απαρχή μιας αποκλίνουσας πορείας μεταξύ προβλέψεων και υλοποιήσεων, που θα φέρνει το ένα αντιλαϊκό μέτρο μετά το άλλο.

Εικονική – κυβερνητική – πραγματικότητα 

Η κυβέρνηση από τη μεριά της δηλώνει αισιόδοξη, συσκοτίζοντας την πραγματικότητα. Δια στόματος πρωθυπουργού επιδιώκει να δημιουργήσει μια τεχνητή αισιοδοξία προβάλλοντας το γεγονός ότι μειώθηκε το έλλειμμα. Μα αν είναι δυνατόν μετά από τόσα βάρβαρα μέτρα και μια άτυπη στάση πληρωμών που έχει επιβάλει το δημόσιο αρνούμενο να πληρώσει ακόμη και τους προμηθευτές του να μη μειωνόταν το έλλειμμα! Το ερώτημα είναι κατά πόσο τα μέτρα που ελήφθησαν επ’ αφορμή την εκτίναξη των επιτοκίων δανεισμού πρόκειται να διορθώσουν τις δημοσιονομικές ανισορροπίες. Και η απάντηση είναι ξανά… όχι! Προς επίρρωση η εκτίναξη των σπρεντ, δηλαδή της διαφοράς των επιτοκίων με τα οποία δανείζεται το ελληνικό δημόσιο σε σύγκριση με τα αντίστοιχα γερμανικά επιτόκια, κατά τα μέσα Σεπτέμβρη στο ύψος που είχαν φθάσει τον Μάη, λίγο πριν ανακοινωθεί η προσφυγή στον μηχανισμό ΔΝΤ – ΕΕ και επίσημα. Γιατί ανεπίσημα, με βάση μια αναπάντεχη ομολογία του υφυπουργού Οικονομικών Φιλ. Σαχινίδη η απόφαση στη κυβέρνηση για προσφυγή στο ΔΝΤ είχε ληφθεί αμέσως μετά τις εκλογές. Όλα τα υπόλοιπα που μεσολάβησαν μέχρι τις υποτιθέμενα δραματικές δηλώσεις του πρωθυπουργού στο Καστελόριζο, από ταξίδια στο εξωτερικό μέχρι την καθημερινή κινδυνολογία από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, δεν αποσκοπούσαν πουθενά αλλού πέρα από την προετοιμασία της κοινής γνώμης. Τον Σεπτέμβρη δηλαδή κι αφού είχαν καρατομηθεί κοινωνικές κατακτήσεις και δικαιώματα αιώνων κι αφού είχε προσημειωθεί το ίδιο το μέλλον της χώρας στους ξένους πιστωτές φθάσαμε εκεί απ’ όπου ξεκινήσαμε: με τα σπρεντ να πλησιάζουν τις 1.000 μονάδες βάσης. Για την ακρίβεια να φθάνουν τις 957 μονάδες όταν στις 7 Μαΐου είχαν φθάσει τις 976. Αυτή τη φορά όμως επικράτησε ένοχη σιγή ιχθύος. Αφού ο στόχος, να οδηγηθεί δηλαδή η Ελλάδα στο χειρουργικό θάλαμο, είχε επιτευχθεί…

Οι ρίζες του δημοσιονομικού χρέους

Η ηχηρή ανεπάρκεια του μνημονίου να επιλύσει το δημοσιονομικό πρόβλημα της Ελλάδας, που κανείς δεν αμφιβάλει ότι υφίσταται και προσλαμβάνει εκρηκτικές διαστάσεις, δεν αποδεικνύεται μόνο από τα μέχρι τώρα επιτεύγματα του, αλλά και από μια πρώτη ματιά που μπορούμε να ρίξουμε στις βαθύτερες αιτίες του δημοσιονομικού προβλήματος της Ελλάδας.

Επί της ουσίας, το δημόσιο χρέος προσλαμβάνει τις σημερινές λίγο πολύ διαστάσεις του τη δεκαετία του ’80. Ενδεικτικά από 27% που ήταν το δημόσιο χρέος το 1981, το 1993 έφθασε το 98%. Είναι η χρονική περίοδος που για πρώτη φορά δημιουργείται στην Ελλάδα ένα υποτυπώδες κράτος πρόνοιας και το δημόσιο αρχίζει να καταβάλλει το κόστος μιας σχετικά αξιοπρεπούς υγειονομικής περίθαλψης και ασφάλειας, την οποία οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι απολάμβαναν από τη δεκαετία του ’50 ακόμη. Όσο δηλαδή το κράτος στην Ελλάδα λειτουργούσε υπό συνθήκες πρώιμου βιομηχανικού καπιταλισμού, χωρίς κοινωνικές παροχές, υφίστατο δημοσιονομική ισορροπία. Το πρόβλημα ωστόσο δεν ήταν στις δαπάνες, αλλά στα έσοδα. Δηλαδή, ο αναγκαίος εκσυγχρονισμός της δεκαετίας του ’80, που επέλυσε συσσωρευμένες και αναχρονιστικές αδικίες δεκαετιών, δεν ακολουθήθηκε από μια γενναία αύξηση των φορολογικών εσόδων, όπως συνέβη σε όλη την υπόλοιπη Δυτική Ευρώπη. Οι ρίζες επομένως του ελληνικού δημοσιονομικού προβλήματος βρίσκονται σε μια ανακολουθία μεταξύ των προοδευτικών φιλολαϊκών μεταρρυθμίσεων της δεκαετίας του ’80 και της διατήρησης ενός φορολογικού πλαισίου εντελώς ξεπερασμένου και δομικά ανεπαρκούς να ανταποκριθεί στις νέες ανώτερες χρηματοδοτικές ανάγκες. Η υστέρηση των φορολογικών εσόδων, ως αποτέλεσμα κατά κύριο λόγο της χαμηλής φορολογίας των νομικών προσώπων (και δευτερευόντως των μεσαίων εισοδημάτων και των ελεύθερων επαγγελματιών) αποτελεί τη βασική αιτία του διόγκωσης του δημοσιονομικού ελλείμματος και δημόσιου χρέους. Διακρίνεται δε πεντακάθαρα ακόμη και τώρα αν δούμε τους προκλητικά χαμηλούς συντελεστές φορολόγησης κερδών που υπάρχουν στην Ελλάδα σε σύγκριση με την υπόλοιπη Ευρώπη, με βάση στοιχεία του ΟΟΣΑ[1]. Έτσι ενώ στην Ελλάδα ο συντελεστής φορολογίας κερδών ήταν το 2009 στο 25% σε όλες σχεδόν τις χώρες της Ευρώπης ήταν υψηλότερος. Ειδικότερα, Ολλανδία: 25,5%, Φινλανδία: 26%, Σουηδία: 26,3%, Πορτογαλία: 26,5%, Ιταλία: 27,5%, Αγγλία: 28%, Ισπανία: 30%, Γερμανία: 30,2%, Βέλγιο: 34% και Γαλλία 34,4%.

Το καθεστώς φορολογικής ασυλίας για τα νομικά πρόσωπα γίνεται πιο προκλητικό αν λάβουμε υπ’ όψη μας μια σειρά ακόμη παράγοντες: Πρώτο, ότι ο παραπάνω είναι ο φορολογικός συντελεστής που υπάρχει στα χαρτιά. Στην πράξη οι ανώνυμες πληρώνουν πολύ λιγότερους φόρους καθώς στη συνέχεια υπολογίζονται μια σειρά από φοροαπαλλαγές (όπως για παράδειγμα από τους αναπτυξιακούς νόμους) οι οποίες μειώνουν σημαντικά το φόρο που αποδίδεται. Δεύτερο, τράπεζες, πλοιοκτησία και εκκλησία (που αποτελούν τις τρεις μεγαλύτερες… βιομηχανίες στην Ελλάδα) δεν πληρώνουν ούτε καν αυτή τη φορολογία. Το φορολογικό δίκαιο χαρακτηριστικά των ναυτιλιακών εταιρειών αποτελείται από 60 σχεδόν φοροαπαλλαγές. Αυτό μάλιστα ισχύει όχι μόνο για την υπερπόντια ναυτιλία, για την οποία υπάρχει το επιχείρημα ότι μια υψηλή φορολογία μπορεί να την οδηγήσει στην αναζήτηση σημαίας ευκαιρίας, αλλά και στην ακτοπλοΐα. Τρίτο, ακόμη κι αυτός ο ονομαστικός φορολογικός συντελεστής του 25% μειώθηκε παραπέρα με βάση τις πρωθυπουργικές ανακοινώσεις στη Θεσσαλονίκη, πέφτοντας στο 20%. Το επιχείρημα της κυβέρνησης ήταν πως αυτή η «διευκόλυνση» αφορά τα μη διανεμόμενα κέρδη που επανεπενδύονται στην επιχείρηση. Έχει δηλαδή αναπτυξιακό περιεχόμενο. Όταν όμως όλοι ξέρουν πώς συντάσσονται οι ισολογισμοί και οι λογιστικές καταστάσεις, με χίλια δύο δηλαδή κατά συνθήκη ψεύδη, ποιος μπορεί να εγγυηθεί ότι δεν είναι ένα μέσο ακόμη ευνοϊκότερης φορολόγησης των επιχειρήσεων και αύξησης των κερδών; Το τέταρτο και τελευταίο στοιχείο που δείχνει την κοινωνική αδικία της φορολογίας στην Ελλάδα σχετίζεται με τους πολύ υψηλούς έμμεσους φόρους, τις συνεχείς αυξήσεις του ΦΠΑ όλη αυτή τη χρονιά και των Ειδικών Φόρων Κατανάλωσης στον καπνό, τα καύσιμα και τα τσιγάρα που αποτελείωσαν το ήδη κουτσουρεμένο λαϊκό εισόδημα, αυξάνοντας ταυτόχρονα τα κίνητρα της φοροδιαφυγής τόσο για του καταναλωτές όσο και για τους εμπόρους. Αναγνωρίζοντας λοιπόν ως το φορολογικό, την κατ’ εξοχήν αιτία του δημοσιονομικού προβλήματος στην Ελλάδα, το μνημόνιο δεν έκανε το παραμικρό και το ΔΝΤ επιβεβαίωσε τη φήμη του ως… πυρομανής πυροσβέστης καθώς με την μείωση των φόρων για τις ΑΕ όξυνε και δεν επέλυσε το πρόβλημα. Όσο για το φοροκυνηγητό που έχει εξαπολύσει το ΣΔΟΕ, ας μην κοροϊδευόμαστε. Τα δισ. που λείπουν δεν πρόκειται να έρθουν από τα πρόστιμα όσο οι φορολογικοί συντελεστές είναι στο ναδίρ και το εισόδημα συρρικνώνεται.

Παραγωγικός ακρωτηριασμός μέσω ευρωζώνης

Η δεκαετία του ’80 ωστόσο δεν σημαδεύτηκε μόνο από την δημιουργία ενός υποτυπώδους και ελλειμματικού, σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη, κράτους πρόνοιας. Εξ ίσου έντονα σημαδεύτηκε και από την οργανική ενσωμάτωση της Ελλάδας στην παγκόσμια αγορά, μέσω της ένταξης στην ΕΟΚ. Οι αλήστου μνήμης διαφημίσεις με γενικό μότο «ο επιμένων ελληνικά» δεν κατάφεραν να εμποδίσουν την άλωση του εμπορικού ισοζυγίου της Ελλάδας και την συρρίκνωση της εγχώριας παραγωγής σε βαθμό εξαφανίσεως. Όλη τη δεκαετία του ’80 κι όσο καταργούνταν σταδιακά οι εμπορικοί φραγμοί χάθηκαν περισσότερες από 100.000 θέσεις εργασίας από την μεταποίηση. Η κορύφωση έρχεται το 2001 με την εισαγωγή του ευρώ, όταν η Ελλάδα μαζί με σειρά άλλες χώρες χάνουν τη δυνατότητα ανταγωνιστικής υποτίμησης του εθνικού τους νομίσματος που μέχρι τότε μπορούσε να καθιστά με τεχνητό τρόπο ακριβά τα εισαγόμενα προϊόντα στα ελληνικά ράφια και σχετικά φθηνά τα ελληνικά εξαγόμενα προϊόντα στις διεθνείς αγορές. Τα δεινά για την εγχώρια παραγωγή γίνονται ακόμη μεγαλύτερα εξ αιτίας της συναλλαγματικής ισοτιμίας που επιβλήθηκε από το Βερολίνο και έγινε δεκτή χωρίς την παραμικρή αντίδραση από την Αθήνα. Μια ισοτιμία που δεν είχε καμία σχέση με την ισοτιμία της δραχμής όπως ήταν διαμορφωμένη εκείνη την περίοδο. Επιβλήθηκε δε με μοναδικό κριτήριο την διευκόλυνση των γερμανικών εξαγωγών. Αξίζει, χάρη της ιστορίας, να αναφέρουμε ότι η ιταλική κυβέρνηση την ίδια περίοδο αντίθετα με την κυβέρνηση του Κ. Σημίτη έδωσε σκληρή μάχη με τους Γερμανούς για να επιβληθεί μια ισοτιμία ένταξης της ιταλικής λιρέτας στο κοινό νόμισμα που δε θα σηματοδοτούσε το τέλος της ιταλικής παραγωγής.

Η γερμανική οικονομική μηχανή μετατράπηκε σε πάντσερ που ισοπέδωσε ξανά όλη την Ευρώπη επί Σρέντερ, όταν εισάγεται η Ατζέντα 2010, βάση της οποίας το αξιοζήλευτο κράτος πρόνοιας της Γερμανίας, σημείο αναφοράς για όλο τον κόσμο, αποσαρθρώνεται. Τότε ξεκινάει ένας αγώνας δρόμου προς τα κάτω, με τη συμπίεση του εργατικού κόστους των Γερμανών να μετατρέπεται σε πολιορκητικό κριό που ισοπεδώνει τα εμπορικά ισοζύγια, όλων των νοτιοευρωπαϊκών χωρών[2]. Τα στοιχεία που βλέπουν το φως της δημοσιότητας για την εξέλιξη του εργατικού κόστους επιβεβαιώνουν ότι ο κρυφός άσσος της γερμανικής υπεροχής βρίσκεται στην σταδιακή υποβάθμιση των υψηλών παροχών που χαρακτήριζαν την γερμανική αγορά εργασίας. Ενδεικτικά και με βάση δημοσίευμα της εφημερίδας The Wall Street Journal Europe[3] από το 2000 μέχρι το πρώτο τρίμηνο του 2010 το εργατικό κόστος στη Γερμανία αυξήθηκε κατά 18,9% όταν σε όλες τις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ κατέγραψε πολύ μεγαλύτερες αυξήσεις. Συγκεκριμένα στην Πορτογαλία αυξήθηκε κατά 29,7%, στη Γαλλία κατά 33,1%, στην Ολλανδία κατά 37,3%, στην Αγγλία κατά 47,4% και στην Ισπανία κατά 50,5%. Στη δε ευρωζώνη κατά μέσο όρο αυξήθηκε κατά 30,3%.

Ιδιαίτερη σημασία έχει το γεγονός ότι οι ανισότητες που παράγει η ευρωζώνη δεν αναγνωρίζονται μόνο από εναλλακτικές ερμηνείες, αλλά και από τις πλέον ορθόδοξες, όπως για παράδειγμα από τον κορυφαίο αναλυτή των Financial Times, τον Μάρτιν Γουλφ. Ιδού πως παρουσίαζε την ευρωζώνη σε μια εξαιρετικού βάθους ανάλυσή του στις 8 Σεπτέμβρη[4]: «Από το 2000 έως το 2008 στην εξωτερική ζήτηση οφείλονται τα δύο τρίτα της αύξησης της συνολικής ζήτησης της γερμανικής παραγωγής. Η Γερμανία χρειάζεται σίγουρες αγορές και μια ανταγωνιστική συναλλαγματική ισοτιμία. Η ευρωζώνη της τα έφερε και τα δύο σε ασυνήθιστο βαθμό: η κρίση στην περιφέρεια οδήγησε προς τα κάτω την ισοτιμία του ευρώ και πολλοί από τους εταίρους της Γερμανίας στην ευρωζώνη (που απορροφούν τα δύο πέμπτα των εξαγωγών της, εννιά φορές όσα η Κίνα) είναι μη ανταγωνιστικοί, ύστερα από μια δεκαετία ανερχόμενου σχετικού κόστους. Ακόμη πιο σημαντικό είναι να φανταστούμε τι θα είχε συμβεί αν δεν υπήρχε το ευρώ. Η συναλλαγματική ισοτιμία του γερμανικού μάρκου θα είχε εκτιναχθεί καθώς οι νομισματικές κρίσεις θα έπλητταν την ευρωπαϊκή οικονομία, όπως συνέβη τη δεκαετία του ’90. Στην περιφέρεια της Ευρώπης οι υποτιμήσεις των νομισμάτων θα ήταν τόσο μεγάλες όσο της βρετανικής στερλίνας, αν όχι μεγαλύτερες. Η απουσία τέτοιων αναταραχών έχει ενισχύσει σε μεγάλο βαθμό τις προοπτικές της γερμανικής ανάκαμψης. Η δημιουργία της ευρωζώνης δεν ήταν, μόνο γι’ αυτόν το λόγο, χάρη της Γερμανίας στους εταίρους της, αλλά το αντίθετο. Ήταν ένα μεγάλο οικονομικό (για να μην αναφέρουμε και πολιτικό) κέρδος για την Γερμανία. Οι γερμανοί βιομήχανοι είναι ξεκάθαροι επ’ αυτού, όπως και η κυβέρνηση».

Κατά συνέπεια η δεύτερη αιτία πίσω από την εκτίναξη των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και την κρίση χρέους που ξέσπασε στην Ελλάδα και τις άλλες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου βρίσκεται στην συμμετοχή της Ελλάδας στην ευρωζώνη. Το κοινό νόμισμα για την Ελλάδα αποδείχθηκε η χαριστική βολή σε μια ούτως ή άλλως δομικά προβληματική παραγωγική υποδομή. Για πολλά χρόνια μάλιστα, όσο δηλαδή διαρκούσαν οι γενναιόδωρες κοινοτικές χρηματοδοτήσεις στη γεωργία, την εκπαίδευση και τις υποδομές, η ΕΕ μπορούσε να κρύβει το εχθρικό της περιεχόμενο και τις μη αντιστρεπτού χαρακτήρα ζημιές που προκαλούσε στην παραγωγική υποδομή. Οι επιδοτήσεις, με την παροιμιώδη μάλιστα διαφθορά που συνοδεύονταν, αποτέλεσαν το αναισθητικό που επέτρεψε και έκανε ανεκτό τον παραγωγικό ακρωτηριασμό της Ελλάδας. Ελλείψει όμως και των επιδοτήσεων ο αποκρουστικός της χαρακτήρας δεν κρύβεται. Σε αυτό το πλαίσιο, και ενώ είναι θέμα χρόνου η υιοθέτηση από τις κυβερνήσεις της ευρωζώνης μιας σειράς ποινών για όποιες χώρες παραβιάζουν τους κανόνες δημοσιονομικής πειθαρχίας, δεν είναι καθόλου τυχαία η αποδοκιμασία των ευρωπαίων πολιτών απέναντι στην ΕΕ όπως καταγράφηκε από το εαρινό ευρωβαρόμετρο τα ευρήματα του οποίου είδαν το φως της δημοσιότητας στο τέλος του Αυγούστου. Βάση των μετρήσεών του για πρώτη φορά αυτοί που δεν εμπιστεύονται την ΕΕ είναι περισσότεροι απ’ όσους την εμπιστεύονται. Συγκεκριμένα το 47% των Ευρωπαίων και το 56% των Ελλήνων δηλώνουν πως δεν την εμπιστεύονται και μόνο το 42% των Ευρωπαίων και των Ελλήνων δηλώνουν πως την εμπιστεύονται. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως καθοριστικό ρόλο σε αυτή την μεταστροφή της γνώμης τους έπαιξε η στάση που τήρησε η ΕΕ απέναντι στην κρίση.

Φαύλος κύκλος

Πέρα από την ανεπαρκή φορολογία και τη συμμετοχή στην ευρωζώνη μια τρίτη σημαντικότατη αιτία που ερμηνεύει το δημοσιονομικό πρόβλημα της Ελλάδας σχετίζεται με το ίδιο το χρέος. Δηλαδή τα τεράστια ποσά που δίνονται κάθε χρόνο επί σειρά ετών για την εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους αποτελούν την μεγαλύτερη αιμορραγία για τα δημόσια οικονομικά, επαρκή λόγο για να γονατίσει και ο πιο ρωμαλέος προϋπολογισμός, όχι αυτός της Ελλάδας. Αρκούν ορισμένες συγκρίσεις που δείχνουν ότι η Ελλάδα απλώς… αδυνατεί να συνεχίσει να εξυπηρετεί το δημόσιο χρέος.

Δαπάνες εξυπηρέτησης χρέους κεντρικής κυβέρνησης, σε εκ. ευρώ
  Έτος  Χρεολύσια   Τόκοι   Παράλληλες δαπάνες  Σύνολο
1991 2.703 4.203 46 6.952
1992 6.406 4.123 71 10.600
1993 4.707 6.228 135 11.070
1994 7.162 8.990 190 16.342
1995 7.907 9.098 307 17.312
1996 10.263 9.641 339 20.243
1997 10.145 8.809 308 19.262
1998 9.682 9.018 170 18.870
1999 9.251 9.290 101 18.642
2000 13.131 9.499 58 22.688
2001 11.618 9.289 39 20.946
2002 20.280 8.535 59 28.874
2003 20.763 9.208 70 30.041
2004 18.444 9.283 72 27.799
2005 20.379 9.616 71 30.066
2006 16.589 9.441 56 26.086
2007 22.195 9.657 71 31.923
2008 26.246 11.134 72 37.452
2009 29.000 12.195 145 41.340
2010 19.510 12.950 0 32.460
ΣΥΝΟΛΟ 286.381 180.207 2380 468.968
Πηγή: Υπουργείο Οικονομικών, Κρατικός προϋπολογισμός 2010, Εισηγητική έκθεση
 

Από τον πίνακα που παραθέτουμε φαίνεται ότι τα χρήματα που έχουμε πληρώσει στους δανειστές τα τελευταία 20 χρόνια (469 δισ. ευρώ) αντιστοιχούν σχεδόν στο 150% του δημόσιου χρέους όπως διαμορφώθηκε στο δεύτερο τρίμηνο του 2010 (317 δισ. ευρώ)! Με βάση την ίδια πηγή, τον κρατικό προϋπολογισμό, οι δαπάνες για τόκους που ανέρχονται σε 12,95 δισ. ευρώ απορροφούν σχεδόν το 50% των άμεσων φόρων (23,8 δισ.), είναι διπλάσιες των χρημάτων που θα δίνονταν για συντάξεις (6,4 δισ.) και αγγίζουν το 5,3% του ΑΕΠ. Το μερίδιό τους μάλιστα στο ΑΕΠ χρόνο με το χρόνο  αυξάνει. Από 4,3% που ήταν το 2007, έφθασαν 4,7% το 2008 και το 5,1% το 2009.

Φαίνεται επομένως πως η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε ένα φαύλο κύκλο όπου η εξυπηρέτηση των δανειακών της υποχρεώσεων όχι απλώς απαγορεύει την άσκηση αναδιανεμητικής πολιτικής, την αύξηση δηλαδή των συντάξεων, αλλά ακόμη χειρότερα δυναμιτίζει τα ίδια τα θεμέλια της οικονομίας. Το μνημόνιο που υπογράφτηκε οξύνει αυτή την αντίθεση καθώς ως άμεσο στόχο του έχει την διάσωση των ξένων τραπεζών που έχουν επενδύσει σε ελληνικά ομόλογα. Το ζητούμενο από την εφαρμογή του είναι να δοθεί χρόνος και ρευστό έτσι ώστε οι μεγάλες τράπεζες της δυτικής Ευρώπης που αγόραζαν μανιωδώς ελληνικά ομόλογα λόγω των πολύ υψηλών αποδόσεών τους ακόμη και την άνοιξη του 2010, αφού δηλαδή ο υπουργός Οικονομικών είχε κατά ανεπίτρεπτο τρόπο παρομοιάσει την Ελλάδα με Τιτανικό, να μπορέσουν να τα ξεφορτωθούν. Και από κει και πέρα γαία πυρί μειχθήτω…

Οι αλλαγές ωστόσο που θα έχουν συντελεστεί θα στρέψουν το ρολόι του χρόνου πολλές δεκαετίες πίσω. Για παράδειγμα, η σχεδιαζόμενη πώληση της Αγροτικής Τράπεζας θα προκαλέσει τεράστιο κοινωνικό ζήτημα στην ελληνική επαρχία. Η παρακμή της γεωργίας τις δύο τελευταίες δεκαετίες, λόγω της ΚΑΠ, έχει οδηγήσει να καταπέσουν πολλές εγγυήσεις από δάνεια που έχει χορηγήσει σε αγρότες η ΑΤΕ με αποτέλεσμα οποιαδήποτε στιγμή να μπορεί να θέσει υπό την κυριότητά της χιλιάδες στρέμματα γης. Σήμερα παρότι έχει τυπικά αυτό το δικαίωμα δεν το ασκεί για προφανείς, κοινωνικούς στο περιεχόμενό της λόγους. Αν όμως η Αγροτική Τράπεζα εξαγορασθεί από μια γερμανική είτε άμεσα είτε σταδιακά (αφού πρώτα δηλαδή εξαγορασθεί από μια ελληνική η οποία στη συνέχεια θα περάσει στον έλεγχο της γερμανικής) τα δικαιώματα αυτά θα εφαρμοστούν στο ακέραιο. Τότε η ελληνική γη θα περάσει με μαζικό τρόπο στα χέρια μιας τράπεζας, η οποία αν συνδέεται με μια εταιρεία παραγωγικής γενετικά τροποποιημένων τροφίμων όπως είναι για παράδειγμα η BΑSF θα μετατρέψει την ελληνική ύπαιθρο σε ένα απέραντο γενετικό και χημικό εργαστήρι. Ο κίνδυνος δεν είναι τόσο μακρινός όσο φαίνεται, από πρώτη ματιά.

Η εκτίμηση ότι οι τράπεζες είναι οι μεγάλοι ωφελημένοι των 110 δισ. ευρώ που διατέθηκαν στην Ελλάδα διατυπώθηκε με τον πιο ωμό τρόπο στις 12 Αυγούστου από τους γερμανικούς Financial Times που χαρακτήριζαν τον έλληνα πρωθυπουργό ως «τον άνθρωπό τους στην Αθήνα»! Η ίδια εφημερίδα μάλιστα υποστήριζε ότι «σε σύγκριση με την τωρινή θεραπεία λιτότητας, η κρατική αθέτηση πληρωμών θα ήταν ο πιο άνετος δρόμος για τους Έλληνες. Σχεδόν το 80% των δανείων έρχονται από το εξωτερικό. Έτσι, σε περίπτωση αναδιάρθρωσης του χρέους, οι ίδιοι Έλληνες θα τη γλίτωναν συγκριτικά ανενόχλητοι»!

Λύση η επαναδιαπραγμάτευση;

Οι γερμανικοί Financial Times δεν ήταν οι πρώτοι που έθεσαν το θέμα της επαναδιαπραγμάτευσης του χρέους. Μια σειρά οικονομολόγοι που φημίζονται για τον πραγματισμό τους όπως ο Πολ Κρούγκμαν ή ο Νουριέλ Ρουμπινί[5] έθεσαν έγκαιρα το θέμα, ξεκινώντας από τη δυσμενέστατη πορεία της ελληνικής οικονομίας. Οι αριθμοί είναι αμείλικτοι. Αν με ένα χρέος της τάξης του 115%, όπως ήταν στο τέλος του 2009, οι αγορές – πάντα κατά την ορολογία της κυβέρνησης – μας οδήγησαν στο ΔΝΤ, όταν το δημόσιο χρέος φθάσει το 149% του ΑΕΠ, όπως προβλέπεται στο μνημόνιο για το 2014, πού θα μας οδηγήσουν; Στον Καιάδα, φυσικά! Όποιος δεν το βλέπει εθελοτυφλεί! Επιχειρήματα δε όπως ότι τότε θα είμαστε αξιόπιστοι γιατί θα έχουμε υποστεί την «χημειοθεραπεία» κατά τους Financial Times του ΔΝΤ δεν στέκουν στην κριτική. Δανείζει κανείς έναν υπερχρεωμένο με το σκεπτικό ότι είναι συνεπής; Αρκεί επίσης να σκεφτούμε ότι η Αργεντινή (με πλούσια κοιτάσματα πετρελαίου και ένα ζωικό κεφάλαιο που ταΐζει πολλές χώρες του κόσμου) κήρυξε παύση πληρωμών στις 24 Δεκέμβρη 2001 αδυνατώντας να εξυπηρετήσει ένα χρέος της τάξης των 144 δις. δολ.! Σχεδόν το ένα τρίτο του ελληνικού ήταν το χρέος της και παρόλα αυτά η Αργεντινή γονάτισε! Η Ελλάδα πώς θα αντέξει;

Η κυβέρνηση παρόλα αυτά με κάθε αφορμή απορρίπτει κάθε σχετικό ενδεχόμενο. Η στάση πληρωμών «θα ήταν καταστροφική για την οικονομία μας, για την αξιοπιστία μας, για το μέλλον μας», δήλωσε από τη Θεσσαλονίκη ο πρωθυπουργός όταν ρωτήθηκε σχετικά.

Πέραν του γεγονότος ότι εκ των πραγμάτων οδεύουμε σε αυτή την κατεύθυνση, η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική. Με βάση την διεθνή εμπειρία υπάρχουν δύο είδη αναδιαπραγμάτευσης του χρέους και αθέτησης πληρωμών[6]. Το πρώτο επιβάλλεται από τους πιστωτές με τους όρους να διαμορφώνονται στη βάση των συμφερόντων των ίδιων των τραπεζών. Τότε πράγματι οι όροι είναι απεχθείς και ισοδυναμούν με μια νέα περίοδο λιτότητας. Από μια σκοπιά ήδη είναι σε εξέλιξη μια σιωπηρή αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους και μάλιστα με πρωτοβουλία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Η απόφασή της στις 28 Ιούλη να διευρύνει το «κούρεμα» των ομολόγων που παρακρατά για να δανείσει τις εμπορικές τράπεζες από 17% σε 39% σε ότι αφορά το επίπεδο αξιολόγησης των ελληνικών ομολόγων[7] προετοιμάζει την αγορά για αυτό που όλοι κατά τ’ άλλα απεύχονται… Το δεύτερο είδος αθέτησης πληρωμών είναι αυτό που επιβάλλεται με πρωτοβουλία των ίδιων των κρατών που έχουν πιαστεί στα δόκανα του χρέους. Το παράδειγμα της Αργεντινής και της Ρωσίας που κήρυξαν αθέτηση πληρωμών δείχνει ότι όχι μόνο πολύ γρήγορα ξεπέρασαν το εμπάργκο των αγορών αποκτώντας ξανά πρόσβαση σε δανειακά κεφάλαια, αλλά επίσης και η ορμή που απέκτησαν στη συνέχεια οι ρυθμοί μεγέθυνσής τους δεν είχαν προηγούμενο. Θετικότατα ήταν δηλαδή και όχι καταστρεπτικά τα αποτελέσματα από αυτή την πρωτοβουλία.

Σε ό,τι αφορά επίσης τη νομική θεμελίωση της δυνατότητας παραγραφής μέρους ή όλου του χρέους στο διεθνές δίκαιο έχει κατοχυρωθεί η έννοια του «απεχθούς χρέους» που επιτρέπει την αμφισβήτησή του. Απεχθές χρέος χαρακτηρίζεται το χρέος που συνάφθηκε από ένα καθεστώς το οποίο στερούταν δημοκρατικής νομιμοποίησης, όταν τα χρήματα χρησιμοποιήθηκαν σε δραστηριότητες αντίθετες με τα συμφέροντα του πληθυσμού και ο δανειστής γνώριζε ότι τα χρήματα θα δαπανούνταν με αυτό τον τρόπο. Παράλληλα υπάρχει διεθνής προσπάθεια ώστε να θεμελιωθεί η δυνατότητα παραγραφής όταν ο πληθυσμός μιας χώρας στερείται των θεμελιωδών του δικαιωμάτων για να εξυπηρετηθεί το χρέος. Ό,τι ακριβώς συμβαίνει και στην Ελλάδα που η πρόσβαση στην υγεία και την παιδεία θυσιάζονται στο βωμό του μνημονίου.

Στη βάση όλων των παραπάνω η Πρωτοβουλία Οικονομολόγων και Πανεπιστημιακών (www.nomoneynodebt.gr) που συγκροτήθηκε τον Μάιο του 2010 ενάντια στο ΔΝΤ έθεσε στην προμετωπίδα της το στόχο «παύσης πληρωμής του δημόσιου χρέους και εξόδου από το ευρώ». Παράλληλα ανέδειξε μια σειρά ακόμη από στόχους που συμπληρώνουν και υποστηρίζουν την παύση πληρωμών και την έξοδο από το ευρώ, ενώ ταυτόχρονα αντιμετωπίζουν τις… ανεπιθύμητες παρενέργειες. Κατ’ αρχήν κρατικοποίηση των τραπεζών με μοχλό τα μυθικά ποσά που έχει ήδη δώσει το ελληνικό δημόσιο, δηλαδή οι έλληνες φορολογούμενοι, για να τις σώσουν και φθάνουν τα 78 δισ. Κανένας μάλιστα, από την κυβέρνηση ή τον τραπεζικό χώρο, δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι αυτά τα χρήματα είναι αρκετά για να συντηρηθούν στη ζωή οι τράπεζες. Κανείς δεν εγγυάται δηλαδή ότι σε δύο ή τρεις μήνες το δημόσιο δεν θα ξαναβάλει το χέρι στην τσέπη για να τις ενισχύσει και να αποτρέψει τη χρεοκοπία τους. Το αίτημα επομένως της κρατικοποίησης των τραπεζών δεν είναι αυθαίρετο, ούτε προϊόν ιδεολογικής κατασκευής. Πηγάζει από τον βαθιά προβληματικό χαρακτήρα τους. Είναι δε νόμιμο στον βαθμό που με βάση αξιόπιστους υπολογισμούς όταν η κυβέρνηση Κ. Καραμανλή απελευθέρωνε το πρώτο πακέτο ενίσχυσης, των 28 δισ. ευρώ, εκείνη τη συγκυρία το ποσό αυτό αρκούσε, με βάση την πολύ χαμηλή κεφαλαιοποίησή τους λόγω πτώσης των τιμών των μετοχών, να τις εξαγοράσει. Ας γίνει επομένως τώρα. Value for money, ας αναφωνήσουμε και εμείς ζητώντας να γίνουν σεβαστά τα χρήματα και οι θυσίες των φορολογουμένων!!!

Δεδομένου ότι η κρατικοποίηση των τραπεζών θα δημιουργήσει ένα κύμα φυγής κεφαλαίων από τις τράπεζες ενώ ταυτόχρονα η υιοθέτηση νέου νομίσματος θα ανοίξει τις ορέξεις κερδοσκοπικών κεφαλαίων να ποντάρουν στην θνησιγένεια του φιλόδοξου αυτού νομισματικού πειράματος κρίνεται επιβεβλημένη η θέσπιση φραγμών στις βραχυπρόθεσμες κερδοσκοπικές κινήσεις κεφαλαίων. Πρόκειται για μέτρο (που συχνά περιγράφεται και ως φόρος Τόμπιν από το όνομα του βραβευμένου με Νόμπελ αμερικάνου οικονομολόγου που πρώτος τον πρότεινε) το οποίο θωρακίζει την πραγματική οικονομία και επιτρέπει στην Πολιτική να λειτουργήσει σχεδιασμένα και μακροχρόνια χωρίς την πίεση των λεγόμενων αγορών.

Ένα επιπλέον μέτρο είναι η εκπόνηση και εφαρμογή μιας σύγχρονης βιομηχανικής πολιτικής που θα επιδιώκει τις διεθνείς συνέργειες (θα είναι εξ ορισμού αντίθετη δηλάδή με κάθε έννοια εθνικής αυτάρκειας) και ως γνώμονα θα έχει την ικανοποίηση των σύγχρονων ανθρώπινων και κοινωνικών αναγκών και την στήριξη της απασχόλησης.

Αναγκαία επίσης είναι η επιβολή διατίμησης στα είδη πρώτης ανάγκης (τρόφιμα, ενοίκια, δίδακτρα, τροφεία, καύσιμα, καθημερινός ρουχισμός, κ.α.) ώστε να αποτραπεί μια πληθωριστική έκρηξη, καθώς η μετάβαση στο νέο νόμισμα θα δώσει την ευκαιρία για ανατιμήσεις. Κάτι ανάλογο με το κύμα αυξήσεων που γνωρίσαμε κατά την μετάβαση από τη δραχμή στο ευρώ (το οποίο όμως ουδέποτε αποπτυπώθηκε στις επίσημες στατιστικές) και μόλις πρόσφατα με αφορμή τις αυξήσεις στους έμμεσους φόρους. Αποτέλεσμα και των δύο αυτών κυμάτων ανατίμησης ήταν να συρρικνωθεί δραματικά το πραγματικό λαϊκό εισόδημα, προς όφελος των εμπορικών και βιομηχανικών κερδών.

Τέλος, είναι αναγκαία η χορήγηση γενναίων αυξήσεων σε μισθούς, συντάξεις και επιδόματα ανεργίας και επίσης κρατικών χρηματοδοτήσεων σε παιδεία και υγεία. Αυτές οι αυξήσεις και οι χρηματοδοτήσεις, που θα εγγυηθούν την κοινωνική συνοχή και θα καταστήσουν παρελθόν – όσο ακόμη προλαβαίνουμε – φαινόμενα κοινωνικής περιθωριοποίησης και γκετοποίησης στην Αθήνα, θα λειτουργήσουν σαν ατμομηχανές της οικονομικής ανάπτυξης.

Εν κατακλείδι είναι ένα στοιχειώδες πρόγραμμα που εγγυάται την ακύρωση της παράδοσης της Ελλάδας στους δανειστές της, όπως προωθεί το μνημόνιο της ντροπής και μπορεί να σημάνει την έξοδο από το χρόνιο οικονομικό μαρασμό. Η υλοποίησή του δε στερείται εμποδίων και δυσκολιών. Είναι όμως λιγότερο οδυνηρά από αυτά που επιχειρούν να μας επιβάλουν οι γερμανοί τραπεζίτες!


[1] Τα μεγέθη αναφέρονται σε πίνακα που συνοδεύει άρθρο του Βασίλη Ράπανου με τίτλο «Παγκοσμιοποίηση και φορολογικός ανταγωνισμός», Βήμα Ιδεών, τεύχος 31, Νοέμβριος 2009.

[2] Ο διχασμός που επέρχεται στην ευρωζώνη λόγω του ανταγωνισμού που πυροδοτεί η Γερμανία περιγράφεται με κάθε θεωρητική επάρκεια στην εργασία «2010 κρίση ευρωζώνης, φτώχεια του δυνατού πτώχευση του αδυνάτου», την οποία συνέταξε ομάδα βρετανών οικονομολόγων με επικεφαλής τον Κώστα Λαπαβίτσα (εκδ. Νόβολι, 2010).

[3] «German workers push for higher pay», Wall Street Journal Europe, 9 Σεπτέμβρη 2010.

[4] «Germans are wrong: the eurozone is good for them», Financial Times, 8 Σεπτέμβρη 2010.

[5] Roubini, N. «Greece’s best option is an orderly default», Financial Times, 28 Ιούνη 2010.

[6] Research on Money and Finance, «The eurozone between austerity and default», Σεπτέμβρης 2010.

[7] «ECB sets “haircuts” on bonds from banks», The Wall Street Journal Europe, 29 Ιούλη 2010.

Πολιτική αστάθεια φέρνουν τα Προγράμματα Σταθερότητας (Επίκαιρα, 11-17/3/2010)

 Τίποτε δεν διδάχτηκε η ευρωπαϊκή κεντροαριστερά από το μάθημα του γερμανικού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, SPD, που εξακολουθεί να βλέπει την εξουσία με το κιάλι, πληρώνοντας έτσι τα αντεργατικά μέτρα που επέβαλε ο καγκελάριος Γκέρχαρντ Σρέντερ. Ο διάδοχος του Χέλμουτ Κολ πέτυχε μέσα σε λίγα χρόνια όχι μόνο να διαψεύσει τις ελπίδες ακύρωσης των περικοπών που είχαν επιβάλει οι προηγούμενες χριστιανοδημοκρατικές κυβερνήσεις, αλλά να καταφέρει το πιο συντριπτικό πλήγμα που δέχτηκε ποτέ το αξιοζήλευτο κοινωνικό κράτος της Γερμανίας, από την ίδρυσή του.  Στο πλαίσιο των αλλαγών που επιβλήθηκαν με το πακέτο μέτρων Χαρτζ  ΙV και Ατζέντα 2010 (κι ήταν τόσο… αποτελεσματικές ώστε το 2010 βρήκε την Γερμανία βυθισμένη στην μεγαλύτερη κρίση των μεταπολεμικών χρόνων) σοβαρές παροχές, από τα επιδόματα ανεργίας μέχρι τη δωρεάν περίθαλψη, περικόπηκαν ενώ οι εργασιακές σχέσεις κονιορτοποιήθηκαν προς όφελος της ελαστικότητας. Το αποτέλεσμα είναι το SPD να παραδέρνει στην κρίση και την ανυποληψία μια και αποδεδειγμένα πλέον αποτελεί το πιο φιλικό προς τις επιχειρήσεις κόμμα.

Στον ίδιο ακριβώς αυτοκαταστροφικό δρόμο που άνοιξε ο γερμανός καγκελάριος Γκέρχαρντ Σρέντερ βαδίζει σύσσωμη πλέον κι η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία. Από την Ουγγαρία και την Πορτογαλία μέχρι την Ισπανία και την Ισλανδία, επιλέγοντας τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα να γίνουν εκφραστές της δημοσιονομικής πειθαρχίας και των – εκτός τόπου και χρόνου – οδηγιών της ΕΕ για μείωση του ελλείμματος κάτω από 3% και του χρέους κάτω από το 60% του ΑΕΠ ανταλλάσσουν έναντι πινακίου φακής την επιρροή που διαθέτουν στους εργαζόμενους και ναρκοθετούν τις προνομιακές σχέσεις τους με τα φτωχότερα λαϊκά στρώματα, για πολλά χρόνια.

Η Ουγγαρία είναι ίσως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα, μιας και ο κύκλος της σοσιαλδημοκρατίας έχει ήδη ουσιαστικά κλείσει. Επίσημα ωστόσο θα γίνει τον Απρίλιο, όταν στις πρόωρες εκλογές νικητής θα αναδειχθεί το δεξιό κόμμα Φιντέτς, που όλες οι δημοσκοπήσεις το δείχνουν να προηγείται. Μεγάλος  χαμένος θα είναι ο σοσιαλδημοκράτης πρωθυπουργός Φέρεντς Γκιουρτσάνι ο οποίος πέρυσι τον Απρίλιο απώλεσε την πρωθυπουργία μετά από πρόταση μομφής που κατατέθηκε, πληρώνοντας μ’ αυτό τον τρόπο τα δρακόντεια, εξοντωτικά μέτρα που επέβαλε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο για να παραχωρήσει δάνειο 20 δισ. ευρώ στην Ουγγαρία. Περιελάμβαναν δε μεταξύ άλλων τα εξής: Άνοδο του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης από τα 62 στα 65 έτη, μείωση συντάξεων, συρρίκνωση του δημόσιου τομέα, διάλυση των δημόσιων συγκοινωνιών, κ.α. Παρότι την τυπική ευθύνη για την εφαρμογή τους ανέλαβε υπηρεσιακός πρωθυπουργός, πρώην επιχειρηματίας, που διορίστηκε με κοινή συναίνεση, το πολιτικό κόστος επωμίστηκαν οι σοσιαλιστές.

Αν στην κεντρική Ευρώπη τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα είναι οι πιο αξιόπιστοι συνεργάτες του ΔΝΤ, στην δυτική Ευρώπη είναι τα κόμματα που ταυτίζονται περισσότερο με την ΕΕ, όπως δείχνει το παράδειγμα της Ιβηρικής χερσονήσου.

Στην Πορτογαλία την προηγούμενη Πέμπτη 4 Μάρτη δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενοι κατέβηκαν στους δρόμους συμμετέχοντας στην απεργία που κήρυξαν τα συνδικάτα του δημόσιου τομέα για να διαμαρτυρηθούν για το πάγωμα των μισθών. Η κυβέρνηση του σοσιαλδημοκράτη Ζοζέ Σόκρατες, που έχει χάσει την πλειοψηφία στην Βουλή μετά την διάλυση της κυβερνητικής συμμαχίας, έχει προαναγγείλει επίσης περαιτέρω περικοπές δημοσίων δαπανών κι αυξήσεις στους έμμεσους φόρους. Τα ακριβή μέτρα θα ανακοινωθούν ταυτόχρονα με την δημοσιοποίηση του Προγράμματος Σταθερότητας, στόχος του οποίου θα είναι η μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος κάτω από 3% μέχρι το 2013. Το ρόλο του λαγού έπαιξε (…και στην περίπτωση της Πορτογαλίας) ο κεντρικός τραπεζίτης, Βίτορ Κοστάντζιο, που δήλωσε ότι χωρίς αυστηρότερα μέτρα δεν είναι δυνατό να μειωθεί το έλλειμμα, που από 2,7 το 2008 έφθασε στο 9,3% πέρυσι, και το δημόσιο χρέος που το 2009 ήταν 77% και φέτος αναμένεται να φτάσει το 90% του ΑΕΠ. Όσο για την ανεργία, που εκτοξεύτηκε στο 10%, δεν προβλέπονται μέτρα αντιμετώπισής της, όπως πουθενά αλλού άλλωστε στην Ευρώπη όπου η ραγδαία άνοδός της δεν απασχολεί καθόλου τις πολιτικές ηγεσίες! Η δημοσιοποίηση του Προγράμματος Σταθερότητας στην Πορτογαλία θα συρρικνώσει ακόμη περισσότερο τη βάση στήριξης του κυβερνώντος σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, που κέρδισε τις εκλογές μόλις τον Σεπτέμβρη του 2009, χάνοντας όμως 9 ποσοστιαίες μονάδες από το προηγούμενο εκλογικό ποσοστό του.

Δραματικές επιπτώσεις στην πολιτική επιρροή του κυβερνώντος σοσιαλδημοκρατικού κόμματος έχει η εφαρμογή πολιτικών λιτότητας και στη γειτονική Ισπανία. Τον Φεβρουάριο μάλιστα το Σοσιαλιστικό Κόμμα δεν είδε μόνο την ψαλίδα μεταξύ της δικής του επιρροής κι αυτής του δεξιού Λαϊκού Κόμματος να ανοίγει εις βάρος του στις 5,9 ποσοστιαίες μονάδες (από 3,5 που ήταν τον Φεβρουάριο), αλλά έχασε και το τελευταίο του οχυρό που ήταν η ευνοϊκή απάντηση στην ερώτηση για τον καταλληλότερο πρωθυπουργό. Πλέον ο ηγέτης της δεξιάς, Μαριάνο Ραχόι, υπερτερεί, κατά πολύ μάλιστα. Στη βάση τη δυσαρέσκειας των Ισπανών βρίσκονται δύο αλληλοτροφοδοτούμενες αιτίες: η εκτίναξη της ανεργίας στο διαλυτικό για τον κοινωνικό ιστό ποσοστό του 20% και μια σειρά μέτρα που λαμβάνει η κυβέρνηση τα οποία προκαλούν κοινωνική δυσαρέσκεια. Σημαντικότερο όλων το αντι-ασφαλιστικό νομοσχέδιο που συζητιέται και προβλέπει την αύξηση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης από τα 65 στα 67 χρόνια. Αυτή η πρόταση αποτέλεσε την αιτία για την κήρυξη της πρώτης πανεργατικής απεργίας απέναντι στην κυβέρνηση του Θαπατέρο στις 23 Φεβρουαρίου και την αφορμή για να επιλέξει η εφημερίδα El Pais τον τίτλο «το ειδύλλιο φθάνει στο τέλος του», αναφερόμενη στις σχέσεις των συνδικάτων με την κυβέρνηση. Αιτία πολέμου επίσης για τα συνδικάτα αποτελούν τα μέτρα ελαστικοποίησης των εργασιακών σχέσεων που συζητιούνται και στα οποία συμπεριλαμβάνεται η διευκόλυνση των απολύσεων με την μείωση της αποζημίωσης και την κατάργηση των ορίων που υπήρχαν για τις ομαδικές απολύσεις, η μείωση των εργοδοτικών εισφορών κ.λπ. Και τα δύο παραπάνω νομοσχέδια συμβάλλουν στην μείωση των δημοσίων δαπανών κατά 50 δισ. ευρώ που περιγράφεται στο Πρόγραμμα Σταθερότητας που υπέβαλε η Μαδρίτη στις Βρυξέλλες απώτερος στόχος του οποίου είναι η μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος από 11,4% το 2009 σε επίπεδα χαμηλότερα του 3% του ΑΕΠ μέχρι το 2013.

Τέλος, θυσίασμα στο βωμό της οικονομικής ορθοδοξίας επέλεξε να γίνει κι η κυβέρνηση συμμαχίας μεταξύ κεντροαριστεράς και πράσινων στην Ισλανδία, που εξελέγη τον Ιούνιο του 2009, από τη στιγμή που συγκρούστηκε με την συντριπτική πλειοψηφία των Ισλανδών – το 93% όπως έδειξε και το δημοψήφισμα της προηγούμενης εβδομάδας. Άμεσες συνέπειες στην κυβερνητική σταθερότητα της Ισλανδίας δεν πρόκειται να υπάρξουν από την άρνηση των Ισλανδών να «φεσωθεί» με 48.000 ευρώ το κάθε νοικοκυριό για να αποζημιωθούν οι κυβερνήσεις της Αγγλίας και της Ολλανδίας σχετικά με την κατάρρευση της τράπεζας Icesave τον Οκτώβρη του 2008. Φάνηκε ωστόσο ότι η κεντροαριστερή κυβέρνηση που εξελέγη μόλις πριν εννιά μήνες δεν ανταποκρίθηκε στο αίτημα της αλλαγής που συνόδευσε την ήττα της προηγούμενης δεξιάς κυβέρνησης.

Ως κοινή συνισταμένη των παραπάνω προκύπτει ότι η επιλογή των σοσιαλδημοκρατικών κυβερνήσεων σε όλη την Ευρώπη να φανούν αξιόπιστες πρωτίστως απέναντι τους αναξιόπιστους οίκους αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας ή τους διεθνείς κερδοσκόπους κι όχι ως προς την τήρηση των προεκλογικών τους δεσμεύσεων ή των προσδοκιών που συνόδευσαν την εκλογή τους θέτει σε κρίση τις σχέσεις τους με τους ψηφοφόρους.

Κι η Ελλάδα φυσικά δεν αποτελεί εξαίρεση…

Σε σταυροδρόμι η Αριστερά στη Γερμανία (Επίκαιρα, 4/2-10/2/2010)

Ενώπιον κρίσιμων επιλογών βρίσκεται το Αριστερό Κόμμα στη Γερμανία που με την ορμητική είσοδό του στην πολιτική ζωή της χώρας την τελευταία τριετία επανακαθόρισε τους όρους της αντιπαράθεσης. Αιτία είναι η δήλωση του 66χρονου Όσκαρ Λαφοντέν ότι αποχωρεί από την ηγεσία του κόμματος. Η πρόσφατη ανακοίνωσή του αναμενόταν από τις 18 Νοέμβρη του 2009, όταν έκανε για πρώτη φορά γνωστό ότι πάσχει από καρκίνο του προστάτη. Ο ίδιος ο Λαφοντέν από τότε είχε προαναγγείλει πως θα ανακοινώσει στις αρχές του νέου έτους αν θα συνεχίσει να ηγείται του Αριστερού Κόμματος, σε συνάρτηση φυσικά με την πορεία της υγείας του…

Η αποχώρησή του ωστόσο αναμένεται να έχει καταλυτικές συνέπειες. Όπως άλλωστε είχε μέχρι τώρα κι η προσωπική του συμμετοχή στις εξελίξεις στην γερμανική σοσιαλδημοκρατία. Ο Όσκαρ Λαφοντέν κέρδισε την αναγνώριση και το σεβασμό της διεθνούς σοσιαλδημοκρατίας, τουλάχιστον των πιο αριστερών της εκδοχών, το 1999, όταν στο απόγειο της πολιτικής του καριέρας, ως πρόεδρος του γερμανικού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος και υπουργός Οικονομίας της νεοσύστατης κυβέρνησης του Γκέρχαρντ Σρέντερ, παραιτείται κι από τα δύο κορυφαία αξιώματα διαφωνώντας από τα αριστερά με την πολιτική του σοσιαλδημοκράτη καγκελάριου. Να θυμίσουμε πως ήταν η εποχή που η απομάκρυνση του χριστιανοδημοκράτη Χέλμουτ Κολ από την κυβέρνηση (όπως είχε συμβεί άλλωστε και στην Αγγλία με την άνοδο του Τόνι Μπλερ) ενθάρρυνε τις πιο υψιπετείς φιλοδοξίες για μια αριστερή στροφή και επαναφορά των εργατικών κατακτήσεων και των κοινωνικών παροχών στα αξιοζήλευτα επίπεδα της δεκαετίας του ’70. Φιλοδοξίες που γρήγορα αποδείχθηκαν μάταιες. Ο Λαφοντέν αντιλαμβανόμενος έγκαιρα την αμετάκλητη δεξιά στροφή της σοσιαλδημοκρατίας αποχώρησε από το κόμμα που τον ανέδειξε. Η επιλογή του δικαιώθηκε πολύ γρήγορα όταν η δυσφορία των γερμανών εργαζομένων έφθασε στο αποκορύφωμά της με την περίφημη «Ατζέντα 2010», ένα πρόγραμμα αντεργατικών μεταρρυθμίσεων του Σρέντερ, με το οποίο κατεδαφίστηκαν παροχές που συνιστούσαν ακρογωνιαίους λίθους του γερμανικού κράτους πρόνοιας και δεν είχε τολμήσει να θίξει ούτε ο Κολ.

Ο Λαφοντέν, «κόκκινος Όσκαρ» εν τω μεταξύ ή «ο πιο επικίνδυνος άνθρωπος στην Ευρώπη» κατά τον βρετανικό Economist, επανέρχεται στην πολιτική με την ίδρυση της Αριστεράς. Η σοβαρή εκλογική άνοδος της Αριστεράς (από 8,7% το 2005 στο 11,9% το 2009) εξελίσσεται ταυτόχρονα, σαν διελκυστίνδα, με την παρακμή και την κρίση της σοσιαλδημοκρατίας όπως εκφράζεται με την εκλογική της καταβαράθρωση (από 34,2% το 2005 στο 23% το 2009) και τις συνεχείς αλλαγές στην ηγεσία της, ως αποτέλεσμα πραξικοπημάτων της πιο δεξιάς της πτέρυγας με στόχο την αποτροπή μιας αριστερής στροφής. Η Αριστερά ωστόσο πέτυχε χάρη στο αριστερό της πρόγραμμα. Μόλις τον Μάιο του 2009 ο Όσκαρ Λαφοντέν δεν δίστασε να δηλώσει στο δημοσιογράφο του Der Spiegel ότι «θέλουμε να ανατρέψουμε τον καπιταλισμό». Ταυτόχρονα κατέθεσε πέντε αιτήματα που αποτελούσαν προμετωπίδα του κόμματός του, τα οποία θεωρούσε κι αδιαπραγμάτευτο όρο για την συμμετοχή του σε οποιαδήποτε κυβέρνηση: Επαναφορά των 65 ετών ως ανώτατο ηλικιακό όριο συνταξιοδότησης (από τα 67 που το ανέβασε ο Σρέντερ), αποχώρηση του γερμανικού στρατού από το Αφγανιστάν, καθορισμός κατώτατου ωρομισθίου στο ύψος των 10 ευρώ, γενναίο πρόγραμμα δημόσιων επενδύσεων ύψους 100 δισ. ευρώ ετησίως και άνοδος του φορολογικού συντελεστή για τους πλουσίους στο 80%! Το πρόγραμμα αυτό επιδοκιμάστηκε στη Γερμανία κι η Αριστερά βγήκε τέταρτο κόμμα προσπερνώντας τους Πράσινους και συγκεντρώνοντας τους μισούς ψήφους από τους σοσιαλδημοκράτες (SPD).

Αυτή η δυναμική ωστόσο τίθεται υπό αίρεση με την αποχώρηση του Λαφοντέν, που μεταξύ πολλών άλλων αποκαλούσε τον Μπους δημόσια, τρομοκράτη. Το Αριστερό Κόμμα από την πρώτη στιγμή που ιδρύθηκε με την συγχώνευση του Κόμματος Δημοκρατικού Σοσιαλισμού από την ανατολική Γερμανία (μετεξέλιξη του κυβερνώντος μέχρι το 1989 Ενιαίου Σοσιαλιστικού Κόμματος Γερμανίας) και του WASG από τη δυτική, ποτέ στην πραγματικότητα δεν έγινε ένα κόμμα. Ποτέ δεν επήλθε πλήρη και ουσιαστική ενοποίηση ανάμεσα στις δύο πτέρυγες που το συγκρότησαν. Ο καταμερισμός μεταξύ των δυτικών και ανατολικών είναι άνισος μεν, σαφής δε. Οι ανατολικοί βάζουν τις ψήφους κι οι δυτικοί βάζουν την αριστερή γραμμή!

«Το Αριστερό Κόμμα είναι δύο – ή καλύτερα δυόμισι – κόμματα. Υπάρχει το πραγματιστικό, κυρίαρχο κόμμα που είναι στην εξουσία στην ανατολή. Αυτό είναι το κόμμα νούμερο ένα. Έπειτα υπάρχει το κόμμα νούμερο δύο, που αποσχίστηκε και βρίθει διαφωνούντων από άλλα κόμματα, που συναντιέται περισσότερο στη Δύση. Κι έπειτα υπάρχει το κόμμα του Λαφοντέν, στο κρατίδιο του Σάαρλαντ», έγραφε το γερμανικό περιοδικό Der Spiegel στις 25 Σεπτέμβρη 2009. Και συνέχιζε περιγράφοντας τις αντιθέσεις εντός της Αριστεράς: «Τα κόμματα ένα και δύο καυγαδίζουν για το ποιο απ’ αυτά είναι στην πραγματικότητα το Αριστερό Κόμμα. Οι δυτικοί αριστεροί πιστεύουν ότι οι ανατολικοί είναι πολύ προσεχτικοί, φοβισμένοι και κακομαθημένοι από την συμμετοχή τους στις κυβερνήσεις των ανατολικών κρατιδίων ή από την επιθυμία τους για συμμετοχή. Οι ανατολικοί αριστεροί, από την άλλη πλευρά, πιστεύουν ότι οι δυτικοί έχουν εμμονή με την ιδεολογία κι ακόμη ότι είναι εχθροί του συντάγματος σε ορισμένες ακραίες περιπτώσεις». Στην ανατολική Γερμανία ωστόσο βρισκόταν η μεγαλύτερη δεξαμενή ψήφων της Αριστεράς, όπως φάνηκε κι από ορισμένα περυσινά αποτελέσματα: 20% στη Σαξονία, 30% στη Θουριγγία, κ.λπ. όταν στη δυτικογερμανική Χέσση η Αριστερά κέρδισε την ίδια περίοδο 5,4%.

Στο εξής με την απουσία του Όσκαρ Λαφοντέν που αποδεδειγμένα διέθετε το πολιτικό εκτόπισμα και την εκλογική επιρροή, όπως φάνηκε από το 21% που κέρδισε η Αριστερά στο κρατίδιο του, τη Σάαρλαντ, για να επιβάλλει την πιο αριστερή γραμμή, θα τεθεί υπό αίρεση αυτό το πετυχημένο, προωθητικό μίγμα. Ήδη στο SPD ανοίγουν σαμπάνιες. Με το βλέμμα στις γενικές εκλογές του 2013 ευελπιστούν ότι το κενό που αφήνει η απομάκρυνση του Λαφοντέν από την ηγεσία της Αριστεράς θα καλυφθεί από περισσότερο μετριοπαθή στελέχη της, που μπροστά στο δέλεαρ της εξουσίας δεν θα διστάσουν να βάλουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων ακόμη και τις πιο αδιαπραγμάτευτες αρχές τους, όπως έκαναν κι οι Πράσινοι, πριν μια δεκαετία, ανοίγοντας οι ίδιοι το δρόμο για την εκλογική τους ήττα και τον πολιτικό τους παροπλισμό. Οι εξελίξεις στο ίδιο το κόμμα, που το 2010 θα αποφάσιζε το πρόγραμμά του, και οι εκλογές στα κρατίδια το επόμενο διάστημα θα δείξουν την πορεία που θα ακολουθήσει η γερμανική Αριστερά…

Με νέα …χρώματα συνεχίζει η Μέρκελ (Μετροπόλιταν, 4/10/2009)

Πέτυχε τον στόχο της η Δεξιά στη Γερμανία στις ομοσπονδιακές εκλογές της προηγούμενης Κυριακής, καταφέρνοντας να απομακρύνει τους Σοσιαλδημοκράτες από την κυβέρνηση συνασπισμού και να τους αντικαταστήσει με το φιλο-επιχειρηματικό κόμμα των Ελεύθερων Δημοκρατών.

Σ’ αυτό τον στόχο όμως, που θα έχει σημαντικότατες επιπτώσεις για την μελλοντική πορεία της χώρας που θεωρείται οικονομική ατμομηχανή της Ευρώπης, σταματούν και τα καλά νέα για το κόμμα των Χριστιανοδημοκρατών. Γιατί, το ποσοστό του 34% που συγκέντρωσε συνολικά η Δεξιά στη Γερμανία (η CDU μαζί με τη CSU από τη Βαυαρία) είναι το χαμηλότερο ποσοστό που έχει πάρει από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Μάλιστα, και στις προηγούμενες ομοσπονδιακές εκλογές, το 2004, παρότι η Δεξιά είχε βγει πρώτο κόμμα κερδίζοντας το δικαίωμα να ορίσει καγκελάριο, και τότε το ποσοστό της, που ήταν 35%, συνιστούσε συντριβή μια και ήταν και κείνο το χαμηλότερο ποσοστό της μεταπολεμικής περιόδου.

Τη μεγαλύτερη συντριβή ωστόσο δέχτηκαν οι Σοσιαλδημοκράτες οι οποίοι κατέγραψαν τα ίδια αρνητικά ρεκόρ με τους Χριστιανοδημοκράτες κερδίζοντας το 23% των ψήφων από 34% που είχαν πάρει το 2004. Έχασαν δηλαδή 11 ολόκληρες ποσοστιαίες μονάδες ή τον 1 από τους 3 ψήφους τους! Αυτό είναι το τίμημα που πλήρωσε το SPD για την βαθιά αντιλαϊκή «Ατζέντα 2010» την οποία εφάρμοσε ο Γκέρχαρντ Σρέντερ το 2005 και περιλάμβανε την κατάργηση κοινωνικών παροχών και ασφαλιστικών δικαιωμάτων. Ήταν επίσης το τίμημα που πλήρωσαν για τη μετέπειτα δεξιά στροφή τους, όπως συμπυκνώθηκε στην κυβέρνηση του μεγάλου συνασπισμού, το 2005. Η απογοήτευση που προκάλεσαν ήταν μεγάλη επειδή κάλλιστα μπορούσαν τότε οι Σοσιαλδημοκράτες να σχηματίσουν κυβέρνηση με την Αριστερά και τους Πράσινους. Διαθέτοντας τα τρία κόμματα 222 βουλευτές, 54 και 51 αντίστοιχα, 327 δηλαδή αθροιστικά, ξεπερνούσαν κατά πολύ το όριο των 308 εδρών που απαιτείται για την απόλυτη πλειοψηφία. Ενώ λοιπόν όλοι ανέμεναν το Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα να στραφεί προς τα αριστερά του, στους φυσικούς του συμμάχους όπως είναι οι Πράσινοι με τους οποίους κυβέρνησε επί δύο τετραετίες ο Σρέντερ, και την Αριστερά που κατά μεγάλο μέρος αποτελείται από δυσαρεστημένους του SPD, αυτό επέλεξε να συγκυβερνήσει με τη Δεξιά. Στο εσωτερικό του κόμματος δε, στα ανώτερα κλιμάκια μάλιστα, προκλήθηκαν διαδοχικοί τριγμοί λόγω της συντηρητικής του στροφής που ακόμη συνεχίζονται. Ειδικότερα, το Νοέμβριο του 2005 ο ηγέτης του κόμματος Φρανζ Μίντεφερινγκ από την εποχή του Σρέντερ ακόμη κι αρχιτέκτονας του μεγάλου συνασπισμού στη συνέχεια παραιτήθηκε από την ηγεσία του κόμματος όταν η πρόταση του για την πλήρωση της θέσης του νούμερο 2 στην κομματική ιεραρχία απορρίφθηκε πανηγυρικά. Το αποτέλεσμα αυτό είχε χαρακτηριστεί χαστούκι στο πρόσωπό του κι οδήγησε στην παραίτησή του. Στη θέση του και για 5 μόνο μήνες εκλέχτηκε ο Ματίας Πλάτζεκ, ο οποίος τον Μάιο του 2006 αντικαταστάθηκε από τον Κουρτ Μπεκ. Στο πρόγραμμα του νέου ηγέτη του SPD δέσποζε η ουσιαστική κριτική στα πεπραγμένα του Σρέντερ και μια αριστερή στροφή στο πρόγραμμα και του στόχους του αρχαιότερου σοσιαλδημοκρατικού κόμματος της Ευρώπης, έτσι ώστε να επανασυνδεθεί με τους εργαζόμενους και να σταματήσει η αιμορραγία από τα αριστερά του. Το μόνο που κατάφερε ήταν να συντομεύσει τον χρόνο παραμονής του στην ηλεκτρική καρέκλα του προέδρου του SPD. Έτσι, άρον – άρον και νύχτα μάλιστα τον Σεπτέμβριο του 2008 επανήλθε ο Μίντεφερνγκ στη θέση του για να εγγυηθεί ο ίδιος την συνέχιση της νεοφιλελεύθερης στροφής του κόμματος. Στο προαναγγελθέν συνέδριο του κόμματος, τον ερχόμενο Νοέμβριο, η κριτική προς την ηγεσία του, που φέρει ακέραια την ευθύνη για την εκλογική συντριβή του κόμματος θα κορυφωθεί. Μένει να δούμε αν θα είναι τόσο πλατιά ώστε να ανατρέψει αυτή την ηγεσία και να ακυρώσει τη δεξιά μετάλλαξη του κόμματος…

Μια επιπλέον επιβεβαίωση για τα αίτια της συρρίκνωσης του SPD δίνει κι η σοβαρή άνοδος του κόμματος Αριστερά, που επιβεβαιώνοντας τις προβλέψεις, κέρδισε το 12% των ψήφων, αυξάνοντας τις δυνάμεις του από τις προηγούμενες εκλογές περισσότερο από ένα τρίτο. Οι ψηφοφόροι του κόμματος που ίδρυσε ο Όσκαρ Λαφοντέν, όταν αποχώρησε από το SPD το 1998, με τον ηγέτη του ανατολικογερμανικού Κόμματος για το Δημοκρατικό Σοσιαλισμό, Γκίζι, είναι δυσαρεστημένα μέλη και οπαδοί του SPD καθώς κι αριστεροί της πάλαι ποτέ Ανατολικής Γερμανίας. Στην προμετωπίδα τους δε κατά τη διάρκεια όλης της προεκλογικής περιόδου βρισκόταν το αίτημα τη επιστροφής των 4.200 γερμανών στρατιωτών από το Αφγανιστάν κι η ακύρωση των αντεργατικών μέτρων του Σρέντερ!

Το καλύτερο ποσοστό στην ιστορία τους έπιασαν κι οι Πράσινοι αγγίζοντας το 11%, από 8% που είχαν πετύχει στις προηγούμενες εκλογές. Στόχος των ίδιων ήταν να περάσουν στην τρίτη θέση ώστε να συμμετάσχουν στην επόμενη κυβέρνηση συνεργασίας.

Η εικόνα της κρίσης στο γερμανικό πολιτικό σύστημα που δημιουργείται από την συρρίκνωση της εκλογικής απήχησης των δύο μεγάλων κομμάτων συμπληρώνεται από ένα ακόμη ρεκόρ, της αποχής. Η συμμετοχή, φθάνοντας μόλις στο 71% από 77% που ήταν πριν 4 χρόνια, άγγιξε το χαμηλότερο σημείο όλης της μεταπολεμικής περιόδου. Πίσω από τους αριθμούς αυτό που διακρίνεται είναι η (παθητική έστω) αντίδραση των 62 εκ. Γερμανών ψηφοφόρων απέναντι σε ένα πολιτικό σκηνικό οι διαχωριστικές γραμμές του οποίου έχουν καταργηθεί προ πολλού κι οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές του κάνουν ότι μπορούν για να πείσουν τους ψηφοφόρους πως «όλοι ίδιοι είναι». Γιατί επομένως να τους ψηφίσουν;

Το τρίτο κόμμα που είδε τα ποσοστά του να αυξάνονται, όπως συνέβη με την Αριστερά και τους Πράσινους, είναι το νεοφιλελεύθερο κόμμα των Ελεύθερων Δημοκρατών που συγκέντρωσε το 15% όταν στις προηγούμενες εκλογές είχε κερδίσει το 10%. Το κόμμα των Ελεύθερων Δημοκρατών είναι ο αδιαμφισβήτητος νικητής των εκλογών καθώς με αυτή του την άνοδο εξασφάλισε τον τερματισμό της 11χρονης απομάκρυνσής του από την εξουσία και την είσοδό του στην κυβέρνηση συνεργασίας της Μέρκελ. Υπάρχει ωστόσο μια σημαντική διαφορά από τα χρόνια του Κολ όταν οι Ελεύθεροι Δημοκράτες συμμετείχαν στις δεξιές κυβερνήσεις καθώς τότε οι βουλευτές τους αντιπροσώπευαν περίπου το 20% των βουλευτών του CDU και του CSU. Σήμερα αντίθετα είναι σχεδόν το 40% (93 έναντι 239). Κατά συνέπεια και το φιλο-επιχειρηματικό πρόγραμμά τους θα βάλει πολύ πιο βαθιά τη σφραγίδα του στις προγραμματικές εξαγγελίες της νέας μαυροκίτρινης κυβέρνησης (από τα χρώματα των δύο κομμάτων) που θα αναλάβει μόλις ολοκληρωθεί το παζάρι για τα υπουργεία. Το μόνο σίγουρο μέχρι στιγμής θεωρείται πως το υπουργείο Εξωτερικών της Γερμανίας, θα αναλάβει ο ηγέτης του FD, Γκουίντο Βεστερβέλε, που δηλώνει δημόσια ότι είναι ομοφυλόφιλος. Εξ ίσου σίγουρο θεωρείται πως θα αναλάβουν κι άλλα σημαντικά υπουργεία. Όταν συμμετείχαν ξανά στην κυβέρνηση, την περίοδο 1982-1998, είχαν υπό τον έλεγχό τους τα εξαιρετικά κρίσιμα υπουργεία Εξωτερικών, Οικονομίας και Δικαιοσύνης.

Με την υποκίνησή τους τώρα η Μέρκελ θεωρείται σχεδόν βέβαιο ότι θα μειώσει σημαντικά τους φόρους των επιχειρήσεων, οξύνοντας τη δημοσιονομική ανισορροπία, θα προχωρήσει στην απορύθμιση, δηλαδή την ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων, θα ακυρώσει προγενέστερη απόφαση για κλείσιμο 17 πυρηνικών εργοστασίων μέχρι το 2021, ενώ για το μείζον θέμα του Αφγανιστάν θα παρατείνει επ’ άπειρο την παραμονή των γερμανών στρατιωτών.

Μέτρα, αμφιβόλου οικονομικής αποτελεσματικότητας, που θα διαβρώσουν ακόμη περισσότερο την κοινωνική συνοχή και τα θεμέλια του πολιτικού συστήματος…

Αρέσει σε %d bloggers: