Το κείμενο που ακολουθεί στηρίζεται σε τοποθέτηση που έγινε στο πλαίσιο εκδήλωσης για τα εθνικά θέματα, η οποία πραγματοποιήθηκε στις 12 Φεβρουαρίου 2018 στην Αθήνα. Διοργανωτής ήταν η Πρωτοβουλία 14 Μάη, που κινείται στο σοσιαλιστικό χώρο.
Του Λεωνίδα Βατικιώτη
Στην εκδήλωση επιπλέον μίλησαν οι εξής:
- Κωνσταντακόπουλος Δημήτρης, δημοσιογράφος, συγγραφέας, συντονιστής της Πρωτοβουλίας των Δελφών για την Υπεράσπιση τηςΔημοκρατίας.
- Λυγερός Σταύρος, δημοσιογράφος gr
- Παπαγιαννόπουλος Γιώργος, αρχιτέκτων-συγγραφέας, εκ μέρους της «Πρωτοβουλίας 14ης Μάη»
- Χαραλαμπίδης Μιχάλης, κοινωνιολόγος
Την συζήτηση συντόνισε ο Άρης Χατζησαββίδης, δημοτικός σύμβουλος Νέας Ιωνίας.
Εδώ μπορείτε να παρακολουθήσετε όλες τις ομιλίες.
Τρία ερωτήματα τίθενται προς απάντηση, κατά την άποψή μου, με αφορμή την προσπάθεια επίλυσης της εκκρεμότητας της ονομασίας της ΠΓΔΜ και τη διαπάλη που είναι σε εξέλιξη. Το πρώτο ερώτημα σχετίζεται με τις ηγεμονικές δυνάμεις του σύγχρονου κεφαλαίου, το δεύτερο ερώτημα σχετίζεται με τις προοπτικές και το τρίτο ερώτημα αφορά στη στάση της Αριστεράς.
Σχετικά με τα κίνητρα και τις δυνάμεις που ηγούνται σήμερα της προσπάθειας επίλυσης του ονόματος της γειτονικής χώρας, σε άμεσο επίπεδο παρατηρούμε ότι πρόκειται για μια προσπάθεια των ΗΠΑ να διευθετήσουν προς όφελός τους όσες εκκρεμότητες έμειναν άλυτες στα Βαλκάνια. Μεταξύ άλλων να εντάξουν και την ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ έτσι ώστε να περιθωριοποιηθούν πολιτικοί και κόμματα που στέκονται φιλικά απέναντι στη Ρωσία.
Αυτή η προσπάθεια εντάσσεται σε μια πολύ ευρύτερη επιχείρηση των ΗΠΑ να ελέγξουν πλήρως τη Μέση Ανατολή, την ανατολική Μεσόγειο και τα Βαλκάνια. Εκτελεστικό τους όργανο σε αυτή την προσπάθεια είναι το σιωνιστικό κράτος. Επομένως, η κυβέρνηση του Αλ. Τσίπρα, δεν είναι υπόλογη μόνο για την διευκόλυνση που κάνει στο ΝΑΤΟ βοηθώντας την ένταξη της ΠΓΔΜ, ενώ μια αριστερή κυβέρνηση θα έπρεπε να μάχεται για την έξοδο από το ΝΑΤΟ και τη διάλυση του φιλοπόλεμου συνασπισμού. Αλ. Τσίπρας, Π. Καμμένος και Ν. Κοτζιάς, μαζί με την κυπριακή πολιτική ηγεσία, είναι επίσης υπόλογοι γιατί δίνουν ευρωπαϊκή διέξοδο στο Ισραήλ. Γιατί νομιμοποιούν τα καθημερινά εγκλήματα πολέμου εναντίον ενός άμαχου λαού, των ηρωικών Παλαιστινίων. Είναι επίσης υπόλογοι γιατί νομιμοποιούν τη χούντα του Σίσι στην Αίγυπτο που τα χέρια της στάζουν ακόμη από το αίμα των αγωνιστών της Αραβικής Άνοιξης.
Όσοι δε, έμπλεοι κυνισμού, αντιτείνουν τα πιθανά οικονομικά οφέλη που θα αποκομίσει η Ελλάδα, ή έστω η άρχουσα τάξη της, από τη συμμαχία με το Ισραήλ θα άξιζε να μνημονεύσουν έστω μια χώρα η οποία ωφελήθηκε από τη συμμαχία της με το σιωνισμό. Επίσης, να δουν όσα υπομένουν τώρα οι Κούρδοι που επέλεξαν να συμμαχήσουν με τους Αμερικάνους και το Ισραήλ για να αποκτήσουν έτσι πατρίδα. Στο έλεος των Τούρκων τους έχουν αφήσει και οι Ισραηλινοί και οι Αμερικάνοι! Στο ενδεχόμενο μια ελληνοτουρκικής κρίσης γιατί πιστεύει κάποιος ότι θα συμπεριφερθούν διαφορετικά απέναντι στους Έλληνες;
Το δεύτερο ερώτημα αφορά στην κατεύθυνση που οδηγεί αυτή η δυναμική ήδη ξεδιπλώνεται.
Η αναζωπύρωση όλων των εν υπνώσει θερμών μετώπων της τελευταίας 20ετίας, από τη Βόρεια Κορέα μέχρι την Υεμένη, οδηγεί ξεκάθαρα σε πόλεμο. Τα αυτοτελή συμφέροντα της πολεμικής βιομηχανίας, η πίεση που δέχονται οι ΗΠΑ από τη ραγδαία οικονομική άνοδο Ρωσίας και Κίνας και η ανυπαρξία ενός απειλητικού εσωτερικού εχθρού που θα διεκδικεί μαχητικά το «ταπεινό» δικαίωμα στην ειρήνη, μαζί με το δικαίωμα στη δουλειά και το μισθό έχουν δημιουργήσει τους όρους για ένα νέο αιματηρό πόλεμο. Διανοούμενοι και δυνάμεις της Αριστεράς υποτιμούν τον κίνδυνο, μαγεμένοι από το φιλελεύθερο ιδεώδες όπως συμπυκνώθηκε στη διατύπωση του Φρίντμαν ότι όποια κράτη κάνουν εμπόριο δεν κάνουν πόλεμο.
Η ιστορία μας διδάσκει ότι κανένας πόλεμος δεν ξεδιπλώθηκε χωρίς την απαραίτητη ιδεολογική προεργασία. Το σύνθημα του Τραμπ «η Αμερική πρώτα» αποσκοπεί να διευρύνει τη λαϊκή του βάση και να εμφανίσει την Αμερική ως αμυνόμενη, επομένως, δικαιούμενη να αντεπιτεθεί: απέναντι σε μια Β. Κορέα που υποτίθεται απειλεί τις ΗΠΑ με πυρηνικά, απέναντι στο Ιράν που υποτίθεται κι αυτό απειλεί το Ισραήλ με πυρηνικά, κ.λπ.
Εδώ όμως υπάρχει και κάτι πιο βαθύ. Ο Τραμπισμός αποδεικνύεται ένα πολύ ευρύτερο ιδεολογικό ρεύμα. Ας σκεφτούμε τις αναλογίες μεταξύ της απόφασης του αμερικανού προέδρου να αποχωρήσει από τη συμφωνία του Ειρηνικού και να αναθεωρήσει τη ΝAFTA, με την ανακοίνωση από την ίδια τη Μέρκελ πέρυσι τον Μάιο στη Ρώμη της Ευρώπης των πολλών ταχυτήτων. Η άκρα Δεξιά στις ΗΠΑ αυξάνει την ιδεολογική της επιρροή μαζί με την άκρα Δεξιά στη Γαλλία, τη Φινλανδία, την Αυστρία, κοκ. Πιστεύω δηλαδή, όπως διατυπώσαμε και στο συλλογικό κείμενο με τίτλο «Για το παρόν και το μέλλον της Αριστεράς», πώς είμαστε μάρτυρες μιας τομής ανάλογου βάθους με εκείνη που σημειώθηκε την επομένη της κρίσης του ’70 με την άνοδο των Ρέιγκαν και Θάτσερ.
Αξίζει δε να παρατηρήσουμε ότι πλέον ο κυρίαρχος ακροδεξιός λόγος αποφεύγει λεκτικές ακρότητες. Επίσης, επενδύει στο κοινωνικό ζήτημα.
Κατά συνέπεια, ερχόμενοι στην Ελλάδα, παρεμπίπτουσες καταγγελίες των ιδιωτικοποιήσεων και των Μνημονίων από μερικούς ομιλητές των δύο συλλαλητηρίων στη Θεσσαλονίκη και την Αθήνα δεν αναιρούν το γεγονός ότι η ηγεμονία ανήκε στην άκρα δεξιά και τον εθνικισμό, όπως έδειξε ο εμπρησμός της κατάληψης ενός διατηρητέου κτιρίου στη Θεσσαλονίκη που ήταν η μεγαλύτερη βιβλιοθήκη πολιτικού βιβλίου στην πόλη υπό τα συνθήματα «αναρχικοί και μπολσεβίκοι αυτή τη γη δε σας ανήκει». Ωστόσο, δεν υποστηρίζω ότι οι συμμετέχοντες στα δύο συλλαλητήρια ήταν ακροδεξιοί και εθνικιστές. Όπως ακριβώς όσοι πήραν μέρος στη συγκέντρωση που προηγήθηκε του δημοψηφίσματος τον Ιούλιο του 2015 δεν ήταν αριστεροί, αλλά στη συγκέντρωση υπήρχε μια πεντακάθαρη αριστερή ηγεμονία, έτσι κι όσοι συμμετείχαν στα δύο συλλαλητήρια δεν ήταν εθνικιστές και ακροδεξιοί, ενώ τα συλλαλητήρια είχαν μια πεντακάθαρη εθνικιστική κι ακροδεξιά ηγεμονία.
Το σημαντικότερο στοιχείο για να αποτιμήσουμε τα συλλαλητήρια είναι ωστόσο το κεντρικό τους αίτημα: Να μην υπάρχει στη νέα ονομασία της ΠΓΔΜ, η λέξη Μακεδονία. Εδώ ας κρατήσουμε την ιδεολογική στροφή. Το 1992 μόνο η κομμουνιστική Αριστερά αντιτάχθηκε στη θέση των πολιτικών αρχηγών που κατέληγε «η Μακεδονία είναι μία κι είναι ελληνική» και στα εθνικιστικά συλλαλητήρια. Το 2008 υπό τον Κ. Καραμανλή έγινε δεκτή grosso modo η γραμμή της κομμουνιστικής Αριστεράς. Και σήμερα, τα συλλαλητήρια επιστρέφουν υιοθετώντας τη γραμμή των πολιτικών αρχηγών του 1992. Αν αυτό δεν είναι οπισθοδρόμηση τότε τι είναι;
Αντιτείνουν πολλοί τις δημοσκοπήσεις που δίνουν συντριπτικά ποσοστά στο αίτημα «καμιά χρήση της λέξης Μακεδονία». Προτείνω να το προσπεράσουμε και να θυμηθούμε ότι κι όσοι διαφωνούσαμε με τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 ήμασταν μειοψηφία. Μειοψηφία επίσης ήμασταν κι όσοι χαρακτηρίζαμε απάτη την άνοδο του χρηματιστηρίου το 1999. Ερχόμενοι στο σήμερα ας κρατήσουμε το γεγονός ότι ένα τμήμα της Μακεδονίας είναι στα γεωγραφικά όρια της ΠΓΔΜ. Επομένως είναι δικαίωμά τους η σύνθετη ονομασία, με γεωγραφικό προσδιορισμό όπως υποχρέωσή τους είναι η παραίτηση από κάθε αλυτρωτισμό. Κάτι που οφείλει, εννοείται, να κάνει κι η ελληνική πλευρά.
Περνάω έτσι στο μεγάλο θέμα για τη στάση της Αριστεράς, απέναντι σε αυτές τις εξελίξεις.
Πρέπει να αναγνωρίσουμε, κι αυτό όχι χάριν ευκολίας καθώς ξεχειλίζουν τα παραδείγματα από το απώτερο και πρόσφατο παρελθόν, ότι η Αριστερά τείνει σε δύο άκρα. Το ένα άκρο να υποτάσσεται στα πατριωτικά μέτωπα, αφήνοντας στον προθάλαμο, παραπέμποντας δηλαδή στις ελληνικές καλένδες, τις στρατηγικές της επιδιώξεις για κατάργηση της εκμετάλλευσης. Στο υπόβαθρο έχει τη θεωρία της «Ψωροκώσταινας». Το άλλο άκρο είναι να αποστρέφεται κάθε συζήτηση περί εθνικού, θεωρώντας το ιδεολογική κατασκευή, ψευδή συνείδηση, ενώ επιδεικνύει μια απίστευτη ανοχή στον εθνικισμό του γείτονα. Ως ιδεολογικό υπόβαθρο έχει τη θεωρία ότι η Ελλάδα είναι ιμπεριαλιστική δύναμη και ιδεολογικά δάνεια από τον κοσμοπολιτισμό του κεφαλαίου. Έτσι είδαμε τον αντιεθνικισμό να γίνεται θεραπαινίδα των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων στα Βαλκάνια την εποχή της διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας. Κι αν με αυτό το πλήρως ενσωματωμένο ρεύμα, εντός κυρίως της ευρωπαϊκής Αριστεράς, ξεμπερδεύουμε εύκολα, δε συμβαίνει το ίδιο με εκείνο το ρεύμα που υπό τις καλύτερες προθέσεις καταγγέλλει τον αριστερό πατριωτισμό, στο όνομα μιας ταξικής πάλης που εξελίσσεται σε συνθήκες εργαστηρίου.
Οφείλουμε να αναγνωρίσουμε, ως ελαφρυντικό για την υποτίμηση των εθνικών ζητημάτων από την Αριστερά τον ετεροπροσδιορισμό της από μια στρατηγική φιλοδοξία που εξέθρεψε η αστική τάξη επιζητώντας την κυριαρχία στα Βαλκάνια. Στόχος που όχι απλώς ουδέποτε υλοποιήθηκε, αλλά ήταν αδύνατο και να υλοποιηθεί, καθώς η ελληνική αστική τάξη θα έπρεπε να υποσκελίσει τη Γερμανία, την Ιταλία, ακόμη και τις ΗΠΑ.
Αυτό το ρεύμα έφτασε στο αποκορύφωμά του τα χρόνια των μνημονίων όταν απέρριπτε ως ιδεολογική υποχώρηση κάθε συζήτηση για οικονομική κατοχή ή υποτέλεια. Η αστική τάξη δίπλωσε τις σημαίες των υπέρμετρων φιλοδοξιών της, αλλά η Αριστερά το αντιλήφθηκε τελευταία… Έτσι, μεταξύ πολλών άλλων,
- Οι βουλευτές ψήφιζαν νόμους που δεν προλάβαιναν καν να τους φυλλομετρήσουν,
- εκδίδονται ελληνικά ομόλογα υπαγόμενα σε δίκαιο άλλου κράτους,
- η κυβέρνηση έχει ψηφίσει νόμο ότι δε θα νομοθετεί χωρίς την άδεια και τη σύμφωνη γνώμη των δανειστών,
- έφεραν σε πέρας την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους κάποια γκρίζα κουστούμια από τις σουίτες του ξενοδοχείου Μεγάλη Βρετάνια που δε μάθουμε ποτέ το όνομά τους,
- έγινε ιδεολογία η αρχή πώς η απώλεια της δημοσιονομικής κυριαρχίας επιφέρει αυτόματα και την απώλεια της εθνικής κυριαρχίας,
και παρόλα αυτά η Αριστερά (που είμαι σίγουρος πως ούτε κι αυτή είχε διαβάσει τα Μνημόνια) έριχνε στο πυρ το εξώτερον κάθε διατύπωση αιτημάτων εθνικής ανεξαρτησίας.
Κατ’ αυτό τον τρόπο, διέρρηξε τους δεσμούς της σε μια κρίσιμη ιστορική στιγμή με τη λαϊκή πλειοψηφία που διατηρεί αυξημένη ευαισθησία απέναντι σε ζητήματα εθνικής κυριαρχίας.
Μόνο τυχαίο δεν είναι που η εγκληματική συμμορία της Χρυσής Αυγής η οποία δολοφόνησε το Φύσσα, τον Λουκμάν και τόσους άλλους, έχτισε το αντιμνημονιακό της προφίλ με τη βοήθεια πάντα των ΜΜΕ, ποντάροντας σε θολά συνθήματα κατά των ξένων δανειστών. Καλλιέργησε το έδαφος που έκρινε άγονο η Αριστερά…
Κατά συνέπεια όσο η Αριστερά αντιμετωπίζει αφ’ υψηλού τα εθνικά ζητήματα όχι μόνο απομακρύνεται από το λαό, αλλά επίσης αδυνατεί να δημιουργήσει δύο πέρα για πέρα αναγκαία αναχώματα: Το πρώτο είναι στην νέα πολεμική εκστρατεία του ιμπεριαλισμού που είναι προ των πυλών. Και το δεύτερο είναι ενάντια στην οικονομική επιβολή των δανειστών, της ΕΕ, του διεθνούς κεφαλαίου που συνειδητά και σχεδιασμένα δημιουργεί δημοκρατικά στεγανά (βλέπε Τράπεζα Ελλάδας, Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων κ.α.) υπό την έγκριση και πλήρη ανοχή της ελληνικής αστικής τάξης μεταφέροντας τα κέντρα αποφάσεων μακριά από τον κυρίαρχο λαό. Σε αυτό το πλαίσιο η διεκδίκηση της εθνικής κυριαρχίας αφορά επιπλέον το ποιος και πόσο νόμισμα εκδίδει, από πού έρχονται και που πάνε τα δημόσια έσοδα. Η σύνδεση των κοινωνικών ζητημάτων με τα εθνικά, βοηθά ώστε η πάλη ενάντια στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ να είναι πάλη για την ειρήνη και την κοινωνική ευημερία!
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.