Το facebook θερμοκήπιο της άκρας Δεξιάς

Του Λεωνίδα Βατικιώτη

Την τελευταία εβδομάδα του Φεβρουαρίου γίναμε μάρτυρες αλλεπάλληλων περιπτώσεων λογοκρισίας από το δημοφιλέστερο τόπο κοινωνικής δικτύωσης, το facebook. Όλες οι απαγορεύσεις αφορούσαν αναρτήσεις αλληλεγγύης στον απεργό πείνας και δίψας Δημήτρη Κουφοντίνα. Κορυφή του παγόβουνου ήταν οι απαγορεύσεις σε αναρτήσεις των δημοσιογράφων Άρη Χατζηστεφάνου και Μαρίας Λούκα και στη συνέχεια σε δική μου ανάρτηση…

Η αιτιολόγηση του facebook ότι «η δημοσίευση παραβιάζει τους όρους μας σε ό,τι αφορά τα επικίνδυνα άτομα και επικίνδυνες οργανώσεις» υπονοεί μια αμφίδρομη πολιτική απαγορεύσεων, τόσο προς τα δεξιά όσο και προς τα αριστερά. Κι ίσως αυτό να είναι το λιγότερο ανόητο υπονοούμενο, μιας και το κυριότερο είναι το υπονοούμενο πώς όποιος τάσσεται με την εφαρμογή του νόμου υποθάλπει την τρομοκρατία…

Ας μείνουμε ωστόσο στην προσπάθεια του facebook, να εμφανιστεί ως ο μεγάλος ισορροπιστής. Η πραγματικότητα διαψεύδει το facebook. Μια σύντομη αναδρομή σε ορισμένα από τα πεπραγμένα του όπως καταγράφηκαν από εκτενή ρεπορτάζ του διεθνούς Τύπου βεβαιώνει ότι η ευαισθησία του facebook εξαντλείται  σε όσους επικαλούνται τα δημοκρατικά δικαιώματα και στην Αριστερά. Απεναντίας, φιλοξένησε κι ενθάρρυνε το λόγο μίσους της Alt Right για να αποδειχθεί ιδανικό θερμοκήπιο της άκρας Δεξιάς. Όλα αυτά προφανώς μέχρι τις 6 Ιανουαρίου, όταν εισέβαλε ο όχλος του Τραμπ στο Καπιτώλιο κι έγινε σαφές ότι το εκλογικό αποτέλεσμα έχει πλέον κριθεί υπέρ του Τζο Μπάιντεν. Κι έτσι τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης άλλαξαν πολιτικό προσανατολισμό επιδιώκοντας να έχουν λόγο στις αλλαγές που δρομολογούνται. Ας μείνουμε λοιπόν στη θητεία Τραμπ.

Ακόμη και το 2020, όταν η πολιτική αντιμετώπισης της πανδημίας είχε αποδειχθεί δολοφονική, προκαλώντας χιλιάδες νεκρούς, το facebook δούλευε για τον Τραμπ κι οι Δημοκρατικοί το κατήγγειλαν ως όργανο των Ρεπουμπλικανών που, εν όψει των εκλογών του Νοεμβρίου, έδινε με την μεροληψία του στον Τραμπ ένα  ισχυρό προβάδισμα. Ως αποτέλεσμα το δεξιό κοινό χρησιμοποιούσε το facebook ως πλατφόρμα διάδοσης θεωριών συνομωσίας και ρατσιστικών συνθημάτων, δίνοντας ώθηση σε αναρτήσεις αντίστοιχου περιεχομένου. Αξιωματούχοι του facebook σε δήλωσή τους στο Politico (σε άρθρο με τίτλο «Γιατί η Δεξιά έχει μαζικό πλεονέκτημα στο facebook») δικαιολογούσαν την επιρροή των ακροδεξιών θεωριών υποστηρίζοντας ότι ο δεξιός λαϊκισμός προκαλεί περισσότερες αλληλεπιδράσεις. Αντίθετα με αριστερόστροφες αναρτήσεις που σπανίως περιλαμβάνονται στις πιο προβεβλημένες.  

Το facebook ωστόσο δεν έγινε τυχαία προμαχώνας της αμερικανικής Δεξιάς. Για την μετατροπή του σε θερμοκήπιο της άκρας Δεξιάς συνέβαλε καθοριστικά το ίδιο το …facebook. Ήταν επιλογή του!

Τον Οκτώβριο του 2019 το facebook για να αντιμετωπίσει, καλύτερα να διασκεδάσει, την κριτική ότι λειτουργεί σε βάρος του Τύπου και διαδίδει πλαστές ειδήσεις εγκαινίασε μια νέα δημοσιογραφική ενότητα. Με βάση τις δικές του διακηρύξεις θέση σε αυτό το τμήμα θα είχε το καλά τεκμηριωμένο ρεπορτάζ. Τη νέα ενότητα μάλιστα την παρουσίασε ο ίδιος ο Μαρκ Ζούκερμπεργκ με άρθρο γνώμης στους New York Times, ως ένα εργαλείο υποστήριξης της ποιοτικής, ερευνητικής δημοσιογραφίας. Ωστόσο, μαζί με Μέσα όπως Washington Post, New York Times, Wall Street Journal, BussFeed, Bloomberg κ.α. το facebook πρόσθεσε και το Breitbart News! Το συγκεκριμένο δίκτυο ιδρύθηκε το 2005 και πιο πρόσφατα είχε στην διεύθυνσή του τον Στιβ Μπανόν, σύμβουλο στρατηγικής του Τραμπ και αρχιτέκτονα της ακροδεξιάς ρητορικής και πολιτικής του. Το Breitbart για χρόνια αποτελούσε τη ναυαρχίδα των φιλικών Μέσων με τα οποία ο Ντόναλντ Τραμπ επιχείρησε να χτίσει (και σε ένα βαθμό τα κατάφερε) την ιδεολογική του ηγεμονία από την μια άκρη των ΗΠΑ ως την άλλη. Τα άρθρα του βρίθουν ρατσιστικών ύβρεων, προσβολών σε μουσουλμάνους και ύμνων στην ανωτερότητα της λευκής φυλής. Ο Στιβ Μπανόν είχε δηλώσει δημόσια το 2016 σε δημοσιογράφο ότι «είμαστε η πλατφόρμα της Alti Right». Φιλοξενώντας πέρα από ρατσιστικά άρθρα και θεωρίες συνομωσίας οδήγησε εκατοντάδες μεγάλες εταιρείες να το αποκλείσουν από τα διαφημιστικά τους προγράμματα. Εν ολίγοις το Breitbart News έγινε σύμβολο των πλαστών ειδήσεων! Αυτό λοιπόν το Μέσο πρόσθεσε το facebook στα προτεινόμενα Μέσα, προκαλώντας προφανώς την  οργή δημοσιογράφων και πολιτικών που πίσω από αυτή την κίνηση  του Ζούκερμπεργκ διέκριναν ένα κλείσιμο του ματιού του προς τον Τραμπ, εν όψει των προεδρικών εκλογών.

Το Breitbart News δεν ήταν το μοναδικό Μέσο της αμερικανικής Άκρας Δεξιάς που φιλοξενήθηκε στο facebook. Ανάλογης …θερμής φιλοξενίας έτυχε και το Daily Wire. Προμαχώνας κι αυτή η ιστοσελίδα του μισογυνισμού, του αντι-εμβολιαστικού κινήματος, της ομοφοβίας και των αρνητών της κλιματικής αλλαγής. Συνάντηση μάλιστα που πραγματοποίησε ο ιδρυτής του facebook με τον ισχυρό άνδρα του Daily Wire, Μπεν Σαπίρο, προκάλεσε σοβαρές αντιδράσεις στον Τύπο και το πολιτικό κατεστημένο των ΗΠΑ, ενώ ερμηνεύθηκε ως (μία ακόμη) χειρονομία καλής θέλησης του Ζούκερμπεργκ απέναντι στον Τραμπ.

Οι διακριτικές σχέσεις του facebook με το ανερχόμενο ακροδεξιό ρεύμα στις ΗΠΑ οδήγησαν το πιο δυναμικό και νεανικό κοινό, με υψηλή εκπαίδευση που κατοικεί στην ανατολική ακτή και εργάζεται σε διανοητικά επαγγέλματα να σβήνει μαζικά τους λογαριασμούς του. «Η κυρίαρχη θεωρία στους τεχνολογικούς κύκλους ήταν πώς το facebook ήταν γεμάτο από ηλικιωμένους και ανιαρές αναρτήσεις, ενώ άλλες πλατφόρμες όπως το Instagram, το Twitter και το Snapchat ήταν πιο νεανικές και αστείες. Αλλά τις τελευταίες εβδομάδες έχει γίνει σαφές ότι η έξοδος ήταν μάλλον κάτι ευρύτερο. Το facebook έχει γίνει το σπίτι της δεξιάς Αμερικής, ενώ το Twitter και το Snap είναι το σπίτι της αριστερής», έγραφε πρόσφατα το Vanity Fair σε σχετικό ρεπορτάζ του.

Η αλήθεια είναι πως το facebook δεν έμεινε αδιάφορο απέναντι στην απειλητική άνοδο της άκρας Δεξιάς στις ΗΠΑ, ειδικά μετά τα γεγονότα στο Τσάρλοτσβιλ των ΗΠΑ τον Αύγουστο του 2017. Ωστόσο όλες οι αντιδράσεις του είχαν τρία χαρακτηριστικά: γίνονταν πολύ αργά, δηλαδή εκ των υστέρων, ήταν πολύ λίγες και στρέφονταν κατά δικαίων και αδίκων. Έτσι, ενώ το facebook άφηνε ανενόχλητες τις σβάστικες να κυκλοφορούν στις αναρτήσεις, όταν  αποφάσισε να απαγορεύσει τα σχετικά ποστ τα κυρίως θύματα ήταν αντιφασιστικές οργανώσεις κι εκδηλώσεις, που είχαν στο σήμα τη σβάστικα. Το γεγονός ότι τη σβάστικα την έσπαγε μια γροθιά ή ένα χέρι την έριχνε στο καλάθι των αχρήστων ήταν αδιάφορο για τον αλγόριθμο του  facebook που αποδείχθηκε πιο αφελής, άκαμπτος κι αργόστροφος ακόμη κι από τα αριθμητήρια που είχαν εν είδει ταμειακών στη Σοβιετική Ένωση τη δεκαετία του ‘80.

Εν κατακλείδι, η προσπάθεια του facebook να εμφανιστεί ως εγγυητής του πολιτικού κέντρου και τιμωρός των ακραίων φωνών δεν επιβεβαιώνεται από τα γεγονότα. Το facebook αποδείχτηκε θερμοκήπιο της άκρας Δεξιάς. Επέλεξε να συμπλεύσει και να υπηρετήσει την ατζέντα της είτε για λόγους πολιτικούς, αντιλαμβανόμενο έγκαιρα δηλαδή τη δεξιά στροφή της πολιτικής ελίτ όπως εκφράστηκε με την εκλογή του Τραμπ οπότε θέλησε να γίνει μέρος των σχεδίων της, είτε για λόγους οικονομικούς διακρίνοντας ότι ο ακροδεξιός όχλος του QAnon και του δικαιώματος στην οπλοφορία ευνοεί τα κλικ και αυξάνει τα διαφημιστικά έσοδα. Μικρή σημασία έχει τι από τα δύο λειτούργησε καταλυτικά. Το σημαντικότερο είναι ότι η «ευαισθησία» που έδειξε το facebook να κατεβάσει στην Ελλάδα αναρτήσεις που ζητούσαν να γίνουν σεβαστά τα αιτήματα του απεργού Κουφοντίνα, ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι έγινε χωρίς την μεσολάβηση της νεοδημοκρατικής Ομάδας Αλήθειας, ήταν μία ακόμη ένδειξη για την δεξιά ως ακροδεξιά, σίγουρα πάντως αντι-δημοκρατική, πολιτική προκατάληψη που διαπερνά τη λειτουργία του μεγαλύτερου ιστότοπου κοινωνικής δικτύωσης.

Facebook και Twitter λογόκριναν τον Τραμπ για να σώσουν το τομάρι τους και τις 26 πιο …βρόμικες λέξεις του κόσμου

Η απόφαση των δύο μεγαλύτερων ιστότοπων κοινωνικής δικτύωσης να αναστείλουν τους λογαριασμούς του αμερικανού προέδρου, μετά την εισβολή των οπαδών του στο Καπιτώλιο, εκ πρώτης όψεως έβριθε ηθικών διλημμάτων που δεν απαντώνται εύκολα για τα όρια της ελευθερίας του λόγου και κραυγαλέων αντιφάσεων που προκαλούν γέλιο. Μία από τις πιο χαρακτηριστικές: αν κρίθηκε αναγκαία η ακύρωση της πρόσβασης στο Twitter του αμερικανού προέδρου για να αποτραπεί μια νέα αιματοχυσία, γιατί θεωρήθηκε αδιάφορη η συνέχιση της διατήρησης εκ μέρους του των κωδικών του αμερικανικού πυρηνικού οπλοστασίου; Το Twitter είναι πιο επικίνδυνο από τα πυρηνικά;

Η επιλογή του facebook και του Twitter πολύ λίγο έχει να κάνει με όσα συγκλονιστικά συνέβησαν στις 6 Ιανουαρίου, όταν οι ακροδεξιοί οπαδοί του Τραμπ εισέβαλαν στο Καπιτώλιο. Κυρίως σχετίζονται με τη μάχη επιβίωσης που δίνουν οι κολοσσοί του διαδικτύου. Και σε αυτή την μάχη όσα είχε να τους προσφέρει η συμπόρευσή τους με τον Τραμπ τους τα προσέφερε από το 2017 που εγκαταστάθηκε στον Λευκό Οίκο μέχρι τώρα, που αναχωρεί. Στο εξής, αν κάποιος μπορεί να τους εξασφαλίσει μια ακόμη ξέγνοιαστη τετραετία, ή τουλάχιστον την αποφυγή των χειρότερων, είναι η εύνοια των Δημοκρατικών και του Τζον Μπάιντεν. Σε αυτήν ακριβώς την εύνοια αποσκοπούσε η απόφαση αναστολής των λογαριασμών του απερχόμενου προέδρου! Ήταν ένα δώρο στους Δημοκρατικούς κι έτσι ακριβώς το περιέγραψε ο ρεπουμπλικανός γερουσιαστής Μαρκ Ρούμπιο μιλώντας στο Fox News την Κυριακή 10/1: «Είναι πολύ κυνικό… Ο λόγος που αυτοί οι τύποι το κάνουν είναι επειδή οι Δημοκρατικοί πρόκειται  να πάρουν την εξουσία και το βλέπουν σαν έναν τρόπο να πάνε με το πλευρό τους για να αποφύγουν οποιουσδήποτε περιορισμούς ή κάθε είδους νόμους που θα περάσουν για να να τους πλήξουν»

Τα χειρότερα για το ολιγοπώλιο του Διαδικτύου τα περιέγραψε η γερμανίδα καγκελάριος και στη συνέχεια ο εκπρόσωπός της στην ασυνήθιστα ωμή και αναπάντεχη δήλωση της ενάντια στην λογοκρισία του αμερικανού προέδρου. Η Άνγκελα Μέρκελ με την ίδια σαφήνεια που αποδοκίμασε την αναστολή των λογαριασμών του Τραμπ χαρακτηρίζοντας την ως «προβληματική» παραβίαση «θεμελιώδους δικαιώματος στην ελευθερία του λόγου», ζήτησε από τις ΗΠΑ να αναπαράγουν το παράδειγμα της Γερμανίας στην ψήφιση και εφαρμογή νόμων που απαγορεύουν την υποκίνηση σε βία. Οι ΗΠΑ μέχρι στιγμής έχουν αναθέσει την υποχρέωση στις ίδιες τις πλατφόρμες. Κι αυτή η απόκλιση αποτελεί μια θεμελιώδη διαφορά στην προσέγγιση του ίντερνετ μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ.

Προς αποφυγή παρανοήσεων λοιπόν, η Μέρκελ δε ζήτησε να μην υφίσταται λογοκρισία στο ίντερνετ. Ζήτησε την λογοκρισία να την ασκεί το κράτος, μέσω νόμων, κι όχι οι κολοσσοί του διαδικτύου επικαλούμενοι τους όρους χρήσης των υπηρεσιών τους.

Ο εκπρόσωπος Τύπου της Μέρκελ, Στέφεν Σάιμπερτ, επικαλέστηκε νόμο που τέθηκε σε ισχύ το 2018 βάσει του οποίου τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης υποχρεούνται να αποσύρουν παράνομο υλικό που έχει αναρτηθεί στην πλατφόρμα τους εντός 24 ωρών, από τη στιγμή που θα τους γίνει η γνωστοποίηση. Αλλιώς αντιμετωπίζουν πρόστιμο που μπορεί να φτάσει ακόμη και τα 50 εκ. ευρώ! Στο ίδιο κλίμα κινήθηκε και ο γάλλος υπουργός Οικονομικών, Μπρούνο Λε Μερ ο οποίος ναι μεν χαρακτήρισε σαν αναρμόδια την «ψηφιακή ολιγαρχία» να επιβάλλει λογοκρισία και να αποφασίσει ποιος δικαιούται να …ομιλεί, προκειμένου όμως να εκχωρήσει αυτό το δικαίωμα στο κράτος: «Η ρύθμιση της ψηφιακή αρένας είναι θέμα του κυρίαρχου λαού, των κυβερνήσεων και της δικαιοσύνης» ήταν τα λόγια του. Για το κατά πόσο δε, εννοεί την εξουσία του κυρίαρχου λαού, αρκεί να θυμηθούμε τη βαρβαρότητα της γαλλικής αστυνομίας εναντίον των Κίτρινων Γιλέκων…

Η διαμάχη για το «ποιος θα ρυθμίσει το ίντερνετ» δεν διεξάγεται αποκλειστικά και μόνο ανάμεσα στις δύο όχθες του Ατλαντικού, όσο κι αν μετά την εφαρμογή του Γενικού Κανονισμού για την Προστασία των Δεδομένων (GDPR) στην Ευρώπη έλαβε αυτή την μορφή. Γενικευμένες είναι και οι αντιδράσεις στο εσωτερικό των ΗΠΑ, εδώ και χρόνια μάλιστα. Η σύγκρουση συμπυκνώνεται στην παράγραφο 230 του νόμου για τις τηλεπικοινωνίες, που ψηφίστηκε το 1996, κι αποτελεί μήλο της έριδας. Πρόκειται για 26 λέξεις – κορυφαίο παράδειγμα  διαμορφωτικού κι όχι αποτυπωτικού δικαίου – επάνω στις οποίες στηρίχθηκε η μετέπειτα ιδιωτικοποίηση του ίντερνετ και η γιγάντωση των εταιρειών που έχουν δώσει στο ίντερνετ τη σημερινή εμπορευματοποιημένη και αποχαυνωτική μορφή του. Αναφέρουν κατά λέξη: «Κανένας πάροχος ή χρήστης μιας διαδραστικής υπηρεσίας υπολογιστών δεν θα αντιμετωπιστεί ως εκδότης ή ομιλητής οποιασδήποτε πληροφορίας παρέχεται από από έναν άλλον πάροχο πληροφοριακού περιεχομένου».

Κοινώς, οι πλατφόρμες δε φέρουν καμία ευθύνη για ό,τι δημοσιεύουν οι χρήστες. Αντίθετα με τους εκδότες εφημερίδων ακόμη και βιβλίων που είναι υπόλογοι για ό,τι γράψει καθένας και καθεμία στις σελίδες τους, οι ιδιοκτήτες των πλατφορμών δε φέρουν καμία ευθύνη. Επάνω σε αυτήν ακριβώς τη βάση άνθισαν τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης μιας κι ο καθένας μπορούσε να διατυπώνει όχι μόνο την άποψή του, αλλά το …μακρύ του και το κοντό του. Μάλιστα όσο πιο τερατώδης ήταν μια άποψη, μια πρόβλεψη, μια «είδηση», όσο πιο χυδαία μια επίθεση, κοκ, τόσο περισσότερες επισκέψεις δεχόταν η διπλανή διαφήμιση! Απουσία νομικής ευθύνης τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης έγιναν θερμοκήπια παραπληροφόρησης και νεκροταφεία της ενημέρωσης, προς επιβεβαίωση ενός κλασσικού νόμου της νομισματικής θεωρίας, βάσει του οποίου σε μια παράλληλη κυκλοφορία ενός «καλού» κι ενός «κακού» νομίσματος, κυριαρχεί το «κακό»! Έτσι το facebook στηρίχθηκε αρχικά και στήριξε στη συνέχεια τον φθηνό εντυπωσιασμό, τις διαδόσεις, το λόγο μίσους, τις προσβολές και τις ύβρεις για να καταντήσει συνώνυμο της ευτέλειας.

Κι όσο ανέβαινε η υπερβολή τόσο μεγάλωναν τα έσοδα των κολοσσών του διαδικτύου για να φτάσουμε μόνο το 2020 η χρηματιστηριακή αξία των πέντε μεγαλύτερων εταιρειών της Σίλικον Βάλεϋ να φτάνει τα 7,2 τρισ. δολ., ενώ τέσσερις διαδικτυακές εταιρείες (Google, Apple, Amazon, Microsoft) να διατηρούν τα σκήπτρα των επιδόσεων, ξεπερνώντας εταιρείες της αυτοκινητοβιομηχανίας, του χρηματοπιστωτικού τομέα, της παραγωγής και του εμπορίου…

Οι 26 λέξεις, που αποτέλεσαν το ευαγγέλιο της διαδικτυακής χάβρας, θεωρείται βέβαιο ότι θα τροποποιηθούν. Είχε δεσμευτεί δημόσια ακόμη κι ο Τζο Μπάιντεν προεκλογικά για την ακύρωσή του νομικού φραγμού στη δίωξη των ιντερνετικών εταιρειών για το περιεχόμενο που αναρτούν. Οι Δημοκρατικοί επίσης είχαν εξαγγείλει όχι μόνο για το Facebook (με αφορμή την εξαγορά του Instagram και του WhatsApp) αλλά και για την Google (με αφορμή τα 10 δισ. δολ. που έδινε ετησίως στην Apple κ.α. για να εξασφαλίζει προτεραιότητα στα προϊόντα της) ότι θα ενεργοποιηθούν έρευνες για την παραβίαση των αντιμονοπωλιακών νόμων, κατ’ αντιστοιχία όσων εφαρμόστηκαν σε προηγούμενες δεκαετίες για την ΑΤΤ και τη Citibank. Υπέρ της ακύρωσης του άρθρου 230 έχει ταχθεί ακόμη κι η Νάνσυ Πελόσι (χαρακτηρίζοντας το άρθρο «δώρο» στις εταιρείες υψηλής τεχνολογίας) η οποία αποτελεί όχι απλώς σταθερή αξία και βαρύ πυροβολικό των Δημοκρατικών, αλλά και το βαθύ τους κράτος. Κριτική στο άρθρο 230 είχε ασκήσει ακόμη κι ο Ντόναλντ Τραμπ, αλλά ποιός δίνει σημασία στα λόγια του… Χρήζει πάντως αναφοράς γιατί δείχνει το βαθμό της συναίνεσης γύρω από την αλλαγή του νόμου του Κλίντον.

Από την άλλη υπάρχει ένας σοβαρότατος λόγος για να συνεχιστεί η σημερινή αθλιότητα, με τη διαιώνιση του άρθρου 230: η «κινέζικη απειλή»! Οποιαδήποτε προσπάθεια επιβολής τάξης στο ίντερνετ θα οδηγήσει στο ξεφούσκωμα των αμερικανικών εταιρειών και στην ανάδυση των κινέζων ανταγωνιστών. Σοβαρό αντικίνητρο όχι μόνο για τον Τραμπ, αλλά και για τον Μπάιντεν…

Παράλληλα, η προσπάθεια της ιντερνετικής βιομηχανίας επικεντρώνεται στον μετριασμό της ζημιάς που θα επέλθει. Με βάση δημοσιεύματα είναι διατεθειμένη να δεχθεί τα πάντα αρκεί να μην ξεπεραστεί ένα όριο: να μην αντιμετωπισθεί ως εκδότης και να αναλάβει τη νομική ευθύνη. Σε αυτό το βωμό όχι μόνο το Facebook και το Twitter αλλά επιπλέον Google, Amazon, TikTok, Pinterest, Snap κι άλλοι έσπευσαν να αναπαράξουν τις απαγορεύσεις κατεβάζοντας ακόμη και το Parler, το ακροδεξιό Twitter, για να μείνει χωρίς φωνή ο Τραμπ.

Εν κατακλείδι, τα πράγματα είναι χειρότερα απ’ όσο φαίνονταν αρχικά: Η ευκολία με την οποία λογόκριναν τον Τραμπ facebook και Twitter δεν προήλθε από την απόφασή τους να διαφυλάξουν την ειρήνη ή να διακόψουν το λόγο μίσους και τα σωρηδόν ψέματα που λέει ο απερχόμενος, ανόητος αμερικανός πρόεδρος. Η λογοκρισία επιβλήθηκε από το ολιγοπώλιο του διαδικτύου για να διαφυλάξει την ασυδοσία του…

Τεχνητή νοημοσύνη κατά παραγγελία των «μεγάλων του διαδικτύου»

Εκπρόσωποι των μεγαλύτερων κολοσσών του ίντερνετ συζήτησαν και αποφάσισαν για τους κανόνες ηθικής που θα διέπουν την ανάπτυξη της Τεχνητής Νοημοσύνης κατ’ εντολή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εξασφαλίζοντας έτσι ένα πλαίσιο εφαρμογών όπου θα κυριαρχεί η αναζήτηση του κέρδους.

ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΒΑΤΙΚΙΩΤΗΣ

Τα όσα έγραψε στην ημερήσια γερμανική εφημερίδα Τάγκεσπιγκελ (Tagesspiegel) στις 8 Απριλίου ο καθηγητής Θεωρητικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του Μάιντζ, Τόμας Μέτζινγκερ, θα έπρεπε να είχαν προκαλέσει αν όχι μία-δύο παραιτήσεις από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, τουλάχιστον έναν ευρείας έκτασης και ουσιαστικό δημόσιο διάλογο για την Τεχνητή Νοημοσύνη στην ευρωπαϊκή ήπειρο.[i] Το άρθρο γνώμης του Γερμανού διανοούμενου είδε το φως της δημοσιότητας την ίδια μέρα με το κείμενο που εξέδωσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, υπό τον τίτλο «Οδηγίες ηθικής για αξιόπιστη Τεχνητή Νοημοσύνη».[ii] Εν συντομία, πρόκειται για έναν «οδηγό καλής συμπεριφοράς» στο ραγδαία αναπτυσσόμενο πεδίο της Τεχνητής Νοημοσύνης. Συγγραφείς αυτού του οδηγού ήταν η «Ομάδα Υψηλού Επιπέδου για την Τεχνητή Νοημοσύνη», την οποία συγκρότησε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η οποία αποτελούνταν από 52 εμπειρογνώμονες, μεταξύ αυτών και ο Γερμανός καθηγητής. Μαζί του, εκπρόσωποι ερευνητικών κέντρων και επίσης των μεγαλύτερων πολυεθνικών του διαδικτύου και όχι μόνο: Google, IBM, Bosch, SAP, Orange, Nokia, AXA, Bayer, κ.ά.

Το κείμενο της Επιτροπής είναι γραμμένο στη συνήθη… εμπνευσμένη, πρωτότυπη, απαλλαγμένη από αμφισημίες και κυρίως φιλική προς τον χρήστη γλώσσα που χρησιμοποιεί η Επιτροπή… «Η αξιόπιστη τεχνητή νοημοσύνη περιλαμβάνει  τρία συστατικά στα οποία θα πρέπει να ανταποκρίνεται κατά τη διάρκεια ολόκληρου του κύκλου ζωής του συστήματος. Πρώτο, θα πρέπει να είναι  νομότυπη, συμμορφούμενη με όλους τους εφαρμοστέους νόμους και ρυθμίσεις. Δεύτερο, θα πρέπει να είναι ηθική, εξασφαλίζοντας την τήρηση των ηθικών αρχών και αξιών και, τρίτο, εύρωστη τόσο από τεχνική όσο και από κοινωνική σκοπιά, καθώς, ακόμη και με καλές προθέσεις, τα συστήματα τεχνητής νοημοσύνης μπορούν να προκαλέσουν  ακούσια ζημιά», αναφέρεται από τις πρώτες κιόλας σελίδες της επιτελικής σύνοψης, όπου ξεκαθαρίζεται ότι αυτές οι κατευθύνσεις θέτουν το πλαίσιο για την επίτευξη μιας αξιόπιστης Τεχνητής Νοημοσύνης. Στη συνέχεια περιγράφονται τα θεμέλια, οι απαιτήσεις και οι τεχνικές και μη-τεχνικές μέθοδοι για την υλοποίηση μιας αξιόπιστης Τεχνητής Νοημοσύνης.

Προς το τέλος δε των κατευθύνσεων της Επιτροπής αναφέρονται παραδείγματα ευκαιριών, αλλά και πεδία «κρίσιμου προβληματισμού», όπως χαρακτηρίζονται. Στις ευκαιρίες περιλαμβάνεται η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και η δημιουργία βιώσιμων υποδομών, η βελτίωση της υγείας και της ευημερίας, κ.λπ. Από την άλλη, παρατίθενται συγκεκριμένα πεδία που «εγείρουν προβληματισμό», κατά την ορολογία της Ομάδας Ειδικών Υψηλού Επιπέδου, όπως για παράδειγμα η ταυτοποίηση και η παρακολούθηση ατόμων με μεθόδους Τεχνητής Νοημοσύνης, η εν αγνοία των ανθρώπων επαφή τους με καλυμμένα συστήματα Τεχνητής Νοημοσύνης, η «κοινωνική αξιολόγηση»[1] και το πλέον δραματικό, το χειρότερο όλων, η ανάπτυξη αυτόνομων οπλικών συστημάτων.

Ανάπτυξη θανατηφόρων όπλων

«Στις μέρες μας, άγνωστος αριθμός κρατών και βιομηχανιών ερευνά και αναπτύσσει θανατηφόρα αυτόνομα οπλικά συστήματα, που εκτείνονται από πυραύλους ικανούς για επιλεκτική στόχευση μέχρι μηχανές που μαθαίνουν με γνωσιακές δεξιότητες και αποφασίζουν ποιον, πότε και πού θα πολεμήσουν, χωρίς την ανθρώπινη παρέμβαση. Αυτό θέτει θεμελιώδεις ηθικούς προβληματισμούς, όπως το γεγονός ότι θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια ανεξέλεγκτη κούρσα εξοπλισμών σε επίπεδα άνευ ιστορικού προηγουμένου και να δημιουργήσει στρατιωτικά περιβάλλοντα στα οποία ο ανθρώπινος έλεγχος είναι σχεδόν εξ ολοκλήρου ανύπαρκτος και οι κίνδυνοι κακής λειτουργίας είναι μη διαχειρίσιμοι», αναφέρεται κατά λέξη στο κείμενο. Στη συνέχεια οι 52 Εμπειρογνώμονες επικαλούνται κάλεσμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου για την επείγουσα ανάπτυξη μιας κοινής, νομικά δεσμευτικής θέσης που θα διαχειρίζεται ηθικά και νομικά ζητήματα ανθρώπινου ελέγχου, εποπτείας, λογοδοσίας και εφαρμογής του διεθνούς δικαίου ανθρωπίνων δικαιωμάτων, του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου και στρατιωτικών στρατηγικών.

Η θέση της Ομάδας Εμπειρογνωμόνων είναι σκανδαλωδώς συντηρητική σε σύγκριση με τις συζητήσεις και τις πρωτοβουλίες που έχουν ληφθεί, σε διεθνές μάλιστα επίπεδο. Η πλέον εμβληματική υιοθετήθηκε από μια ομάδα γνωστών επιστημόνων στην οποία συμμετείχαν ακόμη και διακεκριμένοι πρόεδροι εταιρειών ρομποτικής και προηγμένης τεχνολογίας, όπως ο Έλον Μουσκ της Tesla. Με κοινή τους επιστολή προς τον ΟΗΕ τον Αύγουστο του 2017 ζήτησαν από τον οργανισμό να αναλάβει πρωτοβουλίες με τις οποίες να εμποδίσει, μέσω μιας διεθνούς συμφωνίας, την ανάπτυξη και χρήση ρομποτικών μηχανών σε στρατιωτικές επιχειρήσεις. Η έκκληση προς τον ΟΗΕ ήταν η κατάληξη της Διεθνούς Διάσκεψης για την Τεχνητή Νοημοσύνη που πραγματοποιήθηκε το 2017 στη Μελβούρνη της Αυστραλίας. Κατά συνέπεια, η ΕΕ δε χρειαζόταν να ανοίξει νέους δρόμους, αρκούσε να προσθέσει το ειδικό της βάρος σε υπαρκτές πρωτοβουλίες!

Σε αυτό το τοπίο, όπου τα επιχειρήματα έχουν ήδη αναπτυχθεί, ξεδιπλώθηκε η κριτική του Γερμανού καθηγητή Μέτζινγκερ, που εκκινούσε από το θεωρητικό πλαίσιο. «Η ιστορία της αξιόπιστης Τεχνητής Νοημοσύνης είναι μια αφήγηση του μάρκετινγκ, επινόηση της βιομηχανίας, ένα παραμυθάκι για τους αυριανούς πελάτες», έγραψε στην Τάγκεσπιγκελ. «Η υποκείμενη καθοδηγητική ιδέα μιας “αξιόπιστης Τεχνητής Νοημοσύνης” είναι πρώτα και κύρια εννοιολογική ανοησία. Οι μηχανές δεν είναι αξιόπιστες. Μόνο οι άνθρωποι μπορούν να είναι αξιόπιστοι (ή αναξιόπιστοι)». Η κριτική του Γερμανού φιλοσόφου δεν εξαντλείται στη σφαίρα των ιδεών. «Η σύνθεση της Ομάδας Υψηλού Επιπέδου για την Τεχνητή Νοημοσύνη είναι μέρος του προβλήματος. Αποτελείται μόνο από τέσσερις επιστήμονες του κλάδου της ηθικής (ethicists), μαζί με 48 που δεν προέρχονται από τον κλάδο της ηθικής (non-ethicists, στο πρωτότυπο, με το υπονοούμενο να είναι κάτι περισσότερο από εμφανές) εκπροσώπους της πολιτικής, των πανεπιστημίων, της κοινωνίας των πολιτών και πάνω απ’ όλα της βιομηχανίας… Υπάρχουν καλοί και ευφυείς άνθρωποι εκεί και αξίζει να τους ακούσουμε. Ωστόσο, παρότι η Ομάδα περιλάμβανε πολλούς έξυπνους ανθρώπους, το πηδάλιο δεν μπορεί να αφεθεί στη βιομηχανία».

Προς επίρρωση του ισχυρισμού του, ότι το πηδάλιο δεν έπρεπε να αφεθεί στη βιομηχανία της υψηλής τεχνολογίας, ακολούθησαν οι αποκαλύψεις του: «Ως μέλος της Ομάδας Εμπειρογνωμόνων, είμαι απογοητευμένος από το αποτέλεσμα που τώρα παρουσιάστηκε. Οι οδηγίες είναι χλιαρές, κοντόφθαλμες και σκόπιμα ασαφείς. Αγνοούν τους μακροχρόνιους κινδύνους, συγκαλύπτουν δύσκολα προβλήματα (“εξηγησιμότητα”) με ρητορική, παραβιάζουν βασικές αρχές του ορθολογισμού και προσποιούνται ότι γνωρίζουν πράγματα που κανείς πραγματικά δεν γνωρίζει».

«Κρίσιμος προβληματισμός», αντί για «κόκκινες γραμμές»

Ο Μέτζινγκερ γίνεται ακόμη πιο συγκεκριμένος: «Η δουλειά μου ήταν να αναπτύξω, κατά τη διάρκεια πολλών μηνών συζήτησης, τις “κόκκινες γραμμές” – μη-διαπραγματεύσιμες ηθικές αρχές που ορίζουν τι δε θα πρέπει να γίνει με την Τεχνητή Νοημοσύνη στην Ευρώπη. Η χρήση θανάσιμων αυτόνομων οπλικών συστημάτων ήταν ένα εμφανές θέμα στη λίστα μας, όπως επίσης και η υποστηριζόμενη από τεχνητή νοημοσύνη αξιολόγηση των πολιτών από το κράτος (κοινωνική αξιολόγηση) και, κατ’ αρχήν, η χρήση Τεχνητής Νοημοσύνης που οι άνθρωποι δεν μπορούν να καταλάβουν περαιτέρω και να ελέγξουν. Κατάλαβα ότι όλο αυτό δεν ήταν στην πραγματικότητα επιθυμητό, μόνον όταν ο Φιλανδός πρόεδρος της Ομάδας Υψηλού Επιπέδου Πεκά Αλά-Πιετιλά (πρώην Nokia) μου ζήτησε με ευγενική φωνή αν θα μπορούσαμε να αποσύρουμε τη φράση «μη-διαπραγματεύσιμο» από το έγγραφο. Στο επόμενο βήμα, πολλοί αντιπρόσωποι της βιομηχανίας και μέλη της ομάδας ενδιαφέρθηκαν για ένα “θετικό όραμα” επιμένοντας κατηγορηματικά να φύγει πλήρως από το κείμενο η φράση “κόκκινες γραμμές” – παρότι ακριβώς αυτές οι κόκκινες γραμμές ήταν η εντολή μας. Το δημοσιευμένο έγγραφο δεν περιλαμβάνει καμία συζήτηση για “κόκκινες γραμμές”, τρεις διαγράφηκαν εντελώς και οι υπόλοιπες θόλωσαν. Στη θέση τους υπάρχει μόνο συζήτηση περί “κρίσιμου προβληματισμού”».

Ο Γερμανός φιλόσοφος ολοκληρώνει την κριτική του, καταγγέλλοντας τις Βρυξέλλες ότι με ανάλογες πρωτοβουλίες παραπλανούν την κοινωνία. «Αυτό το φαινόμενο είναι ένα παράδειγμα “ηθικού ξεπλύματος”. Η βιομηχανία οργανώνει και καλλιεργεί ηθικές διαμάχες για να αγοράσει χρόνο – να εκτρέψει την προσοχή του κοινού και να αποτρέψει ή τουλάχιστον να καθυστερήσει αποτελεσματική ρύθμιση και πολιτικές αποφάσεις». Επισημαίνει μάλιστα τον ακόλουθο και αρκετά οικείο μας κίνδυνο: «όπως με τα fake news, θα έχουμε τώρα ένα πρόβλημα με τα fake ethics που θα περιλαμβάνουν πολλά προπετάσματα καπνού και αντικατοπτρισμούς, καλοαμειβόμενους βιομηχανικούς φιλοσόφους, αυτο-επινόηση σφραγίδων ποιότητας και μη-επικυρωμένα πιστοποιητικά “Ethical AI Made in Europe”».  

Συνάγεται επομένως το συμπέρασμα ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση έδωσε στους μεγάλους του διαδικτύου τη δυνατότητα να ορίσουν το πλαίσιο και την κατεύθυνση ανάπτυξης των εφαρμογών Τεχνητής Νοημοσύνης. Έτσι, ως κριτήριο επιλογής θεμιτών και αθέμιτων εφαρμογών, ορίστηκε στην πράξη το επιχειρηματικό κέρδος. Η αναγόρευση των επιχειρηματικών κολοσσών σε άτυπη μεν, πλήρους αρμοδιοτήτων δε, ρυθμιστική αρχή της Τεχνητής Νοημοσύνης, όταν θεωρητικά η ίδια αρμοδιότητα θα μπορούσε να είχε δοθεί σε ερευνητικά κέντρα, πανεπιστήμια, κ.τ.ό. θα αποβεί στο τέλος εμπόδιο για την ίδια την ανάπτυξή της, καθώς θα κυριαρχήσει το βραχυπρόθεσμο εταιρικό συμφέρον σε βάρος όχι μόνο των θεμελιωδών ανθρώπινων ελευθεριών, αλλά και των δυνατοτήτων που προσφέρει η ίδια η επιστήμη.

Στην Ευρώπη θα συμβεί, αν δεν έχει ήδη συμβεί, ό,τι παρατηρείται εδώ και χρόνια στις ΗΠΑ. Το περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια στο περιοδικό ΜΙΤ Technology Review η Άμυ Γουέμπ, συγγραφέας του βιβλίου The Big Nine: How the Tech Titans and Their Thinking Machines Could Warp Humanity. Δικής της μάλιστα επινόησης είναι και το αρκτικόλεξο G-MAFIA, με το οποίο περιγράφει εν συντομία τους μεγάλους τους διαδικτύου: Google, Microsoft, Amazon, Facebook, IBM, Apple. Αναφέρει κατά λέξη: «Στις ΗΠΑ υποφέρουμε επίσης από τραγική έλλειψη προβλέψεων. Αντί να δημιουργήσουμε μια μεγάλη στρατηγική για την Τεχνητή Νοημοσύνη ή για το δικό μας μακροπρόθεσμο μέλλον, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση έχει απογυμνώσει χρηματοδοτικά την επιστήμη και την τεχνολογική έρευνα. Έτσι, το χρήμα πρέπει να έρθει από τον ιδιωτικό τομέα. Οι επενδυτές όμως αναμένουν ένα είδος ανταμοιβής. Αυτό είναι το πρόβλημα. Δεν μπορείς να προγραμματίσεις τις ανακαλύψεις σου στην έρευνα και την ανάπτυξη, όταν εργάζεσαι στη θεμελιώδη τεχνολογία και την έρευνα. Θα ήταν τρομερό αν οι μεγάλες τεχνολογικές εταιρείες είχαν την πολυτέλεια να εργάζονται πράγματι σκληρά χωρίς να πρέπει να οργανώσουν ένα ετήσιο συνέδριο, όπου θα πρέπει να επιδείξουν τα πιο πρόσφατα και σημαντικότερα επιτεύγματά τους. Αντίθετα, τώρα έχουμε αναρίθμητα παραδείγματα κακών αποφάσεων που έλαβε κάποιος στη G-MAFIA, πιθανά επειδή εργάζονταν γρήγορα. Αρχίζουμε να βλέπουμε τα αρνητικά αποτελέσματα  της σύγκρουσης μεταξύ της πραγματοποίησης έρευνας προς το καλύτερο όφελος της ανθρωπότητας από τη μια και της επιδίωξης να κάνουμε τους επενδυτές χαρούμενους από την άλλη».[iii]

Ο τεχνολογικός ντετερμινισμός επιστρέφει

Σε ένα ευρύτερο πλαίσιο ωστόσο, οι ελπίδες που δημιουργούνται με την ανάπτυξη της Τεχνητής Νοημοσύνης, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι τα επιτεύγματα της τεχνολογίας μπορούν να αξιοποιηθούν προς όφελος της πλειοψηφίας, διορθώνοντας  το υπάρχον υπόδειγμα διανομής και αναδιανομής εισοδήματος (όπως σε αδρές γραμμές ορίζεται από τη συρρίκνωση του κράτους πρόνοιας[iv] και την πτώση των μισθών[v]), είναι αβάσιμες και συνιστούν ευσεβείς πόθους. Όλο και περισσότερο η Τεχνητή Νοημοσύνη παρουσιάζεται σαν ένα αόρατο χέρι που θα διορθώσει τα κακώς κείμενα (από φτώχεια μέχρι ανισότητες), λες και η παρουσία τους ήταν αποτέλεσμα τεχνολογικής υστέρησης. Αρχικά, αυτή η αντίληψη είναι προϊόν της θεωρίας του τεχνολογικού ντετερμινισμού. «Σύμφωνα με αυτήν, η τεχνολογία είναι στην πραγματικότητα ένας ανεξάρτητος παράγοντας και οι τεχνολογικές αλλαγές προκαλούν τις κοινωνικές αλλαγές. Στην ισχυρότερη εκδοχή της, η θεωρία υποστηρίζει ότι οι τεχνολογικές αλλαγές είναι η σημαντικότερη αιτία των κοινωνικών αλλαγών. Σύμφωνα με τον τεχνολογικό ντετερμινισμό, η τεχνολογία επιδρά στην κοινωνία απ’ έξω».[vi]

Η πραγματικότητα, όπως εύκολα μπορεί να συνοψιστεί σε μια εικόνα με τους μεγάλους του διαδικτύου να κρατούν το πηδάλιο της Τεχνητής Νοημοσύνης, που αργά ή γρήγορα θα μετατρέψουν και αυτό το πεδίο σε μια τεράστια εμποροπανήγυρη, όπως συνέβη με την ιδιωτικοποίηση του ίντερνετ επί Μπιλ Κλίντον το 1996,[vii] διαψεύδει ανάλογες ευγενικές ομολογουμένως προσδοκίες. Αυτή η πραγματικότητα συνάδει πλήρως με όσα υποστηρίζει εις εκ των τριών ιδρυτών της Πολιτικής Οικονομίας, ο Ντέιβιντ Ρικάρντο, ο οποίος στο θεμελιώδες έργο του προσγειώνει απότομα υψιπετείς ουτοπίες, συμπεραίνοντας ότι ο καταστρεπτικός ρόλος των μηχανών για τα συμφέροντα της εργασίας «δεν είναι προϊόν προκαταλήψεων ή πλάνης, αλλά συμφωνεί με τις ορθές αρχές της Πολιτικής Οικονομίας» (σελ. 375).[viii] Λίγες σελίδες παρακάτω δε, συμπεραίνει ότι «οι μηχανές και η εργασία βρίσκονται σε διαρκή ανταγωνισμό» (σελ. 378). Προς επίρρωση έρχονται τα όσα απογοητευτικά και απαισιόδοξα είναι σε εξέλιξη επί των ημερών μας στο πεδίο της Τεχνητής Νοημοσύνης…


[1] Πρόκειται για ένα οργουελικής έμπνευσης σύστημα που έχει ήδη εφαρμοστεί στην Κίνα και ενοποιεί πληροφορίες για τον κάθε πολίτη οικονομικού και κοινωνικού περιεχομένου (από τη συνέπεια στην αποπληρωμή των δόσεων ενός δανείου μέχρι πιθανές κλήσεις από την τροχαία και καταδίκες από δικαστήρια) δημιουργώντας ως κοινή συνισταμένη έναν πίνακα βαθμολογίας που χρησιμοποιείται ακόμη και για τον  καθορισμό επιτοκίου δανεισμού από τις τράπεζες.


[i] EU Guidelines: Ethics washing made in Europe, 8.4.2019, Tagesspiegel, https://www.tagesspiegel.de/politik/eu-guidelines-ethics-washing-made-in-europe/24195496.html [Τελευταία πρόσβαση: 30.5.2019]

[ii] European Commission, Ethics Guidelines for Trustworthy AI, Independent High-Level Expert Group on Artificial Intelligence set up by the European Commission, https://ec.europa.eu/digital-single-market/en/news/ethics-guidelines-trustworthy-ai [Τελευταία πρόσβαση: 30.5.2019].

[iii] Hao, K. (26.2.2019), “Why A.I. Is a Threat to Democracy – and What We Can Do to Stop It”, MIT Technology Review.

[iv] Παπαθεοδώρου Χρ. (2019), «Φτώχεια και λιτότητα στην Ελλάδα της κρίσης: Η ενδυνάμωση του νεοφιλελευθερισμού και η συρρίκνωση του συστήματος κοινωνικής προστασίας»,στο: Κ. Δημουλάς – Γ. Κουζής (επιμ.), Κρίση και κοινωνική πολιτική, αδιέξοδα και λύσεις,  εκδ. Τόπος, σελ. 45-65.

[v] D. Autor et. al. “The Fall of the Labor Share and the Rise of the Superstar Firms“, NBER, May 2, 2017. 

[vi] Makenzie D. & Wajcman J., «Η κοινωνική διάπλαση της τεχνολογίας: πώς το ψυγείο απέκτησε το βουητό του»,  στο: Ανδριάνα Βλάχου (επιμ.), Πολιτική οικονομία του καπιταλισμού, εκδ. Κριτική, 2009, σελ. 351-382. Μια άλλη εκδοχή του ίδιου άρθρου:  McKenzie D. & Wajcman (1999), “Introductory essay: The social shaping of technology”, London School of Economics and Political Science, LSE Research Online:  https://eprints.lse.ac.uk/28638/1/Introductory%20essay%20%28LSERO%29.pdf [Τελευταία πρόσβαση: 30.5.2019]

[vii] Σμυρναίος Ν. (2018), Το ολιγοπώλιο του διαδικτύου, πώς οι Google, Apple, Facebook, Amazon και Microsoft πήραν τον έλεγχο της ψηφιακής μας ζωής, Μεταμεσονύκτιες εκδόσεις. 

[viii] Ρικάρντο Ντ. (1992), Αρχαί πολιτικής οικονομίας και φορολογίας, μετφρ. Νίκ. Π. Κωνσταντινίδη, Εισαγωγή: Δ. Καλιτσουνάκι, εκδ. Γκοβόστης.

Πηγή: Περιοδικό Δημοσιογραφία

Κρυφτό με τα μονοπώλια του ίντερνετ

Όταν μια οικονομία δεν μπορεί να υποτιμήσει το εθνικό της νόμισμα, μειώνει τους μισθούς. Κι όταν μια άλλη οικονομία  δεν μπορεί να αντιμετωπίσει τα μονοπώλια επιδίδεται σε δικαστικές έρευνες και διαμάχες. Προς απόδειξη όσα συμβαίνουν και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού με τα διαδικτυακά μονοπώλια.

ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΒΑΤΙΚΙΩΤΗΣ

Στις Ηνωμένες Πολιτείες το υπουργείο Δικαιοσύνης ξεκίνησε έρευνα για να εξακριβώσει αν κατά τη γιγάντωσή τους οι μεγάλοι του διαδικτύου χρησιμοποίησαν μεθόδους που παραβίαζαν τον ελεύθερο ανταγωνισμό. Με βάση ενημέρωση του ίδιου του υπουργείου Δικαιοσύνης, που όταν έγινε γνωστή την Τρίτη 23 Ιουλίου οι μετοχές του Facebook, της Amazon και της εταιρείας – ιδιοκτήτριας της Google μειώθηκαν κατά 1% (δεν επήλθε δηλαδή κι η συντέλεια του κυβερνοχώρου), αντικείμενο της έρευνας θα είναι αν οι τεχνολογικές πλατφόρμες «έχουν πετύχει δύναμη επί της αγοράς κι αν εμπλέκονται σε πρακτικές που έχουν μειώσει τον ανταγωνισμό, έχουν καταπνίξει την καινοτομία ή έχουν με άλλους τρόπους βλάψει τους καταναλωτές». Η αμερικανική δικαιοσύνη έχει ήδη επιβάλλει ένα πρόστιμο – μαμούθ ύψους 5 δισ. δολ. στο Facebook για την παραβίαση των προσωπικών δεδομένων των χρηστών του, ενώ μόλις πριν λίγες ημέρες η Google υποχρεώθηκε να καταβάλλει 13 εκ. δολ. για τον ίδιο λόγο με αφορμή την εφαρμογή Street View.

Η …δικομανία έχει καταβάλλει και την από δω μεριά του Ατλαντικού, απ’ όπου ξεκίνησε άλλωστε και η τάση κοντέματος των μεγάλων του διαδικτύου μέσω της δικαστικής οδού. Αναφερόμενοι στο παρελθόν, ξεχωρίζουν οι αποφάσεις και τα πρόστιμα κατά της Google, εναντίον του Google Android και της Microsoft, με αφορμή την προεγκατάσταση λογισμικού που ευνοούσε την κυριαρχία δικών τους εφαρμογών, έναντι ανταγωνιστικών, και φυσικά το πρόστιμο ύψους 13 δισ. ευρώ εναντίον της Apple για φοροαποφυγή.

Η νέα όμως έρευνα που ξεκίνησε η επίτροπος της ΕΕ υπεύθυνη για θέματα τήρησης της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας, Μαργκρέτε Βεστάγκερ, η θητεία της οποίας λήγει τον Οκτώβριο, εναντίον της Amazon, εισάγει την αντιμονοπωλιακή έρευνα σε νέα και αχαρτογράφητα νερά. Αφορμή για την έρευνα είναι ο διπλός ρόλος της εταιρείας του Τζεφ Μπέζος τόσο ως τόπος αγοράς μέσω της πλατφόρμας που προσφέρει, όσο κι ως πωλητής χιλιάδων προϊόντων. Στο μικροσκόπιο της έρευνας θα βρεθούν οι τεχνικές που χρησιμοποιούσε η εταιρεία για να προωθεί τις δικές της πωλήσεις σε βάρος άλλων εταιρειών πώλησης ή και παραγωγής. Ειδικότερα, θα εξετασθεί πώς αξιοποιούσε τα μεγάλα δεδομένα που συσσώρευε από τις επισκέψεις εκατομμυρίων καταναλωτών προς όφελός της. Το θέμα έχει ξεχωριστό ενδιαφέρον επειδή θα αγγίξει τα μεγάλα δεδομένα: ένα πεδίο άγνωστο στους νομοθέτες και τις ρυθμιστικές αρχές που διαφέρει κατά πολλούς και σημαντικούς τρόπους από τα παραδοσιακά στοιχεία ενεργητικού. Αποτελεί όμως ένα τεράστιας αξίας περιουσιακό στοιχείο.

Μένει ωστόσο να δούμε και την αντίδραση του Λευκοί Οίκου που δεν έχει δείξει να κάθεται με σταυρωμένα χέρια. Ούτε και τώρα πρόκειται να το κάνει παρότι ο Τζεφ Μπέζος αγοράζοντας τη φιλελεύθερη εφημερίδα Washington Post και εξελίσσοντάς την σε προμαχώνα κατά του ολοκληρωτισμού που πρεσβεύει ο Τραμπ μετατράπηκε σε πολέμιο του αμερικανού προέδρου.

Η μαχητική στάση που τηρεί η αμερικανική κυβέρνηση υπερασπίζοντας τα αμερικανικά μονοπώλια φάνηκε στην περίπτωση του νέου φόρου που θα επιβάλλει η Γαλλία. Ο «ψηφιακός φόρος» ύψους 3% που αναμένεται να ψηφιστεί από μέρα σε μέρα, θα έχει όμως αναδρομική ισχύ από 1/1/2019, θα επιβαρύνει επιχειρήσεις με παγκόσμια έσοδα άνω των 750 εκ. ευρώ και ψηφιακές πωλήσεις στη Γαλλία άνω των 25 εκ. ευρώ. Από το ταμείο εκτιμάται ότι θα περάσουν γύρω στις 30 επιχειρήσεις, με τη συντριπτική τους πλειοψηφία να είναι αμερικανικές. Μεταξύ τους ωστόσο συμπεριλαμβάνονται Κινέζικες, Γερμανικές, Αγγλικές ακόμη και Γαλλικές τεχνολογικές επιχειρήσεις. Ο ψηφιακός φόρος δεν έγινε κατορθωτό να επιβληθεί σε επίπεδο ΕΕ λόγω των αντιδράσεων που πρόβαλαν η Σουηδία, η Φινλανδία, η Δανία και η Ιρλανδία. Παρόλα αυτά υπάρχουν άλλες χώρες έτοιμες να αντιγράψουν το γαλλικό παράδειγμα, όπως η Αγγλία που θα επιβάλει φόρο 2% στα έσοδα μηχανών αναζήτησης, πλατφορμών κοινωνικής δικτύωσης και τόπων αγοράς από τον Απρίλιο του 2020, ενώ θα ακολουθήσουν η Αυστρία, η Ιταλία, η Ισπανία και το Βέλγιο.

https://www.cnbc.com/video/2019/07/26/breaking-president-trump-responds-to-frances-tax-on-american-companies-might-impose-wine-tax.html

Ο Λευκός Οίκος αποφάσισε να επέμβει πριν το φαινόμενο της φορολόγησης των μεγάλων του διαδικτύου προσλάβει μαζικές διαστάσεις. Έτσι, στις 10 Ιουλίου ξεκίνησε επίσημη έρευνα στις ΗΠΑ για να ελεγχθεί κατά πόσο ο ψηφιακός φόρος αποτελεί διάκριση εναντίον αμερικανικών εταιρειών, προκαλώντας τους δυσανάλογα υψηλή επιβάρυνση. Η έρευνα, που θα μπορούσε να διαρκέσει ακόμη κι ένα έτος, διεξάγεται στο πλαίσιο όσων προβλέπει ένας εμπορικός νόμος του 1974. Τον ίδιο ακριβώς νόμο επικαλείται ο Τραμπ για να επιβάλει δασμούς εναντίον της Κίνας… Εύκολα μπορούμε να προβλέψουμε ότι σε περίπτωση που αποδειχθεί ότι ο γαλλικός ψηφιακός φόρος εισάγει μεροληψία έναντι αμερικανικών εταιρειών θα ακολουθήσουν κυρώσεις και εμπορικοί δασμοί εναντίον της Γαλλίας.

Εν κατακλείδι, ενώ η έκβαση των δικαστικών διαμαχών παραμένει άγνωστη και σε κάθε περίπτωση θα αποδειχθεί ότι διεξάγεται πολύ αργά για να τιθασευθεί η μονοπωλιακή κυριαρχία των «μεγάλων του ίντερνετ» αυτό που δεν αμφισβητείται είναι η οργισμένη αντίδραση του Λευκού Οίκου απέναντι σε κάθε προσπάθεια να θιγούν τα αμερικανικά μονοπώλια.

Πηγή: Νέα Σελίδα

Συρρικνώνονται οικονομικά οι μεγάλοι του διαδικτύου

Δύσκολη εποχή για τους τεχνολογικούς γίγαντες που βλέπουν τις τιμές των μετοχών τους, και κατ’ επέκταση την κεφαλαιοποίηση των εταιρειών και την προσωπική περιουσία ιδρυτών και εξεχόντων στελεχών τους, να συρρικνώνονται ραγδαία. Οι τιμές των μετοχών των Apple, Microsoft, Amazon και Alphabet (Google), αφού έφθασαν στο υψηλότερο σημείο της τελευταίας πενταετίας μεταξύ Ιουλίου και Σεπτεμβρίου του 2018, στα τέλη Νοεμβρίου διέγραψαν έντονη καθοδική πορεία που ξεκίνησε το Σεπτέμβριο, επιστρέφοντας στα επίπεδα της άνοιξης του ίδιου χρόνου. Πολύ χειρότερα ήταν τα πράγματα για το Facebook, με την πτώση να είναι τόσο μεγάλη που η τιμή της μετοχής του δημοφιλέστερου Μέσου Κοινωνικής Δικτύωσης κινείται πλέον στα επίπεδα του Μαρτίου του 2017. Μάλιστα, αν για τις τέσσερις πρώτες εταιρείες μπορούμε να υποθέσουμε ότι η πορεία της μετοχής ακολουθεί τη συνολική καθοδική πορεία των μετοχών των αμερικανικών χρηματιστηρίων, είναι δηλαδή μια κυκλική πορεία στενά συνδεδεμένη με το κλείσιμο του σχεδόν δεκαετούς κύκλου χρηματιστηριακής ανόδου που ξεκίνησε τον Μάρτιο του 2009, για το Facebook δεν είναι έτσι. Η εταιρεία του Μαρκ Ζάκερμπεργκ έχει κατά κοινή ομολογία μπει σε μια πορεία παρακμής μετά την αποκάλυψη του σκανδάλου με την Cambridge Analytica, που δεν μπορεί παρά να αντανακλάται και στην πορεία της μετοχής της. Ήρθε για να μείνει επομένως η πτώση της τιμής της μετοχής του Facebook, που έστω και καθυστερημένα επιβεβαιώνει κριτικές που έχουν διατυπωθεί εδώ και πολλά χρόνια και οι οποίες καταλήγουν ότι πρόκειται για μια τεραστίων διαστάσεων φούσκα.[i]

ΤΟΥ ΛΕΩΝΙΔΑ ΒΑΤΙΚΙΩΤΗ

Το Facebook ωστόσο δεν είναι η εξαίρεση. Ακόμη κι αν επιβεβαιωθούν οι πιο ήπιες ερμηνείες για την πορεία των μετοχών του περίφημου «ολιγοπωλίου του διαδικτύου»[ii] που αποδίδουν την πτώση σε κυκλικές αιτίες, το 2018 θα αποτελέσει σημείο τομής στην εξέλιξή του, με έναν κύκλο πλανητικής εξάπλωσης και οικονομικής μεγέθυνσης να κλείνει οριστικά. Τους τίτλους τέλους βάζουν τέσσερις ήσσονος σημασίας λόγοι και ένας πολύ σοβαρός.

Ξεκινώντας από τις λιγότερο σημαντικές αιτίες που υπονομεύουν την ευρωστία των «εταιρειών σούπερ-σταρ», όπως τις αποκαλεί ο καθηγητής του ΜΙΤ David Autor, ξεχωρίζουν εμπόδια που θέτουν οι ίδιοι οι χρήστες στην εμπορευματοποίηση του διαδικτύου και τα οποία περιορίζουν θεαματικά τα έσοδα ιστοσελίδων και Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης, όπως οι ad blockers που απαγορεύουν την εμφάνιση διαφημίσεων. Η απόρριψη των διαφημίσεων από ένα κοινό μάλιστα που δεν απορρίπτει για ιδεολογικούς λόγους την εμπορευματοποίηση, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί κι ως η «αφύπνιση των χρηστών» ή η «ανάκτηση του χαμένου χώρου στην οθόνη». Με βάση στοιχεία από την πλατφόρμα OnAudience.com, που υποστηρίζει ότι το 20%  των συνδεδεμένων ενήλικων χρηστών χρησιμοποιεί τέτοιας μορφής απαγορευτικό, το κόστος που προκάλεσαν οι ad blockers το 2016 ανήλθε σε 15,8 δισεκ. δολάρια, ενώ μια χρονιά πριν, 11 δισεκ. δολάρια. Το γεγονός μάλιστα ότι οι χρήστες ηλικίας 18-24 ετών είναι 109% πιο πιθανό να χρησιμοποιούν ad blocker σε σχέση με τους μεγαλύτερους σε ηλικία, προσθέτει παραπάνω πονοκεφάλους σε όσους πόνταραν στα διαφημιστικά έσοδα, δεδομένου ότι πρόκειται για ένα κοινό ευεπίφορο στην κατανάλωση. Το τείχος απέναντι στην επέλαση των διαφημιστών προσθέτει επιπλέον βαθμούς δυσκολίας στις μη επιλύσιμες ως προς το παρών εξισώσεις όσων αναζητούν ένα επιχειρηματικό μοντέλο για τα Μέσα την εποχή του Snapchat που να είναι βιώσιμο· έστω και βραχυπρόθεσμα, όπως το ελληνικό δημόσιο χρέος.

Εκ των έσω προέρχεται και η δεύτερη πηγή συρρίκνωσης των κερδών για τους μεγάλους του διαδικτύου. Συγκεκριμένα, αυτούς που χτίζουν όλη μέρα κι όλη νύχτα τη «Θήβα την επτάπυλη»· τους εργαζόμενους. Στις 6 Νοεμβρίου 2018 έγραφαν με έκδηλη έκπληξη οι New York Times: «Η πιο αξιοσημείωτη πλευρά της απεργίας την προηγούμενη εβδομάδα μπορεί να μην ήταν η εκτιμώμενη συμμετοχή 20.000 ανθρώπων ή η παγκόσμια απήχησή της ή ότι επιτεύχθηκε σε λιγότερο από μια εβδομάδα. Ήταν ο τρόπος που οι διοργανωτές ταύτισαν τη δράση τους με έναν ευρύτερο εργατικό αγώνα, χρησιμοποιώντας μια γλώσσα σχεδόν ανήκουστη μεταξύ εύπορων εργαζομένων στην τεχνολογία. «Είναι μέρος ενός αναπτυσσόμενου κινήματος», έγραψαν οι διοργανωτές σε ένα δελτίο Τύπου, «όχι μόνο στην τεχνολογία, αλλά σε όλη τη χώρα, περιλαμβάνοντας δασκάλους, εργαζόμενους στα φαστ φουντ και άλλους που χρησιμοποιούν τη δύναμή τους για να επιφέρουν πραγματική αλλαγή». Και συνέχιζε η Νεοϋορκέζικη εφημερίδα: «Για δεκαετίες η Κοιλάδα του Πυριτίου ήταν το σημείο εκκίνησης για μια αόριστα ουτοπική μορφή ατομικισμού – την ιδέα ότι ένας μηχανικός, μοναχός του με ένα φορητό υπολογιστή και μια σύνδεση ίντερνετ, μπορούσε να αλλάξει τον κόσμο. Η ταξική συνείδηση ήταν passé. Τα συνδικάτα ήταν εχθρός της καινοτομίας, μια άγκυρα που καθηλώνει στο σήμερα»[iii]. Όλα αυτά προφανώς ανασκευάζονται, όταν οι πρωταγωνιστές του παραπάνω ρεπορτάζ, που κατά την αμερικανική εφημερίδα θυμίζουν τους πιο μαχητικούς οργανωτές των εργατών του 20ού αιώνα, είναι το προσωπικό της… Google! Βγήκαν δε στο δρόμο για να διαμαρτυρηθούν ενάντια, πρώτο στη συνεργασία της εταιρείας με το αμερικανικό Πεντάγωνο σε προγράμματα τεχνητής νοημοσύνης (ας μην αναρωτηθούμε καλύτερα τι είδαν οι άνθρωποι και εξεγέρθηκαν…), δεύτερο στη συνεργασία της εταιρείας με τις κινεζιέες αρχές για την κατασκευή μιας αυτο-λογοκρινόμενης μηχανής αναζήτησης και, τρίτο, λόγω της ανοχής που επέδειξε η διοίκηση απέναντι σε θέματα σεξουαλικής παρενόχλησης εργαζομένων και διακρίσεων από προϊσταμένους. Επομένως, ο έλεγχος που ζητούν να έχουν οι εργαζόμενοι στα συμβόλαια και το φρένο που βάζουν σε έργα, τα οποία καταπατούν πολιτικές ελευθερίες, περιορίζουν την κερδοφορία των τεχνολογικών γιγάντων. Το ίδιο συμβαίνει και με τη μεγαλύτερη ευκαιρία που δίνεται πλέον στους χρήστες να καταργήσουν εφαρμογές, οι οποίες καταγράφουν προτιμήσεις κι επιλογές προς διευκόλυνση των διαφημιστών.

Τροχοπέδη για τα κέρδη αποτελούν και οι αυξήσεις στο ωρομίσθιο που ανακοίνωσε η Amazon. Η απόφαση του Τζεφ Μπέζος δεν ήταν αποτέλεσμα φιλευσπλαχνίας ούτε δημοκρατικού πλουραλισμού, όπως αυτόν που επιδεικνύει η εφημερίδα Washington Post, την οποία αγόρασε ο Μπέζος το 2013, μετατρέποντάς την σε προμαχώνα της μάχης εναντίον του Τραμπ. Μάρτυρας τα όσα ανατριχιαστικά περιέγραφε ο βρετανικός Guardian για την πρόσληψη από μια θυγατρική της Amazon ειδικών μάνατζερ με προϋπηρεσία στη διάλυση συνδικάτων κι εργατικών αγώνων, μόνο και μόνο για να αποτρέψουν την ίδρυση σωματείου και τη διεκδίκηση αυξήσεων.[iv] Ο Τζεφ Μπέζος ανακοίνωσε αύξηση του κατώτατου ωρομισθίου στα 15 δολάρια στις ΗΠΑ (από 11 δολάρια) και 10,5 λίρες για τους εργαζόμενους στο Λονδίνο και 9,5 για όσους μένουν εκτός Λονδίνου (από 8 λίρες) στην Αγγλία. Αυτό συνέβη, πρώτον, επειδή ο ριζοσπάστης γερουσιαστής του Βερμόντ, Μπέρνι Σάντερς, ετοιμαζόταν να καταθέσει πρόταση νόμου στις ΗΠΑ για την αύξηση του ωρομισθίου των εργαζομένων στην Amazon, δεύτερον, επειδή ο Μπέζος δεν έβρισκε πλέον προσωπικό να εργαστεί στις επιχειρήσεις του και, τρίτον, επειδή, ειδικά μετά τις απεργίες που έγιναν τους προηγούμενους μήνες, η φήμη της Amazon έχει πληγεί και θεωρείται ταυτόσημη της πιο βάρβαρης εκμετάλλευσης. Οι εργαζόμενοι, που ουρούν σε μπουκάλια για να μη χάσουν το πριμ παραγωγικότητας, και τα ασθενοφόρα, που είναι εγκατεστημένα έξω από τις εγκαταστάσεις της Amazon στην Πενσυλβάνια, επειδή στοιχίζουν φθηνότερα από τα κλιματιστικά, μετατρέπουν σε θέμα αρχής για κάθε ευσυνείδητο αναγνώστη να στραφεί σε ανταγωνιστές της Amazon για την ηλεκτρονική αγορά βιβλίων.

Ο τρίτος λόγος για τον οποίο οι μεγάλοι του διαδικτύου πρέπει να αποχαιρετήσουν την εποχή των παχιών αγελάδων σχετίζεται με τις ζυμώσεις που είναι σε εξέλιξη για μια αποτελεσματική φορολόγησή τους. Είναι ήδη γνωστή η ασύλληπτη καινοτομία που έχουν επιδείξει εταιρείες, όπως η Apple και η Google, στην αξιοποίηση ευνοϊκών φορολογικών καθεστώτων στην Ιρλανδία και το Λουξεμβούργο, ενώ η Amazon, για να επιλέξει πού θα χτίσει τις εγκαταστάσεις της, ζητάει ως όρο φοροαπαλλαγές. Αυτό το κλίμα ωστόσο αλλάζει. Στην Αγγλία, ο υπουργός Οικονομικών Φιλ Χάμοντ, που έχει τέτοια μανία με τις λεπτομέρειες ώστε τον αποκαλούν (σε ελεύθερη απόδοση) «εξελόφυλο Φιλ», ζήτησε με την κατάθεση του προϋπολογισμού στις αρχές Νοεμβρίου, οι μεγάλοι του διαδικτύου με κερδοφόρα δράση στη χώρα του να πληρώσουν επιτέλους φόρο ψηφιακών υπηρεσιών (digital services tax) το 2020. Το μέτρο, που θα εφαρμοστεί μόνο σε κερδοφόρες εταιρείες με ετήσια έσοδα από συγκεκριμένες υπηρεσίες άνω των 500 εκατ. Λιρών, στοχεύει ευθέως σε Amazon, eBay, Facebook και Google. Με βάση ρεπορτάζ των Financial Times, «στοχεύει να προστατεύσει μικρότερες εταιρείες, που έχουν την έδρα τους στην Αγγλία και είναι ανήμπορες να μεταφέρουν τα έσοδα τους σε φιλικότερα φορολογικά καθεστώτα και να ικανοποιήσει μια αυξανόμενη λαϊκή άποψη ότι οι μεγάλες τεχνολογικές εταιρείες πληρώνουν λιγότερους φόρους απ’ ό,τι θα έπρεπε στην Αγγλία».[v]

Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται κι ο Γάλλος πρόεδρος, Μανουέλ Μακρόν, που έχει κατ’ επανάληψη υποστηρίξει δημόσια ότι δεν αποκλείεται να ακολουθήσει την Αγγλία και να επιβάλει φόρο ύψους 2% στα έσοδα των μεγάλων (φοροφυγάδων) του διαδικτύου. Η πρόταση του Μακρόν διατυπώνεται σαν απειλή λόγω της απροθυμίας της ΕΕ να κινηθεί έγκαιρα και αποτελεσματικά στην κατεύθυνση επιβολής ενός φόρου στα έσοδα των GAFA (Google, Apple, Facebook, Amazon) ύψους 3%, όπως έχουν ήδη συζητήσει οι υπουργοί Οικονομικών των 28 – χωρίς όμως να καταλήξουν. Πεισματικά αντίθετη στέκεται η Γερμανία, που φοβάται ότι τυχόν φορολόγηση των συγκεκριμένων αμερικανικών εταιρειών θα προκαλέσει τη μήνι της Ουάσινγκτον και μια τιμωρητική φορολόγηση της γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας, όπως κατ’ επανάληψη έχει απειλήσει ο Τραμπ. Επιπλέον, «επιχειρήσεις σε κλάδους, όπως η γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία, είναι αντίθετες σε έναν ευρωπαϊκό φόρο που θα στοχεύει εταιρείες, οι οποίες εμπλέκονται στην πώληση δεδομένων. Οι εταιρείες αυτοκινήτων φοβούνται πως τέτοιοι φόροι θα μπορούσαν να επιβάλουν κυρώσεις στις ίδιες για τις τεχνολογίες έξυπνων αυτοκινήτων που συγκεντρώνουν προσωπικά στοιχεία από οδηγούς».[vi] Πρακτικά, για χάρη της κρατικοδίαιτης γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας, που έχει εξελιχθεί σε ελέφαντα στο ευρωπαϊκό δωμάτιο, δεν πρόκειται η ΕΕ να επιβάλει φόρο ψηφιακών υπηρεσιών, ανοίγοντας έτσι όμως τον δρόμο για να επιβληθεί αυτός ο φόρος από μεμονωμένα κράτη-μέλη. Μένει να δούμε ποια θα το επιχειρήσουν…

Ο τέταρτος λόγος για τον οποίο οι εταιρείες υψηλής τεχνολογίας εισέρχονται σε μια νέα εποχή υψηλότερου κόστους σχετίζεται με τον υπό εξέλιξη εμπορικό πόλεμο μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας. Εταιρείες-κατασκευαστές, όπως η Apple, που δεν εξαντλούν τη δραστηριότητά τους στην παραγωγή λογισμικού, θα επωμιστούν μέρος των δασμών ύψους 25% στα βιομηχανικά προϊόντα αξίας 50 δισεκ. δολαρίων, που επέβαλε ήδη η Ουάσιγκτον. Η διάχυση του κόστους των νέων δασμών γίνεται εμφανής, αν λάβουμε υπόψη ότι, με βάση στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, το 32,2% των κινέζικων εξαγωγών τηλεπικοινωνιακών υλικών και εξοπλισμού γραφείου κατευθύνεται στις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας. Καμιά άλλη χώρα δεν συμμετέχει τόσο ενεργά στο αναπτυσσόμενο ενδο-εταιρικό εμπόριο! Για παράδειγμα, στον ίδιο κλάδο, η συμμετοχή των ευρωπαϊκών εξαγωγών στις αλυσίδες αξίας είναι 19,5%, των ΗΠΑ 7,9%, της Νότιας Κορέας 7,4%, κ.λπ.

Τέλος, το μεσουράνημα των μεγάλων του διαδικτύου συμπίπτει και με το τέλος του διαδικτύου, όπως το ξέραμε. Εκ μέρους των ΗΠΑ, ο κίνδυνος εμφανίζεται υπό την μορφή μιας απειλής που αντιπροσωπεύουν Κίνα, Ρωσία κι άλλες χώρες απέναντι σε ένα ελεύθερο και ανεπίδεκτο λογοκρισίας ίντερνετ. Ο πρώην σύμβουλος καινοτομίας του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών και στενός συνεργάτης της Χίλαρι Κλίντον, Άλεκ Ρος, μεταφέρει ωστόσο μια διαφορετική ερμηνεία για το ίντερνετ εκ μέρους των ανταγωνιστών των ΗΠΑ: «Ένας Κινέζος διευθύνων σύμβουλος μου είπε ότι πιστεύει πως ο πλούτος και η ισχύς που αποκόμισε η Αμερική ως κέντρο της εμπορευματοποίησης του διαδικτύου παρέτεινε κατά δέκα χρόνια την κυριαρχία της ως υπερδύναμης».[vii] Η ερμηνεία του Κινέζου επιχειρηματία επιβεβαιώνεται από τον μεγαλύτερο ήρωα της σύγχρονης εποχής, τον Έντουαρντ Σνόουντεν, πληροφορικάριο της αμερικανικής μυστικής υπηρεσίας NSA, που αποκάλυψε ότι οι αμερικανικές υπηρεσίες παρακολουθούσαν μέχρι και πότε πήγαινε στην τουαλέτα η Μέρκελ. «Στην αντιδικία για το ποιος ελέγχει το διαδίκτυο, οι άνθρωποι της NSA έδιναν μια δυσοίωνη απάντηση: “Εμείς”», αναφέρεται χαρακτηριστικά.[viii] Απέναντι σε αυτήν την ωμή πραγματικότητα ενός ίντερνετ που παλινδρομεί μεταξύ άκρατης εμπορευματοποίησης και οργουελικής παρακολούθησης, οι ανταγωνιστές των ΗΠΑ θέτουν απερίφραστα πλέον το αίτημα της «κυβερνο-κυριαρχίας» (cyber-sovereignty, ανεξαρτησία του κυβερνοχώρου θα το αποδίδαμε 2-3 δεκαετίες παλιότερα). «Η Κίνα έχει προβάλει την “κυβερνο-κυριαρχία” ως μια οργανωτική αρχή της διακυβέρνησης του διαδικτύου, σε ευθεία αντίθεση προς την αμερικανική υποστήριξη ενός παγκόσμιου κι ανοικτού διαδικτύου. Με τα λόγια του Κινέζου προέδρου Ξι, η κυβερνο-κυριαρχία αντιπροσωπεύει “το δικαίωμα των μεμονωμένων κρατών να επιλέγουν ανεξάρτητα τον δικό τους δρόμο για την κυβερνο-ανάπτυξη, το μοντέλο της κυβερνο-ρύθμισης και δημόσιες πολιτικές για το διαδίκτυο και να συμμετέχουν στη διακυβέρνηση του κυβερνοχώρου σε ισότιμη βάση”».[ix]

Το αίτημα της «online κυριαρχίας» απέναντι στις ΗΠΑ τίθεται ακόμη κι από τη γερμανική Δεξιά. Σε μελέτη του γερμανικού ιδρύματος Κόνραντ Αντενάουερ, αναφέρεται: «η πολιτιστική διαμάχη για online κυριαρχία μεταξύ της αμερικανικής εταιρείας ίντερνετ (Facebook) και της γερμανικής κυβέρνησης έγινε υπερβολικά εμφανής. Οι όροι εξυπηρέτησης του ίντερνετ προέρχονται από ένα σύστημα αμερικανικών νόμων και αξιών. Το δείχνει η διαχείριση της φωτογραφίας με το κοριτσάκι που κάηκε από τη βόμβα ναπάλμ. Το γυμνό είναι περισσότερο ταμπού εκεί απ’ ό,τι στην Ευρώπη. Τα ναζιστικά σύμβολα, από την άλλη πλευρά, δεν είναι πρόβλημα. Πώς λοιπόν η Γερμανία θα διασφαλίσει ότι οι γερμανικοί νόμοι γίνονται σεβαστοί στο Facebook, μια αμερικανική πλατφόρμα, κι ότι δεν μας επιβάλλονται οι αμερικανικές αξίες;».[x]

Εν κατακλείδι οι αντιθέσεις που γεννάει το διαδίκτυο, όπως λειτουργεί σήμερα, είναι υπερβολικά μεγάλες για να συνεχίσει να υπάρχει με τη σημερινή του μορφή: γεωπολιτικές συγκρούσεις, οικονομικοί ανταγωνισμοί, ζητήματα εθνικής ασφάλειας, ακόμη και πολιτιστικές-πολιτικές αιτίες ωθούν στον κατακερματισμό του διαδικτύου. Οι πρώτοι που θα νιώσουν τη συρρίκνωση του διαδικτύου θα είναι οι «μεγάλοι», που με προνομιακούς όρους το εκμεταλλεύονταν από τη γέννησή του μέχρι σήμερα κι ευθύνονται για τη σημερινή του παρακμή.


[i] Ehrenberg N. (2011), “Signs of a bubble in social sites – Facebook value estimate falls short of oft-cited figures”, Science & Society, 19 Νοεμβρίου, http://www.sciencenews.org

[ii] Σμυρναίος Ν. (2018), Το ολιγοπώλιο του διαδικτύου – Πώς οι Google, Apple, Facebook, Amazon και Microsoft  πήραν τον έλεγχο της ψηφιακής μας ζωής,Μεταμεσονύκτιες εκδόσεις – Advanced Media Institute.

[iii] Scheiber, N. (2018), «In Google Walkout, Workers Reject Silicon Valley Individualism», The New York Times, 6 Νοεμβρίου. 

[iv] Sainato M. (2018), “They want us to be robots: Whole Foods workers fear Amazon’s changes”, The Guardian, 1 Οκτωβρίου.

[v] Hill, A. in London, Khan M. in Brussels and Waters R. in San Francisco (2018), “The Global Hunt to tax Big Tech”, Financial Times, 2 Νοεμβρίου.

[vi] Όπ.π.

[vii] Ρος Ά. (2017), Οι βιομηχανίες του μέλλοντος, εκδ. Ίκαρος, σελ. 117.   

[viii] Χάρντινγκ Λ. (2014), Φάκελος Σνόουντεν – Η ιστορία του Νο 1 καταζητούμενου στον κόσμο, εκδ. Καστανιώτη, σελ 187.

[ix] Segal, Ad. (2018), “When China Rules the Web”, Foreign Affairs, Σεπτέμβριος-Οκτώβριος, σελ. 10-18.

[x] Torben, St. (2018,) “Of Facebook Revolutions and Twitter Presidents”, Konrad Adenauer Stiftung, International reports, Issue 1, 16 Απριλίου.

Πηγή: Περιοδικό Δημοσιογραφία, τεύχος 18, Φθινόπωρο – χειμώνας 2019

Αρέσει σε %d bloggers: