ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΒΑΛΚΑΝΙΑ
- Δεν είναι πανάκεια η ένταξη στην ΕΕ
Η «Ατζέντα 2014» είναι ο άξονας γύρω από τον οποίο περιστρέφεται η ελληνική εξωτερική πολιτική στα Βαλκάνια τους τελευταίους τρεις μήνες. Εν συντομία πρόκειται για τον στόχο ένταξης όλων των χωρών της Δυτικής Βαλκανικής στην ΕΕ μέχρι το 2014, όταν θα συμπληρώνονται 100 χρόνια από το ξέσπασμα του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου. Η υψηλή θέση που καταλαμβάνει στην ατζέντα της ελληνικής διπλωματίας η «Ατζέντα 2014» έγινε σαφής όταν ο Γιώργος Παπανδρέου, επέλεξε να κάνει την πρώτη του επίσκεψη ως πρωθυπουργός και υπουργός Εξωτερικών στην Τουρκία για να την παρουσιάσει στους υπουργούς Εξωτερικών της Βαλκανικής κι επίσης με το πιο πρόσφατο ταξίδι (18-21 Νοέμβρη) του αναπληρωτή υπουργού Εξωτερικών, Δ. Δρούτσα, σε τέσσερις βαλκανικές χώρες: τη Σερβία, το Μαυροβούνιο, τη Βοσνία – Ερζεγοβίνη και την Αλβανία.
Η «Ατζέντα 2014» έρχεται κατ’ αρχήν στα μάτια των υπόλοιπων κρατών μελών της ΕΕ να διαλύσει πιθανές εντυπώσεις που ενδέχεται να δημιουργηθούν από το βέτο στο αίτημα ένταξης της ΠΓΔΜ, όσο δεν λύνεται το πρόβλημα της ονομασίας. Με την «Ατζέντα 2014» επέρχεται μια ισορροπία καθώς η Αθήνα δεν εμφανίζεται να αποτελεί ένα συνεχές εμπόδιο στα σχέδια διεύρυνσης της ΕΕ, αλλά δείχνει ότι πάνω απ’ όλα είναι παράγοντας προώθησης αυτού του στόχου. Έτσι το μπλοκάρισμα των Σκοπίων παύει να λειτουργεί επιβαρυντικά για την ελληνική εξωτερική πολιτική.
Παράλληλα ωστόσο η ελληνική διπλωματία επιχειρεί να αναβαθμίσει και τη διπλωματική της θέση στη χερσόνησο του Αίμου, μέσω αυτού του στόχου, στρεφόμενη προς δύο κατευθύνσεις. Πρώτα και κύρια στις βαλκανικές πρωτεύουσες καθώς επιχειρεί να τις πείσει ότι οι στόχοι της ένταξης στην ΕΕ κι της αναβάθμισης της διεθνούς τους θέσης έχουν ενδιάμεσο σταθμό την Αθήνα. Κατά δεύτερο προς τις Βρυξέλλες στο βαθμό που η Αθήνα αξιοποιεί την γειτνίασή της με αυτές τις χώρες, μετατρέποντας το αδύνατο σημείο της σε ισχυρό, και επιδιώκει να αυξήσει τη διαπραγματευτική της ικανότητα. Κάθε ένας από αυτούς τους στόχους ωστόσο συνοδεύεται κι από έναν ισχυρότατο αντίλογο: Γιατί οι Βαλκανικές χώρες να επιλέξουν την Ελλάδα ως «όχημα» διεθνοποίησής τους κι όχι κάποια άλλη ισχυρή χώρα της ΕΕ, όπως είναι η Γερμανία; Δεδομένου δε, ότι η γειτνίαση δεν αποτελεί επαρκή λόγο. Το ίδιο ισχύει και για τις Βρυξέλλες: γιατί να δώσουν στην Αθήνα το ρόλο του τοποτηρητή της ΕΕ στην περιοχή;
Η σημαντικότερη ωστόσο αμφισβήτηση της «Ατζέντας 2014» πηγάζει από τις εσωτερικές της αντιφάσεις κι όχι από τις έξωθεν σκοπιμότητες. Ειδικότερα, η «Ατζέντα 2014» υποδηλώνει ρητά ή άρρητα πως η ένταξη στην ΕΕ θα αποτελέσει πανάκεια για όλα τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η περιοχή. Στα Βαλκάνια όμως κανείς δεν ξεχνάει τον εμπρηστικό ρόλο που διαδραμάτισε η ΕΕ – τουλάχιστον οι ατμομηχανές της, όπως για παράδειγμα η Γερμανία – στη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και τα ποτάμια αίματος που έτρεχαν επί χρόνια. Τελευταίο παράδειγμα η αναγνώριση του Κοσόβου από 22 κράτη μέλη της ΕΕ κι η στρατιωτική της παρουσία εκεί που αντιβαίνει στο διεθνές δίκαιο και τα όσα προβλέπει για το Κόσοβο, δηλαδή την απόφαση 1244 του Συμβουλίου Ασφαλείας που το ορίζει ως επαρχία της Σερβίας. Κατά συνέπεια η ΕΕ δεν αποτελεί τον επί της γης παράδεισο. Το βεβαιώνει και το παράδειγμα της Κύπρου, όπου η ένταξή της δεν έλυσε το πρόβλημα της παράνομης, τουρκικής κατοχής όπως πολλοί πίστευαν ότι θα γινόταν αυτόματα σχεδόν. Και για να έρθουμε στα πιο πρόσφατα, ο αρνητικός ρόλος της ΕΕ φάνηκε κι από την πρόσφατη Σύνοδο Κορυφής, όπου και τα 27 κράτη μέλη θεώρησαν φυσιολογικό να συνεχίσουν τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις με την Άγκυρα παρότι εξακολουθεί να μην αναγνωρίζει την Κυπριακή Δημοκρατία. Με τα έργα της κατά συνέπεια η ΕΕ υποσκάπτει το κύρος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Γιατί στα εύθραυστα Βαλκάνια να αποτελέσει παράγοντα σταθερότητας κι ενίσχυσης της διεθνούς νομιμότητας; Ο αρνητικός ρόλος της ΕΕ φάνηκε κι από τον πρωταγωνιστικό ρόλο που έπαιξε η σουηδική προεδρία στις διαπραγματεύσεις για το μέλλον της Βοσνίας – Ερζεγοβίνης πιέζοντας τη Σερβική Δημοκρατία να διαλυθεί, για το καλό… της χώρας.
Ανατολικότερα τέλος, η πρόσφατη αλλαγή κυβερνητικής σκυτάλης στη Βουλγαρία οδηγεί κατά πάσα πιθανότητα σε ναυάγιο την ενεργειακή συμφωνία που είχε συνάψει η προηγούμενη σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση με την Μόσχα. Πρόκειται για αλλαγή που αν ολοκληρωθεί θα έχει τεράστιες συνέπειες και για την Ελλάδα καθώς θα επανεξετασθεί η κατασκευή του ρωσικού αγωγού South Stream όπως και του Μπουργκάς – Αλεξανδρούπολη. Μέχρι στιγμής οι πιέσεις που ασκούν οι ΗΠΑ με την επιτόπια παρουσία στη Σόφια του ειδικού απεσταλμένου τους για θέματα ενέργειας στην Ευρασία, Ρίτσαρντ Μόρνινγκσταρ, δεν επιτρέπουν να ελπίζουμε για τα καλύτερα…
- ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΙΣΡΑΗΛ
- Ολέθριες σχέσεις
Η απόφαση της Ελλάδας να απέχει από την πολύ κρίσιμη ψηφοφορία που έγινε στον ΟΗΕ στα μέσα Νοεμβρίου για την έκθεση Γκολντστόουν, στην οποία το Ισραήλ κατηγορείται για εγκλήματα πολέμου, αποτελεί τροχιοδεικτική βολή για την πορεία που θα ακολουθήσουν οι σχέσεις των δύο χωρών. Εξ ίσου δηλωτικό – κραυγαλέα δηλωτικό, θα λέγαμε – γεγονός για την αναθέρμανση των σχέσεων των δύο χωρών μετά την ψυχρότητα της δεκαετίας του ‘80, αποτέλεσε η κοινή ελληνο-ισραηλινή στρατιωτική άσκηση «Ένδοξος Σπαρτιάτης» που πραγματοποιήθηκε τον Μάιο του 2008 και θεωρήθηκε προσομοίωση επίθεσης στο Ιράν. Επίσης, η αποκάλυψη πέρυσι τέτοιες σχεδόν ημέρες, πως η τροφοδοσία του ισραηλινού στρατού με πυρομαχικά κι ενδεχομένως βόμβες φωσφόρου που έριχνε αφειδώς στους Παλαιστίνιους της Γάζας, θα γινόταν από το λιμάνι του Αστακού. (Εύκολο είναι μετά να ψηφίσεις στον ΟΗΕ εναντίον του Ισραήλ;)
Όλα τα παραπάνω διαβεβαιώνουν ότι η ελληνική διπλωματία έχει επιλέξει ποιος θα είναι ο στρατηγικός της σύμμαχος στη ευαίσθητη περιοχή της Μέσης Ανατολής. Το γεγονός μάλιστα ότι η πολιτική αναθέρμανσης των διμερών σχέσεων υπηρετήθηκε πιστά και χωρίς αποκλείσεις τόσο από την κυβέρνηση Κ. Καραμανλή όσο κι από τη σημερινή κυβέρνηση υπογραμμίζει πως αποτελεί στρατηγική επιλογή και των δύο κομμάτων εξουσίας. Δεν είναι ωστόσο μια πολιτική που μπορεί να εφαρμοσθεί χωρίς κλυδωνισμούς και μεγάλο κόστος.
Το Ισραήλ στην τρέχουσα πολιτική συγκυρία δίνει μια μάχη πολιτικής και διπλωματικής επιβίωσης, καθώς κινδυνεύει – αν δεν το έχει ήδη πάθει – να δεχτεί ένα μη αντιστρεπτό πλήγμα στη δημόσια εικόνα του, λόγω των όσων έχει πράξει. Η έκθεση του νοτιοαφρικανού δικαστή Γκολντστόουν που – επιτέλους! – για πρώτη φορά στοιχειοθετεί τη διάπραξη εγκλημάτων πολέμου από τον ισραηλινό στρατό στη Γάζα κατά τη διάρκεια του πολέμου των 22 ημερών πέρυσι, ήταν μια τεράστια επιτυχία για όσους μάχονταν ώστε το Ισραήλ να λογοδοτήσει για τα εγκλήματά του κι οι υπεύθυνοι να καθίσουν στο σκαμνί. Καθόλου τυχαία δεν ήταν η εξαφάνιση από τους τηλεοπτικούς μας δέκτες κατά την επίθεση στη Γάζα οποιωνδήποτε προσωπικών στοιχείων των ανώτερων αξιωματικών του ισραηλινού στρατού, έτσι ώστε να μην υποστούν νομικές συνέπειες για τις βαρβαρότητές τους. Την ίδια τύχη δεν είχε όμως η υπουργός Εξωτερικών του Ισραήλ εκείνη την εποχή, κι επικεφαλής του κόμματος Καντίμα, Τζίπι Λίβνι, για την οποία μόλις πριν μία εβδομάδα οι βρετανικές εισαγγελικές αρχές εξέδωσαν ένταλμα σύλληψης! Για να μην υποστεί την ταπείνωση που δέχθηκε ο Αουγκούστο Πινοτσέτ, ο οποίος είχε καταλήξει στη φυλακή όταν επισκέφθηκε το Λονδίνο πολλά χρόνια μετά την παράδοση της εξουσίας, η Λίβνι ακύρωσε την επίσκεψή της στο Λονδίνο. Οι μύδροι που εξαπέλυσε το εβραϊκό κράτος εναντίον της Αγγλίας υπογραμμίζουν τον κίνδυνο που διατρέχει να έχει την τύχη της Νότιας Αφρικής τη δεκαετία του ’80. Καθοριστικό ρόλο σε αυτή την εξέλιξη έπαιξε κι η κυβερνητική αλλαγή που έγινε πέρυσι στο Ισραήλ, με αποτέλεσμα να κερδίσουν τις εκλογές οι πιο αδιάλλακτες, εθνικιστικές κι ακροδεξιές δυνάμεις. Ο διορισμός δε του ακραίου σιωνιστή Άβιγκτορ Λίμπερμαν στη θέση του υπουργού Εξωτερικών επιβεβαίωσε ότι η διεθνής κοινότητα είναι στην πραγματικότητα αντιμέτωπη με ένα κράτος που δεν επιθυμεί την ειρήνη και τη συμφιλίωση με την Παλαιστίνη, ούτε την εφαρμογή του διεθνούς δικαίου.
Σε αυτό το πλαίσιο τα σχέδια αναθέρμανσης των σχέσεων Ισραήλ και Ελλάδας, όταν πλέουν κρατούν αποστάσεις από το εβραϊκό κράτος ακόμη κι οι ΗΠΑ, υπονομεύουν την αξιοπιστία της χώρας και το κύρος της στην περιοχή.
- ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΑΡΑΒΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ
- Το τέλος μίας σχέσης;
Η επίσκεψη του προέδρου της Δημοκρατίας, Κάρολου Παπούλια, τον Ιούνιο στη Συρία, παρότι έγινε δεκτή με θετικότατο τρόπο κι από τους δύο λαούς και με ευμενή σχόλια από τον Τύπο δεν βρισκόταν σε πλήρη αντιστοιχία με την γραμμή της ελληνικής διπλωματίας. Να θυμίσουμε κατ’ αρχήν ότι η προηγούμενη υπουργός Εξωτερικών, Ντόρα Μπακογιάννη, όταν είχε επισκεφθεί την Μέση Ανατολή αμέσως μετά την επίθεση του Ισραήλ στον Λίβανο το καλοκαίρι του 2006, επιδεικτικά είχε αρνηθεί να συμπεριλάβει και τη Δαμασκό στις πρωτεύουσες που επισκέφθηκε. Η επιλογή της δεν ήταν δύσκολο να ερμηνευθεί. Η φιλολογία για τον Άξονα του Κακού στον οποίο η Συρία κατείχε εξέχουσα θέση μεσουρανούσε, ενώ μόλις λίγα χρόνια πριν το ερώτημα ήταν πότε κι όχι αν οι ΗΠΑ θα εισβάλλουν στη Συρία – μέχρι που η απάντηση δόθηκε από την ιρακινή αντίσταση. Η ελληνική διπλωματία λοιπόν ακολουθώντας κατά γράμμα την γραμμή του Μπους που θεώρησε την Μέση Ανατολή κοιτίδα της τρομοκρατίας, αποστασιοποιήθηκε συνειδητά χάνοντας σπουδαία ερείσματα που οικοδομήθηκαν επί χρόνια κι επέτρεψαν στην Ελλάδα (για πρώτη φορά στην πραγματικότητα κι όχι στο φαντασιακό της πολιτικής ηγεσίας) να διαδραματίσει περιφερειακό ρόλο.
Ο αναπροσανατολισμός της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής είχε ξεκινήσει με την άνοδο του Κ. Σημίτη στην εξουσία όταν τεκμήριο προοδευτικότητας έγινε η ευρωδουλικότητα κι η Ελλάδα με ύφος που θα ζήλευαν οι πιο σνομπ αποικιοκράτες απέστρεφε μετά βδελυγμίας το βλέμμα της από το Νότο και την Ανατολή κι είχε μάτια μόνο για τη Δύση και το Βορρά. Είναι χαρακτηριστικό ότι ως πρωθυπουργός της Ελλάδας ο Κ. Σημίτης δεν επισκέφθηκε ούτε μία φορά κάποια αραβική χώρα. Κι ο Κ. Καραμανλής στα χνάρια του βάδισε, επί της ουσίας. Η επίσκεψή του μετά της συζύγου του κάποια Χριστούγεννα στο Κάιρο κι η μετέπειτα ολιγόωρη επίσκεψή του στο Κατάρ για να ξεπουλήσει την Ολυμπιακή δεν αναιρούν το γεγονός ότι κι επί δικής του πρωθυπουργίας το κενό μεταξύ αραβικών κρατών κι Ελλάδας μεγάλωσε απότομα. Κυρίως όμως ανησυχητικά, μια και κανείς δεν μπορεί να είναι βέβαιος ότι η Ελλάδα θα συνεχίσει να έχει τη στήριξη των αραβικών χωρών στα διεθνή της μέτωπα. Όσο μάλιστα η Τουρκία χάνει τα κοσμικά της χαρακτηριστικά με την εδραίωση των Ισλαμιστών στην εξουσία κι επιδιώκει να γίνει εκφραστής όλων των μουσουλμάνων και των Αράβων, τόσο λιγότερο προφανής θα είναι η θετική στάση των χωρών της Μέσης Ανατολής απέναντι στην Ελλάδα. Ας αναλογιστούμε τι δραματικές συνέπειες μπορεί να έχει για το Κυπριακό αν οι αραβικές χώρες ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία, επιλέξουν την δεύτερη επιβραβεύοντας τις θαρραλέες πολιτικές κινήσεις του Ερντογάν: από την καταδίκη της σφαγής στη Γάζα πέρυσι κατά τη διάρκεια του Συνεδρίου του Νταβός μέχρι την πρόσφατη αναγνώριση από την Τεχεράνη του αυτονόητου δικαιώματος του Ιράν, όπως και κάθε κράτους, να αναπτύξει δικό του πρόγραμμα παραγωγής πυρηνικής ενέργειας!
Η νέα πολιτική ηγεσία που προέκυψε μετά τις πρόσφατες εκλογές υπόσχεται βελτίωση των σχέσεων με τις χώρες της Μέσης Ανατολής. Γι αυτόν μάλιστα το σκοπό αναμένεται να επισκεφθεί τις αραβικές πρωτεύουσες ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών, Δημ. Δρούτσας, τις πρώτες μέρες του Ιανουαρίου. Ακόμη και τούτη η επίσκεψη όμως, που είναι ένα αναγκαίο πρώτο βήμα, δεν είναι αρκετή. Η μοναδική δυνατότητα για να κερδηθεί ο χαμένος χρόνος (15 σχεδόν ετών!) είναι ο ίδιος ο πρωθυπουργός και υπουργός Εξωτερικών, Γ. Παπανδρέου, να επισκεφθεί τις χώρες της Μέσης Ανατολής κι επίσης να αναλάβει πρωταγωνιστικό ρόλο στο ξεβάλτωμα των συσσωρευμένων αδιεξόδων που όσο μένουν άλυτα δεν πρόκειται να γνωρίσει ειρήνη η Μ. Ανατολή κι ούτε φυσικά οι γύρω χώρες. Κορυφαίο όλων (και αδιάψευστο μέτρο για την αποτίμηση του φιλειρηνικού χαρακτήρα κάθε πολιτικής) είναι η επίλυση του Παλαιστινιακού με βάση τα διεθνή ψηφίσματα: με την προώθηση του στόχου δημιουργίας ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους, στα σύνορα του 1967, με πρωτεύουσα την ανατολική Ιερουσαλήμ και δικαίωμα επιστροφής όλων των προσφύγων. Ιδού η Ρόδος!
Μου αρέσει αυτό:
Μου αρέσει! Φόρτωση...
Πρέπει να έχετε συνδεθεί για να σχολιάσετε.