Σήμερον, του Αγίου Κωνσταντίνου, του αιμοχαρή, του φαύλου, του διαφθορέα της εκκλησίας και νοθευτή της ευαγγελικής διδασκαλίας!

Δε φείδεται εγκωμίων απέναντι στον Κωνσταντίνο η Ελένη Γλύκατζη – Αρβελέρ στο νέο της βιβλίο με τίτλο Πόσο ελληνικό είναι το Βυζάντιο; Πόσο Βυζαντινοί είναι οι Έλληνες; (Gutenberg, 2016) που εδώ και εβδομάδες βρίσκεται στη λίστα με τα ευπώλητα.

Του Λεωνίδα Βατικιώτη

«Δικαίως θεωρείται ο Κωνσταντίνος ως ο ιδρυτής της χριστιανικής Ευρώπης και επίσης δικαίως η Εκκλησία τον ανακήρυξε “Άγιο” και “Ισαπόστολο”», καταλήγει χαρακτηριστικά στη σελ. 18 του ενδιαφέροντος βιβλίου της, που αναπαράγει ωστόσο άκριτα τη θεωρία της αδιάρρηκτης συνέχειας, διανθισμένης με ένα μίγμα ευρωπαϊκού κοσμοπολιτισμού.

Η πραγματικότητα ωστόσο, όπως την περιγράφει ο ανατρεπτικός ιστορικός Κυριάκος Σιμόπουλος είναι τελείως διαφορετική. Στο βιβλίο του με τίτλο Ο μύθος των «μεγάλων» της ιστορίας (εκδ. Πιρόγα) ο Κυριάκος Σιμόπουλος αφιερώνει περισσότερες από 100 σελίδες στην περιγραφή των τερατουργημάτων του Κωνσταντίνου μέσα από την λεπτομερή παράθεση πολλών δεκάδων αποσπασμάτων από ποικίλες πρωτότυπες πηγές.

«Η βασιλεία του υπήρξε η δεύτερη, μετά την αλεξανδρινή, ζοφερή περίοδος της αρχαιότητας. Όχι μόνο εξ αιτίας των πολύνεκρων εμφύλιων πολέμων που προκάλεσε ο ίδιος για την κατάκτηση της μονοκρατορίας, των βαρβαροτήτων, των ειδεχθών εγκλημάτων και της αντιλαϊκής, καταπιεστικής  και ληστρικής πολιτικής του, αλλά κυρίως εξαιτίας της διπροσωπίας και της απάτης απέναντι στο χριστιανισμό», αναφέρει εισαγωγικά ο Κυριάκος Σιμόπουλος.

Δεσποτικός και πολεμοχαρής

Αφού περιγράφει τις μηχανορραφίες που τον ανέδειξαν σε αυτοκράτορα ο Κυριάκος Σιμόπουλος αναφέρει: «Κυρίαρχος πια μοναδικός σε Ανατολή και Δύση αποκαλύπτει τον βάρβαρο και διεφθαρμένο χαρακτήρα του και αποχαλινώνεται… Μεγαλομανής, δεσποτικός και πολεμοχαρής δεν διστάζει μπροστά σε καμιά φρικαλεότητα για την πραγμάτωση των άνομων και ανόσιων σκοπών του. Το 310 λεηλατεί την Ισπανία και διακόπτει τον εφοδιασμό με αφρικανικά σιτηρά της ιταλικής χερσονήσου προκαλώντας λιμό. Τον ίδιο χρόνο εξολοθρεύει τους Βρουκτέρους, γερμανική φυλή στην περιοχή του Ρήνου. Μετά τη διαρπαγή πυρπολεί πόλεις και χωριά και εξανδραποδίζει τους πληθυσμούς… Όσοι από τους Βρουκτέρους κρίνονταν ακατάλληλοι ως στρατιώτες ή δούλοι εξαιτίας της ανυπακοής τους ρίχνονταν στα θηρία. Και ήταν τόσο πολλοί που τα λιοντάρια δεν προλάβαιναν να τους κατασπαράξουν».

Αποκαλυπτικός είναι ο Κυριάκος Σιμόπουλος και σε ό,τι αφορά τη σχέση του Κωνσταντίνου με το χριστιανισμό. Ενώ η Αρβελέρ γράφει ότι οι δύο αποφάσεις του, το διάταγμα του Μεδιολάνου (που εισήγαγε το χριστιανισμό ως ισότιμη των άλλων θρησκειών) και η Σύνοδος της Νίκαιας (όπου οι 318 πατέρες επεξεργάσθηκαν το Πιστεύω της νέας θρησκείας) «θεωρούνται δικαίως ως ιδρυτικές πράξεις της εγκαθίδρυσης του Χριστιανισμού» ο Σιμόπουλος αναζητά στις επιλογές του Κωνσταντίνου πιο …υλικά κίνητρα.

«Για τον Κωνσταντίνο χριστιανισμός και δωδεκάθεο δεν αποτελούσαν θρησκευτική ιδεολογία και πίστη αλλά μέσα για δόλιους ελιγμούς και εξαπάτηση των λαών. Με την ίδια άνεση φρόντιζε να αναγραφεί το “χριστιανικό” μονόγραμμα στα όπλα και τις σημαίες, το όνομα του Διός στην αψίδα της Ρώμης και να φιλοτεχνούνται οι μορφές των αρχαίων θεών στα νομίσματα. Υπερασπιζόταν ή ζημίωνε τις δύο θρησκείες ανάλογα με τα προσωπικά συμφέροντα της στιγμής. Ορκιζόταν χωρίς αιδώ για την προστασία ή επέτρεπε το διασυρμό της μιας ή της άλλης. Με το πρόσχημα της ουδετερότητας αλίευε συμπάθειες από τους οπαδούς και των δύο θρησκειών. Επέτρεπε στο χριστιανικό ιερατείο να κατεδαφίζει αρχαίους ναούς και μνημεία για να λεηλατεί τους θησαυρούς… Αποτελεί ψεύδος και παραχάραξη της ιστορίας αλλά και καταισχύνη να αποδίδεται στον Κωνσταντίνο η επικράτηση του χριστιανισμού», καταλήγει ο Κυριάκος Σιμόπουλος.

Αποδεικνύοντας μάλιστα με γεγονότα τον θρησκευτικό οπορτουνισμό του αναφέρει σε άλλο σημείο:  «Το 319 μχ με διάταγμα του Κωνσταντίνου, απαγορεύθηκαν οι οικιακές θυσίες και ιεροτελεστίες. Δεν ήταν φιλοχριστιανικό μέτρο, κατασταλτικό της αρχαίας θρησκείας αλλά αστυνομικής σκοπιμότητας επεμβάσεις για την ανατροπή μυστικών συγκεντρώσεων και ανατρεπτικών κινημάτων κατά της εξουσίας».

Φορομπήχτης ο Κωνσταντίνος!

«Ο “Μέγας” και “Άγιος” αυτοκράτορας» συνεχίζει ο Κυριάκος Σιμόπουλος «διακρίθηκε και για την τυραννική πολιτική του και κυρίως για την οικονομική καταπίεση και εξουθενωτική εκμετάλλευση των λαών της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Οι κολοσσιαίες δαπάνες για τα αμέτρητα παλάτια, η αυτοκρατορική χλιδή, η επίδειξη μεγαλείου, η εξαγορά συνειδήσεων και οι αχαλίνωτες σπατάλες ύστερα από τη μετακίνηση της πρωτεύουσας στην Ανατολή καλύπτονταν από εξοντωτική φορολογία των λαϊκών τάξεων με βάρβαρες μεθόδους που προκάλεσαν κοινωνικές συμφορές και γενική εξαθλίωση… Ο Κωνσταντίνος επέβαλε εξοντωτικές εισφορές σε χρυσάφι και ασήμι – τον διαβόητο “χρυσάργυρον” – και στους πάμπτωχους και πειναλέους υπηκόους ακόμη και στις πόρνες. Θρήνος και οδυρμός σ’ ολόκληρη την αυτοκρατορία… Οι ταλαίπωροι υπήκοοι έπρεπε να καταβάλουν ειδικό φόρο, σε χρυσό πάντοτε και σε ασήμι, για τα αφοδεύματά και τα ούρα τους, όπως ιστορούν οι βυζαντινοί χρονογράφοι Γεώργιος Κεδρηνός και Μιχαήλ Γλυκάς. Οι αγρότες πλήρωναν φόρους όχι μόνο για τα βόδια και τα αλογομούλαρα αλλά και για τους σκύλους τους».

Ο Κωνσταντίνος  διακρίθηκε επίσης και τις καταστροφές που προκάλεσε στα μνημεία του αρχαίου ελληνικού πληθυσμού, στο πλαίσιο της μεταφοράς τους στην Κωνσταντινούπολη ώστε η «νέα Ρώμη» να μη στερείται της παλιάς. «Η μεταφορά, ωστόσο, γλυπτών και άλλων έργων τέχνης από αρχαίους ναούς και ιερά στην Κωνσταντινούπολη για διακόσμηση εγκαινιάζει τη μεγαλύτερη συμφορά για τα μνημεία του κλασσικού ελληνικού πολιτισμού».

Ο Κωνσταντίνος όμως δεν εκμεταλλεύτηκε μόνον το χριστιανισμό. Τον άλλαξε κιόλας! «Στους προκωνσταντινικούς αιώνες η Εκκλησία υπήρξε αντιμιλιταριστική και αντίθετη στη στράτευση και τη συμμετοχή χριστιανών σε εμφυλίους και κατακτητικούς πολέμους… Με τη μονοκρατορία του Κωνσταντίνου – ύστερα από πολυαίμακτους εμφύλιους πολέμους, γενοκτονίες και άλλες βαρβαρότητες – τερματίζεται οριστικά η ειρηνιστική, φιλελεύθερη και αντιεξουσιαστική εποχή του χριστιανισμού. Η αυθεντική διδασκαλία του Ιησού διαστρεβλώνεται… Το χριστιανικό ιερατείο, χάρη στα προνόμια που εξασφάλισε – συμμετοχή στην εξουσία – καθαγιάζει τον Κωνσταντίνο, δικαιώνει και νομιμοποιεί τις βαρβαρότητες και τα φρικτώδη εγκλήματά του»…

Περισσότερα, όχι μόνο για τον «Μέγα» Κωνσταντίνο (τον αιμοχαρή, φαύλο διαφθορέα της εκκλησίας και νοθευτή της ευαγγελικής διδασκαλίας, όπως τον αποκαλεί ο Κυριάκος Σιμόπουλος) αλλά και για τον «Μέγα» Αλέξανδρο, τον «Μέγα» Θεοδόσιο και άλλους «μεγάλους» στο μνημειώδες έργο του  Ο μύθος των «μεγάλων» της ιστορίας, που διατίθεται από τις εκδόσεις Πιρόγα (Σόλωνος 114).

Θεμελιώδες έργο για μια υλιστική ματιά και ερμηνεία της ιστορίας.

Το άρθρο δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα kommon

Ο εργατικός έλεγχος βήμα για την εργατική εξουσία

Δύο είναι κατά την άποψή μου τα προτερήματα, οι συμβολές του βιβλίου του Δημήτρη Κατσορίδα Εργατικός Έλεγχος, κοινωνικοποίηση, αυτοδιαχείριση (Εκδόσεις των Συναδέλφων) στη σημερινή συγκυρία.

Του Λεωνίδα Βατικιώτη

Αρχικά, ότι σε μια περίοδο ήττας και υποχώρησης ανοίγει τη συζήτηση για τους όρους της αντεπίθεσης της Αριστεράς. Δε σας κρύβω πώς περισσότερο χρήσιμο και επίκαιρο για τη σημερινή συγκυρία βρήκα το δεύτερο κεφάλαιο για τον εργατικό – διαχειριστικό έλεγχο.

Αναφέρει ο συγγραφέας: «Μια κυβέρνηση της Αριστεράς θα πρέπει να θεσμοθετήσει τον Εργατικό – Διαχειριστικό έλεγχο σε όλα τα επίπεδα της οικονομίας και σε όλες τις επιχειρήσεις, είτε του δημόσιου είτε του ιδιωτικού τομέα». Και παρακάτω σημειώνει: «Το αίτημα που θα πρέπει να διατυπωθεί είναι η εθνικοποίηση – κοινωνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος, ούτως ώστε η ροή χρήματος να βρίσκεται κάτω από κοινωνικό έλεγχο» (σελ.25).

Κι ενώ διάβαζα όλα αυτά τα …ωραία θυμόμουν το επίτευγμα του ΣΥΡΙΖΑ με αφορμή την τρίτη (και φαρμακερή όπως αποδείχθηκε για το αίτημα της εθνικοποίησης) ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών.  Η κυβέρνηση του Τσίπρα όχι απλά φόρτωσε τον ήδη υπερχρεωμένο ελληνικό λαό με 5,4 δισ. ευρώ επιπλέον – τόσο στοίχισε η τρίτη ανακεφαλαιοποίηση (για να είναι ακόμη και τώρα με το αντίστροφο σπλιτ οι μετοχές τους στα Τάρταρα), αλλά τις παρέδωσε στη διεθνή κερδοσκοπία, στα ξένα funds! Πληρώσαμε για να τις δώσουμε στον Πόλσον! Όταν θα μπορούσαν να έμεναν στα χέρια του δημοσίου δωρεάν… Μεγάλο κατόρθωμα για την κυβέρνηση!

Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ με άλλα λόγια ανέλαβε την ιστορική ευθύνη να καταργήσει τη θεωρητική μεν, υπαρκτή δε, δυνατότητα εθνικοποίησης των τραπεζών, λειτουργώντας ως το μακρύ χέρι της τραπεζοκρατίας.

Σε αυτό λοιπόν το πολιτικό περιβάλλον, όταν τα βήματα που σημειώνονται είναι προς τα πίσω, να τίθεται εκ νέου το αίτημα της αυτοδιαχείρισης είναι ώθηση προς τα μπρος για τις επαναστατικές και απελευθερωτικές ιδέες.

Ο δεύτερος λόγος για τον οποίο κρίνω ως σημαντική συμβολή τη συγγραφή και έκδοση του βιβλίου από τον Δημήτρη σχετίζεται και πάλι με ένα μεγάλο βήμα προς τα μπρος που κάνει όταν αναφέρει πώς ο εργατικός έλεγχος δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά μεταβατικό αίτημα και κατάκτηση. Όταν υπογραμμίζει πώς δεν είναι ένα σταθερό καθεστώς κι ότι στο τέλος της ημέρας απαιτείται μια επαναστατική εξουσία για να «κλειδώσει» αυτές τις νίκες, να τις θωρακίσει και να επιβάλει τον μη αντιστρεπτό τους χαρακτήρα. Επιπλέον, την εμπειρία που έχει κατακτηθεί από τη διοίκηση του εργοστασίου να τη μεταφέρει στα κοινά.

Αυτή η θέση δεν είναι τόσο προφανής στις μέρες μας. Μπορεί να ήταν όταν ο Μαντέλ χαρακτήριζε τη δημοκρατία των κατειλημμένων εργοστασίων πιο δημοκρατική από την αστική δημοκρατία, έκτοτε όμως έχει μεσολαβήσει μια μεγάλη ήττα. Στο πλαίσιό της αναπτύχθηκαν ρεύματα που διεκδίκησαν κι ακόμη διεκδικούν «να αλλάξουν τον κόσμο χωρίς να πάρουν την εξουσία». Αναφέρομαι φυσικά στον Τζον Χαλογουέι κι ένα ισχυρότατο ρεύμα της πάλαι ποτέ αυτονομίας που μπροστά στην αδυναμία του να αναμετρηθεί με τον αντίπαλο, δηλαδή το κεφάλαιο, αναζητά νησίδες ελευθερίας εντός του καπιταλισμού. Είναι ένα κίνημα υπαρκτό κι ακμαίο καθώς ανθίζει όσο το επαναστατικό πρόταγμα περιορίζεται στα επιμέρους, αποφεύγει να συγκρουστεί με την εξουσία.

Η συμβολή του Δημήτρη Κατσορίδα, εκ των πραγμάτων, κινείται στον αντίποδα και διαμορφώνει τους όρους για να αλλάξουμε τον κόσμο παίρνοντας την εξουσία. Κι όχι αναζητώντας έναν τρόπο αξιοπρεπούς συμβίωσης μαζί της.

Τέλος, θέλω να υπογραμμίσω ένα συμπέρασμα που παρατίθεται στο βιβλίο και προέρχεται από την εμπειρία της Χιλής του Αλιέντε, όταν στη διάρκεια 34 μηνών εθνικοποιήθηκαν 275 επιχειρήσεις. Αναφέρεται λοιπόν ότι με την κατάργηση του αρχιεργάτη μετά την εθνικοποίηση, στα 32 από τα εθνικοποιημένα 40 εργοστάσια που μελετήθηκαν, η παραγωγικότητα ή έμεινε ίδια ή αυξήθηκε. Πρόκειται για ένα σπουδαίο συμπέρασμα καθώς δείχνει πόσο παρείσακτη είναι η μη παραγωγική εργασία επιτήρησης, την οποία εμφανίζουν ως απαραίτητη για την απρόσκοπτη εκτέλεση της παραγωγικής διαδικασίας. Δείχνει επίσης ότι ο καπιταλισμός, αντίθετα με ό,τι λέγεται, δεν αποτελεί το πιο παραγωγικό σύστημα που γέννησε ο άνθρωπος. Για να αφιερώσει τόσους πόρους στον έλεγχο της εργασίας μειώνει το μισθό και τις κοινωνικές δαπάνες!

Αντίθετα, μόνο μια κοινωνία ελεύθερα συνεταιρισμένων παραγωγών, που θα είναι απαλλαγμένη από την ατομική ιδιοκτησία, μπορεί να εξυψώσει την ανθρώπινη παραγωγικότητα και να κοινωνικοποιήσει τον πλούτο.

Σε αυτή την προσπάθεια το βιβλίο του Δημήτρη Κατσορίδα είναι μια σπουδαία συμβολή.

Επτά πόλεμοι, τέσσερις εμφύλιοι, επτά πτωχεύσεις και μια …μνημονιακή συνηγορία

film

Στο βιβλίο του Γ.Β. Δερτιλή με τίτλο Επτά πόλεμοι, τέσσερις εμφύλιοι, επτά πτωχεύσεις 1821 – 2016 (εκδ. Πόλις, 2016) παρατίθενται με την πιο ενδελεχή τεκμηρίωση πολύτιμες πληροφορίες και πρωτότυπες πηγές για την ερμηνεία της σημερινής κρίσης χρέους.

ΤΟΥ ΛΕΩΝΙΔΑ ΒΑΤΙΚΙΩΤΗ

Πριν απ’ οτιδήποτε άλλο είναι οι υπέρογκες στρατιωτικές δαπάνες που ακολουθούν το ελληνικό κράτος από την πρώτη μέρα της ίδρυσής του. Όπως φαίνεται και στο διάγραμμα που παραθέτουμε από την εισαγωγή του βιβλίου, από το 1833 ακόμη οι στρατιωτικές δαπάνες απορροφούσαν τουλάχιστον το 17% των συνολικών δημοσίων δαπανών. Στα 54 δε από αυτά τα 160 χρόνια ξεπέρασαν ακόμη και το 30%! Ο συγγραφέας ανασκευάζει και την ευρέως διαδεδομένη άποψη που αποδίδει στις επενδύσεις επί των υποδομών τη χρεοκοπία του 1893, επί Χαρ. Τρικούπη, χαρακτηρίζοντας το επιχείρημα «εσφαλμένο επειδή ήταν υστερόβουλα υπερβολικό. Το κύριο αίτιο της υπερχρέωσης ήταν, όπως πάντα, οι στρατιωτικές δαπάνες», συμπεραίνει.

Φτάνει δε μέχρι και σήμερα: «Στα πρώτα χρόνια της κρίσης, μετά το 2009, η Τουρκία εμείωσε τις δαπάνες της∙ ενώ η “πτωχή αλλ’ έντιμος Ελλάς” μολονότι είχε ουσιαστικώς πτωχεύσει από το 2009, τις διατηρούσε στα ύψη έως το 2016. Πράγματι, έως το 2014 τις διατήρησε στο ίδιο περίπου ποσοστό σε σχέση με το ΑΕΠ, από τα υψηλότερα στον κόσμο: γύρω στο 2,3%, με βάση αντίστοιχες πηγές (SIPRI και ΝΑΤΟ)… Εννοείται ότι οι κυριότεροι προμηθευτές των ελληνικών (και τουρκικών) όπλων, Αμερικανοί, Γάλλοι και Γερμανοί είναι ενθουσιασμένοι». (σελ. 104).

Μοχλός του χρέους

Ακολουθεί στην εξιστόρηση του συγγραφέα ο ρόλος των Μεγάλων Δυνάμεων. «Όποτε ήθελαν να ασκήσουν πίεση στην ελληνική κυβέρνηση, οι Δυνάμεις επέσειαν το δικαίωμα που είχαν βάσει της Συνθήκης του 1832: να ελέγχουν τις εισπράξεις του ελληνικού κράτους ακόμη και με τη βία, καταλαμβάνοντας τα τελωνεία της χώρας», αναφέρει ο Γ. Β. Δερτιλής, δημιουργώντας απρόβλεπτες συνηχήσεις με το σήμερα. Ειδικότερα, με την ανεξαρτητοποίηση της πάλαι ποτέ γενικής γραμματείας Δημοσίων Εσόδων, που με βάση νόμο ο οποίος ψηφίστηκε τον Μάιο του 2016 παύει πλέον να ελέγχεται από τις εκλεγμένες κυβερνήσεις.

Στο βιβλίο μάλιστα παρατίθεται και επιστολή του 1869 του βρετανού πρωθυπουργού Γλάδστων προς τον υφυπουργό Εξωτερικών της αυτοκρατορίας, Χάμοντ που χρησιμοποιεί τον όρο «μοχλό χρέους»! «Το πραγματικό ερώτημα, πολύ ευρύτερο από το μικρό ποσό που συζητείται, είναι αν σκοπεύουμε να χρησιμοποιήσουμε στην κατάλληλη στιγμή τον μοχλό του δανείου για να ωθήσουμε την Ελλάδα να λάβει μέτρα πραγματικού περιορισμού των δαπανών της, ώστε να ενισχύσει τη φερεγγυότητά της». Κι όλα αυτά σχεδόν ενάμισι αιώνα πριν!

Πολύ εύστοχα συμπεραίνει ο συγγραφέας ότι το απόρρητο αυτό έγγραφο «προδιαγράφει την πολιτική που θα ακολουθήσουν όλες οι βρετανικές κυβερνήσεις ως τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο», (σελ. 45). Κι όχι μόνο, μπορούμε να συμπληρώσουμε. ΗΠΑ, ΕΕ και Γερμανία ουδέποτε δίστασαν να χρησιμοποιήσουν το χρέος μέχρι και σήμερα σαν μοχλό παρέμβασης στα εσωτερικά μας και επηρεασμού της πολιτικής.

Όχι στη διαγραφή του χρέους

Παρότι ωστόσο ο συγγραφέας κρατάει στα χέρια του τον μίτο της Αριάδνης που μπορεί να τον οδηγήσει στην αποκρυπτογράφηση της τρέχουσας κρίσης, διαθέτοντας μάλιστα το χάρισμα της σύνθεσης που του δίνει η βαθιά γνώση της ελληνικής ιστορίας (χαρακτηριστική είναι η περιγραφή του περίφημου Διχασμού, τον οποίο χαρακτηρίζει εμφύλιο) καταφεύγει σε κοινότοπους ύμνους στα μνημόνια και τις μεταρρυθμίσεις, και αμφισβητεί την ανάγκη διαγραφής του δημόσιου χρέους, χρησιμοποιώντας μάλιστα αστήριχτες κινδυνολογίες. «Η μονομερής αποποίηση του χρέους από μια Ελλάδα της δραχμής θα κατέστρεφε για δεκαετίες τη φερεγγυότητα της χώρας», υποστηρίζει. Ωστόσο, οι Paris & Wyplosz στο σχέδιο Padre επικαλούνται έρευνα (των Borensztein & Panizza) βάσει της οποίας «ο αποκλεισμός από τις αγορές όσων κατ’ επανάληψη προσφεύγουν σε αθέτηση χρέους διαρκεί από 4 ως 8 χρόνια και τα επιτόκια αυξάνονται από 250 ως 400 μονάδες βάσης». Αν επομένως η Ελλάδα είχε από το 2010 κιόλας προβεί σε μονομερή αθέτηση πληρωμών φέτος, το αργότερο, θα έβγαινε στις αγορές, βάσει των ιστορικών προηγούμενων…dertifinal

Ο Γ.Β. Δερτιλής σχετικοποιεί την έννοια της βιωσιμότητας του χρέους. «Πολλοί οικονομολόγοι θεωρούν το ελληνικό χρέος “μη βιώσιμο”. Δεν το πιστεύω όπως δεν πιστεύω ούτε το αντίθετό του. “Χρυσούς κανών” που δείχνει αν ένα χρέος είναι βιώσιμο ή όχι δεν υπάρχει», διατείνεται (σελ. 112). Η αλήθεια ωστόσο είναι πώς το ελληνικό χρέος μετά βεβαιότητας έχει καταστεί μη βιώσιμο όταν ανέλαβε η Τρόικα να το διαχειριστεί και το εκτόξευσε στο 180% του ΑΕΠ, ενώ όταν ξεκίναγε η κρίση και ήταν στο 115% του ΑΕΠ κανείς δεν το χαρακτήριζε μη βιώσιμο. Σίγουρα δε ήταν κάτω από το όριο του 120%, που αποτελεί μια ευρέως χρησιμοποιούμενη διαχωριστική γραμμή. Προς τούτο επιστρατεύτηκαν κι οι απάτες της ΕΛΣΤΑΤ για να φουσκώσουν το έλλειμμα και το χρέος, με την πολύτιμη βοήθεια της Γιούροστατ, ώστε να ξεκινήσει η «θεραπεία σοκ».

Στο νεοφιλελεύθερο οίστρο του ο συγγραφέας προτείνει «να κατοχυρωθεί στο Σύνταγμα ένα νομοθετικό πλαίσιο που θα προστατεύει τις επενδύσεις», τις οποίες θεωρεί όρο για την ανάκαμψη της οικονομίας. «Μια ή δύο μεγάλες επενδύσεις θα δώσουν τον τόνο, αν συνδυαστούν με ιδιωτικοποιήσεις», αναφέρει (σελ. 120-121). Ταυτόχρονα όμως δε λέει κουβέντα για την ανάγκη συνταγματικής απαγόρευσης της ανασφάλιστης εργασίας ή των μισθών και των ημερομισθίων κάτω από το επίπεδο της πείνας ή της ανεργίας πάνω από ένα επίπεδο, πχ 5%. Προφανώς κι αυτά θα συμπεριλαμβάνονται στις «παθογένειες του ελληνικού συστήματος» που διαρκώς στηλιτεύει.

Εν κατακλείδι, το ιστορικό μέρος του βιβλίου του Γ.Β. Δερτιλή, παρά την μηχανιστική κυκλική αντίληψη που το διαπερνά («το καινοφανές στη νεότερη Ελλάδα είναι η αέναη επανάληψη των πολέμων, των πολεμικών δαπανών και των πτωχεύσεων», σελ. 23) και, μεταξύ πολλών άλλων, τη μεροληπτική του στάση υπέρ του Βενιζέλου στο πλαίσιο της οποίας δικαιολογεί ακόμη και την εκστρατεία στη Μικρά Ασία αποδίδοντάς της αμυντικό χαρακτήρα, είναι μια χρήσιμη πηγή υλικού που συμβάλει στην ερμηνεία των δημοσιονομικών κρίσεων. Το μέρος ωστόσο, όπου ο συγγραφέας γράφει ως πολίτης, με τα δικά του λόγια, αποτελεί συνηγορία υπέρ της πολιτικής φτωχοποίησης και υπερχρέωσης που εισήγαγαν τα Μνημόνια.

Κρίση; Γιώργος Μεταξάς (Οι εκδόσεις των συναδέλφων, 2016)

metaxasΤο βιβλίο του Γιώργου Μεταξά με τίτλο Κρίση; (Εκδόσεις των συναδέλφων) επιχειρεί να ανασυνθέσει τις οικονομικές εξελίξεις των τελευταίων 10 ετών. Ξεκινάει από την κρίση των υποβαθμισμένων ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων των ΗΠΑ το 2007 και φτάνει μέχρι τις μέρες μας και συγκεκριμένα την παράδοση του ΣΥΡΙΖΑ και τη συνέχιση της πολιτικής λιτότητας στην Ελλάδα.

ΤΟΥ ΛΕΩΝΙΔΑ ΒΑΤΙΚΙΩΤΗ

Δύο είναι κατά την άποψή μου, τα μεγάλα του προτερήματα, που το κάνουν να ξεχωρίζει από τα πολλά παρόμοια βιβλία που κυκλοφορούν. Το πρώτο είναι ότι αφιερώνει έκταση για να εξηγήσει σύνθετες έννοιες και να τις κάνει προσιτές στον μη εξοικειωμένο αναγνώστη: από έννοιες που σχετίζονται με τον τύπο της χρηματικής κυκλοφορίας στον Μαρξ μέχρι τα περίφημα εργαλεία της χρηματοοικονομικής μηχανικής που λειτούργησαν σαν θρυαλλίδα της κρίσης στις ΗΠΑ (πχ τα CDS). Περιγράφοντας δε αυτές τις περίφημες «χρηματοοικονομικές καινοτομίες» διερευνά και ανοίγει τη συζήτηση για σύγχρονα θέματα όπως η χρηματιστικοποίηση. Αναφέρει για παράδειγμα: «αυτή η πληθώρα χρηματιστικού κεφαλαίου δεν αποδεικνύει τίποτε άλλο παρά τα όρια του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Ο επακόλουθος ίλιγγος των πιστώσεων  αποδεικνύει ότι δεν υπάρχει κανένα θετικό εμπόδιο στη χρήση αυτού του κεφαλαίου που πλεονάζει, αλλά ένα εμπόδιο στους νόμους της αξιοποίησής του, το όριο που τίθεται στη δυνατότητα του κεφαλαίου να αξιοποιηθεί σαν κεφάλαιο». (σελ. 90)

Το δεύτερο προτέρημα του βιβλίου του Μεταξά είναι η πολιτική του στράτευση. «Η μόνη ρεαλιστική δυνατότητα για την υπέρβαση της κρίσης είναι η κοινωνική επανάσταση», γράφει ο συγγραφέας από το πρώτο κιόλας κεφάλαιο, που αναφέρεται στο νεοφιλελευθερισμό, στη σελίδα 35. Κι αυτή η τοποθέτηση διαπερνάει το βιβλίο μέχρι την τελευταία του σελίδα. Όταν για παράδειγμα στον επίλογο αναφέρει ο συγγραφέας: «Η κρίση αντιμετωπίστηκε κάθε άλλο παρά πρωτότυπα με αναδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων, σύμφωνα με αυστηρά νεοφιλελεύθερα πρότυπα στην ΕΕ» (Σελ. 263).

Πιστεύοντας ακράδαντα ότι κάθε τέτοιο βιβλίο πρέπει να αποτελεί ευκαιρία για την Αριστερά ώστε να συζητάει τις προϋποθέσεις της ρήξης και τις διακυβεύσεις της επόμενης μέρας επιλέγω να παρακάμψω θέματα που ανοίγει ο συγγραφέας και σχετίζονται με τη Μαρξιστική θεωρία των κρίσεων και να σταθώ στα πολιτικά ζητήματα που τίθενται στο βιβλίο.

Κατά την άποψή μου, στο βιβλίο υπάρχει ένα μεγάλο κενό τόσο στην πολιτική όσο και στη θεωρητική του ανάλυση. Η έλλειψη αυτή αφορά το ρόλο της ΕΕ. Η ελληνική κρίση, μένει σε ένα επίπεδο αφαίρεσης που δε βοηθάει την εξαγωγή πολιτικών συμπερασμάτων. Δεν μπορεί να γίνει κατανοητή σε κάθε της λεπτομέρεια, όσο μηχανισμοί και αποφάσεις καθοριστικής σημασίας δεν αναλύονται καν.

Αναφέρομαι για παράδειγμα, στο «Δημοσιονομικό Σύμφωνο», το «Σύμφωνο για το ευρώ συν» και το «πακέτο των 6 και 2 μεταρρυθμίσεων». Πρόκειται για ένα πλαίσιο που απαγορεύει τη δημιουργία δημοσιονομικών ελλειμμάτων, επί ποινής χρηματικών προστίμων. Ο σεβασμός σε αυτές τις οδηγίες συνεπάγεται την εφαρμογή μιας πολιτικής αέναης λιτότητας, ανεξαρτήτως των προεκλογικών εξαγγελιών κάθε κόμματος. Κατά συνέπεια καμιά εξαγγελία ακύρωσης της λιτότητας δεν έχει πιθανότητα υλοποίησης εντός της ΕΕ.

Αναφέρομαι επίσης στον κανονισμό 472 με ημερομηνία 21 Μαΐου 2013, που αναφέρει κατά λέξη ότι «τα κράτη μέλη παραμένουν υπό εποπτεία  μετά το πρόγραμμα εφόσον δεν έχει εξοφληθεί τουλάχιστον το 75% της χρηματοδοτικής συνδρομής που έχει ληφθεί από ένα ή περισσότερα άλλα κράτη μέλη, τον ΕΜΧΣ, τον ΕΜΣ ή το ΕΤΧΣ». Δεδομένου τούτου του όρου δύο χρόνια πριν κερδίσει τις εκλογές ο ΣΥΡΙΖΑ μπορούσε να προεξοφληθεί πως ακόμη και το τέλος των χρηματοδοτικών προγραμμάτων δε θα συνέπιπτε με το τέλος της εποπτείας.

Αναφέρομαι τέλος, μεταξύ πολλών άλλων, στο πιο σημαντικό που είναι το είδος της λύσης αντιμετώπισης του χρέους που επιλέγηκε για την Ελλάδα δεδομένης της κορυφαίας σύγκρουσης συμφέροντος που γεννούσε το γεγονός ότι οι σχεδιαστές της αναδιάρθρωσης του 2012 της περίφημης επιλεκτικής χρεοκοπίας, (όπως η ΕΚΤ), ήταν ταυτόχρονα και δανειστές της Ελλάδας. Σύγκρουση που μέχρι και σήμερα καθιστά κάθε δυνατή λύση παγιδευμένη, ατελέσφορη κι εκ των προτέρων επιβλαβή για τα συμφέροντα των εργαζομένων κι όχι μόνο. Υπό αυτό το πρίσμα δε με βρίσκει σύμφωνο η εκτίμηση του συγγραφέα ότι «η ελληνική κρίση πρέπει να θεωρηθεί και οικονομική αποτυχία της ΕΕ». (σελ. 179) Η ελληνική κρίση είναι επιτυχία της ΕΕ δεδομένου ότι έσωσε τις γαλλογερμανικές τράπεζες τη στιγμή που κινδύνευαν, ενώ από την Ελλάδα ξεδίπλωσε ένα δεύτερο πιο ορμητικό κύκλο αμφισβήτησης του μεταπολεμικού κράτους πρόνοιας μετά τον κύκλο που άνοιξε επί ηπειρωτικού ευρωπαϊκού εδάφους ο Σρέντερ το 1997, με την Ατζέντα 2010.

Η σημασία της κατάδειξης αυτών των ορίων δε θα στόχευε στην αναζήτηση μιας λύσης της κρίσης στο πλαίσιο της αστικής κυριαρχίας, αλλά στο αδύνατο της αναζήτησης μιας λύσης εντός της. Θα ενδυνάμωνε την αντικαπιταλιστική κριτική γιατί θα της προσέδιδε ρεαλισμό.

Ο ρόλος της ΕΕ

Εν συντομία, όσο κατά την άποψή μου δεν αποκαλύπτεται αυτός ο καταστρεπτικός ρόλος της ΕΕ, τα συμφέροντα που περικλείει κι εκπροσωπεί, τόσο στενεύει ο ορίζοντας όσων έχουν συμφέρον από την ανατροπή της σημερινής κατάστασης, τόσο μένουν στο απυρόβλητο κόμματα και θεσμοί που πρέπει να χρεωθούν τη σημερινή εξαθλίωση. Κι έτσι ο κυρίαρχος λόγος που εμφανίζει την ΕΕ ως πηγή πλουτισμού και αναδιανομής μέσω των ΕΣΠΑ πχ θα μένει αναπάντητος κι εν τέλει ηγεμονικός.

Όσο πολύ και να ψάξουμε στην ιστορία των επαναστάσεων πιστεύω βαθιά ότι δεν πρόκειται να βρούμε επανάσταση (που να μην ήταν τυφλό και ανέλπιδο ξέσπασμα) η οποία να μην εκδηλώθηκε με τη βοήθεια αιτημάτων κρίκων, που την κατάλληλη στιγμή συγκινούσαν και κινητοποιούσαν τους καταπιεσμένους κι αναφέρομαι πάντα στις πλειοψηφίες. Αιτήματα οικονομικά, όπως το ψωμί, αλλά και πολιτικά, που αφορούσαν τη δημοκρατία μπόρεσαν κατ’ επανάληψη να λειτουργήσουν σαν πυροκροτητές, βοηθώντας εκείνους που είχαν συμφέρον να κινητοποιηθούν, να συνειδητοποιήσουν τα ασφυκτικά σε βαθμό απαγόρευσης όρια της αστικής δημοκρατίας. Κι επίσης την ανάγκη της υπέρβασής τους.

Σήμερα τέτοιο αίτημα είναι το αίτημα της εξόδου από το ευρώ και την ΕΕ, αιτήματα που ο συγγραφέας χαρακτηρίζει εθνικιστικά (σελ. 183) αναπαράγοντας μια κυρίαρχη φιλελεύθερη ιδεολογία που ταυτίζει τον κοσμοπολιτισμό της ΕΕ με τη διεθνοποίηση. Την ίδια άποψη είχε κι εξέφραζε δημόσια η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, από την εποχή ακόμη που ήταν στην αντιπολίτευση, κλείνοντας μάλιστα τη συζήτηση για την ΕΕ και το ευρώ κι ανοίγοντας διάπλατα έτσι το δρόμο για την μετέπειτα υποταγή της, όταν ανάμεσα στο δίλλημα «μνημόνια ή έξοδος από το ευρώ» επέλεξε μνημόνια. Ήταν μάλιστα ένα δίλλημα που ήταν ορατό ότι θα τεθεί χρόνια πριν πάρει την εξουσία. Είχε τεθεί στην Κύπρο το 2013, στην Ιρλανδία αλλά και στην Ελλάδα στις εκλογές του 2012. Παρόλα αυτά ποτέ δεν ετοιμάστηκε γι’ αυτό το ενδεχόμενο. Καθόλου τυχαία κατά τα γνώμη μου.

Το αίτημα της αντικαπιταλιστικής αποδέσμευσης από την ΕΕ σήμερα δεν ισοδυναμεί με μια αντιδραστική επιστροφή στο μεταπολεμικό έθνος κράτος. Επιδιώκει να κόψει τον ομφάλιο λώρο που συνδέει την εγχώρια αστική κυριαρχία με ένα κέντρο πολιτικών αποφάσεων που είναι απροσπέλαστο από την ταξική πάλη και καταφέρνει να ανατρέπει κατακτήσεις δεκαετιών χωρίς καν να γίνει γνωστό: μέσω της ενσωμάτωσης νόμων, οδηγιών και αποφάσεων της ΕΕ. Η ταύτιση της ΕΕ με το διεθνιστικό όραμα κάθε προοδευτικού ανθρώπου δεν ισοδυναμεί μόνο με διαστρέβλωση και στιγματισμό των διεθνιστικών οραμάτων αλλά και με απόκρυψη των όσων πραγματικά διακυβεύονται και κρίνονται στις Βρυξέλλες και τη Φρανκφούρτη.

Κι αυτά που κρίνονται δεν κινούνται μόνο επάνω σε έναν καθαρό κι εύκολα αναγνωρίσιμο άξονα της ταξικής πάλης, με μια καθαρή σύγκρουση αστικής κι εργατικής τάξης (που κι αυτή μάλιστα συσκοτίζεται όταν υποτιμάται η ευθύνη της ΕΕ στην υλοποίηση ενός πολύ επιλεκτικού «διεθνισμού», που χρησιμοποιεί τους ανατολικοευρωπαίους για να ρίξουν τους μισθούς των εργαζομένων στη Δυτική Ευρώπη). Κινείται επίσης και πάνω στο έδαφος των κυριαρχικών δικαιωμάτων. Όσο η επαναστατική Αριστερά δεν πρωτοστατεί στην κατάδειξη του καθεστώτος περιορισμένης κυριαρχίας που έχουν εγκαθιδρύσει η Τρόικα και η ΕΕ, τόσο αυτό το έδαφος θα το οικειοποιείται η άκρα Δεξιά.

Ο λόγος δε της επαναστατικής Αριστεράς, θα είναι διακριτός στο βαθμό που δε θα αναζητά συμμαχία με την εθνική αστική τάξη όπως έκανε στο παρελθόν, ενώ θα παραμένει διεθνιστικός τονίζοντας τόσο τα κοινά συμφέροντα ελλήνων και ξένων εργατών όσο και την κοινότητα συμφερόντων με λαούς που η κοσμοπολίτικη ΕΕ βάζει στο στόχαστρο. Σε αυτό το πλαίσιο το αίτημα της ανεξαρτησίας πρέπει και μπορεί να χαρακτηρίσει την Αριστερά, κινητοποιώντας τους εργαζόμενους που θα κατανοούν ότι ο καθεστώς της χρεοκρατίας οξύνει τις διεθνείς ανισότητες δημιουργώντας κράτη χρεώστες (που αποδέχονται αυτό το ρόλο με ευθύνη της αστικής τους τάξης) και κράτη δανειστές (στο εσωτερικό των οποίων οι κοινωνικές αντιθέσεις εντείνονται). Προς επίρρωση πρόσφατα στοιχεία από τη στατιστική υπηρεσία της Γερμανίας που έδειξαν ότι 16 εκ. κάτοικοι ή το 20% του πληθυσμού είναι αντιμέτωποι με τον κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού.

Η άμεση προοπτική παραπέρα επιδείνωσης της κοινωνικής θέσης όχι μόνο των μισθωτών, αλλά επίσης των μεσαίων στρωμάτων θα ανοίξει εκ νέου τη συζήτηση για μια νικηφόρα αντικαπιταλιστική στρατηγική. Σε αυτή την κατεύθυνση το βιβλίο του Γιώργου Μεταξά αποτελεί σοβαρή συμβολή.

Το άρθρο στηρίζεται στην εισήγηση μου κατά την επίσημη παρουσίαση του βιβλίου στο βιβλιοκαφέ Έναστρον, στις 12 Δεκεμβρίου 2016.

Ο δικός μας Κυριάκος Σιμόπουλος

0004Ο Κυριάκος Σιμόπουλος γεννήθηκε το 1920 στο Καστανοχώρι του νομού Αρκαδίας, όπου τελείωσε το δημοτικό. Η οικογένειά του ήταν πάμφτωχη και ο πατέρας του Κυριάκου (που είχε πάει μετανάστης στην Αμερική) πέθανε όταν ο Κυριάκος ήταν 2,5 χρονών. Με την παρότρυνση της δασκάλας του συνέχισε το Γυμνάσιο στη γειτονική Μεγαλόπολη με μοναδικό του στήριγμα το φαγητό που του πήγαινε με τα πόδια μια φορά την εβδομάδα ο αδερφός του! Μετά έρχεται στην Αθήνα. Πάλι με χίλιες δύο στερήσεις τελείωσε τη σχολή των ΤΤΤ (Ταχυδρομεία – Τηλεφωνία – Τηλεγραφία) και στη συνέχεια τη Νομική Σχολή Αθηνών. Συμμετείχε ενεργά στην Εθνική Αντίσταση και το 1948 στάλθηκε εξορία στη Μακρόνησο, όπου έμεινε μέχρι το 1951. Βασανίστηκε σκληρά στο Σύρμα και τέσσερις φορές κινδύνευσε να χάσει τη ζωή του. Βγήκε χωρίς να υπογράψει και αφοσιώθηκε στη δημοσιογραφία. Το 1951 κιόλας ξεκίνησε να γράφει στη Δημοκρατική Αλλαγή. Μετά από λίγους μήνες διέκοψε και ξεκίνησε τη συνεργασία του με το Βήμα, όπου έμεινε δέκα χρόνια στη θέση του γραμματέα σύνταξης. Από το 1961 μέχρι το 1966 δούλεψε αρχισυντάκτης στον Ανεξάρτητο Τύπο. Το 1961 επίσης ξεκίνησε να δουλεύει στο ραδιόφωνο παρουσιάζοντας την εκπομπή Ο Κόσμος του Βιβλίου. Έξη χρόνια αργότερα τον σταμάτησε η χούντα, η οποία επίσης επέβαλε τη διαγραφή του από την ΕΣΗΕΑ, με αποτέλεσμα ακόμη και η συνταξιοδότησή του να αποδειχθεί μια ιδιαίτερα δύσκολη υπόθεση. Τα χρόνια της αμερικανοστήριχτης χούντας εργαζόταν στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, συμμετέχοντας στη συγγραφή των δύο πρώτων τόμων. Διάσταση απόψεων που διαπιστώθηκε εν τω μεταξύ με κορυφαίους ιστορικούς της εποχής με τους οποίους συνεργαζόταν στην Εκδοτική Αθηνών και πιέσεις που δέχθηκε για τις απόψεις του τον ανάγκασαν να παραιτηθεί. Το 1974 αρθρογραφούσε στην εφημερίδα Σημερινά. Από το 1980 μέχρι το 1983 εργάστηκε στη Βραδυνή ως χρονογράφος, με το ψευδώνυμο Ανταίος (όνομα ενός γίγαντα της μυθολογίας – γιου του Ποσειδώνα και της Γαίας – ο οποίος αντλούσε δύναμη αγγίζοντας τη γη) και με τον όρο – που σεβάστηκε ο διευθυντής του, Τζόρτζης Αθανασιάδης, – να μην πειραχτεί ούτε ένα άρθρο του.

ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΒΑΤΙΚΙΩΤΗΣ

Η ασυμβίβαστη και υπερήφανη στάση που κράτησε στη ζωή και τη δημοσιογραφία δεν ήταν η μοναδική παρακαταθήκη που άφησε πίσω του ο Κυριάκος Σιμόπουλος. Άφησε ταυτόχρονα και ένα ογκώδες συγγραφικό έργο που φθάνει τους 20 τόμους και ξεπερνάει τις 10.300 σελίδες! Πρόκειται για έναν ανεπανάληπτο και πολύτιμο γνωσιολογικό θησαυρό που ανασκευάζει με τον πιο πειστικό τρόπο τους κορυφαίους μύθους της εξουσίας. Έχοντας πλήρη επίγνωση των πολυεπίπεδων και τελικά ανυπέρβλητων εμποδίων με τα οποία πρέπει να αναμετρηθούμε για μια ολοκληρωμένη παρουσίαση του συγγραφικού του έργου αξίζει να επιχειρήσουμε μια μικρή περιδιάβαση, μια πρόχειρη φυλλομέτρηση των γραπτών του, που δεν διεκδικεί δάφνες αντιπροσωπευτικότητας, υπηρετεί όμως ένα σκοπό: Να δείξουμε το σεβασμό που του οφείλουμε και, ταυτόχρονα, να μπορέσουμε να καταλάβουμε το μίσος που υπάρχει απέναντι του και την αδιαφορία με την οποία αντιμετωπίζει το έργο του η επίσημη κριτική και ιστοριογραφία.

Το πρώτο έργο του Κυριάκου είναι οι Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα – δημόσιος και ιδιωτικός βίος, λαϊκός πολιτισμός, εκκλησία και οικονομική ζωή από τα χρονικά των περιηγητών. Το τρίτομο αυτό έργο (α τόμος, β, γ1 και γ2) ξεκίνησε να γράφεται το 1970 και ολοκληρώθηκε το 1975. Φιλοδοξία του ήταν να φθάσει στην «αυθεντική και αδιαφιλονίκητη ιστορία» μέσα από τις αφηγήσεις τυχαίων ταξιδιωτών και απλών ανθρώπων που πέρασαν από την Ελλάδα από το 333 μ.Χ. μέχρι το 1821, γνωρίζοντας ότι στις περιγραφές τους δεν θα βρει τις σκοπιμότητες που παρεισφρύουν στο έργο των επίσημων ιστοριογράφων. Οι Ξένοι Ταξιδιώτες, όπως και όλα τα βιβλία που έχει γράψει ο Κυριάκος Σιμόπουλος κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Στάχυ και πλέον από τις εκδόσεις Πιρόγα, με τη φροντίδα του Τάσου Κωσταμπάρη.

Στο 1821 επιστρέφει πάλι ο Κυριάκος Σιμόπουλος με το βιβλίο του Η Γλώσσα και το εικοσιένα – Λογιώτατοι, Φαναριώτες, τίτλοι, αξιώματα και προσαγορεύσεις, (1971) εντοπίζοντας σε εκείνη τη συγκυρία τη ρίζα δύο δεινών που στιγματίζουν μέχρι σήμερα τον βίο της χώρας. Το πρώτο ήταν η προδοσία των δημοκρατικών ιδανικών και το δεύτερο η εγκατάλειψη της δημοτικής γλώσσας, η επιβολή της αρχαίας ελληνικής και η συνακόλουθη προγονοπληξία. «Το μεγαλύτερο έγκλημα του λογιωτατισμού είναι πως έπεισε τον απονήρευτο και ευκολόπιστο λαό να ντρέπεται για τη μητρική του γλώσσα, αυτή τη γλώσσα που έμεινε στους αιώνες της δουλείας το κεφαλόβρυσο της εθνικής καρτερίας», γράφει στην τελευταία παράγραφο του βιβλίου.

Το πεντάτομο βιβλίο Πως είδαν οι ξένοι την Ελλάδα του ’21 – απομνημονεύματα, χρονικά, ημερολόγια, υπομνήματα, αλληλογραφία εθελοντών, διπλωματών, ειδικών απεσταλμένων, περιηγητών, πρακτόρων, κ.α., (1979-1984) θα μπορούσε να είναι συνέχεια των Ταξιδιωτών, αν η Ελλάδα δεν είχε μεταβληθεί πλέον σε επικίνδυνο τόπο, έλκοντας εντελώς διαφορετικούς ανθρώπους. Οι πηγές που χρησιμοποιεί ο Σιμόπουλος είναι ίδιες, ο στόχος όμως διαφορετικός: να φωτιστεί το ’21 από μια διαφορετική και ασυνήθιστη πηγή. Με βάση το πρωτογενές του υλικό τεκμηριώνει τα κοινωνικά συμφέροντα που συγκρούονταν στο εσωτερικό της εθνικής επανάστασης διχάζοντας τους πρωταγωνιστές της.

Το ’21 κυριαρχεί και σε ένα ακόμη βιβλίο, με τίτλο Ιδεολογία και αξιοπιστία του Μακρυγιάννη (1986), όπου ο Κυριάκος Σιμόπουλος ελέγχει όσα γράφει ο Μακρυγιάννης στα απομνημονεύματά του, αντιπαραθέτοντας τα όσα υποστηρίζει με άλλες πηγές και κυρίως παραθέτοντας τα συνολικότερα διλήμματα και τις αντιθέσεις της συγκυρίας.

Με το βιβλίο Βασανιστήρια και εξουσία – Από την ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα, το Βυζάντιο και την Τουρκοκρατία ως την εποχή μας (1987) ο Κυριάκος Σιμόπουλος παύει να εστιάζει το ενδιαφέρον του στην επανάσταση του 1821 και τον ελλαδικό χώρο, ανοίγοντας έτσι την αυλαία στο δεύτερο κύκλο γραπτών του που είχαν ως κοινό στοιχείο την αποκάλυψη της βαρβαρότητας της εξουσίας. Στόχος του Κυριάκου δεν ήταν τόσο η περιγραφή των βασανιστηρίων, αλλά η διερεύνηση των αιτιών που τα γεννούν και τα αναπαράγουν ακόμη και σήμερα. Εξετάζει δε το φαινόμενο σφαιρικά: από τις πρωτόγονες κοινωνίες και την πρόσφατη ιστορία (χωρίς ταυτόχρονα να κλείνει τα μάτια στις φρικαλέες μεθόδους που χρησιμοποιούσαν οι έλληνες οπλαρχηγοί κατά τη διάρκεια της επανάστασης) μέχρι τώρα: «Τα βασανιστήρια συνεχίζονται και σήμερα. Εφαρμόζονται και στις λεγόμενες πολυφωνικές αστικές δημοκρατίες. Χωρίς καμιά νομοθετική ή δικαστική κάλυψη». Η πρόβλεψη δε που διατυπώνει στην προτελευταία παράγραφο, «ζυγώνει η εποχή των “λευκών” βασανιστηρίων», ηχεί προφητικά.

Το βιβλίο Ξενοκρατία, μισελληνισμός και υποτέλεια – Από τους Ρωμαίους ως την ΕΟΚ, Η Ελλάδα πάντοτε ολομόναχη σε έναν εχθρικό κόσμο, Φιλελληνισμός: το μεγάλο ψεύδος, Προστασία και ξενοδουλεία: ένα διαχρονικό σύνδρομο, Οι κακουργίες των Μεγάλων Δυνάμεων εναντίον του ελληνικού έθνους, Επεμβάσεις και εξάρτηση: τα αίτια της παρακμής, Μυθεύματα της ελληνικής ιστορίας, το οποίο εκδίδεται δυο χρόνια αργότερα, το 1989, είναι το βιβλίο που σημείωσε τη μεγαλύτερη εκδοτική επιτυχία (μαζί με τον πρώτο τόμο των Περιηγητών) καταφέρνοντας για ένα μεγάλο διάστημα να είναι στη λίστα των ευπώλητων. Ραχοκοκκαλιά του οι επεμβάσεις της Δύσης στην Ελλάδα, από την pax romana μέχρι την pax americana.

Ο Κυριάκος Σιμόπουλος επιστρέφει στη φλέβα χρυσού που ανακάλυψε με τα Βασανιστήρια, το παροξυσμό δηλαδή του κρατικού αυταρχισμού, με το βιβλίο Η Διαφθορά της εξουσίας – Εκφαυλισμός της πολιτικής και εξαχρείωση των πολιτικών, ευνοιοκρατία, αναξοιοκρατία, κλεπτοκρατία. Εκχυδαϊσμός των θεσμών και καταρράκωση του πολίτη. Μια ιστορική αναδρομή. Ο ανθρωφαγικός «νεοφιλελευθερισμός αποσαρθρώνει τις δυτικές κοινωνίες. Χρεοκοπημένο το ανήθικο σύστημα. Ο μύθος της «λαϊκής κυριαρχίας» και η λυτρωτική άμεση Δημοκρατία (1992). Ο λόγος του Κυριάκου Σιμόπουλου δεν είναι ηθικοπλαστικός: «Εγγενής η διαφθορά της πολιτικής εξουσίας. Για να κατοχυρώσει την ηγεμονία της πρέπει να υπηρετεί τα συμφέροντα των κυρίαρχων οικονομικών τάξεων εις βάρος πάντα του δημόσιου συμφέροντος και της κοινωνίας», γράφει στην εισαγωγή.

Βαθιά εικονοκλαστικό είναι και το βιβλίο Η λεηλασία και καταστροφή των ελληνικών αρχαιοτήτων – Η τραγικότερη πολιτιστική γενοκτονία της παγκόσμιας ιστορίας. Βανδαλισμοί, δηώσεις, αφανισμός μνημείων από την περσική εισβολή ως τον 20ο αιώνα. «Αρχαιολάτρες» αρχαιοθήρες, αρχαιοκάπηλοι. Αντίσταση των Ελλήνων κατά της διαρπαγής. Να επαναπατρισθούν με απόφαση των εθνών όλοι οι αιχμάλωτοι καλλιτεχνικοί θησαυροί (1993). Ο Σιμόπουλος εδώ αποκαλύπτει το ειδέχθεστερο έγκλημα του πολιτιστικού ιμπεριαλισμού, που κοσμεί τα μεγαλύτερα μουσεία των δυτικοευρωπαϊκών μεγαλουπόλεων, την αρχαιοκαπηλία, χωρίς να γυρίζει την πλάτη του στις βαρβαρότητες που διέπραξαν ακόμη και οι Έλληνες, όπως συνέβη με την Ακρόπολη για παράδειγμα.

Τα μεγαλύτερα προβλήματα όμως για τον Κυριάκο Σιμόπουλο, και τη συντρόφισσά του Έλγκα, δημιουργήθηκαν όταν δημοσιεύτηκε το βιβλίο Ο Μύθος των μεγάλων της Ιστορίας – Εξολοθρευτές και τύραννοι λαών, βάρβαροι και διεφθαρμένοι. Από τον Αλέξανδρο και τον Κωνσταντίνο ως τον Φρειδερίκο και τον Ναπολέοντα. Το βιβλίο δημοσιεύτηκε το 1995 όταν ο εθνικιστικός παροξυσμός ναι μεν έχει κοπάσει αλλά παρέμενε ζωντανός, με αποτέλεσμα να δεχτεί ακόμη και απειλές για τη ζωή του, επειδή χαρακτήρισε τον «Μέγα» Αλέξανδρο νεκροθάφτη του Ελληνισμού, θρυμματίζοντας οριστικά με την κριτική αυτή το φωτοστέφανο του και τον χαρακτηρισμό του ως «εκπολιτιστή».

Ένα χρόνο αργότερα, το 1996, ο Κυριάκος Σιμόπουλος συνέχισε να επιτίθεται στην εξουσία εκδίδοντας το βιβλίο Διδάγματα κοινωνικοπολιτικά των παροιμιών όλων των εθνών – Η λαϊκή σοφία στιγματίζει διαχρονικά την αχρειότητα της εξουσίας και των μεγιστάνων του πλούτου. Και δύο επονείδιστες παραχαράξεις της παροιμιακής αλήθειας: Η καλλιέργεια της ξενοφοβίας και ο προαιώνιος βδελυρός μισογυνισμός. Στόχος του εδώ δεν είναι μόνο η πολιτική εξουσία. «Ο παροιμιακός λόγος όλων των καιρών και όλων των τόπων παράλληλα με τη μιαρή και φαυλεπίφαυλη πολιτική εξουσία, καυτηριάζει και στηλιτεύει την πλουτοκρατία και τους μεγιστάνες της, που απομυζούν και αφαιμάζουν με θηριωδία τους λαούς διαιωνίζοντας την εξαθλίωση και τη δυστυχία».

Τον επόμενο χρόνο, το 1997, εκδίδει το εξαιρετικό βιβλίο Διανοούμενοι και καλλιτέχνες ευτελείς δούλοι της εξουσίας – Από την αρχαιότητα ως τον εικοστό αιώνα. Εξωνημένοι ή χωρίς ήθος δοξολογούν μονάρχες, αυτοκράτορες, στρατοκράτες, πάπες, δόγηδες, και πολιτικοοικονομικούς μεγιστάνες, εξωραΐζοντας τις αντιλαϊκές κακουργίες τους. Επαίσχυντοι πλαστογράφοι της ιστορίας. Το καθήκον του πνευματικού κόσμου απέναντι στις παγκόσμιες συμφορές.

Το 1998 έρχεται το βιβλίο Μύθος, απάτη και βαρβαρότητα οι Ολυμπιάδες – Κατασπαραγμός οι φρικαλέες αθλητικές αναμετρήσεις στην Ολυμπία. Νεκροί και ανάπηροι στους αποτρόπαιους αγώνες. Χρηματοβόρος επαγγελματικός αθλητισμός. Επιβάλλεται διάλυση των γηπεδικών εταιρειών και εξυγίανση του παγκόσμιου αθλητισμού για διασφάλιση της υγείας. Με σωματική άσκηση όλων των ηλικιών σε πολυάριθμα γυμναστήρια όλων των πόλεων της οικουμένης. Το συγκεκριμένο βιβλίο, κάνοντας φύλλο και φτερό τα ιδεολογήματα για την ανωτερότητα των αρχαίων Αγώνων, γρήγορα  μετατράπηκε σε Βίβλο όσων αντιτίθονταν στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004.

Το 1999 εκδόθηκε το τελευταίο βιβλίο που έγραψε με τίτλο Μυθοπλαστία όλες οι θρησκείες της οικουμένης – Αιτία η απουσία πριν από πολλές χιλιετίες της επιστήμης, η άγνοια και ο τρόμος για τα φυσικά φαινόμενα. Κοσμογονικές τερατολογίες. Μεταθανάτιες φαντασιώσεις: Κόλαση και παράδεισος. Απάνθρωπη συνεργασία θρησκευτικών και πολιτικών εξουσιών. Επιβάλλεται παγκόσμια «θρησκεία», κοινή δηλαδή ιδεολογία των εθνών για ειρήνη, ελευθερία, δικαιοσύνη, ευημερία, όλων των ανθρώπων και αδερφοσύνη των λαών.

Μετά το θάνατό του εκδόθηκε με τίτλο Χρονογραφήματα ένα απάνθισμα από τα χρονογραφήματα του που δημοσιεύθηκαν από τον Οκτώβριο του 1975 μέχρι τον Οκτώβριο του 1976, ενώ στο συνολικό του έργο πρέπει να προσμετρηθούν και τρεις μεταφράσεις.

Γιατί τον μισούν, γιατί τον τιμούμε

Ο Κυριάκος Σιμόπουλος δέχθηκε πολλές και λυσσαλέες κριτικές, με αποτέλεσμα ακόμη και σήμερα η ιδιότητα του ως «ερευνητή» να αναφέρεται όχι επιτιμητικά, για να τονιστεί το πάθος που είχε με τη διερεύνηση των πρωτογενών πηγών και της βιβλιογραφίας, αλλά ως φθηνό υποκατάστατο του χαρακτηρισμού «επιστήμονα» και αυτό μάλιστα να εμφανίζεται ως μια μικρή και ευγενική παραχώρηση της πάντα …ακριβοδίκαιης ακαδημαϊκής κοινότητας προς το πρόσωπό του. Επειδή όμως και αυτός ο χαρακτηρισμός το μόνο αποτέλεσμα που έχει είναι να δείχνει τη μικρότητα των εμπνευστών του, απέναντι στο Σιμόπουλο επιστρατεύεται το πιο αποτελεσματικό μέσο: η αποσιώπηση του έργου του…

Στον Σιμόπουλο κατ’ αρχήν δε συγχωρέθηκε η μανία να μην αφήνει …πέτρα πάνω στην πέτρα, να μην σέβεται τίποτε!

Δε συγχωρέθηκε η – «μακρονησιώτικη» κατά έναν εύστοχο χαρακτηρισμό – αξιοπρέπεια του, το αφ’ υψηλού ύφος με το οποίο κοίταζε τους παρατρεχάμενους της εξουσίας, η απροθυμία του να ζητήσει επιχορήγηση ή έστω κάποια …διευκόλυνση.

Δε συγχωρέθηκε επίσης η σπάνια ευρυμάθεια, η βαθιά καλλιέργεια η αξιοζήλευτη εργατικότητά του (αρκεί να αναφέρουμε ότι από τις 10.320 σελίδες οι 451 αποτελούν βιβλιογραφία!) το ταλέντο που οικοδομήθηκε πάνω στις προηγούμενες ιδιότητες να περνάει από τον Μέγα Αλέξανδρο στους Ολυμπιακούς Αγώνες και από κει στις θρησκείες, με τον πιο φυσιολογικό τρόπο (γιατί εύκολα μπορεί κανείς να  διακρίνει τη συνέχεια στη σκέψη και τα ερευνητικά του αντικείμενα) καταρρίπτοντας τα κυρίαρχα επιχειρήματα. Τα παρέδιδε στη χλεύη με το πάθος εικοσάρι συνδικαλιστή που αγορεύει πάνω στο έδρανο και ταυτόχρονα την ευστοχία και την υπομονή της πιο παλιάς καραβάνας. Γνώριζε βαθιά τη δημοσιογραφική γλώσσα (τυχαίοι είναι οι σχοινοτενείς συχνά υπότιτλοι, ακόμη και 11 αράδων, που βρίσκονται κάτω από κάθε τίτλο;) και ήξερε να χειρίζεται τον κοφτό λόγο που μπορεί να πείθει και να εντυπώνεται στη μνήμη. Γνώριζε επίσης καλά τα επιχειρήματα που κυκλοφορούν στα ιδεολογικά και δημοσιογραφικά ιερατεία. Δεν ζούσε σε χρυσελεφάντινους πύργους όπως οι περισσότεροι από τους επικριτές του που έμεναν άναυδοι βλέποντας να γράφει με το πιο φυσιολογικό ύφος του κόσμου ότι «επιβάλλεται η κατάργηση των Ολυμπιάδων»!

Δεν του συγχωρέθηκε τέλος το θράσος να βγάζει πολιτικά συμπεράσματα. Σε όλα του σχεδόν τα έργα, ειδικότερα τα τελευταία, ο Σιμόπουλος καταγγέλει το νεοφιλελευθερισμό, το νεοκαπιταλσιμό, το νεοϊμπεριαλισμό, δηλώνει προς τιμήν του ότι «οι πνευματικοί άνθρωποι όλων των ηπείρων οφείλουν να προπορεύονται στους αγώνες των λαών». Ακριβώς όμως σε αυτά τα «ατοπήματα» έγκειται η μαγεία των γραπτών του Σιμόπουλου. Αντίθετα με ότι κάνουν οι περισσότεροι ιστορικοί ο Σιμόπουλος δεν αυτολογοκρίνεται διακόπτοντας τη διερεύνηση σε μια συγκεκριμένη ιστορική περίοδο. Φθάνει μέχρι σήμερα (στους Διανοούμενους προδικάζει ακόμη και τον μετασχηματισμό του δημοκρατικού πολιτεύματος σε ολιγαρχικό με ψευδοεπιχρίσματα) και το κάνει αυτό γιατί με κάθε ευκαιρία δείχνει ότι όλες οι κοινωνίες στις οποίες υπάρχει εκμετάλλευση χαρακτηρίζονται από την ίδια βαρβαρότητα. Η οργή που ένιωθε για την αδικία και το αίσθημα ευθύνης που τον διέτρεχε του επέβαλλαν να αντιμετωπίσει με την ίδια απέχθεια και περιφρόνηση όλα τα δυναστευτικά καθεστώτα.

Δε συγχωρήθηκε επίσης στο Σιμόπουλο ο βαθύς σεβασμός που έθρεφε απέναντι στο λαό, η επιμονή του να χρεώνει στο κράτος όλα τα δεινά. «Δεν ευθύνεται ο λαός για την κατάπτωση και τα βάσανά του», γράφει στη Διαφθορά της εξουσίας. «Η ευθύνη ανήκει στο πολιτικοκοινωνικό σύστημα, στην κακή διακυβέρνηση. Φταίει η διαφθορά της εξουσίας που εξανδραποδίζει τον πολίτη και αποσαρθρώνει την κοινωνία», συμπληρώνει, σε εμφανή αναντιστοιχία με τον κυρίαρχο λόγο που αναφέρεται στο λαό μόνο και μόνο για να του καταλογίσει ευθύνες για τη σημερινή κατάσταση.

Δε συγχωρήθηκε τέλος στον Σιμόπουλο ο διεθνισμός, η αλληλεγγύη που ένιωθε με όλους τους λαούς που υπέστησαν επιδρομή και κατακτήσεις. Αναφερόμενος έτσι στην λεηλασία των αρχαιοτήτων δε ζητάει την επιστροφή μόνο όσων κλάπηκαν από την Ελλάδα, αλλά αντιτάσσει πως «μια συντονισμένη κίνηση και κοινή δράση… σε παγκόσμια κλίμακα… θα εξαναγκάσει αργά ή γρήγορα τη μικρή ομάδα των σφετεριστών να επιστρέψει τα άνομα και συχνά αιματοβαμένα λάφυρα των επιδρομών που αφάνισαν τα πολύτιμα λείψανα τόσων πολιτισμών».

Ακόμη και η πιο φευγαλέα ματιά στην ούτως ή άλλως άνιση και αντιφατική παρακαταθήκη του Σιμόπουλου βεβαιώνει ότι ο θάνατός του άφησε ένα τεράστιο κενό. Όλους όσους αναζητάμε στην κίνηση των ιδεών οάσεις κριτικής σκέψης και επιχειρήματα για να αντιμετωπίσουμε την επίσημη πολιτική, την καθεστωτική ιδεολογία και την κρατικά επιχορηγούμενη αμάθεια, η απώλεια του Κυριάκου Σιμόπουλου μας έκανε πιο φτωχούς. Για αυτό τιμάμε τη μνήμη του και μνημονεύουμε το παράδειγμα και την ανεκτίμητη συμβολή του.

Το άρθρο, που αναδημοσιεύουμε με αφορμή τη συμπλήρωση στις 14 Οκτωβρίου 15 χρονών από το θάνατο του Κυριάκου Σιμόπουλου, δημοσιεύθηκε πρώτη φορά στην εφημερίδα Πριν στις 3 Δεκεμβρίου 2006