Κοινωνική πολιτική και αυταρχικός νεοφιλελευθερισμός

Στο επίκεντρο του βιβλίου βρίσκεται η κοινωνική πολιτική όπως αλλάζει στο πλαίσιο του αυταρχικού νεοφιλελευθερισμού

Το κείμενο που ακολουθεί είναι εισήγηση στην δημόσια παρουσίαση του βιβλίου «Κοινωνική πολιτική, αυταρχικός νεοφιλελευθερισμός και πανδημίας». Επιστημονική επιμέλεια: Απόστολος Καψάλης, Βαγγέλης Κουμαριανός και Νίκος Κουραχάνης (εκδόσεις Τόπος).

του Λεωνίδα Βατικιώτη

Τρεις κατά τη γνώμη μου είναι οι λόγοι που οδηγούν σε μία επιστημονική και δημόσια – πολιτική συζήτηση γύρω από την κοινωνική πολιτική μετά την πανδημία. Είναι τρεις λόγοι αλληλοσυμπληρούμενοι μεν αλλά διακριτοί.

Ο πρώτος λόγος σχετίζεται με τις αυταπάτες που δημιουργεί κάθε κρίση. Θυμάμαι από την πρώτη κιόλας περίοδο που ξέσπασε η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, μέχρι και τον Μάρτιο του 2020 όταν βρεθήκαμε αντιμέτωποι με την πρωτοφανή κρίση της πανδημίας, πηχυαίους τίτλους να προβλέπουν το τέλος του νεοφιλελευθερισμού και την αναβίωση του κεϋνσιανσιμού, του ισχυρού κράτους.

Το δομικό σφάλμα ανάλογων προβλέψεων έγκειται σε μια απλοϊκή ανάγνωση του νεοφιλελευθερισμού που ταυτίζεται με την μείωση των δημοσίων δαπανών. Έγκειται επίσης και σε μια άκρως επιλεκτική ανάγνωση της πραγματικότητας που παραβλέπει όχι μόνο την ακολουθούμενη πολιτική από τα κόμματα εξουσίας ή τις οδηγίες της ΕΕ, αλλά παραβλέπει επίσης και την γενικότερη δυναμική του καιρού μας. Την ευρύτερη αντιδραστικοποίηση, με άλλα λόγια, που δεν επιτρέπει αυταπάτες.

Η αλήθεια είναι ότι ανάλογες ερμηνείες, που βαφτίζουν το κρέας ψάρι, καταφέρνουν και επιβιώνουν στον χρόνο. Ανάλογες θεωρίες για παράδειγμα προβλήθηκαν με αφορμή το πρόγραμμα του Μπάιντεν, πέρυσι, με τη γνωστή κατάληξη: να διαψευστούν για πολλοστή φορά.

Στα καθ’ ημάς εξ ίσου πομπώδεις διακηρύξεις διαβάσαμε με αφορμή το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας που επικεντρώνονταν στα ποσά και αδιαφορούσαν για τους όρους. Μέχρι που και αυτές οι χρηματοδοτήσεις αποδείχθηκαν μνημόνια.

Αυτή η γενικευμένη σύγχυση οδηγεί κατά τη γνώμη μου στον δεύτερο λόγο που ανοίγει τη συζήτηση για την κοινωνική πολιτική. Το ζητούμενο είναι να περιγραφεί το πρόσημο και η κατεύθυνσή της. Να αναλυθεί σε επίπεδο νόμων, μέτρων, πολιτικών και των αποτελεσμάτων τους, με τελικό ζητούμενο να αποτυπωθούν οι ποσοτικές και ποιοτικές μεταμορφώσεις της και να απαντηθεί ένα θεμελιώδες ερώτημα: γίνεται πιο προοδευτική ή πιο αντιδραστική; Εξυπηρετεί την κοινωνία και τους εργαζόμενους, κάνοντας τις απαραίτητες επικαιροποιήσεις, ή το κεφάλαιο και το κράτος, επικαλείται την ανάγκη των προσαρμογών για να βελτιώσουν τη θέση τους εναντίον των μισθωτών;

Σε αυτό το πεδίο το βιβλίο που επιμελήθηκαν οι Καψάλης, Κουμαριανός και Κουραχάνης, καταφέρνουν μια ουσιαστική συμβολή. Οι αναλύσεις είναι λεπτομερείς και σε βάθος: Από τις εργασιακές σχέσεις και το ασφαλιστικό, μέχρι τα μέτρα που ελήφθησαν για την υγεία και το πτωχευτικό δίκαιο ή τους μετανάστες. Το βιβλίο επιτυγχάνει ένα σκανάρισμα πολύ υψηλής ανάλυσης της κοινωνικής πολιτικής και διαλύει μύθους και εντυπώσεις.

Αντιγράφω εντελώς ενδεικτικά: Από το άρθρο των Καψάλη – Κουζή: «Οι εξελίξεις στην εργασία κατά την περίοδο της πανδημίας αποτελούν τη συνέχεια μιας διαδρομής νεοφιλελεύθερης έμπνευσης, που εκκινεί από τις αρχές της δεκαετίας του ’90, εντείνεται με τις πολιτικές διαχείρισης της κρίσης χρέους και ακολουθεί τις μεταμνημονιακές δεσμεύσεις σε συνδυασμό με εκείνες που απορρέουν από το Ταμείο Ανάκαμψης της ΕΕ. Το νέο στοιχείο που τις διακρίνει είναι η παρουσία του νεοφιλελεύθερου αυταρχισμού» (σελ. 203).

Επίσης, από το άρθρο των Σπυροπούλου – Παρσάνογλου – Τριμικλινιώτη – Τσιάνου για το προσφυγικό, μια αναφορά που παραπέμπει ευθέως σε όσα γίνονται στην Ουκρανία κι όσα λέει ο υπουργός Ν. Μηταράκης. Γράφουν οι συγγραφείς: «Στη Βρετανία για παράδειγμα τα ζητήματα που παρατηρούμε σήμερα και η παραφιλολογία περί “ψευδοπροσφύγων” υπήρχε στις ακροδεξιές φυλλάδες και τα υπερσυντηρητικά ταμπλόιντ (πχ η εφημερίδα Σαν)» σελ. 341.

Ο τρίτος λόγος που νομιμοποιεί την σχετική πραγμάτευση και τον συνακόλουθο δημόσιο διάλογο είναι η ανάγκη να ανοίξει η συζήτηση. Να πάψουμε να αρκούμαστε στα γνωστά και τετριμμένα.  

Αναφέρει για παράδειγμα ο Κώστας Δημουλάς: «Κατά την τρέχουσα πανδημία έγιναν ρήξεις και τομές που δεν μπορούν να ερμηνευτούν με τα παραδοσιακά εργαλεία ανάλυσης της κοινωνικής πολιτικής, αποδίδοντας για παράδειγμα τις δομικές και θεσμικές αλλαγές σε απλές μετατοπίσεις των παραμέτρων που χαρακτηρίζουν τα μεταπολεμικά καθεστώτα ευημερίας» (σελ. 109). Ο Μπιλ Τζόρνταν διερευνώντας πώς το σοσιαλδημοκρατικό κράτος έφτασε να παρέχει τα θεμέλια για το νέο απολυταρχισμό αναγνωρίζει πώς επί του παρόντος «δεν υπάρχει ένα ξεκάθαρο θεωρητικό πλαίσιο μέσω του οποίου μπορούμε να προσεγγίσουμε το ζήτημα» (σελ. 56).

Οι επιμελητές του τόμου από την άλλη υποστηρίζουν ότι η τρέχουσα «εκδοχή του νεοφιλελεύθερου μοντέλου δεν συνιστά μια πρωτόγνωρη αλλαγή, αλλά τη συνέχιση και την όξυνση των παραδοσιακών χαρακτηριστικών της νεοφιλελεύθερης διακυβέρνησης (σελ. 33)».

Αναφέρω αυτά τα αποσπάσματα για να υπογραμμίσω ότι είμαστε μάρτυρες συγκλονιστικών αλλαγών που απαιτούν βαθύτερη διερεύνηση και τολμηρές προσεγγίσεις. Τα μέχρι σήμερα εργαλεία δεν μας αρκούν! Η πανδημία επιτάχυνε δομικές αλλαγές στην ελληνική οικονομία: από τον ψηφιακό και πράσινο μετασχηματισμό της μέχρι την διεθνοποίησή της και την βαθύτερη πρόσδεσή της στον ευρωπαϊκό ιμπεριαλισμό.

Για να τα αναλύσουμε όλα αυτά χρειαζόμαστε έναν σύγχρονο εργατικό, αριστερό διαφωτισμό που θα έχει ανοιχτά τα αυτιά του και θα επικοινωνεί με τους εκμεταλλευόμενους, που παράγουν τον κοινωνικό πλούτο.

Το κεφάλαιο για παράδειγμα των Παπανικολόπουλου – Κατσορίδα για τις πέντε φάσεις της συνδικαλιστικής δράσης από το 2020 μέχρι σήμερα (σελ. 212) είναι όχι μόνο διαφωτιστικό αλλά και διδακτικό σε ό,τι αφορά τη σχέση πολιτικής και αγώνων.

Ξέρουμε από την άλλη, όλοι πώς τίποτε δεν γεννιέται από το κενό, όπως κι ότι η επίκληση στην ανάγκη θεωρητικής πρωτοτυπίας σχεδόν πάντα έρχεται να συγκαλύψει και να δικαιολογήσει συντηρητικές μεταλλάξεις και πολιτικές αναδιπλώσεις. Ή τον θεωρητικό αναχωρητισμό, όπως κάνει το μεταμοντέρνο ρεύμα.

Το βιβλίο για το οποίο συζητάμε σήμερα, είναι μια νότα αισιοδοξίας στην κατεύθυνση πρωτότυπης έρευνας και θεωρητικής αναζήτησης. Συμβάλει στις αναζητήσεις, βαθαίνει τη γνώση μας για τον ελληνικό καπιταλισμό.

Εδώ μπορείτε να διαβάσετε τα περιεχόμενα του βιβλίου κι εδώ το πρώτο κεφάλαιο.

Ακολουθούν οι τοποθετήσεις της δημόσιας παρουσίασης:

Στάθης: τα αδέσποτα, του Λεωνίδα Βατικιώτη

Ξεφυλλίζοντας το νέο βιβλίο του Στάθη, με τίτλο «Τα αδέσποτα, σκίτσα για έναν αδικοχαμένο καιρό» (εκδ. Μωβ), περνούν από μπροστά μας, όλες οι κοινωνικές πληγές: η περιβαλλοντική κρίση και η κλιματική αλλαγή, η κρατική καταστολή και η βία της εξουσίας, η οικογενειοκρατία, οι εκλογικές αυταπάτες, η υποβάθμιση του Τύπου και του δημοσιογραφικού επαγγέλματος, τα «καλά» και «κακά» μνημόνια, η γερμανική κυριαρχία στην Ευρώπη, το πραξικόπημα – οπερέτα στις ΗΠΑ τον Ιανουάριο του 2021, τα ισραηλινά εγκλήματα  στην Παλαιστίνη και κυρίως η φτώχεια, οι χαμηλοί μισθοί, η οικονομική εξαθλίωση, η διαρκώς παρούσα κρίση. Ένα θέμα όχι και τόσο δημοφιλές στην σάτιρα που ο Στάθης δεν κουράζεται να θίγει και να αναδεικνύει με πρωταγωνιστές φτωχούς, καθημερινούς ανθρώπους που δε χάνουν ποτέ το χιούμορ και την ευρηματικότητά τους, χλευάζοντας μεγαλεπήβολες υποσχέσεις και εξαγγελίες.

Διαβάζω τον Στάθη εδώ και πολλές δεκαετίες κι αυτό που πάντα με κεντρίζει είναι η μελαγχολία που συνοδεύει τα σχόλια μέσα στο συννεφάκι, τα οποία υπερίπτανται των σκοτεινών ηρώων του. Άλλες φορές η ίδια η σκοτεινιά των πρωταγωνιστών του που εναλλάσσεται με αποφασιστικότητα. Οι ήρωες του είναι ενεργά πρόσωπα μέσα στην πολιτική ιστορία του τόπου μας, έστω στην μουντή καθημερινότητα. Δεν έχουν την άνεση ή την πολυτέλεια της έξωθεν παρατήρησης και η έκφραση του προσώπου τους θα μπορούσε ορισμένες φορές να κάνει περιττά τα λόγια στο συννεφάκι, αν ένα πνευματώδες σχόλιο δεν έδινε την δική του υπεραξία στο σκίτσο.

Στον «αδικοχαμένο καιρό» του Στάθη παρελαύνουν σαστισμένα και έντρομα ανθρωπάκια που τρέχουν να κρυφτούν από την αλλαγή των συνόρων και τις γεωπολιτικές αλλαγές στον πλανήτη· αφελείς κομψευόμενοι που συμμετέχουν στις ελληνοτουρκικές διαπραγματεύσεις· αγέρωχοι αλαζόνες με το περίστροφο και τα σπιρούνια στις μπότες που ενσαρκώνουν τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό· απρόσωποι, δηλαδή όλοι εμείς, που μπροστά στη φωτιά με φόντο το δάσος αναρωτιούνται αν θα τους καταστρέψει πρώτη η κλιματική αλλαγή ή η εργασιακή ζούγκλα ή εκείνοι που περιμένουν υπομονετικά στην ουρά μπροστά στη φάτνη με την ελπίδα όταν βγει ο χριστός να τους αφήσουν να μείνουν μέσα· κυρίως όμως παρελαύνουν μοναχικοί ήρωες. Σκυθρωποί και αποφασισμένοι, που στην αρχή του βιβλίου, αντί προλόγου, ξεκινούν την πορεία τους έντρομοι κι ακρωτηριασμένοι, κάπου στα μισά βλέπουν την κάπνα και τις σπίθες της φωτιάς να γίνονται αστέρια και στο τέλος (αντί επιλόγου;) ανοίγουν τα φτερά τους, αφήνουν οπίσω τους ήττες κι αιμάτινες πορείες και εφορμούν με το πολύχρωμο δόρυ τους στους ουρανούς, ακολουθώντας τους χαρταετούς.  

Είναι ο κόσμος του Στάθη που δεν ηττάται, πέφτει και ξανασηκώνεται, συναντιέται και τέμνεται με τον δικό μας κόσμο.

Η κριτική κι ελπιδοφόρα ματιά του Γ. Τόλιου στην Ψηφιακή εποχή

Το βιβλίο του Γιάννη Τόλιου με τίτλο Ψηφιακή Εποχή, οι αλλαγές σε οικονομία, κοινωνία, πολιτική (εκδ. Τόπος) που βρίσκεται εδώ και λίγες εβδομάδες στα βιβλιοπωλεία είναι κάτι πολύ παραπάνω από μια προσπάθεια συγκέντρωσης, ταξινόμησης και παράθεσης των συναρπαστικών εξελίξεων που διαδραματίζονται εδώ και χρόνια στο χώρο της ψηφιακής τεχνολογίας. Κυρίως είναι μια προσπάθεια κριτικής αποτίμησης τους, υπό το φως της πολιτικής οικονομίας. Το σπουδαιότερο δε προσόν του βιβλίου είναι η αισιοδοξία που το διαπερνά!

Λεωνίδας Βατικιώτης

Ο Γιάννης Τόλιος δε στέκεται φοβικά ή απορριπτικά απέναντι στις τεχνολογικές εξελίξεις, όπως συνήθως συμβαίνει με πολλούς συγγραφείς που καταπιάνονται με την πληροφορική επανάσταση από κριτική σκοπιά. Ο συγγραφέας καταδεικνύει μεν τις αρνητικές επιπτώσεις στο επίπεδο της προστασίας των προσωπικών δεδομένων, κυρίως όμως αναδεικνύει τις δυνατότητές τους στην κατεύθυνση της απελευθέρωσης του ανθρώπου από την μισθωτή σκλαβιά. Γι’ αυτόν κυρίως το λόγο το βιβλίο του Γιάννη Τόλιου αποτελεί μια ξεχωριστή συμβολή στην σύγχρονη κριτική σκέψη.

Αφετηριακή τοποθέτηση του συγγραφέα είναι ότι «οι ψηφιακές τεχνολογίες με τις θεαματικές εφαρμογές και τις μεγάλες υποσχέσεις, επηρεάζουν σε αυξανόμενη κλίμακα όλες τις σφαίρες της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής ζωής και ασκούν σοβαρές επιδράσεις στο πεδίο της απασχόλησης, των εργασιακών  σχέσεων, των κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων, στις διεθνείς σχέσεις και στην καθημερινότητα των ανθρώπων». Συνεπής σε αυτή τη διαπίστωση διερευνά την επίπτωση που έχουν στους παραπάνω τομείς.

Το Πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου με τίτλο «Ψηφιακές τεχνολογίες και ψηφιακές εφαρμογές» ορίζει και περιγράφει πολλές από τις παραπάνω εξελίξεις: από την  ρομποτική και την τεχνητή νοημοσύνη, μέχρι τις τρισδιάστατες εκτυπώσεις και τη γονιδιωματική.

Το επόμενο κεφάλαιο εισέρχεται στην Πολιτική οικονομία του ψηφιακού καπιταλισμού. Οι μεθοδολογικές διευκρινίσεις για την παραγωγική και μη παραγωγική εργασία, στο πλαίσιο της ανάλυσης του ίδιου του Μαρξ και σύγχρονων μαρξιστών διανοητών, οδηγούν τον συγγραφέα να αναδείξει την βαθιά αντίφαση που συνοδεύει τη σύγχρονη τεχνολογική επανάσταση: «Τι βρίσκεται πίσω από τη δημιουργική παραγωγική δύναμη των ρομπότ και ποιοι επωφελούνται από αυτήν; Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι βρίσκεται η παραγωγικότητα της ζωντανής εργασίας των δημιουργών των ρομπότ (των ερευνητών-σχεδιαστών-κατασκευαστών) τα πλεονεκτήματα των οποίων όμως ιδιοποιούνται σχεδόν αποκλειστικά οι ιδιοκτήτες τω ν ρομπότ και συνολικά οι ιδιοκτήτες των επιχειρήσεων που τα παράγουν ή τα χρησιμοποιούν». 

Το Τρίτο κεφάλαιο με τίτλο «Ψηφιακή οικονομία, μισθωτή εργασία κοινωνία και πολιτική», εξετάζονται οι επιπτώσεις της 4ης βιομηχανικής επανάστασης στις εργασιακές σχέσεις και τα εργασιακά και δημοκρατικά δικαιώματα. Ο συγγραφέας αναφέρει υπόδειξη του 2019 της Παγκόσμιας Τράπεζας βάσει της οποίας «οι εργαζόμενοι θα πρέπει να ξεχάσουν τον κατώτατο μισθό αν θέλουν να αντιμετωπίσουν τον αυξανόμενο ανταγωνισμό από τα ρομπότ… Στην ουσία το εργατικό κόστος σε συνθήκες ρομποτοποίησης και αυτοματισμού, τίθεται όσο ποτέ άλλοτε υπό καθεστώς δίωξης, ενώ η εντατικοποίηση συμπληρώνει τις αφόρητες συνθήκες εργασίας». Ιδιαίτερο ρεαλισμό στην ανάλυση του Γ. Τόλιου προσθέτουν τα κεφάλαια που περιγράφουν τις αποκαλύψεις των Τζ. Ασάντζ και Έντ. Σνόουντεν καθώς και τις διώξεις που υπέστησαν. 

Το επόμενο κεφάλαιο με τίτλο «Ψηφιακή εποχή, ταξικές και γεωπολιτικές αντιθέσεις» εστιάζει στην αναπροσαρμογή των διεθνών σχέσεων. Ο συγγραφέας αναδεικνύει την έξαρση των αντιθέσεων με την αύξηση του αριθμού των υπερπλουσίων, λόγω φορολογικών παραδείσων. «Μεταξύ των μεγάλων φοροφυγάδων στη πρώτη γραμμή βρίσκονται οι πολυεθνικές ψηφιακών τεχνολογιών». Οι υπαίτιοι δε ας μην αναζητούνται σε εξωτικά νησιά. «Γενικότερα, οι Ηνωμένες Πολιτείες, είναι η πρώτη χώρα μετά την Ελβετία, που διευκολύνει τις μεγάλες εταιρείες και εκατομμυριούχους σε προκλητική φοροδιαφυγή, με το παρκάρισμα μεγάλου μέρους άδηλων εισοδημάτων και κερδών σε φορολογικούς παραδείσους». 

Το Πέμπτο κεφάλαιο με τίτλο «Η ενιαία ψηφιακή αγορά της ΕΕ και η θέση της Ελλάδας», ασχολούμενο με τα οικεία κακά, παρουσιάζει μια διπλή πρωτοτυπία. Αρχικά, επειδή καταγράφει την υστέρηση που χαρακτηρίζει την ευρωπαϊκή ήπειρο μετά την κρίση του 2007. «Η συγκεκριμένη πορεία γίνεται με μεγάλη δυστοκία, λόγω ανταγωνιστικών επιδιώξεων και μεγάλων ελλειμμάτων συνοχής στην υλοποίηση των στόχων και το σημαντικότερο, οι πόροι από τον προϋπολογισμό της ΕΕ είναι πολύ περιορισμένοι». Υστέρηση παρατηρείται και σε σύγκριση με τις ΗΠΑ και την Κίνα.  Η δεύτερη «καινοτομία» του βιβλίου είναι η καταγραφή των δραματικών επιδόσεων που εμφανίζει η Ελλάδα, βάσει των πιο αξιόπιστων και διεθνώς αναγνωρισμένων δεικτών όπως είναι ο DESI. «Με βάση τα πέντε κριτήρια του δείκτη (δηλ. συνδεσιμότητα, ανθρώπινο κεφάλαιο, χρήση δικτυακών υπηρεσιών, ενσωμάτωση ψηφιακής τεχνολογίας, ψηφιακές δημόσιες υπηρεσίες), μόνο στο δεύτερο, τρίτο και τέταρτο προσεγγίζει κάπως τον μέσο όρο της ΕΕ». Επίσης, η περιγραφή της ελληνικής ψηφιακής αγοράς και της μονοπωλιακής της οργάνωσης, μιας «και κυριαρχείται ουσιαστικά από τέσσερις ομίλους». 

Στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου του Γ. Τόλιου, με τίτλο «Η ψηφιοποίηση δυνητικός παράγοντας ελπιδοφόρου μέλλοντος», εισέρχεται η πολιτική με Π …κεφάλαιο. Αφού πρώτα ο συγγραφέας παραθέτει μια σειρά δυστοπικές και τεχνο-ουτοπικές θεωρίες (στο πλαίσιο των οποίων αδικεί κατά την άποψή μου τη συμβολή του Σοσάνα Ζούμποφ στο βιβλίο της Κατασκοπευτικός καπιταλισμός) καταθέτει προς προβληματισμό ορισμένες σκέψεις για ένα σύγχρονο μεταβατικό πρόγραμμα προς το σοσιαλισμό. Στο πλαίσιο του «πρωτεύον ζήτημα και αίτημα άμεσης διεκδίκησης των εργατικών συνδικάτων, θα πρέπει να γίνει η δραστική μείωση του ημερήσιου και εβδομαδιαίου χρόνου εργασίας, χωρίς μείωση αποδοχών, με ενίσχυση της αγοραστικής δύναμης για την κάλυψη θεμελιωδών βιοτικών και πολιτιστικών αναγκών. Σε πρώτη φάση χρειάζεται γενικευμένη εφαρμογή του 6ώρου και 30ωρη εβδομάδα εργασίας. Με προοπτική τη μείωσή του σε 5ωρη και 25ωρη εργασία».  Σε αυτή την πορεία προς το ιστορικά αναγκαίο, για τον Γ. Τόλιο, «η αποδέσμευση από την ευρωζώνη και η εφαρμογή προοδευτικής πολιτικής εξόδου από την κρίση και η ρήξη με τις πολιτικές της ΕΕ, αποτελούντο πρώτο αποφασιστικό βήμα για μια διαφορετική μορφή οργάνωσης της ελληνικής οικονομίας»… 

Αντί επιλόγου, πρόκειται για ένα βιβλίο πλούσιο όχι μόνο σε γεγονότα αλλά και σε στρατηγικούς προβληματισμούς  για μια άλλη κοινωνία. Μια συζήτηση που είναι τραγικά απούσα από τις σύγχρονες πολιτικές και ιδεολογικές αντιπαραθέσεις…

Η απομυθοποίηση ενός «δράματος» 200 ετών δια χειρός Δ. Ελευθεράτου

Τίτλος: Μια λοξή ματιά στην ιστορία, 200 χρόνια νεοελληνικού κλαυσίγελου

Συγγραφέας: Διονύσης Ελευθεράτος

Εκδόσεις Τόπος

Δεν είναι η πρώτη φορά που εκδίδεται ένας τόμος με ερανίσματα της ελληνικής ιστορίας. Η πολυτάραχη ιστορία του τόπου με πολέμους, χρεοκοπίες, δικτατορίες, πολιτικές διαμάχες και συνεχείς διευρύνσεις  των γεωγραφικών συνόρων προσφέρει ένα σπάνιο πλούτο από αφορμές. Το βιβλίο του Διονύση Ελευθεράτου δεν είναι ωστόσο μια τυχαία συλλογή πρωτότυπων θεμάτων και γλαφυρών αφηγήσεων. Τόσο τα στιγμιότυπα που επέλεξε από έναν καταιγισμό ιστοριών και γεγονότων που πέρασαν μπροστά από τα μάτια του όσα χρόνια ήταν βυθισμένος στα αρχεία των ελληνικών εφημερίδων όσο και ο σχολιασμός τους επάξια διεκδικούν τον τίτλο μιας αντι-ιστορίας των πρώτων 200 χρόνων του ελληνικού κράτους.

Ο ίδιος ο συγγραφέας ξεκαθαρίζει από την εισαγωγή τόσο το σκοπό όσο και τα όρια του εγχειρήματος του: «Πολιορκούν, λοιπόν, την Ιστορία “κριοί” ιλαρότητας αλλά – σοβαρότερο αυτό – και μεθοδικού, σοβαρού “καμουφλάζ”. Μακάρι τα 200 χρόνια από το 1821 να δώσουν το έναυσμα για να κινηθεί κάτι, με αντίστροφη φορά. Να αναδειχθεί η λογική που ατενίζει την Ιστορία για να την δει καλά, όπως είναι. Το “όπως είναι” απέναντι στο “όπως πρέπει”. Η ιστορία της αλήθειας, απέναντι στην “Ιστορία” του “καθήκοντος”… Φιλοδοξία του βιβλίου αυτού είναι να αποτελέσει μικρή συνεισφορά σε αυτή την ευκταία κίνηση. Η ακαμουφλάριστη ιστορία χρειάζεται πρωτίστως τους συνεπείς ιστορικούς, χρειάζεται όμως και τους ιστοριοδίφες. Την επιστημονική ανάλυση, αλλά και την προσεκτική παρατήρηση. Κάπου προς το δεύτερο προσπάθησα να κινηθώ με το βιβλίο αυτό», αναφέρει ο συγγραφέας από τις πρώτες κιόλας σελίδες.

Οι 27 ιστορίες που περιλαμβάνονται στον τόμο των εκδόσεων Τόπος και ξεκινούν από τα Οθωνικά χρόνια και φτάνουν ως τη δεκαετία του 1970 διαβάζονται σχεδόν απνευστί λόγω της νευρώδους και πνευματώδους γραφής του Διονύση Ελευθεράτου και των πολιτικών σχολίων του, καθώς δεν αφήνει να περάσει κανένα γεγονός που να μην το συνδέσει με το σήμερα κι όλα όσα συμβαίνουν στη σύγχρονη Ελλάδα. Ξεχωρίζω για λόγους οικονομίας χώρου και προσωπικής μου συνάφειας τρία αποσπάσματα που αντανακλούν το ύφος που διαπερνά το πόνημα του Διονύση Ελευθεράτου:

«Στη χαραυγή του 1843, τον Ιανουάριο, ο υπουργός Εξωτερικών Ιάκωβος Ρίζος – Νερουλός διεμήνυσε στις τρεις μεγάλες δυνάμεις, Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία, ότι η Ελλάδα είχε στεγνώσει από χρήμα. Αυτές αξίωσαν επιβολή νέων μέτρων, μόνο που το κέντρο βάρος τους δε θα έπεφτε τόσο στους φόρους και τα τέλη, δηλαδή στο σκέλος των εισπράξεων, όσο στις περικοπές δαπανών. Πρώτα πρώτα τα… απλά και “τετριμμένα” ανά τους αιώνες σε τέτοιες περιπτώσεις: καταργήσεις θέσεων και μειώσεις στους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων» (Κεφ. 2).

«Ούτε εκατό, ούτε διακόσιους… Τρεις χιλιάδες ανθρώπους, δηλαδή το 10% του πληθυσμού της πρωτεύουσας, εξολόθρευσε το 1854 στην Αθήνα η χολέρα, το μίασμα της οποίας είναι σχεδόν βέβαιο ότι μετέφεραν – στον Πειραιά πρώτα – μέλη της γαλλικής στρατιωτικής κατοχικής δύναμης». Παρά τη δραματικότητα της κατάστασης ο αγγλόφιλος Τύπος όμως απέκρυπτε τα πραγματικά γεγονότα. Ο συγγραφέας εξηγεί τις αιτίες: «Η αυθεντική υποτίμηση του κινδύνου ως απόρροια απειρίας ή άγνοιας συνυπήρχε με τη σκόπιμη. Το αθώο κίνητρο για την εκούσια υποτίμηση ήταν η επιθυμία να αποφευχθεί ο πανικός. Το άλλο κίνητρο ίσχυε για όσους δικαιολογούσαν ή και υποστήριζαν την κατοχή». Έρχεται από πολύ παλιά επομένως η πολιτική διαχείριση των υγειονομικών κρίσεων (Κεφ. 6).

Είμαστε στην πτώχευση του 1893, όταν το δάνειο που προτάθηκε στην Ελλάδα «για την αποπληρωμή των οφειλών προς τους πιστωτές» συμπληρώνεται από αυτοκτονίες πολιτών για οικονομικούς λόγους. Οι ομοιότητες με την πρόσφατη δημοσιονομική κρίση δε σταματούν εδώ. Με τα λόγια του συγγραφέα «την εποχή της πτώχευσης, το δημόσιο χρέος είχε φτάσει το 200% του ΑΕΠ. Ποσοστό κατάτι μεγαλύτεροι αυτού (182%) το οποίο χαρακτήρισε τη σύγχρονη Ελλάδα που διασώθηκε από τη χρεοκοπία…» (Κεφ. 9).

Τα παραπάνω αποσπάσματα, που αποτελούν και μια διαρκή υπόμνηση για τη διαχρονική αξία του Τύπου απ’ όπου αντλήθηκαν, δεν αντανακλούν μόνο το ύφος. Αναδεικνύουν και τη χρησιμότητα του βιβλίου. Γράφει ο συγγραφέας για τις 27 ιστορίες που το συνθέτουν: «Περισσότερο ή λιγότερο έντονα, κάθε μία με τον τρόπο της μας θέτει μπροστά στο… αιώνιο ερώτημα εάν η Ιστορία επαναλαμβάνεται. Ακριβέστερα, πώς φαίνεται να επαναλαμβάνεται. Διότι “απαράλλακτη” ποτέ δεν επανέρχεται»… Κανείς δε θα διαφωνήσει. Η επανάληψη ωστόσο τόσο όμοιων πρακτικών, από το κρατικό μίσος κατά των προσφύγων μέχρι τις πάντα ελαττωματικές παραγγελίες πολεμικού υλικού, αν κάποιους εκθέτει είναι όσους σήμερα αναπαράγουν τις ίδιες δικαιολογίες ή πρακτικές και καταφεύγουν εκ νέου στο λόγο μίσους για να αποκρύψουν την πάντα …ανιδιοτελή υποτέλειά τους προς τους «συμμάχους» και το μίσος τους κατά των λαών. Δεν είναι λοιπόν η ιστορία που επαναλαμβάνεται, αλλά η πολιτική της εξυπηρέτησης των συμφερόντων μιας παρέας ολιγαρχών και του μίσους που την καλύπτει και τη δικαιολογεί. Προς απόδειξη, όσα απολαυστικά περιλαμβάνονται στο βιβλίο του Διονύση Ελευθεράτου…

Εδώ συνέντευξη του Δ. Ελευθεράτου στους συναδέλφους Δ. Κούλαλη και Λ. Θωμά (The Press Project)

«Όλη νύχτα εδώ» του Ι. Χανδρινού: Ο Νοέμβρης, με τα λόγια των πρωταγωνιστών

Μια ευχάριστη έκπληξη για τη συζήτηση σχετικά με την εξέγερση του Πολυτεχνείου αποτέλεσε το βιβλίο του Ιάσονα Χανδρινού, με τίτλο Όλη νύχτα εδώ – μια προφορική ιστορία της εξέγερσης του Πολυτεχνείου (εκδ. Καστανιώτη, 2019), που εκδόθηκε λίγες ημέρες πριν την 17η Νοεμβρίου.

ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΒΑΤΙΚΙΩΤΗΣ

Ο Ιάσωνας Χανδρινός ανήκει σε μια νέα γενιά επιστημόνων που χρησιμοποιώντας σύγχρονα εργαλεία και μεθόδους ανανέωσαν την ιστορική έρευνα, συγκρούστηκαν με τον ιστορικό αναθεωρητισμό που ως έργο είχε την καθαγίαση και νομιμοποίηση Ταγματασφαλιτών και μαυραγοριτών και φώτισαν άγνωστες πλευρές της ταξικής πάλης στην Ελλάδα. Το πρώτο του βιβλίο «Το τιμωρό χέρι του λαού: η δράση του ΕΛΑΣ και της ΟΠΛΑ στην κατεχόμενη πρωτεύουσα 1942-1944», ήταν μια ξεχωριστή στιγμή για όλη την Αριστερά (εκδ. Θεμέλιο, 2012) καθώς άγγιξε και κάλυψε μια πλευρά της αντίστασης που στο παρελθόν έχει δεχθεί πολλά βέλη.

Το νέο πόνημα του Ι. Χανδρινού χρειάστηκε περισσότερα από οκτώ ολόκληρα χρόνια για να ολοκληρωθεί. Το βιβλίο «Όλη νύχτα εδώ» είναι μια αξιοθαύμαστη δουλειά, που θα έπρεπε να είχε γίνει πολλά χρόνια πριν, έτσι ώστε να περιλάμβανε τις μαρτυρίες αγωνιστών και άλλων πρωταγωνιστών που πλέον δεν είναι στη ζωή. Το βιβλίο αποτελείται από 84 συνεντεύξεις ανθρώπων που ήταν ενεργά παρόντες στην εξέγερση του Πολυτεχνείου και αξιοποιεί τη μέθοδο της προφορικής ιστορίας. Πρόκειται για μία σχετικά νέα τεχνική που έχει αποδειχθεί πρόσφορη για την καταγραφή της ιστορίας κοινωνικών αγώνων, εξεγέρσεων, πολιτικών συγκρούσεων, κ.α. Παρά την κριτική που έχει δεχθεί, η αξία χρήσης της έγκειται στο ότι σώζει μαρτυρίες, που συχνά συνοδεύονται από άπειρες λεπτομέρειες οι οποίες μάλλον δικαιολογημένα δε χωρούν στην ιστορία είτε την επίσημη, είτε αυτή που γράφουν οι «από κάτω». Η αξία χρήσης της επίσης έγκειται στο ότι ξεδιπλώνει προσωπικές καταγραφές επιτρέποντας στον αναγνώστη να προσεγγίσει και να αξιολογήσει τη στάση και την οπτική του κάθε αφηγητή. Η τεχνική αυτή προφανώς δε στερείται αδυναμιών. Σημαντικότερη όλων ότι δίνει χώρο σε μαρτυρίες και ερμηνείες που η ιστορία (είτε η αστική, είτε αυτή που προσεγγίζει την ανθρώπινη εξέλιξη ως ιστορία των ταξικών συγκρούσεων) θα απέρριπτε ως μη αληθείς ή μεροληπτικές. Είναι κάτι που υποθέτουμε έκανε πολλές φορές ο Ι. Χανδρινός γράφοντας για την ΟΠΛΑ. Στον ιστορικό φυσικά εναπόκειται η ευθύνη της διαμόρφωσης ισορροπίας μεταξύ των διαφορετικών προσεγγίσεων…

Ο Ι. Χανδρινός πήγε τα ρίσκα του ακόμη ένα βήμα πιο μπροστά επιλέγοντας να συμπεριλάβει στους αφηγητές τους και τρεις από την πλευρά του στρατού: του Κώστα Βουλιέρη, αντισυνταγματάρχη καταδρομέων, επικεφαλής ειδικών δυνάμεων της νύχτας της 16ης προς 17η Νοεμβρίου ο οποίος αργότερα αποτάχθηκε ως Ιωαννιδικός και η μαρτυρία του οποίου είναι η μαρτυρία ενός αμετανόητου συκοφάντη, του Μιχάλη Γουνελά, υπίλαρχου τεθωρακισμένων, επικεφαλής των τανκς που κατέβηκαν στο Πολυτεχνείο, κι ο οποίος με τον τρόπο του διαψεύδει τους ισχυρισμούς Βουλιέρη και του Παναγιώτη Μ. φαντάρος στην ομάδα καταδρομών που συμμετείχε στην καταστολή και με όσα λέει δείχνει την κατάσταση που επικρατούσε στους φαντάρους. Και κάπως έτσι άνοιξε ο …ασκός του Αιόλου. Δύο κριτικές που είδαν το φως της δημοσιότητας (εδώ κι εδώ) επέκριναν με αδικαιολόγητη σφοδρότητα τον ιστορικό γι’ αυτή την επιλογή του, κατηγορώντας τον ούτε λίγο ούτε πολύ για συμβολή στη διαστρέβλωση, παραποίηση και αντιστροφή των γεγονότων, για προβοκάτσια, για χρησιμοποίηση των συνεντεύξεων των αγωνιστών ως αμπαλάζ ώστε να δουν το φως της δημοσιότητας οι απόψεις των χουνταίων. Ο Ι. Χανδρινός κατηγορήθηκε ακόμη κι ότι συμβάλει στην ιδεολογική επίθεση της Δεξιάς απέναντι στο Πολυτεχνείο, με αιχμή του δόρατος την αμφισβήτηση των νεκρών, κ.α.

Προσπερνώντας την ένταση που σε ένα βαθμό μπορεί να γίνει κατανοητή επειδή ακόμη οι αναμνήσεις είναι νωπές και οι ευαισθησίες σεβαστές, κατά τη γνώμη μου ανοίγουν δύο ζητήματα προς συζήτηση.

Το πρώτο αφορά την ουσία των όσων λένε οι φασίστες. Προσωπικά απόλαυσα αφάνταστα τον χουνταίο να μιλάει για τα χρησιμοποιημένα και αχρησιμοποίητα προφυλακτικά που βρήκαν στο Πολυτεχνείο για έναν και μοναδικό λόγο: Επειδή είχα την ευκαιρία να διαπιστώσω τη ρηχότητα και τη φαιδρότητα των επιχειρημάτων που χρησιμοποιεί διαχρονικά η εξουσία: από τον χουνταίο του 1973 μέχρι τη Δόμνα Μιχαηλίδου που είδε συριακό οπλοστάσιο στην ΑΣΟΕΕ και τον Μπογδάνο που καταγγέλλει βίγκαν αναρχοσατανίστριες λεσβίες εν έτει 2019. Προφανώς, ως αναγνώστης δεν είχα καμία απαίτηση από τον Ι. Χανδρινό να ξεκινήσει ένα νέο γύρο ερωτήσεων στους αγωνιστές για να μάθει και να με πληροφορήσει αν το …έκαναν ή δεν το έκαναν στο Πολυτεχνείο τις μέρες της κατάληψης. Ούτε να προστρέξει στα πρακτικά της δίκης, μιας και η μέθοδος του δε περιελάβανε τέτοια διαδικασία, κι ούτε ζητούμενό του ήταν να βγάλει πόρισμα για όσα συνέβησαν στην εξέγερση. Απαίτηση διασταύρωσης, επαλήθευσης, υπομνηματισμού  δεν είχα ούτε και για όσα άλλα φαιδρά δηλώνουν οι χουνταίοι. Μεταξύ αυτών το υπονοούμενο για συνεργασία με τον στρατό που αφήνει για τον Κώστα Λαλιώτη. Η ηρωική στάση του Κώστα Λαλιώτη, όπως και εκατοντάδων άλλων αγωνιστών στην εξέγερση του Πολυτεχνείου, είναι γνωστή και δεδομένη. Κι όχι μόνο μεταξύ της γενιάς του. Η προσπάθεια δε του χουνταίου, σχεδόν μισό αιώνα μετά να τον εκθέσει μόνο τιμή πρέπει να περιποιεί στον Κ. Λαλιώτη…

Αυτό που, κατά την άποψή μου πάντα, διχάζει και βρίσκεται στο βάθος όσων συζητούμε είναι η μέθοδος. Κι αυτό είναι το δεύτερο ζήτημα προς συζήτηση, ξέροντας φυσικά ότι δεν πρόκειται για θέμα τεχνικής, απαλλαγμένο περιεχομένου. Συγκεκριμένα, όφειλε ο ιστορικός να πάρει την άποψη των φασιστών; Ακόμη πιο προκλητικά: Φιλοξενώντας σε αυτό τον εξαίρετο τόμο την άποψή τους, τους νομιμοποιεί; Τους εισάγει από το παράθυρο μάλιστα στο δημόσιο διάλογο, σε μια θέση δίπλα σε όσους βασανίστηκαν, όπως άδικα και υπερβολικά κατηγορήθηκε;

Ο Ι. Χανδρινός απευθυνόμενος στα εκτελεστικά όργανα της χούντας ωθεί τον επαγγελματισμό και τη μεθοδολογική του συνέπεια στα άκρα, θεωρώντας αυτονόητο έναν όρο: Να θεωρούμε δεδομένο κι όχι θέμα προς συζήτηση αν απευθύνεται σε νοήμονες ανθρώπους με ικανότητα κριτικής και σύνθεσης. Ο Ι. Χανδρινός δεν έγραψε βιβλίο του Δημοτικού. Δεν απευθύνεται σε ανήλικους. Αποφεύγει σταθερά να αναπαράγει κοινοτοπίες, βαρύγδουπες μεγαλοστομίες και στρογγυλέματα, που κουράζουν όχι μόνο τους αναγνώστες αλλά κι όλους όσους υπερασπίζονται την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Το κοινό του είναι μια γενιά που δεν έζησε τη χούντα και τα επιχειρήματα των χουνταίων δεν εγείρουν τραύματα. Ο ίδιος έχει εκείνη την αυτοπεποίθηση που του επιτρέπει να τους εντάξει στον τόμο του και να τους δώσει πολύ λίγες σελίδες. Κι αυτό μάλιστα, χωρίς να αναπαράγει την «ξεπλένικη» τακτική των ίσων αποστάσεων. Ο Ι. Χανδρινός, με την επιλογή του, εκθέτει και δε νομιμοποιεί τους χουνταίους, ούτε τα τανκς.

Δοθέντων των παραπάνω, το βιβλίο του Ι. Χανδρινού με τις δεκάδες μαρτυρίες φωτίζει νέες, άγνωστες πλευρές της εξέγερσης και συμβάλλει στην αναγκαία έρευνα και συζήτηση ώστε το Πολυτεχνείο να παραμείνει ζωντανό στο δημόσιο διάλογο και την πολιτική αντιπαράθεση, ένα σημείο τομής για την Αριστερά στην Ελλάδα.

Αρέσει σε %d bloggers: