Γιάννης Κουζής: «Ειδική Οικονομική Ζώνη θέλουν την Ελλάδα οι πιστωτές» (Επίκαιρα, 18-24 Ιουνίου 2015)

11_KOYZHS-650x250 (1)«Οι ηγεσίες των ευρωπαϊκών θεσμών έχουν απόλυτα αποδεχθεί τα νεοφιλελεύθερα δόγματα, απαξιώνοντας στην πράξη, και με συστηματικό τρόπο, το ευρωπαϊκό κοινωνικό κεκτημένο των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών κρίνοντάς το μειονέκτημα στο πεδίο του παγκοσμιοποιημένου οικονομικού ανταγωνισμού», τονίζει ο Γιάννης Κουζής, καθηγητής Εργασιακών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και Ειδικός Σύμβουλος του υπουργού Εργασίας στη συνέντευξη που παραχώρησε στα Επίκαιρα.

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΟΝ ΛΕΩΝΙΔΑ ΒΑΤΙΚΙΩΤΗ

– Ποιο είναι το περιεχόμενο των αλλαγών που συντελέσθηκαν κατά την περίοδο των μνημονίων στην Ελλάδα στο πεδίο των εργασιακών σχέσεων;

– Η κρίση και τα μνημόνια αποτέλεσαν την χρυσή ευκαιρία ώστε στην ελληνική αγορά εργασίας να ενταθούν οι πολιτικές ευελιξίας της εργασίας που δρομολογούνταν σταθερά αλλά με χαμηλότερους ρυθμούς από το 1990 και εντεύθεν. Πρόκειται για τις πολιτικές ενίσχυσης των ατυπικών μορφών εργασίας, δεύτερης ταχύτητας αμοιβών και δικαιωμάτων, σε βάρος της σταθερής και πλήρους απασχόλησης, της ανάπτυξης της ελαστικοποίησης των ωραρίων, του περιορισμού της προστασίας από τις απολύσεις και ευελικτοποίησης του τρόπου διαμόρφωσης των μισθών μέσα από την αποδιάρθρωση του συστήματος των συλλογικών διαπραγματεύσεων και της επίλυσης των συλλογικών διαφορών. Παρεμβάσεις επίσης καταγράφονται κατά την ίδια περίοδο και στον δημόσιο τομέα στο πλαίσιο της στρατηγικής σύγκλισης του εργασιακού του καθεστώτος με το αντίστοιχο του ιδιωτικού τομέα, στο πλαίσιο μιας προς τα κάτω σύγκλισης που ωθεί στη συνολική και δραματική υποβάθμιση του περιεχομένου της εργασίας

– Σε ό,τι αφορά στα εργασιακά ποιές είναι οι απαιτήσεις των δανειστών;

– Σήμερα οι δανειστές επιμένουν στην ολοκλήρωση της πολιτικής μετατροπής της χώρας σε μια ειδική οικονομική ζώνη εστιάζοντας, καταρχάς, στην απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων. Πρόκειται ουσιαστικά για την πλήρη άρση της προστασίας από τις μαζικές απολύσεις με την παροχή της δυνατότητας στις επιχειρήσεις άνω των 150 εργαζόμενων να απολύουν ελεύθερα μέχρι και το 10% του δυναμικού τους μηνιαίως, και χωρίς το ανώτατο αριθμητικό όριο των 30 ανά μήνα απολύσεων. Αυτό σημαίνει περαιτέρω διευκόλυνση των απολύσεων που μεταφράζεται στην πλήρη απελευθέρωσή τους, εφόσον πλέον η ειδική διαδικασία προστασίας από τις μαζικές απολύσεις θα προβλέπεται όταν οι επιχειρήσεις θα θέλουν να υπερβούν το νέο ανώτατο όριο. Δηλαδή τότε θα απαιτείται η σύνταξη τεκμηριωμένης οικονομοτεχνικής έκθεσης, η ενημέρωση και διαβούλευση με τους εκπροσώπους των εργαζομένων ενώ η προβλεπόμενη σχετική έγκριση από το υπουργείο Εργασίας έχει και αυτή βρεθεί στο στόχαστρο των δανειστών. Η απελευθέρωση των απολύσεων κρίνεται απαράδεκτη, ιδιαίτερα σε μια χώρα όπου η ανεργία εκτινάχθηκε από το 7,5% στο 28%, εξέλιξη στην οποία συνέβαλαν τα αλλεπάλληλα μνημονιακά μέτρα διευκόλυνσης τόσο των ατομικών όσο και των ομαδικών απολύσεων. Σε αυτό το πλαίσιο μειώθηκε έως και κατά το ήμισυ το κόστος των αποζημιώσεων παράλληλα με την αύξηση των δόσεων καταβολής  τους και τη μείωση του ποσού της κάθε δόσης, αυξήθηκε κατά 10 μήνες ο χρόνος προϋπηρεσίας για το δικαίωμα στην αποζημίωση απόλυσης, μειώθηκε στο 1/6 ο ανώτατος χρόνος προειδοποίησης απόλυσης, διαδικασία  που συνεπάγεται μειωμένη κατά το ήμισυ αποζημίωση, ενώ, τέλος, αυξήθηκε από το 2% στο 5% το όριο των ανά μήνα απολύσεων. Η πίεση για πλήρη ευελιξία στις απολύσεις ασκείται σήμερα σε μία χώρα ήδη πρωταθλήτρια ανεργίας στην ΕΕ με μόλις το 10% των ανέργων να λαμβάνει το πενιχρό επίδομα ανεργίας που αντιστοιχεί στο 60% του γενικού κατώτατου μισθού και για χρονικό διάστημα  έως 12 μηνών.

– Υπάρχουν τμήματα της ελληνικής ολιγαρχίας που κρύβονται πίσω από αυτές τις απαιτήσεις και προσδοκούν οφέλη από την εφαρμογή τους; 

– Οι απαιτήσεις αυτές προέρχονται αφενός από ξένους «επενδυτές» που προσδοκούν σε μια απελευθερωμένη αγορά εργασίας, και αφετέρου από οικονομικά συμφέροντα που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα ενόψει σχεδιαζόμενων αναδιαρθρώσεων σε μεγάλου μεγέθους επιχειρήσεις. Σε αυτή την κατηγορία συγκαταλέγονται κυρίως οι τράπεζες, τα μέσα ενημέρωσης και οι αγοραστές των ιδιωτικοποιημένων δημόσιων επιχειρήσεων και οργανισμών.

Εκτός από τις ομαδικές απολύσεις απαιτούνται και άλλα μέτρα από τους δανειστές;

– Βεβαίως εκτός από τα μέτρα για τις απολύσεις για τους δανειστές πάντοτε εκκρεμούν, αν και δεν τίθενται στην παρούσα φάση, οι παρεμβάσεις στον περιορισμό της συνδικαλιστικής δράσης και στην επαναφορά της ανταπεργίας (lock out). Με αυτό τον τρόπο επιδιώκεται η ολοκλήρωση των παρεμβάσεων και στο συλλογικό μέρος των εργασιακών σχέσεων μετά από την αποκαθήλωση των συλλογικών συμβάσεων. Παράλληλα ασκούνται πιέσεις ώστε να μην καταργηθούν τα μνημονιακά μέτρα που αποδιάρθρωσαν την εργασία με κύρια αιχμή την παρεμπόδιση της επαναφοράς του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ και της αποκατάστασης των συλλογικών διαπραγματεύσεων.

– Ισχύει ακόμη η επιδίωξή τους να πάει ο μισθός στα 250 ευρώ όπως είχε δηλώσει ο Τόμσεν στο ευρωπαϊκό κοινοβούλιο;

– Είναι γνωστό ότι στο παράρτημα του δευτέρου μνημονίου συμπεριλαμβάνεται ο στόχος της σύγκλισης των κατώτατων μισθών με εκείνους των γειτονικών βαλκανικών χωρών. Το μέτρο της συμπίεσης των κατώτατων μισθών από τα 751 στα 586 ευρώ (και στα 510 για τους νέους) εντάχθηκε σε αυτό το στόχο. Παράλληλα με την αποδόμηση του συστήματος των συλλογικών συμβάσεων και με την συνακόλουθη έξαρση της εξατομίκευσης των μισθών, που οδήγησαν σε μεσοσταθμική μείωση των μισθών κατά 24%, ώστε σήμερα να έχει διπλασιασθεί το ποσοστό των πλήρως απασχολούμενων, και τετραπλασιασθεί το αντίστοιχο των εργαζόμενων με μειωμένα ωράρια που αμείβονται με μισθούς μέχρι τα παλαιά γενικά κατώτατα όρια των 751 ευρώ. Τα στοιχεία αυτά σε συνδυασμό με το 1,4 εκ. ανέργων διαμορφώνουν ένα νέο και έντονα υποβαθμισμένο εργασιακό τοπίο παράλληλα με μια νέα κουλτούρα για την εργασία που αποκλίνει από την έννοια και το ουσιαστικό περιεχόμενό της.

– Υφίστανται αντιθέσεις μεταξύ ευρωπαίων πιστωτών και ΔΝΤ στα εργασιακά;

– Οι κατά καιρούς διαφαινόμενες διαφορές πιστεύω ότι είναι δευτερεύουσας σημασίας πόσο μάλλον που σε όλη την διάρκεια της μνημονιακής περιόδου παρατηρούνται αλλαγές στους ρόλους του «καλού» και του «κακού» στα θέματα της αγοράς εργασίας. Και αυτό γιατί θεωρώ ότι σε σημαντικό βαθμό οι θέσεις των τριών θεσμών τέμνονται και αλληλοσυμπληρώνονται, στοιχείο που πρέπει να καθιστά την όποια διαπραγμάτευση κυρίως πολιτική και όχι τεχνική στη βάση τεκμηριωμένων επιστημονικά επιχειρημάτων που δεν φαίνεται να συγκινούν τη μονομερή και νεοφιλελεύθερη αντίληψη των δανειστών. Ο ρόλος του ΔΝΤ είναι γνωστός για τη διαχρονική στάση του στην πορεία της απορρύθμισης του κοινωνικού κράτους και της εργασίας όπου έχει καταγραφεί η παρουσία του. Οι άλλοι δύο ευρωπαίοι πιστωτές (ΕΕ και ΕΚΤ) έχουν προ πολλού δώσει δείγματα γραφής για τον τρόπο που αντιλαμβάνονται τις εργασιακές σχέσεις στο πλαίσιο πολιτικών απασχόλησης υπό την πίεση της κυρίαρχης αντίληψης περί ανταγωνιστικότητας με όρους μείωσης και συμπίεσης των δαπανών για την εργασία, που ενοχοποιείται ως επαχθές κόστος. Με αυτό τον τρόπο οι ηγεσίες των ευρωπαϊκών θεσμών έχουν απόλυτα αποδεχθεί τα νεοφιλελεύθερα δόγματα, απαξιώνοντας στην πράξη, και με συστηματικό τρόπο, το ευρωπαϊκό κοινωνικό κεκτημένο των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών κρίνοντάς το ως συγκριτικό μειονέκτημα στο πεδίο του παγκοσμιοποιημένου οικονομικού ανταγωνισμού. Αυτό, άλλωστε, που καταγράφεται στην ελληνική αγορά εργασίας κατά την περίοδο των μνημονίων δεν αποτελεί καινοτομία ως προς τη φύση και το περιεχόμενο των επιβληθέντων μέτρων αφού αυτά αντιγράφουν «καλές» πρακτικές  που, διάσπαρτες, συναντώνται σε όλο σχεδόν το φάσμα των ευρωπαϊκών χωρών. Η μόνη καινοτομία έγκειται στο γεγονός ότι σε μια χώρα και σε τόσο σύντομο διάστημα επιβλήθηκε ένας καταιγισμός μέτρων ουσιαστικής απορρύθμισης της εργασίας. Επομένως, η εκ του σύνεγγυς παρακολούθηση των ευρωπαϊκών πολιτικών για την απασχόληση και τις εργασιακές σχέσεις, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’90, δεν μπορεί να απενοχοποιήσει τον ρόλο της νεοφιλελεύθερης Ευρώπης στο ελληνικό δράμα. Η κρίση και τα μνημόνια αποτέλεσαν την τέλεια αφορμή, υπό το άλλοθι της κρίσης, για την σταδιακή μεταφορά στην Ευρώπη και στην ευρωζώνη, μέσω του ελληνικού πειραματόζωου, εργασιακών όρων σύγκλισης  με τον τρίτο κόσμο. Την ίδια στιγμή, μάλιστα, η Ευρώπη διαπραγματεύεται εν κρυπτώ τη Διατλαντική Συμφωνία Εμπορίου και Επενδύσεων (ΤΤΙΡ)με τις ΗΠΑ και τον Καναδά με περιεχόμενο πλήρους απελευθέρωσης των αγορών, και κατοχύρωσης της ελευθερίας των πολυεθνικών επενδυτών στη μη συμμόρφωση στο δίκαιο της χώρας υποδοχής αναφορικά με την εργατική, ασφαλιστική, φορολογική και  περιβαλλοντική νομοθεσία. Πώς είναι δυνατόν, λοιπόν, οι ευρωπαϊκοί θεσμοί, με τους όρους που σήμερα λειτουργούν και διοικούνται, να αποτελούν την ασφάλεια για τα κοινωνικά και εργασιακά δικαιώματα των ευρωπαίων πολιτών έναντι του αμερικανοκρατούμενου ΔΝΤ, όταν ήδη συμβάλλουν στην μέχρι τώρα σταδιακή αποδόμησή τους; Και όταν, επίσης, προετοιμάζουν σε, κεκλεισμένων θυρών, διαπραγματεύσεις την πλήρη αποδιάρθρωσή τους, μέσα από «ελεύθερες» επενδυτικές συμφωνίες με τις ΗΠΑ, χώρα που αρνείται επίμονα να επικυρώσει τις 6 από τις 8 θεμελιώδεις διεθνείς συμβάσεις εργασίας του ILO;

Σχολιάστε

Συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε το σχόλιο σας:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.

Αρέσει σε %d bloggers: