Ελληνική διπλωματία: ο αυτόχειρας των Βαλκανίων (Επίκαιρα, 26/08-1/9/10)

Σε ιδανικό αυτόχειρα εξελίσσεται η ελληνική διπλωματία στα Βαλκάνια μετά την στρατηγικής σημασίας απόφασή της να διευκολύνει τα αμερικανικά σχέδια στην περιοχή, τροφοδοτώντας – ακόμη και παρά τη θέλησή της – τον αλβανικό εθνικισμό. Αυτό ήταν το μήνυμα που εξέπεμψε η επίσκεψη του αναπληρωτή υπουργού Εξωτερικών, Δ. Δρούτσα στο Κόσσοβο στο τέλος Ιουλίου.

Υπ’ αυτό το πρίσμα η αποτρόπαια δολοφονία του 37χρονου ομογενή Αλέξανδρου Γκούμα στις 12 Αυγούστου στη Χειμάρρα μόνο και μόνο επειδή μιλούσε ελληνικά αποκτά εντελώς διαφορετικό περιεχόμενο. Την ενέργεια την καταδίκασε άμεσα και χωρίς περιστροφές η αλβανική ηγεσία καθιστώντας σαφές ότι η ίδια δεν ενθαρρύνει σχετικά φαινόμενα. «Το γραφείο του εισαγγελέα και τα αρμόδια νομικά σώματα θα πρέπει να ρίξουν φως στο περιστατικό της Χειμάρρας, να οδηγήσουν τους δράστες ενώπιον της δικαιοσύνης και να τους επιβάλλουν το μέγιστο ποινής που προβλέπει ο νόμος», δήλωσε μιλώντας στους δημοσιογράφους ο υπουργός Εξωτερικών και αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, Ιλίρ Μέτα. Η βαρύτατη κατηγορία με την οποία δε, παρέπεμψε στη συνέχεια ο εισαγγελέας τον δράστη της στυγνής δολοφονίας που έσπευσε να παραδοθεί στις αρχές (ανθρωποκτονία από πρόθεση) δεν αφήνει την παραμικρή αμφιβολία ότι η ποινή που θα του επιβληθεί θα είναι αυστηρότατη.

Κι όμως, όλα τα παραπάνω (κατηγορηματική καταδίκη του γεγονότος από την πολιτική ηγεσία και εξάντληση της αυστηρότητας της δικαιοσύνης) δεν αρκούν έτσι ώστε το περιστατικό να θεωρηθεί λήξαν ή ένα ατυχές συμβάν που δεν θα επαναληφθεί. Κάτι τέτοιο άλλωστε αποκλείστηκε όταν μετά την πάροδο λίγων ημερών ομάδα Αλβανών που επέβαιναν σε δύο ΙΧ αυτοκίνητα πυροβόλησαν έξω από το σπίτι του άνανδρα δολοφονημένου Βορειοηπειρώτη. Μια ενέργεια που έδειξε το βάθος της αντιπαράθεσης μεταξύ Αλβανών και Ελλήνων και τη συνέχεια που πολύ πιθανά θα έχουν ανάλογα περιστατικά, η βαθύτερη αιτία των οποίων πρέπει να αναζητηθεί στην έξαρση του αλβανικού εθνικισμού.

Φυσικά ρόλο έχουν παίξει και μια σειρά άλλα γεγονότα όπως η κακομεταχείριση και ο ρατσισμός που υπέστησαν οι Αλβανοί στην Ελλάδα ειδικότερα τη δεκαετία του ’90, πριν ενσωματωθούν στην ελληνική κοινωνία. Επίσης η εσωτερική πολιτική αστάθεια, που τείνει να αποκτήσει ενδημικά χαρακτηριστικά. Να υπενθυμίσουμε ότι ακόμη και τώρα, μετά τον τερματισμό της απεργίας πείνας που έκαναν επί 19 ημέρες 20 βουλευτές του Σοσιαλιστικού Κόμματος του Έντι Ράμα μαζί με 200 οπαδούς τους (ζητώντας την επανακαταμέτρηση των ψήφων των περυσινών εκλογών) και την απόφασή τους να προσέλθουν στη Βουλή, τερματίζοντας το μποϋκοτάρισμά της, επιμένουν να μην ψηφίζουν. Ως αποτέλεσμα νομοσχέδια που απαιτούν αυξημένη πλειοψηφία των δύο τρίτων (όπως όσα αφορούν την μελλοντική ένταξη της Αλβανίας στην ΕΕ) δεν εγκρίνονται. Επίσης, σημαντικό ρόλο στην εμφάνιση τέτοιων περιστατικών εθνικιστικής βίας διαδραματίζουν κι οι οικονομικές βλέψεις εναντίον των ελληνικών περιουσιών που κλιμακώνονται λόγω του οικοδομικού οργασμού που παρατηρείται στις παραλίες της ραγδαία αναπτυσσόμενης τουριστικά περιοχής που βλέπουν την Αδριατική.

Ο σημαντικότερος ωστόσο λόγος πίσω από το περιστατικό εθνικιστικής βίας σχετίζεται με την αλαζονεία των Αλβανών που διαπιστώνουν ότι ένας – ένας, όλοι οι στόχοι τους στην κατεύθυνση της εθνικιστικής ολοκλήρωσης και της δημιουργίας της Μεγάλης Αλβανίας υλοποιούνται. Γιατί επομένως να σέβονται την αυτοτέλεια την οποία απολαμβάνουν οι Έλληνες; Σε αυτή την πορεία ενθάρρυνσης των αλυτρωτικών στόχων δυστυχώς συνέβαλε και η ελληνική εξωτερική πολιτική με συγκεκριμένους τρόπους και μάλιστα πολύ πρόσφατα. Αναφερόμαστε στην πέρα για πέρα ατυχή επίσκεψη του αναπληρωτή υπουργού Εξωτερικών Δ. Δρούτσα στο Κόσοβο την 1η Αυγούστου. Η επίσκεψη έγινε ενώ ήταν ακόμη νωπή η υπογραφή στην απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, που ανακοινώθηκε στις 22 Ιούλη, χαρακτηρίζοντας συμβατή με το διεθνές δίκαιο την ανεξαρτητοποίηση του Κοσόβου. Πρακτικά με αυτό τον τρόπο η Αθήνα επικύρωσε την ανεξαρτητοποίησή του, βάζοντας το τελευταίο καρφί στην ισχύ της απόφασης 1244 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ που χαρακτήριζε το Κόσοβο ως επαρχία της Σερβίας. Καθόλου τυχαία σήμερα η πολιτική ηγεσία της Πρίστινας ζητάει και την τυπική αναθεώρηση της σχετικής απόφασης. Επίσης, σε ένα ακραίο δείγμα προκλητικότητάς της, για τα μέχρι τώρα τουλάχιστον δεδομένα, ενημέρωσε τον Ειδικό Αντιπρόσωπο της ΕΕ ότι απαγορεύει στο εξής την είσοδο στο Κόσοβο αξιωματούχων και επισήμων από την Σερβία! Είναι περιστατικά που βεβαιώνουν την κλιμάκωση της αλβανικής επιθετικότητας.

Όλα αυτά μπορούσαν να προβλεφθούν. Η Ελλάδα επομένως δεν είχε κανένα συμφέρον να είναι η πρώτη που θα δηλώσει συμμόρφωση στην απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου αναγνωρίζοντας στην πράξη το μόρφωμα του Κοσόβου, ένα κράτος θνησιγενές, υπόδειγμα αποτυχημένου κράτους, κόμβος κάθε διεθνούς παρανομίας: από εμπόριο ναρκωτικών και όπλων μέχρι πορνεία… Αναγνωρίζοντας το Κόσοβο η ελληνική διπλωματία, που με αυτό τον τρόπο τραβάει τα χαλί κάτω από τα πόδια της, στέλνει τα πιο λάθος μηνύματα σε ό,τι αφορά την Κύπρο (γιατί δηλαδή να μην ξεκινήσει η Άγκυρα μια διεθνή εκστρατεία αναγνώρισης των κατεχομένων επικαλούμενη το προηγούμενο του Κοσόβου;) και πολύ πιο άμεσα σε ό,τι αφορά τον αλβανικό εθνικισμό. Ας μην γελιόμαστε: Η θνησιγένεια του Κοσόβου είναι ορατή σε όλους κι ήταν προφανές από την πρώτη στιγμή ότι ένα ανεξάρτητο Κόσοβο δεν είναι βιώσιμο. Η δημιουργία του όμως επιλέγηκε ως ένα ενδιάμεσο βήμα ή αναγκαίο κακό στην κατεύθυνση διάλυσης της εναπομείνασας Γιουγκοσλαβίας και, μακροπρόθεσμα, της δημιουργίας μιας μεγάλης Αλβανίας που θα αποτελεί προκεχωρημένο φυλάκιο της Νέας Τάξης και των ΗΠΑ στη νότια και ανατολική Ευρώπη.

Αναγνωρίζοντας η Ελλάδα το Κόσοβο, όπως έκανε με την επίσκεψη του Δ. Δρούτσα και τις επίσημες επαφές που είχε στην Πρίστινα με τον πρωθυπουργό και τον πρόεδρο της χώρας, στην πράξη εγκαινίασε τον τελευταίο γύρο νομιμοποίησης του Κοσόβου από μια σειρά χώρες που αρνήθηκαν να ακολουθήσουν τις ΗΠΑ, την Αγγλία και τη Γερμανία, αναλογιζόμενες τις συνέπειες που μπορεί να έχει στο εσωτερικό τους η αναγνώριση της αρχής «μία εθνότητα – ένα κράτος». Μεταξύ αυτών ήταν η Ισπανία, το Βέλγιο, η Κύπρος, η Σλοβακία, η Ρουμανία κ.α. Ποια χώρα άλλωστε από αυτές θα είναι η πρώτη που θα αναγνωρίσει το Κόσσοβο είναι και η ερώτηση που υπάρχει στο ηλεκτρονικό δημοψήφισμα της ενημερωτικής ιντερνετικής πύλης του ιδρύματος του Τζορτζ Σόρος που δραστηριοποιείται στη νοτιοανατολική Ευρώπη. Που να κρύψουν την βιασύνη τους για τη νομιμοποίηση και την αναβάθμιση του προτεκτοράτου;

Εν είδει παρενθέσεως πρέπει να πούμε ότι εξ ίσου αρνητικά για την περιφερειακή σταθερότητα, στα μέτρα ωστόσο της Νέας Τάξης, λειτούργησε και η επίσκεψη του ισραηλινού πρωθυπουργού στην Ελλάδα. Τα δύο γεγονότα έχουν πολλά κοινά καθώς τόσο η επίσκεψη Δ. Δρούτσα στο Κόσοβο όσο και η επίσκεψη Νετανιάχου στην Αθήνα τερμάτισαν μια πολιτική αποστάσεων που κρατούσε η Αθήνα επί χρόνια, αρνούμενη να νομιμοποιήσει τις πιο ακραίες και εμπρηστικές πολιτικές των ΗΠΑ στην περιοχή: Από τα Βαλκάνια μέχρι την Μέση Ανατολή. Η υποδοχή που επιφυλάχθηκε στον Μπ. Νετανιάχου από την κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου διακόπτοντας και αναιρώντας την φιλο-αραβική πολιτική του παρελθόντος (κι όχι κάνοντάς την πιο… πολυδιάστατη) , αυξάνει τις πιέσεις στα αραβικά καθεστώτα να αναγνωρίσουν το Ισραήλ και να τερματίσουν κι αυτά με τη σειρά τους την πολιτική αποκλεισμού που επισήμως ακολουθούν επί δεκαετίες, με μοναδική εξαίρεση την Αίγυπτο και την Ιορδανία. Αυτό άλλωστε είναι και το μοναδικό ζητούμενο των απ’ ευθείας συνομιλιών για το παλαιστινιακό που ξεκινούν σε μια εβδομάδα: Μια ισραηλινή υπόσχεση για την δημιουργία ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους (που ουδέποτε θα εκπληρωθεί) έναντι της δέσμευσης της Αραβικής Λίγκας να τερματίσει τον αποκλεισμό (που θα αρχίσει να υλοποιείται από την επομένη).

Επιστρέφοντας στα Βαλκάνια, την αναζωπύρωση του αλβανικού εθνικισμού σε όλη την περιοχή επιβεβαιώνει επίσης κι η επιθετικότητα των Αλβανών της ΠΓΔΜ, όπως εκφράστηκε πρόσφατα με δύο περιστατικά. Το πρώτο αφορά το τελεσίγραφο που έστειλαν οι Αλβανοί, με αφορμή την συμπλήρωση δέκα χρόνων από την υπογραφή της συμφωνίας της Οχρίδας που σήμανε το τέλος του εμφυλίου μεταξύ Αλβανών και Σλαβομακεδόνων. Το τελεσίγραφό τους αφορούσε επί της ουσίας το θέμα της ονομασίας, ζητώντας από τα Σκόπια να επιταχύνουν τις διαδικασίες. Συγκεκριμένα, ο Αλί Αχμέτι, επικεφαλής του αλβανικού κόμματος DUI, απείλησε ότι θα αποχωρήσει από την κυβέρνηση προκαλώντας πολιτική κρίση και πρόωρες εκλογές αν δεν λυθεί το θέμα της ονομασίας μέχρι τη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ τον Νοέμβρη. Στην πράξη η κυβέρνηση του Γκρούεφσκι πιέζεται να ακολουθήσει μια πιο επιθετική πολιτική απέναντι στην Ελλάδα από Σεπτέμβρη κιόλας με αφορμή την ετήσια γενική συνέλευση του ΟΗΕ. Το δεύτερο περιστατικό που υπογραμμίζει την επιθετικότητα των Αλβανών αφορά την διακριτή εμφάνιση στο εσωτερικό του μουσουλμανικού στοιχείου της ΠΓΔΜ, που αποτελεί το 30% του συνολικού πληθυσμού της, φονταμενταλιστών ουαχαβιτών.

Εν κατακλείδι, η ελληνική διπλωματία εισπράττει από τώρα κιόλας τους δηλητηριασμένους καρπούς της πολιτικής ενθάρρυνσης του αλβανικού εθνικισμού που ακολουθεί, συμμορφούμενη πλήρως με τις αμερικανικές προτεραιότητες στην Βαλκανική. Μια πολιτική που αν μέχρι πρόσφατα δεν είχε καταστροφικά αποτελέσματα λόγω της οικονομικής υπεροχής της Ελλάδας, τον τελευταίο χρόνο γίνεται αυτοχειριαστική στον βαθμό που η προσφυγή στον μηχανισμό ΔΝΤ – ΕΕ σηματοδοτεί την ραγδαία υποβάθμιση της θέσης της. Φαίνεται έτσι ότι η προσφυγή στο ΔΝΤ και η οικονομική υποδούλωση συμπληρώνεται από την κατάργηση και των τελευταίων βαθμών αυτοτέλειας στην εξωτερική πολιτική, που μόνο αρνητικές εξελίξεις προοιωνίζεται. Ως αποτέλεσμα στην μεν Αλβανία το ελληνικό στοιχείο δέχεται πρωτοφανείς επιθέσεις ενώ από την ΠΓΔΜ θα αυξηθούν οι πιέσεις για κλείσιμο του θέματος της ονομασίας, με όρους φυσικά που θα επιβάλουν οι ΗΠΑ και θα είναι εις βάρος των πάγιων ελληνικών θέσεων. Η κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου μέχρι στιγμής δεν έχει δείξει ότι επιθυμεί να ακυρώσει αυτά τα σχέδια που πέρα από τα Βαλκάνια αφορούν και το Αιγαίο. Μάλλον το αντίθετο…

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.