Παρατεταμένη ύφεση στην Ευρώπη χάριν του ευρώ (Ουτοπία, Μάιος – Ιούνιος 2010)

Σε ένα τεράστιο βαρίδι που σέρνει την ευρωπαϊκή οικονομία προς μια χρόνια και βαθιά ύφεση μετατρέπεται το ενιαίο νόμισμα, καθώς στο όνομα της ευρωστίας του μία προς μία όλες οι ευρωπαϊκές χώρες υιοθετούν αντιλαϊκά προγράμματα περιορισμού των δαπανών, με άμεσο στόχο να μειώσουν τα δημοσιονομικά ελλείμματα.

Ο κύκλος του αίματος που άνοιξε με την Ελλάδα η οποία δεσμεύθηκε να μειώσει το έλλειμμα από 13,6% του ΑΕΠ το 2009 σε 8,6% το τρέχον έτος και 3,9% το 2011 συνεχίστηκε με την Ισπανία που δεσμεύθηκε να μειώσει το έλλειμμα από 11,2% το 2009 σε 6% το 2011. Σε αυτό το βωμό ξεκίνησε η συρρίκνωση των ασφαλιστικών δικαιωμάτων και η απορύθμιση των εργασιακών σχέσεων. Στην Πορτογαλία η μείωση του ελλείμματος από 9,4% το 2009 σε 5,1% το 2011 θα επιτευχθεί με την αύξηση των συντελεστών ΦΠΑ και το πάγωμα των μισθών. Στην Ιρλανδία η μείωση του ελλείμματος από 14,3% το 2009 σε 8,6% το 2011 θα επιτευχθεί κυρίως με την μείωση των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων που ξεκινάει από 5% και φθάνει το 20%. Στη Γαλλία η μείωση του ελλείμματος από 7,5% το 2009 στο 6% το 2011 θα γίνει με την συγκράτηση των μισθολογικών αυξήσεων και την αναμόρφωση του ασφαλιστικού συστήματος. Στην Ιταλία η μείωση του ελλείμματος από 5,3% το 2009 σε 3,9% το επόμενο χρόνο θα επέλθει κυρίως μέσα από το πάγωμα των δημοσίων επενδύσεων – ένα μέτρο που εφαρμόζεται σε όλη την Ευρώπη. Μέτρα περιορισμού των δημοσίων δαπανών εφαρμόζονται ακόμη και στην ατμομηχανή της γηραιάς ηπείρου, τη Γερμανία με απώτερο στόχο την μείωση του ελλείμματος από 5% το 2010 στο 4,7% το 2011. Ανάλογα μέτρα εφαρμόζονται κι εκτός ευρωζώνης, στην Αγγλία, την Ουγγαρία και την Δανία για παράδειγμα, βεβαιώνοντας πως πρόκειται για μια πέρα για πέρα καταστροφική στο περιεχόμενό της πολιτική κατεύθυνση που εφαρμόζεται σε όλη την ΕΕ κι όχι μόνο στην ευρωζώνη.

Το εναρκτήριο λάκτισμα για την αυστηροποίηση της δημοσιονομικής πολιτικής δόθηκε με την απαίτηση της Γερμανίας να αναθεωρηθούν οι κανόνες λειτουργίας της ευρωζώνης ενσωματώνοντας στο καταστατικό της βαριές ποινές για εκείνες τις χώρες που συνεχίζουν να διατηρούν δημοσιονομικό έλλειμμα και δημόσιο χρέος που υπερβαίνει το όριο του 3% και 60% του ΑΕΠ αντίστοιχα, όπως τέθηκε στη συνθήκη του Μάαστριχτ. Τα αποτελέσματα ωστόσο στο επίπεδο της μεγέθυνσης του παραγόμενου προϊόντος και της απασχόλησης θα είναι διαλυτικά.

Τα λόγια του αμερικανού νομπελίστα, Τζόζεφ Στίγκλιτς, όπως διατυπώθηκαν σε ένα διεθνές συνέδριο στην ισπανική πρωτεύουσα και μεταφέρθηκαν από την εφημερίδα El Pais στις 29 Μαΐου 2010 δεν αφήνουν καμία ελπίδα φωτός για τις συνέπειες που θα έχει αυτή η πολιτική: «Οι περικοπές στις κοινωνικές δαπάνες και το ανθρώπινο κεφάλαιο για να αντιμετωπιστεί το έλλειμμα συνιστούν παραλογισμό. Μπορούν να οδηγήσουν στην ύφεση. Πώς θα αυξηθεί τότε η παραγωγικότητα και το ΑΕΠ;» Τα διαβρωτικά αποτελέσματα που θα έχουν οι περικοπές των δημοσίων δαπανών στην απασχόληση και τις προοπτικές πραγματικής εξόδου της ευρωζώνης από την κρίση αναδεικνύονται και με μια ματιά στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού. Τα στοιχεία που δόθηκαν στη δημοσιότητα για την απασχόληση στις ΗΠΑ στις 4 Ιούνη προκάλεσαν έκπληξη όχι τόσο επειδή οι νέες θέσεις εργασίας ήταν λίγες (μόνο 431.000) τη στιγμή που από την επίσημη έναρξη της ύφεσης στις ΗΠΑ, από τον Δεκέμβρη του 2007, μέχρι το τέλος του προηγούμενου χρόνου χάθηκαν 8 εκ. θέσεις εργασίας. Η μεγαλύτερη έκπληξη προήλθε από τη διαπίστωση πως η συντριπτική πλειοψηφία ακόμη κι αυτών των λίγων θέσεων εργασίας (οι 411.000 για την ακρίβεια) δημιουργήθηκε από τον δημόσιο τομέα κι ιδιαίτερα από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση. Εάν, επομένως, δεν οδηγούσε στα ελληνικά επίπεδα, εντελώς συνειδητά ο αμερικανός πρόεδρος το δημοσιονομικό έλλειμμα η ανεργία όχι μόνο δεν θα μειωνόταν από το 9,9% στο 9,7% αλλά θα ξεπερνούσε κατά πολύ το 10%, προκαλώντας αλυσιδωτές αρνητικές αντιδράσεις στο διαθέσιμο εισόδημα, την ενεργό ζήτηση και το επίπεδο της παραγωγής, δημιουργώντας μια αυτοτροφοδούμενη αρνητική κρισιακή σπείρα. Ό,τι ακριβώς δηλαδή θα συμβεί στην Ευρώπη όπου η σύγχρονη οικονομική ορθοδοξία επιβάλλει τον ουσιαστικό μηδενισμό των ελλειμμάτων, και πιο συγκεκριμένα την μείωση τους στο 0,35%, όπως ακριβώς όρισε το επίπεδο του ανεκτού ελλείμματος πέρυσι το Βερολίνο ενσωματώνοντας σχετικό άρθρο στο σύνταγμα της Γερμανίας. Οι απαισιόδοξες προβλέψεις για την ευρωπαϊκή οικονομία επιβεβαιώνονται ακόμη κι από τον βρετανικό Economist που στο τεύχος της 29ης Μαΐου τόνιζε ότι η πολιτική της ΕΚΤ κάτω από την πίεση της Γερμανίας «καταδικάζει την ευρωζώνη σε χρόνια στασιμότητα».

Το πέρα για πέρα νόμιμο και προφανές ερώτημα του αμερικανού καθηγητή Τζόζεφ Στίγκλιτς (πώς θα αυξηθεί η παραγωγικότητα και το ΑΕΠ;) η απάντηση του οποίου δεν μπορεί παρά να είναι γνωστή στο Βερολίνο, θέτει αυτόματα το επόμενο ερώτημα που αφορά στα ειδικότερα αστικά συμφέροντα βάση των οποίων χαράσσεται η νομισματική πολιτική της ευρωζώνης και βάση των οποίων αποφασίζονται οι παρεμβάσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας κι οι προαναφερθείσες κατευθύνσεις της δημοσιονομικής πολιτικής. Η πρώτη απάντηση υποδεικνύει την Γερμανία και τις άλλες ηγεμονικές χώρες της ευρωζώνης, που όπως δείχνουν τα πλεονασματικά εμπορικά τους ισοζύγια είναι οι μεγάλοι κερδισμένοι της νομισματικής πολιτικής που εφαρμόζει η ΕΚΤ. Κι αναφέροντας την Γερμανία δεν εννοούμε τους εργαζόμενους, που κι αυτοί με τη σειρά τους υπομένουν τα δραματικά αποτελέσματα της πολιτικής των περικοπών, που οδηγεί σε μείωση της εσωτερικής ζήτησης. Ως αποτέλεσμα αυτών των δύο τάσεων (λιτότητα εντός της χώρας και στροφή της παραγωγής εκτός) οι καταναλωτικές δαπάνες το τέταρτο τρίμηνο του προηγούμενου χρόνου μειώθηκαν κατά 1% ενώ οι εξαγωγές αυξήθηκαν κατά 3% (Wall Street Journal 16 Μαρτίου 2010)!

Ακόμη και τούτη η απάντηση όμως, για τα οφέλη της Γερμανίας, δεν αρκεί γιατί με το πέρασμα του χρόνου πληθαίνουν οι φωνές που υποδεικνύουν τα καταστρεπτικά αποτελέσματα που έχει ακόμη και για την (δυνητική έστω) μεταποιητική παραγωγή της Γερμανίας η υψηλή ισοτιμία του ευρώ. Να σημειωθεί πως η ΕΚΤ θεωρεί ισοτιμία στόχο για το ευρώ τα 1,20 δολάρια, με αποτέλεσμα όταν η ισοτιμία πέφτει κάτω από αυτό το επίπεδο να σημειώνονται παρεμβάσεις, ενώ αντίστοιχη ευαισθησία να μην παρατηρείται όταν η ισοτιμία υπερβαίνει αυτό το στόχο, αφήνοντας έτσι να εννοηθεί η ανεκτικότητα αν όχι η προτίμησή της ακόμη και για μια «σκληρότερη» ισοτιμία.

Κι όμως μια μεγάλη υποτίμηση του ευρώ θα απόβαινε ευεργετική όχι μόνο για χώρες όπως η Ελλάδα κι όλο το κλυδωνιζόμενο Μεσογειακό Κλαμπ οι οικονομίες του οποίου εξαρτώνται από τον τουρισμό ενώ ένα σκληρό ευρώ δυσχεραίνει την ήδη δεινή θέση τους, αλλά θα βελτίωνε αισθητά ακόμη κι αυτές τις εξαγωγικές επιδόσεις της Γερμανίας που αποτελούν τη βασικότερη πηγή κερδών μετά την στρατηγική απόφαση του Βερολίνου να μην αυξήσει την εσωτερική ζήτηση. Οι ευεργετικές συνέπειες της Ελλάδας αλλά και της Γερμανίας από ένα φθηνότερο ευρώ υπογραμμίζονται αν πάρουμε υπ’ όψη μας ότι το 56% των ελληνικών εξαγωγών στρέφονται εκτός ευρωζώνης ενώ ακόμη και για τη Γερμανία το καθόλου ευκαταφρόνητο ποσοστό του 40% των εξαγωγών της κατευθύνεται εκτός ευρωζώνης. Παρόλα αυτά το Βερολίνο επιλέγει το ακριβό ευρώ, ξέροντας ότι οι άμεσες και έμμεσες συνέπειες αυτής της πολιτικής είναι υφεσιακές.

Η αιτία βρίσκεται στην προτίμηση που δείχνει το Βερολίνο στα τραπεζικά συμφέροντα. Η προτίμησή του στο ακριβό ευρώ υποδηλώνει ότι έχοντας να επιλέξει ανάμεσα στην γερμανική μεταποίηση και τις γερμανικές τράπεζες, επιλέγει τις τράπεζες, που μέσω της ανατίμησης του ευρώ βλέπουν τα αποθεματικά τους να ανατιμούνται και η σχετική τους αξία να αυξάνει και ταυτόχρονα να ακολουθεί ανοδική πορεία η διεθνή ζήτηση του ευρωπαϊκού νομίσματος ως αποθεματικού μέσου οδηγώντας στο περιθώριο των συναλλαγών άλλα ανταγωνιστικά νομίσματα, όπως το δολάριο.

Οι τράπεζες αποδείχθηκαν κι οι μεγάλοι κερδισμένοι των κατ’ ευφημισμό «πακέτων σωτηρίας» που εγκρίθηκαν για την Ελλάδα και την Ευρώπη, ύψους 110 και 750 δισ. ευρώ, αντίστοιχα. «Υπάρχει ισχυρή απόδειξη ότι το πακέτο διάσωσης ύψους 110 δισ. ευρώ για την Ελλάδα επιβλήθηκε κατά ένα μεγάλο μέρος για να αποφευχθεί η απώλεια εκατοντάδων δισ. δολ. για τις τράπεζες της Γαλλίας, της Γερμανίας και άλλων χωρών που έχουν επενδύσει σε ομόλογα του ελληνικού δημοσίου. “Η διάσωση της Ελλάδας ήταν πριν απ’ όλα διάσωση των τραπεζών”, υποστηρίζει ο Νικόλας Βερόν από το Ινστιτούτο Μπρεγκέλ των Βρυξελλών. Το πακέτο των 750 δισ. που ακολούθησε στις 9 Μάη για άλλες αδύναμες χώρες της ευρωζώνης σκόπευε κι αυτό να αποτραπεί μια διάλυση της διατραπεζικής αγοράς της περιοχής». Όλα αυτά δεν αναφέρονται σε κάποιο άρθρο γνώμης εναλλακτικού εντύπου, αλλά στην υπερσυντηρητική εφημερίδα Wall Street Journal του σαββατοκύριακου 4-6 Ιούνη 2010.

Συμπερασματικά το Βερολίνο επιλέγει να ρίξει στην πυρά τους εργαζόμενους της ευρωζώνης, καταδικάζοντάς τους στην ανεργία, την διάλυση των κοινωνικών παροχών και τη φτώχεια, προκειμένου να ενισχύει τα πιο παρασιτικά τμήματα του ευρωπαϊκού καπιταλισμού. Ο καταλυτικός και αναντικατάστατος ρόλος που διαδραματίζει το ευρώ στην υλοποίηση αυτής της πολιτικής ανάγει σε κρίσιμο στόχο για τα συμφέροντα των εργαζομένων την έξοδο από την ευρωζώνη. Η εγκατάλειψη του ευρώ κι η άσκηση μιας νομισματικής πολιτικής που θα έχει ως γνώμονα τα εργατικά και λαϊκά συμφέροντα σε συνδυασμό με μια σειρά άλλων μέτρων (όπως η κρατικοποίηση των τραπεζών, η επιβολή ελέγχων στην κυκλοφορία των κεφαλαίων, η άσκηση βιομηχανικής πολιτικής και πάνω απ’ όλα η χορήγηση γενναίων αυξήσεων σε μισθούς και συντάξεις κι η στήριξη της δημόσιας παιδείας και υγείας) μπορούν να εγγυηθούν την έξοδο από την κρίση προς όφελος των εργαζομένων.

Σε αυτή την προσπάθεια δημιούργησε αισιοδοξία η απήχηση που συνάντησε κείμενο 30 οικονομολόγων και πανεπιστημιακών με τίτλο «παύση πληρωμών – έξοδος από το ευρώ», όπου τίθεται το περίγραμμα άσκησης μιας άλλης πολιτικής. Το κείμενο βρίσκεται στην ηλεκτρονική διεύθυνση http://www.gopetition.com/online/36271.html και μέχρι στιγμής έχει συγκεντρώσει περισσότερες από 700 υπογραφές. Κι η προσπάθεια συνεχίζεται…

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.